Δημήτρης Μπόγρης (26 Δεκεμβρίου 1890 - 28 Ιουλίου 1964)

πηγή φωτογραφίας
Ο Δημήτρης Μπόγρης (26 Δεκεμβρίου 1890 - 28 Ιουλίου 1964) ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος.

Με καταγωγή από τη Σαλαμίνα, ο Δημήτρης Μπόγρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1890. Από μικρός είχε καλλιτεχνικές τάσεις και ήθελε να σπουδάσει μουσική, αλλά η νοοτροπία της εποχής απαιτούσε πιο σίγουρα επαγγέλματα. Έτσι, με την παρότρυνση των γονιών του μπήκε στη σχολή Δοκίμων, αλλά μετά από τριετή φοίτηση, αποφάσισε να φύγει για το Παρίσι, όπου και σπούδασε φυσική στην Ανωτέρα Σχολή Τεχνολογίας. Η έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον ώθησε να καταταγεί στον στρατό, με αποτέλεσμα να διακόψει τις σπουδές του και να τις ολοκληρώσει μετά το τέλος των πολέμων στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ.

Διορίστηκε υπάλληλος στο Υπουργείο Βιομηχανίας. Σύντομα ωστόσο στράφηκε επαγγελματικά στη συγγραφή και τη δημοσιογραφία. Στο χώρο της λογοτεχνίας είναι γνωστός για τα θεατρικά έργα του. Πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με το έργο Ο ιατρός Μαυρίδης, που ανέβηκε από το θίασο του Ωδείου Αθηνών σε σκηνοθεσία του Θωμά Οικονόμου στο Βασιλικό θέατρο.

Το 1924 διορίστηκε καθηγητής φυσικής σε δημόσιο γυμνάσιο της Αθήνας αλλά μετά από ένα χρόνο ξεκίνησε την εργασία του ως δημοσιογράφος στον ημερήσιο τύπο. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά, εξέδωσε το βραχύβιο περιοδικό Θρίαμβος (1938) και διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου. Παράλληλα, όμως, ήταν αφοσιωμένος στη συγγραφή του έργου του.

Το έργο του Αρραβωνιάσματα τιμήθηκε με το Κοτοπούλειο και το Αβερώφειο βραβείο (1924) και καθιερώθηκε στο χώρο του νεοελληνικού ρεπερτορίου με την παράστασή του στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη. Έγραψε πολλά θεατρικά έργα με σημαντικότερα: Ο ιατρός Μαυρίδης (1921), Αγάπες (1923), Το Μπουρίνι (1935), Καινούργια ζωή (1936), Φουσκοθαλασσιές (1937), Όλα θ’ αλλάξουν (1938), Σκοτεινά στον Έπαχτο (1941), Χαραυγή (1948) και πολλά άλλα.

Παράλληλα με το θέατρο, ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το σενάριο και τα ραδιοφωνικά σκετς. Ήταν ικανός τεχνίτης, ηθογράφος και ηθολόγος. Το σύνολο του έργου του τοποθετείται στο χώρο της νεοελληνικής ηθογραφικής παραγωγής.

Τα έργα του ανέβηκαν στις καλύτερες θεατρικές σκηνές (Μουσούρη, Κοτοπούλη, Α. Λαιμού, Εθνικό, κ.α.), σκηνοθετήθηκαν από τους μεγαλύτερους του είδους (Αλέξης Μινωτής, Δημήτρης Ροντήρης, Πέλος Κατσέλης, Αδαμάντιος Λεμός, Λάμπρος Κωστόπουλος, Κωστής Μιχαηλίδης, Ράια Μουζενίδου κ.α.), και ερμηνεύτηκαν από κορυφαίους ηθοποιούς όπως: Αιμίλιος Βεάκης, Βάσω Μανωλίδου, Αλέξης Μινωτής, Μάνος Κατράκης, Χριστόφορος Νέζερ, Ρίτα Μουσούρη, Έλλη Λαμπέτη κ.α. Σήμερα εξακολουθούν να παίζονται έργα του από διάφορους θιάσους, σαν εξαιρετικά και διαχρονικά ηθογραφικά έργα τέχνης.

Για τον κινηματογράφο έγραψε τρία σενάρια, με πρώτο το Τραγούδι του Χωρισμού (1939) - η πρώτη ταινία που γύρισε ο Φιλοποίμην Φίνος και μοναδική σε δική του σκηνοθεσία - Μια νύχτα χωρίς ξημέρωμα (1947) και Μπροστά στο Θεό (1953), ενώ το έργο του Φουσκοθαλασσιές μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο το 1966 από τον Ορέστη Λάσκο, με πρωταγωνιστές τη Μαίρη Αρώνη και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Για τον κινηματογράφο διασκευάστηκαν επίσης τα έργα του Η προσφυγοπούλα (1938) και Το κορίτσι του λιμανιού.

Ο Δημήτρης Μπόγρης απεβίωσε στην Αθήνα στις 28 Ιουλίου του 1964. Άφησε ένα πλούσιο θεατρικό έργο που ανεβαίνει ακόμα στις θεατρικές σκηνές. Ένα έργο που το χαρακτηρίζει η ηθογραφία, η σάτιρα και η ποιητική διάθεση, και εκφράζεται με εξαιρετικά μεστή και απλή γλώσσα. Το όνομά του φέρει σήμερα η αίθουσα εκδηλώσεων του Δημαρχιακού Μεγάρου Σαλαμίνος.

Εργογραφία

Θέατρο
Αγάπες, δραματική κωμωδία εις πράξιν. Αθήνα (1924)
Ο ιατρός Μαυρίδης, δράμα σε πράξεις τρεις. Αθήνα, Τα Παρασκήνια (1925)
Αρραβωνιάσματα, ηθογραφικό δράμα σε 3 πράξεις. Αθήνα (1925)
Η Δράκαινα, δράμα σε πράξεις τρεις. Αθήνα (1928)
Το Μπουρίνι (1935)
Καινούργια Ζωή (1936)
Φουσκοθαλασσιές, κωμωδία σε πράξεις τέσσαρες. Αθήνα, Σαλίβερος (1938)
Όλα θ’ αλλάξουν (1938)
Σκοτεινά στον Έπαχτο (1941)
Χαραυγή, σελίδα για θέατρο από την ελληνική ιστορία. Αθήνα, Σαλίβερος (1948)
Ψηλά στο Μέτωπο
Καντρίλλιες
Το Κορίτσι του Λιμανιού
Τα Σπασμένα Φτερά

Μετάφραση θεατρικού έργου
Ερωτικά τεχνάσματα (Les fausses confidences) του Πιερ Καρλέ ντε Σαμπλαίν ντε Μαριβώ.

Τηλεοπτικές σειρές βασισμένες σε έργα του
Τα αρραβωνιάσματα (1983)

Κινηματογραφικές ταινίες βασισμένες σε έργα του
Φίλησέ με, Μαρίτσα (1930)
Η προσφυγοπούλα (1938)
Νύχτα χωρίς ξημέρωμα (1939)
Το τραγούδι του χωρισμού (1939)
Τα αρραβωνιάσματα (1950)
Το κορίτσι της ταβέρνας (1952)
Μπροστά στο Θεό (1953)
Φουσκοθαλασσιές (1966

Ελληνικές θεατρικές παραστάσεις
Στις 11.5.1945 δόθηκε θεατρική παράσταση του έργου "Αρραβωνιάσματα" στο Δημοτικό Θέατρο της Κωνσταντινούπολης ως Ευεργετική για το Ζωγράφειο Γυμνάσιο - Λύκειο, εφ. "Απογευματινή" της Κων/πολης, 8.5.1945, αρ. 7075 (Πληρ. Θαν. Ν. Καραγιάννη, από υπό έκδοση βιβλίου του)


ΕΠΙΛΟΓΗ ΕΡΓΩΝ 

Ο ιατρός Μαυρίδης, δράμα σε πράξεις τρεις. Αθήνα

Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ένας επιστήμονας ερευνητής ιατρός, ο οποίος εργάζεται μέρα-νύχτα στο εργαστήριό του με σκοπό να αναζητήσει το αντίδοτο για ένα θανατηφόρο ιό που πλήττει τις Ινδίες. Έχει ανακαλύψει ένα φάρμακο σε πειραματικό στάδιο που καταστρέφει τον ιό, όμως είναι τόσο ισχυρό που η καρδιά δεν το αντέχει. Στα ποντίκια που το έχει χορηγήσει τα πιο πολλά πέθαναν από ανακοπή καρδιάς. Ο γιατρός είναι ερωτευμένος με τη νεαρή Νιόκα, η οποία είναι όμως ερωτευμένη με έναν πλούσιο νέο, τον Κλαύδιο Καλλίνη. Αυτό τον κάνει να μην την συναναστρέφεται μετά τον αρραβώνα της. Κάποια μέρα θέλει η Νιόκα με τον αρραβωνιαστικό της να τον επισκεφθεί στο εργαστήριό του. Σε μια στιγμή απροσεξίας η Νιόκα πιάνει μια φιάλη με τον θανατηφόρο ιό, πέφτει πάνω στο φόρεμά της και τη λερώνει. Ο γιατρός της ζητά να βγάλει το φόρεμά της με σκοπό να το καθαρίσει αλλά είναι και ανήσυχος σχετικά με την υγεία της. Η Νιόκα έχει τραυματιστεί τελικά από το γυαλί, με αποτέλεσμα να μολυνθεί από τον ιό.

Τότε ο γιατρός Μαυρίδης σκέπτεται να της χορηγήσει το φάρμακο που έχει εφεύρει σε πειραματικό στάδιο. Μετά από έντονες εσωτερικές συγκρούσεις αποφασίζει να της χορηγήσει το εμβόλιο με κίνδυνο να πεθάνει και ο ίδιος να πάει φυλακή. Τελικά της το χορηγεί και εκείνη σώζεται. Ο Μαυρίδης πετυχαίνει διεθνή αναγνώριση αλλά έχει ξεκινήσει έναν άσωτο βίο, αποτέλεσμα του ότι δεν μπορούσε να παντρευτεί την αγαπημένη του. Ο συνεργάτης του Μαυρίδη παρακαλεί την Νιόκα να βοηθήσει τον Μαυρίδη να δεχθεί πρόσκληση της Ακαδημίας του Βερολίνου να εργαστεί εκεί. Τότε η Νιόκα του στέλνει επιστολή με την οποία του εξηγεί πως αναγκάστηκε να παντρευτεί τον Καλλίνη διότι η μητέρα της ήταν πόρνη και την εκβίαζαν, έτσι ο Καλλίνης λειτούργησε σαν σανίδα σωτηρίας Τελικά ο Μαυρίδης συνειδητοποιεί πως την αδίκησε.

Το έργο δημοσιεύθηκε το 1920 και το 1921 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον Θωμά Οικονόμου στην αίθουσα του Βασιλικού Θεάτρου Είναι το πρώτο θεατρικό έργο του Μπόγρη.


Αρραβωνιάσματα - Τρίπρακτο. νησιώτικη Ηθογραφία.



Το έργο είναι μια νησιώτικη ηθογραφία. Παρακολουθούμε τη ζωή των ανθρώπων της θάλασσας, μεταφερμένη με φωτογραφική τελειότητα. Ο συγγραφέας δημιουργεί ζωντανούς τύπους και εισδύει μέσα στις πτυχές της ψυχής τους, ενώ ταυτόχρονα αποδίδει με αδρές πινελιές τις κοινωνικές συγκρούσεις της εποχής. Η εξαιρετικά ρεαλιστική σκιαγράφηση των ναυτικών οφείλεται στο ότι ο συγγραφέας έζησε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μαζί με ψαράδες στο νησί της Σαλαμίνας και του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον κόσμο τους, που όπως λέει και ο ίδιος είναι αγνός και αληθινός. Η καθημερινή επαφή των ναυτικών με τον κίνδυνο ανέπτυξε στην ψυχή τους την αλληλεγγύη, την τόλμη, ακόμα και την περιφρόνηση για τον θάνατο. Οι περισσότεροι από αυτούς τους φτωχούς ψαράδες είναι έτοιμοι να θυσιαστούν για τον φίλο, για τη γυναίκα που αγαπούν και για το σπίτι τους.


1924. Τρίπρακτο. νησιώτικη Ηθογραφία.
Παραστάθηκε από τον θίασο των νέων* το 1925.Πρόκειται για το έργο που τον καθιέρωσε. Υποδείχθηκε από το Ελληνικό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, μετά από αίτηση του ΒΒC, για ραδιοφωνική μετάδοση ελληνικών έργων.

"Το 1919 υποχρεώθηκα, για πολιτικούς λόγους, να ζήσω ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στις ψαρόβαρκες, γύρω από τους κάβους της Σαλαμίνος. Έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά έναν κόσμο άγνωστο σχεδόν για μένα ίσαμε τότε, τον κόσμο των θαλασσινών. Κι είναι πλούσιος σε αισθήματα και αγνός αυτός ο κόσμος. Η καθημερινή επαφή των ναυτικών με τον κίνδυνο έχει αναπτύξει σε υπέρτατο βαθμό στην ψυχή τους την αλληλεγγύη, την τόλμη, την περιφρόνηση ακόμα προς το θάνατο. Οι περισσότεροι απ' εκείνους τους φτωχούς και άσημους ψαράδες ήσαν πραγματικά περίφημοι άνθρωποι, άνδρες ίσαμε το κόκκαλο, έτοιμοι να θυσιαστούν για το φίλο, τη γυναίκα που αγαπούσαν, για το σπίτι τους. Αυτούς έχω σκιαγραφήσει στ' αρραβωνιάσματα. Βέβαια η υπόθεσις - ο μύθος - είναι αυθαίρετος. Αλλά τους τύπους - ο Δημητρός, ο Λεμπέσης, η Τζεβή, ο Λένας κλπ- μπορείτε και σήμερα ακόμα να τους συναντήσετε στη Σαλαμίνα αν και από τότε πολλά έχουν αλλάξει στο νησί..." [ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΟΓΡΗΣ]

«Η ωραία αυτή εικόνα της ‘αγαπημένης του Σαλαμίνας’ ,με το άρτιο χτίσιμο και τους ζωντανούς τύπους,γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία,τιμήθηκε με το Κοτοπούλειο και το Αβερώφειο βραβείο και παίχτηκε χιλιάδες φορές από αμέτρητους θιάσους σε κάθε ελληνική ή ελληνόφωνη γωνιά.Το εθνικό ανέβασε κι εκείνο τ’ αραβωνιάσματα το 1936[Αιμ.Βεάκης,Αλ.Μινωτής,Ρ.Μυράτ,Ν.Παρασκευάς,Σ.Αλκαίου, Α.Μουστάκα , Α.Μαλλιαγρός] .Το έργο κυκλοφόρησε σε βιβλίο [1930] και γυρίτηκε ταινία με τον Αιμ.Βεάκη [1950 σκην.Μ.Πλυτά]»ΘΕΑΤΡΟ59

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ: 1.ΡΟΥΠΗΣ, 2.ΛΕΜΠΕΣΗΣ, 3.ΣΤΑΥΡΑΙΝΑ, 4.ΤΖΕΒΗ, 5.ΔΗΜΗΤΡΟΣ, 6.ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ, 7.ΛΕΝΑΣ, 8.ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ, 9.ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ, 10.ΛΕΜΠΕΣΑΙΝΑ, 11.ΣΤΑΥΡΑΙΝΑ, 12.ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ, 13.ΓΙΑΓΙΑ, 14.ΚΩΣΤΑΣ, 15.ΣΟΡΜΠΑΣ, 16.ΓΑΡΕΦΑΣ, 17.ΘΑΝΑΣΗΣ, 18.Ο ΑΓΓΕΛΟΣ




ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/





Φραντς Λιστ (22 Οκτωβρίου 1811 - 31 Ιουλίου 1886)

 

Ο Φραντς Λιστ (Franz ή Ferenc Liszt, 22 Οκτωβρίου 1811 - 31 Ιουλίου 1886) ήταν Ούγγρος ρομαντικός συνθέτης και πιανίστας. Μαζί με τον Φρεντερίκ Σοπέν, θεωρούνται οι σημαντικότεροι ρομαντικοί συνθέτες για πιάνο και δύο από τους σπουδαιότερους πιανίστες της εποχής.
Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1811 στο Ράιντινγκ της Ουγγαρίας, κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Οι γονείς του ήταν γερμανικής καταγωγής και ο συνθέτης μεγάλωσε με μητρική γλώσσα τα γερμανικά. Από μικρός έδειξε το ταλέντο του στο πιάνο και σύντομα η οικογένειά του μετακόμισε στη Βιέννη για να λάβει συστηματική διδασκαλία. Εκεί πήρε μαθήματα πιάνου από τον συνθέτη Καρλ Τσέρνυ και σύνθεσης από τον συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι. Το 1822 έδωσε την πρώτη του συναυλία και εντυπωσίασε το κοινό. Στη δεύτερη συναυλία του, το 1823, ανάμεσα στους ενθουσιασμένους ακροατές ήταν και ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.

Τον Δεκέμβριο του 1823 η οικογένεια Λιστ μετακόμισε στο Παρίσι, επίκεντρο τότε της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής. Εκεί ο Λιστ δεν μπόρεσε να σπουδάσει στο Κονσερβατουάρ, γιατί δεν ήταν δυνατή η εγγραφή αλλοδαπών, αυτό όμως δεν είχε τελικά αρνητικές επιπτώσεις στην εκπαίδευσή του: συνέχισε όμως να μελετά με δασκάλους ή ως αυτοδίδακτος. Παράλληλα με τις σπουδές του έκανε πολλές περιοδείες για ρεσιτάλ στη Γαλλία και την Αγγλία και έγινε σύντομα γνωστός και αγαπητός στα ευρωπαϊκά σαλόνια.

Στο Παρίσι γνώρισε πολλές προσωπικότητες του πνευματικού και καλλιτεχνικού χώρου, όπως τους Βίκτωρ Ουγκό, Λαμαρτίνο, Χάινριχ Χάινε, Βιτσέντζο Μπελίνι, Τζοακίνο Ροσίνι, Φρεντερίκ Σοπέν. Οι συνθέτες που θαύμαζε ήταν ο Εκτόρ Μπερλιόζ, ο Φρεντερίκ Σοπέν και ο Νικολό Παγκανίνι. Εκεί επίσης γνώρισε και δέχθηκε επίδραση από τις σοσιαλιστικές ιδέες του Σαιν-Σιμόν και του Λαμεναί.

Το 1827, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας, ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά έπειτα από σύντομη ασθένεια. Ο Λιστ έμεινε τότε χωρίς υποστήριξη και έπρεπε να φροντίσει μόνος για την συνέχιση των σπουδών και της καριέρας του. Άρχισε να παραδίδει μαθήματα πιάνου και μάλιστα ερωτεύτηκε μια μαθήτριά του, αλλά η οικογένειά της απαγόρευσε τη συνέχιση της σχέσης τους. Λίγο καιρό μετά ο συνθέτης πέρασε μια φάση θρησκοληψίας (για δεύτερη φορά, είχε εκδηλώσει και παλαιότερα αυτήν την επιθυμία, αλλά το απέτρεψε ο πατέρας του). Για αρκετό καιρό διέκοψε τις δημόσιες εμφανίσεις και τα ίχνη του χάθηκαν. Λέγεται ότι ο ιερέας Λαμεναί, στενός φίλος της οικογένειας, τον βοήθησε να ξεπεράσει την κρίση.

Το 1833 στο σπίτι του Φρεντερίκ Σοπέν γνωρίστηκε με την κόμισσα Μαρί ντ' Αγκούλτ, η οποία τον ερωτεύτηκε και εγκατέλειψε τον σύζυγό της για να τον ακολουθήσει. Μαζί έζησαν ως το 1844 στην Ελβετία και την Ιταλία και απέκτησαν τρία παιδιά. Εκείνη τη χρονιά το ζευγάρι χώρισε. Αργότερα η κόμισσα έγινε συγγραφέας με το ψευδώνυμο Daniel Stern.

Ως το 1847 ο Λιστ είχε αποκτήσει τεράστια φήμη ως πιανίστας. Αυτός ήταν μάλιστα που καθιέρωσε τον όρο "ρεσιτάλ" και σε αυτόν οφείλεται εν πολλοίς η συνήθεια να ερμηνεύονται τα σολιστικά έργα χωρίς παρτιτούρα στις συναυλίες. Είχε την ικανότητα να συναρπάζει το κοινό με το εξαιρετικά δεξιοτεχνικό και εντυπωσιακό παίξιμό του, όπως έκανε στο βιολί το ίνδαλμά του, ο Νικολό Παγκανίνι.

Από το 1848 ως το 1861 έζησε μόνιμα στη Βαϊμάρη (όπου είχε διοριστεί αρχιμουσικός το 1844), μαζί με τη νέα σύντροφό του Καρολίνα Ιβανόφσκα, εν διαστάσει σύζυγο του Ρώσου πρίγκηπα Ζάιν-Βιτγκενστάιν. Καθώς από το 1847 είχε εγκαταλείψει την καριέρα του πιανίστα για να αφοσιωθεί στη σύνθεση, δραστηριοποιήθηκε πλέον ως αρχιμουσικός δίνοντας πολλές συναυλίες και παράλληλα οργάνωσε την καλλιτεχνική ζωή της πόλης και προσέφερε υποστήριξη σε πολλούς νέους συνθέτες, ένας από τους οποίους ήταν ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Λιστ από την κόμισσα ντ΄ Αγκούλτ, Κόζιμα. Ο Λιστ διηύθυνε τις πρώτες εκτελέσεις έργων του Βάγκνερ, όπως τα Τανχόιζερ και Ιπτάμενος Ολλανδός. Άλλοι συνθέτες τους οποίους υποστήριξε ήταν οι Αλεξάντρ Μποροντίν,Καμίγ Σαιν-Σανς, Μπέντριχ Σμέτανα. Εκείνη την περίοδο ολοκλήρωσε και κάποια από τα σπουδαιότερα έργα του όπως τα δύο κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα και τη σονάτα για πιάνο.

Το 1861 η σύντροφός του Καρολίνα πήγε στην Ιταλία για να ζητήσει από τον πάπα να εγκρίνει το διαζύγιό της με τον πρίγκηπα Ζάιν-Βιτγκενστάιν ώστε να παντρευτεί με τον συνθέτη. Ο Λιστ την ακολούθησε το 1862, για να εμπνευστεί και να γράψει θρησκευτική μουσική. Το ζευγάρι τελικά δεν παντρεύτηκε ποτέ, επειδή αρχικά το Βατικανό δεν έδινε την έγκριση και έπειτα επειδή μετά τον θάνατο του πρώην συζύγου της Καρολίνας η οικογένειά της είχε αντιρρήσεις. Ο συνθέτης τελικά εντάχθηκε στον ιερατικό κλάδο το 1865.

Το 1869 διορίστηκε σύμβουλος στη βασιλική αυλή της Ουγγαρίας και από τότε ζούσε εναλλάξ στη Ρώμη, στη Βαϊμάρη και τη Βουδαπέστη, ενώ παράλληλα έκανε περιοδείες. Το 1873 οι Ούγγροι τον ανακήρυξαν εθνικό ήρωα και το 1876 του ανέθεσαν τη διεύθυνση της Μουσικής Ακαδημίας της Βουδαπέστης.

Στις 21 Ιουλίου του 1886 έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε συναυλία στο Λουξεμβούργο. Έπειτα επισκέφθηκε όπως κάθε χρόνο το Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ. Αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και τελικά πέθανε λίγες μέρες μετά την άφιξή του στο Μπαϊρόιτ, στις 31 Ιουλίου.


Les préludes

Έργο

Το έργο του είναι πλούσιο: περιλαμβάνει έργα για ορχήστρα και για πιάνο, χορωδιακά και έργα για σόλο πιάνο. Τα τελευταία είναι και τα πιο δεξιοτεχνικά, αφού ο ίδιος, με την εκπληκτική τεχνική του, εκμεταλλεύτηκε όλες τις δυνατότητες του οργάνου. Στα έργα του εναλλάσσονται στιγμές υπερβολικής δεξιοτεχνίας με στιγμές λυρισμού και ποιητικότητας και εμφανίζονται πολλές αρμονικές και μορφολογικές καινοτομίες.

Καινοτομίες

Ενδεικτικά παραδείγματα των μορφολογικών καινοτομιών του είναι τα 2 κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα και η σονάτα για πιάνο. Το πρώτο κοντσέρτο, σε μι ύφεση μείζονα, το επεξεργαζόταν από το 1830 αλλά παρουσίασε την τελική μορφή του το 1855. Δεν ακολουθεί την παραδοσιακή δομή του κοντσέρτου, αλλά τα μέρη του ουσιαστικά είναι ενιαία και επεξεργάζεται σ' αυτά το ίδιο θεματικό υλικό. Εξαιρετικά προκλητική για την εποχή ήταν η χρήση του τρίγωνου στο τρίτο μέρος. Το δεύτερο κοντσέρτο, σε λα μείζονα, το επεξεργαζόταν στο διάστημα 1839-1861. Ούτε αυτό ακολουθεί την παραδοσιακή δομή. Το ίδιο συμβαίνει και με τη σονάτα για πιάνο σε σι ελάσσονα, που ολοκληρώθηκε το 1853 και παρουσιάστηκε στο κοινό το 1858. Αυτά τα έργα αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία από τους κριτικούς και μόνο τον 20ο αι. καθιερώθηκαν στο πιανιστικό ρεπερτόριο.

Σε κάποια από τα τελευταία έργα του, όπως τα "Μεφίστο Βαλς", "Μακάβριο Τσάρντας" και "Ατονική Μπαγκατέλλα" υπάρχουν και στοιχεία μοντερνισμού.

Μια άλλη καινοτομία του είναι η επινόηση του "συμφωνικού ποιήματος", έργου "περιγραφικού" εμπνευσμένου από τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική ή και προσωπικά βιώματα. Ο Λιστ συνέθεσε 13 συμφωνικά ποιήματα αλλά και σε άλλα έργα του θέλησε να αποδώσει εντυπώσεις και βιώματα. Το πιο χαρακτηριστικό από αυτά είναι το σύνολο έργων για πιάνο "Χρόνια Προσκυνήματος", που διαιρείται σε τρια βιβλία: Ελβετία, Βενετία-Νάπολη και Ρώμη. Σε αυτά περιγράφει μουσικά τις εντυπώσεις του από την παραμονή του σε αυτά τα μέρη, με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως Οι καμπάνες της Γενεύης, Τα συντριβάνια της Βίλα ντ' Έστε κ.α.

Mephisto Waltz


Έμπνευση από τη λογοτεχνία

Σε πολλές συνθέσεις του εμπνεύστηκε από λογοτεχνικά έργα. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι συμφωνίες του Φάουστ, της οποίας τα τρία μέρη έχουν τα ονόματα "Φάουστ", "Μαργαρίτα", "Μεφιστοφελής", από τους ήρωες του Γκαίτε και Δάντης, που είναι εμπνευσμένη από την Κόλαση του Δάντη, του αγαπημένου του συγγραφέα. Άλλα έργα εμπνευσμένα από την ποίηση είναι οι 6 Consolationsγια πιάνο, σε ποίηση του Saint- Beuve, οι Θρησκευτικές και ποιητικές αρμονίες για πιάνο, σε ποίηση του Λαμαρτίνου, τα 3 Όνειρα Αγάπης, σε στίχους των Ludwich Uhland (1787-1862) και Ferdinand Freiligrath (1810-1876), τα Σονέτα του Πετράρχη από τη σειρά Χρόνια Προσκυνήματος.

Έμπνευση από την ουγγρική τσιγγάνικη και λαϊκή μουσική

Ο Λιστ αγαπούσε πολύ τη μουσική των τσιγγάνων της Ουγγαρίας, τη θεωρούσε συνδεδεμένη με τις αναμνήσεις κάθε Ούγγρου και τις ένδοξες μνήμες της πατρίδας του και βάσισε πολλά έργα του σε μελωδίες από λαϊκά τραγούδια και χορούς. Τα πιο διάσημα απ' αυτά είναι οι 19 Ουγγρικές Ραψωδίες για πιάνο, 6 από τις οποίες μεταγράφηκαν αργότερα για ορχήστρα. Άλλα έργα στα οποία επεξεργάζεται υλικό από λαϊκά τραγούδια είναι τα :Ιστορικά Ουγγρικά Πορτραίτα, 5 Ουγγρικά Λαϊκά Τραγούδια για πιάνο και το Ουγγρικό εμβατήριο επίθεσης.

Hungarian Rhapsody No.2 (Orchestra version)

Οι Σπουδές για πιάνο

Ο Λιστ θαύμαζε πολύ τον Νικολό Παγκανίνι για τη δεξιοτεχνία του μελετούσε πολύ (συχνά ως και 12 ώρες την ημέρα) για να βελτιώσει την τεχνική του και να μοιάσει στο ίνδαλμά του. Η εκπληκτική δεξιοτεχνία του αποτυπώνεται στις σπουδές για πιάνο που συνέθεσε, έργα πολύ πάρα πολύ απαιτητικά για τους πιανίστες της εποχής, ακόμα και στις δεύτερες, πιο απλοποιημένες εκδόσεις τους. Οι σπουδές για πιάνο που συνέθεσε είναι οι εξής:
3 σπουδές κοντσέρτου με τίτλο Lamento, La leggierezza, Un sospiro (1848)
2 σπουδές κοντσέρτου με τίτλο Waldesrauschen, Gnomenreigen (1863)
Μεγάλη σπουδή σε 12 ασκήσεις, 1826 και 1837. Εξαιρετικής δυσκολίας για τους πιανίστες της εποχής.
12 Σπουδές υπερβατικής δεξιοτεχνίας (1852) :Είναι η απλοποιημένη μορφή της Μεγάλης Σπουδής, αυτή που παίζεται από τους περισσότερους πιανίστες σήμερα.
6 Σπουδές Παγκανίνι, βασισμένες στα Καπρίτσια για βιολί του Νικολό Παγκανίνι (πλην της La Campanella η οποία είναι βασισμένη στο Δεύτερο Κονσέρτο για βιολί, σε σι ελάσσονα).

Τα κυριότερα έργα

Για ορχήστρα
Συμφωνία "Φάουστ"
Συμφωνία "Δάντης"
Συμφωνικά ποιήματα (Πρελούδια, Τάσσος, Ορφέας, Προμηθέας, Μαζέππα κ.α.)

Για πιάνο και ορχήστρα
2 κοντσέρτα για πιάνο
Χορός των νεκρών
Φαντασία πάνω σε ουγγαρέζικους λαϊκούς σκοπούς

Θρησκευτική Μουσική
Missa choralis
Missa solemnis
Ουγγρική λειτουργία της στέψης
Requiem
Ο θρύλος της Αγίας Ελισάβετ, ορατόριο
Χριστός, ορατόριο

Για πιάνο
Χρόνια προσκυνήματος
Σπουδές Παγκανίνι
Υπερβατικές Σπουδές
Ουγγρικές Ραψωδίες
Σονάτα σε σι ελάσσονα

Μεταγραφές έργων για πιάνο
οι 9 συμφωνίες του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
η Φανταστική Συμφωνία του Εκτόρ Μπερλιόζ
Η Campanella του Νικολό Παγκανίνι



The Best of Liszt











Μικελάντζελο Αντονιόνι ( 29 Σεπτεμβρίου 1912 - 30 Ιουλίου 2007 )

 

Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι (Michelangelo Antonioni, 29 Σεπτεμβρίου 1912 - 30 Ιουλίου 2007) ήταν Ιταλός σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Οι ταινίες του διακρίνονται για την ιδιαίτερη αισθητική τους προσέγγιση, δίνοντας έμφαση στους χαρακτήρες. Ανήκε ιδεολογικά στο χώρο της Αριστεράς, χωρίς όμως να είναι στρατευμένος, κρίνοντας αντικειμενικά κάθε κατάσταση, κάτι που φανερώνει ένα ειλικρινές (χωρίς ωραιοποιήσεις) ντοκιμαντέρ του για τον Μάο Τσετούνγκ.

Γεννήθηκε στη Φεράρα, στις 29 Σεπτεμβρίου 1912. Σπούδασε οικονομικά και αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Το 1939 ξεκίνησε σπουδές κινηματογράφου στη Ρώμη, στο Centro Sperimentale Di Cinematografia της Σινετσιττά. Εκεί συνάντησε μερικούς από τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάστηκε αργότερα, όπως τον Ρομπέρτο Ροσελίνι. Από το 1942 μέχρι και το 1952 συνεργάστηκε σε πέντε ταινίες ως σεναριογράφος, μαζί με τον Ρομπέρτο Ροσελίνι, τον Σάντις, τον Φελίνι και άλλους.
Πέθανε στις 30 Ιουλίου 2007

Επιλεγμένες ταινίες

Χρονικό μιας αγάπης (1950)
Κραυγή (1957)
Η Περιπέτεια (L'Avventura, 1960)
Η Νύχτα (La Notte, 1961). "Ποτέ έως σήμερα στον κινηματογράφο δεν διερευνήθηκε η ψυχολογία ενός ζευγαριού με μεγαλύτερη σχολαστικότητα και εντιμότητα", έγραψαν οι κριτικοί για τη Νύχτα, ταινία-σταθμό στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, που τιμήθηκε με τη Χρυσή Άρκτο του Φεστιβάλ Βερολίνου. Η Ζαν Μορό και ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι σε ρεσιτάλ ερμηνείας.
Η Έκλειψη (1962). Το Φεστιβάλ των Καννών του 1962 αγνόησε την ταινία.
Κόκκινη Έρημος (1964)
Blowup (1966). Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ των Καννών.
Ζαμπρίσκυ Πόιντ (1970)
Επάγγελμα Ρεπόρτερ (1975)
Η ταυτότητα μιας γυναίκας (1982)
✦    ✦    ✦    ✦

Συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους του σύγχρονου κινηματογράφου και στη γενιά των κινηματογραφιστών που χρησιμοποίησαν την κάμερα ως «ανατομικό νυστέρι» στο «σώμα» - ή μήπως «πτώμα»; - των παρακμασμένων αξιών της αστικής τάξης, αναδεικνύοντας τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της. Ο Αντονιόνι γεννήθηκε στις 29 Σεπτέμβρη 1912 στη Φεράρα Εμίλια Ρομάνα. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και ξεκίνησε το 1940 σπουδές κινηματογράφου στη Ρώμη, στο Centro Sperimentale Di Cinematografia, της Τσινετσιτά. Εκεί συνάντησε καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάστηκε αργότερα, όπως ο Ρομπέρτο Ροσελίνι.

Οπως και ο Μπέργκμαν, ο Αντονιόνι ξεκίνησε με τη συγγραφή σεναρίων, αλλά ασχολήθηκε επιπλέον και με την κριτική κινηματογράφου. Κινηματογραφικά ξεκίνησε γυρίζοντας ντοκιμαντέρ και από το 1950 μεγάλου μήκους ταινίες, με πρώτη «Το χρονικό ενός έρωτα», με την οποία, όπως σημειώνει ο Γ. Μπακογιαννόπουλος, απομακρύνεται από την κυρίαρχη, τότε, στην Ιταλία, αισθητική τάση του νεορεαλισμού και ασχολείται με την ψυχανάλυση των μεγαλοαστών του Μιλάνου, με «πρόσχημα» ένα αστυνομικό δράμα. Ουσιαστικά ο Αντονιόνι, μαζί με τον Φελίνι, οδήγησε τον ιταλικό κινηματογράφο στο επόμενο από τον κοινωνικό νεορεαλισμό αισθητικό στάδιο.

Ο λυρισμός και η προσωπική κινηματογραφική αισθητική του θα εμφανιστούν ολοκληρωμένα με την ταινία «Κραυγή» (1957) και πολύ σύντομα θα καθιερωθεί στην παγκόσμια κινηματογραφική πρωτοπορία της εποχής με την τριλογία: «Η περιπέτεια» (1960), «Η νύχτα» (1961) και «Η έκλειψη» (1962). Μεταξύ των 20 ταινιών του σε 60 χρόνια δημιουργικής πορείας ξεχωρίζουν πολλές που άφησαν, επίσης, το σημάδι τους στην ιστορία του κινηματογράφου, όπως «Blow Up», «Επάγγελμα Ρεπόρτερ», «Ζαμπρίσκι Πόιντ» κ.ά.

Το 1985 λόγω εγκεφαλικού έμεινε μερικώς παράλυτος και χωρίς ομιλία. Συμπτωματικά, αυτό συνέβη δύο χρόνια πριν την απόφαση του Μπέργκμαν να μην ξαναγυρίσει ταινίες. Επίσης, συμπτωματικά και οι δύο δημιουργοί επανήλθαν στο σινεμά περίπου την ίδια περίοδο, ο Μπέργκμαν το 2003 με το «Σάραμπαντ» και ο Αντονιόνι, με τη γλώσσα των νευμάτων και τη βοήθεια του Βιμ Βέντερς, γύρισε το 1996 το «Πέρα από τα σύννεφα» και με την αυγή του 21ου αιώνα σχεδίαζε ντοκιμαντέρ για τον κορυφαίο της ιταλικής Αναγέννησης Μιχαήλ Αγγελο. Στις βραβεύσεις του συγκαταλέγονται «Χρυσός Λέοντας» του Φεστιβάλ Βενετίας για την «Κόκκινη Ερημο» (1964), «Χρυσός Φοίνικας» του Φεστιβάλ Κανών για το «Μπλόου Απ» (1967), Ειδικό Βραβείο του Φεστιβάλ Κανών για την «Ταυτότητα μιας γυναίκας» (1982), «Οσκαρ» για το σύνολο της κινηματογραφικής του δημιουργίας (1995), «Χρυσός Λέων» του Φεστιβάλ Βενετίας (1997).

✦    ✦    ✦    ✦


Η τετραλογία του Μικελάντζελο Αντονιόνι

του Ανδρέα Παγουλάτου

«Οι ταινίες γεννιόνται μέσα μου όπως τα ποιήματα στην καρδιά ενός ποιητή (δεν θέλω να περάσω για ποιητής, δεν κάνω παρά μια σύγκριση). Λέξεις, εικόνες, έννοιες επιβάλλονται στο μυαλό, όλα ανακατεύονται και καταλήγουν στο ποίημα. Το ίδιο συμβαίνει, νομίζω, και για τις ταινίες. Ό,τι διαβάζουμε, αισθανόμαστε, σκεφτόμαστε, βλέπουμε, συγκεκριμενοποιείται σε εικόνες μια δεδομένη στιγμή, κι από αυτές τις εικόνες γεννιόνται οι αφηγήσεις (1)»

Ο κινηματογράφος του Μικελάντζελο Αντονιόνι/ Michelangelo Antonioniαποτελεί το ακριβώς αντίθετο ενός κινηματογράφου όπου οι εικόνες παρασύρουν εύκολα, σαν χιονοστιβάδες, άλλες εικόνες, όπου οι ίδιες, πανομοιότυπες καταστάσεις καθορίζουν την αφήγηση τυποποιημένων ιστοριών με τους ανάλογους συμβατικούς διαλόγους. Εντελώς διαφορετικός αισθητικά και ιδεολογικά από τον αμερικάνικο εμπορικό κινηματογράφο, που κυριαρχεί στην εποχή του, αλλά και σήμερα. Ο Αντονιόνι τον «απορρίπτει», κυρίως με το ίδιο του το έργο.
Σε διάφορα κείμενα και συνεντεύξεις του, επίσης, μιλώντας για τις ταινίες του, έμμεσα αλλά διεισδυτικά, μοιάζει να αναλύει τους βαθύτερους λόγους που το κατεστημένο αυτό πρότυπο καταφέρνει και επικρατεί. Χρησιμοποιώντας μεθοδευμένα διάφορες παραλλαγές από παγιωμένες ψυχολογικές πτώσεις, μεταπτώσεις των πρωταγωνιστών, για να πετύχει τη συγκινησιακή φόρτιση και την ταύτιση ενός, όσο γίνεται πιο πολυάριθμου και μαζικού, κοινού μαζί τους. Βασίζοντας την επιτυχία του σε μια συνεχή και με όλα τα μέσα διαφήμιση, που παραπλανά μεγάλα στρώματα του πληθυσμού με την «αρετή» της ρεαλιστικής, δήθεν, πιστότητας στα αδιάπτωτου ενδιαφέροντος αμετακίνητα μυθικά αρχέτυπα, με την κωδικοποιημένη σειρά από εντάσεις, συγκρούσεις και κορυφώσεις, τα ίδια πάντα στερεότυπα συναισθήματα και τις αντιλήψεις. Γράφει, πολύ ενδεικτικά, ο Αντονιόνι: «Από τη γέννησή του και μετά, ο άνθρωπος βρίσκεται αμέσως επιβαρυμένος από μια αποσκευή συναισθημάτων. Δεν λέω παλαιά ή ξεπερασμένα, αλλά εντελώς ακατάλληλα, που τον ορίζουν, χωρίς να τον βοηθούν, του γίνονται εμπόδια, χωρίς ποτέ να του δείχνουν μια διέξοδο. Κι ωστόσο, ο άνθρωπος δεν πέτυχε, φαίνεται, να ξεφορτωθεί αυτήν την κληρονομιά. Ενεργεί, μισεί, υποφέρει, ωθούμενος από δυνάμεις και ηθικούς μύθους που ανήκουν στην εποχή του Ομήρου, πράγμα παράλογο, των καιρών μας, την παραμονή των ταξιδιών στο φεγγάρι. Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα (2)». «Η ταινία μου», γράφει στο ίδιο κείμενο, που αναφέρεται στην Περιπέτεια, «δεν είναι ούτε μια καταγγελία, ούτε ένα κήρυγμα. Είναι μια ιστορία που διηγούμαι με εικόνες και εύχομαι να μπορέσουν να δουν μέσα της όχι τη γέννηση ενός συναισθήματος που ξεγελάει, αλλά τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να ξεγελιόμαστε στα συναισθήματα. Γιατί, το επαναλαμβάνω, χρησιμοποιούμε μια γερασμένη ηθική, ξεπερασμένους μύθους, παλαιές συμβάσεις. Κι αυτό τελείως συνειδητά. Γιατί σεβόμαστε μια τέτοια ηθική;»


Στις τέσσερις ταινίες που απαρτίζουν την πρωτοποριακή τετραλογία του -Η περιπέτεια/ L'avventura (1960), Η νύχτα/ La Notte (1961), Η έκλειψη/ L' eclisse (1962), Η κόκκινη έρημος/ Il deserto rosso (1964)-, ο Αντονιόνι προσεγγίζει, από μια διαφορετική, κάθε φορά, γωνία, το θέμα του υποκειμένου και των διανθρώπινων σχέσεων μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Και γενικότερα των σχέσεών του με τον περιβάλλοντα χώρο, σε μια καθορισμένη περίοδο: αυτή του μεταπολεμικού, ιταλικού οικονομικού θαύματος, που επέφερε βαθιές αλλαγές στην ιταλική κοινωνία. Χώρος και χρόνος, στη σχέση τους με το υποκείμενο και ιδίως με το κεντρικό πρόσωπο, που στις ταινίες της τετραλογίας είναι μια γυναίκα σε κρίση, αλλά και με τα διάφορα άλλα πρόσωπα, που βρίσκονται, άλλωστε, στις ταινίες του αυτές, σε μια αμοιβαία διαμόρφωση χωρίς τέλος. Με αυτή τη συλλογιστική, από την Περιπέτεια ώς και την Κόκκινη έρημο, ο σκηνοθέτης δεν παύει να εξετάζει ξανά το ίδιο αυτό κεντρικό θέμα, ανανεώνοντας, κάθε φορά, όμως, και εμπλουτίζοντας την προβληματική του, καταγράφοντας, με σκηνοθετική επινοητικότητα και ακρίβεια, τις διάφορες θεματικές παραλλαγές και παραλλάξεις του.
Με την Περιπέτεια, αντιστροφή μιας αστυνομικής ταινίας, ο κινηματογραφιστής διερευνά τις αλλαγές στις σχέσεις και στις συμπεριφορές, μαζί με την «αρρώστια των αισθημάτων», την αλλοτρίωση και την αποξένωση, που εκφράζονται πιο ειλικρινά, αυθόρμητα και άμεσα σ' ένα χώρο και χρόνο διακοπών και εξοχής και που σχετίζονται, στο βάθος, έμμεσα, τουλάχιστον, με την εξέλιξη του φαινόμενου: «οικονομικό θαύμα». Τα ίδια αυτά θέματα θα προσεγγίσει ο σκηνοθέτης και στην Νύχτα, αλλά εδώ μέσα στον αστικό χώρο και χρόνο του Μιλάνου, ενώ η κρίση της ηρωίδας, που υποβόσκει στην αρχή της ταινίας, εκδηλώνεται με ένταση, μετά από μια μακριά περιπλάνησή της, στα προάστια του Μιλάνου και ιδίως μετά από την ολονύχτια δεξίωση-γιορτή στη βίλα του μεγάλου οικονομικού παράγοντα, που υποβοηθάει στην έκφραση διαφόρων νέων αλλοτριωμένων συμπεριφορών.

Στην τόσο επαναστατική, από μορφική-κατασκευαστική, αλλά, οπωσδήποτε, και από θεματική άποψη, ταινία του Η Έκλειψη, οι ίδιοι αυτοί θεματικοί πυρήνες συνδυάζονται, με διαφορετικό ανατρεπτικά αφαιρετικό τρόπο, και είναι στο χρήμα και στις διάφορες λειτουργίες του μέσα στη σύγχρονη κοινωνία, και παράλληλα στις αλλοτριωτικές επιπτώσεις του στις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές, που εστιάζεται το ενδιαφέρον του Αντονιόνι. Ο μύθος της Έκλειψης μοιάζει απλός, η ίδια η ταινία, όμως, είναι πολυσύνθετη κι αυτό οφείλεται στη μεγάλη σκηνοθετική επινοητικότητα και ευρηματικότητά του. Ο Αντονιόνι καταγράφει και υπογραμμίζει εδώ, με ιδιαίτερη σαφήνεια, τη διαφορετικότητα των στάσεων και των κόσμων των δύο κεντρικών προσώπων, της Βιτόρια και του Πιέρο, αλλά ιδίως την απάνθρωπη επίδραση του χρήματος πάνω στα άτομα, δηλαδή, τους αλλοτριωτικούς μηχανισμούς του, και μοιάζει να αποδίδει, με σκηνοθετική δεινότητα, τις θέσεις του Μαρξ (Εθνική Οικονομία και Φιλοσοφία): «Η αντιστροφή και η αλλαγή όλων των ανθρώπινων και φυσικών ιδιοτήτων, η προσέγγιση των ασυμβίβαστων (η ιερή εξουσία του χρήματος) προέρχονται από αυτή την έλλειψη ύπαρξης, τυπική του αλλοτριωμένου ανθρώπου, που οδηγεί στην απαλλοτρίωση και εξαφάνιση εξαιτίας του χρήματος. Το χρήμα είναι η αλλοτριωμένη εξουσία της ανθρωπότητας. Ό,τι δεν μπορώ να κάνω ως άνθρωπος, ό,τι δεν μπορούν να εκπληρώσουν οι ατομικές και ουσιώδεις δυνάμεις μου, μπορώ να το εξασφαλίσω χάρη στο χρήμα. Το χρήμα μεταμορφώνει, λοιπόν, καθεμιά από αυτές τις ουσιώδεις δυνάμεις σε άλλο πράγμα από αυτό που είναι ή, αν θέλουμε, στο αντίθετό της»
Οι δύο πολυσήμαντες σκηνές του χρηματιστηρίου, «βλέπονται» και βιώνονται, όπως και όλες οι άλλες, από τα μάτια της Βιτόρια, που δεν έχει πολλά χρήματα, ούτε ενδιαφέρεται να αποκτήσει. Μας αποκαλύπτονται, με λιτότητα και ακρίβεια, τα παράλογα καπιταλιστικού τύπου παιχνίδια που παίζονται για το σχεδόν ανύπαρκτο χρηματιστηριακό χρήμα, οι κώδικες συμπεριφορών, οι άγριες φωνασκίες, οι μανιακές συγκρούσεις, οι ξέφρενες κινήσεις, τα τρεξίματα, οι τυποποιημένες χειρονομίες, τα σχεδόν αδιόρατα νεύματα: με άλλα λόγια, οι βαθμοί αλλοτρίωσης των διαφόρων προσώπων (3) από το τρομερό κυνήγι του χρήματος.
Το τελευταίο μέρος της ταινίας, υλοποιεί, σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό, με την αποσπασματικότητα, τον ποιητικό σχεδιασμό του σκηνοθέτη, και μας δίνει την αίσθηση του πρωτοποριακά καινούργιου: μιας μουσικής κινηματογραφικής σύνθεσης. Γενικά και πιο κοντινά πλάνα εναλλάσσονται, σε μια ιδιότυπη σειρά, που διευρύνει και γενικεύει τη θεματική της ταινίας. Το μοντάζ συνδέει πλάνα δρόμων, κτιρίων, οικοδομικών υλικών της γνωστής μας ήδη από την αρχή της ταινίας συνοικίας της Διεθνούς Έκθεσης της Ρώμης, με πλάνα άγνωστών μας προσώπων, αφού τα βασικά πρόσωπα δεν εμφανίζονται πια σε αυτή τη σεκάνς, προσδίδοντας μια διφορούμενη και αμφίβολη έκβαση στην ιστορία τους. Η έκλειψη των αισθημάτων, «η ειρήνη που είναι εύθραυστη», οι κίνδυνοι πυρηνικής καταστροφής, συνδηλώνονται, με πλάγιο αλλά αισθητικά αποτελεσματικό τρόπο.
Η Κόκκινη έρημος αποτελεί την πρώτη ουσιαστικά ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου, που βάζει, προδρομικά, με τόσο διαυγή και ολοκληρωμένο τρόπο τα μεγάλα οικολογικά και περιβαλλοντολογικά ζητήματα του καιρού μας, που τα προσεγγίζει από πολλές, διαφορετικές γωνίες, ιδίως μέσα από τα ανθρώπινα δρώμενα. Ο Αντονιόνι πραγματοποιεί, χρησιμοποιώντας την εκφραστικότητα μιας εξαιρετικής έγχρωμης φωτογραφίας, μια ουσιαστικής σημασίας μετατόπιση προς το θέμα των σχέσεων του ψυχισμού του ανθρώπου με τους σύγχρονους εξωτερικά ωραίους ίσως βιομηχανικούς τόπους, που μολύνουν το περιβάλλον και δεν σταματούν να καταστρέφουν τη φύση, ενώ οι δυνατότητες διαφυγής όλο και λιγοστεύουν και πληθαίνουν οι αυτοκαταστροφικές τάσεις και οι νευρώσεις. Αποδίδει, με αισθητικά νέα μέσα, τη μόλυνση και την καταστροφή της φύσης και υπογραμμίζει την επίδρασή τους πάνω στον ψυχισμό των ανθρώπων και στην εμφάνιση των διαφόρων νευρώσεων. Ο σκηνοθέτης, στην άποψη του κριτικού Aldo Tassone, ότι Η κόκκινη έρημος, εκτός των άλλων, εισάγει καινούργια στοιχεία και ιδίως τα θέματα του βιομηχανικού πολιτισμού και της οικολογίας, απαντά ως εξής: «Ναι, είναι ίσως μία ταινία που βάζει πρόωρα τη θεματική της οικολογίας∙ εκείνη την εποχή, δεν μιλούσαν ακόμη γι' αυτό το ζήτημα (4)» και, σε άλλο σημείο του διαλόγου, προσθέτει: «Το οικολογικό ζήτημα αφορούσε άμεσα την ιστορία που διηγούμουν: η νεύρωση αυτών των προσώπων έβρισκε την καταγωγή της στο περιβάλλον...»


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΕΜΙΛΙ ΜΠΡΟΝΤΕ ( 30 Ιουλίου 1818 - 19 Δεκεμβρίου 1848 )

 

Πορτραίτο της Έμιλι Μπροντέ από τον αδελφό της, Μπράνγουελ Μπροντέ


Η Έμιλι Τζέιν Μπροντέ (30 Ιουλίου 1818 - 19 Δεκεμβρίου 1848) ήταν Αγγλίδα συγγραφέας, γνωστή από το μοναδικό της μυθιστόρημα, Ανεμοδαρμένα Ύψη, το οποίο θεωρείται ένα από τα κλασικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας. Ήταν ένα από τα αδέλφια Μπροντέ, ανάμεσα στον αδελφό της Μπράνγουελ και τη νεαρότερη αδελφή Αν. Δημοσίευε τα έργα της με το ψευδώνυμο Έλλις Μπελ.
Η Έμιλι Μπροντέ γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1818 στο Θόρντον, κοντά στο Μπράντφορντ του Γιορκσάιρ, και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά της Μαρίας Μπράνγουελ και του κληρικού και συγγραφέα Πάτρικ Μπροντέ, του οποίου το πατρικό όνομα ήταν Μπράντι αλλά το είχε αλλάξει. Η Μαρία Μπράνγουελ είχε αδύνατη κράση και πέθανε από καρκίνο το 1821, αφήνοντας έξι παιδιά. Μετά το θάνατο της μητέρας τους, οι μεγαλύτερες αδελφές της Έμιλι, Μαρία, Ελίζαμπεθ και Σαρλότ Μπροντέ, στάλθηκαν σε εκκλησιαστικό σχολείο στο Κάουαν Μπριτζ, όπου βίωσαν την κακοποίηση και τις στερήσεις που αργότερα περιέγραψε η Σαρλότ στο Τζέιν Έιρ.
Το 1824 η οικογένεια μετακόμισε στο Χάουορθ, όπου ο πατέρας της Έμιλι ήταν εφημέριος. Η Έμιλι στάλθηκε στο ίδιο σχολείο όπου πήγαιναν οι αδελφές της αλλά για σύντομο χρονικό διάστημα. Όταν μία επιδημία τύφου χτύπησε το σχολείο, η Μαρία και η Ελίζαμπεθ αρρώστησαν. Η Μαρία, η οποία μπορεί στην πραγματικότητα να είχε φυματίωση, στάλθηκε σπίτι της όπου και πέθανε. Στη συνέχεια, η Έμιλι απομακρύνθηκε από το σχολείο μαζί με την Σαρλότ και την Ελίζαμπεθ. Η Ελίζαμπεθ πέθανε λίγο μετά την επιστροφή τους στο σπίτι.
Στη συνέχεια οι τρεις εναπομένουσες αδελφές και ο αδελφός τους Μπράνγουελ, εκπαιδεύτηκαν στο σπίτι από τον πατέρα τους και τη θεία τους, Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ, η οποία ήταν αδελφή της μητέρας τους. Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον άνθισε το λογοτεχνικό τους ταλέντο. Στον ελεύθερο χρόνο τους τα παιδιά δημιούργησαν μία σειρά από φανταστικούς κόσμους, οι οποίοι εμφανίζονται στις ιστορίες που έγραψαν και εντός των οποίων έλαβαν χώρα οι φανταστικές περιπέτειες που ζούσαν τα στρατιωτάκια τους μαζί με τον Δούκα του Ουέλινγκτον και τους γιους του. Από αυτή την περίοδο δεν σώζεται παρά ένα μικρό μόνο μέρος από το έργο της Έμιλι, εκτός από κάποια ποιήματα των χαρακτήρων της. Όταν η Έμιλι ήταν 13 ετών, η ίδια και η Αν αποσύρθηκαν από τη συμμετοχή τους στο φανταστικό βασίλειο της Άνγκρια και ξεκίνησαν ένα νέο, το Γκόνταλ, ένα μεγάλο νησί στο Βόρειο Ειρηνικό. Εξαιρουμένων των ποιημάτων της Έμιλι για το Γκόνταλ και τους καταλόγους της Αν με τους χαρακτήρες και τα τοπωνύμια, τα γραπτά τους για το Γκόνταλ δεν σώζονται. Επίσης σώζονται κάποια "ημερολόγια" της Έμιλι στα οποία περιγράφονται τρέχοντα γεγονότα στο Γκόνταλ, μερικά από τα οποία γράφτηκαν μαζί με την Αν. Ένα χρονολογείται από το 1841, όταν η Έμιλι ήταν 23 ετών, και ένα άλλο από το 1845, όταν ήταν 27 ετών.

Οι τρεις αδελφές Μπροντέ 

σε πίνακα του αδελφού τους, 
Μπράνγουελ (1834). 
Από αριστερά προς τα δεξιά: 
Αν, Έμιλι και Σαρλότ. 
Αρχικά ο Μπράνγουελ είχε
 ζωγραφίσει τον εαυτό του 
ανάμεσα στην Έμιλι και τη Σαρλότ.
Όταν ήταν 17 ετών η Έμιλι παρακολούθησε το σχολείο θηλέων Roe Head, όπου η Σαρλότ ήταν δασκάλα. Όμως κατάφερε να μείνει μόνο τρεις μήνες καθώς ένιωθε ακραία νοσταλγία κι έτσι επέστρεψε σπίτι και τη θέση της πήρε η Αν. Εκείνη την εποχή, στόχος των κοριτσιών ήταν να αποκτήσουν επαρκή μόρφωση ώστε να ανοίξουν ένα δικό τους μικρό σχολείο.
Το Σεπτέμβριο του 1838, η Έμιλι έγινε δασκάλα στο σχολείο Law Hill στο Χάλιφαξ. Όμως η υγεία της κλονίστηκε από την πίεση της 17ωρης καθημερινής εργασίας και τον Απρίλιο του 1839 επέστρεψε στο σπίτι της. Εκεί έμαθε να παίζει πιάνο και διδάχθηκε γερμανικά μέσα από βιβλία.
Το 1842, η Έμιλι συνόδευσε τη Σαρλότ στις Βρυξέλλες, όπου παρακολούθησαν μαθήματα στο Οικοτροφείο Χέγκερ. Σχεδίαζαν να τελειοποιήσουν τα γαλλικά και τα γερμανικά τους εν όψει του ανοίγματος του σχολείου τους. Η επίδοση των δύο Αγγλίδων μαθητριών τράβηξε την ιδιαίτερη προσοχή του κυριότερου διδασκάλου, του Κωνσταντίνου Χέγκερ, που ήταν άνθρωπος εξαιρετικής ικανότητος. Από αυτή την περίοδο σώζονται εννέα από τα γαλλικά δοκίμια της Έμιλι. Μετά από οκτώ μήνες, όμως, οι σπουδές τους σταμάτησαν απότομα, με το θάνατο της θείας τους, και οι αδελφές επέστρεψαν στην Αγγλία. Η Σαρλότ ήταν γενικά ευχαριστημένη στις Βρυξέλλες, όμως η Έμιλι νοσταλγούσε το σπίτι και τον αέρα του κάμπου. Είναι ακόμη φανερό ότι στις Βρυξέλλες εκτιμούσαν περισσότερο τη συγκρατημένη Έμιλι παρά τη Σαρλότ. Ο ευαίσθητος χαρακτήρας της Έμιλι έβρισκε περισσότερη κατανόηση παρά το εκλεκτικό γούστο της Σαρλότ. Η Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ άφησε στις ανιψιές της ένα χρηματικό ποσό που έφερε κάποια οικονομική άνεση. Οι αδελφές Μπροντέ προσπάθησαν να ανοίξουν σχολείο στο σπίτι τους, αλλά δεν μπορούσαν να προσελκύσουν μαθητές σ' αυτή την απομακρυσμένη περιοχή.
Το 1844, η Έμιλι ξεκίνησε να καταγράφει τακτοποιημένα όλα τα ποιήματα που είχε γράψει, σε δύο σημειωματάρια. Το ένα ονομάστηκε "Τα Ποιήματα του Γκόνταλ" (Gondal Poems) ενώ το άλλο έμεινε χωρίς ετικέτα. Διάφοροι μελετητές προσπάθησαν από αυτά τα ποιήματα να συναρμολογήσουν μία ιστορία και ένα χρονικό για το Γκόνταλ. Το φθινόπωρο του 1845, η Σαρλότ ανακάλυψε τα τετράδια της αδελφής της και επέμενε ότι τα ποιήματα πρέπει να εκδοθούν. Η Έμιλι, έξαλλη με την παραβίαση της ιδιωτικής της ζωής, αρχικά αρνήθηκε αλλά υποχώρησε όταν η Αν έφερε τα δικά της γραπτά και αποκάλυψε ότι κι εκείνη είχε γράψει ποιήματα στα κρυφά.
Το 1846, τα ποιήματα των αδελφών Μπροντέ εκδόθηκαν σε ένα βιβλίο με τίτλο Ποιήματα των Κάρερ, Έλλις και Άκτον Μπελ (Poems by Currer, Ellis, and Acton Bell). Για την έκδοση αυτή, οι αδελφές Μπροντέ υιοθέτησαν ψευδώνυμα: η Σαρλότ διάλεξε το όνομα Κάρερ Μπελ, η Έμιλι το Έλλις Μπελ και η Αν το Άκτον Μπελ. Η Σαρλότ έγραψε στο "Βιογραφικό Σημείωμα των Έλλις και Άκτον Μπελ" ότι η διφορούμενη επιλογή τους υπαγορεύτηκε από ένα είδος συνειδησιακού ενδοιασμού στο να υιοθετήσουν αρσενικά χριστιανικά ονόματα, ενώ οι ίδιες δεν θέλανε να φανερώσουν ότι είναι γυναίκες, γιατί είχαν μία αόριστη εντύπωση ότι οι γυναίκες συγγραφείς αντιμετωπίζονταν με προκατάληψη. Στη συλλογή αυτή, η Έμιλι συμμετείχε με 21 ποιήματα, όσα και η Αν, ενώ η Σαρλότ συμμετείχε με 20. Αν και αρκετούς μήνες μετά την έκδοση είχαν πουληθεί μόνο δύο αντίτυπα, οι αδελφές Μπροντέ δεν αποθαρρύνθηκαν καθώς οι κριτικές που απέσπασαν από τα λογοτεχνικά περιοδικά ήταν θετικές.


The Bronte sisters in the parsonage garden


Το 1847, εκδόθηκε το μυθιστόρημα της Έμιλι Ανεμοδαρμένα Ύψη. Η καινοτόμος δομή του προβλημάτισε κάπως τους κριτικούς. Παρά το γεγονός ότι έλαβε ανάμεικτες κριτικές όταν πρωτοκυκλοφόρησε και συχνά κατηγορήθηκε για απεικόνιση ανήθικου πάθους, στη συνέχεια αναδείχτηκε σε ένα από τα κλασικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας. Το 1850, η Σαρλότ επεξεργάστηκε και εξέδωσε τα Ανεμοδαρμένα Ύψη ως αυτόνομο μυθιστόρημα και με το πραγματικό όνομα της Έμιλι. Αν και μία επιστολή από τον εκδότη της δείχνει ότι η Έμιλι τελείωνε ένα δεύτερο μυθιστόρημα, το χειρόγραφο δεν έχει βρεθεί ποτέ.
Η υγεία της Έμιλι, όπως και των αδερφών της, ήταν αδύνατη εξαιτίας των ανθυγιεινών συνθηκών στο σπίτι και της πηγής του νερού που μολύνθηκε από τις απορροές του νεκροταφείου της εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της κηδείας του αδελφού της, το Σεπτέμβριο του 1848, η Έμιλι αρρώστησε. Αν και η κατάστασή της επιδεινώθηκε, αρνήθηκε κάθε ιατρική βοήθεια και θεραπεία. Τελικά πέθανε από φυματίωση στις 19 Δεκεμβρίου 1848, σε ηλικία 30 ετών, και ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ και Πάντων Αγγέλων, στο Χάουορθ του δυτικού Γιορκσάιρ.

Η μορφή της Έμιλι Μπροντέ έχει περιβληθεί με μύθους και η κριτική έχει κάνει σύγχυση του χαρακτήρα της με τα πρόσωπα που δημιούργησε στο μυθιστόρημά της. Έτσι δεν υπάρχει μία πλήρως σαφή εικόνα της ζωής της, εκτός απ' όσα έγραψε γι' αυτήν η αδελφή της Σαρλότ.
Η Έμιλι ήταν λεπτή στην εμφάνιση, αλλά σπάνια αρρώσταινε. Η ωχρή και λεπτή όψη της φαινόταν εύθραυστη και συχνά η άκομψη σιλουέττα της, εν μέρει αποτέλεσμα απροσεξίας στο ντύσιμό της, την έκανε να φαίνεται περίεργη. Συνήθιζε να μπαίνει σ' ένα δωμάτιο, όπου υπήρχαν επισκέπτες, με κατεβασμένα τα μάτια, έπαιρνε ένα βιβλίο που χρειαζόταν και έφευγε χωρίς να ρίξει μία ματιά.
Τα ποιήματα της Έμιλι ρίχνουν αρκετό φως στη σκέψη και το χαρακτήρα της. Από αυτά είναι εμφανής η στωικότητά της και το πάθος της για τον κάμπο, που αποτελούσε καθαρή φυσιολατρία.
Ο "Παλιός Στωικός" και οι "Τελευταίοι Βίοι" είναι από τα ωραιότερα ποιητικά έργα που χάρισε γυναίκα στην αγγλική λογοτεχνία. Τα "Ανεμοδαρμένα Ύψη" στέκονται μόνα τους αληθινό μνημείο της δύναμής της. Το έργο αυτό ήταν κάτι το ξεχωριστό με τη σοβαρότητα και την ομιχλώδη μελαγχολία του https://el.wikipedia.org/


Emily Brontë's diary paper for June 26, 1837, showing herself and Anne working at the dining room table.



ΠΟΙΗΜΑΤΑ 


i Riches I hold in light esteem

Riches I hold in light esteem,
And Love I laugh to scorn;
And lust of fame was but a dream,
That vanished with the morn:

And if I pray, the only prayer
That moves my lips for me
Is, "Leave the heart that now I bear,
And give me liberty!"

Yes, as my swift days near their goal:
'Tis all that I implore;
In life and death a chainless soul,
With courage to endure.
✩ 

Δεν έχω σε εκτίμηση τα πλούτη
και γελώ κοροϊδευτικά στην αγάπη
και ο πόθος για την δόξα δεν ήταν πάρα ένα όνειρο
που μόλις ήρθε το πρωί εξαφανίστηκε

Και αν προσεύχομαι, η μόνη προσευχή
που στα χείλη μου υπάρχει
είναι “Άσε την καρδιά που τώρα ανέχομαι
και δώσε μου ελευθερία»

Ναι, καθώς οι σύντομες μέρες μου φτάνουν στον στόχο τους
είναι το μόνο για το οποίο ικετεύω
Στην ζωή και στον θάνατο μια ψυχή χωρίς αλυσίδες
με θάρρος να αντέχει.


ii Hope

H
OPE Was but a timid friend;
She sat without the grated den,
Watching how my fate would tend,
Even as selfish-hearted men.

She was cruel in her fear;
Through the bars one dreary day,
I looked out to see her there,
And she turned her face away!

Like a false guard, false watch keeping,
Still, in strife, she whispered peace;
She would sing while I was weeping;
If I listened, she would cease.

False she was, and unrelenting;
When my last joys strewed the ground,
Even Sorrow saw, repenting,
Those sad relics scattered round;

Hope, whose whisper would have given
Balm to all my frenzied pain,
Stretched her wings, and soared to heaven,
Went, and ne'er returned again!


✩ 

Η Ελπίδα δεν ήταν παρά ένας δειλός φίλος
καθόταν χωρίς καμιά προφύλαξη
παρακολουθώντας την μοίρα μου
όπως οι σκληρόκαρδοι άντρες

Ήταν σκληρή μες στον φόβο της
μέσα από τα κάγκελα μια θλιβερή μέρα
Έψαξα να την βρω
αλλά αυτή μου γύρισε την πλάτη

Σαν ψεύτικος φύλακας, ψεύτικη και η φύλαξη της
αν και σε διαμάχη ακόμα ψιθύριζε για την ειρήνη
Μπορούσε να τραγουδά όσο εγώ έκλαιγα
κι εάν την άκουγα αυτή σταματούσε

Ψεύτικη ήταν, και αδυσώπητη
όταν έστρωνα την τελευταία μου χαρά στο χώμα
Ακόμα και η θλίψη μετανοούσε
με όλα αυτά τα θλιβερά κειμήλια σκορπισμένα

Η Ελπίδα της οποίας ο ψίθυρος
θα έπεφτε σαν βάλσαμο στον ξέφρενο πόνο μου
Τέντωσε τα φτερά της και πέταξε ψηλά στον ουρανό
Και δεν ξαναγύρισε ποτέ


iii No coward soul is mine


"The following are the last lines my sister Emily ever wrote." (Charlotte).


No coward soul is mine,
No trembler in the world’s storm-troubled sphere:
I see Heaven’s glories shine,
And faith shines equal, arming me from fear.

O God within my breast,
Almighty, ever-present Deity!
Life that in me has rest,
As I undying Life have power in thee!

Vain are the thousand creeds
That move mens heartsunutterably vain;
Worthless as withered weeds,
Or idle froth amid the boundless main,

To waken doubt in one
Holding so fast by thine infinity;
So surely anchored on
The steadfast rock of immortality.

With wide-embracing love
Thy spirit animates eternal years,
Pervades and broods above,
Changes, sustains, dissolves, creates, and rears.
Though earth and man were gone,
And suns and universes ceased to be,
And thou were left alone,
Every existence would exist in thee.
There is not room for Death,
Nor atom that his might could render void:
Thou thou art Being and Breath,
And what thou art may never be destroyed.


✩ 
  «Το παρακάτω ποίημα ήταν το τελευταίο που έγραψε η αδερφή μου» Σαρλότ Μπροντέ.

Δεν είναι δειλή η ψυχή μου
Ούτε τρέμει μπροστά
στου κόσμου την θυελλώδη σφαίρα
Βλέπω την δόξα του Παράδεισου να λάμπει
και η πίστη το ίδιο λάμπει και με προστατεύει απ΄ τον φόβο
Ω Θεέ, μες στα στήθια μου,
Παντοδύναμε, πάντα παρούσα θεότητα
Η ζωή που μέσα μου υπάρχει
τόσο αθάνατη όσο εσύ.
Η Ματαιοδοξία είναι χιλιάδες θρησκείες
που συγκινεί των ανθρώπων τις καρδιές.
Απίστευτη ματαιοδοξία.
Τόσο άχρηστη όσο και τα μαραμένα ζιζάνια
ή σαν άχρηστος αφρός μες στο χωρίς όρια ουσιώδες
Το να ξυπνήσεις την αμφιβολία σε κάποιον
που κρατιέται  στο αχανές σου.
Τόσο σίγουρα αγκυροβολημένο
στον σταθερό βράχο της αθανασίας.
Με μια αγάπη που αγκαλιάζει σφιχτά
Το πνεύμα σου εμψυχώνει την αιωνιότητα
Διαπερνά και γεννά
αλλάζει, συντηρεί, διαλύει, δημιουργεί και φυλάει.
Ακόμα και αν η γη και ο άνθρωπος
και οι ήλιοι και τα σύμπαντα σταματούσαν να υπάρχουν
και μόνος σου έμενες
κάθε ύπαρξη σου μέσα σου θα υπήρχε
Δεν υπάρχει χώρος για τον θάνατο
Ούτε για τον παραμικρό κόκκο του που κενό θα πρόσφερε
Εσύ
Εσύ είσαι η Ύπαρξη και η Ανάσα
Και για αυτό που είσαι ποτέ δεν θα καταστραφείς

Απόδοση στα ελληνικά Μαρία Ροδοπούλου

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/