Πορτραίτο της Έμιλι Μπροντέ από τον αδελφό της, Μπράνγουελ Μπροντέ |
Η Έμιλι Τζέιν Μπροντέ (30 Ιουλίου 1818 - 19 Δεκεμβρίου 1848) ήταν Αγγλίδα συγγραφέας, γνωστή από το μοναδικό της μυθιστόρημα, Ανεμοδαρμένα Ύψη, το οποίο θεωρείται ένα από τα κλασικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας. Ήταν ένα από τα αδέλφια Μπροντέ, ανάμεσα στον αδελφό της Μπράνγουελ και τη νεαρότερη αδελφή Αν. Δημοσίευε τα έργα της με το ψευδώνυμο Έλλις Μπελ.
Η Έμιλι Μπροντέ γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1818 στο Θόρντον, κοντά στο Μπράντφορντ του Γιορκσάιρ, και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά της Μαρίας Μπράνγουελ και του κληρικού και συγγραφέα Πάτρικ Μπροντέ, του οποίου το πατρικό όνομα ήταν Μπράντι αλλά το είχε αλλάξει. Η Μαρία Μπράνγουελ είχε αδύνατη κράση και πέθανε από καρκίνο το 1821, αφήνοντας έξι παιδιά. Μετά το θάνατο της μητέρας τους, οι μεγαλύτερες αδελφές της Έμιλι, Μαρία, Ελίζαμπεθ και Σαρλότ Μπροντέ, στάλθηκαν σε εκκλησιαστικό σχολείο στο Κάουαν Μπριτζ, όπου βίωσαν την κακοποίηση και τις στερήσεις που αργότερα περιέγραψε η Σαρλότ στο Τζέιν Έιρ.
Το 1824 η οικογένεια μετακόμισε στο Χάουορθ, όπου ο πατέρας της Έμιλι ήταν εφημέριος. Η Έμιλι στάλθηκε στο ίδιο σχολείο όπου πήγαιναν οι αδελφές της αλλά για σύντομο χρονικό διάστημα. Όταν μία επιδημία τύφου χτύπησε το σχολείο, η Μαρία και η Ελίζαμπεθ αρρώστησαν. Η Μαρία, η οποία μπορεί στην πραγματικότητα να είχε φυματίωση, στάλθηκε σπίτι της όπου και πέθανε. Στη συνέχεια, η Έμιλι απομακρύνθηκε από το σχολείο μαζί με την Σαρλότ και την Ελίζαμπεθ. Η Ελίζαμπεθ πέθανε λίγο μετά την επιστροφή τους στο σπίτι.
Στη συνέχεια οι τρεις εναπομένουσες αδελφές και ο αδελφός τους Μπράνγουελ, εκπαιδεύτηκαν στο σπίτι από τον πατέρα τους και τη θεία τους, Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ, η οποία ήταν αδελφή της μητέρας τους. Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον άνθισε το λογοτεχνικό τους ταλέντο. Στον ελεύθερο χρόνο τους τα παιδιά δημιούργησαν μία σειρά από φανταστικούς κόσμους, οι οποίοι εμφανίζονται στις ιστορίες που έγραψαν και εντός των οποίων έλαβαν χώρα οι φανταστικές περιπέτειες που ζούσαν τα στρατιωτάκια τους μαζί με τον Δούκα του Ουέλινγκτον και τους γιους του. Από αυτή την περίοδο δεν σώζεται παρά ένα μικρό μόνο μέρος από το έργο της Έμιλι, εκτός από κάποια ποιήματα των χαρακτήρων της. Όταν η Έμιλι ήταν 13 ετών, η ίδια και η Αν αποσύρθηκαν από τη συμμετοχή τους στο φανταστικό βασίλειο της Άνγκρια και ξεκίνησαν ένα νέο, το Γκόνταλ, ένα μεγάλο νησί στο Βόρειο Ειρηνικό. Εξαιρουμένων των ποιημάτων της Έμιλι για το Γκόνταλ και τους καταλόγους της Αν με τους χαρακτήρες και τα τοπωνύμια, τα γραπτά τους για το Γκόνταλ δεν σώζονται. Επίσης σώζονται κάποια "ημερολόγια" της Έμιλι στα οποία περιγράφονται τρέχοντα γεγονότα στο Γκόνταλ, μερικά από τα οποία γράφτηκαν μαζί με την Αν. Ένα χρονολογείται από το 1841, όταν η Έμιλι ήταν 23 ετών, και ένα άλλο από το 1845, όταν ήταν 27 ετών.
|
Οι τρεις αδελφές Μπροντέ
σε πίνακα του αδελφού τους, Μπράνγουελ (1834). Από αριστερά προς τα δεξιά: Αν, Έμιλι και Σαρλότ. Αρχικά ο Μπράνγουελ είχε ζωγραφίσει τον εαυτό του ανάμεσα στην Έμιλι και τη Σαρλότ. |
Όταν ήταν 17 ετών η Έμιλι παρακολούθησε το σχολείο θηλέων Roe Head, όπου η Σαρλότ ήταν δασκάλα. Όμως κατάφερε να μείνει μόνο τρεις μήνες καθώς ένιωθε ακραία νοσταλγία κι έτσι επέστρεψε σπίτι και τη θέση της πήρε η Αν. Εκείνη την εποχή, στόχος των κοριτσιών ήταν να αποκτήσουν επαρκή μόρφωση ώστε να ανοίξουν ένα δικό τους μικρό σχολείο.
Το Σεπτέμβριο του 1838, η Έμιλι έγινε δασκάλα στο σχολείο Law Hill στο Χάλιφαξ. Όμως η υγεία της κλονίστηκε από την πίεση της 17ωρης καθημερινής εργασίας και τον Απρίλιο του 1839 επέστρεψε στο σπίτι της. Εκεί έμαθε να παίζει πιάνο και διδάχθηκε γερμανικά μέσα από βιβλία.
Το 1842, η Έμιλι συνόδευσε τη Σαρλότ στις Βρυξέλλες, όπου παρακολούθησαν μαθήματα στο Οικοτροφείο Χέγκερ. Σχεδίαζαν να τελειοποιήσουν τα γαλλικά και τα γερμανικά τους εν όψει του ανοίγματος του σχολείου τους. Η επίδοση των δύο Αγγλίδων μαθητριών τράβηξε την ιδιαίτερη προσοχή του κυριότερου διδασκάλου, του Κωνσταντίνου Χέγκερ, που ήταν άνθρωπος εξαιρετικής ικανότητος. Από αυτή την περίοδο σώζονται εννέα από τα γαλλικά δοκίμια της Έμιλι. Μετά από οκτώ μήνες, όμως, οι σπουδές τους σταμάτησαν απότομα, με το θάνατο της θείας τους, και οι αδελφές επέστρεψαν στην Αγγλία. Η Σαρλότ ήταν γενικά ευχαριστημένη στις Βρυξέλλες, όμως η Έμιλι νοσταλγούσε το σπίτι και τον αέρα του κάμπου. Είναι ακόμη φανερό ότι στις Βρυξέλλες εκτιμούσαν περισσότερο τη συγκρατημένη Έμιλι παρά τη Σαρλότ. Ο ευαίσθητος χαρακτήρας της Έμιλι έβρισκε περισσότερη κατανόηση παρά το εκλεκτικό γούστο της Σαρλότ. Η Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ άφησε στις ανιψιές της ένα χρηματικό ποσό που έφερε κάποια οικονομική άνεση. Οι αδελφές Μπροντέ προσπάθησαν να ανοίξουν σχολείο στο σπίτι τους, αλλά δεν μπορούσαν να προσελκύσουν μαθητές σ' αυτή την απομακρυσμένη περιοχή.
Το 1844, η Έμιλι ξεκίνησε να καταγράφει τακτοποιημένα όλα τα ποιήματα που είχε γράψει, σε δύο σημειωματάρια. Το ένα ονομάστηκε "Τα Ποιήματα του Γκόνταλ" (Gondal Poems) ενώ το άλλο έμεινε χωρίς ετικέτα. Διάφοροι μελετητές προσπάθησαν από αυτά τα ποιήματα να συναρμολογήσουν μία ιστορία και ένα χρονικό για το Γκόνταλ. Το φθινόπωρο του 1845, η Σαρλότ ανακάλυψε τα τετράδια της αδελφής της και επέμενε ότι τα ποιήματα πρέπει να εκδοθούν. Η Έμιλι, έξαλλη με την παραβίαση της ιδιωτικής της ζωής, αρχικά αρνήθηκε αλλά υποχώρησε όταν η Αν έφερε τα δικά της γραπτά και αποκάλυψε ότι κι εκείνη είχε γράψει ποιήματα στα κρυφά.
Το 1846, τα ποιήματα των αδελφών Μπροντέ εκδόθηκαν σε ένα βιβλίο με τίτλο Ποιήματα των Κάρερ, Έλλις και Άκτον Μπελ (Poems by Currer, Ellis, and Acton Bell). Για την έκδοση αυτή, οι αδελφές Μπροντέ υιοθέτησαν ψευδώνυμα: η Σαρλότ διάλεξε το όνομα Κάρερ Μπελ, η Έμιλι το Έλλις Μπελ και η Αν το Άκτον Μπελ. Η Σαρλότ έγραψε στο "Βιογραφικό Σημείωμα των Έλλις και Άκτον Μπελ" ότι η διφορούμενη επιλογή τους υπαγορεύτηκε από ένα είδος συνειδησιακού ενδοιασμού στο να υιοθετήσουν αρσενικά χριστιανικά ονόματα, ενώ οι ίδιες δεν θέλανε να φανερώσουν ότι είναι γυναίκες, γιατί είχαν μία αόριστη εντύπωση ότι οι γυναίκες συγγραφείς αντιμετωπίζονταν με προκατάληψη. Στη συλλογή αυτή, η Έμιλι συμμετείχε με 21 ποιήματα, όσα και η Αν, ενώ η Σαρλότ συμμετείχε με 20. Αν και αρκετούς μήνες μετά την έκδοση είχαν πουληθεί μόνο δύο αντίτυπα, οι αδελφές Μπροντέ δεν αποθαρρύνθηκαν καθώς οι κριτικές που απέσπασαν από τα λογοτεχνικά περιοδικά ήταν θετικές.
|
The Bronte sisters in the parsonage garden |
Το 1847, εκδόθηκε το μυθιστόρημα της Έμιλι Ανεμοδαρμένα Ύψη. Η καινοτόμος δομή του προβλημάτισε κάπως τους κριτικούς. Παρά το γεγονός ότι έλαβε ανάμεικτες κριτικές όταν πρωτοκυκλοφόρησε και συχνά κατηγορήθηκε για απεικόνιση ανήθικου πάθους, στη συνέχεια αναδείχτηκε σε ένα από τα κλασικά έργα της αγγλικής λογοτεχνίας. Το 1850, η Σαρλότ επεξεργάστηκε και εξέδωσε τα Ανεμοδαρμένα Ύψη ως αυτόνομο μυθιστόρημα και με το πραγματικό όνομα της Έμιλι. Αν και μία επιστολή από τον εκδότη της δείχνει ότι η Έμιλι τελείωνε ένα δεύτερο μυθιστόρημα, το χειρόγραφο δεν έχει βρεθεί ποτέ.
Η υγεία της Έμιλι, όπως και των αδερφών της, ήταν αδύνατη εξαιτίας των ανθυγιεινών συνθηκών στο σπίτι και της πηγής του νερού που μολύνθηκε από τις απορροές του νεκροταφείου της εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της κηδείας του αδελφού της, το Σεπτέμβριο του 1848, η Έμιλι αρρώστησε. Αν και η κατάστασή της επιδεινώθηκε, αρνήθηκε κάθε ιατρική βοήθεια και θεραπεία. Τελικά πέθανε από φυματίωση στις 19 Δεκεμβρίου 1848, σε ηλικία 30 ετών, και ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ και Πάντων Αγγέλων, στο Χάουορθ του δυτικού Γιορκσάιρ.
Η μορφή της Έμιλι Μπροντέ έχει περιβληθεί με μύθους και η κριτική έχει κάνει σύγχυση του χαρακτήρα της με τα πρόσωπα που δημιούργησε στο μυθιστόρημά της. Έτσι δεν υπάρχει μία πλήρως σαφή εικόνα της ζωής της, εκτός απ' όσα έγραψε γι' αυτήν η αδελφή της Σαρλότ.
Η Έμιλι ήταν λεπτή στην εμφάνιση, αλλά σπάνια αρρώσταινε. Η ωχρή και λεπτή όψη της φαινόταν εύθραυστη και συχνά η άκομψη σιλουέττα της, εν μέρει αποτέλεσμα απροσεξίας στο ντύσιμό της, την έκανε να φαίνεται περίεργη. Συνήθιζε να μπαίνει σ' ένα δωμάτιο, όπου υπήρχαν επισκέπτες, με κατεβασμένα τα μάτια, έπαιρνε ένα βιβλίο που χρειαζόταν και έφευγε χωρίς να ρίξει μία ματιά.
Τα ποιήματα της Έμιλι ρίχνουν αρκετό φως στη σκέψη και το χαρακτήρα της. Από αυτά είναι εμφανής η στωικότητά της και το πάθος της για τον κάμπο, που αποτελούσε καθαρή φυσιολατρία.
Ο "Παλιός Στωικός" και οι "Τελευταίοι Βίοι" είναι από τα ωραιότερα ποιητικά έργα που χάρισε γυναίκα στην αγγλική λογοτεχνία. Τα "Ανεμοδαρμένα Ύψη" στέκονται μόνα τους αληθινό μνημείο της δύναμής της. Το έργο αυτό ήταν κάτι το ξεχωριστό με τη σοβαρότητα και την ομιχλώδη μελαγχολία του https://el.wikipedia.org/
|
Emily Brontë's diary paper for June 26, 1837, showing herself and Anne working at the dining room table.
|
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
i Riches I hold in light esteem
Riches I hold in light esteem,
And Love I laugh to scorn;
And lust of fame was but a dream,
That vanished with the morn:
And if I pray, the only prayer
That moves my lips for me
Is, "Leave the heart that now I bear,
And give me liberty!"
Yes, as my swift days near their goal:
'Tis all that I implore;
In life and death a chainless soul,
With courage to endure.
✩ ✩
Δεν έχω σε εκτίμηση τα πλούτη
και γελώ κοροϊδευτικά στην αγάπη
και ο πόθος για την δόξα δεν ήταν πάρα ένα όνειρο
που μόλις ήρθε το πρωί εξαφανίστηκε
Και αν προσεύχομαι, η μόνη προσευχή
που στα χείλη μου υπάρχει
είναι “Άσε την καρδιά που τώρα ανέχομαι
και δώσε μου ελευθερία»
Ναι, καθώς οι σύντομες μέρες μου φτάνουν στον στόχο τους
είναι το μόνο για το οποίο ικετεύω
Στην ζωή και στον θάνατο μια ψυχή χωρίς αλυσίδες
με θάρρος να αντέχει.
ii Hope
HOPE Was but a timid friend;
She sat without the grated den,
Watching how my fate would tend,
Even as selfish-hearted men.
She was cruel in her fear;
Through the bars one dreary day,
I looked out to see her there,
And she turned her face away!
Like a false guard, false watch keeping,
Still, in strife, she whispered peace;
She would sing while I was weeping;
If I listened, she would cease.
False she was, and unrelenting;
When my last joys strewed the ground,
Even Sorrow saw, repenting,
Those sad relics scattered round;
Hope, whose whisper would have given
Balm to all my frenzied pain,
Stretched her wings, and soared to heaven,
Went, and ne'er returned again!
✩ ✩
Η Ελπίδα δεν ήταν παρά ένας δειλός φίλος
καθόταν χωρίς καμιά προφύλαξη
παρακολουθώντας την μοίρα μου
όπως οι σκληρόκαρδοι άντρες
Ήταν σκληρή μες στον φόβο της
μέσα από τα κάγκελα μια θλιβερή μέρα
Έψαξα να την βρω
αλλά αυτή μου γύρισε την πλάτη
Σαν ψεύτικος φύλακας, ψεύτικη και η φύλαξη της
αν και σε διαμάχη ακόμα ψιθύριζε για την ειρήνη
Μπορούσε να τραγουδά όσο εγώ έκλαιγα
κι εάν την άκουγα αυτή σταματούσε
Ψεύτικη ήταν, και αδυσώπητη
όταν έστρωνα την τελευταία μου χαρά στο χώμα
Ακόμα και η θλίψη μετανοούσε
με όλα αυτά τα θλιβερά κειμήλια σκορπισμένα
Η Ελπίδα της οποίας ο ψίθυρος
θα έπεφτε σαν βάλσαμο στον ξέφρενο πόνο μου
Τέντωσε τα φτερά της και πέταξε ψηλά στον ουρανό
Και δεν ξαναγύρισε ποτέ
iii No coward soul is mine
"The following are the last lines my sister Emily ever wrote." (Charlotte).
No coward soul is mine,
No trembler in the world’s storm-troubled sphere:
I see Heaven’s glories shine,
And faith shines equal, arming me from fear.
O God within my breast,
Almighty, ever-present Deity!
Life that in me has rest,
As I undying Life have power in thee!
Vain are the thousand creeds
That move men’s hearts: unutterably vain;
Worthless as withered weeds,
Or idle froth amid the boundless main,
To waken doubt in one
Holding so fast by thine infinity;
So surely anchored on
The steadfast rock of immortality.
With wide-embracing love
Thy spirit animates eternal years,
Pervades and broods above,
Changes, sustains, dissolves, creates, and rears.
Though earth and man were gone,
And suns and universes ceased to be,
And thou were left alone,
Every existence would exist in thee.
There is not room for Death,
Nor atom that his might could render void:
Thou thou art Being and Breath,
And what thou art may never be destroyed.
✩ ✩
«Το παρακάτω ποίημα ήταν το τελευταίο που έγραψε η αδερφή μου» Σαρλότ Μπροντέ.
Δεν είναι δειλή η ψυχή μου
Ούτε τρέμει μπροστά
στου κόσμου την θυελλώδη σφαίρα
Βλέπω την δόξα του Παράδεισου να λάμπει
και η πίστη το ίδιο λάμπει και με προστατεύει απ΄ τον φόβο
Ω Θεέ, μες στα στήθια μου,
Παντοδύναμε, πάντα παρούσα θεότητα
Η ζωή που μέσα μου υπάρχει
τόσο αθάνατη όσο εσύ.
Η Ματαιοδοξία είναι χιλιάδες θρησκείες
που συγκινεί των ανθρώπων τις καρδιές.
Απίστευτη ματαιοδοξία.
Τόσο άχρηστη όσο και τα μαραμένα ζιζάνια
ή σαν άχρηστος αφρός μες στο χωρίς όρια ουσιώδες
Το να ξυπνήσεις την αμφιβολία σε κάποιον
που κρατιέται στο αχανές σου.
Τόσο σίγουρα αγκυροβολημένο
στον σταθερό βράχο της αθανασίας.
Με μια αγάπη που αγκαλιάζει σφιχτά
Το πνεύμα σου εμψυχώνει την αιωνιότητα
Διαπερνά και γεννά
αλλάζει, συντηρεί, διαλύει, δημιουργεί και φυλάει.
Ακόμα και αν η γη και ο άνθρωπος
και οι ήλιοι και τα σύμπαντα σταματούσαν να υπάρχουν
και μόνος σου έμενες
κάθε ύπαρξη σου μέσα σου θα υπήρχε
Δεν υπάρχει χώρος για τον θάνατο
Ούτε για τον παραμικρό κόκκο του που κενό θα πρόσφερε
Εσύ
Εσύ είσαι η Ύπαρξη και η Ανάσα
Και για αυτό που είσαι ποτέ δεν θα καταστραφείς
Απόδοση στα ελληνικά Μαρία Ροδοπούλου