Η ΦΩΤΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ , ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ


Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
κι ας μας λεν αεροβάτες
φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδάμε!»
(Ο. Ελύτης, απόσπασμα από το « Ήλιος ο πρώτος»)


The Fire Within by Jacky Gerritsen




Ιωάννης Βηλαράς - Σαν πεταλούδα στη φωτιά

Σαν πεταλούδα στη φωτιά, σ’ εσένα γύρες φέρω
κι οχ τη φωτιά που καίγομαι να φύγω δεν ηξέρω.
Και μόλο που φλογίζομαι, πετώ ολόγυρα σου,
να ξεμακρύνω δεν μπορώ στιγμήν από σιμά σου.

Τα μάγια δεν τα πίστευα και μάγια είσαι ατή σου•
τα μάγια είν’ τα θέλγητρα οπόχει το κορμί σου.
Γιατί με χέρι αλάθευτο ηθέλησεν η φύση
της νιότης τ’ άνθια ολόβολο προικιό να σου χαρίσει.

Και ποιος είν’ ο αναίσθητος που να σ’ αλησμονήσει,
αφού σε δει για μια φορά, μαζί σου σα μιλήσει;
Τ’ αηδόνι σόδωκε λαλιά, φωνή το καναρίνι,
τη χλωρασιά σου δάνεισαν των περβολιών οι κρίνοι.

Οι χάρες αναπαύουνται απάνω στη θωριά σου,
της άνοιξης τριαντάφυλλα ανθούν στα μάγουλά σου.

Λεν το κοράλλι κόκκινο, μόν’ δίχως νοστιμάδα•
δεν έχει σαν τ’ αχείλι σου βαφή και κοκκινάδα.
Δοξάρια είναι τα φρύδια σου και με πιτηδειοσύνη
βαρούν, πληγώνουν τις καρδιές, χωρίς ελεημοσύνη.

Στα δυο σου μάτια τα γλυκά ο έρωτας φωλιάζει
κι οχ ταύτα τις σαγίτες του στους νιους απάνω αδειάζει.
Το κοίτασμά σου το γλυκό είν’ των καρδιών ο κλέφτης•
αν δεν πιστεύεις, ρώτησε να σου το είπει ο καθρέφτης…


The Hands Of Water And Fire  by Sheila Mcdonald 


Aρετή Γουργιώτου - ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ


Ανασκαλεύει την ζέουσα στάχτη.
Είπε σήμερα να αποτεφρώσει τις θύμησες.
Μία μία τις έρριξε προσάναμμα κάτω
από μυρωδάτο ελιάς κούτσουρο.
Πήρε αυτό να πυρώνει, θέριεψε η φωτιά
κι άρχισε να λικνίζεται σε ρυθμό μπλούζ.

-Σςςς, του είπε, μην μιλάς! Αφουγκράσου!
Δεν ακούς το τραγούδι των ξύλων;
Για σένα μιλεί.

Έπιασε ν' ακούει.
Δεν ήξευρε πως τα ξύλα τραγουδούν,
σαν με την φωτιά ερωτοχτυπιούνται.
Μέσα στις αντιλαμπές λικνίζονται οι στιγμές του.
Ένα ποτάμι η χαρμολύπη του κελαρυστό,
να ροβολά κατά την θάλασσα με την αλήθεια του.
Μια αηδόνα η ψυχή του, να χτίζει την φωλιά της
σε βουνίσιας ελιάς τα νιόβγαλτα κλαδιά,
αυτής, που τώρα δά τεμαχισμένη εύμορφα καίγεται!

Για ποια ζωή τού μιλεί;;
Αυτή που δεν έζησε;
Ή μήπως την έζησε, αλλά ξεθώριασε;

Ω! Είπε απόψε να κάψει τις θύμησες
κι αφέθηκε στον χορό τους.
Αυτοπυρπολήθηκε!

Αρετή Γουργιώτου
ΦΥΚΟΕΣΣΑ

Fire Painting - Deep by Mario Sanchez Nevado



Ιωάννης Γρυπάρης - Εστιάδες

Βαθιά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
πάν' απ' την πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Κακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή - κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι.

«Έσβησε η άσβηστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
όχι μ' ελπίδα πως μπορεί να 'ν ψεύτρα η συμφορά,
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.

Θαρρείς νεκροί κι απάριασαν τα μνήματ' αραχνά,
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή την κρίση,
κι ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά,
μην τύχει τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήσει.

Μ' ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφιλητό σκυφτοί
προς της Εστίας το Ναό τραβούνε,
και μπρος στην Πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να ιδούνε.

Και βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής
το σχήμα τ' ανωφέλευτο ντυμένες,
στον προδομένο το Βωμόν εμπρός γονυπετείς
τις Εστιάδες, τις σεμνές, μα κολασμένες.

Το κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη αναμελιά
κι αραθυμιά -σαν της δικής μας νιότης!
μα η Άγια Φωτιά, μια πόσβησε, δεν την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.

Κι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά
με συντριβή και με ταπεινοσύνη,
του κάκου! στη χλια χόβολη και μες στη στάχτη πλια
σπίθας ιδέα ούδ' έλπιση δεν έχει μείνει.

Κι είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία· εχτός
αν, πρι ο καινούριος ο ήλιος ανατείλει,
κάμει το θάμα του ο ουρανός, και στ' άωρα της νυχτός
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλει.

Κι αν είν' και πέσει απάνω τους, ας πέσει! όπως ζητά
το δίκιο κι οι Παρθένες το ζητούνε,
που ιδού τις με τα χέρια τους στα ουράνια σηκωτά
και την ψυχή στα μάτια τους τον προσκαλούνε. 


..............................................................................
Τάχα το θάμα κι έγινε; Πες μου το να σ' το πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης
σαν τη δικιά μας, πόσβησεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζει και ζένεται - με το σκοπό της!



 Lake Of Fire by Arthur Robins





Τ.Σ. ΕΛΙΟΤ  -  Γ΄ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Του ποταμού η σκεπή σωριάστηκε• τα στερνά
δάχτυλα των φύλλων
Γαντζώνουν και βουλιάζουνε στην όχθη την υγρή.
Ο αγέρας
Στην καστανόχρωμη τη γης διαβαίνει, ανάκουστος.
Φύγανε οι νύμφες.
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου
για να πω.
Ο ποταμός δεν κατεβάζει άδειες μποτίλιες,
χαρτιά από σάντουιτς,
Μεταξωτά μαντίλια, χαρτονένια κουτιά,
αποτσίγαρα
Κι άλλα τεκμήρια θερινών νυχτών. Φύγανε οι
νύμφες.
Κι οι φίλοι τους, οι χασομέρηδες κληρονόμοι των
διευθυντών του Σίτυ•
Φύγανε, δεν άφησαν διεύθυνση.
Επί των υδάτων Λεμάν κάθισα κι έκλαψα…
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου
για να πω,
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, ’τι δε φωνάζω
ούτε φλυαρώ.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου ακούω σε μια
παγωμένη ριπή
Το κροτάλισμα των κοκάλων, και το πνιγμένο
γέλιο ν’ απλώνεται. στην ακοή.

Η έρημη χώρα, απόσπασμα


The Burning of the Chicago - Currier & Ives , 1871







PAUL ELUARD - Η ΕΚΣΤΑΣΗ

«Είμαι μπροστά στο γυναικείο αυτό τοπίο
Σαν το παιδί μπρος στη φωτιά
Χαμογελώντας μόλις κι έχοντας στα μάτια δάκρυ
Μπροστά σε τούτο το τοπίο που όλα σκιρτούνε μέσα μου
Όπως θολώνουνε καθρέφτες και καθρέφτες λάμπουνε
Δυό γυμνά αντανακλώντας σώματα εποχή την εποχή

Χίλιες έχω να χαθώ δικαιολογίες
Στη γης αυτήν επάνω τη δίχως δρόμους
Στον ουρανό αυτό από κάτω τον χωρίς ορίζοντα
Δικαιολογίες καλές που χτες τις αγνοούσα
Και που δεν πρόκειται ποτέ να τις ξεχάσω
Καλά κλειδιά βλεμμάτων κλειδιά κορίτσια των αυτών κλειδιών
Μπροστά σε τούτο το τοπίο όπου δική μου είναι η φύση

Εμπρός στη φωτιά η πρώτη φωτιά
Δικαιολογία καλή λόγος κυρίαρχος
Αστέρι γνωστό και αναντίλεκτο
Και στη γης επάνω και στον ουρανό από κάτω
Έξω απ’ την καρδιά μου και στην καρδιά μου εντός
Μπουμπούκι δεύτερο πρώτο φύλλο πράσινο
Που με τα φτερά της το σκεπάζει η θάλασσα
Κι ο ήλιος στο τετέλεσται που βγαίνει από μέσα μας

Είμαι μπροστά στο γυναικείο αυτό τοπίο
Σαν το κλαδί μες στη φωτιά.»

(Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)



The Burning of the Chicago River -Currier & Ives , 1871


Ο. Ελύτης -  
[Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα...]

«Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:

Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
λέγε μας τη ζωή.


Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ’ τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν
Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης, το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει, κακό, τόχουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή, πηγαίνουμε μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε
Είμαστε από καλή γενιά.»
Απόσπασμα (Ο. Ελύτης, Ήλιος ο πρώτος)



The Burning of the Chicago River -Currier & Ives , 1871



Γιώργος Θέμελης, Χειμωνιάτικη φωτιά

[Από την ενότητα Το Δίχτυ των ψυχών, II]

Με είχε προφτάσει καταμεσής στο δρόμο
Απ’ τ’ αδειανό μου πίσω σπίτι στ’ άλλο σπίτι,
Η Νύχτα,
Με είχε σκεπάσει το σύθαμπο.

Το ετοιμόρροπο σώμα σαν ένας επερχόμενος σκελετός,
Δέντρο ρικνό απ’ τον άνεμο.

Έπεφτε το αίμα του ήλιου
Έπεφτε, λίμναζε μέσα στη Δύση.

Τα μάτια μάθαιναν τη θάμπωση,
Τα δάχτυλα την παγωμένη αφή.

Και φάνηκε η Αγάπη,
Πρόφτασε πάνω στο σύνορο,
Πρόφτασε, στάθηκε, σταλμένη από μακριά.

Μάζεψε φλόγα κι άναψε μια χειμωνιάτικη φωτιά.



 Jennifer Walton — Paintings of Forest Fires


Μενέλαος Λουντέμης - Ερωτικό Κάλεσμα

«Έλα κοντά μου δεν είμαι η φωτιά
τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια

τις πνίγουν οι νεροποντές
τις κυνηγούν οι βοριάδες

Δεν είμαι δεν είμαι η φωτιά

Έλα κοντά μου δεν είμαι ο άνεμος
τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά
τους βουβαίνουν τα λιοπύρια
τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί

Δεν είμαι δεν είμαι ο άνεμος

Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατηλάτης
ένας αποσταμένος κατακτητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν΄ακούσει το τραγούδι των γρύλων
κι αν θέλεις έλα να τ’ ακούσουμε μαζί







 Jennifer Walton — Paintings of Forest Fires

Στράτης Μυριβήλης - Τροία

Κάψαμε την Τροία με τον   πυρσό της Αγάπης!
Πάνω στα τείχη χόρεψαν οι φλόγες της Ελένης.

Φώτισαν τριανταφυλλιά τα νερά στο   καραβοστάσι,
έλαμψε κόκκινα ο χαλκός στις περικεφαλαίες!

Τώρα τα πλοία θαλασσοδέρνουνται ξυλάρμενα
aνάμεσ᾿ από τρόμους καi λαχτάρες.
Μe  θείαν οργή του πόντου ο Κύριος μας παιδεύει
κ᾿ η θάλασσα μ᾿ όλα τα θεριακά της.

Γυρίζει ο κύκλος των καιρών.
Οἱ Ανέμοι κυνηγούν τα κύματα,
κ᾿ εμείς γυρεύουμε στα πέλαα την Ιθάκη
καὶ μίαν άσπρη κλωνιά καπνό απ᾿ το παραγώνι.

Θα βρούμε, δε θα   βρούμε την Ιθάκη;
Θεός βοηθός! Όμως γιὰ πάντα
στα ταραγμένα πέλαα θα μας  φέγγουν,
χορεύοντας πάνω από τις φουρτούνες,
και μες στα   νεκρά μάτια των συντρόφων,
οι φλόγες οι μεγάλες από την Τροία,
οι ρόδινες οι φλόγες της Ελένης.

 Catching Fire by Donna Blackhall

Κωστής Παλαμάς - Κακή φωτιά

«Εγώ είμ’ εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος,
εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί,
νόθος της τέχνης είμ’ εγώ και της ιδέας διωγμένος
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί.

Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει
όλα πολέμια κρύα βιβλία, κοντύλια και χαρτιά.
Με καίει κακιά φωτιά.

Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό
σέρνουν εμένα δυό άλογα, τ’ αράπικο το πάθος
και τ΄ αφροστάλαχτο όνειρο μπορεί και στο γκρεμό.»



 Jennifer Walton — Paintings of Forest Fires

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - [Φωτιά στο δάσος]

Φωτιά στο δάσος φώναξε πριν γίνει δέντρο
.........................................................................
Τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή

από τη θέση τους ακίνητα σε παρακολουθούν

σε αποστηθίζουν μες στη στιλπνή ή θαμπή

γυαλάδα τους

τραβούν κινήσεις μέλη εικόνες απ' το σώμα σου

ταΐζουν μ' αυτές τα ξύλινά τους σπλάχνα

τα έπιπλα αγριεύουν με τον καιρό

ξυπνούν τη νύχτα τρίζουν ή γαυγίζουν σα σκυλιά

με δόλο από την κλειδαρότρυπά τους σε κοιτούν

ή ουρλιάζοντας γυρεύουν τη φωτιά

θέλουν να ξαναγίνουν δέντρα η μνήμη τους

κοιμάται πράσινη παντού

— ξυπνάει

όταν τινάζει τα μαλλιά του ο ξυλοκόπος

Fire in the Forest by William McCullagh



Μανόλης Πρατικάκης - Φλεγόμενο Φλάουτο

«Σπασμέ των λέξεων. Ερωτικό
σώμα του λόγου. Φωτοβόλο
πλάσμα τριαντάφυλλο
ανάγλυφης γυναίκας.

Έρχεσαι πάντα
μέσα απ’ τις γλώσσες
της φωτιάς.»



 Jennifer Walton — Paintings of Forest Fires



Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ (23 Ιουλίου 1911 – 27 Ιανουαρίου 1980)

 

Ο Στρατής Τσίρκας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηαντρέα από παρατσούκλι του πατέρα του), γιος του Κώστα Χατζηαντρέα και της Περσεφόνης το γένος Σταμαράτη, γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στο Κάιρο. Είχε τρία μικρότερα αδέρφια. Γύρω στο 1917 γράφτηκε στην Αμπέτειο Σχολή, στο εμπορικό τμήμα, από όπου αποφοίτησε το 1928. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου για ένα χρόνο και από το 1929 ως το 1939 σε μια εταιρεία βάμβακος στην Άνω Αίγυπτο, αρχικά ως λογιστής και στη συνέχεια ως διευθυντής των εκκοκιστηρίων. Το 1933 πέθανε ο πατέρας του από φυματίωση. Το 1935 εντάχτηκε στην αντιφασιστική οργάνωση Ligue Pacifiste και ίδρυσε μαζί με τον Θεοδόση Πιερίδη την Αντιφασιστική Πρωτοπορία. Το 1937 παντρεύτηκε την Αντιγόνη Κερασσώτη, με την οποία ταξίδεψε στην Αυστρία, την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Γαλλία και την Ελλάδα και απέκτησε ένα γιο τον Κώστα (γενν.1957). Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου πήρε μέρος (ανάμεσα στους Μπέρτολντ Μπρεχτ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Νερούντα και άλλους) στο Β’ Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας εναντίον του Πολέμου και του Φασισμού στο Παρίσι και έγραψε μαζί με τον Χιούς τον όρκο στον Λόρκα, που προωθήθηκε από τον Λουί Αραγκόν και υπογράφτηκε από σαράντα συγγραφείς. Από το 1939 ως το 1963 έζησε στην Αλεξάνδρεια και εργάστηκε ως διευθυντής βυρσοδεψείου (έφυγε για λίγους μήνες το 1942 όταν ο Ρόμμελ απείλησε την πόλη). 
Το 1943 έγινε καθοδηγητικό στέλεχος του Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η γνωριμία του με το Γιώργο Σεφέρη. Το 1961 διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε., καθώς αρνήθηκε να αποκηρύξει το έργο του Η Λέσχη, που είχε εκδοθεί λίγο νωρίτερα. Το 1963 έφυγε για την Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του. Μετά την κήρυξη της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έγινε μέλος του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου. Το 1969 εντάχθηκε στο Κ.Κ.Ε. εσωτερικού και ένα χρόνο αργότερα πήρε μέρος στη σύνταξη του αντιδικτατορικού τόμου 18 Κείμενα με το διήγημα Αλλαξοκαιριά. Συμμετείχε επίσης στον τόμο Νέα Κείμενα (1970) και στα Νέα Κείμενα2. Πέθανε στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο σε ηλικία 69 χρόνων από ανεύρυσμα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Έλλην - αργότερα όργανο του ΕΑΣ -, Κυπριακά Γράμματα, Ελεύθερα Γράμματα, Αλεξανδρινή Λογοτεχνία, Πάροικος, Φωνή, Επιθεώρηση Τέχνης, Αυγή, Ταχυδρόμος, Συνέχεια. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Βιογραφίας για το έργο του Ο Καβάφης και η εποχή του (1959) και Βραβείο Κριτικών και Εκδοτών της Γαλλίας (1972 για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες). Ο Στρατής Τσίρκας τοποθετείται ανάμεσα στη μεσοπολεμική και μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής πεζογραφίας και το έργο του συνδέεται άμεσα με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και τη γενέτειρά του, στις οποίες πήρε ενεργό μέρος. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1927 με μεταφράσεις των Μυσσέ, Χάινε και Σίλλερ στα περιοδικά Μπουκέτο και Οικογένεια και τη δημοσίευση του πρώτου του πεζογραφήματος με τίτλο Το Φεγγάρι στο περιοδικό Παναιγυπτία. Το 1930 δημοσίευσε το πεζογράφημα Μεσημεριάτικο στο περιοδικό Πρωτοπορία και το πρώτο του ποίημα, με τίτλο Pot pouri , στο περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε με τον Κ.Π. Καβάφη. Το 1937 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή Φελλάχοι, όπου υπέγραψε για πρώτη φορά με το όνομα Στρατής Τσίρκας. Ως το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου ασχολήθηκε με την ποίηση και το διήγημα. Γνωστός έγινε κυρίως μετά την έκδοση της βιογραφίας Ο Καβάφης και η εποχή του και της μυθιστορηματικής τριλογίας Ακυβέρνητες Πολιτείες, που δίχασαν τους κριτικούς και λογοτεχνικούς κύκλους και προκάλεσαν ζυμώσεις στο χώρο της αριστερής διανόησης. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. http://www.ekebi.gr/




ΒΙΝΤΕΟ -"Εποχές και Συγγραφείς": Στρατής Τσίρκας






ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ - ΤΡΙΛΟΓΙΑ 

Οι "Ακυβέρνητες Πολιτείες" απαρτίζονται από τρεις τόμους: "Η λέσχη" (1961), "Αριάγνη" (1962), "Η νυχτερίδα" (1965). Η δράση τοποθετείται αντίστοιχα στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια. Ένα μυθιστόρημα που τιθασεύει αριστοτεχνικά μια χειμαρρώδη ιστορική ύλη, δίνοντας ανθρώπινη φωνή στο έπος και στο δράμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την ώρα που κρινόταν το μέλλον των λαών και παίχτηκε στα ζάρια η τύχη της Ελλάδας. Χάρη σε ποικίλες αναδρομές, η τριλογία ζωντανεύει και προγενέστερες περιόδους, από τον Μεσοπόλεμο, τον χλωρό παράδεισο της εφηβείας με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα κάποιων ηρώων, ως την παλιά Αίγυπτο, ανακαλώντας μνήμες προγόνων. Το έργο κορυφώνεται με την εξέγερση του Στρατού και του Στόλου, το κίνημα του Απρίλη 1944 και τη δραματική καταστολή του, ενώ, με τον επίλογο του γ΄ τόμου, μεταφερόμαστε στη Θεσσαλονίκη μετά τον Εμφύλιο, το 1954, όπου ακούγεται ένα συγκλονιστικό ρέκβιεμ για τους χαμένους αγωνιστές.
Ωστόσο, ο Τσίρκας δεν έγραψε χρονικό, αλλά έργο τέχνης. Ιστορική ακρίβεια και φαντασία σπάνια δένονται σ' ένα τόσο αρμονικό σύνολο. Κινώντας στιβαρά μεγάλους όγκους, καταγράφει ευαίσθητα τις απηχήσεις των γεγονότων στη συνείδηση και στις σχέσεις των ανθρώπων, πλάθοντας ολοζώντανες μορφές που θα μείνουν στο πάνθεον των μυθιστορηματικών ηρώων. Πολιτικές μηχανορραφίες, αχαλίνωτες φιλοδοξίες μέσα στη δίνη του πολέμου, αλλά και ωραία όνειρα και περίσσευμα ανθρωπιάς και γενναιότητας δίνουν το στίγμα των "Ακυβέρνητων Πολιτειών", όπου ο έρωτας, κυρίαρχος, τυλίγει και ξετυλίγει το νήμα μιας συναρπαστικής πλοκής. Παράλληλα, με την πολυφωνία της αφήγησης και άλλες νεωτερικές τεχνοτροπίες, ο συγγραφέας κατορθώνει να συγχωνεύσει τον μοντερνισμό με την παράδοση. Ένα μεταιχμιακό έργο, που σφράγισε τα ελληνικά γράμματα σ' αυτό τον "σύντομο 20ό αιώνα". (Χ.Π.)



Η ΛΕΣΧΗ - Απόσπασμα 

«Από τη μέρα που έπαψα τις σχέσεις με τις κομμένες κεφαλές (τις ακούω μόνο μέσα στον ξυπνό εφιάλτη μου), είμαι σαν πελαγωμένος. Ομολογώ πως δεν το περίμενα. Πασχίζω από κάπου να πιαστώ. Η ζωή μου σκόρπισε σαν τα κεχλιμπάρια που τους κόπηκε η κλωστή. Δεν έχει συνοχή μήτε βάρος. Άλλοτε σκέψεις και πράξεις περπατούσαν μαζί, για τον ίδιο στόχο. Ζούσα γυρισμένος τα μέσα έξω, αυτό ναι, αλλά ήμουν εγώ, σουλουπωμένος άνθρωπος. Από πού ερχόμουν και πού πήγαινα, το ήξερα. Δεν είχα ψευδαιστήσεις. Ήμουν σαν πετραδάκι μέσα σ’ ένα μωσαϊκό «εν τω γίγνεσθαι». Αυτό μου θυμίζει το λόγο που μου πέταξε μια κομμένη κεφαλή όταν σηκώθηκα να φύγω: «Από δω και πέρα είσαι ένα σκατωμένο πετραδάκι». Πού είναι το σωστό; Κι αφού έχω δίκιο, γιατί να νιώθω σα...»

(Κέδρος, 1961, σελ. 27-28)  http://www.kedros.gr/





ΑΡΙΑΓΝΗ  - Απόσπασμα

 Η ΑΡΙΑΓΝΗ (1962) είναι το δεύτερο από τα τρία βιβλία που αποτελούν το μυθιστόρημα Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα (1911-1980). Τα άλλα δυο είναι: Η Λέσχη (1960) και Η νυχτερίδα (1965). Η δράση εκτυλίσσεται. διαδοχικά, στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Κεντρικό πρόσωπο και στα τρία: ο Σιμωνίδης ή Καλογιάννης, ανθυπολοχαγός των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων που είχαν σχηματιστεί στην Αίγυπτο, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Είναι μέλος αριστερής οργάνωσης και εμπλέκεται στις πολιτικές δραστηριότητες της εποχής. Οι πολιτικές συγκρούσεις, το ελληνικό στοιχείο των παροικιών, καθώς και το κοσμοπολίτικο κλίμα της Μέσης Ανατολής κυριαρχούν στο μυθιστόρημα.
Στο απόσπασμά μας ο Σιμωνίδης βρίσκεται για ανάρρωση στο Κάιρο και φιλοξενείται στο σπίτι μιας λαϊκής ελληνικής οικογένειας, της Αριάγνης και του Διονύση Σαρίδη, που ο γιος τους Μιχάλης είναι φίλος του. Η Αριάγνη είναι από τα αδρότερα πρόσωπα που έχει πλάσει ο Τσίρκας.

- Ώστε τραυματίας του Αλαμέιν* είπε ο Διονύσης που η παρουσία του Σταμάτη τον έκανε ομιλητικό.
- Όχι ακριβώς, είπε ο ξένος. Ήταν ένα ηλίθιο ατύχημα στην Κυρηναϊκή. Πήγα και χώθηκα κάτω από τις βόμβες που άδειαζε ένα γερμανικό μεταγωγικό από το φιλιστρίνι του. Δεν ήμουν καν σε υπηρεσία.
- Σα να λέμε παράσημο γιοκ.
- Παράσημο; Μήτε το σκέφτηκα. Εσείς τι πήρατε για τη σφαίρα που φάγατε;
- Α, σου το 'πε ο Μιχάλης;
- Και είναι μάλιστα πολύ περήφανος.
Η Αριάγνη σήκωσε τους ώμους, αλλά δεν είπε τίποτα.
- Φαίνεται πως η μάνα έχει άλλη γνώμη, παρατήρησε πειραχτικά ο Σταμάτης.
- Η μάνα σου για πολλά πράγματα έχει αλλόκοτες γνώμες.
Η Αριάγνη δε μίλησε. Σηκώθηκε, πήρε από το χέρι το Νίκο και τον πήγε στην πόρτα. Εκεί γονάτισε για να του φορέσει το παλτό.
- Καλά που δεν ήμουν με τους απεργοσπάστες όταν πληγώθηκα, είπε ο
Διονύσης κοροϊδευτικά. Θα 'μαστε στα χωρίσματα από τότε.
- Μα ποια είναι η διαφορά σας; ρώτησε ο ξένος.
- Την απεργία εγώ την οργάνωσα. Ήταν κανένα χρόνο μετά που τέλειωσε ο άλλος πόλεμος. Δούλευα σ' ενός Ελβετού, ζαχαροπλαστείο και μπαρ με δυο υποκαταστήματα. Όλα τα χρόνια του πολέμου κέρδιζε λεφτά με τη σέσουλα. Όταν άρχισαν να φεύγουν οι στρατοί, σκέφτηκε να κάνει οικονομίες. Σιγά σιγά, δίχως να το καταλάβουμε, μας έβαζε δίπλα για βοηθό κι από έναν ιθαγενή. Αυτοί, καταλαβαίνεις, γομάρια, ό,τι και να τους δώσεις σου λένε κι ευχαριστώ. Να μη στα πολυλογώ του το 'βαλα κοφτά. Μουσιού Ζακέ, του λέω, εδώ δεν είναι αστεία, παίζεται το ψωμί των παιδιών μας. Αν ως το Σάββατο δε διώξεις τους αραπάδες, την Κυριακή θ' απεργήσουμε. Την Κυριακή μαζευτήκαμε έξω από το κεντρικό, γκαρσόνια, σερβιτόροι, μπάρμεν,μαιτρ-ντ' οτέλ, Γραικοί και Ιταλοί. Είχε φέρει ο καλός σου αστυνομία κι έζωσε το κατάστημα. Μέσα, μαζί του, είχε μείνει μόνο ένας Γραικός, ένας Θωμάς, όνομα και πράμα, ευνοούμενός του. Βγήκε ο μπαγάσας στην πόρτα και μου φώναξε: «Διονύση, έλα στα συγκαλά σου, εδώ θα χυθεί αίμα». Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο Συνδικάτο να δούμε τι θα κάνουμε. Πέρασαν έτσι τρεις μέρες. Ο Ελβετός πήρε σβάρνα τα μπερμπερίνικα καφενεία και προσλάμβανε μαύρους. Και τώρα; είπαμε. Μαζευτήκαμε πάλι μπρος στο κεντρικό και φωνάζαμε: Προδότη, παραδόπιστε, σουνετεμένε! Ένας Ιταλός, είχε φέρει μαζί του μια κάμα, καλαμπρέζικη: «Αβάντι φρατέλλι Κριστιάνοι» λέει και προχωράει καταπάνω στους χωροφύλακες. Βγήκε πάλι ο Θωμάς με το πιστόλι του Ελβετού στο χέρι. Οι δικοί μας κώλωσαν. Εγώ, το Θωμά τον ήξερα καλά. Του είχα βαφτίσει ένα παιδί και την πρώτη μέρα της απεργίας μού τον είχε στείλει τ' αφεντικό για να μ' αγοράσει. Λέω μέσα μου: Μπα, δε του πάει η καρδιά να τραβήξει. Και προχώρησα. Μόνος μου. Τότε μου την έφεξε στο μερί κι έπεσα κάτω.
- Δεν προσπαθήσατε να τραβήξετε στην απεργία και τους μπερμπερίνους; ρώτησε ο ξένος.
- Να τους κάνουμε τι; Για να τους ανοίγουμε τα μάτια; Και τι νόημα θα είχε τότε;
- Πώς φαίνεσαι πως έρχεσαι απ' έξω, είπε ο Σταμάτης. Εδώ δεν είναι Ελλάδα. Ο ντόπιος θέλει κουρμπάτσι για να σε φοβάται, αλλιώς χάθηκες.
- Για σταθείτε, είπε ο ξένος. Μπορεί να είμαι καινουριοφερμένος, μα την ιστορία του εργατικού κινήματος στον τόπο σας θαρρώ πως την ξέρω. Δεν είναι στα 1899 που κατέβηκαν οι τσιγαράδες του Βαφειάδη και του Μελαχροινού, Αραπάδες κι Ευρωπαίοι μαζί και την κέρδισαν την απεργία; Και στα 1911 πάλι οι τσιγαράδες στην Αλεξάντρεια δε νίκησαν, επειδή αρνήθηκαν να χωριστούνε σε ντόπιους κι Ευρωπαίους;
- Στα 1911 δεν είχα ακόμα γεννηθεί, έκανε χωρατεύοντας ο Σταμάτης.
- Κυρά, είπε ο Διονύσης στην Αριάγνη. Τι τον αγριοκοιτάς έτσι; Σωστά λέει το παιδί. Κι ύστερα άλλο τσιγαράς κι άλλο γκαρσόνι. Οι τσιγαράδες είναι, πώς να το πω, εργάτες, χέρια. Τ' αφεντικό δε σε ρωτάει αν είσαι ψηλός, κοντός, κακοσούσουμος, ξέρεις γλώσσες, έχεις τρόπους. Μετράει με τη χιλιάδα και σε πληρώνει. Ενώ το γκαρσόνι είναι άλλο πράμα: Πληρώνει πρόσωπο, με καταλαβαίνεις;
- Και πώς τελείωσε η απεργία; ρώτησε ο ξένος.
- Με συμβιβασμό. Ήρθε στο νοσοκομείο και με βρήκε κάποιος Μίστερ Μπράουν, της Μυστικής.Για να γλιτώσει το Θωμά, κατάλαβες, να μη του κάνω μήνυση. Τα έξοδα και τα μεροκάματα τα 'παιρνε απάνω του τ' αφεντικό. Μ' αυτόν λοιπόν το Μίστερ Μπράουν το δουλέψαμε το ζήτημα και βρήκαμε λύση. Οι μπερμπερίνοι δε θα παύανε, μόνο θα μπαίνανε κάτω από τις διαταγές των γκαρσονιών. Εμείς θα τους προσλαμβάναμε, εμείς θα πλερώναμε, εμείς θα τους παύαμε όταν δεν μας έκαναν. Φυσικά και τα πουρμπουάρ τους εμείς τα εισπράτταμε. Τ' αφεντικό δεν είχε πια να κάνει τίποτα μαζί τους. Ήταν δικοί μας υπηρέτες.
- Σπουδαίο κεφάλι αυτός ο Μπράουν, είπε ο ξένος.
- Το γελάς; Και βέβαια ήταν σπουδαίος. Απόδειξη πως η λύση του βαστάει ως σήμερα. Φυσικά, στα καφενεία που οι ιδιοχτήτες τους είναι αραπάδες δεν ανακατευόμαστε. Αλλά ποιος Ευρωπαίος πηγαίνει στα καφενεία τους; Μόνο κάτι ξεπεσμένοι.
- Και στο συνδικάτο δεν τους δέχεστε;
- Ποτέ. Αλλά μάθανε και κάνανε τώρα το δικό τους. Κάτι νεοτεριστές μάλιστα, σαν το γιο μου το Μιχάλη, λένε πως πρέπει να γίνει συγχώνεψη. Μα όσο ζει ο Διονύσης ο Σαρίδης τέτοιο πράμα δε θα το δουν.
- Αυτά είναι μεγαλοϊδεατισμοί, έκανε ο Σταμάτης ανάβοντας τσιγάρο.
Η Αριάγνη αμίλητη τράβηξε από μπρος του το άδειο πιάτο, τον έσπρωξε με τον αγκώνα για να της κάνει τόπο, έβαλε το πιάτο στην άκρη του τραπεζιού, και με την κόψη της παλάμης σκούπιζε μέσα τα ψίχουλα.
- Εσύ, Κυρά, τι λες; την πείραξε ο Διονύσης.
Η Αριάγνη τον κοιτούσε με τα μαύρα μάτια της και δεν έλεγε τίποτα.
Μάτια που σε κοιτούνε και δε σαλεύουνε. Μάτια που μαλώνουνε. Η βροχή δυνάμωσε κι ο κόσμος σκοτείνιασε. Το παιδί με την προβιά. Θα του κόψει τουλάχιστο να χωθεί σε καμιά πόρτα για να μη βρέχεται; Αχ, παιδί μου Σταμάτη, αχ Καλλιόπη και Ουρανία, αχ κύρη τους εσύ που τους τα έμαθες αυτά. Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Πού θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά; Τρέμω. Θα 'θελα να μη ζω. Να μη δούνε τα μάτια μου. Θα έρθει μέρα. Βλέπω κόσμο να στριμώχνεται στις προκυμαίες με βουνά γύρω τους τις βαλίτσες και τους μπόγους και τα στρώματα.* Και πίσω τους τάφοι γονιών, προγόνων, τάφοι μικρών παιδιών αφημένοι στο έλεος του Θεού. Δίχως καντήλι, δίχως έναν κουβά νερό να ξεδιψάσουν τα κόκαλά τους. Κι όλο το μόχθο, τις γιορτές, τις αγκούσες,  πενήντα, ογδόντα, εκατό χρόνων, να θαρρείτε πια πως τις παίρνετε μαζί σας γιατί καρφώσατε όπως όπως μέσα σε σανιδένια μπατάλικα σεντούκια τα έπιπλα και το ρουχισμό και τα σκεύη σας και τίποτε θυμητικά μικροπράγματα. Και θα νομίζετε πως μια και κουβαλήσατε τα πράματα σώσατε μαζί τους τη χαρά και τους έρωτες και τις ελπίδες και τα μεθύσια. Τίποτα δε σώσατε. Μόνο άψυχα πράματα που κάποτε σταθήκαν μάρτυρες. Θα τα στήσετε κάτω από άλλον ουρανό και θα δείτε πως δε θα σας μιλούν, δε θα σας λένε αυτά που περιμένετε. Γιατί θα τα ζεσταίνουν άλλα χνώτα, άλλα βλέμματα, άλλες φωνές. Μη χάνεστε κι ακούστε που σας λέω. Μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού. Γιατί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σε φώτα, μέσα σε ήλιους και βροχές, μέσα σ' ανθρώπους. Κι αυτά όλα θα μένουν πίσω σου και θα τ' αναζητάς. Θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί που ζητούν ένα λάκκο να πέσουν μέσα να ξεκουραστούν. Και τα γουμάρια και το κουρμπάτσι θα βρίσκονται πίσω σας μίλια και σεις πια μήτε θα τα θυμόσαστε. Εγώ, θα λέτε, να ξεραθεί το στόμα μου αν είπα ποτέ τέτοιο λόγο. Μα τον είπατε, είναι γραμμένος στον αέρα, πάνω στους τοίχους των σπιτιών, μέσα στις φυλλάδες που βγάζατε. Και τούτοι οι άνθρωποι, όσο πονετικοί κι αν είναι, πώς θέτε να τον ξεχάσουνε; Θα τον θυμούνται και θα σας τον θυμίζουνε και σεις θα μετανοιώνετε πικρά. Γι' αυτό σας λέω μη, μη όσο είναι καιρός.
 Θα λέτε: μάνα, και τούτη τη λεκάνη, πίσω μας θα την αφήσουμε; Να σας πω για τη λεκάνη. Το άσπρο σμάλτο της από μέσα είναι τσουκαρισμένο στον πάτο, μια μαύρη ξεγδαρματιά που μεγαλώνει με τα χρόνια, γι' αυτό θέλει προσοχή στο σαπούνισμα. Έτσι την αγόρασα, μισοτιμής. Αυτού μέσα έπλυνα τα μωρουδιακά σας, από Μιχάλη ως Νίκο, τριάντα χρόνια, μάλιστα. Πώς θαρρείτε πως στήνεται νοικοκυριό άμα ζεις μεροδούλι μεροφάι; Αυτό που αγοράζεις κόβοντας απ' το ψωμί σου, το καμαρώνεις, το προστατεύεις, γαντζώνεσαι πάνω του. Και το κουβαλάς, απ' το ισόγειο της Μπαλάξα  στο μονόροφο του λαβύρινθου  με τα πολλά καφασωτά κι από κει εδώ, κι από δω ποιος ξέρει πού, με τα μυαλά που πηγαίνετε. Ακούς εκεί, γουμάρια! Δεν τη θυμάστε φαίνεται τη λεκάνη γεμάτη ως τη μέση με το αίμα της Ουρανίας. Τη θυμάστε; Ήτανε νύχτα του Οχτώβρη, ζεστή. Το κοριτσάκι από τ' απόγεμα, σα γύρισε από το σκολειό, παραπονιόταν: Ένα βάρος, μαμά, στο κεφάλι μου. Τη βάλαμε κάτω και πλάγιασε νωρίς. Θατανε εννιά, θάτανε δέκα; Ο ποδηλατάς κάτω είχε στήσει το τάβλι στο φως της ασετυλίνης κι έριχνε μόνος τα ζάρια για να γυμνάζεται. Μαμά, φωνάζει η Ουρανία, έλα να δεις. Είχε ανοίξει η μύτη της, τα μαξιλάρια κόκκινα, το νυχτικό της έσταζε. Δεν είναι τίποτε, είπαμε, θα ξεθυμάνει ο πονοκέφαλος. Μα το αίμα έτρεχε βρύση, φέραμε το κοριτσάκι στο αντρέ, φέραμε τη λεκάνη και πιάσαμε τα ξίδια και τα μπαμπάκια. Σκύψε, παιδί μου, μέσα, όχι, όχι, καλύτερα πίσω το κεφάλι σου. Τι γάζες, τι μαντίλια γέμισε. Βρε Μιχάλη, λέω του μεγάλου, η βάρδια του πατέρα σου ακόμη δεν τελείωσε. Πετάξου σ' ένα τηλέφωνο και πες του να φέρει αμέσως γιατρό. Γιατρό, νύχτα, στο σπίτι; Έβαλε τα κλάματα ο Σταμάτης και πίσω του το Καλλιοπάκι. Η Ουρανία ήτανε σαν το πανί, σκυμμένη πάνω απ' τη λεκάνη, δεν ήθελε πια να γέρνει πίσω, γιατί το αίμα κατέβαινε στο στομάχι της και την αναγούλιαζε. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Πάει, το χάνω το παιδί, λέω μέσα μου. Βαστάτε της το κούτελο, τους λέω και πάω στα εικονίσματα. Έπεσα χάμω και χτυπούσα το κεφάλι στο πάτωμα. Παναγίτσα μου, έλεγα, όχι αυτό, είναι αθώο και τ' αγαπάει τόσο τα γράμματα. Και στο ράψιμο είναι καλό και τ' αδέρφια της τα πονάει κι είναι η αδυναμία του κύρη της. Μαμά, μου φωνάζουνε, τα χέρια της πάγωσαν. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Κι έφτασε κάποτε και νόμισα πως έφτασε ο Μεσσίας. Μα τι μου λέει; Ο πατέρας δεν πήγε απόψε καθόλου στη δουλειά. Ω, συμφορά, ω, ανάθεμα σ' αυτόν που έβγαζε τις τράπουλες. Κάνω έτσι κι όταν είδα τη λεκάνη γεμάτη στα μισά, μου ήρθε σαν τρέλα. Μπα, λέω, αδύνατο τόσο αίμα να είναι του παιδιού, θα 'χε τελειωσει. Αυτό είναι ξινισμένο κρασί απ' τη νταμιζανίτσα του μπαλκονιού. Το παιδί χάνεται, Αριάγνη! Άνοιξα τα παράθυρα. Σώστε, χριστιανοί, το χάνω μέσα από τα χέρια μου, φωνάζω. Από κάτω, κάτι μου λέγανε. Σκύβω, ήταν ο Γιούνες μ' εκείνο το σερσέμη τον πιανίστα το Γερμανό και χάζευαν το τάβλι του ποδηλατά. -Ομ Μεχάλη, τρέχει τίποτα;- Βρε Γιούνες, του λέω, σώσε, το παιδί μου τελειώνει. Ώσπου να το πω ήταν απάνω. Πλατς, πλατς χτυπούσαν τα γυμνά του πόδια στα πέτρινα σκαλοπάτια. Μια και δυο τη σήκωσε στα χέρια και δρόμο κάτω. Πίσω ο Μιχάλης με το παλτουδάκι της, για να τη σκεπάσει. Ξοπίσω τους εγώ με τις παντόφλες και τη νυχτικιά. Πού την πάει; Τρέχα με σαν τρελοί και δεν τον προφταίναμε. Κι από πίσω μας ο μαχαλάς ξεσηκωμένος να ρωτάει: Μα τι γίνηκε, φονικό; Ποιος είχε καιρό να τους εξηγήσει. Όταν φτάσαμε στη Μπουστάνι, τον χάσαμε. Αριστερά, πήρε την Νταουαουίν, μας λέει ένας περαστικός. Κατάλαβα, την πήγαινε στο φαρμακείο που διανυχτέρευε, αντίκρυ στο σαράι του Πασά. Την είχαν κιόλας ξαπλωμένη στο μουσαμαδένιο κρεβάτι. «Ψυχραιμία, κυρία μου», έλεγε ο φαρμακοποιός. «Μην κάνετε έτσι. Τώρα θα φτάσει ο γιατρός. Ευτυχώς κατοικεί από πάνω μας. Πήγε να τον φωνάξει. Μα πού το βρήκατε τέτοιο θηρίο; Κοιτάξτε πώς την έσπασε την πόρτα μου. Αφού τον είδα και του φώναξα έρχομαι, ήταν ανάγκη να την κλωτσήσει; Ποιος θα πληρώσει τώρα τα τζάμια;»
 Με το γιατρό άλλο ζήτημα. Τον κατέβασε με τις πυτζάμες. Και τον κρατούσε από το σβέρκο μπας και του φύγει. Μα εκεί το παράκαμνε. Γιατί ο γιατρός ήταν ένας καλότατος άνθρωπος. Μικροκαμωμένος, με μούσι, μιλούσε φαρσί τα ελληνικά, αν κι ήτανε Σαμλής ή κάτι τέτοιο. - Βρε, Γιούνες, του λέω, κατέβασε τα χέρια σου απ' το γιατρό, δεν ντρέπεσαι; - Ομ Μεχάλη, μού κάνει, άσε με να τελειώσω τη δουλειά κι ύστερα δείρε με.
 Έτσι το σώσαμε το κοριτσάκι. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι με τ' αμάξι που μας έφερε ο Γιούνες, και την πλαγιάσαμε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε, είδα τη λεκάνη πάνω στο τραπέζι: Θε μου, είπα, αυτό είναι το αίμα του παιδιού μου, πώς να το χύσω στο νεροχύτη; Μα κι αυτό το έκανα κι όταν γύρισε ο κύρης της, ξημερώματα πια, το σπίτι ήτανε συγυρισμένο κι όλα τα παιδιά κοιμόντουσαν σα να μην είχε γίνει τίποτα. - Το γουμάρι, του κάνω, ο ξιπόλητος, που λες καμιά φορά, έσωσε το παιδί μας απόψε. - Ποιος, τι; Κι όταν του τα είπα με το νι και με το σίγμα, τι γυρίζει και μου κάνει; - Κι άφησες αυτόν τον βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας;
 Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα η νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζί σας; Τίποτα!


Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ - Απόσπασμα 

Μα το χλωρό παράδεισο των παιδικών ερώτων, τον ξαναφέρνουν άραγε παράπονα και δάκρια;
Κι ύστερα; Μηδέν. Εκεί σταμάτησε η προσπάθεια, η μόνη, να μεταφράσεις κάτι που νόμιζες, που νομίζεις ακόμα, πως αντιλαλεί με τ’ αναφιλητά μιας χαμένης αθωότητας. Τι σε σταμάτησε; Η γεύση του μάταιου; Ήταν στυφό να ξαναζείς με το μυαλό αυτό που δε γινόταν πια να νιώσεις με τα δάχτυλα. Ένα σπουργίτι, ζεστό μέσα στην ιδρωμένη παλάμη και λίγο τρεμουλιάρικο, βαθιά κάτω από τη μαύρη φανέλλα της παράδοξης μεταμφίεσης. Τα νυχτοπούλια κράζαν αθέατα πότε δω πότε εκεί, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό. Η καρδιά της, το άγριο ποδοβολητό, το κυνηγητό, που την παράδοσε ξεπνοϊσμένη μέσα στο σκοτάδι, ν’ αντιστέκεται, να σε τραβάει πάνω της κι αμέσως να σε σπρώχνει πίσω. Κι εσύ, παιδί, αδέξιος. Κι εκείνη να τινάζεται, να ξεσπάει σε κάθε κρωξιά.
Και τώρα τι· με την πέννα στο χέρι μέσα στο έρημο σπίτι σου· τι σκαλίζεις, τι σκάβεις, πού γυρεύεις να βγεις; Όλα εδώ, είπες· εδώ πληρώνονται. Σάματις αυτός ο έσχατος εξευτελισμός του Τόνη να σε παρηγορεί γιατί πολύ πόνεσες, γιατί πολύ τον ζήλεψες. Και είναι δίκαιο να ρωτιέσαι τώρα ποιος έφταιξε, ποια μοίρα, ποια σύμπτωση, ή μήπως η ανατροφή; Και πώς ο Τόνης, που ξεκίνησε με τόσα προσόντα, να καταντήσει αυτού, ποιος φταίει, αν έφταιξε κανείς. Και τούτο: Ποιος βγήκε κερδισμένος απ’ τους δυο σας τέλος πάντων; Τι να την κάνεις την ανθρωπιά σου, τα βιβλία, τις πίπες, τους πίνακες, τους δίσκους; Την ατσαλάκωτη αξιοπρέπεια, το χαίρει βαθυτάτης εκτιμήσεως παρά τη αλεξανδρινή κοινωνία; Για κείνον ξημεροβραδιαζόταν κουλουριασμένη μέσα στα φύλλα, για κείνον ξέσκιζε τα μάγουλά της μέσ’ στο μεγάλο φως του καλοκαιριού, για κείνον εσακάτεψε τα ωραία της νιάτα. Αυτά, όσο και να μην τους έδοσε ποτέ του μιας δεκάρας σημασία, κανείς δεν του τα παίρνει, για κείνον έγιναν. Πάνε πόσο, τρία χρόνια που τον είδες την τελευταία φορά; Πότε τορπίλισε ο Μουσολίνι την «Έλλη»; Ξέρεις, του είπες, φαίνεται πως μπορούμε να μάθουμε πού κάθεται η Τάδε. Α, ρε φιλόσοφε, σου κάνει, ακόμα το θυμάσαι κείνο το μαυροτσούκαλο;
Κι ήταν ωραίος, άλλοτε. Σαν ημίθεος μοιάζει εκείνο τ’ αξέχαστο καλοκαίρι, δυο χρόνια μετά την Καταστροφή. Ο ήλιος του απογέματος χρυσώνει τα μαλλιά του και το χνούδι στα μάγουλα και στο πηγούνι. Τα πόδια του ως απάνω στα μεριά ψημένα μαύρα από τους ήλιους και τη θάλασσα. Μπλε κοντομάνικο πουκάμισο, χακί παντελονάκι σπορ, ζώνη προσκοπική, και σάνταλα. Σου χαμογελάει, σίγουρος πως δεν είσουν άξιος να βρεις μια θέση παρά στην άκρη του τελευταίου βαγονιού. Κι ύστερα σηκώνει το χέρι και σου φωνάζει: Παράσχο! Κι εσύ ξεχνάς τι σχεδίαζες τέσσερις ώρες μόνος μέσα στο τραίνο και ξεφωνίζεις: Τόνη, Τόνη, εδώ! Πολύ τον αγαπάς, δεν κρύβεται. Πρώτος σου ξάδερφος, είσαστε σχεδόν συνομίληκοι, σε περνά κανένα χρόνο, εκείνο το καλοκαίρι έκλεινες τα δεκατέσσερα.
[…]
[πηγή: Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η Νυχτερίδα. Μυθιστόρημα, εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1965, σ. 57-59]

ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Μάνος Ελευθερίου (12 Μαρτίου 1938 - 22 Ιουλίου 2018)

 

Ο Μάνος Ελευθερίου (Ερμούπολη, 12 Μαρτίου 1938 - 22 Ιουλίου 2018) ήταν Έλληνας ποιητής, στιχουργός και πεζογράφος. Έχει γράψει ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μία νουβέλα, δύο μυθιστορήματα και περισσότερα από 400 τραγούδια. Παράλληλα εργάστηκε ως αρθρογράφος, επιμελητής εκδόσεων, εικονογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Σε ηλικία 14 ετών μετακόμισε με την οικογένειά του από την Σύρο στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια κατοικούν στο Χαλάνδρι. Το 1960 μετακόμισαν οικογενειακώς στο Νέο Ψυχικό. Το 1955 γνωρίστηκε με τον Άγγελο Τερζάκη ο οποίος τον ώθησε να παρακολουθήσει μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Το 1956 γράφτηκε στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου με καθηγητές τον Χρήστο Βαχλιώτη, τον Γιώργο Θεοδοσιάδη και τον Γρηγόρη Γρηγορίου. Το 1960 στα Ιωάννινα, όπου βρέθηκε για να εκτελέσει την στρατιωτική του θητεία, άρχισε να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα.


ΠΟΙΟΣ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ : ΣΤΙΧΟΙ ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ - ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά
να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;
ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα

Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά
ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;

Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά
στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;


Καριέρα



Εργογραφία

Το 1962, σε ηλικία μόλις 24 ετών, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συνοικισμός, με δικά του χρήματα αλλά δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Την ίδια εποχή στα Ιωάννινα έγραψε τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και «Το τρένο φεύγει στις 8:00», τους οποίους αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Τον Οκτώβριο του 1963 ξεκίνησε να εργάζεται στο «Reader's Digest» όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ, κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα του βιβλία με διηγήματα, Το διευθυντήριο (1964) και Η σφαγή (1965), για τα οποία γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές.

Δισκογραφία

Το 1964 εμφανίστηκε στην ελληνική δισκογραφία. Συνεργάστηκε με το συνθέτη Χρήστο Λεοντή και με τον Μίκη Θεοδωράκη (1967), με τον οποίο η συνεργασία διακόπηκε εξαιτίας της Δικτατορίας. Τα συγκεκριμένα τραγούδια πρωτοκυκλοφόρησαν το 1970 στο Παρίσι.

Συνεργάστηκε επίσης με τον Δήμο Μούτση (Άγιος Φεβρουάριος, 1971) και με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στο δίσκο Θητεία, του οποίου η ηχογράφηση ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1973, διακόπηκε από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τελικά κυκλοφόρησε το 1974 με την Μεταπολίτευση.

Κατά καιρούς συνεργάστηκε σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες, όπως με τον συνθέτη Σταύρο Κουγιουμτζή και τον τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα καθώς και με τον Θανάση Γκαϊφύλλια στην Ατέλειωτη Εκδρομή (1975), τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Αντώνη Βαρδή και άλλους.

Παράλληλα έγραψε και εικονογράφησε παραμύθια για παιδιά ενώ επιμελήθηκε την έκδοση λευκωμάτων με θέμα την Σύρο : Ενθύμιον Σύρας, Θέατρο στην Ερμούπολη κ.ά. Την δεκαετία του '90 αρθρογραφούσε και έκανε ραδιοφωνικές εκπομπές στον Αθήνα 9,84 και στο Δεύτερο Πρόγραμμα.

Το 1994 εξέδωσε τη πρώτη του νουβέλα με τίτλο Το άγγιγμα του χρόνου. Το 2004 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Ο Καιρός των Χρυσανθέμων, η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2005.

Το 2013 ο Μάνος Ελευθερίου, βραβεύθηκε για την συνολική προσφορά του από την Ακαδημία Αθηνών.

Πέθανε στις 22 Ιουλίου 2018.

Βραβεύσεις

(2005) Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημά του "Ο καιρός των χρυσανθέμων".
(2013) Βραβείο ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του έργου του, Ακαδημία Αθηνών.


Είναι αρρώστια τα τραγούδια 
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου 

Είν' αρρώστια τα τραγούδια που αγαπάς 
να λέω αναμμένο καρβουνάκι που κρατώ και κλαίω 

Ειν' αρρώστια τα τραγούδια τι θαρρείς 
βρες αγάπες άλλες φως μου να χαρείς 
τα τραγούδια που έχουν αίμα και καρδιά 
ειν' αρρώστια που δε γίνεται καλά 

Αφορμές μου δίνεις πάντα και σκοπούς ν' αρχίσω 
μα για ξένες υποθέσεις που μιλούν στραγγίζω 

Ειν' αρρώστια τα τραγούδια τι θαρρείς 
βρες αγάπες άλλες φως μου να χαρείς 
τα τραγούδια που έχουν αίμα και καρδιά 
ειν' αρρώστια που δε γίνεται καλά 

Σαν το σπίρτο που 'χει πέσει στο ξερό χορτάρι 
είναι κείνα τα τραγούδια που μας έχουν πάρει 

Ειν' αρρώστια τα τραγούδια τι θαρρείς 
βρες αγάπες άλλες φως μου να χαρείς 
τα τραγούδια που έχουν αίμα και καρδιά 
ειν' αρρώστια που δε γίνεται καλά


Εργογραφία

Δισκογραφικές επιτυχίες

Το παλληκάρι έχει καημό (Μ.Θεοδωράκης)
Σ' αυτή τη γειτονιά (Μ.Θεοδωράκης)
Ο Άγιος Φεβρουάριος (Δ.Μούτσης)
Η σούστα πήγαινε μπροστά (Δ.Μούτσης)
Άλλος για Χίο τράβηξε (Δ.Μούτσης)
Ο χάρος βγήκε παγανιά (Δ.Μούτσης)
Θητεία (Γ.Μαρκόπουλος)
Μαλαματένια λόγια (Γ.Μαρκόπουλος)
Τα λόγια και τα χρόνια (Γ.Μαρκόπουλος)
Παραπονεμένα λόγια ( Γ.Μαρκόπουλος)
Κάτω απ'τη μαρκίζα (Γ.Σπανός)
Οι ελεύθεροι κι ωραίοι (Στ.Κουγιουμτζής)
Στα χρόνια της υπομονής (Στ.Κουγιουμτζής)
Του κάτω κόσμου τα πουλιά (Στ. Κουγιουμτζής)
Άμλετ της Σελήνης (Θ.Μικρούτσικος)
Δεν είμαι άλλος (Θ.Μικρούτσικος)
Είναι αρρώστια τα τραγούδια (Στ.Ξαρχάκος)
Έρημοι σταθμοί (Δ.Τσακνής)
Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες (Ηλ.Ανδριόπουλος)
Η Διαθήκη (Χρ.Νικολόπουλος)
Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά (Μ.Θεοδωράκης)
Το σπίτι γέμισε με λύπη (Χρ.Λεοντής)
Στων αγγέλων τα μπουζούκια (Χρ.Νικολόπουλος)
Μη χτυπάς σ' ένα σπίτι κλειστό (Λ.Κηλαηδόνης)
Ατέλειωτη εκδρομή (Θ.Γκαϊφύλλιας)
Γνωριμία (Θ.Γκαϊφύλλιας)

Ποίηση

(2013) Μαύρα μάτια, Μεταίχμιο
(2013) Τα λόγια και τα χρόνια, Μεταίχμιο
(2010) Ο νοητός λύκος, Μεταίχμιο
(2009) Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2008) Βλέμματα από την Ελλάδα, Μεταίχμιο
(2008) Παραμονή Πρωτοχρονιάς, Άμμος
(2006) Το άγγιγμα του χρόνου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2006) Το νεκρό καφενείο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2005) Ένα καράβι, καραβάκι..., Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
(2005) Ο καιρός των χρυσανθέμων, Μεταίχμιο
(2004) Ο καιρός των χρυσανθέμων, Μεταίχμιο
(2003) Η πόρτα της Πηνελόπης, Γαβριηλίδης
(2002) Είναι αρρώστια τα τραγούδια, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2002) Ο ίσκιος της Αθήνας, Ποταμός
(2000) Η γάτα που ήθελε να γίνει πουλί, Ελληνικά Γράμματα
(1998) Του Γενάρη το φεγγάρι, Κέδρος [κείμενα, εικονογράφηση]
(1997) Ένα καράβι μια φορά, Ωκεανίδα
(1997) Το νεκρό καφενείο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1994) Το άγγιγμα του χρόνου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1987) Αναμνήσεις από την Όπερα, εκδόσεις Γνώση
(1983) Το μυστικό πηγάδι, εκδόσεις Γνώση
(1980) Μαθήματα μουσικής/Τα ξόρκια,1972 Επανέκδοση από τις εκδόσεις Ύψιλον
(1978) Τα όρια του μύθου, εκδόσεις Γνώση
(1975) Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου, Αμοργός
(1973) Τα ξόρκια, Ύψιλον
(1972) Μαθήματα μουσικής
(1962) Συνοικισμός

Δέκα διαμάντια του Μάνου Ελευθερίου

Πεζογραφία

Μυθιστορήματα

(2004) Ο καιρός των χρυσανθέμων, Μεταίχμιο
(2006) Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές, Μεταίχμιο
(2008) Άνθρωπος στο πηγάδι, Μεταίχμιο
(2011) Πριν απ' το ηλιοβασίλεμα, Μεταίχμιο
(2016) Φαρμακείον εκστρατείας, Μεταίχμιο

Διηγήματα

(1964) Το διευθυντήριο, Φέξης
(1965) Η σφαγή
(2007) Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ, Μεταίχμιο

Νουβέλα

(1994) Το άγγιγμα του χρόνου, Καστανιώτης

Μαρτυρίες-Ιστορικά

(2002) Είναι αρρώστια τα τραγούδια (Ανθολόγηση κειμένων του συγγραφέα. Επιμέλεια σειράς Θανάσης Θ. Νιάρχος), Καστανιώτης
(2005) Η δεκαετία του '60 (μαζί με τον Θανάση Θ. Νιάρχο, Καστανιώτης
(2013) Μαύρα Μάτια - Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920, Μεταίχμιο

Μελέτες-Λευκώματα

Το θέατρο στην Ερμούπολη τον εικοστό αιώνα (τέσσερις τόμοι), Δήμος Ερμούπολης.
(2002) Ο ίσκιος της Αθήνας: Shadows of Athens (φωτογράφιση Εβίτα Μαχαίρα, μετάφραση Mary Kitroeff, κείμενα Μάνος Ελευθερίου), Ποταμός

Παιδικά

Παραμύθια για τον Αυτοκράτορα, Γνώση
(1997) Ένα καράβι μια φορά (εικονογράφηση Σοφία Φόρτωμα), Ωκεανίδα
(1998) Του Γενάρη το φεγγάρι: Παραμύθια για τους δώδεκα (εικονογράφηση Μάνος Ελευθερίου), Κέδρος
(2000) Η γάτα που ήθελε να γίνει πουλί (εικονογράφηση Σοφία Φόρτωμα), Ελληνικά Γράμματα
(2005) Ένα καράβι, καραβάκι... (εικονογράφηση Μαθητές Α΄ δημοτικού 2004-2005 σχολής Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου), Εκδόσεις της Σχολής Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
Θέατρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
(2007) Μπλε μελαγχολία. Σας αρέσει ο Μπραμς; Άλτιν (Μάνος Ελευθερίου, Μάρω Δούκα, Μένης Κουμανταρέας), Κέδρος
(2010) Ο Γέρος Χορευτής, Μεταίχμιο

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

(2013) Ημερολόγιο: Παιδιά του κόσμου, Εκδόσεις Γκοβόστη
(2013) Μακρουλάκης, Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη
(2012) Φύγε για να μείνεις, Οδοιπόρος
(2011) Στίχοι στο καβαλέτο, Εκδόσεις Τέχνης "Οίστρος"
(2011) Τα ποιήματα του 2010, Κοινωνία των (δε)κάτων
(2008) 3.000 χρόνια ελληνική ερωτική ποίηση, Εκδοτική Θεσσαλονίκης
(2008) Μαρία Μοντέζ, Αιγόκερως
(2007) Μπλε μελαγχολία. Σας αρέσει ο Μπραμς; Άλτιν, Κέδρος
(2005) Η δεκαετία του '60, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2005) Το Χαλάνδρι που γνώρισα (19 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για το Χαλάνδρι), Ευριπίδης
(2001) Μια πόλη, ένας συγγραφέας, Μίνωας
(1997) Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο (29 ιστορίες που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα "Τα Νέα"), Αθήνα - Κέδρος

Επιμέλειες του συγγραφέα

(1981) Φωτογραφίες και σήματα Ελλήνων και ξένων φωτογράφων της περιόδου 1859-1910, εκδόσεις Γνώση
(1993) Ενθύμιο Σύρας φωτογραφίες και καρτ ποστάλ από το 1860-1950, εκδόσεις Γνώση
(2000) Νεοκλασική Ερμούπολη, (Επιμέλεια. Φωτογράφιση Παναγιώτης Δενδρινός, Νίκος Δεσύπρης, Ιάκωβος Καρβώνης κ.ά.) Ελληνικά Γράμματα
(2001) Ενθύμιον Σύρου: Σύρος ένα νησί - Μια ιστορία (Επιμέλεια. Καρτ ποστάλ και φωτογραφίες του 19ου και του 20ού αιώνα, μετάφραση Sophia Phocas), Ελληνικά Γράμματα
(2003) Κοκορέλη, Αργυρώ, Ο Μπαλού στο πάρκο, (εικονογράφηση), Μίλητος
(2004/2011) Ερμούπολη, Μια πόλη στη λογοτεχνία (Επιμέλεια Μάνος Ελευθερίου, επιμέλεια σειράς Κώστας Ακρίβος, φωτογράφιση Καμίλο Νόλλας) Μεταίχμιο


Το 2007 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων "Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ", με τον συγγραφέα να επισημαίνει σε μια συνέντευξή του :

"Το διήγημα, ως φόρμα είναι δυσκολότερο από ένα μικρό μυθιστόρημα. Πρέπει να εξαντλήσεις όλη σου την τεχνική και να γράψεις μια ολοκληρωμένη, συνοπτική ιστορία χωρίς να παραλείψεις στις περιγραφές σου τίποτα από την ψυχολογία των ηρώων σου και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Τα διηγήματα της Μελαγχολίας... γράφονταν επί πολλά χρόνια. Με είχαν στοιχειώσει. Το 'λάθος' στο διήγημα είναι θανατηφόρο. Το τινάζει στον αέρα".



Μάνος Ελευθερίου - Μεγάλες επιτυχίες

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Είδαμε…είδαμε

Είδαμε τον αδερφό στην άλλη όχθη του καιρού
και τη γυναίκα που βλάστησε ανάσκελη με μαύρο φίδι.

Είδαμε το νικημένο να ζητιανεύει το έλεος
και του φτωχού τα υπάρχοντα ο παιδεμός και τα δάκρυα.

Είδαμε την ξενιτιά στο γέλιο των κυμάτων
και τους ψαράδες αγάλματα για την Αγία Θαλασσινή.

Τους εκατό θανάτους να βομβαρδίζουν τη στέγη μας
και απ’τις ψηλές καμινάδες τον καπνό της θυσίας μας.

Είδαμε…είδαμε…είδαμε.

✦     ✦    ✦    ✦

η αυλή

Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα
σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή
ξωκλήσια και νησιά χωρίς αρμύρα
δε θα θυμάσαι πια μεσ’ τη ζωή

Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα ‘ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ

Μιλώ στη Παναγιά και τον Κριτή σου
τα χρόνια σου μετρώ με τον καημό
μα πες μου αν έχει ο βασανιστής σου
αν έχει μάτια, στόμα και λαιμό

Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα ‘ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ

✦     ✦    ✦    ✦

Διαπίστωση

Γιατί στο βάθος δεν έμεινε κανείς με την επιθυμία
νομίζοντας την τρέλα πιο σκληρή απ΄ τη μνήμη,
την απειλή τους πιο απρόσιτη απ΄ το φόβο
κι είπαμε πως αυτό ειν’ ο φόβος
κι όχι το άδειο πιάτο,
ή ο αστυφύλακας κάτω απ΄ τ΄ αγάλματα….
Εκεί να περιμένεις. Εκεί που ο φόβος
ξαναγυρίζει τη φωνή στη φλέβα του ίσκιου,
όταν το σώμα σου θα πάρει το λίκνισμα της τρέλλας
πάνω στο άδειο κρεββάτι.

https://el.ozonweb.com/

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/