Στο Νότο, τα παιδιά εργάζονταν ως καθαριστές στρειδιών σε κονσέρβες πριν και μετά το σχολείο. Οι εργαζόμενοι στα κονσερβοποιία συνήθως εργάζονταν 14 ώρες και ζούσαν σε ειδικά στρατόπεδα που είχαν φτιαχτεί για το εργατικό δυναμικό του εργοστασίου
Οι φωτογραφίες και ο σχολιασμός τους είναι επίσης από
http://www.iforinterview.com/
Την εποχή της απογραφής των Ηνωμένων Πολιτειών του 1900, ένα στα έξι παιδιά ηλικίας μεταξύ πέντε και δέκα συμμετείχε στο εργατικό δυναμικό. Στην πραγματικότητα, την εποχή εκείνη η παιδική εργασία αποτελούσε το 20% του συνόλου του εργατικού δυναμικού. Τα περισσότερα εκτός σχολείου και αναλφάβητα, επειδή οι γονείς τους δεν είχαν άλλη επιλογή από το να τα στείλουν για εργασία, ώστε να βοηθήσουν και να στηρίξουν την οικογένειά τους.
Τέλλος Αγρας - Το ξανθό παιδί
Ξανθό παιδί, γλυκά χλωμό,
μάτσο τα γιασεμιά πουλούσες,
τις βιόλες τις μοσκοβολούσες,
έξω απ’ τον πέτρινο σταθμό.
Στα μάτια μου έφεξε η ψυχή,
το μέτωπό σου να χαϊδέψει,
που μου λαλούσε — σα μια σκέψη
ξάστερη και παρθενική.
Στο μέτωπό σου χαμηλά,
κι ίσια σου επέφταν στους κροτάφους
—που θα επαιδεύαν τους ζωγράφους—
άπηχτα, αριά, ρηχά μαλλιά.
Κεφαλάκι άγουρο παιδιού,
γύρος σερμένος στην εντέλεια,
μάτια, σα στόματα: δυο γέλια
και δυο καλέσματα χαδιού…
Κι όσο έστεκα να σε θωρώ,
πήρε η ψυχή να συνεδέσει
τα όσα είχε αφήσει κι είχαν πέσει,
σωρό, σπασμένα από καιρό.
Η ελληνική ποίηση, επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, τόμ. 3, Σοκόλης
http://ebooks.edu.gr/
Το 1900, περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι τραυματίστηκαν δουλεύοντας σε εργοστάσια, πολλά από τα οποία ήταν παιδιά. Στην πραγματικότητα, το 50% των συνθηκών της παιδικής εργασίας περιελάμβανε επικίνδυνη εργασία. Στα μηχανήματα ταχείας κίνησης κατακρεουργούνταν χέρια και χάνονταν δάχτυλα∙ εξαντλημένα παιδιά έπεφταν στα μηχανήματα νυσταγμένα∙ κι εκείνοι που περιορίζονταν σε στενούς χώρους πέθαιναν σε εκρήξεις, σπηλιές και πυρκαγιές
Στη Νέα Υόρκη, οι κρατικοί νόμοι εμπόδιζαν τα παιδιά κάτω των 14 ετών να δουλεύουν σε εργοστάσια. Όμως, σε εργαστήρια που δημιουργήθηκαν σε ιδιωτικές κατοικίες δεν υπήρχαν τέτοιοι κανονισμοί. Έτσι, με τη λήξη της “εργατικής ημέρας” τους, συχνά τα παιδιά έπαιρναν σπίτι μεγάλα πακέτα με ημιτελή ρούχα από τα εργοστάσια, ώστε να τα τελειώσουν στο σπίτι.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Aπόψε μες στο χιόνι
σπίρτα στο δρόμο εσύ πουλάς, αχ κι είσαι τόσο μόνη.
Χρόνια πολλά, χρόνια καλά, χρόνια ευτυχισμένα,
κι αν περισσεύει μια δραχμή, σκεφτείτε με και μένα.
Μα ποιος να σταθεί να κοιτάξει, τα σπίρτα σου ποιος να σκεφτεί;
Νυχτώνει σε λίγο, νυχτώνει, διαβάτες περνούν βιαστικοί.
Ένα σπιρτάκι άναψε μες στ’ άσπρα δάχτυλα της,
πορτοκαλένιο άστραψε το χιόνι ολόγυρα της.
Και ξάφνου, μπρος στα πόδια της, μια σόμπα ασημένια
είδε να καίει μια φωτιά ζεστή μαλαματένια,
και το ποτάμι το βαθύ που ήταν παγωμένο,
έλαμψε σαν παράθυρο τη νύχτα φωτισμένο.
Και μες στο βυθό εκεί κάτω, νεράιδες αρχίσαν χορό,
μα σβήνει το σπίρτο και πέφτει σιωπή και σκοτάδι λευκό.
Ανάβει ολόκληρο κουτί κι ακούστηκε κιθάρα,
κι έσταζε φως του γεφυριού η πέτρινη καμάρα.
Και ήρθε μέσα από το φως, όπως στα όνειρα της,
η μάνα της με τα φιλιά και τη ζεστή αγκαλιά της.
Μανούλα κι εσύ, μη μ’ αφήσεις μονάχη τη νύχτα αυτή,
κρυώνω, φοβάμαι εδώ πέρα. Αχ, πάρε με τώρα μαζί.
Παραμονή, Πρωτοχρονιά. Τώρα ποιος τη θυμάται;
Αχ, δε τη σκέφτηκε κανείς, μοιάζει σαν να κοιμάται.
Ένα μικρό κορίτσι ξεκουράζεται μετά από μια μεγάλη εργασιακή μέρα.
Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό
καινούργιου χρόνου.
Τρέμουν από το κρύο
τα σταυροδρόμια και οι γωνίες
σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν
επάνω σε αλλότριας
πατρίδας
πλανόδιους ανθοπώλες
μπουκέτα φασκιωμένα
με αγριωπό χαρτί
και η φτηνή ποιότητα
με τρύπες διανθισμένη γύρω γύρω
από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένες
όπως κι εμείς όταν παιδιά
για σχέδια πεινασμένα
σ’ εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα
μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε
κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί
τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά
παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον.
Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.
(Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, 2007)
Το παιδί της μεγάλωσε. Έκλεισε σήμερα
τα έξι του χρόνια. Το χτένισε όμορφα.
Δε θα ’χει πια ανάγκη. Περνά και το βλέπει.
Στη γωνιά της πλατείας στέκει σαν άντρας.
Απ’ τα πέντε κουτιά τα σπίρτα έχει κιόλας
πουλήσει τα τέσσερα. — Παίζει ο χειμώνας
στα δέκα του δάχτυλα. Έγινε νύχτα.
Κοιτάζει η μητέρα του δεξιά της, ζερβά της,
απάνω και κάτω. Σκοτάδι:
«Ας μπορούσεν ανάβοντας το παιδί μου ένα
σπίρτο
να φωτίσει τον κόσμο».
Ν. Βρεττάκος, Ποιήματα 1929-1970, τόμ. 2, Διογένης
http://ebooks.edu.gr/
Γιάννης Κοντός - Τι έγιναν τα παιδιά του Κάρολου Ντίκενς
«Χάθηκαν προσωρινά, γίνανε σκιές,
με παρακολουθούν για δευτερόλεπτα
μέσα από την ομίχλη,
πιάνουν την άκρη του παλτού μου.
Χειμώνας είναι γι αυτά, βαρύς, με χιόνια.
Με παπούτσια χαλασμένα, με αισθήματα
κουρέλια τριγυρνάνε άσκοπα στους δρόμους,
κάτω από φανάρια του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Το χιόνι σφυρίζει και τα χτυπάει αλύπητα.
Προσπαθεί να τα σβήσει από τις σελίδες των
βιβλίων. Αυτά όμως επιμένουν να τριγυρνάνε
στη μνήμη μας, να μας τυραννούν, να μας συντροφεύουν.
Χλωμά και πεινασμένα μας περιμένουν
στη γωνιά, με τους ώμους να διψούν
για χάδι. Σούρουπο τα είδαμε για πρώτη
φορά και μα έφεραν τα πιο παράτολμα σχέδια.
Εκεί που σβήνει η μουσική, κρύβονται φοβισμένα
τα παιδάκια κοιτώντας το φεγγάρι.»
(Γιάννης Κοντός, «Ο αθλητής του τίποτα», Κέδρος)
Εκτός από τα τεχνητά λουλούδια και τις εργασίες ένδυσης, οι γυναίκες και τα παιδιά ξεφλούδιζαν καρύδια στους χώρους εργασίας στο σπίτι.
Γιώργος Κοτζιούλας - Το μαστορόπουλο
«Τον πήραν τον Κολιό
τον πήραν οι μαστόροι
παιδί από το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.
Καρδιά πονετική
τον ξέβγαλε με κλάμα:
«Τετράδη Κυριακή,
θα καρτερώ για γράμμα».
Δε σώνει άλλο να ιδεί,
παιδεύεται το μάτι:
κρατούσε ένα ραβδί,
το στρώμα του στην πλάτη.
Μας έφυγε ο Κολιός
κι είχε μια τέτοια λύπη!
θα ’ναι όλοι δω τ’ Άη-Λιος
και μόνο αυτός θα λείπει.»
http://www.sarantakos.com/
«Ὅταν πέθανε ἡ μαμά μου, ἤμουνα πολύ μικρό
και με πούλησε ὁ μπαμπάς μου, πριν ἀρχίσω να τσιρίζω.
Τζάκια τώρα καθαρίζω
και κοιμᾶμαι ὅπου βρῶ
στάχτη, σκόνη και καπνό!»
Τσίριζε ὁ μικρός ὁ Δάκρης που τοῦ κόβαν τα μαλλιά.
«Εἶναι ὄμορφα» τοῦ εἶπα, «και σγουρά, μα μη σε νοιάζει.
Κάτσε, Δάκρη, δεν πειράζει.
Στα μαλλιά δε θά ῾χεις πιὰ
στάχτη, σκόνη και καπνιά!»
Ἔκατσε, λοιπόν, ὁ Δάκρης και τοῦ κόψαν τα μαλλιά,
μα το βράδυ, στ᾿ ὄνειρό του, εἶδε χίλια φερετράκια
με κατάμαυρα καπάκια.
Εἶχαν ὅλα τους παιδιά
πεθαμένα ἀπ᾿ την καπνιά.
Τότε, ἦρθε από πάνω ἕνας ἄγγελος καλός.
Ἄνοιξε τα φερετράκια, τα παιδάκια σηκωθῆκαν,
σὲ λιβάδι ξεχυθῆκαν.
Ἦταν κι ἕνας ποταμός…
μπῆκαν κι ἔλαμψαν στο φῶς.
Ἂφησαν τα ἐργαλεῖα κι ὅπως ἤτανε γυμνά,
μες στα σύννεφα πετάξαν, μέχρι τ᾿ οὐρανοῦ την ἄκρη.
Εἶπε ὁ ἄγγελος στο Δάκρη:
«Ἅμα κάθεσαι καλά,
θά ῾χεις το Θεό μπαμπά».
Ξύπνησε. Ἔκανε κρύο κι ἤτανε πολύ πρωί,
μα δεν κρύωνε, μια φλόγα ἔκαιγε μες στην καρδιά του.
Πῆγε πρῶτος στη δουλειά του.
Ὅποιος ἔχει ὑπομονή,
βγαίνει πρῶτος στη ζωή.
https://redlineagrinio.gr/
Τα “αγόρια-θραύστες”, εκείνα τα παιδιά που εργάζονταν στα ανθρακορυχεία της Πενσιλβανίας, χώριζαν τον άνθρακα από τον σχιστόλιθο με το χέρι. Συνήθως δούλευαν δέκα ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα.
ΑΓΗΣ ΜΠΡΑΤΣΟΣ - ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΦΑΝΑΡΙΩΝ
Καθαρίζουν τα παρμπρίζ στους σηματοδότες.
Εκτοξευμένα από το διάστημα,
κάπως έτσι φανταζόμαστε τις ευαίσθητες περιοχές,
αναστατώνουν τον οίκτο.
Αλλά δεν επιτυγχάνουν περισσότερα.
Δεν μπορούν να καθαρίσουν συνειδήσεις.
Μονάχα επιφάνειες
για να τρέχουμε κατόπιν ασυναίσθητα
ωσάν τετελεσμένο γεγονός.
Το 1899, ωστόσο, τα αγόρια των εφημερίδων ξεκίνησαν απεργία. Αρνήθηκαν να κρατούν τις εφημερίδες των Joseph Pulitzer και William Randolph Hearst, μέχρι οι εταιρείες να παρείχαν καλύτερη αποζημίωση στο παιδικό εργατικό δυναμικό που ήταν υπεύθυνο για την ευρεία κυκλοφορία των δημοσιευμάτων τους.