Είμαι χειρότερος απ’ τους αλήτες, τις αρτίστες,
αυτοί μπορούν και ζουν δεν περιμένουνε
μα εγώ ό,τι παίρνω γίνεται προπέτασμα καπνού
για όσα ζητώ –και προπαντός μια εξιλέωση
στην τέλεια σχέση να σωθώ ή να μαρτυρήσω
–
Μα ο άλλος είναι ανέφικτος γιατί
δεν είναι μόνο σώμα ή κατανόηση
μα κάποια ανεπανάληπτη φωνή. Κι αν προχωρήσω
θα ιδώ πως μένει θεατής –δεν είναι
ετοιμασμένος για μαρτύριο ή για μοίρασμα
φυλάγεται και σε καλεί μονάχα αν υπογράψεις
πως όλα θα τα σεβαστείς και το κυριότερο
τη σίγουρη μικρή του ελευθερία
Πώς του σπαθιού σου στόμωσεν η κόψη
και πώς μετράς τη γης με ανύπαρχτη όψη;
Κλεισμένη στων Ελλήνων τα ιερά
τα κόκαλά μας, σκούζε, Λευτεριά.
Αιώνες σε κρατάνε φυλακή
οι αφεντάδες σου ξένοι και δικοί.
Και σ’ αμολάνε λίγο, αν είναι χρεία
να πνίξεις αλλωνών ελευθερία!
Ξαφνικά μοῦ φασκιώνουνε τα μάτια
για να βλέπω το φῶς το ἀληθινό!
Με καρυδώνουν, για να μη φωνάζω:
«Ὄρσε, Ἑλλάδα Γραικύλων ἀντιχρίστων!»
Ἄχερα εὲ μπουκώνουν κάθε μέρα.
Και ποιοί; Τοῦ σκλαβοπάζαρου ἡ σαβούρα.
Και πῶς; Ἔχουν ἀφέντη τα σκυλιά
και δαγκάνουν τα πόδια σου, Ἱστορία.
Πῶς θα σωθοῦμε ἀπ᾿ την «ἐλευθερία»
τῆς σκλαβιᾶς μας κι ἀπό τον «ὑπέρ πατρίδος»
τῶν προδοτῶν; Και πότε ἀπ᾿ τούς θεούς
τῶν ἀθέων και τῶν ἀνθρωποφάγων;
«Μόχθους, βάσανα και πόνους
μάστιγας, σφαγάς και φόνους»
Ρήγας Φεραίος
«Και πάλι στον αγώνα σκοτωμένοι,
αλλ’ όχι νικημένοι. Η φλόγα μένει
κατάκορφα σε στήθια και σε νου,
στα πέρατα της γης και τ’ ουρανού.
Άχαρα νιάτα, αγέλαστα· και γέρα
σ’ ατέλειωτη σκλαβιά χωρίς αγέρα!
Στον τοίχο αλυσωμένοι το σκεβρό
τρέχουν οι σκλάβοι πριν απ’ τον καιρό.
Μαχαίρι στο λαό, φωτιά, κρεμάλα
ή περασμένοι αραδαριά με μπάλα!
Τα θύματα βουνό και στην κορφή,
ξένοι, ντόπιοι φονιάδες αδερφοί!
Και πάλι σκοτωμένοι στον αγώνα—
για λευτεριά και δίκιο στον αιώνα!
Απ’ τη λάσπη του αιμάτου νά! Παλεύει
ο Γήλιος στα μεσούρανα ν’ ανέβει.»
(Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, Κέδρος)
Ήρθα σ’ εσένα που δεσμά δεν ξέρεις, Νύχτα ονειρομάνα,
ψηλά στην ξάγναντη κορφή,
ρίγος κοινό να κρούει τα πεύκα, την καρδιά μου και τον μέγα
χορό των άστρων σου, αδερφή.
Στα νύχια απάνω τρέμουλο τάνυσα το λιανό κορμί μου,
την αγκαλιά ’νοιξα σταυρό
κι έκραξα μ’ όση δύναμη μου αφήσαν άφθαρτην οι πόνοι
κι οι πεθυμιές με τον καιρό.
Κι έτσι σε κοίταξα πολύ, που γέμισαν νερά και σπίθες
τα μάτια, όλο στα νύχια τανυστός.
Κι ένιωσα οι ρίζες μου της ζωής να ξεκολλάν και να βυθάνε
μες στο καθάριο Πνέμα του Παντός.
Ως έκραξα, έτσι κι έγινε. Διπλά φτερούγια με σηκώσαν,
η ίδια μου ανάσα με ύψωνε ώς εκεί·
σπαράζοντας μέρες πολλές και νύχτες το ’χα μελετήσει:
ήμουνα λεύτερη ψυχή!
Μα, ως έκαμα να κατεβώ στον Κόσμο, τη χαρά να σείσω
δαυλόν, που η φλόγα δεν τον καταλεί,
τα πόδια αιστάνθηκα στο χώμα καρφωμένα· και στα χέρια
αλυσίδες τριπλές· βάρος πολύ.
Κι έκλαψα. Πόσο; Στα βαθιά λάλησε ο κόκορας αλώνια
κι άκουσα ν’ ανεβαίνει μιαν ηχή:
«Τη λευτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια, τηνε παίρνουν,
με τα δικά τους χέρια, μοναχοί.
Αν δεν υπάρχει όξω από σένα, ούτε και μέσα στην ψυχή σου
έργο δικό της θα την βρεις.
Από τους λίγους, που την έχουν, πάρ’ τη να τηνε δώσεις σ’ όλους
μ’ όλους μαζί να τη χαρείς.
Όπου κι αν πας, θα κουβαλείς τα σίδερα, που σου τα βάλαν
οι όμοιοι σου κι όχ’ οι ουρανοί.
Όσο μαζεύεις την ψυχή σου, την παρθενιά της για να σώσεις,
τόσο την κάνεις πιο στενή.
Την ύπαρξή σου την οκνή για να πλαταίνεις, να βαθαίνεις,
σμίξε με τον αμέτρητο Αριθμό!
Μέσα στου πόνου, που βογκά, την άσωτη Άβυσσο κατέβα.
Κει θά βρεις της Αλήθειας το Ρυθμό.
Της Ιστορίας το Νόμο ακλούθα πρώτος φωτεινά, δεν έχεις
Μοίρα δικιά σου για οδηγό.
Από τη Βία δε σε λυτρώνουν παρακάλια, καλοσύνη
και το ξετύλιμα τ’ αργό…»
Αντάρ’ από τη γης υψώθη. Η αυγή στον ουρανόν αντίκρα.
Άκουσα να βαρούν σπαθιά,
πελέκια και λοστοί. Πηχτό ποτάμι φούσκωνεν αιμάτου.
Η Πολιτεία σωριάζονταν βαθιά.
Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάμαλλ’ είδα να ξετρέχει
τους άνομους γιγάντια Δίκη.
Και με τρεχάματα τρελά, μ’ αλαλητά του θανατά
στα Τάρταρα γκρεμίζονταν οι Λύκοι.»
(Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, Κέδρος)
«Η ελευθερία μου είναι στις σόλες
των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω ότι ώρα μου γουστάρει.
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
Στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας, στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω,
με τα αλήτικα παπούτσια μου
πάνω από τις στέγες σας
-όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς-
δεν πιάνετε το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας
η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θάρθει η ώρα που θα τις γλύφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας «θαύμα, θαύμα»
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται
όταν εγώ καθαρίσω από εδώ
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο, δεν λειώνουν,
όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο.
Σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θα έρθει η ώρα
που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
«συνοδοιπόροι» και «αποστάτες»
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ότι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το δικό μας.»
Πάνω στα τετράδια του σχολείου
Στα θρανία μου και τα δένδρα
Πάνω στην άμμο και το χιόνι
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλες τις διαβασμένες σελίδες
Πάνω σ΄ όλες τις λευκές σελίδες
Στην πέτρα το αίμα το χαρτί τη στάχτη
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω στις χρυσωμένες εικόνες
Στ΄ άρματα των πολεμιστών
Στην κορώνα των βασιλιάδων
Γράφω τʼ όνομά σου
Στη ζούγκλα και την έρημο
Στις φωλιές και τα σπαρτά
Στην ηχώ των παιδικών μου χρόνων
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω στα θαύματα της νύχτας
Στο άσπρο ψωμί των ημερών
Στις μνηστευμένες εποχές
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλα τα γαλάζια κουρέλια μου
Στο μουχλιασμένο έλος του ήλιου
Στη ζωντανή λίμνη σελήνη
Γράφω τʼ όνομά σου
Στους αγρούς στον ορίζοντα
Στις φτερούγες των πουλιών
και στο μύλο των ίσκιων
Γράφω τʼ όνομά σου
Σε κάθε φύσημα της αυγής
Στη θάλασσα και τα πλοία
Πάνω στο τρελό βουνό
Γράφω τʼ όνομά σου
Στον αφρό απ΄ τα σύννεφα
Στους ιδρώτες της καταιγίδας
Στην βροχή την πυκνή και ανούσια
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω στα σχήματα που σπιθίζουν
Στις καμπάνες των χρωμάτων
Πάνω στη φυσική αλήθεια
Γράφω τʼ όνομά σου
Στα μονοπάτια που ξύπνησαν
Στους δρόμους που ξεδιπλώθηκαν
Στις πλατείες που ξεχείλισαν
Γράφω τʼ όνομά σου
Στη λάμπα που ανάβει
Στη λάμπα που σβήνει
Στα ενωμένα μου σπίτια
Γράφω τʼ όνομά σου
Στο φρούτο το κομμένο στα δύο
Του καθρέφτη και της κάμαράς μου
Στο κρεβάτι μου άδειο κοχύλι
Γράφω τʼ όνομά σου
Στο λαίμαργο και τρυφερό σκύλο μου
Στα ορθωμένα αυτιά του
Στο αδέξιο πόδι του
Γράφω τʼ όνομά σου
Στο σκαλοπάτι της πόρτας μου
Στα γνώριμά μου αντικείμενα
στο κύμα της ευλογημένης φωτιάς
Γράφω τʼ όνομά σου
Σε κάθε σάρκα σύμφωνη
Στο μέτωπο των φίλων μου
Σε κάθε χέρι που προσφέρεται
Γράφω τʼ όνομά σου
Στο κρύσταλλο των εκπλήξεων
Στα προσεκτικά χείλια
Πολύ πιο πάνω απ΄ τη σιωπή
Γράφω τʼ όνομά σου
Στα χαλασμένα καταφύγιά μου
Στους γκρεμισμένους μου φάρους
Στους τοίχους της ανίας μου
Γράφω τʼ όνομά σου
Στην απουσία χωρίς πόθο
Στη γυμνή μοναξιά
Στα σκαλιά του θανάτου
Γράφω τʼ όνομά σου
Στην υγεία που ξανάρθε
Στον κίνδυνο που εξαφανίστηκε
Στην ελπίδα χωρίς ανάμνηση
Γράφω τʼ όνομά σου
Και με τη δύναμη της λέξης
Ξαναρχίζω τη ζωή μου
Γεννήθηκα για να σε γνωρίσω
Για να πω τ΄ όνομά σου
Ελευθερία!
Μιγκέλ Ερνάντεθ - Για την ελευθερία
«Για την ελευθερία αιμορραγώ, αγωνίζομαι, επιζώ.
Για την ελευθερία, τα μάτια και τα χέρια μου,
σαν ένα δέντρο σάρκινο, γενναιόδωρο και δέσμιο,
δίνω στους χειρούργους.
Για την ελευθερία πιότερες νιώθω καρδιές
από άμμους στο στήθος μου: οι φλέβες μου γεννούν αφρούς
και μπαίνω στα νοσοκομεία, και μπαίνω στα μπαμπάκια
όπως στους κρίνους.
Για την ελευθερία με πυροβολισμούς απομακρύνομαι
απ’ αυτούς που ρίξαν τ’ άγαλμά της στη λάσπη.
Και με χτυπήματα απομακρύνομαι απ’ τα πόδια μου, απ’ τα μπράτσα μου,
απ’ το σπίτι μου, από τα πάντα.
Γιατί όταν η μέρα χαράξει στα άδεια λεκανοπέδια
εκείνη θα τοποθετήσει δυο λίθους μελλοντικής ματιάς
και νέα μπράτσα και νέα πόδια θα κάνει να μεγαλώσουν
στην υλοτομημένη σάρκα.
Με φτερά σφρίγους θα βλαστήσουν δίχως φθινόπωρο
υπολείμματα του σώματός μου που χάνω σε κάθε πληγή.
Γιατί είμαι σαν το υλοτομημένο δέντρο, που βλασταίνω:
γιατί ακόμα έχω τη ζωή.»
Η λέξη Ελευθερία είναι σχετική, Ελλάς
επίσης σχετική – αυτό το παραδέχονται όλοι.-
Κόβοντας κάτι από τη μια, προσθέτοντας στην άλλη κάτι,
τουλάχιστον φαινόμαστε – κι εν μέρει είμαστε –
και φιλελεύθεροι κι εθνικοί συνάμα.
Αν κάποιοι βλάπτονται απ’ τα μέτρα μας, οι άλλοι ωφελούνται
κι αν μερικοί μεμψιμοιρούν, στραβοκοιτούν ή έστω κάνουν που αντιδρούνε
αυτό το επιτρέπουμε, το ενθαρρύνουμε αυτό – με μέτρο.-
Εμείς στενά δεν ερμηνεύουμε τ’ άγια των αγίων!
Άμα το παρακάνουν όμως κι αρχίσουν τις φωνές
τα «κλέφτες» «τύραννοι» τα «κάτω» κι άλλα που τα συνηθίζουν
και βγουν στους δρόμους συν γυναιξί και τέκνοις
και τα λένε στ’ ανοιχτά και πια δεν παίρνουν από λόγια κι απ’ αστεία,
ορμούν οι γυμνασμένοι νόμοι σα σκυλιά και τους κατασπαράζουν,
γονατιστοί στις πλάκες έλεος ζητούν, ομολογούν οι άθλιοι το λάθος
το διαλαλούνε στις πλατείες.
– Όχι, θα παίξουμε εν ου παικτοίς!
Πηδά η φωτιά κι οι σούβλες έτοιμες
κι αυτός ολόρθος στέκει
πεθαίνει αρνούμενος το θάνατο
και λευτεριά φωνάζει.
Ελευτεριά για 'σένα χάνομαι
μα θα 'ρθουν πίσω μου άλλοι
στρατοί οι γιοι μου και τα εγγόνια μου
και θα σ' ελευθερώσουν.
Μην κλαις κυρά κι εγώ θα αναστηθώ
και θα σ' αρπάξω πάλε
θα σπω τις αλυσίδες της σκλαβιάς
θα καταλύω τα κάστρα.
Λίγοι είμαστε κι αλίμονο στης γης
αν ξοφληθεί η γενιά μας
στρατοί οι γιοι μου και τα εγγόνια μου
και θα σ' ελευθερώσουν.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑΣ - ΜΗΝΥΜΑ
Πάντα να πολεμάς και ν’ αντιστέκεσαι
κι ας μένεις μόνος.
Μονάχος- έρημος – γαλήνιος
να πολεμάς για το καλό του Ανθρώπου.
Και στους πολλούς – στους λίγους – ν’ αντιστέκεσαι
κρατώντας την ψυχή σου βάτο φλεγόμενη
για φως- πάντα για φως – για το καλό του Ανθρώπου.
Στους δυνατούς ενάντια
στους σκληρόκαρδους
και στους Δειλούς – στους χωματένιους.
Ενάντια και του αφέντη του ανελεύτερου
και του τρεμόκαρδου του δούλου ενάντια.
Και να πονάς και να γελάς και να ονειρεύεσαι
πάντα για το αγαθό και το καλό του Ανθρώπου.
Να πολεμάς με το γνωστό και το άγνωστο
με την κακή και την καλή τη μοίρα.
Και με τους άπονους θεούς
και τους απάνθρωπους ανθρώπους
πάντα να πολεμάς και ν’ αντιστέκεσαι.
Και όλο για το καλό – το φως του ανθρώπου.
ΤΟ ΜΗΜΥΜΑ (ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ) περιλαμβάνεται στα κείμενα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ Γυμνασίου.
Την πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.
Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.
Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.
Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα
Ευαγόρας Παλληκαρίδης - Λευτεριά
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά
Θ' αφήσω αδέλφια συγγενείς
τη μάνα, τον πατέρα
μέσ' τα λαγκάδια πέρα
και στις βουνοπλαγιές
Ψάχνοντας για την Λευτεριά
θα 'χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι
βουνά και ρεματιές
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά
θα 'ρθεί το καλοκαίρι
τη Λευτεριά να φέρει
σε πόλεις και χωριά
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά
Τα σκαλοπάτια θ' ανεβώ
θα μπω σ' ένα παλάτι
το ξέρω θάν' απάτη
δεν θάν' αληθινό
Μέσ' το παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω το θρόνο
βασίλισσα μια μόνο
να κάθεται σ' αυτό
Κόρη πανώρια θα της πω
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου
μονάχα αυτό ζητώ
Ας πάρει μιαν ανηφοριά
ας πάρει μονοπάτια
να βρει τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά
Με την Ελευθεριά μαζί
μπορεί να βρει και μένα
Αν ζώ θα μ' εύρει εκεί
Με τα κέρινα φτερά
υψώθηκε — πέταξε·
πάνω απ’ τα σερνάμενα πλάσματα
μες στο μεγάλο φως.
Ο ήλιος οδηγός — ο ήλιος θάνατος.
Μια τέτοια πρόκληση
μια τέτοια ωραία τόλμη
μια τόσο αψήφιστην ορμή για λευτεριά
μ’ αιώνιο μίσος, πάντοτε
παραμονεύει ο πατέρας Δίας σκληρά
να τιμωρήσει.
Λένα Παππά. 1997. Τα ποιήματα. Β΄ τόμος. Αθήνα: Αρμός.
Του ανέμου δεσμώτης το σύννεφο
Ας ταξιδεύει
Το ταξίδι δεν είναι Ελευθερία
Η Ελευθερία είναι ο άνεμος
Ο έρωτας στα μάτια της
Και η θάλασσα
Πάθος η φουρτουνιασμένη θάλασσα
Αγάπη, η απαλή βροχή
Γι’ αυτό κάθε απόγευμα βρέχει
στα μάτια της
Όμως κουράστηκε η βροχή
και οι χείμαρροι φούσκωσαν
Δεσμώτης το σύννεφο,
Ο αέρας φυσάει προς το χειμώνα
Μονόδρομος το ταξίδι
Και εγώ να γλείφω τις νεροσυρμές
Που σμίλεψε ο χρόνος
στο κορμί σου
Νερό να πίνω
στα βοερά ποτάμια σου
Γλυκό το χιόνι στα μαλλιά σου
Κάποτε θα ‘ρθει και η νύχτα,
Κάποτε
Να χαϊδέψει τα μαλλιά σου
Να ξεπλέξει τα δάχτυλά μας
Ας έρθει
Ένα λευκό σύννεφο είναι η ζωή
Ένα σύννεφο Δεσμώτης
που ταξιδεύει στον άνεμο
και γίνεται νιφάδες
Η ελευθερία είναι ο άνεμος
Είναι όμορφο το χιόνι, ας έρθει
Θα ταξιδέψουμε μαζί για το χειμώνα
Καβάλα στον άνεμο
Άγριο άτι ο άνεμος, το καταχείμωνο
Μη φοβάσαι
Ας διαβούμε μαζί τους ολόλευκους λειμώνες
Ένα ταξίδι είναι η ζωή
Ένα απαλό χάδι στα χιονισμένα μαλλιά μας
η αγάπη
Γιάννης Ρίτσος - Ελευθερία
Θα ξαναπείς την ίδια λέξη
γυμνή
αυτήν
που γι’ αυτήν έζησες
και πέθανες
που γι’ αυτήν αναστήθηκες
(πόσες φορές;)
την ίδια.
Έτσι όλη νύχτα
όλες τις νύχτες
κάτω απ’ τις πέτρες
συλλαβή-συλλαβή
σαν τη βρύση που στάζει
στον ύπνο τού διψασμένου
στάλα-στάλα
ξανά και ξανά
κάτω απ’ τις πέτρες
όλες τις νύχτες
μετρημένη στα δάχτυλα
απλά
όπως λες πεινάω
όπως λες σ’ αγαπώ
έτσι απλά
ανασαίνοντας
μπροστά στο παράθυρο
ε-λευ-θε-ρί-α.»
(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, Δ’ Τόμος, Κέδρος)