Βίβιαν Μαίρη Χάρτλεϊ - Βίβιαν Λι ( 5 Νοεμβρίου 1913 – 8 Ιουλίου 1967)

 


Η Βίβιαν Μαίρη Χάρτλεϊ (Vivien Mary Hartley, 5 Νοεμβρίου 1913 – 8 Ιουλίου 1967), αργότερα γνωστή ως Βίβιαν Λι και Λαίδη Ολίβιε, ήταν Αγγλίδα ηθοποιός. Βραβεύθηκε με δύο Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου, το πρώτο για τον ρόλο της Σκάρλετ Ο'Χάρα στο Όσα παίρνει ο άνεμος (Gone With The Wind) το 1939 και το δεύτερο για τον ρόλο της Μπλανς Ντυμπουά στο Λεωφορείον ο Πόθος (A Streetcar Named Desire) το 1951, υποδυόμενη δύο καλλονές του αμερικανικού Νότου.

Η Βίβιαν Λι ήταν κυρίως θεατρική ηθοποιός και συνεργαζόταν συχνά με τον δεύτερο σύζυγό της, τον ηθοποιό Λόρενς Ολίβιε, που για σχεδόν μια εικοσαετία τη σκηνοθέτησε σε αρκετές από τις θεατρικές εμφανίσεις της, ενώ σε πολλές συμπρωταγωνίστησαν. Κατά τη διάρκεια της τριακονταετούς σταδιοδρομίας της στη σκηνή υποδύθηκε ποικίλους και διαφορετικούς ρόλους, σε έργα των δημοφιλέστερων θεατρικών συγγραφέων, όπως οι Νόελ Κάουαρντ, Τζορτζ Μπέρναρντ Σω και Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Η καριέρα της συνεχίσθηκε σποραδικά μετά το διαζύγιο της με τον Ολίβιε το 1960. Η Λι κέρδισε το Βραβείο Τόνυ Α΄ Γυναικείου Ρόλου σε Μιούζικαλ το 1963 για την εμφάνισή της στην παράσταση Τόβαριτς στο Μπρόντγουεϊ, που ήταν το κύκνειο άσμα της.

Θεωρούσε ότι η φυσική ομορφιά της δεν διευκόλυνε την αναγνώρισή των υποκριτικών της ικανοτήτων. Είχε προβλήματα υγείας από νεαρή ηλικία. Για μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής της, η Λι έπασχε από διπολική διαταραχή. Στα μέσα της δεκαετίας του '40 διαγνώστηκε με φυματίωση, μια ασθένεια που την ταλαιπώρησε χρόνια και προκάλεσε τελικά το θάνατό της το 1967.

Το 1999 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε 16η στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες κινηματογραφικές σταρ όλων των εποχών

Πρώτα χρόνια

Η Βίβιαν Μέρι Χάρτλεϊ (όπως ήταν το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στο Νταρτζίλινγκ της Ινδίας, όπου και έζησε μέχρι την ηλικία των 6 ετών. Ήταν κόρη του Βρετανού στρατιωτικού Έρνεστ Χάρτλεϊ και της Γκέρτρουντ Ρόμπινσον Γιάκτζι. Η μητέρα της προσπάθησε να την κάνει να εκτιμήσει τη λογοτεχνία και την έφερε σε επαφή με τα έργα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, του Λιούις Κάρολ, και του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, καθώς και με τους αρχαίους ελληνικούς μύθους. Η Βίβιαν Λι εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε παράσταση της θεατρικής ομάδας της μητέρας της απαγγέλοντας ένα παιδικό ποίημα. Οι γονείς της επέστρεψαν στην Αγγλία το 1919 και έστειλαν την μοναχοκόρη τους σε σχολείο που διοικείτο από καλόγριες. Μια από τις φίλες της στο σχολείο ήταν η μελλοντική ηθοποιός Μορίν Ο'Σάλιβαν, προς την οποία εξέφρασε την επιθυμία να γίνει μεγάλη ηθοποιός.

Η Λι διέκοψε τη φοίτηση της στο σχολείο εκείνο, όταν ο πατέρας της την πήρε μαζί του στην Ευρώπη, όπου φοίτησε σε διαφορετικά ευρωπαϊκά σχολεία, καθώς η οικογένειά της μετακινούνταν συνεχώς. Το 1931 επέστρεψε στην Αγγλία και αφότου παρακολούθησε μια ταινία της παλιάς της φίλης από το σχολείο, Μορίν Ο' Σάλιβαν, ανακοίνωσε στους γονείς της ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός. Ο πατέρας της την έγραψε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου.

Το 1931, γνώρισε και παντρεύτηκε το δικηγόρο Χέρμπερτ Λι Χόλμαν. Ο Χόλμαν που ήταν δεκατρία χρόνια μεγαλύτερός της, δεν ενέκρινε τις καλλιτεχνικές της ενασχολήσεις και την ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές της στη Βασιλική Ακαδημία του δράματος. Το 1933 το ζεύγος απέκτησε μια κόρη, τη Σούζαν.

Οι απαρχές της καριέρας της

Η Λι δεν ήταν ικανοποιημένη από την οικογενειακή ζωή. Κάποιοι φίλοι της πρότειναν έναν μικρό ρόλο στην ταινία Things Are Looking Up, η οποία σηματοδότησε το κινηματογραφικό της πρωτόλειο. Στη συνέχεια προσέλαβε έναν πράκτορα, τον Τζον Γκλίντον, ο οποίος της πρότεινε να αλλάξει το όνομά της, καθώς πίστευε ότι το Βίβιαν Χόλμαν δεν ήταν κατάλληλο για ηθοποιό. H ίδια απέρριψε το όνομα Έιπριλ Μορν που της πρότεινε ο Γκλίντον, διατήρησε το όνομά της και υιοθέτησε ως επίθετο το μεσαίο όνομα του συζύγου της. Ο Γκλίντον την συνέστησε στο σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κόρντα, αλλά ο Κόρντα έκρινε ότι δεν ήταν αρκετά ταλαντούχα ως ηθοποιός.

Η ερμηνεία της στη θεατρική παράσταση Masc Of Virtue το 1935, έλαβε εξαιρετικές κριτικές και ακολούθησαν συνεντεύξεις και άρθρα εφημερίδων. Η εφημερίδα Daily Express, αναφέρθηκε θετικά στις ταχείες αλλαγές της έκφρασης του προσώπου της, κάτι που στο μέλλον θα γινόταν χαρακτηριστικό της. Ο Αλεξάντερ Κόρντα, αφότου παρακολούθησε την παράσταση, παραδέχθηκε το σφάλμα του και την κάλεσε να υπογράψει συμβόλαιο για μια σειρά ταινιών με την ανεξάρτητη εταιρία του. Παράλληλα συνέχισε τις εμφανίσεις της στο θέατρο. Όταν όμως ο Κόρντα μετέφερε την παράσταση σε μεγαλύτερο θέατρο, η Λι δυσκολεύτηκε να τοποθετήσει σωστά τη φωνή της, εισπράττοντας την αδιαφορία του ακροατηρίου. Οι παραστάσεις του έργου σταμάτησαν λίγες μέρες αργότερα.Το 1960, η Λι αναφέρθηκε με ανάμεικτα συναισθήματα στην πρώτη εμπειρία με την ξαφνική φήμη και τις διθυραμβικές κριτικές, λέγοντας:

Μερικοί κριτικοί είχαν την ανοησία να πουν ότι ήμουν μεγάλη ηθοποιός. Τότε σκέφτηκα ότι ήταν το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσαν να μου κάνουν, καθώς έριξαν πάνω μου τέτοιο βάρος και τέτοια ευθύνη, που δεν ήμουν σε θέση να αντέξω. Μου χρειάστηκε καιρός για να μάθω να μην εντυπωσιάζομαι από εκείνες τις πρώτες εντυπώσεις των κριτικών. Το βρίσκω τόσο ηλίθιο. Θυμάμαι ακόμα πολύ καλά εκείνον τον κριτικό που το έκανε και δεν τον έχω συγχωρήσει.

Παρά τη σχετική απειρία της, η Λι επιλέχτηκε για να παίξει την Οφηλία στο θεατρικό του Σαίξπηρ Άμλετ (Hamlet), που ανέβασε ο Ολίβιε, το 1937, στο Old Vic Theatre. Χρόνια αργότερα ο Ολίβιε διηγήθηκε ένα περιστατικό που φανέρωνε την ψυχική της αστάθεια. Τη νύχτα της πρεμιέρας, λίγο πριν εμφανιστεί στη σκηνή, χωρίς προφανή λόγο, άρχισε να φωνάζει στον Ολίβιε κι έπειτα έμεινε σιωπηλή κοιτάζοντας αόριστα το χώρο. Ωστόσο, εμφανίστηκε στη σκηνή χωρίς κανένα πρόβλημα. Την επόμενη μέρα είχε ξεχάσει εντελώς το περιστατικό. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ολίβιε γινόταν μάρτυρας τέτοιας συμπεριφοράς από μέρους της. Οι δυο τους άρχισαν να συζούν, ενώ οι σύζυγοί τους αρνήθηκαν να τους παραχωρήσουν διαζύγιο.

Την επόμενη χρονιά, η Λι εμφανίστηκε στο πλευρό των Ρόμπερτ Τέιλορ, Λάιονελ Μπάριμορ και Μορίν Ο' Σάλιβαν στην ταινία Ατίθασα νιάτα (A Yank at Oxford, 1938). Πρόκειται για την πρώτη της ταινία που σημείωσε επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων κυκλοφόρησε η φήμη ότι ήταν δύσκολη και παράλογη και ο Κόρντα ζήτησε από τον ατζέντη της, να της κάνει συστάσεις προκειμένου να συμμορφωθεί. Έπειτα συμμετείχε στην ταινία St. Martin's Lane δίπλα στον Τσαρλς Λότον.

Η εξέλιξη της καριέρας της, η αναγνώριση και η ζωή με τον Ολίβιε (1937-1958)

Όσα παίρνει ο άνεμος

Ο Ολίβιε προσπαθούσε για καιρό να κάνει επιτυχία στον κινηματογράφο. Παρά την επιτυχία του στην Αγγλία, ήταν άγνωστος στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι προσπάθειές του στο παρελθόν να προσελκύσει το αμερικάνικο κοινό δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Του προσφέρθηκε ο ρόλος του Χίθκλιφ στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος της Έμιλι Μπροντέ Ανεμοδαρμένα Ύψη (Wuthering Heights) το 1939 (που προβλήθηκε στην Ελλάδα με τίτλο Ο πύργος των καταιγίδων) και ταξίδεψε στο Χόλιγουντ, αφήνοντας τη Λι στο Λονδίνο. Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Γουίλιαμ Γουάιλερ, προσέφερε στη Λι τον δευτερεύοντα ρόλο της Ισαβέλλας. Εκείνη όμως αρνήθηκε, καθώς προτιμούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, εκείνον της Κάθι, που είχε ανατεθεί στη Μερλ Όμπερον.

Εκείνη την περίοδο το Χόλιγουντ βρισκόταν στα μέσα αναζήτησης της ηθοποιού που θα απεικόνιζε τη Σκάρλετ Ο' Χάρα στην κινηματογραφική μεταφορά του Όσα παίρνει ο άνεμος. Ο Αμερικανός ατζέντης της Λι, ήταν ο αντιπρόσωπος στην Αγγλία του πρακτορείου ταλέντων του Μάιρον Σέλζνικ, αδελφού του παραγωγού του Όσα παίρνει ο άνεμος Ντέιβιντ Ο' Σέλζνικ. Τον Φεβρουάριο του 1938, η Λι ζήτησε να περάσει από ακρόαση για το ρόλο της Σκάρλετ. Ο Σέλζνικ, που είχε δει τη Λι στις ταινίες Μέσα από τις φλόγες και Ατίθασα νιάτα, τη θεωρούσε υπέροχη, αλλά η βρετανική της προφορά δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα της Σκάρλετ Ο' Χάρα. Η Λι ταξίδεψε στο Λος Άντζελες για να είναι μαζί με τον Ολίβιε και να προσπαθήσει να πείσει τον Σέλζνικ ότι ήταν η καταλληλότερη ηθοποιός για το ρόλο της Σκάρλετ. Όταν ο Μάιρον Σέλζνικ, που αντιπροσώπευε τον Λόρενς Ολίβιε, συναντήθηκε με τη Λι, κατάλαβε ότι διέθετε όλα τα χαρίσματα που απαιτούσε ο ρόλος. Ο Μάιρον κάλεσε τη Λι και τον Ολίβιε στο σετ, όπου κινηματογραφούσαν την πυρκαγιά της Ατλάντα. Εκεί ανάμεσα στις φλόγες, ο Μάιρον προσφώνησε τη Λι, λέγοντας στον αδελφό του: Έι ιδιοφυΐα! Σου παρουσιάζω τη Σκάρλετ Ο' Χάρα. Την επόμενη ημέρα, η Λι διάβασε μια σκηνή για το Σέλζνικ, ο οποίος έγραψε στη σύζυγο του: Από εκεί που δεν το περίμενε κανείς, βρέθηκε η Σκάρλετ και είναι πάρα πολύ καλή. Οι επικρατέστερες για το ρόλο αυτή τη στιγμή είναι: η Πολέτ Γκοντάρ, η Τζιν Άρθουρ, η Τζόαν Μπένετ και η Βίβιαν Λι. Ο σκηνοθέτης, Τζορτζ Κιούκορ, εντυπωσιάστηκε από τη ζωντάνια της Λι και συμφώνησε με το Σέλζνικ και λίγες μέρες αργότερα ο ρόλος ανατέθηκε στη Λι.

Τα γυρίσματα αποδείχθηκαν δύσκολα για εκείνη. Ο Κιούκορ απομακρύνθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Βίκτορ Φλέμινγκ, με τον οποίο η Λι είχε συνεχείς διενέξεις. Η Λι και η Ολίβια Ντε Χάβιλαντ συναντούσαν κρυφά τον Κιούκορ για να τους δώσει συμβουλές πάνω στους ρόλους τους. Σύναψε φιλικές σχέσεις με τον Κλαρκ Γκέιμπλ, με τη σύζυγό του Κάρολ Λόμπαρντ και με την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ αλλά φιλονικούσε με το Λέσλι Χάουαρντ, με τον οποίο ήταν υποχρεωμένη να ερμηνεύσει αρκετές ερωτικές σκηνές. Μερικές φορές αναγκαζόταν να εργάζεται επτά ημέρες την εβδομάδα, συχνά μέχρι αργά τη νύχτα, πράγμα που την κατέβαλε. Στο μεταξύ ο Ολίβιε, είχε αναλάβει δουλειά στη Νέα Υόρκη. Σε μια υπεραστική κλήση μεταξύ τους είπε:

Μισώ τα γυρίσματα των ταινιών! Τα μισώ τόσο ώστε να μη θέλω να γυρίσω άλλη ταινία!

Το 2006, η Ολίβια Ντε Χάβιλαντ υπερασπίστηκε τη συμπεριφορά της Λι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Όσα παίρνει ο άνεμος, λέγοντας:

Η Βίβιαν ήταν επαγγελματίας και απόλυτα πειθαρχημένη. Είχε δύο μεγάλα προβλήματα: Το γεγονός ότι έπρεπε να κάνει όσο το δυνατόν καλύτερη δουλειά, σε έναν εξαιρετικά δύσκολο ρόλο και το ότι ήταν μακριά από τον Ολίβιε που βρισκόταν στη Νέα Υόρκη.

Το Όσα παίρνει ο άνεμος απέφερε στη Λι άμεση φήμη και αναγνωρισιμότητα. Αλλά η ίδια υποστήριζε ότι:

Δεν είμαι σταρ, είμαι ηθοποιός! Οι ζωές των ατόμων που δηλώνουν αποκλειστικά και μόνο ότι είναι κινηματογραφικοί αστέρες, είναι βουτηγμένες μέσα στο ψέμα. Οι κινηματογραφικοί αστέρες ζουν για ψεύτικες αξίες και κυνηγούν τη δημοσιότητα. Ενώ οι ηθοποιοί έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και υπάρχουν πάντα καλοί ρόλοι για εκείνους.

Το Όσα παίρνει ο άνεμος έκανε παγκόσμια επιτυχία και έλαβε δεκατρείς υποψηφιότητες για Όσκαρ. Η Λι ήταν υποψήφια για όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, έχοντας ως αντιπάλους της τη Μπέτι Ντέιβις για την ταινία Το λυκόφως μιας ζωής (Dark Victory) και την Γκρέτα Γκάρμπο για το Νινότσκα (Ninotchka). Τελικά επικράτησε και των δύο και αναδείχτηκε νικήτρια τη νύχτα της απονομής στις 29 Φεβρουαρίου 1940. Το Όσα παίρνει ο άνεμος κέρδισε συνολικά δέκα βραβεία Όσκαρ, ενώ η Λι εκφώνησε ομιλία 30 δευτερολέπτων παραλαμβάνοντας το βραβείο της, για να ευχαριστήσει τον παραγωγό Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ.

Αστέρι πρώτου μεγέθους και καριέρα στον κινηματογράφο (1940-1951) 


Σε στιγμιότυπο της ταινίας Η γέφυρα της αμαρτίας (Waterloo Bridge, 1940)

Το 1940 ο Ολίβιε ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ Ρεβέκκα (Rebecca) και η Λι ήθελε να αναλάβει τον γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία. Πέρασε λοιπόν από ακρόαση, αλλά ο Χίτσκοκ την απέρριψε. Ο Σέλζνικ, παραγωγός και της εν λόγω ταινίας, τη θεώρησε και εκείνος ακατάλληλη για το ρόλο τονίζοντας ότι ήταν ακατάλληλη όσον αφορά την ειλικρίνεια ή την ηλικία ή την αθωότητα που απαιτούσε ο ρόλος. Ο Σέλζνικ παρατήρησε ότι δεν είχε δείξει ενθουσιασμό για το ρόλο, μέχρι τη στιγμή που ανέθεσαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Ολίβιε και προσέλαβε τη Τζόαν Φοντέιν. Της απαγόρευσε επίσης να παίξει πλάι στον Ολίβιε στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος της Τζέιν Όστεν Περηφάνια και προκατάληψη, που πρωτοπροβλήθηκε στην Ελλάδα με τίτλο Περηφάνια και προκατάληψη (Pride And Prejudice, 1940) και όπου τον πρωταγωνιστικό ανέλαβε τελικά η Γκριρ Γκάρσον. Η ταινία Η γέφυρα της αμαρτίας (Waterloo Bridge, 1940) επρόκειτο να αποτελέσει τη δεύτερη κινηματογραφική συνεργασία του ζευγαριού, ο Σέλζνικ όμως αντικατέστησε την τελευταία στιγμή τον Ολίβιε με τον Ρόμπερτ Τέιλορ. Η ταινία είχε τεράστια επιτυχία και έλαβε καλές κριτικές.

Ακολούθησε η συνεργασία του ζευγαριού στο Μπρόντγουεϊ, όπου ανέβασαν το Ρωμαίος και Ιουλιέτα, αλλά οι κριτικές ήταν εξαρχής αρνητικές. Ο τύπος ασχολήθηκε με την έναρξη της σχέσης τους, με το γεγονός ότι είχαν ερωτικές σχέσεις ενώ ήταν παντρεμένοι και με το γεγονός ότι δεν έσπευσαν να συνεισφέρουν με τον τρόπο τους στον πόλεμο που είχε ξεσπάσει στην Ευρώπη. Οι περισσότερες από τις ευθύνες για την αποτυχία της παράστασης, αποδόθηκαν στη σκηνοθεσία του Ολίβιε, αλλά και η Λι είχε επικριτές που σχολίασαν την άρθρωσή της. Το ζευγάρι είχε επενδύσει σχεδόν όλες τις οικονομίες τους στο σχέδιο, και η αποτυχία είχε σαν αποτέλεσμα την οικονομική τους καταστροφή.

Επέστρεψαν στην Αγγλία το 1941, όπου γύρισαν την ταινία Λαίδη Χάμιλτον (That Hamilton Woman). Η ταινία αυτή γυρίστηκε για να αφυπνίσει το πατριωτικό ένστικτο των Άγγλων και για να δημιουργηθεί κλίμα συμπάθειας για τους Άγγλους από πλευράς του Αμερικάνικου κοινού. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ οργάνωσε δεξίωση με προσκεκλημένο τον Φράνκλιν Ρούζβελτ, στην οποία κανόνισε να προβληθεί η ταινία. Στην δεξίωση παρευρίσκονταν και το ζεύγος Ολίβιε, που από εκείνη τη στιγμή και μετά απέκτησαν φιλικές σχέσεις με τον Τσώρτσιλ.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ ( 4 Αυγούστου 1792 - 8 Ιουλίου 1822 )


 Percy Bysshe Shelley, by Alfred Clint 


Ο Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ (αγγλ. Percy Bysshe Shelley) ήταν Άγγλος ποιητής, βασικός εκπρόσωπος του ρομαντισμού. Ανήκει, μαζί με τον λόρδο Βύρωνα και τον Τζον Κητς, στη δεύτερη γενιά των Άγγλων ρομαντικών. Ο Σέλλεϋ δεν γνώρισε την αναγνώριση που περίμενε ως ποιητής στη διάρκεια της ζωής του. Μετά τον θάνατό του, όμως, το έργο του έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές και επηρέασε πολλές γενιές ποιητών. Αν και η οικογένειά του ήταν αριστοκρατική, ο Σέλλεϋ είχε ριζοσπαστικές ιδέες και στράφηκε, με την ποίηση αλλά και με τον τρόπο ζωής του, εναντίον όλων των παραδοσιακών θεσμών. Ξεπέρασε την εσωστρέφεια του ρομαντικού ατομικισμού και εξέφρασε μέσω του έργου του το όραμά του για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Πέθανε, σε ηλικία 30 ετών, στον κόλπο Λα Σπέτσια στην Ιταλία.
Γεννήθηκε το 1792 στο Φηλντ Πλέις κοντά στο Χόρσαμ του Σάσεξ και βρήκε το θάνατο από πνιγμό στη θάλασσα στα ανοικτά του Λιβόρνο το 1822 σε ηλικία 30 ετών. Δεύτερη σύζυγός του ήταν η γνωστή συγγραφέας Μαίρη Σέλλεϋ. Ήταν πρωτότοκος γιος του, από το 1815, βαρωνέτου Τίμοθυ Σέλλεϋ, ο οποίος ήταν ένας από τους πλουσιότερους γαιοκτήμονες. Από το 1804 ως το 1808 σπούδασε στο Ήτον και τον Οκτώβριο 1810 άρχισε να φοιτά στο Γιουνιβέρσιτυ Κόλλετζ της Οξφόρδης όπου συνδέθηκε με στενή φιλία με έναν συμφοιτητή του και μετέπειτα βιογράφο του, τον Τόμας Τζέφερσον Χογκ. Διακρίνονταν και οι δύο για την εκκεντρικότητα τους και συμμερίζονταν τους ίδιους ενθουσιασμούς. Ένιωθαν ευτυχισμένοι με τις σπουδές τους και υπήρξε για αυτούς μεγάλο πλήγμα η αποβολή τους από το κολλέγιο όταν επέδειξαν απείθεια αρνούμενοι να απολογηθούν για ένα φυλλάδιο τους με τίτλο : "Η αναγκαιότητα του Αθεϊσμού" (The Necessity of Atheism), το οποίο έστειλαν σε επισκόπους, αρχιεπισκόπους και διευθυντές κολλεγίων.
Ο πρώτος του γάμος ήταν με τη Χάριετ Γουέστμπροουκ και έγινε στο Εδιμβούργο στις 29 Αυγούστου 1811 με την οποία απέκτησαν μια κόρη, την Ιάνθη, και έναν γιο τον Τσαρλς Μπυς. Τον Μάιο του 1814 και ενώ ο πρώτος του γάμος καρκινοβατούσε, ο Σέλλεϋ γνώρισε την κόρη του πνευματικού του μέντορα, φιλοσόφου Ουίλιαμ Γκόντγουιν, Μαίρη Γκόντγουιν (μετέπειτα Σέλλεϋ) με την οποία κατέφυγε για ένα εξάμηνο στην Ελβετία και Γαλλία και μετά από πολλές δυσκολίες και περιπέτειες ξεκίνησαν να ζουν μαζί από το 1815. Αξίζει να σημειωθεί πως το παράνομο ζεύγος συνοδευόταν από τη δεύτερη γυναίκα του Γκόντγουιν Κλερ Κλαίρμοντ ενώ ο Πέρσι την ίδια εποχή με επιστολές του, καλούσε την Χάριετ να αποτελέσουν μαζί με τη Μαίρη μια "συντροφιά αγάπης". Την ίδια εποχή κατάφερε να ξεπληρώσει τα χρέη του από κληρονομιά που του άφησε ο παππούς του Σερ Μπυς Σέλλεϋ. Στα 1816 αφού απέκτησε με την Μαίρη έναν γιό με το όνομα Ουίλιαμ (πέθανε τριών ετών) μετακόμισε σε μια εξοχική κατοικία στην Γενεύη όπου γνώρισε τον Λόρδο Βύρωνα με τον οποίο θα αναπτύξουν μια βαθιά και μακρόχρονη φιλία με περιπλοκές, όπως το γεγονός ότι η Κλαίρη Κλαίρμοντ (δεύτερη γυναίκα του πεθερού του) γέννησε την Αλέγκρα, κόρη του Λόρδου Βύρωνα. Την ίδια χρονιά (1816) αυτοκτονεί η επίσημη σύζυγός του Χάριετ, γεγονός που τον συγκλονίζει, όμως 15 ημέρες μετά νυμφεύεται τη Μαίρη. Την ίδια εποχή έχει αναπτύξει φιλία με τον Τζέημς Χένρυ Λη Χαντ ο οποίος θα τον στηρίξει σημαντικά, ως ποιητή. Την επόμενη χρονιά (1817) θα αποκτήσει το δεύτερο παιδί με την Μαίρη, την Κλάρα (πεθαίνει την ίδια χρονιά) ενώ αργότερα (1820) θα αποκτήσει και τρίτο παιδί τον Πέρσυ Φλόρενς (το μόνο παιδί που επιζεί).

Κύκλος της Πίζας και τραγικός επίλογος



Η Κηδεία του Σέλλεϋ από τον Louis Édouard Fournier (1889); Στην Εικόνα από τα δεξιά προς τα αριστερά είναι, Trelawny, Hunt and Byron

Κυρίως για λόγους υγείας, ο Σέλλεϋ θα αρχίσει ένα οδοιπορικό στις πόλεις της Ιταλίας ξεκινώντας από τη Ρώμη συνεχίζοντας στη Φλωρεντία και καταλήγοντας στην Πίζα, από την οποία εξορμούσε συχνά στο Λιβόρνο και στη Λούκκα. Στην Πίζα δημιουργήθηκε ο κύκλος της Πίζας ένα ρεύμα επιφανών Άγγλων, Ιρλανδών, και Ελλήνων (μεταξύ αυτών ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, στον οποίον ο Σέλλεϋ αφιέρωσε το δράμα του Hellas) και ο Λόρδος Βύρων. Τέλος θα εγκατασταθεί στη βίλα Κάζα Μάνι στο Σαν Τερέντσο απέναντι από το Λέριτσι στον κόλπο της Σπέτσια. Τον Ιούλιο μετέβη με το ιστιοφόρο του που είχε το όνομα Δον Ζουάν, στο Λιβόρνο να υποδεχθεί τον Λη Χαντ, όμως ένα μπουρίνι στην επιστροφή ανέτρεψε το σκάφος του, με αποτέλεσμα να πνιγεί. Η σορός του αποτεφρώθηκε στην παραλία παρουσία του Χαντ, του Μπάυρον και του Τρελώνυ. Μετά τον θάνατο του η Μαίρη Σέλλεϋ αφιέρωσε την ζωή της στην ταξινόμηση, διατήρηση και έκδοση των έργων του με αρκετά προβλήματα όπως την απαγόρευση της έκδοσης τους από τον πατέρα τού Πέρσι μέχρι το 1839.

Ο Πέρσι Σέλλεϋ από τη νεαρή του ηλικία διακρινόταν για τη λεπτότητα του συναισθηματικού του κόσμου την πρωτοτυπία και επαναστατικότητα των ιδεών του. Αυτά τα χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με την εξαίρετη κυριαρχία του στα εκφραστικά του μέσα, τού προσέδωσαν ιδιαίτερη θέση στην Αγγλική Λογοτεχνία. Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στα ιδεώδη της ειρήνης της αδελφοσύνης και της αγάπης. Τα ιδεώδη του ήταν συχνά πολύ προωθημένα, όπως η υποστήριξη του αθεϊσμού, ενώ υπήρξε αναμφισβήτητα φιλέλλην.



ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Αλκυόνες και γύπες

Φύγετε, φύγετε απ’ εδώ, ούτε στιγμή να μείνετε,
σεις, αλκυόνες, της γλυκιάς ενθύμησης πουλιά!
Σ’ άλλη καρδιά πιο ήσυχη ζητήσετε φωλιά·
η ρημασμένη μου καρδιά φωλιά σας πια δεν γίνεται.
Για λούλουδα της άνοιξης μην της κρυφομιλάτε·
με καλοκαίρι ψεύτικο δεν την ξαναγελάτε.
Μια που την παρατήσατε και σ’ άλλα μέρη πήγατε,
γιατί ξαναγυρίσετε; Να φύγετε, να φύγετε!

Σεις, σαρκοφάγα όρνια, σεις, αχόρταγα πουλιά,
που χτίζετε στου μέλλοντος τους πύργους τη φωλιά,
θα βρείτε ελπίδες άρρωστες, ελπίδες μου χαμένες,
χαρές μου που πεθαίνουνε, χαρές μου πεθαμένες,
να μπήγετε το νύχι σας, το ράμφος σας το κοφτερό,
να τρώτε, να χορταίνετε, να τρώτε για πολύν καιρό.
Μετάφραση: Δημ. Στάης

Το σύννεφο

Στα διψασμένα φέρνω εγώ λουλούδια τη βροχούλα
τη δροσερή, απ’ τις θάλασσες κι απ’ τα ποτάμια· φέρνω
στα φύλλα, καθώς γέρνουνε στα μεσημεριανά τους
ονείρατα, τον απαλό τον ίσκιο. Απ’ τα φτερά μου
ξεχύνονται οι δροσοσταλιές που τα γλυκά ξυπνάνε
μπουμπούκια, καθώς γέρνουνε, νανουρισμένα επάνω
στης μάνας των να κοιμηθούν τα στήθια, που έχει στήσει
χορό στον ήλιο γύρωθε. Τινάζω το δικράνι
του χαλαζιού π’ ορμητικά το χώμα μαστιγώνει
και δίνω κάτασπρη θωριά στους πράσινους τους κάμπους
κι ύστερα πάλι το διαλώ και σε βροχή το ρίχνω,
και μ’ ένα γέλιο προχωρώ κι αντιπερνάω βροντώντας.

Και κάτωθέ μου στα βουνά σκορπίζω εγώ το χιόνι,
και τα μεγάλα πεύκα τους στενάζουν φοβισμένα
κι είναι για μένα ολονυχτίς το προσκεφάλι το άσπρο,
ότα κοιμούμαι γέρνοντας στην αγκαλιά του ανέμου.
Η αστραπή, ο πιλότος μου, στων ουρανίων μου θόλων
τους πύργους κάθεται αψηλά, κι εκεί από κάτω, μέσα
σ’ ένα σπηλιάρι είν’ η βροντή διπλοφυλακισμένη,
κι ουρλιάζει κι αγωνίζεται μες στα τινάγματά της.

Πάνω από χώρες, ωκεανούς, ανάρια-ανάρια πάντα,
οδηγητής μου στέκεται αυτός μου ο τιμονιέρης,
’τί τον τραβά η αγάπη του για τα στοιχειά όπου πέρα
στης πορφυρένιας θάλασσας σαλεύουνε τα βάθη.
Πάνω από ρυάκια, από ψηλά βουνά, πάνω από λόφους,
όπου κι αν ονειρεύεται το Πνεύμα όπ’ αγαπάει
πως μένει, κάτω από βουνά ή ποτάμια κι εγώ ωστόσο
απ’ το γαλάζιο τ’ ουρανού το χαμογέλιο παίρνω
τη θέρμη, κι αυτός γύρωθε σκορπίζει τη βροχούλα.
Η ματωμένη ανατολή, με τα μετέωρα μάτια,
τα φλογισμένα της φτερά τα διάπλατα ανοιγμένα,
πηδάει πάνω στη ράχη μου την ταξιδεύτρα τότες
που της αυγής το λαμπερό τ’ αστέρι ξεψυχάει
όπως καθίζει ένας αητός για μια στιγμή στην άκρη
κάποιου βουνίσιου κι αψηλού που απ’ το σεισμό αργοτρέμει
βράχου, μες στων ολόχρυσων φτερών του τις ανταύγειες.
Κι όταν από τη θάλασσα τη φλογισμένη κάτω,
θε ν’ ανασαίνει τις ορμές τις διάπυρες η δύση
γεμάτη από έρωτα κι από γαλήνης πόθο,
κι ο πορφυρένιος, δειλινός μαντύας θε να ’χει απλώσει
από τα βάθη τ’ ουρανού ψηλά, με διπλωμένες
φτερούγες ξεκουράζομαι, μες στην αιθέρινή μου
φωλιά, και τη γαλήνη αυτή μιας περιστέρας έχω,
που μ’ απλωμένα τα φτερά θερμαίνει τα μικρά της.

Η κόρη εκείνη, με το φως που είναι γεμάτη το άσπρο,
η στρογγυλή, που οι άνθρωποι, τήνε καλούν σελήνη,
φεγγόβολη στο δώμα μου γλιστράει το πουπουλένιο,
στρωμένο απ’ του μεσονυχτιού τις απαλές τις αύρες·
κι όπου, το βήμα που πατάν τ’ αθώρητά της πόδια,
και στους αγγέλους μοναχά είν’ ακουστό, το φάδι
της ντελικάτης στέγης μου ραγίσει το κι ανοίξει,
ξοπίσω φανερώνουνται και λάμπουνε τ’ αστέρια·
κι εγώ γελώ που βλέπω τα σαν μελισσοκοπάδι
πολύχρυσο να τριγυρνάν και να τραβούνε πέρα,
όταν πλαταίνω τ’ άνοιγμα της ανεμοχτισμένης
της τέντας μου, ώσπου οι θάλασσες κι οι ποταμοί οι γαλήνιοι
κι οι λίμνες, απ’ των αστεριών το φως και της σελήνης
θε να στρωθούνε, μοιάζοντας με τ’ ουρανού κορδέλες
που από τα ύψη πέσανε, περνώντας από μένα.

Του ήλιου δένω το θρονί με ζώνη φλογισμένη,
και με κορδέλα γύρωθε το θρόνο της σελήνης
τυλίγω μαργαριταριών· των ηφαιστείων θαμπώνω
το φως, και τ’ άστρα τρέμουνε και κολυμπούνε, όταν
οι ανέμοι τη σημαία μου απλώνουνε φυσώντας.
Από ’να κάβο σ’ άλλονε, απέραστη απ’ του ήλιου
το φως, πάνω απ’ τη θάλασσα, που η τρικυμία τη δέρνει,
σαν γέφυρα είμαι κρεμαστή, σαν στέγη όπου κολόνες
τα κορφοβούνια την κρατάν. Το θριαμβικό το τόξο
π’ ακολουθώ διαβαίνοντας με χιόνι, ανεμοζάλη
και με φωτιά, σαν τα στοιχειά τ’ ανέμου είναι δεμένα
στο θρόνο μου, είναι το λαμπρό το ουράνιο τόξο που έχει
μυριοχρωμάτιστη θωριά· η σφαίρα η φλογισμένη
τα χρώματα του τ’ απαλά ψηλάθε εκέντησέ τα,
όταν η γη από κάτω της γελούσε η νοτισμένη.

Είμαι της γης και του νερού η θυγατέρα κι είμαι
βυζασταρούδι τ’ ουρανού, διαβαίνω από τους πόρους
τ’ ωκεανού κι απ’ της αχτής τους πόρους· πάντ’ αλλάζω,
μα να πεθάνω αδύνατο είναι για μένα ωστόσο.
Γιατ’ ύστερα από τη βροχή, χωρίς καμιά κηλίδα,
όταν ο θόλος τ’ ουρανού γυμνός απλώνει κι όταν
οι ανέμοι κι οι φεγγοβολιές των ηλιαχτίνων πάλι
αντάμα ξαναχτίζουνε το θόλο τον αιθέριο
και το γαλάζιο, σιωπηλά γελώ προς το δικό μου
το ίδιο κενοτάφιο, κι απ’ της βροχής τα σπήλια
σαν το παιδί απ’ την κοιλιά της μάνας του, σαν φάσμα
μέσ’ από τάφο υψώνομαι και τον γκρεμίζω πάλι.
Μετάφραση: Κώστας Παπαδάκης

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Άρθουρ Έβανς ( 8 Ιουλίου 1851 - 11 Ιουλίου 1941 )

 

Ο Σέρ Άρθουρ Τζον Έβανς (Sir Arthur John Evans, 8 Ιουλίου, 1851 - 11 Ιουλίου 1941) ήταν Άγγλος αρχαιολόγος.
Αποκάλυψε στο σύνολό του τον πολιτισμό που ονόμασε "Μινωικό", ο οποίος ήταν στην εποχή του μόνο μια αμυδρή μυθική ανάμνηση. Ήταν γιος του Τζον Έβανς, ενός χαρτοβιομηχάνου και ερασιτέχνη αρχαιολόγου ουαλικής καταγωγής. Έλαβε την εκπαίδευσή του στο Σχολείο Χάροου (Harrow), στο κολέγιο Μπρέιζνοουζ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Ενστερνιζόμενος το ενδιαφέρον του πατέρα του στην αρχαιολογία ο Άρθουρ εργάστηκε στο Ασμόλειο Μουσείο, στην Οξφόρδη κατά την περίοδο 1884 - 1908.

Η Κρήτη

O Έβανς ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την Κρήτη ως πηγή σφραγίδων που περιείχαν πρώιμες επιγραφές μη αποκρυπτογραφημένες. Η αρχαία πόλη του Κεφαλά (Κνωσός) στη βόρεια ακτή της Κρήτης, κοντά στο Ηράκλειο, ήταν γνωστή στους ντόπιους, που ξέθαβαν αρχαία κεραμικά και νομισματικά τέχνεργα, καθώς καλλιεργούσαν τους αγρούς.
Ωστόσο, ο πρώτος που ανέσκαψε την Κνωσό ήταν ένας Ηρακλειώτης έμπορος και αρχαιοδίφης, ο Μίνως Καλοκαιρινός, ο οποίος το 1878 αποκάλυψε τα θεμέλια αποθηκευτικών χώρων γεμάτα πίθους. Η καταγραφή του έργου του Καλοκαιρινού από τον Γουίλιαμ Στίλμαν (William Stillman), πρόξενο των Η.Π.Α. στην Κρήτη εκείνη την εποχή, υποδεικνύει ότι τα ευρήματα ανήκαν στην δυτική πτέρυγα του ανακτόρου. Εκτός από τις αποθήκες ο Καλοκαιρινός ανέσκαψε και ένα τμήμα των θεμελίων της "αίθουσας του θρόνου".
Οι Τούρκοι ιδιοκτήτες της περιοχής, όμως, σύντομα σταμάτησαν τις έρευνες του Καλοκαιρινού. Λίγο μετά ο Γερμανός και ήδη διάσημος αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν (Heinrich Schliemann), προσπάθησε να αγοράσει τον 'λόφο του Κεφαλά' στην πραγματικότητα τούμπα δηλαδή τεχνητός γήλοφος που δημιουργήθηκε από αλλεπάλληλες κατοικήσεις της Κνωσού ήδη από την Νεολιθική. Εγκατέλειψε, όμως την προσπάθεια, γιατί θεώρησε τις τιμές που του πρόσφεραν εξοργιστικές. Το 1894 επισκέπτεται την Κρήτη ο Έβανς, για να μελετήσει και να αποκρυπτογραφήσει δύο τύπους άγνωστης γραφής που εμφανίζονταν σε κρητικές σφραγίδες. Ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε τα αποτελέσματα σε έκδοση του μουσείου Άσμολ με τίτλο Κρητικά εικονογράμματα και προ-Φοινικική γραφή (Evans 1895), αναγνωρίζοντας τα μινωικά ιερόγλυφα ως εικονογράμματα (πικτογράμματα) και τις συλλαβικές ή προαλφαβητικές ("προ-Φοινικικές") γραφές, που ονομάζονται πλέον Γραμμική Α και Γραμμική Β.

Οι Arthur Evans, Theodore Fyfe, και Duncan Mackenzie στην Κνωσσό το 1900

Η ανασκαφή

Οι πολιτικές αλλαγές ευνόησαν την πρόσθεση του Έβανς να ξεκινήσει ανασκαφές στην Κρήτη μετά την Κρητική Επανάσταση. Το 1899, χρησιμοποίησε τα χρήματα της πατρικής κληρονομιάς για να αγοράσει την περιοχή στον Κεφαλά. Χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο για την εποχή δυναμικό, ο Έβανς ξεκίνησε μιας μεγάλης κλίμακας συστηματική ανασκαφή. Στο τέλος του 1903 είχε αποκαλύψει ένα μεγάλο μέρος των θεμελίων ενός εκτεταμένου συμπλέγματος, το οποίο προσδιόρισε ως Ανάκτορο της Κνωσού κέντρο του Μινωικού πολιτισμού. Όχι μόνο αποκάλυψε τα θαμμένα ερείπια και τα δημοσίευσε σε 4 τόμους στο Το Παλάτι του Μίνωα στην Κνωσσό, (1921 - 1935), κλασικό έργο της αρχαιολογίας, αλλά τα συντήρησε ουσιαστικά με τις μεθόδους της εποχής του και τα αναστήλωσε εν μέρει.

Στην προσπάθεια της αναστήλωσης χρησιμοποίησε ξένα υλικά, σαν το τσιμέντο. Όπως είναι φυσικό, ασκήθηκε κριτική εναντίον του από εκείνους που πίστευαν ότι η αναστήλωση έπρεπε να γίνει με τα μέσα και τις τεχνικές εκείνης της εποχής, αλλά με την προσπάθειά του ο Έβανς βοήθησε και βοηθά ακόμη και σήμερα τον μέσο επισκέπτη να "διαβάσει" τον αρχαιολογικό τόπο. Έτσι, αν και τα αποτελέσματα για τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς ερευνητές είναι ενοχλητικά, τα κίνητρά του στην προκειμένη περίπτωση είναι δικαιολογημένα. Θα πρέπει να μη λησμονείται, άλλωστε, ότι όταν ο Έβανς εργαζόταν στην Κνωσό στην περίοδο 1899 - 1935, πολλοί από τους συγχρόνους του ασχολούνταν μόνο με την αφαίρεση ευρημάτων από τους αρχαιολογικούς τόπους που ανέσκαπταν.

Εκτός από το πρωτοποριακό για την εποχή ανασκαφικό του έργο στην περιοχή του ανακτόρου, σημαντική ανακάλυψη του Έβανς θεωρείται η αποκάλυψη περίπου 3.000 πινακίδων Γραμμικής Α και Γραμμικής Β. Η Γραμμική Β αποδείχθηκε ότι ήταν πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας κατά την Υστεροελλαδική/Υστερομινωική περίοδο. Η Γραμμική Α, η γλώσσα των Μινωιτών παραμένει έως σήμερα στο μεγαλύτερο τμήμα της μη αποκρυπτογραφημένη.

Ο Έβανς χρίστηκε ιππότης το 1911 για τις υπηρεσίες του στην αρχαιολογία, την Κνωσό και το Ασμόλειο μουσείο. Η ανασκαφή στην περιοχή της Κνωσού, (την οποία αγόρασε για να μπορεί να τη διατηρήσει από καταστροφές), συνεχίζεται ακόμα και σήμερα από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή στην Αθήνα.


Ο Έβανς με λευκό κοστούμι, πιθανότατα το 1905, επιθεωρεί τις εργασίες αποκατάστασης των ευρημάτων, photo credit: arthistoryresources.net Πηγή: www.lifo.gr







Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι - Artemisia Gentileschi ( 8 Ιουλίου 1593 - 1653 )

 

Selfportrait Martyr

Η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι (Artemisia Gentileschi, 8 Ιουλίου 1593 - 1653) ήταν Ιταλίδα ζωγράφος του μπαρόκ, θεωρούμενη ως μία από τους καλύτερους καλλιτέχνες της εποχής της.
Κόρη του ζωγράφου Οράτσιο Τζεντιλέσκι, μαθήτευσε δίπλα στον πατέρα της στη Ρώμη και το 1610 παρήγαγε το πρώτο της έργο η Η Σωσσάννα και οι γέροντες.
Το 1611 ο συνεργάτης του πατέρα της ζωγράφος Αγκοστίνο Τάσσι βίασε την Αρτεμίζια και εν συνεχεία της υποσχέθηκε γάμο, εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχιση των ερωτικών τους σχέσεων. Η υπόσχεση δεν εκπληρώθηκε και, εννέα μήνες μετά τον βιασμό, ο Οράτσιο Τζεντιλέσκι κίνησε δίωξη κατά του Τάσσι ο οποίος, ύστερα από επτάμηνη δίκη, καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους.
Ύστερα η Αρτεμίζια παντρεύτηκε τον ζωγράφο Πιεραντόνιο Στιαττέζι, εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία και είχε εξαιρετική σταδιοδρομία. Έγινε αυλική ζωγράφος, ευνοούμενη των Μεδίκων και ήταν η πρώτη γυναίκα που έγινε μέλος της Accademia delle Arti del Disegno (Ακαδημίας των Τεχνών της Σχεδίασης). Αλλά δημιούργησε πολλά χρέη, ο γάμος της διαλύθηκε και το 1621 επέστρεψε στην Ρώμη.
Το 1630 εγκαταστάθηκε στη Νάπολι, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της, εκτός από την περίοδο της παραμονής της στην Αγγλία, όταν συνεργάστηκε και πάλι με τον πατέρα της που είχε γίνει αυλικός ζωγράφος του Καρόλου Α΄ το 1638. Ο Οράτσιο πέθανε το 1639 και η Αρτεμίζια επέστρεψε στη Νάπολη.
Όλα σχεδόν τα έργα της Αρτεμίζια (που ήταν μια από τους καλύτερους Καραβατζίστι) έχουν γυναίκες πρωταγωνίστριες -με προτίμηση στις βιβλικές μορφές- που τις διακρίνει το θάρρος, η αποφασιστικότητα και η ισχυρή προσωπικότητα και όχι οι γυναικείες ιδιότητες της ευαισθησίας και της αδυναμίας. Ειδικά το έργο της Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη είναι ένας πίνακας αιματηρής αγωνίας και φρίκης. Το ζωγράφισε σε πολλές παραλλαγές αλλά αυτή του Ουφίτσι είναι η εντυπωσιακότερη. Είναι πολύ πιθανό να εμπνεύστηκε από την ανάμνηση του πρόσφατου βιασμού της.
Μυθιστορηματική βιογραφία της Αρτεμίζια έγραψε η Rauda Jamis : Artemisia ou La Renommèe (Αρτεμίζια ή Η ξακουστή, 1990) – ελλ. μετάφραση Μαρία Παγουλάτου ("ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ") https://el.wikipedia.org/

Η Σωσάννα και οι γέροι, 1610

Η Σαλώμη με το κεφάλι του Βαπτιστή, 1610-1615

Η Ιουδήθ και η υπηρέτριά της με το κεφάλι του Ολοφέρνη, 1615-1616

Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη, 1614-1620,

Η αγία Αικατερίνη της Αλεξανδρείας, 1615, 

Η Ιαήλ σκοτώνει τον Σισάρα, 1620

Η Εσθήρ ενώπιον του Αχασβήρου, 1628–1635

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Ν. ΞΥΛΟΥΡΗΣ (7 Ιουλίου 1936 - 8 Φεβρουαρίου 1980)


 Αναρωτιέμαι συχνά μήπως γίνομαι κοινότυπη, μήπως όταν κάθε φορά που πεθαίνει ένας μεγάλος, η φράση "γίναμε φτωχότεροι" καταντά κλισέ... Στην περίπτωση του Νίκου Ξυλούρη, δεν θα πω γίναμε φτωχότεροι... θα πω "μείναμε λειψοί¨" ...

Λειψοί από φωνή, από ποιότητα, από λεβεντιά, από περηφάνια και ήθος...τριάντα τόσα χρόνια μετά και είναι σα χθες που μείναμε λειψοί... Και τίποτα από όσα μας έδωσε δεν αντικαταστάθηκε... Μείναμε λειψοί...Αθηνά Κοτσόβολου

Ο Νίκος Ξυλούρης ή Ψαρονίκος,γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης) .








Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού,
σβήνω κυλώντας στα νερά.
Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς
σαλτάροντας με τις τριχιές
του λιβανιού,
πήρα το δρόμο της σποράς.
Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι
του σπαθιού,
είχα τον ύπνο του λαγού.
Αγνάντευα την πυρκαγιά
της θεμωνιάς
αμίλητος την ώρα της συγκομιδής,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.
Αντάμωσα τον χάρο της ξερολιθιάς,
το άλογο στ’ αλώνι να ψυχομαχεί,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.

Στίχοι:   Κ.Χ Μύρης
Μουσική:   Γιάννης Μαρκόπουλος
                                                  
        Η λύρα


Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο "Κάστρο". Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη "μόδα" της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές


                                           Επιστροφή στην Κρήτη
Γνώρισε την Ουρανία Μελαμπιανάκη, στις 21 Μαΐου του 1958 παντρεύτηκαν και τον ίδιο Σεπτέμβρη μετακόμισαν στο Ηράκλειο Κρήτης.
Σιγά σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο "Μια μαυροφόρα που περνά". Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης τη κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο "Ερωτόκριτος" και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.






Πώς να σωπάσω μέσα μου 
την ομορφιά του κόσμου;
Ο ουρανός δικός μου 
η θάλασσα στα μέτρα μου
Πώς να με κάνουν να τον δω
τον ήλιο μ’ άλλα μάτια;

Στα ηλιοσκαλοπάτια
Μ’ έμαθε η μάνα μου να ζω... 
Στου βούρκου μέσα τα νερά
ποια γλώσσα μου μιλάνε 
αυτοί που μου ζητάνε 
να χαμηλώσω τα φτερά;

Στίχοι:   Κώστας Κινδύνης
Μουσική:   Σταύρος Ξαρχάκος

                              Η αναγνώριση του στην Αθήνα  

Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο "Ανυφαντού" και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις όμως πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο "Χρονικό" και τα "Ριζίτικα". Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.

Για το ποιος «ανακάλυψε» το Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του κ. Ουρανίας Ξυλούρη όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» είναι διαφορετική από αυτήν που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη, ότι τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και έστειλε την κασσέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού Λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού»



 


Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
τις πόρτες σπάσαν οι οχτροί
κι εμείς γελούσαμε στις γειτονιές
την πρώτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
αδέρφια πήραν οι οχτροί
κι εμείς κοιτούσαμε τις κοπελιές
την άλλη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
φωτιά μας ρίξαν οι οχτροί
κι εμείς φωνάζαμε στα σκοτεινά
την τρίτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
σπαθιά κρατούσαν οι οχτροί
κι εμείς τα πήραμε για φυλαχτά
την άλλη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
μοιράσαν δώρα οι οχτροί
κι εμείς γελούσαμε σαν τα παιδιά
την πέμπτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
κρατούσαν δίκιο οι οχτροί
κι εμείς φωνάζαμε ζήτω και γεια
σαν κάθε μέρα

Στίχοι: Γιώργος Σκούρτης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης & Μαρία Δημητριάδη ( Ντουέτο )


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/