ΜΑΡΚ ΣΑΓΚΑΛ ( 7 Ιουλίου 1887 – 28 Μαρτίου 1985)

 

Ο Μωυσής και η φλεγόμενη βάτος (Moses and the burning bush), λιθογραφία του Μαρκ Σαγκάλ, μέρος ενός ευρύτερου κύκλου έργων με την επωνυμία «Η Ιστορία της Εξόδου» που δημοσιεύτηκε το 1966

O Μαρκ Σαγκάλ ( 7 Ιουλίου 1887 – 28 Μαρτίου 1985) ήτανΓάλλος ζωγράφος, Ρωσο-εβραϊκής καταγωγής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης.
Ο Σαγκάλ γεννήθηκε στο Βιτέμπσκ της σημερινήςΛευκορωσίας, πρωτότοκος γιος εβραϊκής οικογένειας με εννέα παιδιά. Φοίτησε στο εβραϊκό δημοτικό σχολείο και αργότερα συνέχισε τις σπουδές του σε δημόσιο γυμνάσιο, παρά το γεγονός πως οι Εβραίοι γίνονταν πολύ δύσκολα δεκτοί. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσικήμαθαίνοντας βιολί, καθώς και με το σχέδιο. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και φοίτησε στη σχολή ζωγραφικής του Γεχούντα Πεν, στο Βιτέμπσκ, με στόχο να ολοκληρώσει αργότερα τις σπουδές του στην πρωτεύουσα της Ρωσίας. Το χειμώνα του 1906, εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει την ειδική άδεια που έπρεπε να κατέχει κάθε Εβραίος, την εποχή εκείνη, προκειμένου να κατοικήσει μόνιμα στην πρωτεύουσα.
Στην Αγία Πετρούπολη κατάφερε να κερδίσει υποτροφία για σπουδές στη γνωστή σχολή Svanseva, όπου δίδασκε οΛέον Μπακστ, σχεδιαστής σκηνικών για το ρωσικό θέατροκαι εκπρόσωπος του συμβολισμού. Τα πρώτα έργα του Σαγκάλ χαρακτηρίζονταν από θέματα που επανήλθαν και σε μεταγενέστερους πίνακές του, όπως αγροτικές σκηνές ή θέματα εμπνευσμένα από τη ζωή στην ύπαιθρο και την επαρχία. Το φθινόπωρο του 1909 γνώρισε την Μπέλα Ρόζενφελντ, κόρη Εβραίου κοσμηματοπώλη από την πόλη του Βίτεμπσκ, την οποία παντρεύτηκε τελικά το 1915 και στην οποία είναι αφιερωμένοι αρκετοί από τους πίνακές του.
Το 1910, με τη βοήθεια του προστάτη του, Max Winawer, ταξίδεψε στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με το έργο πρωτοπόρων καλλιτεχνών της εποχής, όπως τωνιμπρεσιονιστών, του Πωλ Γκωγκέν, του Βίνσεντ βαν Γκογκ ή του Ανρί Ματίς. Εξίσου επιδραστική υπήρξε και η επίσκεψή του στο Λούβρο, η οποία όπως ο ίδιος σημειώνει στα απομνημονεύματά του, τον «σημάδεψε». Στο Παρίσι ο Σαγκάλ συνδέθηκε επίσης με τον Γάλλο ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ, ο οποίος προσπαθούσε να του εξασφαλίζει ευκαιρίες να εκθέτει τα έργα του. Εκείνος του αφιέρωσε με τη σειρά του τον πίνακα Φόρος τιμής στον Απολιναίρ (1911). Σε ορισμένους από τους πίνακες του Σαγκάλ εκείνης της περιόδου, όπως στο Αδάμ και Εύα (1912) διαφαίνεται η σχέση του με το κίνημα του κυβισμού, αν και θεωρείται πως επηρεάστηκε λιγότερο από τους θεμελιωτές του, δηλαδή τονΠάμπλο Πικάσσο και τον Ζωρζ Μπρακ, και περισσότερο από το έργο του Ρομπέρ Ντελωναί. Την Άνοιξη του 1914, μετά από πρόταση του Απολιναίρ, ο εκδότης του περιοδικούDer Sturm (Η Θύελλα) Χέρβαρτ Βάλντεν, ανέλαβε την οργάνωση της πρώτης ατομικής έκθεσης του Σαγκάλ στοΒερολίνο.

Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, επισκέφτηκε το Βιτέμπσκ. Η έναρξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου και το κλείσιμο των συνόρων παρέτειναν τελικά την παραμονή του στη Ρωσία. Παρά την επιθυμία του να αποφύγει τη στράτευση, τελικά τοποθετήθηκε σε μία νευραλγική οικονομική υπηρεσία στην Αγία Πετρούπολη, όπου η θητεία του αντιστοιχούσε σε υπηρεσία στο μέτωπο. Μετά τα γεγονότα της ρωσικής επανάστασης, ο Λένιν διόρισε ως υπεύθυνο για θέματα πολιτισμού τον Ανατόλι Λουνατσάρσκι, ο οποίος ήταν γνωστός του Σαγκάλ από την περίοδο που ζούσε στο Παρίσι. Χάρη στη γνωριμία τους, το Σεπτέμβριο του 1918, διορίστηκε επίτροπος Καλών Τεχνών στο Βιτέμπσκ. Στα πλαίσια των νέων καθηκόντων του, οργάνωσε εκθέσεις και επαναλειτούργησε τη Σχολή Καλών Τεχνών της πόλης, όπου κατόρθωσε να συγκεντρώσει σημαντικούς δασκάλους όπως ο Ελ Λισίτσκι και οΚαζιμίρ Μαλέβιτς. 
Έχοντας επιφυλάξεις για την επανάσταση και ειδικότερα σε ό,τι αφορούσε τις ιδέες της για την τέχνη, ο Σαγκάλ παραιτήθηκε το Μάιο του 1920 και μετακόμισε στη Μόσχα, όπου ανέλαβε τη διακόσμηση του Εβραϊκού Θεάτρου της πόλης. Την περίοδο εκείνη, η οικονομική βοήθεια τωνσοβιετικών καλλιτεχνών ήταν ανάλογη της «χρησιμότητας» του έργου τους ενώ και οι επιχορηγήσεις που αποσπούσε ο Σαγκάλ ήταν πενιχρές, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα, γεγονός που συνέβαλε στην απόφασή του να εγκατασταθεί στο Βερολίνο, όπου παλαιότερα ο Βάλντεν είχε πουλήσει πίνακές του. Τα χρήματα που είχε κερδίσει ο Σαγκάλ από τις πωλήσεις αυτές είχαν ωστόσο χάσει την αξία τους.
Το Σεπτέμβριο του 1923 εγκαταστάθηκε εκ νέου στοΠαρίσι και τον επόμενο χρόνο παρουσιάστηκε η πρώτη αναδρομική έκθεση έργων του και ακολούθησε η πρώτη του ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Σαγκάλ στα απομνημονεύματά του, η δεκαετία 1923-1933 υπήρξε η πιο ευτυχισμένη της ζωής του. Την περίοδο αυτή υπέγραψε συμβόλαιο με τον έμπορο τέχνης Bernheim, με αποτέλεσμα να απαλλαχθεί από οικονομικές έγνοιες αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστός σε διεθνές επίπεδο.
Όταν η γαλλική κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία συνθηκολόγησης με τη ναζιστική Γερμανία, ο Σαγκάλ δεν μπορούσε να παραμείνει ασφαλής στηΓαλλία. Συνελήφθη στη Μασσαλία και επρόκειτο να παραδοθεί στους Γερμανούς, ωστόσο τελικά σώθηκε από αμερικανική παρέμβαση. Χάρη στη φήμη του, ο ίδιος κατόρθωσε να ξεφύγει από την προοπτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης και στις 7 Μαΐου 1941 επιβιβάστηκε με την οικογένειά του σε πλοίο που τους μετέφερε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να εγκατασταθούν τελικά στην πόλη της Νέας Υόρκης. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 πέθανε η σύζυγός του Μπέλα Ρόζενφελντ και δύο χρόνια αργότερα ο Σαγκάλ επέστρεψε στην Ευρώπη.


Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία η φήμη του άρχισε να αυξάνεται σταθερά. Το 1959 έγινε επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων και στα επόμενα χρόνια διοργανώθηκαν αναδρομικές ή ατομικές εκθέσεις του σε διάφορες πόλεις, ενώ το 1973 εγκαινιάστηκε το Εθνικό Μουσείο Σαγκάλ στη γαλλική Νίκαια. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε εκτεταμένα με τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και υαλογραφήματα, με σημαντικότερες δημιουργίες το εσωτερικό της εκκλησίας στο Plateau d' Assy της Σαβοΐας (1957), τα βιτρώ του καθεδρικού ναού της πόλης Μετς και της συναγωγής της Πανεπιστημιακής Κλινικής της Ιερουσαλήμ (1962), τα παράθυρα του κτιρίου των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη και την οροφή της όπερας του Παρισιού (1964) καθώς και οι τοιχογραφίες για το κτίριο του κοινοβουλίου στην Ιερουσαλήμ (1966).
Πέθανε στις 28 Μαρτίου 1985 σε ηλικία 97 ετών, στην κοινότητα του Αγίου Παύλου, στη νοτιοανατολική Γαλλία. Το 1997 ιδρύθηκε το Μουσείο Σαγκάλ στη γενέτειρά του, το οποίο περιλαμβάνει αντίγραφα των έργων του.
α έργα του Σαγκάλ χαρακτηρίζονται έντονα από προσωπικά στοιχεία καθώς και από την «απλοϊκή» ιδιομορφία τους. Η θεματολογία του, κατά βάση ποιητική και φανταστική, είναι βασισμένη κυρίως σε προσωπικά βιώματα, άρρηκτα συνδεδεμένη επίσης με την εβραϊκή του καταγωγή, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως σπανίζουν οι προσωπογραφίες. Κινήθηκε συστηματικά γύρω από τον άξονα της εβραϊκής παράδοσης και του ρωσικού φολκλόρ, αν και στο ύστερο έργο του απομακρύνθηκε ελαφρά, χρησιμοποιώντας θέματα από την αρχαία Ελλάδα, όπως στους πίνακες Πτώση του Ίκαρου(1975) ή Ο μύθος του Ορφέα (1977), καθώς και απλές καθημερινές σκηνές.
Αν και έζησε παράλληλα με την εξέλιξη πολλών κινημάτων της μοντέρνας τέχνης, το έργο του δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο από αυτά.

La Mariee

Ποιήματα για την νεκρή σύντροφο

Τα χέρια μου διπλώνονται και σκύβουν
Για να ζωγραφίσουν τη σύντομη ζωή σου
Το στόμα μου και η καρδιά μου ανοίγουν
Ωστε η προσευχή μου να έρθει κοντά σου

Από τους πίνακές μου
Το όνειρό μου κυλάει
Στα πόδια σου
Αλλά πού είσαι.
___

Μερικές φορές θα ήθελα να φωνάξω κάποιον
Να ζητήσω να ανθίσουν τα τριαντάφυλλα
Στον ερχομό σου

Θα ήθελα να φωνάξω κάποιον
Να ζητήσω η αυγή
Να σκεπαστεί και πάλι
Με το μπλε της νύχτας.
____

Με βλέπω ακίνητο και καθ' οδόν
Χάνομαι
Μπροστά στη φωτιά που έρχεται από τον κόσμο
Η αγάπη μου είναι σαν σκορπισμένο νερό
Στις τέσσερις γωνίες

Πίσω μου έρχονται οι πίνακές μου.

(Ο Marc Chagall στην Ελλάδα, ποιήματα, μτφρ. Γιάννης Σουλιώτης,εκδ. Αρμός)
http://poemsgolitsis.blogspot.com/

The Three Candles, 1938-40




The Birthday

Les Mariés de la Tour Eiffel


Wedding. 1910

 LeViolonist Bleu 1947

Ο βιολιστής (1912-13)

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Γουίλιαμ Φώκνερ ( 25 Σεπτεμβρίου 1897 - 6 Ιουλίου 1962)

 

"Αν δεν νιωθεις ντροπή για τον εαυτό σου κάπου-κάπου, δεν είσαι τίμιος"

Ο Γουίλιαμ Φώκνερ (William Cuthbert Falkner, 25 Σεπτεμβρίου 1897 - 6 Ιουλίου 1962) ήταν Αμερικανός συγγραφέας από τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα της μεγάλης λογοτεχνικής παράδοσης του Αμερικανικού Νότου.

Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ένα θεατρικό έργο, ποιήματα, δοκίμια και σενάρια κινηματογραφικών ταινιών. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα γνωστός για τα μυθιστορήματά του που όλα διαδραματίζονται στο λογοτεχνικό σύμπαν της κομητείας «Γιοναπατόφα» του Μισισιπή που δημιούργησε ο συγγραφέας.Αν και άρχισε να δημοσιεύει τα έργα του από την δεκαετία του 1920, έγινε διάσημος με την κατάκτηση του Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1949. Με τα χρήματα του βραβείου δημιούργησε το "William Faulkner Foundation", που έδινε υποτροφίες σε νέους αξιόλογους αμερικανούς συγγραφείς.

Όλα σχεδόν τα έργα του έχουν αποσπάσει βραβεία, με σημαντικότερα τα δύο Πούλιτζερ που κατέκτησε το 1954 και το 1962, με τα μυθιστορήματά του «Ο φαύνος» ( "A Fable" ) και «Οι κλέφτες» ( "The Reivers" ) αντίστοιχα. Ο «Φαύνος» έχει τιμηθεί και με το «Εθνικό Βραβείο βιβλίου» (National Book Award). Το μυθιστόρημά του «Η βουή και η μανία» συγκαταλέχθηκε ανάμεσα στα 100 αριστούργηματα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Αλλά και τα μυθιστορήματά του, «Φως τον Αύγουστο», «Καθώς ψυχορραγώ» και «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» έχουν ενταχθεί σε παρόμοιες λίστες. Το 1962 τιμήθηκε με το «Χρυσό μετάλιο Λογοτεχνίας» της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών (American Academy of Arts and Letters). Προς τιμήν του, έχει θεσμοθετηθεί και το σημαντικό Βραβείο PEN/Faulkner.

Γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1897, στην πόλη Νιού Ώλμπανυ (New Albany) της πολιτείας του Μισισιπή, και ήταν ο πρωτότοκος γιός του Μάρεϊ Κάθμπερτ Φώκνερ και της Μωντ Μπάτλερ. Η οικογένεια απέκτησε ακόμα τρία αγόρια, τους αδερφούς του Μάρεϊ Τσάρλς "Τζάκ" Φώκνερ, τον επίσης συγγραφέα Τζων Φώκνερ και τον Ντην Σουίφτ Φώκνερ. Ο πρώτος γιος πήρε το όνομα του παππού του, του Γουίλιαμ Κλαρκ Φώκνερ, (William Clark Falkner), εξέχον μέλος της οικογένειας Φώκνερ αλλά και της περιοχής αφού υπήρξε εκτός των άλλων, και συνταγματάρχης κατά την περίοδο του Εμφύλιου πολέμου.

Σε ηλικία ενός έτους η οικογένεια μετακόμισε στην κοντινή πόλη Ρίπλεϊ (Ripley) του Μισισιπή, όπου ο πατέρας του εργάστηκε σαν ταμίας της οικογενειακής επιχείρησης σιδηροδρόμων "Gulf & Chicago Railroad Company". Όταν ο πατέρας του Μάρεϊ Φώκνερ, πούλησε την επιχείρηση αντί να την κληροδοτήσει στο γιό του, η οικογένεια του, μετακόμισε - στις 21 Σεπτεμβρίου 1902 - στην πόλη Όξφορντ του Μισισιπή, πόλη στην οποία παρέμεινε ο συγγραφέας μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η μητέρα του, έμαθε στα παιδιά της να γράφουν και να διαβάζουν πριν πάνε ακόμα στο σχολείο, και τους έμαθε να αγαπάνε τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Έτσι από νωρίς σε επαφή με τον κόσμο της κλασικής λογοτεχνίας, πρώτα ακούγοντας και μετά διαβάζοντας και ο ίδιος Κάρολο Ντίκενς και Αδερφούς Γκρίμ. Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου ήταν άριστος μαθητής. Ωστόσο σταδιακά, άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του για τα μαθήματα. Έγινε κακός μαθητής και τελικά εγκατέλειψε οριστικά το σχολείο πριν ολοκληρώσει τη γυμνασιακή εκπαίδευση. Το 1914 και σε ηλικία 17 ετών, θα γνωρίσει έναν σχεδόν συνομήλικό του, Φίλιπ Στόουν (Ρhilip Stone), ο οποίος πρώτος θα ανακαλύψει το συγγραφικό ταλέντο του νεαρού Γουίλιαμ, αλλά και θα καθοδηγήσει τα διαβάσματα του Φώκνερ. Ο Στόουν θα τον φέρει σε επαφή με την σύγχρονη λογοτεχνία της εποχής του, και ιδιαίτερα με τον Τζέημς Τζόυς, και ο Στόουν θα προσπαθήσει (ανεπιτυχώς) να βρει εκδότες για τα πρώτα γραπτά του φίλου του.

Όταν η Αμερική θα μπει στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Φώκνερ θα δοκιμάσει να καταταγεί, ωστόσο το ύψος του (ήταν 1.65') δεν επέτρεψε την στρατολογήσή του στις μάχιμες μονάδες. Όμως δεν το έβαλε κάτω και έκανε αίτηση στη RAF, στο σώμα διατηρούσε στο Τορόντο του Καναδά. Χαλκεύοντας έγγραφα και υιοθετώντας βρετανική προφορά, κατάφερε να ξεγελάσει τους υπεύθυνους και να περάσει για Βρετανός πολίτης. Όμως, λίγους μήνες μετά την αρχή της εκπαίδευσής του, ο πόλεμος τελείωσε. Όταν γύρισε στην πατρίδα του, έπεισε όλο τον κόσμο ότι είχε τελικά υπηρετήσει και εκμεταλλευόμενος έναν ευνοϊκό για τους βετεράνους του πολέμου νόμο κατάφερε να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή ("Ole Miss" το ονομάζουν οι νότιοι). Ωστόσο αφού παρακολούθησε μόνο τρία εξάμηνα, το εγκατέλειψε τον Νοέμβριο του 1920.
Όλα αυτά τα χρόνια, έγραφε ποίηση κατά κύριο λόγο, και κάποια ποιήματά του είχε καταφέρει να εκδώσει στο περιοδικό του Πανεπιστημίου. Το 1925 έγραψε το πρώτο μυθιστόρημά του, "Soldiers' Pay", (Η πληρωμή του στρατιώτη), το διάστημα που ζούσε στην Νέα Ορλεάνη, θέμα που εμπνεύστηκε από την υπηρεσία του στη RAF.

Το 1927 θα είναι η πρώτη χρονιά που θα παρουσιάσει την κομητεία Γιοναπατόφα, στο μυθιστόρημα "Flags in the Dust". Αν και ήταν περήφανος για το δημιούργημά του, το βιβλίο δεν βρήκε εκδότες. Ξανα - επεξεργασμένο το βιβλίο θα κυκλοφορήσει τελικά, το 1929 με τίτλο "Sartoris", Σαρτόρις. Εν αντιθέσει, το άλλο βιβλίο που έγραψε το 1927, το "Mosquitoes" (Κουνούπια) θα κυκλοφορήσει αμέσως, και συγκεκριμένα στις 30 Απριλίου του 1927 από τον εκδοτικό οίκο "Boni & Liveright" Το Φθινόπωρο του 1928 και σε ηλικία 31 ετών, αρχίζει το γράφει το έργο του "The Sound and the Fury", (Η βουή και η μανία) ενώ το 1929 θα παντρευτεί τον εφηβικό του έρωτα, την Estelle Oldham στην Οξφόρδη του Μισισίπι. Εκείνο το διάστημα, όπου εργαζόταν νυχτερινή βάρδια στον ηλεκτρικό σταθμό του Πανεπιστημίου του Μισισιπή, μέσα σε έξι βδομάδες του καλοκαιριού, από τα μεσάνυχτα ως τις τέσσερις το πρωί, γεννήθηκε το "As I Lay Dying", (Καθώς ψυχορραγώ) που κυκλοφόρησε την αμέσως επόμενη χρονιά (1930). Ακολούθησε το "Sanctuary", (Το άδυτο) το 1931 - το μόνο βιβλίο του που έκανε καλές πωλήσεις την εποχή που κυκλοφόρησε. Ωστόσο τα χρήματα δεν έφταναν για να ζήσει η οικογένεια πλέον Φώκνερ, - η Εστέλ είχε ήδη δυό παιδιά από τον προηγούμενο γάμο της- και έτσι στράφηκε στην μεγάλη πλουτοπαραγωγική πηγή του Χόλυγουντ, και βρήκε δουλειά σαν σεναριογράφος στην Metro-Goldwyn-Mayer.

Τον Ιανουάριο του 1931 η γυναίκα του θα γεννήσει το πρώτο τους παιδί, ένα κορίτσι που όμως πέθανε 5 μέρες μετά τη γέννησή του. Το 1932 θα γράψει και θα εκδώσει το "Light in August", (Φως τον Αύγουστο). Το 1933 και αφού η οικογένεια Φώκνερ είχε επιστρέψει στο Όξφορντ ύστερα από την εξάμηνη διαμονή στην Καλιφόρνια, γεννήθηκε το μοναδικό επιζών παιδί τους, η κόρη του, Τζιλ. Απο εδώ και πέρα θα βιοπορίζεται από την συγγραφή σεναρίων ενώ ταυτόχρονα θα εκδώσει το "Pylon", το 1935, το Absalom, Absalom! - (Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! το 1936 και το The Unvanquished το 1938.

Μια πτώση που είχε από το άλογό του το 1959 ήταν η αρχή των προβλημάτων υγείας που θα οδηγήσουν στο θάνατό του. Μια δεύτερη πτώση στις 17 Ιουνίου του 1962 και οι επιπλοκές της, θα του προκαλέσουνε θρόμβωση. Πέθανε - σαν συνέπεια της θρόμβωσης- από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 64 χρόνων, στις 6 Ιουλίου 1962 στο νοσηλευτήριο Μπαχέϊλια του Μισισίπι. Ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο των Φώκνερ, στο νεκροταφείο του Αγίου Πέτρου, στο Όξφορντ.

Το σπίτι του Γουίλιαμ Φώκνερ, στην Οξφόρδη του Μισισιπή, ιδιοκτησία πλέον του Πανεπιστημίου του Μισισιπή, μουσείο του συγγραφέα


Κριτική αποτίμηση του έργου του

Ο Γουίλιαμ Φώκνερ ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς μυθιστοριογράφους και ανανεωτής της αφηγηματικής τέχνης στον 20ο αιώνα. Κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας (1950), η Σουηδική Ακαδημία αναφέρθηκε στη δημιουργία, από τον Φώκνερ, ενός απέραντου παγκόσμιου θεάτρου της ανθρωπότητας, μαγικά φωτισμένου και γεμάτου χαρακτήρες μεγαλύτερους από τη ζωή.

Αν και αναγνωρισμένος συγγραφέας, κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Έδωσε ελάχιστες συνεντεύξεις και οι επιστολές του είναι στεγνές και αυστηρά επαγγελματικές. Στον κόσμο του, παρά την επικέντρωση στον αμερικανικό νότο, η αφήγηση έχει οικουμενική σημασία και στάση απέναντι σε προβλήματα όπως οι φυλετικές διακρίσεις.

Ο Φώκνερ στην Ελλάδα

Από τη δεκαετία του 1950 -και λόγω της βράβευσης του Φώκνερ με το Νόμπελ - αυξάνει το ενδιαφέρον των Ελλήνων λογοτεχνών για το έργο του αλλά και για την αμερικανική πεζογραφία γενικότερα.
Ο Στέλιος Ξεφλούδας στο δοκίμιό του «Το σύγχρονο μυθιστόρημα» (εκδ. «Ίκαρος», 1955) ξεχωρίζει μια τάση της Αμερικανικής πεζογραφίας που την ονομάζει ποιητικό μυθιστόρημα και θεωρεί τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και τον Φώκνερ αντιπροσώπους της :«Μια από τις ισχυρές τάσεις της νέας μυθιστορηματικής λογοτεχνίας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι η απολύτρωση από τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα κι η επιστροφή στο ποιητικό μυθιστόρημα. Υπάρχει σ’ αυτή τη στροφή φανερή η επίδραση του Φίτζεραλ και του Φώκνερ. Πρόκειται για μια επιστροφή στο μυθιστόρημα που οι συγγραφείς του ήταν αληθινά ποιητές.»(σελ.83). Ο Ξεφλούδας - από τους πρώτους μελετητές του Φώκνερ στην Ελλάδα - προτάσσει την τεχνική του Φώκνερ, έναντι της θεματικής του, γράφοντας ότι στα έργα του το θέμα δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για να αναπτύξει την τεχνική του η οποία στηρίζεται στη δύναμη του ανέκφραστου.
Ο μελετητής και λογοτέχνης Γιώργος Δέλιος θεωρεί τον Φώκνερ «ακρογωνιαίο λίθο του οικοδομήματος της σύγχρονης Αμερικανικής λογοτεχνίας, με τον Έρνεστ Χεμινγουέι να αποτελεί τον άλλο». 
Ο Φώκνερ σύμφωνα με τον μελετητή Δημήτρη Τζιόβα  επηρέασε όσο λίγοι, τους νεότερους Έλληνες μυθιστοριογράφους: ενδεικτικά αναφέρουμε τον Νίκο Μπακόλα, που μετά τη μετάφραση του «Η βουή και το πάθος» το 1963, γράφει το μυθιστόρημά του «Ο κήπος των πριγκίπων» (1966), σαφώς επηρεασμένος από τον Φώκνερ. Αλλά και ο Στρατής Τσίρκας όπως το δηλώνει ο ίδιος, επηρεάστηκε από τον Φώκνερ. Στην τριλογία του «Ακυβέρνητες πολιτείες» υιοθετεί την φωκνερική τεχνική της πολλαπλής εστίασης. Αλλά και το έργο αρκετά μεταγενέστερων μυθιστοριογράφων όπως «Ο Λούσιας» (1979) του Νίκου Χουλιαρά, φαίνεται επηρεασμένο από τον Αμερικανό συγγραφέα.
Η πρώτη μετάφραση έργου του Φώκνερ στην Ελλάδα γίνεται από την συγγραφέα Κωστούλα Μητροπούλου, που μετέφρασε τον διήγημά του "Dry September" («Άνυδρος Σεπτέμβρης») το 1953. Από το 1960 οι μεταφράσεις πολλαπλασιάζονται αλλά πάντοτε ο Φώκνερ, δεν είχε τόσο μεγάλη απήχηση στο ελληνικό κοινό, (εν αντιθέσει ας πούμε με τον Χεμινγουέι ή τον Στάινμπεκ), όσο στους Έλληνες συγγραφείς. 
Η Ντόρα Τσιμπούκη -καθηγήτρια της Αμερικανικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών - σχολιάζοντας τις ελληνικές μεταφράσεις των έργων του, ξεχωρίζει αυτή του λογοτέχνη Νίκου Μπακόλα, του μυθιστορήματος «Η βουή και το πάθος», ο οποίος σκύβει με αγάπη και σεβασμό στο κείμενο και πετυχαίνει να κρατήσει ζωντανή τη διαφορά ανάμεσα στις τέσσερις αφηγήσεις, σε ένα βιβλίο που χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς τόσο ηθελημένα δυσνόητο που «μόνον ο Θεός και ο δημιουργός του μπορούν να το καταλάβουν». Αριστοτεχνική θεωρεί και τη μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα στο «Καθώς ψυχορραγώ» που κατορθώνει να ξεπεράσει με επιτυχία της δυσκολίες της μετάφρασης ενός ακόμα δύσκολου και απαιτητικού μυθιστορήματος. Όσο για το «Φως στον Αύγουστο», παραδέχεται ότι η μεταφράστρια Βικτώρια Τράπαλη, έχει κάνει σοβαρή δουλειά, ωστόσο θεωρεί ατυχή τον εξελληνισμό των ονομάτων, και την απόδοση της επαρχιώτικης προφοράς των ηρώων. Τέλος, για το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!», θεωρεί ότι η μετάφραση της Έλλης Μαρμαρά όντας πιστά προσηλωμένη στο πρωτότυπο κείμενο χάνει σε ένταση και πάθος γιατί Ενα τέτοιο βιβλίο απαιτεί, εκτός από γνώση της αγγλικής, γνώση του συνολικού έργου του Φόκνερ και του πολιτισμικού υπόβαθρου που το γεννά. 

Ο Φώκνερ επισκέφτηκε την Ελλάδα, τον Μάρτιο του 1957 ύστερα από πρόσκληση της Ακαδημίας Αθηνών και υπό την αιγίδα της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα στις 17 Μαρτίου του 1957 παραλαμβάνει σε ειδική εκδήλωση το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας των Αθηνών για την γενικότερη προσφορά του στη λογοτεχνία. Τις επόμενες μέρες θα παραχωρήσει μια συνέντευξη τύπου με σκοπό να γνωριστεί με τους Έλληνες διανοούμενους θα παρακολουθήσει την παράσταση του έργου του, «Ρέκβιεμ για μια μοναχή» που ανέβασε ο θίασος Κοτοπούλη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυράτ, θα επισκεφτεί τους Δελφούς και τις Μυκήνες,και θα κάνει μια μίνι-κρουαζιέρα στις Κυκλάδες στο γιωτ του βιομήχανου Μποδοσάκη.



Ελληνικές εκδόσεις των έργων του

Σε αυτό το τμήμα αναγράφονται μόνο όσα έργα του έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά.

Μυθιστορήματα

1926Soldier’s pay - (Η πληρωμή του στρατιώτη)
—μτφ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος (εκδ. «ΑΓΚΥΡΑ», 1998)
—μτφ. Εύη Γεωργούλη (εκδ. «ΙΝΔΙΚΤΟΣ», 2001)
1929: The Sound and Fury - (Η βουή και η μανία)
—μτφ. Τάκης Μενδράκος (με τίτλο Η βουή και η αντάρα, εκδ. «ΠΑΠΥΡΟΣ», α΄ εκδ. 1974)
—μτφ. Παύλος Μάτεσις (εκδ. «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ», 2002)
—μτφ. Νίκος Μπακόλας - (με τίτλο Η βουή και το πάθος, α΄ εκδ. «ΓΚΟΝΗΣ» 1963, και εκδ. «ΕΞΑΝΤΑΣ», 1993)
1929: Sartoris - (Σαρτόρις)—μτφ. Εύη Γεωργούλη (εκδ. «ΙΝΔΙΚΤΟΣ»,2001)
1930: As I Lay Dying - (Καθώς ψυχορραγώ)
—μτφ. Μένης Κουμανταρέας (εκδ. «ΚΕΔΡΟΣ», α΄ έκδ. 1970)
1931: Sanctuary - ( Ιερό)
—μτφ. Γιάννης Λάμψας («ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ», 1965)
—μτφ. Ιωάννα Καρατζαφέρη (εκδ. «ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ», 2011)
—μτφ. Τάσος Δαρβέρης και Κώστας Νικολαϊδής (με τίτλο Άδυτο, εκδ. «ΜΕΔΟΥΣΑ», 1993)
1932: Light in August - (Φως τον Αύγουστο)
—μτφ. Βικτώρια Τράπαλη (εκδ. «ΕΞΑΝΤΑΣ»)
—μτφ. Σταμάτη Ντώνια (με τίτλο Φως Αυγούστου, εκδ. «ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΩΝΙΑ», 1982)
1936: Absalom, Absalom ! - (Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!)
—μτφ. Έλλη Μαρμαρά (εκδ. «ΟΔΥΣΣΕΑΣ», 1997)
1938: The Unvanquished - (Οι Ακατανίκητοι)
—μτφ. Ντίνα Σάπκα (εκδ. «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ», 1991)
1939: The Wild Palms - (Άγρια φοινικόδεντρα)
—μτφ. Κοσμάς Πολίτης (εκδ. «ΦΟΝΤΑΝΑ», 1971 - επανέκδοση εκδ. «ΓΡΑΜΜΑΤΑ», 1986)
1940: The Hamlet - (Το Χωριό)
—μτφ. Δ.Π. Κωστελένος (εκδ. «ΔΙΔΥΜΟΙ», 1969)
«Μακρύ καλοκαίρι» (το τρίτο μέρος του μυθιστορήματος «Το χωριό», που κυκλοφόρησε αυτόνομα σε μετάφραση Δ. Π. Κωστελένου από τις εκδ. εκδ.«ΠΕΛΛΑ», το 1984)
«Οι χωριάτες» (το τέταρτο μέρος του μυθιστορήματος «Το χωριό», που κυκλοφόρησε αυτόνομα σε μετάφραση Δ. Π. Κωστελένου από τις εκδ. εκδ.«ΠΕΛΛΑ», το 1984)
1948: Intruder in the Dust - (Ο ξένος στο χώμα)
—μτφ. Αύγουστος Κορτώ (εκδ. «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ», 2014)
1962: The Reivers - (Οι Κλέφτες)
—μτφ. Βασίλης Καζαντζής (εκδ. «ΦΕΞΗ», 1966 - επανέκδοση εκδ.«ΚΑΡΑΝΑΣΗ» με τίτλο Οι αλήτες , 1982 - επανέκδοση εκδ.«ΠΕΛΛΑ», 1983)
—μτφ. Εύη Γεωργούλη (εκδ. «ΙΝΔΙΚΤΟΣ», 2004)Διηγήματα
1930 : A rose for Emily - (Ένα ρόδο για την Έμιλυ)
—μτφ. Νίκος Μπακόλας (εκδ. «ΚΕΔΡΟΣ», 1995)
—μτφ. Άννα Παπασταύρου (Τζέφρι Ευγενίδης: «Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε», εκδ. «Libro», 2009)
—μτφ. Κώστας Παπαπάνος ( περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Τέσσερα αμερικανικά διηγήματα» με τίτλο Ένα ρόδο για την Αιμιλία, εκδ. «ΓΡΑΜΜΑΤΑ», 1983)
—χωρίς όνομα μεταφραστή («Αμερικάνικα διηγήματα 1900 - 1950», εκδ. «ΊΚΑΡΟΣ», α' έκδοση 1953)
—μτφ. Λίνα Κάσδαγλη (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Καινούρια Εποχή», τχ. 1, 1956)
1931 : Dry September - (Άνυδρος Σεπτέμβρης)
—Κωστούλα Μητροπούλου (εκδ. «ΠΑΪΡΙΔΗΣ», 1953 - επίσης δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό «Νέα Εστία» στις 15 Αυγούστου 1962)
—μτφ. Κίρα Σίνου («Δεκατέσσερα ερωτικά διηγήματα», εκδ. «ΓΛΑΡΟΣ», 1992)
1931 : Hair - (Μαλλιά)
—μτφ. Κωστούλα Μητροπούλου (δημοσίευση στο περιοδικό «Νέα Εστία» στο τεύχος της 1ης Αυγούστου του 1963)
1932 : Centaur in Brass - (Χάλκινος κένταυρος)
—μτφ. Εύη Γεωργούλη («Χάλκινος κένταυρος και άλλα διηγήματα», εκδ. «ΠΑΤΑΚΗΣ», 1996)
1932: Smoke - (Καπνός),
—μτφ. Βαγγέλης Παραμπούκης («Αστυνομικές ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς», εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ», 1995)
—μτφ. Βασίλης Καζαντζής («Ο καπνός και άλλα διηγήματα», εκδ. «ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ», χ.χ.
1933: There Was a Queen - (Ήτανε μια βασίλισσα)
—μτφ. Κώστας Παπαπάνος (δημοσιευμένο στο περιοδικό «Νέα Εστία» στο τεύχος της 15ης Ιουλίου του 1955)
1941: Go down, Moses - (Πορεύου, Μωυσή)
—μτφ. Αντώνης Σακελλαρίου («Τέσσερα Αμερικανικά διηγήματα», εκδόσεις «ΠΑΤΑΚΗΣ», 2004, 
1942: The Bear - (Η Αρκούδα)
—μτφ. Βασίλης Καλλιπολίτης (εκδ. «ΕΞΑΝΤΑΣ», α΄ έκδ. 1980)
1949: Knight's Gambit - (Έξι ιστορίες μυστηρίου)
—μτφ. Στέλλα Τσίρκα (εκδ. «ΓΡΑΜΜΑΤΑ», 1988)
1954: Mississippi - (Ο Γέρος) 
—μτφ. Μαρία Γεωργουσοπούλου (εκδ. «ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ», 1998)
1967: The Wishing Tree - (Το μαγικό δέντρο), - διήγημα για παιδιά
—μτφ. Κυριάκος Ντελόπουλος (εκδ. «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ», 1997)

https://el.wikipedia.org/



Καθώς Ψυχορραγώ 

Από ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ 

Σε μτφ Μένη Κουμανταρέα 

Ένας πατέρας και τα πέντε παιδιά του -τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι- μαστορεύουν το κιβούρι της πεθαμένης γυναίκας του και της μητέρας τους για να το μεταφέρουν από τη μια άκρη στην άλλη της επαρχίας Γιοκναπατάουφα του Αμερικάνικου Νότου, μέσα από χίλιες περιπέτειες, κινδύνους και κωμικοτραγικά περιστατικά, όπου η βρομιά και η απανθρωπιά που συγκλόνιζαν το Νότο δίνονται ανάγλυφα. Το έργο αυτό ο Φώκνερ το έγραψε νέος (το 1929 ), δουλεύοντας νυχτοφύλακας, ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στις τέσσερις το πρωί, μέσα σε 6 βδομάδες. Σήμερα θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Όπως και σε κάθε του βιβλίο, ο Φώκνερ δημιουργεί ένα συγκλονιστικό ανάγλυφο του αμερικανικού Νότου, μέσα από τις σχέσεις της οικογένειας της νεκρής, τους γείτονες, τους τόπους της μεγάλης τους διαδρομής, ταυτόχρονα με την εσωτερική ταραχή της ύπαρξης, όταν ο θάνατος πλησιάσει τόσο κοντά μέσω της απώλειας ενός συγγενικού προσώπου. (Ξ. ΜΠΡΟΥΝΤΖΑΚΗΣ, Το Ποντίκι, 20/1/2012)

Ένα βιβλίο για την πτώση και τη λύτρωση. Με όρους που καθορίζονται από το στερνό φιλί και την οδύνη των ατέλειωτων αποχωρισμών. (Ν. ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ, Η Αυγή, 24/4/2012)

✽✽✽✽

Γραμμένο σε μόλις 6 βδομάδες το 1929, το μυθιστόρημα που ο ίδιος ο Φώκνερ θεωρούσε «το αριστούργημά» του, αφηγείται το οδοιπορικό μιας αγροτικής οικογένειας, που παλεύει με τα στοιχεία της φύσης και του ασυνείδητου, για να φτάσει από την επαρχία που διαμένει στη μεγάλη πόλη του Τζέφερσον, προκειμένου να ενταφιάσει τη νεκρή μητέρα στον οικογενειακό τάφο. Στη διάρκεια του ταξιδιού, οι Μπάντρεν (πατέρας, 4 γιοι και 1 κόρη) συναντούν πολλούς ανθρώπους και πολλά εμπόδια, που διαταράσσουν τη συγκρότηση και τις σχέσεις της οικογένειας. Απληστία, αθωότητα, απομάκρυνση από τις ρίζες, εισβολή του πολιτισμού στην επαρχία, φτώχεια, αντοχή και αξιοπρέπεια, όλα εμπλέκονται σ' αυτό το «επικό, τραγικό και συνάμα γελοίο» ταξίδι. Ταυτόχρονα, εναλλάσσονται η νατουραλιστική γραφή με μοντερνιστικά μορφολογικά στοιχεία, το επικό με το λυρικό, και το λογικό με το άλογο. Μέσα από τα 59 κεφάλαια που αφηγούνται 15 διαφορετικοί χαρακτήρες με μορφή εσωτερικού μονολόγου (η νεκρή μητέρα, τα 5 παιδιά, ο σύζυγος, οι γείτονες), ο Φώκνερ πετυχαίνει να φιλοτεχνήσει μια μνημειώδη τοιχογραφία του αμερικανικού Νότου. (από εφημερίδα ΚΑΘΗMEΡΙΝΗ) 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 

Καθισμένη πλάι στο δρόμο, η Λένα κοιτάει το κάρο που σκαρφαλώνει στο λόφο και συλλογιέται: "Έρχομ' από πέρα, απ' την Αλαμπάμα. Δεν είν' και λίγο. Από την Αλαμπάμα με τα πόδια - δεν είν' και λίγο." Και συλλογιέται, ούτ' ένα μήνα δεν έχω που 'φυγα και να 'μαι κιόλας στο Μισισιπή, μακρύτερα από ποτέ απ' το σπίτι μου. Από δώδεκα χρονώ παιδί, δεν έχω βρεθεί άλλη φορά τόσο μακριά από το Ντόανς Μιλ. Και στο Ντόανς Μιλ, μετά που πέθαναν οι γονείς της είχε πρωτοπάει, παρότι κατέβαινε στην πόλη έξι ή οκτώ Σάββατα το χρόνο, με το κάρο, φορώντας τα παραγγελμένα με το ταχυδρομείο φουστανάκια της, τα πόδια ξυπόλητα πάνω στο τραχύ ξύλο και τα παπούτσια της τυλιγμένα σ' ένα κομμάτι χαρτί, πλάι της στο κάθισμα. Φορούσε τα παπούτσια της μόλις προτού φτάσει το κάρο στην πόλη. Αφότου έγινε μεγάλο κορίτσι, ζητούσε από τον πατέρα της να κάνει μια στάση στα πρώτα σπίτια και να την αφήσει να κατέβει για να περπατήσει λίγο. Δεν του 'λεγε γιατί προτιμούσε το περπάτημα παρά να συνεχίσει με το κάρο. Εκείνος θαρρούσε πως ήταν εξαιτίας των καλοστρωμένων δρόμων, των πεζοδρομίων. Μα η Λένα το ήθελε επειδή λογάριαζε πως όσοι την έβλεπαν να πηγαίνει με τα πόδια θα νόμιζαν ότι έμενε κι αυτή στην πόλη.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΓΚΥ ΝΤΕ ΜΩΠΑΣΣΑΝ ( 5 Αυγούστου 1850 – 6 Ιουλίου 1893 )

 

Ο Γκυ ντε Μωπασσάν (Henry René Albert Guy de Maupassant, 5 Αυγούστου 1850 – 6 Ιουλίου 1893) ήταν Γάλλος συγγραφέας της νατουραλιστικής σχολής. Θεωρείται ο μεγαλύτερος διηγηματογράφος της Γαλλίας.
Γεννήθηκε στο Château de Miromesnil, κοντά στη Διέππη. Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τον χωρισμό των γονέων του. Έμεινε ως τα δεκατρία του με τη μητέρα του, στην οποία ήταν αφοσιωμένος, και έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τον πατέρα του (που προβάλλονται σε πολλά από τα έργα του) παρά την κάθε είδους βοήθεια που έπαιρνε από αυτόν.
Αποφοίτησε από το λύκειο της Χάβρης, αφού πρώτα φρόντισε να αποβληθεί από ένα ημιθρησκευτικό εκπαιδευτήριο, και το 1869 άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Παρίσι. Πολέμησε ως εθελοντής στον Γαλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870 στην πρώτη γραμμή αλλά ο πατέρας του πέτυχε τη μετάθεσή του σε λιγότερο επικίνδυνη μονάδα. Μετά την αποφοίτησή του από τη νομική σχολή, με τη βοήθεια πάντα του πατέρα του, ο Μωπασσάν διορίστηκε δημόσιος υπάλληλος.
Η μητέρα του ήταν γνώριμη του Φλωμπέρ, ο οποίος ανέλαβε τη λογοτεχνική αγωγή του. Στο σπίτι του Φλωμπέρ ο Μωπασσάν γνώρισε τον Ζολά, τον Τουργκένιεφ, τον Εντμόν ντε Γκονκούρ και τον Χένρυ Τζαίημς. Κάποια διηγήματά του δημοσιεύτηκαν με ψευδώνυμο σε επαρχιακά περιοδικά.
Το 1880 κυκλοφόρησε το βιβλίο Les Soirées de Médan που περιείχε έξι πολεμικές ιστορίες ισάριθμων συγγραφέων μεταξύ των οποίων και ο Ζολά. Την καλύτερη εντύπωση έκανε το Boule de Suif («Μπάλα από λίπος») του Μωπασσάν.
Αμέσως έγινε περιζήτητος από εφημερίδες και περιοδικά, όπου άρχισε να δημοσιεύει άρθρα και τις μάλλον πικάντικες ιστορίες του. Μεταξύ 1880 και 1890 δημοσίευσε 300 διηγήματα, τρία ταξιδιωτικά, μια ποιητική συλλογή και έξι μυθιστορήματα, με γνωστότερο το Bel-Ami (Ο Φιλαράκος). Σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, ο Μωπασσάν ταύτιζε τον εαυτό του με τον ασυνείδητο και αρριβίστα ήρωα του έργου του — ή τουλάχιστον θα ήθελε να ταυτιστεί.
Είχε πια μεγάλη οικονομική άνεση, άρχισε τα ταξίδια και αγόρασε θαλαμηγό την οποία ονόμασε «Bel-Ami». Οι σχέσεις του με τις γυναίκες έφταναν στα όρια της ερωτομανίας. Τακτικός θαμώνας των οίκων ανοχής (που περιγράφονται στην Μπάλα από λίπος και αλλού), άρχισε μετά την επιτυχία του να συναναστρέφεται τις εταίρες της εποχής, τις λεγόμενες horizontales, και προχώρησε σε κυρίες της υψηλής κοινωνίας.
Αλλά από τα 20 χρόνια του έπασχε από σύφιλη. Ίσως η ασθένεια να οφειλόταν στην σεξουαλική του ασυδοσία. Αλλά, το γεγονός ότι και αδελφός του έπασχε και πέθανε από αυτή, δείχνει ότι μάλλον ήταν κληρονομική. Όσο προχωρούσε η δεκαετία του 1880, τόσο τα συμπτώματα γίνονταν εντονότερα, ιδιαίτερα στον ψυχολογικό τομέα, με χαρακτηριστικότερο τη μανία μετακίνησης από το ένα μέρος της Γαλλίας στο άλλο. Ενδεικτικό της κατάστασης πανικού που τον διακατείχε και προφητικό ήταν το διήγημά του Le Horla. Έντονος άλλωστε ήταν ο πεσιμισμός του και φανερή η επίδραση του Σοπενχάουερ.
Το 1889 ο αδελφός του πέθανε σε άσυλο ψυχοπαθών. Η λύπη του Μωπασσάν και ο τρόμος για την δική του μοίρα επιδείνωσαν την κατάστασή του. Το 1892 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική όπου και πέθανε στα 43 του χρόνια.



ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ 

Εισέβαλα στο χώρο της λογοτεχνίας σαν μετέωρο και θα αποχωρήσω σαν κεραυνός.
I entered literary life as a meteor, and I shall leave it like a thunderbolt.
Δήλωσή του προς στον ποιητή Jose Maria de Heredia, όπως αναφέρεται από τον Pol Neveux στο Original Short Stories
Ένα νόμιμο φιλί δεν είναι ποτέ τόσο καλό όσο ένα κλεμμένο φιλί.
A legal kiss is never as good as a stolen kiss.
A Wife’s Confession
Ο πατριωτισμός είναι ένα είδος θρησκείας, είναι το αυγό απ' όπου εκκολάπτονται οι πόλεμοι.
Patriotism is a kind of religion; it is the egg from which wars are hatched.
My Uncle Sosthenes
Το πραγματικό μπορεί μερικές φορές να φαίνεται απίθανο.
Le vrai peut quelquefois n’être pas vraisemblable.
Pierre et Jean (Πέτρος και Γιάννης 1888), εισαγωγή xv
Ο καθένας από εμάς είναι απλώς μια ψευδαίσθηση του κόσμου, ποιητική ψευδαίσθηση, συναισθηματική, χαρούμενη, μελαγχολική, βρώμικη ή σκοτεινή ανάλογα με τη φύση του. Και ο συγγραφέας δεν έχει άλλη αποστολή από το να αναπαράγει αυτή τη ψευδαίσθηση.
Chacun de nous se fait donc simplement une illusion du monde, illusion poétique, sentimentale, joyeuse, mélancolique, sale ou lugubre suivant sa nature. Et l’écrivain n’a d’autre mission que de reproduire fidèlement cette illusion
Pierre et Jean (Πέτρος και Γιάννης 1888), εισαγωγή xviii

ΔΥΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 
Η ΔΙΑΘΗΚΗ

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑ ΣΕΡΜΠΟΥΑ αποτελείωναν το γεύμα τους, με ύφος δύσθυμο, ο ένας απέναντι στον άλλο.
Η κυρία Σερμπουά, μια μικροκαμωμένη ξανθούλα με ροδαλή επιδερμίδα, γαλανά μάτια, απαλές κινήσεις, έτρωγε αργά χωρίς να σηκώνει το κεφάλι της, σαν να την απασχολούσε μια θλιβερή κι επίμονη σκέψη.
Ο Σερμπουά, ψηλός, δυνατός, με φαβορίτες και ύφος υπουργού ή επιχειρηματία, φαινόταν νευρικός και συλλογισμένος.
Τελικά είπε, σαν να μονολογούσε:
«Είναι πολύ παράξενο στ’ αλήθεια!»
«Τι πράγμα, καλέ μου;» ρώτησε η γυναίκα του.
«Που ο Βωντρέκ δε μας άφησε τίποτα».
Η κυρία Σερμπουά κοκκίνισε· κοκκίνισε απότομα, σαν να απλώθηκε ξαφνικά ένα ροζ πέπλο στο δέρμα της από το λαιμό προς το πρόσωπο, και είπε:
«Ίσως υπάρχει καμιά διαθήκη στο συμβολαιογράφο. Μα πού να το ξέρουμε;»
Έδειχνε όμως στην πραγματικότητα να το ξέρει. Ο Σερμπουά απάντησε: «Ναι, είναι πιθανό. Γιατί εν τέλει ο εργένης μας αυτός ήταν ο καλύτερος φίλος και για τους δυο μας. Δεν ξεκολλούσε απ’ το σπίτι μας, έτρωγε εδώ τα βράδια μέρα παρά μέρα. Ξέρω πολύ καλά πως σου έκανε πολλά δώρα και πως αυτό ήταν ένας τρόπος, μεταξύ άλλων, να ξεπληρώνει τη φιλοξενία μας· όμως, μα την αλήθεια, όταν έχεις φίλους σαν κι εμάς, τους σκέφτεσαι στη διαθήκη σου. Είναι βέβαιο πως, εάν είχα αισθανθεί εγώ άρρωστος, θα είχα κάνει κάτι γι’ αυτόν, μολονότι εσύ είσαι η φυσική κληρονόμος μου».
Η κυρία Σερμπουά είχε τα μάτια κατεβασμένα. Και καθώς ο σύζυγός της λιάνιζε ένα κοτόπουλο, φύσηξε τη μύτη της όπως τη φυσάμε όταν κλαίμε.
Εκείνος εξακολούθησε: «Εν τέλει είναι πιθανό να υπάρχει μια διαθήκη στο συμβολαιογράφο και κάποιο μικρό κληροδότημα για μας. Δε θα μ’ ενδιέφερε κάτι το σπουδαίο· ένα ενθύμιο, απλώς ένα ενθύμιο, μια σκέψη, για να πειστώ ότι ένιωθε στοργή για μας».
Τότε η γυναίκα του είπε με διστακτική φωνή: «Εάν θέλεις, μετά το φαγητό, πάμε στου κυρίου Λαμανέρ και θα ξεκαθαρίσει το ζήτημα».
«Ναι, δεν βλέπω τίποτα καλύτερο» είπε εκείνος.
Και καθώς είχε δέσει μια πετσέτα γύρω απ’ το λαιμό του, για να μη λερώσει με σάλτσα τα ρούχα του, έμοιαζε μ’ έναν αποκεφαλισμένο που μιλούσε, με τις ωραίες φαβορίτες του να ξεχωρίζουν μαύρες πάνω στο λευκό ύφασμα και το πρόσωπό του σαν ενός μετρ ντ’ οτέλ σε μεγάλο οίκο.
Όταν μπήκαν στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ, παρατηρήθηκε κάποια μικρή αναστάτωση ανάμεσα στους υπαλλήλους, κι όταν ο κύριος Σερμπουά έκρινε σκόπιμο να πει το όνομά του, παρόλο που τον γνώριζαν πολύ καλά, ο πρώτος γραμματέας σηκώθηκε με ολοφάνερη προθυμία, ενώ ο δεύτερος χαμογελούσε.
Και οδήγησαν τον κύριο και την κυρία Σερμπουά στο γραφείο του αφεντικού.
Το αφεντικό ήταν ένα στρουμπουλό ανθρωπάκι, με κεφάλι σαν σφαίρα καρφωμένη σε μιαν άλλη σφαίρα, η οποία στηριζόταν σε δύο τόσο μικρά, τόσο κοντά πόδια, που σχεδόν έμοιαζαν κι αυτά με δύο σφαίρες.
Χαιρέτησε, τους κάλεσε να καθίσουν και, ρίχνοντας στην κυρία Σερμπουά ένα φευγαλέο συνωμοτικό βλέμμα, τους είπε:
«Τώρα μόλις εσκόπευα να σας γράψω για να σας παρακαλέσω να περάσετε από το γραφείο μου ώστε να σας γνωστοποιήσω τη διαθήκη του κυρίου Βωντρέκ που σας αφορά».
Ο κύριος Σερμπουά δεν άντεξε και είπε: «Το περίμενα».
Ο συμβολαιογράφος πρόσθεσε:
«Θα σας αναγνώσω αυτό το κείμενο, που είναι άλλωστε σύντομο».
Πήρε ένα χαρτί που βρισκόταν μπροστά του και διάβασε:
«Ο υπογεγραμμένος Πωλ Εμίλ Συπριέν Βωντρέκ, έχων σώας τας φρένας, εκφράζω εδώ την τελευταία μου θέληση.
»Επειδή ο θάνατος μπορεί να μας πάρει οποιαδήποτε στιγμή, επιθυμώ διά παν ενδεχόμενο να λάβω τα μέτρα μου, και γι’ αυτό συντάσσω τη διαθήκη μου, η οποία θα κατατεθεί στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ.
»Καθώς δεν έχω άμεσους κληρονόμους, αφήνω ολόκληρη την περιουσία μου, που αποτελείται από χρηματιστηριακές αξίες ύψους τετρακοσίων χιλιάδων φράγκων και ακίνητα ύψους εξακοσίων χιλιάδων περίπου φράγκων στην κυρία Κλαιρ Ορτάνς Σερμπουά, χωρίς καμιά εκ μέρους της υποχρέωση ή οποιονδήποτε άλλο όρο. Την παρακαλώ να αποδεχθεί τη δωρεά αυτή ενός πεθαμένου φίλου εις ένδειξιν μιας αφοσιωμένης, βαθιάς και προσήκουσας στοργής.
Εγένετο εν Παρισίοις τη 15η Ιουνίου 1883
υπογραφή: Βωντρέκ»

Η κυρία Σερμπουά είχε χαμηλώσει το κεφάλι και παρέμενε ακίνητη, ενώ ο άντρας της κοίταζε εμβρόντητος μια το συμβολαιογράφο και μια τη γυναίκα του.
Ο κύριος Λαμανέρ, ύστερα από μια στιγμή σιωπής, είπε:
«Εξυπακούεται, κύριε, ότι η σύζυγος σας δεν μπορεί να αποδεχθεί αυτό το κληροδότημα χωρίς τη συγκατάθεσή σας».
Ο κύριος Σερμπουά σηκώθηκε. «Ζητώ πίστωση χρόνου για να το σκεφθώ» είπε.
Ο συμβολαιογράφος, που χαμογελούσε με κάποια δόση πονηριάς, υποκλίθηκε: «Καταλαβαίνω τους λόγους που μπορεί να σας κάνουν να διστάζετε, αγαπητέ κύριε. Ο κόσμος κάνει μερικές φορές κακόβουλες κρίσεις. Θέλετε να ξανάρθετε αύριο, την ίδια ώρα, για να μου δώσετε την απάντησή σας;»
Ο κύριος Σερμπουά υποκλίθηκε: «Ναι, κύριε, ες αύριον».
Χαιρέτησε με τσιριμόνιες, πρόσφερε το μπράτσο του στη γυναίκα του, που ήταν κατακόκκινη σαν παπαρούνα και κρατούσε τα μάτια της πεισματικά χαμηλωμένα, και βγήκε με τόσο επιβλητικό ύφος που οι γραμματείς σάστισαν.
Μόλις επέστρεφαν στην κατοικία τους, ο κύριος Σερμπουά έκλεισε την πόρτα και είπε με στεγνή φωνή:
«Ήσουν ερωμένη του Βωντρέκ».
Η γυναίκα του, που έβγαζε το καπέλο της, στράφηκε με ένα τίναγμα:
«Τι; Εγώ;»
«Ναι, εσύ!... Δεν αφήνει κανείς ολόκληρη την περιουσία του σε μια γυναίκα χωρίς να...»
Εκείνη είχε γίνει κάτωχρη και τα χέρια της έτρεμαν λιγάκι καθώς προσπαθούσε να δέσει τις μακριές κορδέλες για να τις εμποδίσει να σέρνονται στο πάτωμα.
Μετά από λίγη σκέψη είπε: «Για στάσου... Είσαι τρελός... είσαι τρελός... Εσύ ο ίδιος δεν περίμενες, μόλις πριν από λίγο, ότι θα... θα σου... ότι θα σου άφηνε κάτι;...»
«Ναι, μπορούσε να μου αφήσει κάτι... εμένα,... τ’ ακούς; σ’ εμένα, αλλά όχι σ’ εσένα...»
Τον κοίταξε κατάματα με τρόπο βαθύ και παράξενο, σαν να ’θελε να βρει κάτι εκεί μέσα, να ανακαλύψει το άγνωστο εκείνο του Όντος που δεν εξιχνιάζεται ποτέ και μόλις που μπορούμε να μαντέψουμε αστραπιαία, σε στιγμές που ο άλλος δε φυλάγεται, έχει αφεθεί ή δεν προσέχει, και είναι σαν ν’ αφήνει μισάνοιχτες πόρτες προς τα μυστηριώδη εσώψυχά του· και είπε αργά:
«Νομίζω εντούτοις πως... αν..., πως θα φαινόταν τουλάχιστον παράξενο, ένα τόσο σπουδαίο κληροδότημα εκ μέρους του.. σ’ εσένα».
«Γιατί;» έκανε εκείνος απότομα, σαν άνθρωπος που διαψεύστηκε στις προσδοκίες του.
«Γιατί έτσι» είπε εκείνη κι έστρεψε το κεφάλι της, σαν να την είχε καταλάβει κάποια αμηχανία· ύστερα σώπασε.
Ο άντρας της άρχισε να πηγαινοέρχεται με γρήγορα βήματα.
«Δε θα δεχτείς κάτι τέτοιο, υποθέτω!» της είπε.
«Ασφαλώς» αποκρίθηκε εκείνη αδιάφορα. «Εν τοιαύτη περιπτώσει δεν αξίζει τον κόπο να περιμένουμε ως αύριο· μπορούμε να ειδοποιήσουμε αμέσως τον κύριο Λαμανέρ».
Ο Σερμπουά στάθηκε μπροστά της, κι έμειναν να αλληλοκοιτάζονται για λίγο στα μάτια από πολύ κοντά, προσπαθώντας να δουν, να μάθουν, να καταλάβουν, να ανακαλύψουν μέσα στον άλλο, να αναμετρηθούν ως τα μύχια της σκέψης, μέσα σε μιαν από αυτές τις εναγώνιες και βουβές αναζητήσεις δύο όντων που, αν και ζουν μαζί, εξακολουθεί να αγνοεί το ένα το άλλο, αλλά που το ένα υποψιάζεται, οσμίζεται, καραδοκεί ασταμάτητα το άλλο.
Ύστερα, απότομα, πλησίασε κοντά κοντά και της πέταξε με χαμηλή φωνή:
«Έλα, ομολόγησε πως ήσουν ερωμένη του Βωντρέκ».
Εκείνη σήκωσε τους ώμους: «Τι κουτός που είσαι!... Ο Βωντρέκ μ’ αγαπούσε, σίγουρα, όμως δε μ’ έκανε ποτέ δική του..., ποτέ».
«Λες ψέματα, δεν είναι δυνατό» είπε εκείνος χτυπώντας το πόδι.
«Όμως έτσι είναι» του απάντησε ήρεμα.
Εκείνος βάλθηκε πάλι να βαδίζει· ύστερα, σταματώντας και πάλι, είπε:
«Εξήγησέ μου τότε, γιατί αφήνει όλη του την περιουσία σ’ εσένα».
«Είναι πολύ απλό» είπε εκείνη νωχελικά. «Όπως έλεγες κι εσύ προ ολίγου, οι μόνοι φίλοι του ήμασταν εμείς, και ζούσε εξίσου στο σπίτι του και στο σπίτι μας, και τη στιγμή που έκανε τη διαθήκη του εμάς σκέφτηκε. Έπειτα, από αβροφροσύνη, έβαλε το όνομά μου στο χαρτί, αφού το όνομά μου του ήρθε, εντελώς φυσικά, την ώρα που έγραφε, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που σ’ εμένα έκανε δώρα κι όχι σ’ εσένα, έτσι δεν είναι; Είχε τη συνήθεια να μου φέρνει λουλούδια, να μου δίνει, κάθε 5 του μηνός, ένα μπιμπελό, επειδή γνωριστήκαμε κάποια 5η του Ιουνίου... Το ξέρεις καλά. Εσένα δεν σου έδινε σχεδόν ποτέ τίποτα· δεν του περνούσε καν από το νου. Στις γυναίκες και όχι στους συζύγους προσφέρουν δωράκια. Ε, λοιπόν, σ’ εμένα άφησε το τελευταίο του δώρο κι όχι σ’ εσένα, τίποτα το απλούστερο».
Ήταν τόσο ήρεμη, τόσο φυσική, που ο Σερμπουά προς στιγμήν αμφέβαλε, αλλά είπε: «Έτσι είναι. Όμως αυτό θα κάνει πολύ κακή εντύπωση. Οι πάντες θα πίστευαν πως κάτι τρέχει. Δεν μπορούμε να δεχθούμε».
«Τότε, λοιπόν, ας μη δεχθούμε, καλέ μου. Τούτο σημαίνει ένα εκατομμύριο λιγότερο για την τσέπη μας, αυτό είν’ όλο».
Εκείνος βάλθηκε να μιλάει, όπως σκέφτεται κανείς φωναχτά, χωρίς ν’ απευθύνεται άμεσα στη γυναίκα του.
«Μάλιστα, ένα εκατομμύριο —είναι αδύνατο—, θα χάναμε την υπόληψή μας —τόσο το χειρότερο—, θα ’πρεπε να μου είχε αφήσει εμένα το μισό, αυτό θα τακτοποιούσε τα πάντα».
Και κάθισε, σταύρωσε τα πόδια και βάλθηκε να πασπατεύει τις φαβορίτες του, όπως έκανε σε στιγμές μεγάλης περισυλλογής.
Η κυρία Σερμπουά είχε ανοίξει το καλαθάκι του εργοχείρου της, από το οποίο τράβηξε την άκρη ενός κεντήματος, και είπε ενώ άρχιζε να εργάζεται:
«Εμένα δε με νοιάζει. Πρέπει να το σκεφτείς εσύ».
Εκείνος έκανε πολλή ώρα ν’ απαντήσει, κατόπιν είπε διστακτικά:
«Να, θα υπήρχε, ας πούμε, ένας τρόπος, αν μου παραχωρούσες παραδείγματος χάριν τη μισή κληρονομιά, με δωρεά εν ζωή. Είμαστε άκληροι, μπορείς να το κάνεις. Έτσι θα κλείσουν τα στόματα του κόσμου».
«Δεν καταλαβαίνω πολύ καλά, πώς θα κλείσουν τα στόματα του κόσμου;» τον ρώτησε με σοβαρότητα.
Εκείνος θύμωσε απότομα: «Είσαι πραγματικά ανόητη. Θα πούμε πως κληρονομήσαμε εξ ημισείας. Και θα είναι αλήθεια. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε ότι η διαθήκη ήταν στο όνομά σου».
Εκείνη τον ξανακοίταξε με διεισδυτικό βλέμμα: «Όπως θέλεις, είμαι έτοιμη».
Τότε ο Σερμπουά σηκώθηκε και ξανάρχισε να περπατάει.
Έμοιαζε και πάλι να διστάζει, αν και το πρόσωπο του αχτινοβολούσε:
«Όχι... ίσως είναι προτιμότερο να αποποιηθείς εντελώς... είναι πιο αξιοπρεπές... ωστόσο... έτσι δε θα έχει κανείς τίποτα να πει... Οι πιο ενάρετοι άνθρωποι θα αναγκαζόντουσαν να κάνουν πίσω... Ναι, έτσι τακτοποιούνται τα πάντα...»
Στάθηκε μπροστά στη γυναίκα του: «Που λες, ελαφίνα μου, θα πάω μόνος μου στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ για να τον συμβουλευτώ και να του εξηγήσω το ζήτημα. Θα του πω ότι προτίμησες αυτή τη λύση από ευπρέπεια, για να μην μπορούν να κουτσομπολεύουν. Από τη στιγμή που αποδέχομαι το μισό αυτής της κληρονομιάς, είναι ολοφάνερο πως είμαι σίγουρος γι’ αυτό που κάνω, πως είμαι ενήμερος της κατάστασης, πως τη θεωρώ ξεκάθαρη, άμεμπτη. Είναι σαν να σου ’λεγα: "Αποδέξου την κι εσύ, καλή μου, αφού την αποδέχομαι εγώ, ο σύζυγός σου". Ειδάλλως, αληθινά, δε θα ’ταν σωστό».
«Όπως θέλεις» πρόφερε απλά η κυρία Σερμπουά.
Εκείνος συνέχισε, μιλώντας τώρα με στόμφο: «Ναι, μοιράζοντας την κληρονομιά, όλα εξηγούνται πολύ εύκολα. Κληρονομούμε ένα φίλο που δε θέλησε να κάνει διάκριση ανάμεσά μας, δε θέλησε να μας ξεχωρίσει, που δε θέλησε να μοιάζει πως έλεγε: "Προτιμώ τον ένα ή τον άλλο μετά το θάνατό μου, όπως έκανα κι όταν ζούσα". Και να ’σαι βέβαιη, πως αν το ’χε σκεφτεί, αυτό θα ’κανε. Δεν σκέφτηκε, δεν πρόβλεψε τις συνέπειες. Όπως το ’πες τόσο καλά, σ’ εσένα χάριζε πάντα τα δώρα του. Σ’ εσένα θέλησε λοιπόν ν’ αφήσει ένα τελευταίο ενθύμιο».
Εκείνη τον σταμάτησε έχοντας κάπως απαυδήσει: «Εντάξει, κατάλαβα. Δε χρειάζονται τόσες εξηγήσεις. Πήγαινε αμέσως στο συμβολαιογράφο».
«Έχεις δίκιο. Πηγαίνω» πρόφερε εκείνος κοκκινίζοντας, σαστισμένος ξαφνικά.
Πήρε το καπέλο του και. πλησιάζοντάς την, της πρότεινε τα χείλη για να τη φιλήσει, ενώ ψιθύριζε:
«Θα τα πούμε σε λίγο, χρυσή μου».
Ύστερα ο Σερμπουά έφυγε με χαρούμενο ύφος.
Και η κυρία Σερμπουά παράτησε το εργόχειρο της κι άρχισε να κλαίει.
μτφρ. Φοίβος I. Πιομπίνος



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΦΡΙΝΤΑ ΚΑΛΟ ( 6 Ιουλίου 1907 – 13 Ιουλίου 1954 )

 

Η Φρίντα Κάλο (Magdalena del Carmen Frida Kahlo y Calderón, η ορθή προφορά είναι Φρίδα Κάλο: ισπανική προφορά ΔΦΑ: [fɾiða 'kalo], 6 Ιουλίου 1907 – 13 Ιουλίου 1954), ήταν Μεξικάνα ζωγράφος. Στη ζωγραφική της κυριαρχούν τα έντονα χρώματα. Το στυλ που χρησιμοποιεί φαίνεται επηρεασμένο από τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στο Μεξικό αλλά φαίνεται να έχει δεχτεί και επίδραση Ευρωπαϊκών ρευμάτων στα οποία συμπεριλαμβάνονται ο Ρεαλισμός, ο Συμβολισμός και ο Υπερρεαλισμός. Αρκετά έργα της είναι αυτοπροσωπογραφίες, μέσα από τις οποίες εκφράζεται ο προσωπικός πόνος και η σεξουαλικότητά της.
Frida Kahlo Diego Rivera 1932

Το 1929 η Φρίντα Κάλο παντρεύτηκε το Μεξικάνο τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα, με τον οποίο μοιράζονταν τις ίδιες πολιτικές απόψεις. Ο Ντιέγκο Ριβέρα δώρισε το 1957 το "Γαλάζιο Σπίτι" της στο Κογιοακάν (Coyoacán), στην Πόλη του Μεξικού, και λειτουργεί πλέον ως μουσείο.

Νεανικά χρόνια

Γεννήθηκε από γερμανοεβραίο πατέρα και ισπανομεξικάνα μητέρα στο (Κογιοακάν) στην Πόλη του Μεξικού. Ο πατέρας της ήταν μορφωμένος, άθεος και είχε έρθει σε νεαρή ηλικία στο Μεξικό όπου είχε γίνει φωτογράφος. Η μητέρα της ήταν Καθολική.

Στην ηλικία των έξι αρρώστησε από πολιομυελίτιδα, με αποτέλεσμα το ένα της πόδι να είναι μικρότερο από το άλλο και ημιπαράλυτο. Παρακολούθησε την Escola Preparatoria μία από τα 35 κορίτσια ανάμεσα σε 2000 άτομα όπου και είδε για πρώτη φορά τον μετέπειτα σύζυγό της, τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα, ο οποίος ζωγράφιζε τους τοίχους της σχολής.

To 1925, στα 18 ένα τραμ συγκρούστηκε με το λεωφορείο στο οποίο επέβαινε. Υποβλήθηκε σε μεγάλο αριθμό εγχειρήσεων και έκτοτε η ζωή της σημαδεύτηκε από πόνο και θλίψη για την αδυναμία της να κάνει παιδιά.


Πρώτα Έργα

Το 1926, ενώ ανάρρωνε από το ατύχημα η Φρίντα Κάλο ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής. Η οικογένειά της δε μπορούσε να υποστηρίξει την καλλιτεχνική της δραστηριότητα οικονομικά, για αυτό και την προέτρεψαν να εικονογραφεί βιβλία ιατρικής. Το 1929 έδειξε τη δουλειά της στον Ντιέγκο Ριβέρα, τον οποίο είχε γνωρίσει στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μεξικού που σύχναζε. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκαν.

self portrait

Οι πίνακές της είναι αντιδιαμετρικοί από τους πίνακες του Ριβέρα. Eνώ ο Ριβέρα αντλούσε τα θέματά του από το Μεξικό της προκολομβιανής εποχής, η Φρίντα παρέμεινε πιστή στην τάση της mexicanidad, τη μεξικανική κουλτούρα που ανθούσε εκείνη την περίοδο. Συχνά οι πίνακές της επηρεάζονται τα δημοφιλή λαϊκά χριστιανικά τάματα (retablos) και αποτελούν ευχαριστία στην Παρθένο Μαρία για την πραγματοποίηση μιας ευχής.

Ο Ριβέρα ήταν ήδη αναγνωρισμένος ζωγράφος και οι τοιχογραφίες του είχαν μεγάλη ζήτηση στις Η.Π.Α.. Το ζευγάρι μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο και αργότερα στο Ντητρόιτ. Εκεί η Φρίδα απέβαλλε, η θλίψη της για τις αποβολές της αποτυπώνεται στους πίνακες "Αποβολή στο Ντητρόιτ" και "Νοσοκομείο Χένρι Φόρντ".

Αναγνώριση

Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Φρίντα Κάλο ήταν κυρίως γνωστή ως γυναίκα του Ριβέρα και όχι ως ξεχωριστή καλλιτέχνης. Το 1938 ο Αντρέ Μπρετόν γνώρισε την Κάλο και τον Ριβέρα κατά το ταξίδι του στο Μεξικό. Εκείνος εντυπωσιάστηκε από τη δουλειά της, την κάλεσε να πάρει μέρος στην έκθεση μαζί με άλλους σουρρεαλιστές ζωγράφους και οργάνωσε μια έκθεση της προσωπικής της δουλειάς στο Παρίσι. Εκείνη ωστόσο τόνισε πως οι πίνακές της δεν ήταν όνειρα, αλλά η δική της πραγματικότητα. Στη διάρκεια της ζωής της πραγματοποίησε τρεις μόνο εκθέσεις: στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και στο Μεξικό.

selfportrait 1926

Το 1939 χώρισε προσωρινά από τον Ριβέρα και αποσύρθηκε στο Μεξικό, στο "Γαλάζιο Σπίτι". Εκεί ζωγράφισε τον πίνακα "Οι δύο Φρίδες", στον οποίο απεικονίζει το δίλημμά της για το διαζύγιο. Σε όλη τη διάρκεια του 1939 διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με τον Νίκολας Μάρεϊ, τον οποίο είχε γνωρίσει μαζί με τον Ριβέρα στη Νέα Υόρκη. Σύντομα μετά το διαζύγιο, το 1940 χώρισε με τον Μάρεϊ και ξαναπαντρεύτηκε με τον Ριβέρα.

Το 2010, η κυβέρνηση του Μεξικού, σε αναγνώριση της συνεισφοράς της Φρίντα Κάλο αλλά και του Ντιέγκο Ριβέρα απεικόνισε τα πρόσωπά τους στις δύο όψεις του χαρτονομίσματος των 500 πέσος, στην έκδοση για τον εορτασμό της 200ής επετείου της ανεξαρτητοποίησης της χώρας και της 100ής επετείου της Μεξικανικής Επανάστασης.



La Casa Azul



Το Γαλάζιο Σπίτι της Φρίντα Κάλο (ισπανικά:La Casa Azul) όπου έζησε και δούλεψε στην Πόλη του Μεξικού είναι πλέον μουσείο, στο οποίο εκτίθενται προσωπικά της αντικείμενα. Η λήψη φωτογραφιών επιτρέπεται μόνο στο εξωτερικό του σπιτιού και στην αυλή του.

mydresshangsthere 1933



the dream 1940

moses 1945

the littledeer 1946

Διαβάστε περισσότερα   https://homouniversalisgr.blogspot.com/