ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ (13 Μαρτίου 1872 – 1 Ιουλίου 1923)

 

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε το 1872 στην Κέρκυρα, γιος του Μάρκου Θεοτόκη και της Αγγελικής Πολυλά, ανιψιάς του Ιάκωβου Πολυλά. Είχε δυο αδερφούς. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο ιδιωτικό σχολείο Κοντούτη, στη συνέχεια φοίτησε για οχτώ χρόνια στο Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1888. Μαθητής ακόμα έγραψε το σχολικό εγχειρίδιο Εγχειρίδιον προς κατασκευήν διαφόρων εκ χάρτου παιγνίων. Μέρος πρώτον : Το πτηνόν. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και το ενδιαφέρον του για τις φυσικές επιστήμες και το 1884 σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών εξέδωσε με τον αδερφό του Κωνσταντίνο την εφημερίδα Ελπίς. Το 1887 εξέδωσε μια μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και έστειλε μια μελέτη για το κυβερνώμενο αερόστατο στη Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών που επαινέθηκε.Το 1889 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης για σπουδές φυσικομαθηματικών επιστημών. Η κοσμική και σπάταλη ζωή που επέλεξε τον οδήγησε δυο χρόνια αργότερα για συνέχιση των σπουδών του στη Βενετία. Εκεί σύναψε δεσμό με τη βαρώνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς, δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερή του, από την οποία χώρισε προσωρινά κατόπιν παρέμβασης του πατέρα του τον ίδιο χρόνο, την παντρεύτηκε όμως δυο χρόνια αργότερα στη Βοημία. Ένα χρόνο αργότερα εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στον πύργο των Καρουσάδων. Τότε χρονολογείται και η έναρξη της βαθιάς φιλίας του με το Λορέντζο Μαβίλη, με τον οποίο πήρε μέρος στην κρητική επανάσταση και στον πόλεμο του 1897 και από τον οποίο υιοθέτησε το ενδιαφέρον του για τη σανσκριτική μυθολογία. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος έφυγε για σπουδές έξι μηνών στο Γκρατς της Αυστρίας, όπου ήρθε σε επαφή με τη σκέψη του Μαρξ και του Νίτσε και στράφηκε προς τις θεωρητικές επιστήμες. Το 1895 εξέδωσε ένα ρομάντζο στα γαλλικά, το 1899 δημοσίευσε σε συνέχειες το Πάθος και το Πίστομα στο περιοδικό Τέχνη του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Το 1900 πέθανε η κόρη του Ερνεστίνη από μηνιγγίτιδα σε ηλικία πέντε ετών. Το 1901 δημοσίευσε στο Διόνυσο το διήγημα Juventus Mundi και τον επόμενο χρόνο την Κασσώπη. Το 1902 επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Σολωμού και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε ένα άρθρο για το Σολωμό στην εφημερίδα Neue Presse της Βιέννης. Το 1903 γνωρίστηκε με την μετέπειτα στενή φίλη του Ειρήνη Δεντρινού και το 1904 δημοσίευσε στο Νουμά τη διατριβή του Σανσκριτική και καθαρεύουσα. Το 1905 οργάνωσε συνέδριο δημοτικιστών στην Κέρκυρα με αφορμή την εκεί επίσκεψη του Αλέξανδρου Πάλλη. 

1910: Ο Κ. Θεοτόκης με τον 

Αλέκο Δενδρινό

Οι καλεσμένοι επίσης Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Ψυχάρης και Ιωάννης Γρυπάρης δεν παρευρέθηκαν. Στη διετία 1907-1909 βρέθηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου για σπουδές και επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου υποδέχτηκε τον σοσιαλιστή Μαζαράκη. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κερκύρας και κατόπιν του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας και το 1912 τιμήθηκε με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος από την κυβέρνηση, βραβείο που όμως δε δέχτηκε. Το 1916 συμμετείχε σε ειδική αποστολή του επαναστατικού κινήματος Θεσσαλονίκης στη Ρώμη μετά από ανάθεση του τότε υπουργού Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη. Επέστρεψε στην Κέρκυρα και διορίστηκε αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στην Κέρκυρα, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο. Το 1917 μετά την πτώση της αυστροουγγρικής μοναρχίας ο Θεοτόκης και η σύζυγός του καταστράφηκαν οικονομικά. Η υγεία του κλονίστηκε. Εργάστηκε σποραδικά ως διευθυντής λογοκρισίας (για δυο μέρες), ως υπάλληλος των εκδόσεων Ελευθερουδάκη, της Υπηρεσίας Ξένων και Εκθέσεων και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ενώ δεν έπαψε σ’ όλη τη ζωή του να δημοσιεύει πεζογραφικά, ποιητικά και μεταφραστικά έργα του σε πολλά λογοτεχνικά και εφημερίδες (όπως Η Τέχνη, ο Νουμάς, ο Διόνυσος κ.α.).Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ δύσκολα λόγω της άθλιας οικονομικής του κατάστασης και της αρρώστιας του . Εγχειρίστηκε στον Ευαγγελισμό και οι γιατροί τον συμβούλεψαν να φύγει για την Κέρκυρα, όπου πέθανε την πρώτη Ιουλίου του 1923, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το τελευταίο του έργο με τίτλο Ο παπά Ιορδάνης περίχαρος και η ενορία του. Στο χώρο της πρωτότυπης λογοτεχνικής δημιουργίας ο Θεοτόκης ασχολήθηκε κυρίως με την πεζογραφία. Ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα (κυρίως κατά την περίοδο 1898-1910) με επιρροές από τον γερμανικό ιδεαλισμό και τη σκέψη του Νίτσε και θέματα μυθολογικά μεσαιωνικά και άλλα, όλα απομακρυσμένα από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Σύντομα άλλαξε κατεύθυνση και διέγραψε μια εξελικτική πορεία από την ψυχογραφική ηθογραφία και την αισθητιστική γραφή, προς τον ιδεολογικά φορτισμένο κοινωνικό ρεαλισμό (επιρροές από το σοσιαλισμό) και το νατουραλισμό. Σταθμοί της πορείας του στάθηκαν Το Πάθος, Το Πίστομα, Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλλα. Στο χώρο της ποίησης έγραψε 32 σονέτα με ερωτική κυρίως θεματολογία. Άξιες λόγου είναι επίσης οι φιλολογικές του μελέτες και οι εξαιρετικά φροντισμένες μεταφράσεις σημαντικών έργων της παλαιότερης και σύγχρονής του παγκόσμιας λογοτεχνίας (ο Θεοτόκης μιλούσε δέκα γλώσσες), με τις οποίες στόχευε στην πνευματική αφύπνιση του λαού, παράλληλα προς τον φίλο του Κωνσταντίνο Χατζόπουλο.http://www.ekebi.gr/



Η φωτογραφία από http://www.scriptamanent.gr/


  Έγραψαν για αυτόν:

Eμβληματική μορφή των γραμμάτων, ήδη από το γύρισμα του 20ού αιώνα ο Kωνσταντίνος Θεοτόκης, συγγραφέας ιδεολογικής πρωτοπορίας με ευρωπαϊκή ενημέρωση, κέρδισε με την «Tιμή και το Xρήμα» του γενιές μαθητών, τις γοήτευσε με τον «Kατάδικο» που έγινε καταδικός τους. Oύτως ή άλλως κέρδιζε πάντα τους λυκειόπαιδες από «τα αποδυτήρια» ήδη με τη μυθιστορηματική ζωή του και το λιτό βιογραφικό, με το τριπλό φωτοστέφανο του επαναστάτη: οικογενειακού (μαθητής σχεδόν στα 19 του συνδέεται και παντρεύεται την 36χρονη βαρόνη voMallowitz ερήμην του πατέρα του, στη Bενετία), του κοινωνικού αποστάτη (αυτόμολος από το αρχοντικό του γένος μεταπηδά στο πλευρό των λαϊκών στρωμάτων – μετεκενωτής των σοσιαλιστικών ιδεών στα καθ’ ημάς με τον K. Xατζόπουλο), αλλά και του εθνικού ήρωα (συμμετέχει εθελοντικά στην Eπανάσταση της Kρήτης και της Θεσσαλίας). Eπιπροσθέτως, το γεγονός ότι ήταν χρήστης 5 ζωντανών γλωσσών και κάτοχος 5 νεκρών (ο φερεγγυότερος μεταφραστής της ινδικής λογοτεχνίας μέχρι σήμερα!) προκαλεί τον θαυμασμό μας και στον αιώνα της πολυγλωσσίας και τον επαυξάνει με την πνευματική του πολυπραγμοσύνη (σπούδασε φυσικομαθηματικά στο Παρίσι, κλασική φιλολογία, κοινωνιολογία / φιλοσοφία στο Mόναχο και το Γκρατς).
Γιάννη Κουβαρά: K. Θεοτόκης: εποχή και βίος, Καθημερινή 24/12//2002
****
«Ο Θεοτόκης είναι ο πιο καθαρόαιμος εκπρόσωπος του κοινωνικού ρεαλισμού ανάμεσα στους συνοδοιπόρους του κι ο εισηγητής του κοινωνιστικού μυθιστορήματος, αυτός που έυρυνε ουσιαστικότερα από κάθε άλλον σύγχρονό του τα όρια της ηθογραφίας και της έδωσε καινούργια αίγλη, διατηρώντας από τα χαρακτηριστικά του είδους μονάχα το πλαίσιο και χρωματίζοντας τη γλώσσα του με το κερκυραϊκό ιδίωμα, όπου οφείλει κι ένα μέρος απ' την εκφραστικότητα του ύφους του, έτσι ώστε ο όρος ηθογραφία να μη σημαίνει πια στην περίπτωσή του ό,τι συνήθως για πολλούς απ' τους προηγούμενους. Ο ουσιαστικός προβληματισμός του, η πνευματική ανησυχία και το πάθος του, κι απ' την άλλη μεριά, η θητεία του στον Νίτσε, στα ινδικά κείμενα, στον Φλωμπέρ, στον Μπαλζάκ, τον Ζολά, τον Μεριμέ, τον Ντοστογέφσκι, τον Τολστόι και την άλλη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, και ταυτόχρονα η μελέτη του μαρξισμού και του σοσιαλισμού, αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες που τον οδήγησαν να διαμορφώσει τη συγγραφική του προσωπικότητα και να δώσει στο περιφρονημένο αυτό είδος, όπως θεωρείται από μερικούς η ηθογραφία, βάθος και περιεχόμενο όχι λιγότερο ουσιαστικό απ' όσο της είχαν δώσει νωρίτερα ο Βιζυηνός κι ο Παπαδιαμάντης, ανακατεύοντας μέσα στο νατουραλισμό του αδιόρατες συμβολιστικές αποχρώσεις, ίσα - ίσα για να γίνει πιο υποβλητικός, βαθαίνοντας στην ψυχολογία των προσώπων και πλάθοντας ζωντανούς ανθρώπινους χαρακτήρες.»

Στεργιόπουλου Κώστα, «Ο χαρακτήρας της πεζογραφίας του Θεοτόκη», στο Περιδιαβάζοντας. Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας. Τόμος Β΄, Εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα, 1986, σ. 171 - 172.


ΚΕΙΜΕΝΑ 


Η Τιμή και το Χρήμα


ΗΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1914. Όπως όμως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στην αφιέρωσή του στην Ειρήνη Δεντρινού «εγράφτηκε πριν από το βαλκανικό πόλεμο, που ήταν το προοίμιο του σημερινού ολέθριου σπαραγμού της Ευρώπης και εδημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Νουμά ενώ διαρκούσε και εμάνιζε εκείνη η αντάρα». Η χρονική περίοδος που γράφτηκε το διήγημα (νουβέλα θα λέγαμε σήμερα) συμπίπτει με την ακμή της σοσιαλιστικής δράσης του συγγραφέα. Το 1907-1909 ο Θεοτόκης παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Την εποχή αυτή η σοσιαλδημοκρατική κίνηση στη Γερμανία βρίσκεται στην κορύφωσή της. Κι ενώ στην πρώτη φάση της πεζογραφίας του ανανεώνει την ελληνική ηθογραφία με γλώσσα αδρή και λιτή (Κορφιάτικες ιστορίες), στη δεύτερη φάση, επηρεασμένος από τις σοσιαλιστικές ιδέες, προσπαθεί να δείξει ότι με το κοινωνικό σύστημα που ισχύει, το χρήμα και το συμφέρον αλλοιώνουν το χαρακτήρα των ανθρώπων και κατευθύνουν τις πράξεις τους. (Ή Τιμή και το Χρήμα, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους). Ο ιδεολογικός αυτός προγραμματισμός δε ζημιώνει καθόλου το διήγημα, που είναι οργανωμένο δραματικά, με σκηνές ζωντανές και ανθρώπινες. Η Ειρήνη Δεντρινού σε ομιλία της με τίτλο «Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης σαν συγγραφέας, σαν άνθρωπος» είπε σχετικά:

«Στην Τιμή και το Χρήμα —το πρώτο κατά χρονολογική σειρά μεγάλο διήγημα του Θεοτόκη— περιγράφεται ιδιαίτερα το κερκυραϊκό προάστιο, το Μαντούκι, και γενικά η κατάσταση της Κέρκυρας στην εποχή της πρωθυπουργίας του Γ. Θεοτόκη. Αντίθετος προς το συνονόματό του, ο συγγραφέας καυτηριάζει σατιρίζοντας τα πολιτικά συστήματα της τότε εποχής, το κυρίαρχο ρουσφετολόι, την πρόοδο του συστηματικού λαθρεμπορίου στις κερκυραϊκές ακτές και την εξαχρείωση του εκλογέα. Ανάμεσα σε όλη αυτή την κίνηση πλέκεται το τρυφερό και γεμάτο ποιητική αφέλεια ειδύλλιο της Ρήνης και του Ανδρέα, που η χρηματική ανάγκη το παρακολουθεί για να το χτυπήσει θανάσιμα. Έτσι ο συγγραφέας, αφού μας αποδείξει πόσο κυρίαρχα, πόσο τυραννικά, το χρήμα επιβάλλεται και στα δυνατότερα και αγνότερα αισθήματά μας, βάζει στο στόμα της Ρήνης τον ύμνο της αγάπης, ανώτερης απ' όλα τ' άλλα συναισθήματα, με μια φράση λιτή, χωρίς καμιά παράχορδη, επιδειχτική κραυγή, και που λιτότερη γίνεται στο στόμα της κοπέλας του λαού: "Με τα τάλαρα δεν αγοράζεις την αγάπη", λέει η Ρήνη του Αντρέα». («Νέα Εστία» Α' 1927, τεύχ, 7 και 8, και: Εκδ. «Κείμενα» Η Τιμή και το Χρήμα: σ. 121).

Ο Άγγελος Τερζάκης επίσης έγραψε σχετικά τα εξής:

«Ποιος φταίει; Η ερώτηση ανεβαίνει αυθόρμητα στα χείλη του αναγνώστη σαν τελειώσει το διήγημα — κι αυτό είναι εκείνο που είχε αποζητήσει ο συγγραφέας. Την απάντηση την έχει άλλωστε δώσει ο ίδιος με το «λάιτ μοτίβ»* του έργου: "Ανάθεμά τα τα τάλαρα!". Το λέει η Τρινκούλαινα, το λέει ο Αντρέας, —όταν βλέπει πως η ευτυχία χάθηκε πια— και τα δυο φαινομενικά αντίπαλα μέρη». Με τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, συνεχίζει ο Τερζάκης «σωτηρία δεν υπάρχει· οι άνθρωποι προστυχεύουν, τα ευγενικά συναισθήματα σβήνουν, τα πάντα γίνονται αντικείμενα συναλλαγής. Συμπόνια βαθιά μας απομένει, σαν κατακάθι, για όλους ανεξαίρετα τους ήρωες, αφού όλοι τους είναι θύματα και κανένας τους προσωπικά φταίχτης. Το δίπτυχο των αξιών, που εκφράζεται στον τίτλο του έργου, μένει, έτσι, γενικότερα αποφασιστικό και καλύπτει το μεγαλύτερο ποσοστό του Θεοτοκικού έργου· Τιμή-Χρήμα» (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Βασική Βιβλιοθήκη, Τόμ. 31, σ. 16).

Η ΤΑΝΙΑ - Η ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 


[Στην ταβέρνα του Τραγούδη]
Η ταβέρνα του Τραγούδη, η πιο ακουσμένη στο προάστιο για το καλό της το κρασί, είναι γεμάτη από ανθρώπους εργατικούς. Ο Αντρέας, μαζί με το θείο του Σπύρο και το φίλο του Αντώνη, βρίσκεται ανάμεσά τους. Ενώ πίνουν, συζητούν για τα πολιτικά και για τις εκλογές που πρόκειται να γίνουν. Ο Αντρέας τούς καλεί να ψηφίσουν τον υπουργό που υποστηρίζει κι αυτός· μες στην ταβέρνα οι περισσότεροι φαίνεται να συμφωνούν, εκτός από έναν:

«Και εδώ να τόνε ψηφίσουμε» είπε ένας μάστορας που έπινε ορθός ένα κρασί, «τίποτα δεν κάνει. Για πες μου, τι θα κάμουνε οι άλλες οι επαρχίες. Εδώ ας τσου πάρει και τσ' οχτώ· η χωριατιά είναι μαζί του· αμή αλλού; Σας το δίνω γραφτό, η Κυβέρνηση είναι πεσμένη».
«Το ξέρουμε» του αποκρίθηκε ο Αντρέας «που εσύ δεν ανήκεις στο κόμμα, γιατί δεν έφαες όσα ήθελες από την εργολαβία του θεάτρου· μα το χατίρι δε θα σου γένει».
Ο άλλος εκοίταξε ολόγυρά του, και αφού εκατάλαβε πως κανένας δεν ήταν με το μέρος του δεν απάντησε.
«Τι να σας πω», ξακολούθησε ο Αντρέας, μιλώντας χαμηλόφωνα στους συντρόφους του, «α γένει αυτό που κράζει τούτος ο κόρακας, τότε βέβαια δε μένει άλλο παρά η παντρειά. Σε δύο μήνες τα χρέγια δε βγαίνουνε. Ε μπάρμπα, τα 'χει τα χίλια αυτή που λες;»
«Και περισσότερα» του αποκρίθηκε χαρούμενος. «Εγώ, μωρέ, σου τα καταφέρνω όπως θέλει ο Θεός· και θα με συχωράς μια μέρα, μωρέ παιδί».
«Μα έχει κάτι μάτια η άλλη!» είπε πάλε ο Αντρέας κουνώντας το κεφάλι του.
«Α! η Ρήνη του Τρίνκουλου, ε;» είπε ο Αντώνης πίνοντας μια γουλιά κρασί και χτυπώντας τα χείλη του.
«Μες στην καρδιά μπήγεται το βλέμμα τση. Και ανάκουστη και αμελέτητη* και δουλεύτρα. Ω να 'μουναελεύτερος!»*
«Θα την έπαιρνα, μα τον Άγιο» είπε ο Αντρέας σηκώνοντας το καπέλο του, «μα τι να σου κάμω. Είναι βλέπεις τα όβολα. Για την οικογένεια τόσο τόσο δε θα μ' έγνοιαζε. Ως και οι αρχόντοι παίρνουνε τσι δούλες τσου και χειρότερες. Κάποιος δεν επήρε μία δημόσια* από το δρόμο, και τώρα κάνει και βίζιτες μαζί τση, κι αυτή πάει σ' όλα τ' αρχοντικά, και την έχει στα μεταξωτά ντυμένηνε; Εμέ, μπάρμπα, η Ρήνη, να ζεις, ντροπή δε θα μου 'φερνε».
«Πάρτηνε, Αντρέα» είπε ο Αντώνης· «αυτή είναι γυναίκα για το σπίτι σου».
«Τι του λες, μωρέ» είπε ο μπάρμπας· «αυτή για εμάς δεν είναι, δεν έχει παράδες! Εγώ του 'πα τι έχει να κάμει».
«Να τση 'δινε μοναχά η Επιστήμη τα χίλια*, κι ήβλεπες!» είπε ο Αντώνης.
«Α δεν ήτανε» είπε ο Αντρέας «το σπίτι μου σ' αυτή την περίληψη*, και τίποτα να μην είχε, παρά μονάχα ό,τι φορεί την καθημερινή, την έπαιρνα, γιατί έχει ξανθά μαλλιά και κάτι μάτια!... και κοιτάζει τόσο αθώα, τόσο γλυκά! Τώρα το κατάλαβα που 'ναι όμορφη. Εγίνηκε μια κοπελάρα! Εξεσπούρδισε* με μίας. Ούτε η χώρα δεν έχει μίαν όμοιανε. Μα τι κάνουνε τα τάλαρα, ανάθεμά τα κι όπου τα ανάδειξε!»
«Το λες γιατί δεν έχεις» του 'πε πονηρά ο μπάρμπας σουφρώνοντας το μέτωπο. «Πάρε, μωρέ, αυτήνε που σου λέω εγώ, και βλέπεις α δεν τα βλοήσεις. Ζωή χαρισάμενη, μωρέ. Τάλαρα, μου λές; Αυτά είναι οι θεοί σε τούτην τη γης! Φάε, αγάπη, μωρέ!» Κι έκαμε με το χέρι του το βιολί απάνου στην κοιλιά του. «Μα ψηλά τη γούνα σου, Αντρέα, κοίταξε μη σου την κολλήσουνε, μωρέ, και δεν έχεις ξεμπερδεμούς. Μην παραπερνάς το καντούνι τση. Μου λένε, πως τση μιλείς κιόλας».
«Παιδούλα την εγνώρισα και να μη τση μιλώ; Γιατί;»
«Γιατί εγίνηκε γυναίκα», του αποκρίθηκε ο μπάρμπας με σοβαρό ύφος.
Στην ταβέρνα τώρα οι χωριάτες είχαν φύγει. Κι από ένα άλλο τραπέζι αντήχησε από πολλά στόματα ένα άλλο τραγούδι:
Σαν απεθάνω θάψε με δω μέσα στην ταβέρνα 
να με πατεί η ταβερναριά κι η κόρη που μ' εκέρνα. 

Στο τέλος του τραγουδιού όλη η ταβέρνα εγέλασε. Ο κόσμος είχε πληθύνει. Ο μικρός ξυπόλητος δούλος δεν επρόφτανε να πλένει τα ποτήρια, κάποιοι κρασισμένοι εφώναζαν περισσότερο. Και η κουβέντα ήταν γενικιά. Εμιλούσαν για τα καράβια, για τα παπόρια που έρχονταν φορτωμένα κάρβουνα και που εφόρτωναν τα λάδια του νησιού· εμιλούσαν για τα παζάρια του λαδιού που εκείνην τη χρονιά είχαν βασταχτεί ακριβά πολύ, για τα χρήματα που έμπαιναν στον τόπο· εμιλούσαν για τους φόρους που έβαζε η Κυβέρνηση, κάθε Κυβέρνηση, ετοιμάζοντας πόλεμο, για να στέλνει του τόπου τα πλούτη, τον ίδρο του εργάτη, σε ξένα πουγκιά, των πλούσιων της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ιταλίας, και κάπου κάπου αντίσκοφτε την ομιλία ένα αρμονικό τραγούδι σαν τούτο:

Κορίτσι δεν αγάπησα ποτέ με τον παρά μου
παρά με το τραγούδι μου και με τον ταμπουρά* μου.


 .................................................................................
[Ανάθεμα τα τάλαρα]
Η ζωή εν τω μεταξύ συνεχίζεται. Ο Αντρέας εξακολουθεί το λαθρεμπόριο με το καΐκι του. Σε κάποιο ταξίδι του μαθαίνει πως η Ρήνη πρόκειται να παντρευτεί. Μετανιώνει που τόσον καιρό δεν έκαμε τίποτε. Βγαίνει στη στεριά και πηγαίνει στο σπίτι της. Τη βρίσκει μόνη της. Την πείθει, παρά τους δισταγμούς της, και τον ακολουθεί στο σπίτι του. Όταν αργότερα η σιόρα Επιστήμη θα τους επισκεφτεί, ο Αντρέας της υπόσχεται πως θα παντρευτεί τη Ρήνη χωρίς καμιά άλλη απαίτηση.
Έφτασε ο χειμώνας. Η Επιστήμη δέχεται την επίσκεψη του θείου του Αντρέα.
Της ζητάει 1.000 τάλαρα για προίκα. Αυτή επιμένει ότι μόνο 300 μπορεί να δώσει. Ο Αντρέας, όταν μαθαίνει την τελική της απάντηση, αποφασίζει να δουλέψει, για να ξεχρεώσει το σπίτι, που πρόκειται να πουληθεί. Εγκαταλείπει στο σπίτι τη Ρήνη, που είναι έγκυος, ψαρεύει και πουλάει τα ψάρια στην αγορά. Εκεί τον βρήκε η σιόρα Επιστήμη και του ζητάει να συζητήσουν. Αυτός δε δέχεται και τη διώχνει. Στην απελπισία της αρπάζει ένα μαχαίρι και τον χτυπάει σκληρά στο μπράτσο. Ενώ την πιάνουν οι αστυνομικοί, λέει του Αντρέα: «Μη μου χάσεις το σπίτι μου. Πάρ' το κλειδί του κομού και σύρε να σου τα δώκει όλα όσα έχω ο άντρας μου· όλα· μόνο διαφέντεψέ* με στο δικαστήριο. Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
Ο Αντρέας, που η πληγή του είναι επιπόλαιη, τρέχει χαρούμενος στο σπίτι του. Δε βρίσκει τη Ρήνη. Πηγαίνει έπειτα στο σπίτι της και της λέει τα νέα.

Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε.
«Γιατί δε χαίρεσαι;» την ερώτησε.
Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. Έτρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια του τα 'χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ' αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Ένα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγγρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.
Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: «Σ' εδυστύχεψε!»
Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: «Έφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλια».
«Και ξαναγοράζεις» του 'πε η Ρήνη πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει.
«Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας· «και δεν την έχω;»
«Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ' έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!»
«Θα ξανάρθει» της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα 'ναι παράδεισος!»
«Όχι!» του 'πε, «έπειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια μου;»
«Σ' εδυστύχεψε!» είπε πάλι πικρά ο πατέρας που τώρα ήταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση το 'πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
«Πάμε!» είπε ο Αντρέας.
«Όχι!» του 'πε μ' απόφαση· «εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ' άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!»
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα.
«Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!»

Κι εβγήκε στο δρόμο.

ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Μιχαήλ Μπακούνιν ( 14 Μαΐου 1814 – 1 Ιουλίου 1876 )

 

«Το πρόβλημα δεν έγκειται σε κάποια συγκεκριμένη μορφή διακυβέρνησης, αλλά στην ίδια την ύπαρξη της ίδιας της κυβέρνησης».


Από τη ζωή και το έργο του Μιχαήλ Μπακούνιν

Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς*

α΄. Βιογραφικά


Ὁ Μιχαήλ Ἀλεξάντροβιτς Μπακούνιν γεννήθηκε πρίν ἀπό διακόσια χρόνια, τό 1814, στό χωριό Πριαμούκινο, σέ μία παλαιά ἀριστοκρατική οἰκογένεια[1]. Ὁ πατέρας τοῦ Μιχαήλ ἦταν διπλωμάτης, θαυμαστής μέν τοῦ Ρουσσώ, ἀλλά καί συντηρητικῶν πολιτικῶν ἀπόψεων[2]. Στήν σύντομη αὐτοβιογραφική του ἀναφορά γιά τά χρόνια 1815-1840, ὁ Μπακούνιν σημειώνει ὅτι ὁ ἴδιος καί τά ἀδέλφια του «λάτρευαν περισσότερο τόν πατέρα τους πού ἦταν γεμᾶτος καλωσύνη»[3]. Ἰσχυρίζεται δέ ὁ ἴδιος ὁ Μιχαήλ ὅτι κατά τά χρόνια αὐτά δέν ἔλαβε κάποια ἰδιαίτερη θρησκευτική ἐκπαίδευση, ἐνῶ ὡς πρός τόν χαρακτῆρα του ἦταν «σκεπτικιστής παρά πιστός, ἤ μᾶλλον ἀδιάφορος»[4].

Ὕστερα ἀπό τήν σύντομη στρατιωτική του καριέρα (1828-1832), μεταβαίνει ὁ Μπακούνιν στήν Μόσχα ὅπου ἐντάσσεται στόν λεγόμενο «κύκλο τοῦ Στάνκιεβιτς», μέ τήν βοήθεια τοῦ ὁποίου ἀνακαλύπτει τήν γερμανική φιλοσοφία.

Τό πρῶτο κείμενο τοῦ Μπακούνιν εἶναι ἡ μετάφραση (1836) τῆς πραγματείας Einige Vorlesungen über dieBestimmung des Gelehrten (1794) τοῦ Γ. Φίχτε (1726-1814)[5]. Ἀκολουθεῖ ἡ μετάφραση τῶν Γυμνασιακῶν Λόγων τοῦ Γκ. Χέγκελ (1770-1831), ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε τό 1838 στήν περιοδική ἔκδοση «Ὁ παρατηρητής» τοῦ Β. Μπελίνσκι (1811-1848)[6].

Τό 1840 ἐγγράφεται στό πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου ὅπου παρακολουθεῖ μαθήματα φιλοσοφίας. Τήν ἴδια χρονιά δημοσιεύει τό ἄρθρο «Περί τῆς φιλοσοφίας», ὅπου ἐπιχειρεῖ νά ὁρίσει τό ἀκριβές περιεχόμενο τοῦ ὅρου. Γράφει, χαρακτηριστικά, ὁ Ρῶσσος φιλόσοφος ὅτι «ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει τήν ἱκανότητα νά σκέπτεται πράγματι καί πού ἀσχολεῖται οὐσιαστικῶς μέ τήν φιλοσοφία, δέν μπορεῖ νά ἔχει ἐπιφανειακή σκέψη καί ποτέ δέν θά εἶναι ἄθεος καί ἀερολόγος φιλελεύθερος. Τό πρῶτο πραγματικό βῆμα στήν σφαῖρα τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ὁποιασδήποτε ἐπιφανειακῆς σκέψεως: μέσα ἀπό τήν σταδιακή ἐξέλιξή της ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νά πέσει σέ μονομερή σκέψη, στήν ἀφαίρεση, ὅμως ὁ σκοπός της εἶναι πάντοτε σημαντικός, εἶναι πάντοτε διαποτισμένος ἀπό ἀγάπη γιά τήν ἀλήθεια: μία τέτοια φιλοσοφία δέν θά εἶναι ποτέ ἄθεη καί ἀναρχική, διότι ἡ οὐσία τῆς ζωῆς καί τῆς κινήσεώς της συνίσταται στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ αἰωνίου»[7]. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ τοποθέτηση αὐτή ἀνήκει στήν ἐποχή τῆς λεγομένης «δεξιᾶς ἑγελιανῆς φάσης του»[8]. Μάλιστα σ' ἕνα ἄλλο ἄρθρο αὐτῆς τῆς περιόδου ὁ Μπακούνιν παρουσιάζει τήν «Φαινομενολογία τοῦ Πνεύματος» τοῦ Χέγκελ[9].

Ἀκολουθεῖ ἡ περίοδος τῆς ἐντάξεως τοῦ Μπακούνιν στήν λεγόμενη «ἑγελιανή ἀριστερά», ἡ ὁποία «ἀπορρίπτει κάθε τάση συμβιβασμοῦ τῆς φιλοσοφίας μέ τό πρωσσικό κράτος»[10]. Τό ἄρθρο πού δείχνει ἀκριβῶς τήν ἐξέλιξη τοῦ Μπακούνιν, εἶναι «Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία» (1842). Ὁ Μπακούνιν ὑπογράφει τό κείμενο μέ τό ψευδώνυμο JulesÉlyzard[11], ἐνέργεια μέ τήν ὁποία, κατά μία ἄποψη, «ὑπογράμμιζε μᾶλλον μιά ἐσωτερική στροφή πρός τούς Γάλλους, τή στιγμή πού σάν χεγκελιανός τῆς ἀριστερᾶς προσπαθοῦσε νά συμπληρώσει τή φιλοσοσφική ἐλευθερία, κατάκτηση τῆς γερμανικῆς σκέψης, μέ τήν πολιτική καί κοινωνική ἐλευθερία, προσφιλή στόν γαλλικό σοσιαλισμό»[12].

Ἐάν γίνει δεκτό ὅτι ἡ ἑγελιανή ἀριστερά «ἔδωσε τήν σαφῶς ἐπαναστατική στροφή στή χεγκελιανή διαλεκτική»[13], τότε μπορεῖ νά κατανοηθεῖ τό γεγονός ὅτι μεταξύ τῶν ἐτῶν 1848-1874 ἡ ζωή τοῦ Μπακούνιν πλαισιώνεται ἀπό τήν συμμετοχή του σέ ἐξεγέρσεις (στήν Δρέσδη, στήν Λυών καί στήν Μπολώνια), ἀπό φυλακίσεις (στό φρούριο Πετροπαυλόφσκ) καί ἐξορίες (στήν Σιβηρία κ.ἄ.). Μέ ἄλλα λόγια, πρόκειται γιά τήν περίοδο τῆς ἔντονης ἐπαναστατικῆς δράσεως τοῦ Μπακούνιν. Ἔχει γενικότερα σημειωθεῖ ὅτι στά χρόνια αὐτά «ὁ Μπακούνιν πέρασε ἀπό τήν θρησκεία στόν ἀθεϊσμό καί ἀπό τά σχέδια γιά μία πανσλαβική ὁμοσπονδία στήν ἀναρχία»[14].

Μεταξύ τῶν κειμένων πού παρουσιάζουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, θά ἀναφερθεῖ ἡ Ἐξομολόγηση (1851)[15], ἕνα ἐνδιαφέρον κείμενο πού ἔγραψε ὁ φυλακισμένος Μπακούνιν κατόπιν ''προτάσεως'' τοῦ Τσάρου Νικολάου Α΄.

Ἀργότερα, τό 1871, γράφει τό Ἡ Κνουτο-Γερμανική αὐτοκρατορία καί ἡ κοινωνική ἐπανάσταση, τό ὁποῖο περιληφθεῖ στόν ΙΙΙ τόμο τῆς πρώτης γαλλικῆς ἐκδόσεως τῶν Ἔργων τοῦ Μπακούνιν (1908)[16].

Τό 1872 στό συνέδριο τῆς Α΄ Διεθνοῦς στήν Χάγη ὁ Μπακούνιν διαφωνεῖ μέ τόν Κ. Μάρξ (1818-1883). Ἄν καί ὁρισμένες ἐργατικές Ὁμοσπονδίες βρίσκονται ἰδεολογικά ἴσως κοντά στόν Μπακούνιν[17], ὁ Μάρξ κατορθώνει νά τόν ἀποπέμψει ἀπό τήν Α΄ Διεθνῆ, πρᾶγμα πού ἐπηρεάζει συνολικά τό παγκόσμιο ἐργατικό κίνημα. Ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι μᾶλλον ὀρθότερη ἡ ἄποψη ὅτι «στή διαμάχη αὐτή, πού ἀντικείμενό της εἶναι ὁ ἔλεγχος τῆς ὀργάνωσης, δηλαδή τοῦ διεθνοῦς ἐργατικοῦ κινήματος, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι οἱ δύο πρωταγωνιστές ἔπεσαν σέ σφάλματα»[18]. Ὡστόσο, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Μάρξ καί ὁ Φρ. Ἔνγκελς (1820-1895) ὀργάνωσαν μία συκοφαντική ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ Μπακούνιν, κατηγορώντας τον ἀκόμη καί ὡς «πράκτορα τῆς ρωσσικῆς κυβερνήσεως». Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Nettlau (1865-1944), ὁ Μάρξ καί ὁ Ἔνγκελς «ἐνήργησαν μέ αὐτήν τήν ἀσυνήθιστη ἔλλειψη ἐντιμότητας πού εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ὅλων τῶν πολεμικῶν τους βασιζόμενοι σέ ἀνεπαρκῆ στοιχεῖα, τά ὁποῖα, ὅπως συνήθιζαν, συμπλήρωσαν αὐθαίρετα γιά νά τά καταστήσουν ἀληθοφανῆ στούς ὀπαδούς τους, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἦταν ἐλεεινά παραμορφωμένα, λανθασμένα καί ἀνακριβῆ»[19].

Παρενθετικῶς θά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Μπακούνιν, παρά τήν διαφωνία του μέ τόν Μάρξ, ἀνεγνώριζε τήν «ἀνωτερότητά του σέ φιλοσοφικό καί ἐπιστημονικό ἐπίπεδο»[20]. Μάλιστα εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι παλαιότερα, πρό τῆς συγκρούσεως τους, ὁ Μπακούνιν εἶχε μεταφράσει τό «Κομμουνιστικό μανιφέστο» γιά τήν ἐφημερίδα τοῦ Ἀλεξ. Χέρτζεν (1812-1870), ἐνῶ εἶχε ἀρχίσει νά μεταφράζει καί τό «Κεφάλαιο», μετάφραση ἡ ὁποία πάντως δέν ὁλοκληρώθηκε ποτέ[21].

Τό 1873 ὁ Μπακούνιν γράφει τό Κρατισμός καί ἀναρχία, τό ὁποῖο εἶναι ἕνα συνθετικό ἔργο, μέ ἱστορικές ἀναφορές στίς διακυβερνήσεις τῆς Γερμανίας, τῆς Γαλλίας καί τῆς Ρωσσίας κατά τόν 19ο αἰ. καί σχετικές συγκρίσεις[22], ἀλλά καί μέ κριτικές τοποθετήσεις τοῦ Μπακούνιν ἀπέναντι στήν φιλοσοφία τοῦ Χέγκελ καί τοῦ Μάρξ[23]. Σέ ὁρισμένα σημεῖα[24] τό ἔργο αὐτό περιέχει ἐπαναλήψεις τοῦ ἔργου Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους, πού ἔχει δημοσιευτεῖ τό 1871. Καί στήν «Παρισινή κομμούνα» ὁ Μπακούνιν προσεγγίζει κριτικά τό ζήτημα τῆς Διεθνοῦς[25] καί τίς περί ἐπαναστάσεως καί κράτους ἀπόψεις τοῦ Μάρξ[26], ἐνῶ ὁριοθετεῖ τόν σκοπό τοῦ ἐπαναστατικοῦ προγράμματος τῶν ἀναρχικῶν, ὁ ὁποῖος συνοψίζεται στήν ἔκφραση «ὀργάνωση τῆς ἀλληλεγγύης στόν οἰκονομικό ἀγῶνα ἐνάντια στόν καπιταλισμό»[27]. Ἄς λεχθεῖ, παρενθετικά, ὅτι ἀρκετά νωρίς, στήν Ἐξομολόγηση, ὁ Μπακούνιν κάνει λόγο γιά τήν «ἀναγκαιότητα τῆς ἐπαναστάσεως στήν Ρωσσία»[28], ἔστω κι ἄν ὁ ἴδιος παραδέχεται ὅτι «γνωρίζει ἐλάχιστα τήν Ρωσσία»[29].

Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ συγκριτική ἀναφορά στόν Μάρξ καί στόν ὁραματιστή τῆς ἑνωμένης Ἰταλίας Τζ. Ματσίνι (1805-1872) πού ἐπιχειρεῖ ὁ Μπακούνιν στήν «Παρισινή κομμούνα»: «Ἀνάμεσα στόν Μάρξ καί στόν Ματσίνι ὑπῆρχε πάντα μία τεράστια διαφορά κι αὐτό ὁπωσδήποτε εἶναι πρός τιμήν τοῦ Ματσίνι. Ὁ Ματσίνι ὑπῆρξε ἕνας φανερά εἰλικρινής καί φλογερός πιστός. Λάτρευε τόν Θεό του, στόν ὁποῖο ἀφιέρωσε ὅ,τι σκεπτόταν, αἰσθανόταν ἤ ἔκανε. Σέ σχέση μέ τόν προσωπικό του τρόπο ζωῆς, ἦταν ὁ πιό ἁπλός ἄνθρωπος, ὁ πιό μετριοπαθής, ὁ πιό ἀνιδιοτελής. Ἀλλά γινόταν ἄκαμπτος, ὀργισμένος, ὅταν κάποιος πρόσβαλε τό Θεό του. Ὁ κύριος Μάρξ δέν πιστεύει στό Θεό, ἀλλά πιστεύει βαθειά στόν ἑαυτό του. Ἡ καρδιά του εἶναι γεμάτη ὄχι μέ ἀγάπη ἀλλά μέ μνησικακία ... Ὁ Ματσίνι ἤθελε νά ἐπιβάλλει στήν ἀνθρωπότητα τόν θεϊκό παραλογισμό· ὁ κύριος Μάρξ προσπαθεῖ νά ἐπιβάλλει τόν ἑαυτό του. Προσωπικά δέν πιστεύω σέ κανένα, ἀλλά ἄν ἤμουν ἀναγκασμένος νά διαλέξω, θά προτιμοῦσα τό Θεό τοῦ Ματσίνι»[30]. Μέ ἀφορμή τήν προσωπικότητα τοῦ Ματσίνι ὁ Μπακούνιν, στό Θεός καί Κράτος, διατυπώνει τήν ἄποψη ὅτι «ὁ Χριστιανισμός εἶχε ἐπίσης μεγάλους ἀνθρώπους, ἁγίους ἀνθρώπους, πού πραγματικά ἐφάρμοσαν ἤ πού τουλάχιστον προσπάθησαν μέ πάθος νά ἐφαρμόσουν αὐτά πού κήρυσσαν καί πού οἱ καρδιές τους, ξεχειλίζοντας ἀπό ἀγάπη, δέν ἔκρυβαν παρά μόνον περιφρόνηση γιά τίς ἡδονές καί τ' ἀγαθά τοῦ κόσμου»[31]. Πάντως, γιά τήν ἀκρίβεια, ὁ Μπακούνιν εἶχε ἀσκήσει αὐστηρή κριτική στόν Ματσίνι, ὅταν εἶχε γράψει ὅτι «στό βάθος τοῦ ἐπαναστατικοῦ προγράμματος τοῦ Ἰταλοῦ πατριώτη ὑπάρχει μία ἀρχή κατ' οὐσίαν ἐσφαλμένη ... Εἶναι ἡ ἀρχή ἑνός ἰδεαλισμοῦ συγχρόνως μεταφυσικοῦ καί μυστικοῦ ... Εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἡ λατρεία τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης ἐξουσίας, εἶναι ἡ πίστη στόν μεσσιανικό προορισμό τῆς Ἰταλίας ... Εἶναι τό πολιτικό πάθος τοῦ μεγαλείου καί τῆς δόξας τοῦ Κράτους, θεμελιωμένων πάνω στήν φτώχεια τῶν λαῶν»[32]. Εἶναι βέβαιο ὅτι στήν κριτική του ὁ Μπακούνιν εἶχε ὑπ' ὄψιν του τήν παλαιότερη τοποθέτηση τοῦ Μ. Στίρνερ (1806-1856) ὅτι «τό Κράτος παίζει τόν ἴδιο κυριαρχικό ρόλο μέ τήν Ἐκκλησία»[33]. Ἄς προστεθεῖ ἐπίσης ὅτι τίς ἴδιες κατηγορίες εἶχε ἀπευθύνει ὁ Μπακούνιν καί πρός τόν Γάλλο ἀναρχικό Προυντόν (1809-1865): «Ὁ Προυντόν, παρ' ὅλες τίς προσπάθειες πού ἔκανε νά πατήσει πάνω στό συγκεκριμένο, παρέμεινε ἰδεαλιστής καί μεταφυσικός»[34].

Ὁ Μιχαήλ Μπακούνιν πεθαίνει τό 1876 στήν Βέρνη.

Λίγο ἀργότερα, τό 1882, ἐκδίδεται τό ἔργο τοῦ Μπακούνιν Θεός καί κράτος[35] ὅπου εἶναι ἐμφανής ὁ μαχόμενος ἀθεϊσμός[36] του. Στό σημεῖο αὐτό θά ὑπομνησθεῖ μία χαρακτηριστική προσέγγιση σχετικά μέ τήν θρησκεία τήν ὁποία εἶχε διατυπώσει παλαιότερα ὁ Μπακούνιν στήν «Ἀντίδραση στήν Γερμανία»: «Πρέπει νά δράσουμε ὄχι μόνο πολιτικά ἀλλά καί θρησκευτικά μέσα στήν πολιτική μας. Αὐτό σημαίνει νά ἔχουμε σάν θρησκεία μας τήν ἐλευθερία, πού ἡ μόνη αὐθεντική ἔκφρασή της εἶναι ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀγάπη. Ναί, γιά μᾶς –πού θεωρούμαστε ἐχθροί τῆς χριστιανικῆς θρησκείας- καί μόνο σέ μᾶς μένει αὐτό τό ἔργο πού τό θεωροῦμε ὕψιστο χρέος: νά ἀσκοῦμε οὐσιαστικά τήν ἀγάπη ἀκόμα καί στίς πιό λυσσαλέες μάχες μας, αὐτήν τήν ἀγάπη πού εἶναι ἡ ὕψιστη ἐντολή τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀληθινή ἀρχή τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανισμοῦ»[37]. Εἶναι εὐνόητο ὅτι ὁ Μπακούνιν ἀνήκει στούς ἐχθρούς τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, καί βεβαίως τοῦ ἴδιου τοῦ χριστιανισμοῦ (ἰδιαιτέρως δέ ὑπό τήν ρωμαιοκαθολική καί τήν προτεσταντική ἐκδοχή του), πλήν ὅμως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὑπάρχει καί ὁ ἀληθινός χριστιανισμός, ἐν ἀντιθέσει προφανῶς πρός τόν χριστιανισμό ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τίς γνήσιες διαστάσεις του. Παλαιότερα ὁ σπουδαῖος Ἱστορικός τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας Β. Zenkovsky (1881-1962) εἶχε παρατηρήσει ὅτι στόν Μπακούνιν βρίσκουμε «μία λαϊκή θρησκευτική συνείδηση πού ἀναπτύσσεται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας»[38]. Πρός στήριξη αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας ὑπενθυμίζω ὅτι γιά τόν Μπακούνιν «ὁ ἄνθρωπος εἶναι θρῆσκος ἀπό τήν φύση του, εἶναι ὅπως ὅλα τά ἄλλα ζῶα- ἀλλ' αὐτός μόνο, πάνω σ' αὐτή τή Γῆ, ἔχει συνείδηση τῆς θρησκείας του»[39]. Ὀρθῶς προσθέτει ὁ Ρῶσσος ἀναρχικός ὅτι «ἡ εὐσέβεια, ὅσο κι ἄν δικαιολογεῖται, δέν θά πρέπει ποτέ νά μεταβληθεῖ σέ εἰδωλολατρεία»[40].

Ὡστόσο, καί γιά τήν ἀκρίβεια, ἡ πολεμική κατά τῆς θρησκείας ἐκ μέρους τοῦ Μπακούνιν εἶχε ἀρχίσει νωρίτερα, κατά τό 1867, ὅταν εἶχε συντάξει (ἀλλά δέν ἐξέδωσε) τό ἔργο «Φεντεραλισμός–σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός». Ἐπί τοῦ προκειμένου θά σημειωθοῦν δύο γνωστοί συλλογισμοί τοῦ Μπακούνιν: «Ὁ Θεός ὑπάρχει, ἄρα ὁ ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐφυής, δίκαιος, ἐλεύθερος, ἄρα ὁ Θεός δέν ὑπάρχει»[41]. Καί ἐπίσης: «Ὁ Θεός ὑπάρχει, ἄρα δέν ὑπάρχουν φυσικοί νόμοι καί ὁ κόσμος παρουσιάζει ἕνα χάος. Ὁ κόσμος δέν εἶναι καθόλου χάος, εἶναι διατεταγμένος ἀπό μόνος του, ἄρα δέν ὑπάρχει Θεός»[42]. Εἶναι προφανές ὅτι καί τά δύο συμπεράσματα τοῦ Μπακούνιν εἶναι αὐθαίρετα, ἀφοῦ δέν προκύπτουν κατά λογική ἀκολουθία ἀπό τίς συγκεκριμένες προκείμενες.

Παράλληλα μέ τήν κριτική ἐναντίον τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ὁ Μπακούνιν ἀσκεῖ δριμύτατη κριτική καί κατά τοῦ κράτους καί τοῦ κρατισμοῦ. Γιά παράδειγμα, στήν «Παρισινή κομμούνα τοῦ 1871» ὁ Ρῶσσος ἐπαναστάτης διακηρύσσει ὅτι «εἴμαστε (ἐνν. οἱ ἀναρχικοί) ἐχθροί τοῦ Κράτους καί κάθε μορφῆς κρατισμοῦ ... Εἴμαστε ἐχθροί κάθε Κυβέρνησης καί κάθε Κρατικῆς ἐξουσίας καί Κυβερνητικῆς ὀργάνωσης γενικά. Νομίζουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι θά μποροῦν νά ὀργανωθοῦν ἀπ' τή βάση πρός τά πάνω σ' ἐντελῶς ἐλεύθερες καί ἀνεξάρτητες ἑνώσεις χωρίς τόν Κυβερνητικό Πατερναλισμό, ἄν κι ὄχι χωρίς τήν ἐπίδραση μιᾶς ποικιλίας ἐλεύθερων ἀτόμων καί κομμάτων»[43]. Πάντως ὁ Μπακούνιν εἶχε ἐκφράσει πολύ νωρίς τίς ἐπιφυλάξεις του ἀπέναντι στήν λεγόμενη «κοινοβουλευτική δημοκρατία»[44]. Στό σημεῖο αὐτό μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει κανείς τήν ἐπίδραση τοῦ Μ. Στίρνερ ὁ ὁποῖος διακηρύσσει ὅτι «κάθε κράτος εἶναι μία τυραννία, ἀκόμα κι ἄν εἶναι τυραννία τοῦ ἑνός ἤ τῶν περισσοτέρων»[45].

Θεωρεῖ δέ ὅτι οἱ μαρξιστές «ὅπως ταιριάζει σέ καλούς Γερμανούς, λατρεύουν τήν κρατική ἐξουσία καί εἶναι ἐπίσης ὑπερμαχοι τῆς κοινωνικῆς τάξης πού εἶναι θεμελιωμένη ἀπό πάνω πρός τά κάτω...»[46]. Ἀπό ἱστορικῆς πλευρᾶς, ἡ κριτική τῆς κρατικιστικῆς ἀντιλήψεως τῶν μαρξιστῶν ἐκ μέρους τοῦ Μπακούνιν ἀπεδείχθη προφητικά σωστή, ἐάν λάβει κανείς ὑπ' ὄψιν τόν συγκεντρωτικό καί αὐταρχικό χαρακτῆρα τοῦ σοβιετικοῦ κράτους μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917.

Σχετικά μέ τήν πολεμική γραφή τοῦ Μπακούνιν ὁ γνωστός διανοητής I. Berlin (1909-1997) εἶχε παρατηρήσει παλαιότερα ὅτι «τά ἐπιχειρήματά του ἐναντίον τῶν θεολογικῶν καί τῶν μεταφυσικῶν ἀντιλήψεων, οἱ ἐπιθέσεις του ἐναντίον ὅλης τῆς δυτικῆς χριστιανικῆς παραδόσεως –τῆς κοινωνικῆς, τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἠθικῆς- οἱ ἐπιθέσεις του ἐναντίον τῆς τυραννίας, τόσο τῶν Κρατῶν ὅσο καί τῶν τάξεων πού ἔχουν ἐξουσία, τῶν ἱερέων, τῶν στρατιωτῶν, τῶν γραφειοκρατῶν, τῶν δημοκρατικῶν ἀντιπροσώπων, τῶν τραπεζιτῶν, τῶν ἐπαναστατικῶν ἐλίτ, ἐκτίθενται μέ μία γλῶσσα πού παραμένει ἕνα πρότυπο εὔγλωττης πολεμικῆς πρόζας»[47].

Τό 1896 ἐκδίδεται ἡ Ἀλληλογραφία τοῦ Μπακούνιν. Ὁ ἐπιμελημένος τόμος περιλαμβάνει ἐπιστολές τῶν ἐτῶν 1860-1874 πρός τούς φίλους του Χέρτσεν καί Ὀγκάρεφ, μέ ἐκτενῆ εἰσαγωγή τοῦ Μ. Ντραγκομάνωφ[48].

β΄. Ἡ θέση τοῦ Μ. Μπακούνιν στήν Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας

Ἔχουν κατά καιρούς διατυπωθεῖ ὁρισμένες ἀντιρρήσεις, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Μάρξ[49], ὅσον ἀφορᾶ τήν πρωτοτυπία τῆς φιλοσοφικῆς[50], ἀλλά καί τῆς κοινωνιολογικῆς[51], σκέψεως τοῦ Μπακούνιν. Εἶναι ἀκριβές ὅτι «ὁ Μπακούνιν δέν εἶναι ἕνα μεγάλο ὄνομα τῆς ἱστορίας τῆς φιλοσοφίας -καί ποτέ δέν ζήτησε νά εἶναι»[52]. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Μπακούνιν στό ἔργο του Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους διευκρινίζει χαρακτηριστικά: «Δέν εἶμαι οὔτε λόγιος, οὔτε φιλόσοφος, οὔτε κἄν ἐπαγγελματίας συγγραφέας»[53]. Ἡ ἀπόφανση αὐτή ἀποτελεῖ καί μία ἀπάντηση στήν διαπίστωση τοῦ Μ. Νettlau ὅτι «ὁ Μπακούνιν δέν γνώριζε τήν τέχνη τῆς σύνθεσης. Ἄν διαβάσει κανείς τά χειρόγραφά του, βλέπει πῶς ἀπό 'να γράμμα φτάνει νά βγάλει μιά μπροσούρα, ἀπό μιά μπροσούρα ἕνα τόμο»[54]. Θα ἔλεγα ὅτι ἀποτελεῖ μία ἀπάντηση καί στήν ἐπισήμανση τοῦ I. Berlin ὅτι «ἕνας προικισμένος δημοσιογράφος ... Τό λογοτεχνικό ταλέντο τοῦ Μπακούνιν ἦταν πολύ΄περιορισμένο»[55]

Παρά ταῦτα, ὁ Μιχαήλ Μπακούνιν κατέχει μία ἰδιαίτερη θέση στήν Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας καί εἰδικότερα τῆς ρωσσικῆς σκέψεως τοῦ 19ου αἰ[56].

Ἀρχικῶς θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι στό Πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου[57] ὁ Μπακούνιν ἔλαβε μιά καλή, ἄν καί ὄχι ὁλοκληρωμένη, φιλοσοφική παιδεία, παρακολουθώντας μάλιστα τίς παραδόσεις τοῦ Σέλλινγκ (1775-1854) καί μελετώντας ἰδιαιτέρως τά «προβλήματα τῆς μεταφυσικῆς»[58]. Συναφῶς ἐπισημαίνεται ὅτι «ὅπως ὁ Χέρτζεν, ἀπό τόν Κάντ, τόν Φίχτε καί τόν Σέλλινγκ, ὁ Μπακούνιν περνᾶ στόν Χέγκελ καί ἀπό τόν Χέγκελ στόν Φόϋερμπαχ»[59]. Ἀναγνωρίζεται ἐπίσης ἡ ἐπίδραση πού ἄσκησε στό πνεῦμα καί στόν λόγο του ὁ Φίχτε[60].

Ἄν καί διαφωνεῖ μέ τήν γνωστή διατύπωση τοῦ Χέγκελ ὅτι «αὐτό πού εἶναι λογικό, εἶναι ἀληθινό καί αὐτό πού εἶναι ἀληθινό, εἶναι λογικό»[61], ἐντούτοις ὁ Ρῶσσος διανοητής καί ἐπαναστάτης στό ἄρθρο «Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία» θά γράψει ὅτι «ὁ Χέγκελ εἶναι ἀναντίρρητα ὁ μεγαλύτερος φιλόσοφος τῆς ἐποχῆς μας, τό ὑψηλότερο σημεῖο τῆς σύγχρονης κουλτούρας»[62]. Ἀλλά καί στό ἔργο Κρατισμός καί ἀναρχία (1873) ἀποτιμᾶ τήν φιλοσοφία τοῦ Χέγκελ ὡς «ἕνα ἀξιοπαρατήρητο γεγονός στήν ἱστορία τῆς ἐξέλιξης τῆς σκέψης. Ἦταν ἡ τελευταία λέξη τοῦ πανθεϊστικοῦ κι ἀφηρημένα ἀνθρωπιστικοῦ κινήματος τῆς γερμανικῆς σκέψης πού ἄρχισε μέ τά ἔργα τοῦ Λέσσινγκ κι ἀναπτύχθηκε ὁλοκληρωμένα ἀπ' τόν Γκαῖτε. Ἦταν ἕνα κίνημα πού δημιούργησε ἕναν κόσμο ἄπειρο, ἀπέραντο, πλούσιο, ἀνεβασμένο καί προικισμένο μέ ἀπόλυτη λογική, ἀλλά πού παρέμεινε ξένος πρός τήν πραγματικότητα, πρός τή ζωή καί πρός τή γῆ, σάν τόν οὐρανό τῶν χριστιανῶν καί τῶν θεολόγων»[63]. Ὁμοίως καί στήν πολεμική πραγματεία Θεός καί Κράτος ὁ Μπακούνιν χαρακτηρίζει τόν Χέγκελ ὡς τήν «μεγαλύτερη φιλοσοφική μεγαλοφυία πού ἐμφανίστηκε μετά ἀπ' τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Πλάτωνα»[64].

Δέν εἶναι ἄνευ σημασίας ἡ παραδοχή τοῦ Φρ. Ἔνγκελς ὅτι ὁ Μπακούνιν κατανόησε κατά τόν καλύτερο τρόπο τήν διαλεκτική τοῦ Χέγκελ[65].

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐπίδραση τοῦ Σέλλινγκ στόν Μπακούνιν, ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι ἦταν αὐτή μόνον ἕνας ἐνθουσιασμός, «πού δέν θά καθορίσει τόν ὁριστικό φιλοσοφικό προσανατολισμό τοῦ Μπακούνιν»[66]. Πάντως, γιά τήν ἀκρίβεια, ὁ ἴδιος ὁ Μπακούνιν θεωρεῖ τόν Σέλλινγκ ἕνα «ἀπό τούς σπουδαιότερους θεμελιωτές»[67] τῆς φιλοσοφίας.

Συμπέρασμα.

Σέ μία τελική ἀποτίμηση, εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι ὁ Μπακούνιν ὑπῆρξε μία ἰδιαίτερη φυσιογνωμία, χαρακτηριζόμενη ἀπό ρομαντισμό[68], ρητορική εὐγλωττία καί πάθος[69], ἀγάπη γιά τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία, προσπαθώντας νά συνδυάσει τήν Θεωρία μέ τήν Πράξη, ἀδιαφόρως ἄν τελικῶς τό κατάφερε. Διέθετε φιλοσοφική παιδεία, ἄν καί ὄχι συστηματική, πρᾶγμα πού μπορεῖ νά διακρίνει κανείς σέ διάφορα, μεγαλύτερα ἤ μικρότερα, ἔργα του. Ὁπωσδήποτε στίς ἐπιθέσεις τοῦ Μπακούνιν κατά τοῦ κράτους καί τῆς θρησκείας θά ἀναγνωρίσει κανείς τήν ἐπίδραση τοῦ Μ. Στίρνερ.

Βιβλιογραφία
α΄ Πηγές
Bakounine Μ., Œuvres τ. Ι, εἰσ. Μ. Nettlau, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1895
Bakounine Μ., Œuvres τ. ΙΙ, πρόλ.-σημ. καί «notice biographique» J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1907
Bakounine Μ., Œuvres τ. III, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1908
Bakounine Μ., Œuvres τ. IV, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1910
Bakounine Μ., Œuvres τ. V, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1911
Bakounine Μ., Œuvres τ. VI, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1913
Bakounine M., Correspondance. Lettres à Herzen et à Ogareff, πρόλ.-σημ. M. Dragomanov, μετ. M. Stromberg, Librairie Académique Didier Perrin et Cie Παρίσι 1896
Bakounine M., Confession, μετ. P. Brupbacher, εἰσ. F. Brupbacher καί σημ. M. Nettlau, Παρίσι 1932
Bakounine M., «Ηistoire de ma vie», La societé nouvelle, 1896, σσ. 309-324.
Βakounine M., Considérations philosophiques, εἰσ. J.-Chr. Angaut, Éditions Entremonde, Γενεύη 2010
Bakounine M., Confession, présentastion par J.-Chr. Angaut, Éditions Le passager cladestin, Neuvy-en-Champagne 2013
Feuerbach L., Ἡ οὐσία τοῦ χριστιανισμοῦ, μετ. Θ. Γκιούρας, Ἐκδόσεις ΚΨΜ, Ἀθήνα 2012
Μπακούνιν M., Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός ἀντιθεολογισμός, μετ. Γ. Νταλιάνη, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα, ἄ.ἔ.
Μπακούνιν M., Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία, μετ. Ν. Κούρκουλος, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 1987
Μπακούνιν Μ., Κρατισμός καί ἀναρχία, μετ. Γ. Γαλανόπουλος, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 1979
Μπακούνιν Μ., Θεός καί Κράτος, μετ. Ν. Ἀλεξίου-Ἀ. Γκίκας, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 1986
Μπακούνιν Μ., Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους, μετ. T. Λουμάλα, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα, ἄ.ἔ.
Μαπκούνιν Μ., Ἀπάντηση ἑνός διεθνιστῆ στόν Τζουζέπε Ματσίνι, μετ. Μ. Λογοθέτη, Π. Καλαμαράς, Ἐλευθεριακή Κουλτούρα, Ἀθήνα 1997 (Ἀντί τοῦ συγκεκριμένου κειμένου προτείνω τήν γαλλική ἔκδοση: Réponse d' unInternational à Mazzini, στό Œuvres, τ. VI, σσ. 109-128)
Stirner M., L' Unique et sa proprieté, trad. H. Lasvignes, La Table Ronde, Paris 2000

Βοηθήματα
Arvon H., Ὁ ἀριστερισμός, μετ. Β. Βασιλείου, Ἐκδοτικός Οἶκος Ἰ.Ν. Ζαχαροπούλου, Ἀθῆναι 1975
Arvon H., Mπακούνιν, μετ. Π. Γκέκα, Ἐκδόσεις Πλέθρον, Άθήνα 2009
Berlin I., Les penseurs russes, trad. D. Olivier, Éditions Albin Michel, Paris 1984
Γκερέν Ντ., Ὁ ἀναρχισμός. Ἀπό τήν θεωρία στήν πράξη, μετ. Μπ. Λυκούδης, Ἀθήνα, 1973
Guérin D., Ni Dieu ni Maître. Anthologie de l' anarchisme, Éditions La Découverte, Παρίσι 2011
Lesourd Fr. (éd.), Dictionnaire de la philosophie russe, L' Age d' Homme, Λωζάνη 2010
Μπαλτᾶς Β.Δ., Ρῶσσοι φιλόσοφοι. 19ος-20ός αἰ., Ἐκδόσεις Σαββάλας, Ἀθήνα 2002
Μπαλτᾶς Δ., Σταθμοί τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας, Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2008
Masaryk Τh., The spirit of Russia, transl. E.& C. Paul, τ. I, Λονδίνο-Νέα Ὑόρκη 1919
Nettlau Μ., M. Bakounin. Eine biographische Skizze, Verlag von P. Pawlowitsch, Βερολίνο 1901
Nettlau M., Ἱστορία τῆς ἀναρχίας, μετ. Σ. καί Μ.Κ., Διεθνής Βιβλιοθήκη, Ἀθήνα 1999
Ζenkovsky B., Histoire de la philosophie russe, trad. C. Andronikof, Gallimard, [Paris] 1992

Σημειώσεις
[1] Μ. Bakounine, Histoire de ma vie..., σ. 310.
[2] M. Nettlau, Ἱστορία τῆς ἀναρχίας..., σ. 116.
[3] Μ. Bakounine, Histoire de ma vie..., σ. 312.
[4] Βλ. καί Ι. Berlin, Les pesnseurs russes..., σ. 192.
[5] Μ. Nettlau, M. Bakounin..., σ. 4. Σημειωτέον ὅτι τό ἔργο τοῦ Φίχτε εἶχε μεταφρασθεῖ καί στήν ἑλληνική ὑπό τόντίτλο «Διδασκαλίαι περί τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ σπουδαίου» (μεταφρασθεῖσαι ὑπό Δρόσου Μανσόλα,Ἑρμούπολις 1829).
[6] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 434. Σχετικά μέ τούς «Γυμνασιακούς Λόγους» βλ. G.W.F. Hegel, Sämtliche Werke, B. 3, Philosophische Propädeutik, Frommann, Στουτγκάρδη, 1949. Ἐπίσης, βλ. τό κείμενο «Discours de Gymnase (2 Sept. 1811)» στόν τόμο G.W.F. Hegel, Textes pédagogiques, trad. B. Bourgeois, Éd. Vrin, Παρίσι, 1978.
[7] Δ.Β. Μπαλτᾶς, Ρῶσσοι φιλόσοφοι..., σσ. 29-30.
[8] Μ.Α. Gillespie, Ὁ μηδενισμός πρίν ἀπό τόν Νίτσε, μετ. Γ.Ν. Μερτίκας, Ἀθήνα 2004, σ. 282.
[9] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 279.
[10] H. Arvon, Mπακούνιν..., σ. 42.
[11] M. Bakounine, Confession..., σ. 36.
[12] H. Arvon, Mπακούνιν..., σ. 43.
[13] H. Arvon, Mπακούνιν..., σ. 43.
[14] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 275.
[15] Ὁ γράφων ἑτοιμάζει τήν μετάφραση τοῦ ἔργου στήν ἑλληνική, μέ εἰσαγωγή καί σχόλια.
[16] M. Bakounine, Œuvres t. III.
[17] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σ. 63.
[18] Ντ. Γκερέν, Ὁ ἀναρχισμός..., σ. 27.
[19] M. Nettlau, Ἱστορία τῆς ἀναρχίας..., σσ. 156-157.
[20] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 464.
[21] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 464.
[22] Βλ. ἐνδεικτικῶς Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σσ. 7-34, σσ. 40-52, σσ. 77-93, 128-134, σσ. 156-171.
[23] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σσ. 136-137 καί σσ. 147-148.
[24] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σσ. 35-36.
[25] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 66.
[26] Βλ. ἐνδεικτικῶς Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σσ. 42-43, σ. 46, σ. 51, σ. 64, σ. 84, σ. 89, σ. 105.
[27] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 71.
[28] Μ. Bakounine, Confession..., σ. 101, σ. 102, σ. 114.
[29] Μ. Bakounine, Confession..., σ. 103, σ. 109.
[30] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σσ. 74-75.
[31] Μ. Μπακούνιν, Θεός καί Κράτος..., σ. 52.
[32] M. Bakounine, Réponse d' un International à Mazzini, στό Œuvres, τ. VI, σσ. 109-110. Γιά τήν κριτική ἐναντίον τοῦ Ματσίνι βλ. ἐπίσης Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός..., σ. 34, σημ. 1.
[33] Μ. Stirner, L' Unique et sa proprieté..., σ. 241.
[34] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σ. 148.
[35] Ἐδῶ εἶναι χρήσιμη καί μία διευκρίνιση τόσο γιά τόν εἰδικό μελετητή τοῦ Μπακούνιν, ὅσο καί γιά τόν ἁπλό ἀναγνώστη. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ πρῶτες ἐκδότες τοῦ ἔργου Θεός καί κράτος «δέν ὑποπτεύθηκαν- οὔτε ἔμαθαν ποτέ- ὅτι τό χειρόγραφο ἦταν στήν πραγματικότητα ἕνα κομμάτι τοῦ ἔργου Ἡ Κνουτογερμανική Αὐτοκρατορία καί ἡ Κοινωνική Ἐπανάσταση ... Τό Β΄ τῆς Κνουτογερμανικῆς Αὐτοκρατορίας καταλαμβάνει τίς σελ. 9-177 τοῦ τ. Γ΄, τοῦ ὁποίου οἱ σελ. 18-131 περιέχουν τό σωστό κείμενο πού ὁ Καφιέρο καί ὁ Ρεκλύ ἐκδώσανε μέ τίτλο Θεός καί Κράτος» (Π. Ἄβριτς, «Εἰσαγωγή», στό Θεός καί Κράτος..., σσ. 11-13).
[36] Βλ. ἐνδεικτικῶς Μ. Μπακούνιν, Θεός καί Κράτος..., σ. 32, σ. 39, σ. 40, σ. 42, σ. 113.
[37] Μ. Μπακούνιν, Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία..., σσ. 18-19.
[38] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 276.
[39] Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός..., σ. 86.
[40] M. Bakounine, Réponse d' un International à Mazzini, στό Œuvres, τ. VI, σ. 112.
[41] Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός..., σ. 64.
[42] Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός..., σ. 74, σημ. 1.
[43] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 97.
[44] Βλ. ἀναλυτικῶς Bakounine, Confession..., σσ. 117-119.
[45] Μ. Stirner, L' Unique et sa proprieté..., σ. 210.
[46] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 41.
[47] Ι. Berlin, Les Penseurs russes..., σ. 147.
[48] Correspondance de M. Bakounine. Lettres à Herzen et à Ogareff, préf. et annot. M. Dragomanov, trad. M. Stromberg, Librairie Académique Didier Perrin et Cie Παρίσι.
[49] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 463.
[50] H. Arvon, Mπακούνιν..., σσ. 105-106.
[51] Ι. Berlin, Les Penseurs russes..., σ. 152.
[52] J.-Chr. Angaut, «Introduction», στό Considérations philosophiques..., σ. 9.
[53] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 11. Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά ἀνατρέξει καί στήν γνωστή ἀνθολογία τοῦ D. Guérin, Ni Dieu ni Maître..., σσ. 165-264.
[54] Μ. Νεττλώ, «Εἰσαγωγή», στό Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός- ἀντιθεολογισμός..., σ. 11.
[55] Les penseurs russes..., σ. 122.
[56] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 273. Fr. Lesourd (éd.), Dictionnaire de la philosophie russe..., σσ. 73-74.
[57] Μ. Bakounine, Confession..., σ. 137.
[58] M. Bakounine, Confession..., σ. 34.
[59] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 432.
[60] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 276.
[61] Γκ. Χέγκελ, Βασικές κατευθύνσεις τῆς φιλοσοφίας τοῦ Δικαίου, εἰσ.-μετ. Στ. Γιακουμῆς, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 2004, σ. 29.
[62] Μ. Μπακούνιν, Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία..., σ. 23.
[63] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σ. 136.
[64] Θεός καί Κράτος..., σ. 80.
[65] Ἡ ἀναφορά ἔχει ληφθεῖ ἀπό τόν H. Arvon (Μπακούνιν..., σ. 25).
[66] H. Arvon, Mπακούνιν..., σ. 28.
[67] Μ. Μπακούνιν, Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία, ὅ.π., σ. 35.
[68] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 276.
[69] Ι. Berlin, Les Penseurs russes..., σ. 150.

Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι εκπαιδευτικός και διδάκτωρ φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρώτη ανάρτηση Αντίφωνο

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://www.ideotopos.gr/


ΚΕΙΜΕΝΑ 

Θεός και Κράτος

…Ένας χριστιανός μπορεί να ‘ναι προφήτης, άγιος, παπάς, βασιλιάς, στρατηγός, υπουργός, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, εκπρόσωπος μιας οποιασδήποτε εξουσίας, χωροφύλακας, δήμιος, άρχοντας, εκμεταλλευτής αστός ή υποδουλωμένος προλετάριος, καταπιεστής ή καταπιεζόμενος, βασανιστής ή βασανιζόμενος, αφεντικό ή μισθωτός, δεν έχει όμως το δικαίωμα να πει τι είναι άνθρωπος.

Γιατί ο άνθρωπος δεν γίνεται πραγματικά άνθρωπος παρά μόνο στο μέτρο που σέβεται και αγαπά την ανθρωπότητα και την ελευθερία ολονών, και στο μέτρο που την ελευθερία του και την ανθρωπότητά του τις σέβονται, τις αγαπούν, τις αναδεικνύουν και τις δημιουργούν όλοι οι άλλοι…»

Κριτική της επιστήμης του κράτους και της δικτατορίας του προλεταριάτου 

Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση (σ.σ. 94-103) του έργου του Μιχαήλ Μπακούνιν «Η Παρισινή Κομμούνα και η ιδέα του Κράτους», σε μετάφραση Τζακ Λουμάλα και επιμέλεια Γ. Ξυλαγκρά (μέσα στη δικτατορία, μάλλον το 1972) Εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος». Η μετάφραση έγινε από την αγγλική γλώσσα και η επιλογή των κειμένων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο έγινε από την επίσης αγγλική έκδοση-συλλογή των έργων του Μπακούνιν με τίτλο «Bakunin on Anarchy», που επιμελήθηκε ο Σαμ Ντόλγκοφ και εκδόθηκε στις ΗΠΑ από τον οίκο Random House. 

Ο δρόμος που οδηγεί απ’ τη συγκεκριμένη πραγματικότητα στη θεωρία κι αντίστροφα, είναι η επιστημονική μέθοδος κι αποτελεί τον πραγματικό δρόμο. Στον πρακτικό κόσμο είναι η κίνηση της κοινωνίας προς οργανωτικές μορφές που θα καθρεφτίζουν την ίδια τη ζωή σ’ όλες τις πτυχές και την πολυπλοκότητά της, σ’ όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση.
Τέτοιος είναι ο δρόμος των ανθρώπων για την πλήρη απελευθέρωση, που θα είναι προσιτή σ’ όλους, ο δρόμος της αναρχικής κοινωνικής επανάστασης, που θα προέλθει από τους ίδιους τους ανθρώπους, μια στοιχειώδης δύναμη, που θα εξαλείψει όλα τα εμπόδια. Αργότερα, θα ξεπροβάλλουν αυθόρμητα απ’ τα βάθη της λαϊκής ψυχής οι νέες δημιουργικές μορφές της κοινωνικής ζωής. Ο δρόμος των κυρίων μεταφυσικών είναι εντελώς διαφορετικός.

Μεταφυσικός είναι ο όρος που χρησιμοποιούμε για τους οπαδούς του Χέγκελ και τους θετικιστές και γενικά για όλους εκείνους που λατρεύουν την επιστήμη σα θεό, όλους εκείνους τους σύγχρονους θαυμαστές του Προκρούστη, οι οποίοι, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, έχουν δημιουργήσει ένα ιδανικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης, ένα στενό κελί, μέσα στο οποίο επιθυμούν να σπρώξουν τις μελλοντικές γενιές, όλους εκείνους, που αντί να δουν την επιστήμη σαν μια μόνο από τις βασικές εκδηλώσεις της φυσικής και κοινωνικής ζωής, επιμένουν πως όλη η ζωή κλείνεται στις αναγκαστικά πειραματικές επιστημονικές θεωρίες τους. Οι μεταφυσικοί και οι θετικιστές, όλοι αυτοί οι κύριοι που θεωρούν σαν αποστολή τους να επιβάλλουν αυταρχικά τους νόμους της ζωής στ’ όνομα της επιστήμης, είναι συνειδητά ή ασυνείδητα αντιδραστικοί. Αυτό είναι πολύ εύκολο ν’ αποδειχθεί.

Η επιστήμη με την πραγματική έννοια αυτής της λέξης, η πραγματική επιστήμη, είναι σήμερα προσιτή σε μια ασήμαντη μόνο μειονότητα. Για παράδειγμα, ανάμεσά μας στη Ρωσία πόσοι διακεκριμένοι επιστήμονες υπάρχουν σ’ ένα πληθυσμό 8 εκατομμυρίων; Πιθανόν χίλιοι να απασχολούνται σε επιστημονικούς τομείς, άλλα όχι περισσότεροι από λίγες εκατοντάδες μπορούν να θεωρηθούν πρώτης κλάσεως σοβαροί επιστήμονες. Αν η επιστήμη έπρεπε να υπαγορεύει τους νόμους, η συντριπτική πλειοψηφία, πολλά εκατομμύρια ατόμων, θα κυβερνούνταν από 100 ή 200 ειδικούς. Στην πραγματικότητα, θα ήταν ακόμα λιγότεροι από τον υπολογισμό αυτό γιατί όλοι οι επιστημονικοί κλάδοι δεν ασχολούνται με την διοίκηση της κοινωνίας. Αυτό θα ήταν το καθήκον της κοινωνιολογίας — της επιστήμης των επιστημών — που προϋποθέτει, στην περίπτωση ενός καλά εκπαιδευμένου κοινωνιολόγου, ότι αυτός έχει επαρκή γνώση όλων των άλλων επιστημών. Πόσοι τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν στη Ρωσία ή σ’ ολόκληρη την Ευρώπη; Είκοσι ή τριάντα; Κι αυτοί οι είκοσι ή τριάντα θα κυβερνούσαν τον κόσμο; Μπορεί κανείς να φανταστεί έναν πιο παράλογο κι άθλιο δεσποτισμό;

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι είκοσι ή τριάντα αυτοί ειδικοί θα μάλωναν μεταξύ τους κι αν συμφωνούσαν πάνω σε μια γραμμή κοινής πολιτικής αυτό θα γινόταν σε βάρος του ανθρώπινου γένους.

Το βασικό μειονέκτημα του μέσου ειδικού είναι η τάση του να μεγαλοποιεί τη δική του γνώση και να υποτιμά τη γνώση οποιουδήποτε άλλου. Δώστε του την εξουσία ελέγχου και θα γίνει ένας αφόρητος τύραννος. Τι κρίμα θα ήταν να είναι η ανθρωπότητα σκλάβα τυποποιημένων ειδικών! Δώστε τους απόλυτη εξουσία και θ’ αρχίσουν να εφαρμόζουν πάνω σ’ ανθρώπινα όντα τα ίδια πειράματα, που οι επιστήμονες κάνουν σήμερα σε κουνέλια και σε σκύλους.

Πρέπει να σεβόμαστε τους επιστήμονες για τα χαρίσματα και τα επιτεύγματά τους, αλλά για να προλάβουμε να μη διαφθαρεί το υψηλό τους ηθικό και διανοητικό επίπεδο, δεν πρέπει να τους παραχωρηθούν ειδικά προνόμια και δικαιώματα διαφορετικά από κείνα που κατέχει ο καθένας — για παράδειγμα, η ελευθερία να εκφράζουν τις πεποιθήσεις, τη σκέψη και τη γνώση τους — ούτε σ’ αυτούς, ούτε σε καμιά άλλη ειδική ομάδα πρέπει να δοθεί εξουσία πάνω σ’ άλλους. Εκείνος που του έχει δοθεί η εξουσία θα γίνει αναπόφευκτα ένας καταπιεστής και εκμεταλλευτής της κοινωνίας.

Αλλά μας έχουν πει: «Η επιστήμη δεν θ’ αποτελεί για πάντα το προνόμιο λίγων, θα έρθει ο καιρός που θα είναι προσιτή σ’ όλους». Μια τέτοια εποχή είναι ακόμα πολύ μακρινή και θα υπάρξουν πολλές κοινωνικές αναταραχές προτού γίνει αληθινό αυτό τ’ όνειρο, αλλά και τότε ακόμα ποιος θα ήθελε να εμπιστευτεί τη μοίρα του στα χέρια των ιερέων της επιστήμης;

Νομίζουμε ότι όποιος πιστεύει, πως μετά από μια κοινωνική επανάσταση όλοι θα είναι εξίσου μορφωμένοι, κάνει μεγάλο λάθος. Τότε, όπως και τώρα, η επιστήμη θα παραμείνει ένας απ’ τους πολλούς ειδικευμένους τομείς, μόνο που θα πάψει να είναι προσιτή σε λίγα απλώς μέλη της προνομιούχας τάξης. Με την εξάλειψη των ταξικών διακρίσεων, η εκπαίδευση θα είναι προσιτή σ’ όλους εκείνους που θα έχουν την ικανότητα και την επιθυμία να την επιδιώξουν, αλλά όχι όμως σε βάρος της χειρωνακτικής εργασίας, πού θα είναι υποχρεωτική για όλους.

Στη διάθεση όλων θα υπάρχει μια γενική επιστημονική εκπαίδευση, ιδιαίτερα η εκμάθηση της επιστημονικής μεθόδου, η συνήθεια της σωστής σκέψης, η ικανότητα γενίκευσης από τ’ ατομικά δεδομένα και η ικανότητα να κάνει κανείς περισσότερο ή λιγότερο σωστές, λογικές αφαιρέσεις. Αλλά εγκυκλοπαιδικά πνεύματα και προχωρημένοι κοινωνιολόγοι θα υπάρχουν πολλοί λίγοι, θα ήταν λυπηρό για το ανθρώπινο γένος, αν σε κάθε στιγμή η θεωρητική σκέψη γινόταν η μοναδική πηγή καθοδήγησης της κοινωνίας, αν μόνη η επιστήμη διαχειριζόταν όλη τη κοινωνική διοίκηση. Η ζωή θα έσβηνε και η ανθρώπινη κοινωνία θα μετατρεπόταν σε μια βουβή και δουλική αγέλη. Η κυριαρχία της επιστήμης πάνω στη ζωή δεν μπορεί να έχει άλλο αποτέλεσμα παρά μόνο την αποκτήνωση του ανθρώπινου γένους.

Εμείς οι αναρχικοί επαναστάτες είμαστε οπαδοί της εκπαίδευσης για όλο το λαό, της απελευθέρωσης και της μεγαλύτερης δυνατής επέκτασης της κοινωνικής ζωής. Επομένως, είμαστε εχθροί του Κράτους και κάθε μορφής Κρατισμού. Σε αντίθεση με τους μεταφυσικούς, τους θετικιστές κι όλους εκείνους πού λατρεύουν την επιστήμη, διακηρύσσουμε ότι η φυσική και η κοινωνική ζωή προηγούνται πάντοτε απ’ τη θεωρία, η οποία είναι μόνο μια από τις εκδηλώσεις της ζωής άλλα ποτέ ο δημιουργός της. Έξω απ’ τα ανεξάντλητα βάθη της η κοινωνία αναπτύσσεται μέσα από μια σειρά γεγονότα, όχι όμως με μόνη τη σκέψη. Η θεωρία γεννιέται πάντοτε απ’ τη ζωή άλλα ποτέ δεν τη δημιουργεί⋅ σαν τους ανεμοδείχτες και τις πινακίδες των δρόμων δεν δείχνει παρά μόνο την κατεύθυνση και τα διάφορα στάδια της ανεξάρτητης και μοναδικής εξέλιξης της ζωής.

Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, ούτε σκοπεύουμε ούτε επιθυμούμε να επιβάλλουμε πάνω μας ή πάνω σ’ άλλους ανθρώπους κανένα σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης που είναι παρμένο από βιβλία ή έχει κατασκευαστεί από μας. Έχουμε πειστεί ότι οι λαϊκές μάζες φέρνουν μέσα τους, μέσα στα ένστικτά τους (που έχουν αναπτυχθεί περισσότερα ή λιγότερο απ’ την ιστορική πορεία), στις καθημερινές τους ανάγκες και στις συνειδητές ή ασυνείδητες φιλοδοξίες τους, όλα τα στοιχεία της μελλοντικής κοινωνικής οργάνωσης. Αναζητούμε αυτό το ιδανικό μέσα στους ίδιους τους ανθρώπους. Κάθε Κρατική εξουσία, κάθε Κυβέρνηση απ’ την ίδια της τη φύση, τοποθετείται έξω και πάνω απ’ τους ανθρώπους και τους υποτάσσει αναπόφευκτα σε μια οργάνωση και σε σκοπούς που είναι ξένοι και αντίθετοι στις πραγματικές ανάγκες και φιλοδοξίες των ανθρώπων. Διακηρύσσουμε ότι είμαστε εχθροί κάθε Κυβέρνησης και κάθε Κρατικής εξουσίας και Κυβερνητικής οργάνωσης γενικά. Νομίζουμε ότι οι άνθρωποι θα μπορούν να είναι ελεύθεροι και ευτυχισμένοι μόνον όταν οργανωθούν απ’ τη βάση προς τα πάνω σ’ εντελώς ελεύθερες και ανεξάρτητες ενώσεις χωρίς τον Κυβερνητικό Πατερναλισμό, αν κι όχι χωρίς την επίδραση μιας ποικιλίας ελεύθερων ατόμων και κομμάτων.

Τέτοιες ιδέες έχουμε, σαν κοινωνικοί επαναστάτες, και γι’ αυτό κατά συνέπεια λεγόμαστε αναρχικοί. Δεν διαμαρτυρόμαστε γι’ αυτό το όνομα, γιατί πραγματικά είμαστε εχθροί κάθε Κυβερνητικής εξουσίας αφού γνωρίζουμε ότι μια τέτοια εξουσία διαφθείρει εξίσου εκείνους πού φοράνε το θώρακά της, κι αυτούς που εξαναγκάζονται να υποταχτούν σ’ αυτήν. Κάτω απ’ την καταστρεπτική της επίδραση, οι πρώτοι γίνονται φιλόδοξοι και φανατικοί δεσπότες κι εκμεταλλεύονται τη κοινωνία για χάρη των προσωπικών ή ταξικών τους συμφερόντων, ενώ οι άλλοι γίνονται δούλοι.

Οι κάθε είδους ιδεαλιστές, μεταφυσικοί, θετικιστές, εκείνοι που υποστηρίζουν την κυριαρχία της επιστήμης πάνω στη ζωή κι οι δογματικοί επαναστάτες, υπερασπίζουν όλοι την Κρατική ιδέα και την Κρατική εξουσία με εφάμιλλη αγωνιστικότητα, γιατί βλέπουν σ’ αυτή, σα συνέπεια των συστημάτων τους, τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας για την κοινωνία. Εντελώς λογικά, αφού έχουν δεχθεί τη βασική πρόταση (την οποία θεωρούμε εντελώς λαθεμένη) ότι η σκέψη προηγείται της ζωής, ότι η θεωρία βρίσκεται μπροστά από την κοινωνική εμπειρία και, επομένως, ότι η κοινωνική επιστήμη πρέπει ν’ αποτελέσει την αφετηρία για όλες τις κοινωνικές εξεγέρσεις και αναδιαρθρώσεις, καταλήγουν αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι επειδή η σκέψη, η θεωρία κι η επιστήμη βρίσκονται στη διάθεση λίγων, τουλάχιστον στη σημερινή εποχή, θα έπρεπε οι λίγοι αυτοί να είναι ηγέτες της κοινωνικής ζωής, όχι μόνο οι πρωτεργάτες άλλα κι οι ηγέτες όλων των λαϊκών κινημάτων. Αμέσως μετά την επανάσταση η νέα κοινωνική τάξη δεν θα οργανωθεί με την ελεύθερη σύνδεση των λαϊκών οργανώσεων ή ενώσεων, τοπικών και περιφερειακών, απ’ τη βάση προς τα πάνω, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τα ένστικτα των ανθρώπων, παρά μόνο με τη δικτατορική εξουσία, αυτής της μορφωμένης μειοψηφίας που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τη λαϊκή θέληση.

Ο μύθος μιας ψευτοαντιπροσωπευτικής Κυβέρνησης χρησιμεύει για ν’ αποκρύψει την κυριαρχία των μαζών από μια προνομιούχα «ελίτ», μια μειοψηφία πού έχει εκλεγεί απ’ τις λαϊκές μάζες οι όποιες είναι παγιδευμένες και δεν ξέρουν για ποιόν ή γιατί ψηφίζουν. Πάνω σ’ αυτή την τεχνητή κι αφηρημένη έκφραση εκείνου που λαθεμένα φαντάζονται ότι αποτελεί τη λαϊκή θέληση και για την οποία οι πραγματικοί άνθρωποι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα, κατασκευάζουν τόσο τη θεωρία του Κρατισμού όσο και τη θεωρία της αποκαλούμενης επαναστατικής δικτατορίας.

Οι διαφορές μεταξύ επαναστατικής δικτατορίας και κρατισμού είναι μηδαμινές κι οι δυο βασικά εκπροσωπούν τον ίδιο κανόνα της κυριαρχίας της μειοψηφίας πάνω στην πλειοψηφία, στ’ όνομα της υποτιθέμενης «ηλιθιότητας» των δεύτερων και της υποτιθέμενης «ευφυΐας» των πρώτων επομένως, είναι κι οι δύο εξίσου αντιδραστικοί, αφού κι οι δύο άμεσα κι αναπόφευκτα πρέπει να διατηρήσουν και να διαιωνίσουν τα πολιτικά και οικονομικά προνόμια της άρχουσας μειοψηφίας και την πολιτική και οικονομική υποδούλωση των λαϊκών μαζών.

Τώρα φαίνεται καθαρά γιατί οι δικτατορικοί επαναστάτες που αποσκοπούν στην ανατροπή των υφιστάμενων δυνάμεων και κοινωνικών δομών, για να στήσουν πάω στα ερείπια τους τις δικές τους δικτατορίες, ποτέ δεν υπήρξαν ή θα γίνουν εχθροί της κυβέρνησης αλλά, αντίθετα, θα παραμείνουν πάντοτε φανατικοί προπαγανδιστές της κυβερνητικής ιδέας. Είναι εχθροί μόνο των σύγχρονων κυβερνήσεων γιατί θέλουν να τις αντικαταστήσουν. Είναι εχθροί της σημερινής κυβερνητικής δομής γιατί αποκλείει τη δυνατότητα για μια δικτατορία τους. Ταυτόχρονα είναι οι πιο αφοσιωμένοι φίλοι της κυβερνητικής εξουσίας γιατί, αν η επανάσταση κατάστρεφε αυτή την εξουσία, απελευθερώνοντας πραγματικά τις μάζες, θ’ αποστερούσε αυτή τη ψευτοεπαναστατική μειονότητα από κάθε ελπίδα χειραγώγησης των μαζών που θα τις έκανε κληρονόμους της δικής τους κυβερνητικής πολιτικής. Έχουμε ήδη εκφράσει αρκετές φορές τη βαθιά μας αποστροφή για τις θεωρίες του Λασσάλ και του Μαρξ, που συνιστούν στους εργάτες, αν όχι σαν τελικό ιδανικό, τουλάχιστον σαν επόμενο άμεσο στόχο την ίδρυση ενός Λαϊκού Κράτους, το οποίο, σύμφωνα με τη δική τους ερμηνεία, δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά «το προλεταριάτο ανεβασμένο στη θέση της κυβερνητικής τάξης».

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/