Ο Αργύρης Εφταλιώτης (ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στο Μόλυβο της Λέσβου, γιος του δασκάλου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη. Στη γενέτειρά του πέρασε τα παιδικά και μαθητικά χρόνια του και πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο ιδιωτικό σχολείο του πατέρα του. Το 1866 πέθανε ο πατέρας του και ο δεκαεφτάχρονος τότε Αργύρης ανέλαβε να συνεχίσει τη διδασκαλία των συμμαθητών του ως το τέλος της χρονιάς. Το 1866 ξενιτεύτηκε λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η οικογένειά του. Εργάστηκε αρχικά στην Πόλη, κοντά στον τραπεζίτη αδερφό της μητέρας του και κατόπιν στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Αλέξανδρο Πάλλη και τον Δ.Π.Πετροκόκκινο και εντάχτηκε στον πυρήνα του δημοτικιστικού κινήματος. παράλληλα υπήρξε ενεργό μέλος του ελληνικού φιλολογικού συλλόγου Λόγιος Ερμής του Μάντσεστερ, πραγματοποίησε ομιλίες, μελέτησε τους αρχαίους έλληνες κλασικούς, καθώς επίσης άγγλους και γάλλους λογοτέχνες και μπήκε σε λόγιους και λογοτεχνικούς κύκλους. Η εμπορική του σταδιοδρομία στην Αγγλία υπήρξε επιτυχημένη και σύντομα άνοιξε κατάστημα με τη δική του επωνυμία. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 1870-1880 προσλήφθηκε στον εμπορικό οίκο των αδελφών Ράλλη και εγκαταστάθηκε στο Λίβερπουλ. Εκεί παντρεύτηκε την Ελισσάβετ Γκράχαμ. Στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας ταξίδεψε σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας και στη Βομβάη των Ινδιών με έξι ενδιάμεσες επισκέψεις στην Ελλάδα ως το τέλος της ζωής του. Το 1891 επισκέφτηκε το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Ψυχάρη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του κλονίστηκε η ψυχική υγεία του και αποσύρθηκε στο Cab d' Antibes της Γαλλίας, όπου πέθανε σε ηλικία 74 χρόνων. Η είσοδος του Εφταλιώτη στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1869 με μεταφράσεις ποιημάτων και συγγραφή πρωτοτύπων ποιητικών έργων σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως η Ελληνική Βιβλιοθήκη. Ακολούθησαν μεταφράσεις έργων των Μπάιρον και Μακώλεϋ. Το 1889 με προτροπή του Αλέξανδρου Πάλλη που στάθηκε στενός φίλος και πνευματικός οδηγός του πήρε μέρος στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με τη συλλογή του Τραγούδια ξενιτευμένου, που τιμήθηκε με έπαινο. Τον επόμενο χρόνο πήρε ξανά μέρος στον ίδιο διαγωνισμό με τις συλλογές Ο καθρέφτης του πύργου μου και Αγάπης λόγια, δε βραβεύτηκε ωστόσο, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση μεταξύ άλλων και του Παλαμά, ο οποίος επαίνεσε το έργο του Εφταλιώτη, απέδωσε την αδικία κατά του ποιητή στο ότι η γλώσσα του ήταν δημοτική και εναντιώθηκε στον τότε εισηγητή της κριτικής επιτροπής του Φιλαδέλφειου Άγγελο Βλάχο.
Ο Εφταλιώτης συνέχισε να γράφει ποιήματα, όχι όμως συστηματικά. Από το 1891 στράφηκε συστηματικά προς την πεζογραφία, καλλιεργώντας τη δημοτική γλώσσα και εμμένοντας θεματικά στον πόνο της ξενιτιάς και τη λαχτάρα των ξενιτεμένων για την πατρίδα. Το πιο χαρακτηρηστικό πεζογράφημά του είναι οι Νησιώτικες ιστορίες, που εκδόθηκαν το 1894 και αποτελούν συλλογή ηθογραφικών διηγημάτων που δημοσίευε από το 1889 στην Εστία. Το 1900 εξέδωσε τη Μαζώχτρα και το Βουρκόλακα το μοναδικό θεατρικό έργο του (εμπνευσμένο από το τραγούδι Του νεκρού αδελφού και με στόχο την ανανέωση της νεοελληνικής δραματουργίας με θέματα από τη σύγχρονη ιστορία). Στη Μαζώχτρα ο Εφταλιώτης αποπειράται ένα πέρασμα από την απλή ηθογραφία στην ψυχογραφική διείσδυση. Έγραψε επίσης ένα μυθιστόρημα το Ο Μανόλης ο Ντελμπεντέρης. Παράλληλα από το 1892 ασχολήθηκε με τη διδακτική πεζογραφία και τις ιστορικές μελέτες, εκδίδοντας την Ιστορία της Ρωμιοσύνης (1901) και τα Ιστορικά ξεγυμνώματα (1908). Το 1914 ξεκίνησε να μεταφράζει την Οδύσσεια του Ομήρου, έργο που έμεινε ανολοκλήρωτο λόγω του θανάτου του. Τη συνέχισή του (ραψωδίες φ΄ - ω΄) ανέλαβε ο Νικόλαος Ποριώτης.http://www.ekebi.gr/
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
ΠΟΙΗΣΗ
Η ποίηση καλύπτει χρονικά μάλλον την περίοδο της νιότης του Εφταλιώτη, αφού μετά το 1890 συνέθεσε ελάχιστα ποιήματα. Το ποιητικό έργο του βρίσκεται κυρίως συγκεντρωμένο στη συλλογή «Παλιοί σκοποί» (1909), όπου είναι ενσωματωμένα και τα «Τραγούδια του ξενητεμένου». Πέρα από αυτή, υπάρχει το «Τραγούδι της Ζωής», που πρωτοκυκλοφόρησε σε γαλλική μετάφραση μετά τον θάνατό του από τον Μ. Βάλσα (1929), και τα επίσης μεταθανατίως δημοσιευμένα σονέτα «Αγάπης λόγια», τα οποία τύπωσε ο Γ. Βαλέτας.
Από τα ποιήματα του Εφταλιώτη ξεχωρίζουν εκείνα όπου ο λαϊκός τόνος μαζί με ένα πηγαίο λυρισμό δίνει μια ιδιαίτερη γοητεία όμως είναι το «Ό Καθρέφτης του πύργου» το 1891. Γραμματολογικώς, το ενδιαφέρον όλων παραμένει, αφού συνδέονται άμεσα με την περίοδο της ανόδου του δημοτικισμού.
Πηγή φωτογραφίας |
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Το πεζό έργο του λογοτέχνη είναι πολύπλευρο. Αρχίζει χρονολογικά με τη συλλογή διηγημάτων «Νησιώτικες ιστορίες»(1894), με την οποία και εξασφάλισε μια θέση στη νεοελληνική διηγηματογραφία αμέσως μετά από εκείνη του Καρκαβίτσα. Στις ιστορίες του αυτές με το άφθονο ηθογραφικό υλικό ενυπάρχει η πνοή μιας γνήσιας ελληνικότητας, που δεν ξεπέφτει ποτέ στην κοινοτοπία και δεν καταφεύγει σε εύκολες λύσεις για να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη. Αξεπέραστος ανάμεσα στους ήρωές τους θεωρείται ο Μαρίνος Κοντάρας, του ομώνυμου διηγήματος. Το διήγημα αυτό μεταφράσθηκε και στη γαλλική γλώσσα από τον ελληνιστή γλωσσολόγο Ιμπέρ Περνό το 1901, ενώ το 1948 γυρίστηκε και σε ελληνικήκινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Μάνο Κατράκη.
Αξιόλογο θεωρείται και το διήγημα «Μαζώχτρα» (1900), εμπνευσμένο από την Κρήτη και τις αλλεπάλληλες επαναστάσεις της τον 19ο αιώνα. Τα διηγήματα είναι η σημαντικότερη συνεισφορά του Εφταλιώτη στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ωστόσο έγραψε και ένα μυθιστόρημα: το «Μανώλης ο Ντελμπεντέρης» το 1899, που δημοσιεύθηκε στον πρώτο τόμο των «Απάντων» του το 1952. Το μυθιστόρημα αυτό έχει τα χαρακτηριστικά ελαττώματα που δυσκολεύουν την ανάγνωση πολλών κειμένων της εποχής του: φόρτο περιγραφών, μακροπερίοδο λόγο, λεξιθηρία κάποτε. Σε αντιστάθμισμα, τα προσόντα του είναι η ειλικρίνεια των προθέσεων, τα πλούσια και ποικίλα στοιχεία από μια ανεκμετάλλευτη ως τότε από τη νεοελληνική πεζογραφία θεματική: τον απόδημο ελληνισμό, που τον γνώρισε και ο ίδιος με πολύχρονη προσωπική επαφή.
Για την ηθογραφική του δύναμη, ο Εφταλιώτης είχε συγκριθεί από τον Ψυχάρη με τον Ρώσο συγγραφέα Ιβάν Τουργκένιεφ. Πολλά από τα διηγήματα του Μυτιληνιού λογοτέχνη έχουν δημοσιευθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό «Εστία» και είχαν μεταφρασθεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ισπανικά ήδη στα μέσα του εικοστού αιώνα.
ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΕΡΓΟ
Πηγή φωτογραφίας |
Ο Εφταλιώτης συνέγραψε τις «Φυλλάδες του Γεροδήμου» (1897) ως ένα ιστορικό ανάγνωσμα καί ένα είδος φρονηματιστικής πρόζας με την μορφή διηγημάτων που οι ομοϊδεάτες του το ονόμασαν «Βαγγέλιο» για παιδιά, αλλά η διάρθρωση και το περιεχόμενό τους τις καθιστά πιο προσιτές στους μεγάλους. Οι «Φυλλάδες» αυτές προαναγγέλλουν κατά κάποιο τρόπο το επόμενο έργο του, την «Ιστορία της Ρωμιοσύνης» (1901), με ευρύτερους στόχους και προοπτικές, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο Φώτος Πολίτης έγραψε για τον Εφταλιώτη: «Ποιητής δεν ήτο. Κατά βάθος ήτο πατριώτης αγνός. Ο αγών του υπήρξε κατ' εξοχήν κριτικός.». Ιστορικό του έργο, αλλά σε διαφορετικό κλίμα, είναι και το «Οι μεγάλοι μας Βυζαντινοί», που βρέθηκε στα ανέκδοτα γραπτά του. Σε αυτό παρουσιάζει με γλαφυρότητα τους μεγάλους σταθμούς της βυζαντινής ιστορίας τονίζοντας τις προσωπικότητες που την καταξίωσαν.Επίσης δημοσίευσε στον Νουμά λαικά παραμύθια
Ο Αργύρης Εφταλιώτης έγραψε και ένα θεατρικό έργο, τον «Βουρκόλακα» (1900), που πρωτοπαίχθηκε στη Βάρνα όταν υπήρχε εκεί ακμαίος ελληνισμός. Το έργο αντλεί από την πλούσια πηγή των δημοτικών τραγουδιών, ενώ αντανακλά με χαρακτηριστικό τρόπο και τις αισθητικές προτιμήσεις του συγγραφέα. Ο Εφταλιώτης ήταν θερμός υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας στην ποίηση,την οποία και χρησιμοποιούσε κατά κόρον, είχε έναν δυναμισμό και ταυτόχρονα διακρινόταν από ευγένεια και μετριοπάθεια στην χρήση ακραίων ιδιωματικών τύπων. Τα ποιήματά του τα χαρακτήριζε μια ποικιλία ρυθμών και λυγεράδα στον στίχο αφού θα ήταν καλύτερα έτσι αν δεν θεωρούσε χρέος του να τα γράψει έτσι ώστε να μην ξεχωρίζουν όπως ο ίδιος έλεγε από τα δημοτικά τραγούδια και τα έγραφε έτσι επειδή τα θεωρούσε πως ήταν το μοναδικό μέσο με το οποίο η Ελλάδα θα γνώριζε την εθνική της αναγέννηση θα ήταν ή δημοτική γλώσσα και ο φορέας της ή δημοτική παράδοση.
Επιλογή από τα έργα του Εφταλιώτη εκδόθηκε το 1921 υπό τον τίτλο «Εκλεχτές σελίδες».
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Σημαντικό είναι και το μεταφραστικό έργο του Εφταλιώτη. Εκτός από τις μεταφράσεις ποιημάτων των Πέρσι Σέλλεϋ, Βύρωνα,Λονγκφέλοου κ.ά., απέδωσε στη νεοελληνική στίχους των Μυτιληνιών αρχαίων ποιητών Σαπφούς και Αλκαίου. Αλλά το απόγειο της μεταφραστικής του δουλειάς είναι η απόδοση της Οδύσσειας του Ομήρου κατά την περίοδο του Ά Παγκοσμίου πολέμου απογοητευμένος από τις ιστορικές εξελίξεις και εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας του ως ένα είδος φυγής. Παρότι της αφιέρωσε πολλά χρόνια εντατικής εργασίας, δεν πρόφθασε να μεταφράσει τις τρεις τελευταίες ραψωδίεςφτάνοντας μέχρι την ραψωδία φ. Αποτόλμησε να τον συμπληρώσει σε αυτό ο Ν. Ποριώτης. Η μετάφραση της Οδύσσειας από τον Εφταλιώτη, παρά τις ατέλειές της, θεωρείται η καλύτερη ίσως απόδοση του ομηρικού έπους στη δημοτική νεοελληνική γλώσσα. Ό Ψυχάρης είπε για τον Εφταλιώτη:’’Τα ρωμέικα συ μόνο τα γράφεις.Εμείς πού καί πού αρπάζουμε ένα ψίχουλο’’
Πηγή φωτογραφίας |
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Τραγούδι της Ζωής
Σε βλέπω ταξιδιώτισσα ξενιτεμένη
καθώς που σ' είδα μια φορά σ' ένα ακρογιάλι,
κοπέλλα βεργολυγερή και χαϊδεμένη,
με μια πλεξούδα καστανή, μ' αφράτα κάλλη.
Ρωτώ τα μαύρα μάτια σου και λέω πως ξέρεις
να κλεις της νιότης τον καημό στα σωθικά σου.
Ρωτώ τα χείλη σου και λες πως θε να φέρεις
χρόνια καλότυχα στο νιό της αρεσκειάς σου.
Λαμπρό φεγγάρι να το πω το πρόσωπό σου,
δε κατεβαίνει τέτοιο φως απ' το φεγγάρι.
Να σου το πω βασιλικό το στάσιμό σου,
δε στάθηκε βασίλισσα με τόση χάρη.
Η όψη σου μιά αγγελική χαρά σκορπάει,
που γίνετ' άγγελος κι αυτός που σε θωράει.
καθώς που σ' είδα μια φορά σ' ένα ακρογιάλι,
κοπέλλα βεργολυγερή και χαϊδεμένη,
με μια πλεξούδα καστανή, μ' αφράτα κάλλη.
Ρωτώ τα μαύρα μάτια σου και λέω πως ξέρεις
να κλεις της νιότης τον καημό στα σωθικά σου.
Ρωτώ τα χείλη σου και λες πως θε να φέρεις
χρόνια καλότυχα στο νιό της αρεσκειάς σου.
Λαμπρό φεγγάρι να το πω το πρόσωπό σου,
δε κατεβαίνει τέτοιο φως απ' το φεγγάρι.
Να σου το πω βασιλικό το στάσιμό σου,
δε στάθηκε βασίλισσα με τόση χάρη.
Η όψη σου μιά αγγελική χαρά σκορπάει,
που γίνετ' άγγελος κι αυτός που σε θωράει.
****
Τραγούδι της ταβέρνας
Πάρε μαχαίρι κόψε με καὶ ρίξε τὰ κομμάτια μου,
Μάτια μου!
Καὶ ρίξ' τα μέσα στὸ γιαλό.
Ἀπ' τὴ στιγμὴ ποῦ μἄφησες τὸν κόσμο αὐτὸ σιχάθηκα,
Χάθηκα
Καὶ δὲν ἐλπίζω πιὰ καλό.
Ἄ βάζῃς τώρα τἄσπρα σου καὶ τὰ μαλαματένια σου,
Ἔννοια σου,
Θἀρθῇ ὁ καιρὸς ποῦ θὰ θρηνῇς,
Ποῦ θὰ σταθῇς στὸ μνῆμα μου νὰ πῇς ἕνα παράπονο,
Κι ἄπονο
Θὰ μ' εὕρῃς ὅσο κι ἄν πονῇς.
Πάρε φωτιὰ καὶ κάψε με κι ἀντάμα μὲ τὴ στάχτη μου
Τἄχτι μου
Μὲς στὰ πελάγη νὰ σκορπᾶς,
Νὰ μὴ σὲ βρῇ τὸ κρῖμα μου, μαριόλα μου Ἠπειρώτισσα,
Ρώτησα
Καὶ μοὖπαν ἄλλον ἀγαπᾶς.
Μάτια μου!
Καὶ ρίξ' τα μέσα στὸ γιαλό.
Ἀπ' τὴ στιγμὴ ποῦ μἄφησες τὸν κόσμο αὐτὸ σιχάθηκα,
Χάθηκα
Καὶ δὲν ἐλπίζω πιὰ καλό.
Ἄ βάζῃς τώρα τἄσπρα σου καὶ τὰ μαλαματένια σου,
Ἔννοια σου,
Θἀρθῇ ὁ καιρὸς ποῦ θὰ θρηνῇς,
Ποῦ θὰ σταθῇς στὸ μνῆμα μου νὰ πῇς ἕνα παράπονο,
Κι ἄπονο
Θὰ μ' εὕρῃς ὅσο κι ἄν πονῇς.
Πάρε φωτιὰ καὶ κάψε με κι ἀντάμα μὲ τὴ στάχτη μου
Τἄχτι μου
Μὲς στὰ πελάγη νὰ σκορπᾶς,
Νὰ μὴ σὲ βρῇ τὸ κρῖμα μου, μαριόλα μου Ἠπειρώτισσα,
Ρώτησα
Καὶ μοὖπαν ἄλλον ἀγαπᾶς.
****
Όνειρο
Εἶδα πῶς γύρισα ἀπ' τὰ ξένα
Καὶ στ' ὥριο βρέθηκα σπιτάκι
Ποῦ μιὰ φορὰ μικρὸ παιδάκι
Περνοῦσα χρόνια βλογημένα.
Ἄχ, ζοῦσε τὸ σπιτάκι ἀκόμα!
Τὰ γιασουμιά του γύρω ἀνθοῦσαν,
Μὰ ἀδέρφια μέσα πιὰ δὲν ζοῦσαν,
Τἀδέρφια τἆχε φάει τὸ χῶμα!
Κ' εἶδα πῶς τἆχαν ἀσπρισμένα
Ὀγδόντα χρόνια τὰ μαλλιά μου,
Κ' εἶταν ἀδύνατη ἡ λαλιά μου,
Κ' εἶταν τὰ μάτια μου σβυσμένα.
Κ' εἶδα πῶς πλάγιασα στὸ μέρος
Ποῦ μιὰ φορὰ μικρὸς κοιμούμουν,
Κι ἄν εἶναι ἀλήθεια συλλογιούμουν
Πῶς τυραννιέμαι τώρα γέρος.
Κ' εἶδα πῶς ἔρριχτε μιὰ ἀχτίδα
Κι' ὁ ἥλιος πρὸς τὸ παραθύρι,
Σὰ νὰ ζητοῦσε πρὶ νὰ γύρῃ,
Στὸ θάνατο νὰ δώσῃ ἐλπίδα.
Καὶ σιγανὰ ψυχομαχοῦσα
Σὲ πρῶτο καὶ στερνὸ κρεββάτι,
Κι ἀπὸ τὸ φύσημα τοῦ μπάτη
Νὰ πάρω ἀναπνοὴ ζητοῦσα.
Καὶ λόγιαζα μὲ θλίψη γύρω,
Καὶ κοίταζα τὴ στέγη ἀπάνω,
Κ' εἶπα, καιρός μου νὰ πεθάνω,
Καιρὸς στ' ἀδέρφια μου νὰ σύρω.
Κ' εἶδα πῶς πέθανα μὲ εἰρήνη,
Καὶ πῶς μὲ πῆγαν δίχως θρῆνο
Στὸ ρημοκκλήσι, ποῦ κ' ἐκεῖνο
Πιὸ ἔρμο ὡς τώρα εἶχε γίνει.
Στ' ἀδέρφια μ' ἔφεραν κ' ἐμένα,
Νὰ μὲ χαροῦν τὰ κόκκαλά τους,
Ποῦ τοὺς ξεχνοῦσα στὰ καλά τους,
Καὶ γύριζα στὰ μαῦρα ξένα.
Καὶ στ' ὥριο βρέθηκα σπιτάκι
Ποῦ μιὰ φορὰ μικρὸ παιδάκι
Περνοῦσα χρόνια βλογημένα.
Ἄχ, ζοῦσε τὸ σπιτάκι ἀκόμα!
Τὰ γιασουμιά του γύρω ἀνθοῦσαν,
Μὰ ἀδέρφια μέσα πιὰ δὲν ζοῦσαν,
Τἀδέρφια τἆχε φάει τὸ χῶμα!
Κ' εἶδα πῶς τἆχαν ἀσπρισμένα
Ὀγδόντα χρόνια τὰ μαλλιά μου,
Κ' εἶταν ἀδύνατη ἡ λαλιά μου,
Κ' εἶταν τὰ μάτια μου σβυσμένα.
Κ' εἶδα πῶς πλάγιασα στὸ μέρος
Ποῦ μιὰ φορὰ μικρὸς κοιμούμουν,
Κι ἄν εἶναι ἀλήθεια συλλογιούμουν
Πῶς τυραννιέμαι τώρα γέρος.
Κ' εἶδα πῶς ἔρριχτε μιὰ ἀχτίδα
Κι' ὁ ἥλιος πρὸς τὸ παραθύρι,
Σὰ νὰ ζητοῦσε πρὶ νὰ γύρῃ,
Στὸ θάνατο νὰ δώσῃ ἐλπίδα.
Καὶ σιγανὰ ψυχομαχοῦσα
Σὲ πρῶτο καὶ στερνὸ κρεββάτι,
Κι ἀπὸ τὸ φύσημα τοῦ μπάτη
Νὰ πάρω ἀναπνοὴ ζητοῦσα.
Καὶ λόγιαζα μὲ θλίψη γύρω,
Καὶ κοίταζα τὴ στέγη ἀπάνω,
Κ' εἶπα, καιρός μου νὰ πεθάνω,
Καιρὸς στ' ἀδέρφια μου νὰ σύρω.
Κ' εἶδα πῶς πέθανα μὲ εἰρήνη,
Καὶ πῶς μὲ πῆγαν δίχως θρῆνο
Στὸ ρημοκκλήσι, ποῦ κ' ἐκεῖνο
Πιὸ ἔρμο ὡς τώρα εἶχε γίνει.
Στ' ἀδέρφια μ' ἔφεραν κ' ἐμένα,
Νὰ μὲ χαροῦν τὰ κόκκαλά τους,
Ποῦ τοὺς ξεχνοῦσα στὰ καλά τους,
Καὶ γύριζα στὰ μαῦρα ξένα.
****
Αγάπης λόγια
Σα μου μηνάς πως σε λυπούν τα βάσανά μου
πως έρχετ’ ως τα σπλάχνα σου ετούτ’ η φλόγα,
τα μάτια μου δακρύζουνε και η καρδιά μου
πονεί σαν πρωτοβύζαχτης μανούλας ρώγα.
Όχι, δε θα σου λέγω πλιο πως απεθαίνω,
του όρνιου ο ίσκιος ο ψυχρός δε θα περνάει
πάνω από τέτοιο μέτωπο χαριτωμένο,
που ‘πλάστη ν’ ακτινοβολεί και να γελάει.
Δεν θα σου λέγω πως πονώ, θα λέγω «ελπίζω»,
απ’ το μικρό μου κι έρημο αυτό καντήλι
θα στέρνω λίγο φως χωρίς να σου θυμίζω
πως λάδι δε μου μένει πλιο μηδέ φιτίλι.
Αχ μη μου λες πως σε γελώ –γελώ τον πόνο
για να μην έρθει και διπλό μας φέρει φόνο.
πως έρχετ’ ως τα σπλάχνα σου ετούτ’ η φλόγα,
τα μάτια μου δακρύζουνε και η καρδιά μου
πονεί σαν πρωτοβύζαχτης μανούλας ρώγα.
Όχι, δε θα σου λέγω πλιο πως απεθαίνω,
του όρνιου ο ίσκιος ο ψυχρός δε θα περνάει
πάνω από τέτοιο μέτωπο χαριτωμένο,
που ‘πλάστη ν’ ακτινοβολεί και να γελάει.
Δεν θα σου λέγω πως πονώ, θα λέγω «ελπίζω»,
απ’ το μικρό μου κι έρημο αυτό καντήλι
θα στέρνω λίγο φως χωρίς να σου θυμίζω
πως λάδι δε μου μένει πλιο μηδέ φιτίλι.
Αχ μη μου λες πως σε γελώ –γελώ τον πόνο
για να μην έρθει και διπλό μας φέρει φόνο.
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/