ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ (1 Ιουλίου 1849 – 25 Ιουλίου 1923)

 

Ο Αργύρης Εφταλιώτης (ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στο Μόλυβο της Λέσβου, γιος του δασκάλου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη. Στη γενέτειρά του πέρασε τα παιδικά και μαθητικά χρόνια του και πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο ιδιωτικό σχολείο του πατέρα του. Το 1866 πέθανε ο πατέρας του και ο δεκαεφτάχρονος τότε Αργύρης ανέλαβε να συνεχίσει τη διδασκαλία των συμμαθητών του ως το τέλος της χρονιάς. Το 1866 ξενιτεύτηκε λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η οικογένειά του. Εργάστηκε αρχικά στην Πόλη, κοντά στον τραπεζίτη αδερφό της μητέρας του και κατόπιν στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Αλέξανδρο Πάλλη και τον Δ.Π.Πετροκόκκινο και εντάχτηκε στον πυρήνα του δημοτικιστικού κινήματος. παράλληλα υπήρξε ενεργό μέλος του ελληνικού φιλολογικού συλλόγου Λόγιος Ερμής του Μάντσεστερ, πραγματοποίησε ομιλίες, μελέτησε τους αρχαίους έλληνες κλασικούς, καθώς επίσης άγγλους και γάλλους λογοτέχνες και μπήκε σε λόγιους και λογοτεχνικούς κύκλους. Η εμπορική του σταδιοδρομία στην Αγγλία υπήρξε επιτυχημένη και σύντομα άνοιξε κατάστημα με τη δική του επωνυμία. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 1870-1880 προσλήφθηκε στον εμπορικό οίκο των αδελφών Ράλλη και εγκαταστάθηκε στο Λίβερπουλ. Εκεί παντρεύτηκε την Ελισσάβετ Γκράχαμ. Στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας ταξίδεψε σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας και στη Βομβάη των Ινδιών με έξι ενδιάμεσες επισκέψεις στην Ελλάδα ως το τέλος της ζωής του. Το 1891 επισκέφτηκε το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Ψυχάρη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του κλονίστηκε η ψυχική υγεία του και αποσύρθηκε στο Cab d' Antibes της Γαλλίας, όπου πέθανε σε ηλικία 74 χρόνων. Η είσοδος του Εφταλιώτη στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1869 με μεταφράσεις ποιημάτων και συγγραφή πρωτοτύπων ποιητικών έργων σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως η Ελληνική Βιβλιοθήκη. Ακολούθησαν μεταφράσεις έργων των Μπάιρον και Μακώλεϋ. Το 1889 με προτροπή του Αλέξανδρου Πάλλη που στάθηκε στενός φίλος και πνευματικός οδηγός του πήρε μέρος στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με τη συλλογή του Τραγούδια ξενιτευμένου, που τιμήθηκε με έπαινο. Τον επόμενο χρόνο πήρε ξανά μέρος στον ίδιο διαγωνισμό με τις συλλογές Ο καθρέφτης του πύργου μου και Αγάπης λόγια, δε βραβεύτηκε ωστόσο, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση μεταξύ άλλων και του Παλαμά, ο οποίος επαίνεσε το έργο του Εφταλιώτη, απέδωσε την αδικία κατά του ποιητή στο ότι η γλώσσα του ήταν δημοτική και εναντιώθηκε στον τότε εισηγητή της κριτικής επιτροπής του Φιλαδέλφειου Άγγελο Βλάχο. 
Ο Εφταλιώτης συνέχισε να γράφει ποιήματα, όχι όμως συστηματικά. Από το 1891 στράφηκε συστηματικά προς την πεζογραφία, καλλιεργώντας τη δημοτική γλώσσα και εμμένοντας θεματικά στον πόνο της ξενιτιάς και τη λαχτάρα των ξενιτεμένων για την πατρίδα. Το πιο χαρακτηρηστικό πεζογράφημά του είναι οι Νησιώτικες ιστορίες, που εκδόθηκαν το 1894 και αποτελούν συλλογή ηθογραφικών διηγημάτων που δημοσίευε από το 1889 στην Εστία. Το 1900 εξέδωσε τη Μαζώχτρα και το Βουρκόλακα το μοναδικό θεατρικό έργο του (εμπνευσμένο από το τραγούδι Του νεκρού αδελφού και με στόχο την ανανέωση της νεοελληνικής δραματουργίας με θέματα από τη σύγχρονη ιστορία). Στη Μαζώχτρα ο Εφταλιώτης αποπειράται ένα πέρασμα από την απλή ηθογραφία στην ψυχογραφική διείσδυση. Έγραψε επίσης ένα μυθιστόρημα το Ο Μανόλης ο Ντελμπεντέρης. Παράλληλα από το 1892 ασχολήθηκε με τη διδακτική πεζογραφία και τις ιστορικές μελέτες, εκδίδοντας την Ιστορία της Ρωμιοσύνης (1901) και τα Ιστορικά ξεγυμνώματα (1908). Το 1914 ξεκίνησε να μεταφράζει την Οδύσσεια του Ομήρου, έργο που έμεινε ανολοκλήρωτο λόγω του θανάτου του. Τη συνέχισή του (ραψωδίες φ΄ - ω΄) ανέλαβε ο Νικόλαος Ποριώτης.http://www.ekebi.gr/

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ 
ΠΟΙΗΣΗ 
Η ποίηση καλύπτει χρονικά μάλλον την περίοδο της νιότης του Εφταλιώτη, αφού μετά το 1890 συνέθεσε ελάχιστα ποιήματα. Το ποιητικό έργο του βρίσκεται κυρίως συγκεντρωμένο στη συλλογή «Παλιοί σκοποί» (1909), όπου είναι ενσωματωμένα και τα «Τραγούδια του ξενητεμένου». Πέρα από αυτή, υπάρχει το «Τραγούδι της Ζωής», που πρωτοκυκλοφόρησε σε γαλλική μετάφραση μετά τον θάνατό του από τον Μ. Βάλσα (1929), και τα επίσης μεταθανατίως δημοσιευμένα σονέτα «Αγάπης λόγια», τα οποία τύπωσε ο Γ. Βαλέτας.
Από τα ποιήματα του Εφταλιώτη ξεχωρίζουν εκείνα όπου ο λαϊκός τόνος μαζί με ένα πηγαίο λυρισμό δίνει μια ιδιαίτερη γοητεία όμως είναι το «Ό Καθρέφτης του πύργου» το 1891. Γραμματολογικώς, το ενδιαφέρον όλων παραμένει, αφού συνδέονται άμεσα με την περίοδο της ανόδου του δημοτικισμού.
Πηγή φωτογραφίας 
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 
Το πεζό έργο του λογοτέχνη είναι πολύπλευρο. Αρχίζει χρονολογικά με τη συλλογή διηγημάτων «Νησιώτικες ιστορίες»(1894), με την οποία και εξασφάλισε μια θέση στη νεοελληνική διηγηματογραφία αμέσως μετά από εκείνη του Καρκαβίτσα. Στις ιστορίες του αυτές με το άφθονο ηθογραφικό υλικό ενυπάρχει η πνοή μιας γνήσιας ελληνικότητας, που δεν ξεπέφτει ποτέ στην κοινοτοπία και δεν καταφεύγει σε εύκολες λύσεις για να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη. Αξεπέραστος ανάμεσα στους ήρωές τους θεωρείται ο Μαρίνος Κοντάρας, του ομώνυμου διηγήματος. Το διήγημα αυτό μεταφράσθηκε και στη γαλλική γλώσσα από τον ελληνιστή γλωσσολόγο Ιμπέρ Περνό το 1901, ενώ το 1948 γυρίστηκε και σε ελληνικήκινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Μάνο Κατράκη.
Αξιόλογο θεωρείται και το διήγημα «Μαζώχτρα» (1900), εμπνευσμένο από την Κρήτη και τις αλλεπάλληλες επαναστάσεις της τον 19ο αιώνα. Τα διηγήματα είναι η σημαντικότερη συνεισφορά του Εφταλιώτη στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ωστόσο έγραψε και ένα μυθιστόρημα: το «Μανώλης ο Ντελμπεντέρης» το 1899, που δημοσιεύθηκε στον πρώτο τόμο των «Απάντων» του το 1952. Το μυθιστόρημα αυτό έχει τα χαρακτηριστικά ελαττώματα που δυσκολεύουν την ανάγνωση πολλών κειμένων της εποχής του: φόρτο περιγραφών, μακροπερίοδο λόγο, λεξιθηρία κάποτε. Σε αντιστάθμισμα, τα προσόντα του είναι η ειλικρίνεια των προθέσεων, τα πλούσια και ποικίλα στοιχεία από μια ανεκμετάλλευτη ως τότε από τη νεοελληνική πεζογραφία θεματική: τον απόδημο ελληνισμό, που τον γνώρισε και ο ίδιος με πολύχρονη προσωπική επαφή.
Για την ηθογραφική του δύναμη, ο Εφταλιώτης είχε συγκριθεί από τον Ψυχάρη με τον Ρώσο συγγραφέα Ιβάν Τουργκένιεφ. Πολλά από τα διηγήματα του Μυτιληνιού λογοτέχνη έχουν δημοσιευθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό «Εστία» και είχαν μεταφρασθεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ισπανικά ήδη στα μέσα του εικοστού αιώνα.

ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΕΡΓΟ
Πηγή φωτογραφίας 
Ο Εφταλιώτης συνέγραψε τις «Φυλλάδες του Γεροδήμου» (1897) ως ένα ιστορικό ανάγνωσμα καί ένα είδος φρονηματιστικής πρόζας με την μορφή διηγημάτων που οι ομοϊδεάτες του το ονόμασαν «Βαγγέλιο» για παιδιά, αλλά η διάρθρωση και το περιεχόμενό τους τις καθιστά πιο προσιτές στους μεγάλους. Οι «Φυλλάδες» αυτές προαναγγέλλουν κατά κάποιο τρόπο το επόμενο έργο του, την «Ιστορία της Ρωμιοσύνης» (1901), με ευρύτερους στόχους και προοπτικές, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο Φώτος Πολίτης έγραψε για τον Εφταλιώτη: «Ποιητής δεν ήτο. Κατά βάθος ήτο πατριώτης αγνός. Ο αγών του υπήρξε κατ' εξοχήν κριτικός.». Ιστορικό του έργο, αλλά σε διαφορετικό κλίμα, είναι και το «Οι μεγάλοι μας Βυζαντινοί», που βρέθηκε στα ανέκδοτα γραπτά του. Σε αυτό παρουσιάζει με γλαφυρότητα τους μεγάλους σταθμούς της βυζαντινής ιστορίας τονίζοντας τις προσωπικότητες που την καταξίωσαν.Επίσης δημοσίευσε στον Νουμά λαικά παραμύθια
Ο Αργύρης Εφταλιώτης έγραψε και ένα θεατρικό έργο, τον «Βουρκόλακα» (1900), που πρωτοπαίχθηκε στη Βάρνα όταν υπήρχε εκεί ακμαίος ελληνισμός. Το έργο αντλεί από την πλούσια πηγή των δημοτικών τραγουδιών, ενώ αντανακλά με χαρακτηριστικό τρόπο και τις αισθητικές προτιμήσεις του συγγραφέα. Ο Εφταλιώτης ήταν θερμός υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας στην ποίηση,την οποία και χρησιμοποιούσε κατά κόρον, είχε έναν δυναμισμό και ταυτόχρονα διακρινόταν από ευγένεια και μετριοπάθεια στην χρήση ακραίων ιδιωματικών τύπων. Τα ποιήματά του τα χαρακτήριζε μια ποικιλία ρυθμών και λυγεράδα στον στίχο αφού θα ήταν καλύτερα έτσι αν δεν θεωρούσε χρέος του να τα γράψει έτσι ώστε να μην ξεχωρίζουν όπως ο ίδιος έλεγε από τα δημοτικά τραγούδια και τα έγραφε έτσι επειδή τα θεωρούσε πως ήταν το μοναδικό μέσο με το οποίο η Ελλάδα θα γνώριζε την εθνική της αναγέννηση θα ήταν ή δημοτική γλώσσα και ο φορέας της ή δημοτική παράδοση.
Επιλογή από τα έργα του Εφταλιώτη εκδόθηκε το 1921 υπό τον τίτλο «Εκλεχτές σελίδες».
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ 
Σημαντικό είναι και το μεταφραστικό έργο του Εφταλιώτη. Εκτός από τις μεταφράσεις ποιημάτων των Πέρσι ΣέλλεϋΒύρωνα,Λονγκφέλοου κ.ά., απέδωσε στη νεοελληνική στίχους των Μυτιληνιών αρχαίων ποιητών Σαπφούς και Αλκαίου. Αλλά το απόγειο της μεταφραστικής του δουλειάς είναι η απόδοση της Οδύσσειας του Ομήρου κατά την περίοδο του Ά Παγκοσμίου πολέμου απογοητευμένος από τις ιστορικές εξελίξεις και εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας του ως ένα είδος φυγής. Παρότι της αφιέρωσε πολλά χρόνια εντατικής εργασίας, δεν πρόφθασε να μεταφράσει τις τρεις τελευταίες ραψωδίεςφτάνοντας μέχρι την ραψωδία φ. Αποτόλμησε να τον συμπληρώσει σε αυτό ο Ν. Ποριώτης. Η μετάφραση της Οδύσσειας από τον Εφταλιώτη, παρά τις ατέλειές της, θεωρείται η καλύτερη ίσως απόδοση του ομηρικού έπους στη δημοτική νεοελληνική γλώσσα. Ό Ψυχάρης είπε για τον Εφταλιώτη:’’Τα ρωμέικα συ μόνο τα γράφεις.Εμείς πού καί πού αρπάζουμε ένα ψίχουλο’’

Πηγή φωτογραφίας 
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Τραγούδι της Ζωής

Σε βλέπω ταξιδιώτισσα ξενιτεμένη
καθώς που σ' είδα μια φορά σ' ένα ακρογιάλι,
κοπέλλα βεργολυγερή και χαϊδεμένη,
με μια πλεξούδα καστανή, μ' αφράτα κάλλη.

Ρωτώ τα μαύρα μάτια σου και λέω πως ξέρεις
να κλεις της νιότης τον καημό στα σωθικά σου.
Ρωτώ τα χείλη σου και λες πως θε να φέρεις
χρόνια καλότυχα στο νιό της αρεσκειάς σου.

Λαμπρό φεγγάρι να το πω το πρόσωπό σου,
δε κατεβαίνει τέτοιο φως απ' το φεγγάρι.
Να σου το πω βασιλικό το στάσιμό σου,

δε στάθηκε βασίλισσα με τόση χάρη.
Η όψη σου μιά αγγελική χαρά σκορπάει,
που γίνετ' άγγελος κι αυτός που σε θωράει.
****
Τραγούδι της ταβέρνας

Πάρε μαχαίρι κόψε με καὶ ρίξε τὰ κομμάτια μου,
Μάτια μου!
Καὶ ρίξ' τα μέσα στὸ γιαλό.
Ἀπ' τὴ στιγμὴ ποῦ μἄφησες τὸν κόσμο αὐτὸ σιχάθηκα,
Χάθηκα
Καὶ δὲν ἐλπίζω πιὰ καλό.

Ἄ βάζῃς τώρα τἄσπρα σου καὶ τὰ μαλαματένια σου,
Ἔννοια σου,
Θἀρθῇ ὁ καιρὸς ποῦ θὰ θρηνῇς,
Ποῦ θὰ σταθῇς στὸ μνῆμα μου νὰ πῇς ἕνα παράπονο,
Κι ἄπονο
Θὰ μ' εὕρῃς ὅσο κι ἄν πονῇς.

Πάρε φωτιὰ καὶ κάψε με κι ἀντάμα μὲ τὴ στάχτη μου
Τἄχτι μου
Μὲς στὰ πελάγη νὰ σκορπᾶς,
Νὰ μὴ σὲ βρῇ τὸ κρῖμα μου, μαριόλα μου Ἠπειρώτισσα,
Ρώτησα
Καὶ μοὖπαν ἄλλον ἀγαπᾶς.
****
Όνειρο

Εἶδα πῶς γύρισα ἀπ' τὰ ξένα
Καὶ στ' ὥριο βρέθηκα σπιτάκι
Ποῦ μιὰ φορὰ μικρὸ παιδάκι
Περνοῦσα χρόνια βλογημένα.

Ἄχ, ζοῦσε τὸ σπιτάκι ἀκόμα!
Τὰ γιασουμιά του γύρω ἀνθοῦσαν,
Μὰ ἀδέρφια μέσα πιὰ δὲν ζοῦσαν,
Τἀδέρφια τἆχε φάει τὸ χῶμα!

Κ' εἶδα πῶς τἆχαν ἀσπρισμένα
Ὀγδόντα χρόνια τὰ μαλλιά μου,
Κ' εἶταν ἀδύνατη ἡ λαλιά μου,
Κ' εἶταν τὰ μάτια μου σβυσμένα.

Κ' εἶδα πῶς πλάγιασα στὸ μέρος
Ποῦ μιὰ φορὰ μικρὸς κοιμούμουν,
Κι ἄν εἶναι ἀλήθεια συλλογιούμουν
Πῶς τυραννιέμαι τώρα γέρος.

Κ' εἶδα πῶς ἔρριχτε μιὰ ἀχτίδα
Κι' ὁ ἥλιος πρὸς τὸ παραθύρι,
Σὰ νὰ ζητοῦσε πρὶ νὰ γύρῃ,
Στὸ θάνατο νὰ δώσῃ ἐλπίδα.

Καὶ σιγανὰ ψυχομαχοῦσα
Σὲ πρῶτο καὶ στερνὸ κρεββάτι,
Κι ἀπὸ τὸ φύσημα τοῦ μπάτη
Νὰ πάρω ἀναπνοὴ ζητοῦσα.

Καὶ λόγιαζα μὲ θλίψη γύρω,
Καὶ κοίταζα τὴ στέγη ἀπάνω,
Κ' εἶπα, καιρός μου νὰ πεθάνω,
Καιρὸς στ' ἀδέρφια μου νὰ σύρω.

Κ' εἶδα πῶς πέθανα μὲ εἰρήνη,
Καὶ πῶς μὲ πῆγαν δίχως θρῆνο
Στὸ ρημοκκλήσι, ποῦ κ' ἐκεῖνο
Πιὸ ἔρμο ὡς τώρα εἶχε γίνει.

Στ' ἀδέρφια μ' ἔφεραν κ' ἐμένα,
Νὰ μὲ χαροῦν τὰ κόκκαλά τους,
Ποῦ τοὺς ξεχνοῦσα στὰ καλά τους,
Καὶ γύριζα στὰ μαῦρα ξένα.
****
Αγάπης λόγια

Σα μου μηνάς πως σε λυπούν τα βάσανά μου
πως έρχετ’ ως τα σπλάχνα σου ετούτ’ η φλόγα,
τα μάτια μου δακρύζουνε και η καρδιά μου
πονεί σαν πρωτοβύζαχτης μανούλας ρώγα.
Όχι, δε θα σου λέγω πλιο πως απεθαίνω,
του όρνιου ο ίσκιος ο ψυχρός δε θα περνάει
πάνω από τέτοιο μέτωπο χαριτωμένο,
που ‘πλάστη ν’ ακτινοβολεί και να γελάει.
Δεν θα σου λέγω πως πονώ, θα λέγω «ελπίζω»,
απ’ το μικρό μου κι έρημο αυτό καντήλι
θα στέρνω λίγο φως χωρίς να σου θυμίζω
πως λάδι δε μου μένει πλιο μηδέ φιτίλι.
Αχ μη μου λες πως σε γελώ –γελώ τον πόνο
για να μην έρθει και διπλό μας φέρει φόνο.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Ο ΜΗΝΑΣ ΙΟΥΛΙΟΣ (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ,ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΜΟΥΣΙΚΗ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ, ΘΡΗΣΚΕΙΑ)

 

Γιάννης Τσαρούχης - Γιούλης 
Ο Ιούλιος ή Ιούλης ή Θερνόν (ποντιακά, συναντάται και ως Χορτοθέρτς), είναι ο έβδομος μήνας του έτους κατά το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό Ημερολόγιο και έχει 31 ημέρες. Στο αττικό ημερολόγιο ήταν ο πρώτος μήνας του έτους και ονομάζονταν Εκατομβαιών διάρκειας 30 ημερών που αντιστοιχεί με το χρονικό διάστημα από 23 Ιουνίου έως τις 23 Ιουλίου. Είναι ο ενδέκατος μήνας κατά το Εκκλησιαστικό ημερολόγιο που αρχίζει τον Σεπτέμβριο, και ο πέμπτος κατά το παλαιό ρωμαϊκό ημερολόγιο, γι' αυτό αρχικά στα Λατινικά ονομάζονταν Quintilis. Αργότερα, όμως, ο Αύγουστος Καίσαρας για να τιμήσει τον Ιούλιο Καίσαρα (που γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 44 π.Χ.). του έδωσε το όνομα Ιούλιος.
Ο ελληνικός λαός τον ονομάζει και Αλωνάρη, Αλωνιστή ή Αλωνιάτη ή Αλωνευτή, επειδή κατά τον μήνα αυτόν γίνεται το αλώνισμα του σιταριού.
Ακόμα τον ονομάζει Γυαλιστή ή Γυαλινό (Νάξο & Χίο), επειδή σε ορισμένες περιοχές της χώρας κατά το μήνα αυτό «γυαλίζουν», δηλ. ωριμάζουν τα σταφύλια. Επίσης αναφέρεται σαν Δευτερόλης (σαν 2ος μήνας του καλοκαιριού), Αηλιάς ή Αηλιάτης (20/7, η γιορτή του Προφήτη Ηλία) και Φουσκομηνάς ή Χασκόμηνας (Ρόδος).


*Εκατομβαιών: Η λέξη παράγεται από την εκατόμβη που σήμαινε θυσία εκατό βοδιών.
Επρόκειτο για τη μαγική πράξη πολλαπλασιασμού των βοδιών.
«Θυσίαζαν ένα για ν' αποκτήσουν εκατό»



Ο Ιούλιος στην Ελληνική λαογραφία
Ο Ιούλιος αντιστοιχεί στον αρχαίο μήνα Κρόνιο ή Εκατομβαιώνα
Το χρονικό διάστημα μεταξύ της 21ης και του τέλους του μηνός κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Κυνάδες μέρες, απ’όπου προέρχεται και ο όρος «κυνικά καύματα». Η ονομασία τούτη προέρχεται από το γεγονός ότι τις μέρες αυτές ο φωτεινότατος αστέρας Σείριος (ανήκει στον αστερισμό του Μείζονος Κυνός) ανατέλλει συγχρόνως με τον ήλιο, κάνοντας τις μέρες ακόμη πιο θερμές.


 Πίνακας - Leon Augustin Lhermitte


Ο Ιούλιος είναι ο μήνας του αλωνισμού και της χαράς του γεωργού γι’αυτό και προσωνυμείται Αλωνάρης, Αλωνευτής,Αλωνιάτης, Αλωνιστής. Τον λένε ακόμη Χορτοκόπο γιατί στον Πόντο τότε κόβουν το χόρτο, Γιαλιστή και Γυαλινόγιατί τότε ωριμάζουν τα σταφύλια και «γυαλίζουν», Φουσκόμηνα γιατί φουσκώνουν τα σύκα. 
Τέλος, είναι γνωστός και με τις ονομασίες Δευτερογιούλης, Λιοτρόπης και Χορτοθέρης.
Χαρακτηριστικό της βαριάς δουλειάς του αλωνισμού είναι και το παρακάτω κυπριακό τετράστιχο:

«Βόδι να μην αλώνιζε,
κόρη να μην εγέννα
και νιος να μην εθέριζε,
ποτέ του δεν εγέρνα.»

Τραγούδια στα αλωνίσματα δεν ακούγονταν. Κυριαρχούσαν οι φωνές των αλωνιστάδων προς τα ζώα τους. Στο λίχνισμα πάλι, ο άνεμος ήταν το κύριο μέλημα και οι σβέλτες κινήσεις των λιχνιστάδων δεν σήκωναν τραγούδι. Έπειτα η αχυροπάσπαλη κι ο κουρνιαχτός από τα φροκαλίσματα έκλειναν το στόμα.
Έχουμε όμως τραγούδια παλιά με γραφικές σκηνές αλωνίσματος, που μπορούσαν να τραγουδούν στις μετέπειτα ώρες της ξεκούρασης:

Εγώ περνάω κι αντιπερνάω στης Μαυρουδής τ’αλώνι,
όπου αλωνίζουν δώδεκα κι όπου συμπάζουν δέκα, 
κι η Μάρω με τη μάνα της τριγύρω λαγανίζει. 
Κι η μάνα της της έλεγε κι η μάνα της της λέει: 
-Φεύγα Μαριώ απ’τον κουρνιαχτό, φεύγα κι από τον ήλιο. 
-Μάνα τον ήλιο αγαπώ, τον κουρνιαχτό τον θέλω 
τον γιο του πρωτολιχνιστή, άντρα θε να τον πάρω. 
-Ο γιος του πρωτολιχνιστή πολλά προικιά γυρεύει. 
-Σαν τα γυρεύει δώστε τα, καλός είν’ κι ας τα πάρει. 
-Γυρεύει βόδια του ζυγού, φοράδα της καβάλλας, 
γυρεύει κι ανεμόπαχτο να τρώει η φοράδα μέσα, 
γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα 
κι αλώνια καλοπέτρινα και μαρμαροστρωμένα. 
-Σαν τα γυρεύει δώστε τα, καλός είν’ κι ας τα πάρει.

Το πρώτο ψωμί που θα ζυμωθεί με το καινούργιο στάρι έχει διάφορες κατά τόπους ονομασίες: τζιτζιροκούλικο,μπουγάτσα. 
Απ’αυτό το πρώτο ζυμάρι ζύμωναν και μία κουλούρα που την κρεμούσαν στη βρύση για να τρέξουν τα καλά, όπως το νερό. Όποιος πήγαινε πρώτος να πάρει νερό από τη βρύση, έπαιρνε και την κουλούρα.
Η απειλή όμως από τους κινδύνους (φωτιά, βροχή, χαλάζι) ήταν μεγάλη για τα χωράφια και γι’αυτό οι γεωργοί επιζητώντας τη θεϊκή προστασία τιμούσαν με αργία τους αγίους που εορτάζουν τότε. Την Παναγία των Βλαχερνών (2), που προσονομάζεται απ’την τιμωρία όσων δεν τηρούσαν την αργία της Καψοδεματούσα, Καψοχεροβολού,Καψαλωνού, Βουλιάχτρα. Την αγία Κυριακή (7), την αγία Μαρίνα (17).


Πίνακας - Lawrence Alma-Tadema
Ο Ιούλιος ήταν επικίνδυνος μήνας και για τους ανθρώπους κι έτσι οι ιαματικοί του άγιοι τιμούνταν με μεγάλοι ευλάβεια. 
Οι Άγιοι Ανάργυροι (1), 
η Άγία Παρασκευή (26), 
ο Άγιος Παντελεήμονας (27).
«Κουτσοί, στραβοί όλοι στον άγιο Παντελεήμονα.»
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η γιορτή του Προφήτη Ηλία (20),  ο οποίος θεωρείται έφορος της βροχής και ρυθμιστής των μετεωρολογικών φαινομένων. 
Τα εκκλησάκια του βρίσκονται συνήθως πάνω σε υψώματα και βουνοκορφές. 
Σύμφωνα με την παράδοση που έχει τις ρίζες της στον εξιλασμό του Οδυσσέα (λ 120-136), ο Αη-Λιας ήταν ναύτης που η θάλασσα προσπάθησε πολλές φορές να τον πνίξει. 
Μετά τα τόσα ταξίδια, πήρε το κουπί στον ώμο και τράβηξε για τη στεριά. Όπου περνούσε, ρωτούσε τους ανθρώπους που συναντούσε τι είναι αυτό που κρατάει στα χέρια του. Κι όσοι του απαντούσαν «κουπί», ξεκίναγε για αλλού. Προχώρησε, προχώρησε κι ύστερα βρέθηκε στα βουνά. Έπεσε πάνω σε έναν τσοπάνη και τον ρώτησε τι ήταν αυτό που βαστούσε. Ο τσοπάνης το κοίταξε καλά καλά και ύστερα του είπε «ξύλο είναι». 
Ο Αη-Λιας γέλασε ικανοποιημένος και έμεινε από τότε κοντά στους ανθρώπους των βουνών. 
Οι εποχιακές αλλαγές είχαν για τους αρχαίους τεράστια σημασία, ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση της γεωργίας αφού η σπορά, η συγκομιδή και οι άλλες γεωργικές ασχολίες εξαρτιόνταν από τις αλλαγές των εποχών. Λόγω των γεωργικών αυτών ασχολιών ο Ιούλιος ονομάζεται και Αλωνάρης ή Αλωνιστής αφού στον μήνα αυτό γίνεται το αλώνισμα των δημητριακών. Παλαιότερα, όταν δεν υπήρχαν οι σύγχρονες μηχανές οι γεωργοί μας καθάριζαν από τα αγριόχορτα το αλώνι που βρίσκονταν σε μέρος που να το φυσούν οι περισσότεροι άνεμοι και ήταν στρωμένο με πέτρα ή συχνότερα με χώμα. Όπως γράφει σ’ ένα του ποίημα και ο Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951): «Στ’ αλώνια καλοσάρωτα/και ξεχωρταριασμένα/θα ξαπλωθούν οι θημωνιές/ξανθόμαλλες πλεξίδες».
Το αλώνι είχε σχήμα κυκλικό και στη μέση βρίσκονταν το «στρέντζερο» ή το «στρογερό», το ξύλινο δοκάρι γύρω από το οποίο έτρεχαν τα ζώα που θα αλώνιζαν τα στάχυα. Τα βόδια, τα άλογα, τα γαϊδούρια ή τα μουλάρια που χρησιμοποιούνταν ήταν ζεμένα το ένα δίπλα στο άλλο και γυρνούσαν γύρω από το κεντρικό στύλο ποδοπατώντας έτσι τα στάχυα. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν και την «δοκάνα», μια ειδικά διαμορφωμένη πλατφόρμα που θρυμμάτιζε τα στάχυα. Κατόπιν με ένα δικριάνι σαν φτυάρι ξεκινούσε το λίχνισμα, η διαδικασία που ξεχώριζε τον καρπό από το άχυρο με την βοήθεια του ανέμου. Σύμφωνα, πάντως, με τα έθιμα του αλωνισμού δεν κάνει να έρθει στο αλώνι γυναίκα με ρόκα γνέθοντας γιατί «είναι ξωτικιά και διώχνει τον άνεμο και δεν μπορούν να ανεμίσουν (λιχνίσουν)». Πολλά από τα έθιμα αυτά προέρχονται μάλιστα από τα αρχαιοελληνικά Θαλύσια, προς τιμήν τηςΔήμητρας. Με το λίχνισμα, όμως, συνδέεται και ο προφήτης Ηλίας που διαφεντεύει τους ανέμους, γι’ αυτό άλλωστε ο Ιούλιος ονομάζεται και Αηλιάτης ή Αηλιάς.



Το Καλαντάρι του Ιουλίου από το Très Riches Heures du Duc de Berry


ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:


Του ΑΛΩΝΙΣΜΟΥ: Όσο διαρκεί ο αλωνισμός, «δεν κάνει να αλωνίζει ολοένα ο ίδιος αλωνιστής. Εναλλάσσεται με τη γυναίκα του και το παιδί, ενώ αυτός ξεκουράζεται στ' αμπλήκι, ένα δέντρο που υπάρχει φυτεμένο κοντά στο αλώνι γι' αυτό το σκοπό.

Οι ξένοι που τύχαινε να περάσουν, έπρεπε να ευχηθούν μόνο: «Ώρα καλή, χίλια μόδια», ή «Χίλια μόδια, και το αγώι χώρια», κι ο αλωνιστής απαντούσε: «Να 'σαι καλά, Φχαριστούμε». 
Μόλις μάζευαν το λειώμα ή μάλαμα (καθαρό σιτάρι) σ' ένα σωρό, νίβονταν όλοι, και ράντιζαν και το σωρό.
«Δεν έκανε να έρθει η γυναίκα με ρόκα, γνέθοντας, στ' αλώνι», γιατί «ήταν ξωτικιά και έδιωχνε τον άνεμο, και δεν μπορούσαν να ανεμίσουν, να λιχνίσουν. 
Την τελευταία ημέρα και αφού απολούσαν τα βόδια, πρόσεχαν που θα ξυθεί, το μεγαλύτερο στα χρόνια βόδι. Εάν ξυνόταν στο κεφάλι, ο χειμώνας θα ήταν «πρώιμος», στη μέση «βαρυχειμωνιά στο μέσο του χειμώνα» και αν στην ουρά, ο χειμώνας θα ήταν «όψιμος».
Με το νέο αλεύρι έφτιαχναν πρώτα μια λειτουργιά, για να την ευλογήσει ο παπάς. Κι απ' το πρώτο ζυμάρι, παρασκεύαζαν ένα ιδιαίτερο κομμάτι, το «κλικούδ'», και το άφηναν στη βρύση του χωριού. Εκείνη που πρώτη θα πήγαινε να πάρει νερό και έβρισκε το καινούριο ψωμί, έπρεπε να το μοιράσει στις γυναίκες που θα τύχαινε να πάνε κι αυτές για νερό. 

ΚΟΥΡΜΠΑΝΙΑ (συνεστιάσεις & δημοτελείς θυσίες)-ΕΘΙΜΙΚΕΣ ΦΩΤΙΕΣ (20/7). Προς τιμή του Προφήτη Ηλία, με κύρια επιδίωξη τις ευμενείς καιρικές συνθήκες, για τη γεωργία & την κτηνοτροφία στη διάρκεια του χρόνου. 

ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ: Ο Ιούλιος έχει τα περισσότερα από τα πανηγύρια των χωριών. Πέρα από τις καθεαυτό δικές του γιορτές-πανηγύρια (των Αγ. Αναργύρων, της Αγ. Κυριακής, του Προφήτη Ηλία, της Αγ. Παρασκευής & του Αγ. Παντελεήμονα), έχει και πολλές γιορτές-πανηγύρια του χειμώνα, που έχουν μεταφερθεί προκειμένου να επιτρέψει η καλοκαιρία τη διεξαγωγή τους & βέβαια τη μεγαλύτερη προσέλευση κόσμου.

ΤΟ «ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ» (Αγ. Παρασκευή Λέσβου). Γίνεται προς τιμή του Αγ. Χαραλάμπους. Πρόκειται για μια ταυροθυσία. Αποτελεί μια γιορτή που διαρκεί 3 ημέρες. Για πρακτικούς λόγους, επειδή δεν είναι εύκολη η μετάβαση στο ξωκλήσι του αγίου την ημέρα της γιορτής του (10/2), το πανηγύρι γινόταν αρχικά την πασχαλινή περίοδο («πριν φύγει το Χριστός Ανέστη»), ή τέλη της ανοιξιάτικης περιόδου, στη συνέχεια μεταφέρθηκε τους καλοκαιρινούς μήνες, Ιούνιο ή Ιούλιο. Καθοριστικό ρόλο έπαιζε η άφιξη κάθε χρόνο των ξενιτεμένων Αγιοπαρασκευιωτών, κυρίως από την Αυστραλία, αφού συνήθως ένας απ’ αυτούς έκανε την καθόλου ευκαταφρόνητη χορηγία για την αγορά του ταύρου, εκτελώντας έτσι κάποιο τάμα του.
Το πρωί της Παρασκευής οδηγούν τον ταύρο, που πρέπει να είναι εκλεκτός (3ετής, ανευνούχιστος & να μην έχει μπει σε ζυγό) μπροστά στο σπίτι του χορηγού. Εκεί υπό τους ήχους μουσικής στολίζουν τον ταύρο. Του κρεμούν στο λαιμό άνθη & στεφάνι και βάφουν τα κέρατά του με χρυσόσκονη. Μικρή επιγραφή στο μέτωπό του δείχνει το όνομα του δωρητή. Στη συνέχεια με μουσική, με λάβαρα, με σημαία & με την εικόνα του αγίου μπροστά, αρχίζει η περιφορά του ταύρου σε όλο το χωριό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας το ζώο μεταφέρεται στην τοποθεσία «Ταύρος», ορεινή & δυσπρόσιτη, 15 χμ Α. της Αγ. Παρασκευής, όπου βρίσκεται και το ξωκλήσι του αγίου.
Από το πρωί του Σαββάτου αρχίζει η ομαδική μετάβαση των πανηγυριστών στον «Ταύρο», απ’ όλο το νησί. Το σούρουπο φέρνουν τον ταύρο, πάλι με μουσική, μπροστά στο εκκλησάκι και ο ιερέας τον ευλογεί με ειδική ευχή. Τον οδηγούν έπειτα στον τόπο της θυσίας. Εκεί, κατά την πίστη που επικρατεί, το ζώο γονατίζει με τη θέλησή του για να θυσιαστεί. Παράλληλα σφάζονται κι άλλα μικρότερα ζώα, με την ευλογία του παπά πάντα, τάματα κι αυτά των πιστών.
Την ευλογία του δέχονται κι οι έφιπποι πανηγυριστές, θεωρείται μάλιστα ότι το πανηγύρι αποβλέπει ιδιαίτερα στην προστασία των φοράδων.
Από το κρέας του ταύρου και με ειδικά κατεργασμένο σιτάρι παρασκευάζεται το λεγόμενο “κεσκέτσι”, που το πρωί της Κυριακής διανέμεται στους πιστούς, για «να πάρουν όλοι τη δύναμη που είχε ο ταύρος». 
Η όλη θυσία-γιορτή τελειώνει το απόγευμα της Κυριακής με ιππικούς αγώνες. Ακολουθεί γλέντι όλων των πανηγυριστών στην πλατεία του χωριού.


Wheat Fields - Van Gogh



Το Αφήλιο της Γης
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, τις πρώτες ημέρες του Ιουλίου (γύρω στις 3 του μήνα) η Γη μας βρίσκεται στο πιο απομακρυσμένο σημείο της ετήσιας τροχιάς της, στο αφήλιο της δηλαδή, γεγονός που δεν πρέπει να ξενίζει κανέναν αφού η απόστασή μας από τον Ήλιο δεν σχετίζεται με τις θερμοκρασίες που επικρατούν πάνω στη Γη. Αυτό, όπως είναι γνωστό, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην κλίση του άξονα της Γης κι όχι από του αν βρισκόμαστε στο αφήλιο ή στο περιήλιο της γήινης τροχιάς. Έτσι στη διάρκεια του Καλοκαιριού ο Ήλιος ευνοεί το βόρειο ημισφαίριο, οι ακτίνες του πέφτουν πάνω μας περισσότερο κάθετα και ενώ εμείς έχουμε Καλοκαίρι, στο νότιο ημισφαίριο έχουν Χειμώνα.

Παροιμίες για το μήνα Ιούλιο   
«Ο Αηλιάς κόβει σταφύλια και η Αγία Μαρίνα σύκα».
«Αλωνάρη με τα αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια».
«Τζίτζιρας ελάλησε, άσπρη ρόγα γυάλισε».
«Τον Ιούλη κι οι γριές κάνουνε ξετσιπωσιές».
«Από τ' Αι-Λιος ο καιρός γυρίζει αλλιώς».
«Γαμπρός αλωναριάτικος, κακό χειμώνα βγάνει».
«Έτσι το ‘χει το λινάρι να ανθεί τον Αλωνάρη».
«Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τ' αμύγδαλα όλο τον Αλωνάρη».
«Κάλλιο λόγια στο χωράφι , παρά ντράβαλα (φασαρίες) στ' αλώνι».
«Κάτσε κότα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
«Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη».
«Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
«Μικρό-μικρό τ' αλώνι μου, και να ‘ναι μοναχικό μου».
«Ο άη-Λιας κόβει σταφύλια και η αγία Μαρίνα σύκα».
«Ο Θεριστής θερίζει, ο Αλωνάρης αλωνίζει κι ο Αύγουστος ξεχωριζει».
«Όρνιθα το Γενάρη, κέφαλος τον Αλωνάρη».
«Που μουχτάει τον Χειμώνα‚ χαίρεται τον Αλωνάρη».
«Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη(Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα».
«Στο κακορίζικο χωριό τον Αλωνάρη βρέχει».
«Τ' Αλωναριού τα κάματα (δυνατή ζέστη), τ' Αυγούστου τα λιοβόρια» (ζεστός δυνατός ανατολικός άνεμος).
«Της αγιά Μαρίνας ρώγα και του άη -Λιός σταφύλι». (δηλαδή το σταφύλι ωριμάζει αργότερα από τη σταφίδα)
«Της Αγιάς Μαρίνας ρούγα και του Αϊ Λια σταφύλι και του Αγιού Παντελεήμονα γιομάτο το κοφίνι».
«Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή».
«Τον Αλωνάρη δούλευε καλό χειμώνα να έχεις».
«Τον Αλωνάρη έβρεχε στον ποτισμένο τόπο».
«Χιόνισε μέσα στο Γενάρη, να οι χαρές του Αλωνάρη».

ΕΟΡΤΕΣ 

Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός οι Ανάργυροι 1 Ιουλίου 

Ἀπολυτίκιον  -Ἦχος πλ. δ’.
Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί, ἐπισκέψασθε τὰς ἀσθενείας ἡμῶν, δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε ἡμῖν.

 Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι θεράποντες, καὶ ἰατῆρες βροτῶν, ἀνάργυρον βλύζετε, τὴν θεραπείαν ἠμίν, Ἀνάργυροι ἔνδοξοι, ὅθεν τοὺς προσιόντας, τὴ σεπτὴ ὑμῶν σκέπη, ρύσασθε νοσημάτων, καὶ παθῶν ἀνιάτων, Κοσμᾶ καὶ Δαμιανέ, Ρώμης βλαστήματα.

Κοντάκιον Ἦχος β’.
Οἱ τὴν χάριν λαβόντες τῶν ἰαμάτων, ἐφαπλοῦτε τὴν ῥῶσιν τοῖς ἐν ἀνάγκαις, Ἰατροὶ θαυματουργοὶ ἔνδοξοι· ἀλλὰ τῇ ἡμῶν ἐπισκέψει, καὶ τῶν πολεμίων τὰ θράση καταβάλλετε, τὸν κόσμον ἰώμενοι ἐν τοῖς θαύμασι.



Αγία Μαρίνα 17 
Ιουλίου 

Ἀπολυτίκιον
Ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν, σὺ κεκτημένη σεμνή, ἀνδρείως κατεπάτησας ὄφιν ἀρχέκακον, Μαρίνα πανεύφημε, ἤσχυνας Ὀλυμβρίου τᾶς πικρᾶς τιμωρίας, εὐφρανας Ἀσωμάτων τᾶς χορείας ἀθλοῦσα, διὸ ἀπαύστως πρέσβευε Χριστῷ, εἰς τὸ σωθήναι ἠμᾶς.

 Ἀπολυτίκιον
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, ἀκηράτοις στέμμασιν, ἐστεφανώθης Mαρίνα, αἵμασι, τοῦ μαρτυρίου δε φοινιχθεῖσα, θαύμασι καταλαμπρύνθης τῶν ἰαμάτων, καὶ τῆς νίκης τὰ βραβεῖα, ἐδέξω Μάρτυς χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.

Προφήτης Ηλίας 20 Ιουλίου 

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)- Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος, ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισαίῳ τὴν χάριν, νόσους ἀποδιώκει, καὶ λεπροὺς καθαρίζει, διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Προφῆτα καὶ προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ, Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ φθέγματί σου στήσας τὰ ὑδατόῤῥυτα νέφη, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν, πρὸς τὸν μόνον φιλάνθρωπον.

Μεγαλυνάριον
Δεύτε τον πυρίπνουν και ζηλωτήν, τον διά τεθρίππου, αρπαγέντα από της γής, της του Xριστού δευτέρας, Πρόδρομον παρουσίας, Hλίαν τον Θεσβίτην, ύμνοις τιμήσωμεν.


Αγία Παρασκευή 26 Ιουλίου 


Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος α’.
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασαμένη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ ἀθλοφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

ΚοντάκιονἮχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Τὸν ναόν σου πάνσεμνε, ὡς ἱατρεῖον ψυχικὸν εὑράμενοι, ἐν τούτῳ πάντες οἱ πιστοί, μεγαλοφώνως τιμῶμέν σε, Ὁσιομάρτυς Παρασκευὴ ἀοίδιμε.








Αγιος Παντελεήμων 27  Ιουλίου 

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ’.
Ἀθλοφόρε Ἅγιε, καὶ ἰαματικὲ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. α’.
Μιμητὴς ὑπάρχων τοῦ ἐλεήμονος, καὶ ἰαμάτων τὴν χάριν παρ᾽αὐτοῦ κομισάμενος, ἀθλοφόρε καὶ Μάρτυς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ταῖς εὐχαῖς σου τὰς ψυχικὰς ἡμῶν νόσους θεράπευσον, ἀπελαύνων τοῦ ἀεί, πολεμίου τὰ σκάνδαλα, ἐκ τῶν βοώντων ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

Μεγαλυνάριον

Ῥεῖθρα ἰαμάτων ὡς ἐκ πηγῆς, χάριτι θαυμάτων, βρύει χρῄζουσι δωρεάν, ὁ Παντελεήμων, ὁ πάνσοφος ἀκέστωρ· οἱ ῥώσεως διψῶντες δεῦτε ἀρύσασθε σε





Ενα ψηφιδωτό από τον αρχαίο Θύσδρο, το σημερινό el Djem της Τυνησίας. Το ψηφιδωτό, που χρονολογείται τον 3ο αι. μ.Χ., διακρίνεται σε τετράγωνα διάχωρα που γεμίζουν το πεδίο μαζί με φυτικά διακοσμητικά μοτίβα. Σε τέσσερις σειρές και τρεις στήλες διατάσσονται οι δώδεκα μήνες του χρόνου. Στην αρχή κάθε σειράς εικονίζεται το σύμβολο κάθε εποχής. 

Τον Ιούλιο ένας νέος προχωρά κρατώντας το δισάκι του, μάλλον για να φροντίσει αγροτικές εργασίες. Πηγή: www.lifo.gr




ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 

Μανώλης Αναγνωστάκης 

Φοβάμαι τους ἀνθρώπους που ἑφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό».

Κώστας Βάρναλης

«…Ήτανε μήνας Αλωνάρης, ντάλα μεσημέρι,
που ξεφαντώνανε στα κλώνια ασίγαστα τζιτζίκια,
στη θάλασσα των αμπελιών μελώναν τα σταφύλια
και βίγλιζε στη δεμοσιά με χίλια μάτια ο ήλιος
κι από τον ήλιο πιότερο λαμπάδιαζεν ο τάφος…»
Η «άγνωστη» ατιμία


Οδυσσέας  Ελύτης

i. “…Τον ΙΟΥΛΙΟ κάποτε μισανοίξανε
Τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
Την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν…
Αμαρτία μου να ‘χα κι εγώ μιαν αγάπη
Ρόδο μου ρόδο αμάραντο…”

 Άξιον εστί

ii.«Ψελλιστί παίρνεται ο υπνάκος μέσα σ’ ένα στεντόρειο μεσημέρι,
γεμάτο τζιτζίκια που μαίνονται. Ιούλιος. Α, νάρθει η ώρα που θα
δαγκώνεις το περγαμόντο και που ύστερα θα πίνεις πίνεις δροσερό
νερό, καφέδες, και σιγάρο ατελεύτητο σαν την Ελλάδα.»

Εκ του πλησίον

iii.  [Γυμνός, Ιούλιο μήνα]

("Ο Μικρός Ναυτίλος")
Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο.
Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Mόνο που 'ναι πιο δύσκολο. Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Kι από τη φύση - αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.



In the Month of July   - Paul Joseph Constantin Gabriel

Κ. Π. Καβάφης   - Να μείνει

Η ώρα μια την νύχτα θάτανε,
ή μιάμισυ.

Σε μια γωνιά του καπηλειού·
πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως διόλου άδειο.
Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης.

Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.

Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν — πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.

Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα·
γρήγορο σάρκας γύμνωμα — που το ίνδαλμά του
είκοσι έξι χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε
να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.

 Ρένα Καρθαίου - Ιούλιος 

Γέμισε χρυσάφι ο κάμπος ,
γέμισαν τα μάτια θάμπος .

Φως το αλώνι του Αλωνάρη ,
ήλιο ξέχειλο και στάρι .

Τρεμουλιάζει, αχνός , η μέρα
μες στον διάφανον αιθέρα .

Και του τζίτζικα το πριόνι ,
όσο πάει και δυναμώνει .

Το θερμόμετρο ανεβαίνει ,
σπίτι του κανείς δε μένει .

Μπλουμ! Στη θάλασσα πηδάει
όλη η Ελλάδα κολυμπάει .



Grimani Breviary: The Month of July - Flemish Miniaturist


Νίκος Καρούζος 

 i. Αλλόφρονας Ιούλιος

“Ο γενέθλιός μου μήνας στα θολερά/ λιοπύρια του Καρκίνου
μ’ έναν απρόκοφτον ίσκιο που αναβλύζει/ δονούμενος από φευγαλέα
φωνήματα κληματαριάς- τι άρια/ ο θάνατος ή η έβδομη κοίμηση…

Σα να αισθάνομαι το σώμα μου στον ιδρώτα/ λουσμένο μουσείο
Οπού ‘χει να δείξει σωζόμενες αστραπές
τη μεγάλη του πόνου προσωπογραφία.

Μοναστήρι παμπάλαιο τούτος- εδώ ο ύπερος.
Δεν επιτρέπω υπολειπόμενα δάκρυα
προχωρώντας με χαυλιόδοντες αταραξίας
ανάμεσα στα μελανθή με φως ανήμερο
να κατακάψω και τις πέντε ηπείρους.
Την καλησπέρα μου στα Ιδανικά σας”.


ii. 17 Ιουλίου 1979

“Μακρινός ο ήχος απ’ τα πένθη
στο ακόρεστο ξέφωτο που οδεύουμε
τόσο λεπτή σαν κλωστούλα φυσαρμόνικα
στα σαρκώδη χείλη της βραδιάς η απουσία
ξετινάζοντας
όνειρα πρησκόμενα
κι αγιάτρευτα.
Είμαι πικρός και επώδυνος
από αρχαϊκότητα
ωσάν το στρουφί που ραμφίζει
τα μικρά του ευρήματα.
Είμαι σήμερα κλειδωμένος στην ευτυχία.
Τη μουσική μου δεν τη θέλω πια
σας τη χαρίζω.”
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)



Stacey Peterson "July Moonrise"

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











SENSE OF FEAR - νέο single “Retaliation”…..+Official music video

 

SENSE OF FEAR - Retaliation (OFFICIAL MUSIC VIDEO)

(Δείτε το εδώ)




Music: Ioannis Kikis
Lyrics: Ioannis Kikis, Ilias Kytidis

Recorded at OTSE Studios, Thessaloniki GR, by Nik Logiotatidis
Co-produced by Marios Iliopoulos (NIGHTRAGE)
Mixed and mastered by George Nerantzis
Video directed and produced by Nick Momtsios (Garsoniera Productions)

Οι Sense of Fear είναι ένα από τα παλαιότερα heavy metal συγκροτήματα της Βόρειας Ελλάδας εν ενεργεία.
Μετά την κυκλοφορία του ομώνυμου EP τους και του full-length album τους με τίτλο "As the Ages passing by", επανέρχονται με ένα ολοκαίνουριο single με τίτλο “Retaliation” (το οποίο αποτελεί προπομπό του νέου τους full-length album ?????). Προς το παρόν μας παρουσιάζουν το Official music video του τραγουδιού.

OFFICIAL LINKS



















ΧΑΣΜΩΔΙΑ - Τραγούδι ( Μουσική-Ερμηνεία Γιώργος Τάμογλου & Στίχοι Βίλλυ Χρυσού )




Μουσική-ΕρμηνείαΓιώργος Τάμογλου 
Στίχοι Βίλλυ Χρυσού 
Φωνητικά Ελένη Καραγεωργίου 
Ενορχήστρωση Γιώργος Τάμογλου 

Χασμωδία Θα πάρω τη θάλασσα, να σβήσω τον ήλιο, σκοτάδια ν' απλώνονται, στης λύπης ''τ'αντίο.'' Θα φράξω τα ουράνια, μη βλέπουν τ'αστέρια, συντρίμμια ανθρώπινα, νεκρά περιστέρια. Τους ήχους θα πνίξω, μη βρίσκουν τ'αηδόνια, λαλιές, κελαΪδίσματα, σε άδεια μπαλκόνια. Τα χρώματα αόρατα ,η νύχτα θα ντύνει αχάϊδευτα σώματα ,σε πάθους καμίνι. Κι αυτοί που ξοδεύτηκαν ,σε λάθος φεγγάρια, σε μάντεις προσέτρεξαν, να βρουν τα υφάδια... Χαμένοι κι αξόφλητοι, παιχτήκαν στα λόγια, σε πλάνα κι ανούσια, ολκής μοιρολόγια... Επαίτες, ξαπόμειναν σε κάποια γωνία. Δραπέτες αιώνιοι ,πικρή χασμωδία...