Άννα Αχμάτοβα (23 Ιουνίου 1889 - 5 Μαρτίου 1966)

 

Κουζμά Πετρόφ - Βόντκιν.- Πορτρέτο της Αχμάτοβα, 1922.

Η Άννα Αχμάτοβα ρωσικά: Анна Ахматова, (А́нна Андре́евна Го́ренко) ψευδώνυμο της Άννας Αντρέγιεβνα Γκόρενκο, ήταν Ρωσίδα ποιήτρια, μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της «Αργυρής Εποχής» στην ποίηση της Ρωσίας. Επέλεξε το επώνυμο Αχμάτοβα, που ανήκε στην προγιαγιά της από τη φυλή των Τατάρων, απόγονο του θρυλικού Τζένγκις Χαν.
Η Άννα Αχμάτοβα γεννήθηκε στο Μπολσόι Φοντάν (Большой Фонтан), κοντά στην Οδησσό, στις 23 Ιουνίου του 1889. Ο πατέρας της Αντρέι Αντόνοβιτς Γκορένκο (απεβ. 1915) ήταν ηλεκτρολόγος - μηχανολόγος στο ναυτικό. Οι γονείς της μετακόμισαν στην Αγία Πετρούπολη λόγω υπηρεσιακής μετάθεσης του πατέρα της. Εκεί έζησαν οι γονείς της μέχρι το διαζύγιό τους το 1905.
Η Αχμάτοβα μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον προνομιούχο και μια κουλτούρα αριστοκρατική. Πέρασε τα μαθητικά της χρόνια στο κλασικό περιβάλλον του γυμνασίου στο Τσάρσκογιε Σελό (Ца́рское Село́), ενώ αποφοίτησε από το λύκειο «Φουντουκλέγιεφ» στο Κίεβο, όπου την είχε στείλει η μητέρα της μετά το χωρισμό των γονέων της. Κατόπιν φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου. Στα νεανικά της χρόνια διάβασε και επηρεάστηκε από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία και ιδιαίτερα από τους Σκανδιναβούς συγγραφείς.
Η Άννα Αχμάτοβα με το σύζυγό της Νικολάι Γκουμιλιόφ και το γιο τους Λεβ Γκουμιλιόφ, 1913


Ενώ συνέχιζε ακόμη τις νομικές και φιλολογικές σπουδές της παντρεύτηκε τον Απρίλιο του 1910 τον ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ και έγινε μέλος στη λογοτεχνική ομάδα της Αγίας Πετρούπολης «Συντεχνία των Ποιητών» (Zech poetow), λίκνου του κινήματος του «ακμεϊσμού», του οποίου πρωτοστάτης και θεωρητικός ήταν ο Γκουμιλιόφ (Гумилёв).
Η συμβίωσή της με τον Γκουμιλιόφ άρχισε να γίνεται τελείως συμβατική. Στο γαμήλιο ταξίδι του ζευγαριού στο Παρίσι, η νεόνυμφη Αχμάτοβα κάνει τη γνωριμία της με το νεαρό ζωγράφο Αμεντέο Μοντιλιάνι, με τον οποίο έμελλε αργότερα να ζήσει ένα θυελλώδη έρωτα.
Σκίτσο της Αχμάτοβα από τον Μοντιλιάνι 1911

Τον Αύγουστο του 1918, η Αχμάτοβα στα τριάντα χρόνια της παίρνει διαζύγιο από τον Γκουμιλιόφ, ο οποίος εκτελέστηκε από το σοβιετικό καθεστώς το 1921 ως «εχθρός του λαού», ενώ η Αχμάτοβα είχε αποκτήσει μαζί του το 1912 ένα γιο, τον Λεβ Γκουμιλιόφ. Πολύ σύντομα, ξαναπαντρεύτηκε τον εξέχοντα ασσυριολόγο και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης Βλαντιμίρ Σιλέϊκο (Влади́мир Шиле́йко , 1891 – 1930), μεγαλύτερό της σε ηλικία, αλλά και ο δεύτερος αυτός γάμος διαλύθηκε το 1921.
Η Αχμάτοβα, αφού πήρε το διαζύγιό της από τον Σιλέϊκο, παντρεύτηκε για τρίτη φορά το 1923 τον Νικολάι Πούνιν (Николай Пунин, 1888 – 1953), ιστορικό τέχνης, ο οποίος πέθανε στα σταλινικά γκουλάγκ το 1953. Και ο γιος της Λεβ Γκουμιλιόφ καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια καταναγκαστικά έργα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία, απ’ όπου απελευθερώθηκε οριστικά το 1956.
Με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, η Αχμάτοβα αντιστέκεται στον πειρασμό της αποδημίας. Η σταλινική όμως τρομοκρατία με συνεχείς διώξεις, εξορίες, εξευτελισμούς και απαγορεύσεις κυκλοφορίας των έργων της, αν και δεν επηρέασαν την ποιητική δημιουργία της, κλόνισαν σημαντικά την κατάσταση της υγείας της, δεδομένου ότι έπασχε από συνεχή κρούσματα φυματίωσης.
Η απήχηση που έβρισκαν τα ποιήματά της στο κοινό ανησυχούσαν το κομμουνιστικό κόμμα. Τον Αύγουστο του 1946, ύστερα από εισήγηση του αρμοδίου για τον πολιτισμό γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Αντρέι Ζντάνοφ (Андре́й Жда́нов), η Αχμάτοβα καταγγέλθηκε ενώπιον των μελών της Ένωσης Συγγραφέων ως «ιδεολογικός αποδιοργανωτής και εκπρόσωπος του αντιδραστικού σκοταδισμού» και διαγράφηκε από την Ένωση Συγγραφέων, όπου μόνο μετά το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν ( 1953) αποκαταστάθηκε.


Στις 5 Μαρτίου 1966, η Αχμάτοβα άφησε την τελευταία της πνοή από έμφραγμα σε ηλικία 76 ετών σε ένα σανατόριο στην πόλη Ντομοντέντοβο (Домодедово), νότια της Μόσχας, η σορός της μεταφέρθηκε αεροπορικώς στην Αγία Πετρούπολη (τότε Λένινγκραντ) και ετάφη στο κοιμητήριο του Κομαρόβο (Комаро́во), κοντά στην Αγία Πετρούπολη.
Το 1965 απονέμεται στην Αχμάτοβα ο τίτλος της επίτιμης διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ενώ η Ουνέσκο κήρυξε το έτος 1989 «Έτος Αχμάτοβα».



      Ποιητικό έργο
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Άννας Αχμάτοβα «Το Απόβραδο» Вечер (Vetcher) εκδόθηκε στην Αγία Πετρούπολη το Μάρτιο του 1912, ενώ η δεύτερη συλλογή της «Ροζάριο» Чётки (Tchetki) δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1914, λίγο πριν από την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι συλλογές αυτές είναι σύντομες λυρικές εξομολογήσεις από την προσωπική ζωή της. Ιδιαίτερα τα ποιήματα της συλλογής «Ροζάριο» είναι αυτά που καθιέρωσαν και έκαναν την Αχμάτοβα διάσημη σ’ όλη τη Ρωσία.
Η συναισθηματική φόρτιση και το προσωπικό της δράμα από τα χρόνια του πολέμου, της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου εκφράζονται και μετουσιώνονται σε κραυγές πόνου και απογοήτευσης στις συλλογές «Το λευκό κοπάδι» Белая стая (Bielaia staia, 1917), «Αγριοβότανο» Подорожник (Podorojnik, 1921) και «Σωτήριον έτος» (Anno domini, 1922).

O προσωπικός χαρακτήρας της ποίησής της και η αντιμπολσεβικική χροιά της, αν και όχι πάντοτε εμφανής, είχαν αποκλείσει την πρόσβασή της στις πόρτες των εκδοτικών οίκων. Για παραπάνω από μια δεκαετία, από το 1923 μέχρι το 1935, η Αχμάτοβα είχε πάψει ουσιαστικά να γράφει ποίηση και εξοικονομούσε τα στοιχειώδη προς το ζην εργαζόμενη ως βιβλιοθηκάριος στο Αγρονομικό Ινστιτούτο της Αγίας Πετρούπολης, ενώ συγχρόνως αφιέρωνε το χρόνο της στη λογοτεχνική έρευνα και στη μελέτη του έργου του Αλεξάντρ Πούσκιν.
Η τρομοκρατία του σταλινικού καθεστώτος, οι προσωπικές διώξεις και οι απαγορεύσεις δημοσίευσης ή καταστροφής των βιβλίων της έκαναν την Αχμάτοβα να ολισθήσει σε μια αστική και συνάμα πατριωτική ποίηση με τη συλλογή «Ρέκβιεμ» (1935 - 1940), η οποία όμως δεν εκδόθηκε ποτέ στη Σοβιετική Ένωση. Το 1965 δημοσιεύεται «Το διάβα του χρόνου» Бег времени (Beg vremeni), το τελευταίο βιβλίο της στη διάρκεια της ζωής της.
Τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εμπλούτισαν το έργο της με μια ιστορική διάσταση, όπως στο «Ποίημα χωρίς ήρωα» Поэма без героя (Poema bez geroja), γραμμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος ανάμεσα στα 1940 και 1942.
Η ποίηση της Άννας Αχμάτοβα, μολονότι είχε χαρακτηριστεί από το σοβιετικό καθεστώς ως «παρακμιακή», εξέπεμπε τεράστια γοητεία , υπογραμμίζοντας μια αίσθηση πεπρωμένου, που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας της και άσκησε ιδιαίτερη έλξη, όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγεβα (που αυτοκτόνησε το 1941) είχε αποκαλέσει την Αχμάτοβα «Άννα Πασών των Ρωσιών».


Η Αχμάτοβα στην τέχνη


Η Άννα Αχμάτοβα, ζωγραφισμένη από τον Ρώσο κυβιστή, Νάθαν Αλτμάν, το 1915.
Η χαρισματική προσωπικότητα της Άννας Αχμάτοβα, ο μυστικιστικός ερωτισμός και η θυελλώδης συναισθηματική ζωή της επηρέασαν, όχι μόνο λογοτέχνες, αλλά και ζωγράφους, γλύπτες και φωτογράφους, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη μυστηριακά ακαταμάχητη γοητεία της. Ιδιαίτερη έλξη άσκησε η Ρωσίδα ποιήτρια στον Ιταλό ζωγράφο Αμεντέο Μοντιλιάνι, όταν συναντήθηκε μαζί της στο Παρίσι το 1910, όπου η Αχμάτοβα είχε πάει για το μήνα του μέλιτος με τον άντρα της Νικολάι Γκουμιλιόφ. Τον ξανασυνάντησε σ’ ένα δεύτερο ταξίδι της στο Παρίσι το 1911 και έζησαν μαζί μια έντονη ερωτική σχέση. Στο διάστημα αυτό (1910 – 1912), ο Μοντιλιάνι την απαθανάτισε σε δεκαέξι σκίτσα, σε πολλά από αυτά γυμνή, που της τα χάρισε με το χωρισμό τους και που αυτή τα φύλαγε μέχρι το τέλος της ζωής της.

Η ποιήτρια με τον Μπόρις Πάστερνακ το 1940.
Διάσημοι Ρώσοι καλλιτέχνες έχουν επίσης απεικονίσει τη χαρακτηριστική μορφή της Αχμάτοβα σε πίνακες ζωγραφικής, που κοσμούν τα μεγάλα μουσεία της Ρωσίας. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι τα πορτρέτα που έχουν φιλοτεχνήσει ο Νατάν Άλτμαν, το 1914 (Nathan Altman 1889 – 1970), η Όλγα Ντέλα-Βος-Καρντόφσκαγια, το 1914 (Olga Della-Vos-Kardovskaya), o Κουζμά Πετρόφ - Βόντκιν, τo 1922 (Kuzma Petrov – Vodkin, 1878 – 1939), o Aλεξάντερ Αλεξάντροβιτς Οσμιόρκιν, περ. 1939 (Αlexander Alexandrovich Osmiorkin, 1892 – 1953) κ. ά.
Πιο πρόσφατα, το 1990, σ’ ένα πίνακα της Λίντια Νταβιντένκοβα (Lidia Davidenkova, γεν. 1939), η Αχμάτοβα απεικονίζεται μπροστά σ’ ένα καθρέπτη μαζί με το Ρώσο ποιητή και φίλο της Αλεξάντρ Μπλοκ. Στο Μουσείο Αυτοκρατορικής Πορσελάνης της Αγίας Πετρούπολης υπάρχει ένα πανέμορφο αγαλματίδιό της από πορσελάνη (1924), έργο της γλύπτριας Νατάλια Ντάνκο (Наталья Данько, 1892 – 1942).
Πολλά μνημεία, φιλοτεχνημένα από Ρώσους καλλιτέχνες, είναι αφιερωμένα στην πιο διάσημη Ρωσίδα ποιήτρια του 20ού αιώνα Άννα Αχμάτοβα. Ένα επιβλητικό μνημείο της, έργο της γλύπτριας Γκαλίνα Ντοντόνοβα (Galina Dodonova), ύψους 3.3 μ., αποκαλύφθηκε το Δεκέμβριο 2006 στην Προκυμαία Ροβεσπιέρου του ποταμού Νέβα στην Αγία Πετρούπολη. Έχει στηθεί, σύμφωνα με την εκφρασμένη στο ποίημά της «Ρέκβιεμ» δική της επιθυμία, μπροστά στις φυλακές Κρέστι (Kresty), όπου είχε εγκλειστεί ο γιος της Λεβ Γκουμιλιόφ από το σταλινικό καθεστώς.

Ένα δεύτερο μνημείο της Άννας Αχμάτοβα στήθηκε, το 2004, στο προαύλιο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης, έργο του Ρώσου γλύπτη Βαντίμ Τρογιανόφσκι (Vadim Troyanovsky, γεν. 1937). Ένα ακόμη μνημείο της Αχμάτοβα τοποθετήθηκε το έτος 2000 στην αυλή ενός σπιτιού στη Μόσχα, όπου έμενε η ποιήτρια κατά τις επισκέψεις της στη ρωσική πρωτεύουσα μεταξύ 1934 και 1963. Είναι έργο του διάσημου Ρώσου γλύπτη Βλαντιμίρ Σουρόφτσεφ (Vladimir Surovtsev, γεν. 1951), βασισμένο σε ένα σκίτσο του Αμεντέο Μοντιλιάνι.
Μια γλυπτική σύνθεση σε υπαίθριο χώρο, όπου απεικονίζονται η Άννα Αχμάτοβα μαζί με τον πρώτο σύζυγό της Νικολάι Γκουμιλιόφ και το γιο τους Λεβ, υπάρχει στη ρωσική πόλη Μπέζετσκ (Бежецк).




Mουσείο Αχμάτοβα
 
Το Μουσείο της Άννας Αχμάτοβα (Музей Анны Ахматовой в Фонтанном доме) είναι αφιερωμένο στη ζωή της Άννας Αχμάτοβα, που θεωρείται η πιο σημαντική ποιητική εκπρόσωπος της «Αργυρής Εποχής» (Серебряный век русской поэзии) στη Ρωσία.
Το μουσείο στεγάζεται στο μπαρόκ Ανάκτορο Σερεμέτεφ στην Αγία Πετρούπολη, ένα κτήριο που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1750, δίπλα στην αποβάθρα του καναλιού Φοντάνκα και με είσοδο από την αυλή στον αριθμό 53 της Λιτέινι Προσπέκτ. Καταλαμβάνει τα παλαιά διαμερίσματα του προσωπικού του ανακτόρου, όπου έζησε και εργάστηκε η Αχμάτοβα για πολλά χρόνια, από το 1933 έως το 1941 και ξανά από το 1944 έως το 1954.
Οι αίθουσες του μουσείου περιέχουν προσωπικά αντικείμενα από την ιδιαίτερη ζωή της Αχμάτοβα. Υπάρχουν και ηχογραφήσεις με τη φωνή της ίδιας να διαβάζει ποιήματά της.


           Ποιήματα



Επίλογος
Ι


Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες


Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,



Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ’ ασημένια σκόνη,


Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.



Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά


Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα.




 ΙΙ
Και πάλι, σίμωσε της θύμησης η ώρα
Σας βλέπω, σας αισθάνομαι και σας ακούω τώρα:
Κι εκείνη που σχεδόν στο τέλος είχαν σύρει,
Κι εκείνη που ποτέ ξανά τη γη της θα πατήσει,
Κι εκείνη που είπε σείοντας τ’ ωραίο της κεφάλι:
«Το να επιστρέφω πάλι εδώ, σπίτι επιστρέφω πάλι».
Να τις φωνάξω ήθελα με τα ονόματά τους
Μα οι λίστες έχουνε χαθεί με τ’ αναφορικά τους.
Και έχω υφάνει για όλες τους μαντήλι που είν’ φαρδύ
Απ’ τις φτωχές τις λέξεις τους, που άκουσα εκεί.
Πάντα και οπουδήποτε θα τις αναθυμούμαι
Δεν πρόκειται απ’ τη μνήμη μου αυτές να ξεχαστούνε
Και αν το εξαντλημένο μου μού το φιμώσουν στόμα
Μ’ αυτό που ξεφωνίζουν εκατό λαού εκατομμύρια ακόμα
Τότε στη μνήμη τους εμέ
Παραμονή επετείου μου ίσως με θυμηθούνε
Κι αν κάποιοι αποφασίσουνε για εμένα να στήσουν
Στη χώρα αυτή μια προτομή τιμή για να μου δείξουν
Σε τέτοιο πανηγύρι συναινώ
Μα βάζω όρο αυτόν εδώ - να στέκει
Οχι στη Μαύρη Θάλασσα π’ αντίκρισα το φως-
Γι’ αυτή κάθε συναίσθημα χαμένο εντελώς,
Ούτε στους κήπους του τσάρου, στην απόμακρη γωνιά
Εκεί που με γυρεύει μια πένθιμη σκιά,
Αλλά εδώ, εδώ που στάθηκα τριακόσιες ώρες
Μα δεν ξεκλείδωσαν για μένα ποτέ οι βαριές οι πόρτες.
Γιατί ακόμα και στον μακάριο θάνατο θέλω για πάντα να μείνει
Ο ορυμαγδός από τις κλούβες της αστυνομίας μες στη μνήμη
Απ’ το σφράγισμα της πόρτας, ο κρότος, το μπουμπουνητό
Και το σαν πληγωμένου ζώου της γριάς γυναίκας, το ουρλιαχτό.
Κι από τ’ ασάλευτα, τα χάλκινα, τα τσίνορα μου,
Ας κυλούν σαν χιόνι που λιώνει τα δάκρυα μου
Κι ας γουργουρίζει ένα περιστέρι της φυλακής πέρα μακριά,
Και ας ταξιδεύουν τα πλοία στον Νέβα βουβά.
Μάρτιος 1940



To τραγούδι της τελευταίας συνάντησης




Στο στήθος ένα σφίξιμο
το βήμα χάνω, πάω βιαστική


από την αγωνία, την λαχτάρα, φόρεσα
το γάντι το αριστερό, στο χέρι το δεξί.
Τόσα σκαλιά ν’ ανέβω, αδύνατον.
Μα, είναι τρία, χρυσή μου.
Ηχος γλυκός σαλεύει μες στα δέντρα
και το φθινόπωρο μου λέει “Πέθανε μαζί μου'.
Η τύχη μου παντοτινά ασταθής
άχαρη, σαν εσένα. Είμαι απελπισμένη.
Λύση καμιά δεν βλέπω, ω! ακριβέ.
Πεθαίνω εγκαταλειμμένη.
Tο βλέμμα στρέφω, να το σπίτι μας κι η κάμαρα
κεχριμπαρένια καίνε τα κεριά
της τελευταίας μας συνάντησης το σμίξιμο
και η φωνή σου μες στ΄ αυτιά μου ακόμα τραγουδά». 
(μτφ. Άρης Αλεξάνδρου)



ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/












ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ( 22 Ιουνίου 1924 – 26 Νοεμβρίου 2008)

 

Ο Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος Ηλείας, 22 Ιουνίου 1924 – Πύργος Ηλείας, 26 Νοεμβρίου 2008) ήταν Έλληνας ποιητής της μεταπολεμικής γενιάς.
Τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο στην γενέτειρά του. Ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Για βιοποριστικές ανάγκες, εργάστηκε για πολλά χρόνια ως λογιστής και γραμματέας στο ΚΤΕΛ Ηλείας.
Άρχισε να γράφει ποιήματα από το 1941. Οι πρώτες του δημοσιεύσεις έγιναν το 1943 στο περιοδικό Οδυσσέας, που εξέδιδε ο ίδιος με φίλους του στον Πύργο. Ήταν στενός φίλος με τον Τάκη Σινόπουλο και συνεργάστηκε μαζί του σε μια πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων, τα οποία συμπεριέλαβε ο Σινόπουλος στο έργο του. Ήταν επίσης φίλος με τους πεζογράφους Νίκο Καχτίτση και Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο, καθώς και με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη.
Η πρώτη του ολοκληρωμένη συλλογή ποιημάτων με τίτλο Το κατώγι κυκλοφόρησε το 1971. Είχαν ωστόσο προηγηθεί πολλές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά του Πύργου και της Αθήνας, καθώς και σε έναν τόμο Για το Σεφέρη, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1962. Ακολούθησαν οι συλλογές: Το σακί (1980), Τα αντικλείδια (1988), Τριάντα τρία χαϊκού (1990), Λίγος άμμος (1997), Ποιήματα 1943–1997 (2001), Πού είναι τα πουλιά (2004) και Να μην τους ξεχάσω (2008, κυκλοφόρησε λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του ποιητή). Επίσης το 2008, κυκλοφόρησαν σε έναν μικρό τόμο με τίτλο Γράμματα από την Αμερική οι επιστολές που έστειλε από τις ΗΠΑ σε φίλο του ψυχίατρο το 1985.
Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες και μπήκαν και σε σχολικά βιβλία. Ο ίδιος συμμετείχε σε συνέδρια και παρουσιάσεις ποιητών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Πέρα από την ποίηση, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά και με την ζωγραφική. Με την φροντίδα μερικών φίλων του, πίνακές του εκτέθηκαν στην ΙΘ΄ Πανελλήνια Έκθεση Ζωγραφικής το 1977.
Τα ποιήματα του, όλα σε ελεύθερο στίχο, έχουν έντονο βιωματικό χαρακτήρα. «Αυτό που γράφω το έχω ζήσει», είχε πει ο ίδιος. Στα πρώτα του ποιήματα σκιαγραφούνται οι τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στα τελευταία του ποιήματα, ο λόγος του επικεντρώνεται στις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου: τον έρωτα και τον θάνατο. ΑΠΟ Βικιπαίδεια

Με τον Γιώργο Σεφέρη 
                         

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
(Τα αντικλείδια)

✤          ✤          ✤          ✤

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

Στην Ισμήνη και στον Στέλιο Τριάντη
Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά-σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
(Τα αντικλείδια)
  

✤          ✤          ✤          ✤

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι
γέρος πια φοράει μαύρα.
Ποιος είναι και πού πηγαίνει
κανείς δεν ξέρει.
Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα
που ποτέ δεν θα γράψει.
Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του.
Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του
υπάρχει ένα φίδι χρυσό.
Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό της
σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο
θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη
χλωμός ο άλλος εαυτός του.
Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα
καλπάζοντας τώρα στο πλάι του
και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει
απ’ το σκοτάδι και τη λάσπη.
(Τα αντικλείδια)

✤          ✤          ✤          ✤

ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ

Κάπου ξεκαρφώνουν απ’ το πρωί.
Απ’ τ’ ανοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ο ήλιος μέσ’ στη συννεφιά
σα Λάζαρος με σάβανο.
Έπειτα λάμπουν οι στολές των πεθαμένων
το μετάξι, τα χρυσαφικά, τα λεμονάνθια
όλα τ’ ανώφελα των ενταφιασμών
και τα μικρά σκεύη του κάτω κόσμου.
Τώρα τους βλέπω.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στα κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
το σχήμα που τους έδωσε ο θάνατος
απλώνοντας τ’ αδύναμα χέρια τους
ν’ αγγίξουν λίγο φως ή τον αγέρα
αυτόν που ανασαίνουμε.
Φτωχά σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δεν ξέρουνε πώς να φερθούν·
γυρίζουν αφηρημένοι εκεί
κατά το μέρος που ολοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμούνται.
*
Δεν είναι πόνος, μήτε ξεκούραση καν·
μονάχα σα να σε κατεβάζουν προσεχτικά απ’ το πρωί
χωρίς να τους δίνεις φρίκη
μέσα σ’ ένα άσπιλο σεντόνι και το νιώθεις
καθώς μετατοπίζουν τις σκάλες από καρφί σε καρφί
ώσπου μένουν τα τέσσερα σημεία στον άνεμο
γυμνά, ματωμένα.
(Το κατώγι)

✤          ✤    

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










ΕΡΙΧ ΜΑΡΙΑ ΡΕΜΑΡΚ ( 22 Ιουνίου 1898 - 25 Σεπτεμβρίου 1970 )

 


Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ γεννήθηκε το 1898 στο Όσναμπρυκ της Γερμανίας και μεγάλωσε μέσα στη νοσηρή ατμόσφαιρα που προηγήθηκε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1916 πήγε στρατιώτης όπου βρέθηκε μπροστά στο "μεγαλύτερο ομαδικό έγκλημα στην ιστορία". Το 1929 κυκλοφόρησε το βιβλίο του "Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο", που θεωρήθηκε η πιο ειλικρινής και σπαρακτική μαρτυρία για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και γνώρισε διεθνή επιτυχία. Το 1933 τα βιβλία του κάηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και ο ίδιος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία. Το 1940 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και λίγα χρόνια αργότερα πήρε την αμερικανική υπηκοότητα. Πέθανε στο Λοκάρνο το 1970. Ανάμεσα στα μυθιστορήματά του περιλαμβάνονται "Ο μαύρος οβελίσκος", "Τρεις σύντροφοι", "Η αψίδα του θριάμβου" και "Ο παράδεισος δεν έχει ευνοουμένους", που εκδόθηκε το 1958 και μεταφράστηκε αμέσως στα αγγλικά. Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ έγραψε επίσης σενάρια για το Χόλλυγουντ όπου πέρασε τα χρόνια της ωριμότητάς του.

Εργα 

• Η νύχτα της Λισαβώνας (2007)
• Τρεις σύντροφοι (2005)
• Ο παράδεισος δεν έχει ευνοουμένους (2001)
• Η δύναμη της αγάπης (1994)
• Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο (1991)
• Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον (1990)
• Ώρες αγάπης, ώρες πολέμου (1989)
• Ο παράδεισος δεν έχει ευνοούμενους (1989)
• Η αψίδα του θριάμβου (1988)
• Επιστροφή (1984)
• Εξόριστοι (1976)
• Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο
 

Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο

Το «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» είναι ένα αντιπολεμικό έργο, που περιέγραφε τις εμπειρίες του από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) τον πιο φονικό πόλεμο που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, με πάνω απο 80 εκατομμύρια θύματα.
Το 1916 (στα 18 του) στρατεύτηκε, όπως και άλλοι συνομήλικοί του και πολέμησε στο Δυτικό Μέτωπο. «Είμαστε δεκαοχτώ χρονών κι αρχίσαμε ν' αγαπάμε τον κόσμο και τη ζωή. Και να που έπρεπε να πυροβολούμε», γράφει ο ίδιος. Το Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, διαβάστηκε από εκατομμύρια ανθρώπους κι έγινε δυο φορές κινηματογραφική ταινία: Η πρώτη το 1930 από τον Λούις Μάιλστοουν απέσπασε Οσκαρ καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας, η δεύτερη το 1979 από τον Ντέλμπερτ Μαν κέρδισε Χρυσή Σφαίρα καλύτερης παραγωγής.
Όταν προβλήθηκε στο Βερολίνο αντιμετωπίστηκε ως εχθρός της πατρίδας του. Ομάδες της χιτλερικής νεολαίας είχαν ορμήσει τότε στην αίθουσα όπου παιζόταν το έργο κραυγάζοντας «Γερμανία, ξύπνα!». Η ταινία απαγορεύτηκε και αυτός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του το 1931, δύο χρόνια προτού ο Χίτλερ αναρριχηθεί στην εξουσία. Το 1933 οι Ναζί απαγόρευσαν και έκαψαν τα βιβλία του. Το 1943 η αδελφή του, που είχε παραμείνει στην Γερμανία, συνελήφθη, καταδικάστηκε ως ηττοπαθής και αποκεφαλίστηκε. Αφού περιπλανήθηκε στην Ευρώπη και στην Αμερική, ο Ρεμάρκ κατέληξε να ζει ανάμεσα στη Ρώμη και στο Πόρτο Ρόνκο, γράφοντας μυθιστορήματα αλλά και σενάρια για τον κινηματογράφο. Πέθανε 25 Σεπτεμβρίου του 1970.

Αποσπάσματα 





Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20,  από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω τους λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους. Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι του κόσμου εφευρίσκουν όπλα για να γίνονται όλ' αυτά μ' έναν τρόπο ακόμα πιο ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο. Κι όλοι οι συνομήλικοί μου εδώ, στην αντικρυνή παράταξη, σ' ολόκληρο τον κόσμο το βλέπουν όπως εγώ. Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας. Τι θα κάνουν άραγε οι πατεράδες μας αν μια μέρα σηκωθούμε και παρουσιαστούν μπροστά τους για να τους ζητήσουμε λογαριασμό; Τι περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Τι περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια ολόκληρα σκοτώναμε μόνο. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα στη ζωή. Για μας η επιστήμη της ζωής περιορίζεται στο θάνατο. Τι θα συμβεί ύστερα; Και τι θ' απογίνουμε εμείς; [...]

Έχουμε χάσει κάθε αίσθημα ανθρωπισμού και αλληλεγγύης. Μόλις κατορθώνουμε να αναγνωρίσει ο ένας τον άλλο, όταν η εικόνα του ενός πέσει μπροστά στα μάτια μας, που είναι μάτια κυνηγημένου ζώου. Είμαστε αναίσθητοι νεκροί, οι οποίοι με ένα στρατήγημα ή κάποια επικίνδυνη μαγεία γινήκαμε και πάλι ικανοί να τρέχουμε και να σκοτώνουμε […]

Έχουμε γίνει επικίνδυνα ζώα, δεν πολεμούμε αμυνόμαστε εναντίον της καταστροφής. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες μας πάνω σε ανθρώπινα πλάσματα, γιατί τη στιγμή εκείνη δε νιώθουμε παρά ένα πράγμα: ότι ο θάνατος βρίσκεται εκεί σ' αυτούς να μας αρπάξει κάτω από αυτά τα χέρια και κάτω απ' αυτά τα κράνη. Είναι η πρώτη φορά έπειτα από τρεις μέρες που μπορούμε ν' αμυνθούμε εναντίον του. Η αγριότητας και το πάθος που μας εμψυχώνει μοιάζουν με τρέλα. Μπορούμε να καταστρέψουμε και να σκοτώσουμε για να σωθούμε… για να σωθούμε και να εκδικηθούμε....

✦✦✦✦

Εξώφυλλο Α' Εκδοσης 
Με παρασύρει στο καφενείο στο συνηθισμένο τραπεζάκι του. Οι φίλοι του με υποδέχονται κάτι περισσότερο από εγκάρδια. Κάποιος που τον λένε «διευθυντή» μού απλώνει το χέρι του και λέει:
— Α! Έρχεσαι από το μέτωπο! Πώς είναι το ηθικό του στρατού μας; Εξαιρετικό, εξαιρετικό, έτσι;
Δηλώνω πως όλοι θα ήθελαν να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Γελάει.
— Σε πιστεύω! Πριν από όλα όμως πρέπει να τις βρέξετε στους Φραντσέζους. Καπνίζεις; Άναψε ένα πούρο. Γκαρσόν, φέρε κι ένα ποτήρι μπύρα στο νεαρό πολεμιστή μας.
Δυστυχώς, δέχτηκα το πούρο κι έτσι είμαι υποχρεωμένος να μείνω. Όλοι ξεχειλίζουν από καλοσύνη. Όσο γι' αυτό, δε μπορώ να πω τίποτα. Είμαι, ωστόσο, δυσαρεστημένος και καπνίζω όσο πιο γρήγορα μπορώ.
Για να κάνω τουλάχιστον κάτι αδειάζω μονορούφι το ποτήρι της μπύρας. Μου φέρνουν αμέσως μια δεύτερη. Ξέρουν πώς πρέπει να φερθούν σ' ένα στρατιώτη. Συζητούν τί θα γίνει έπειτα. Ο «διευθυντής» που έχει μια σιδερένια αλυσίδα στο ρολόι του, είναι ο πιο αχόρταγος. Θέλει τη Γαλλία και μεγάλα τμήματα της Ρωσίας. Εξηγεί για ποιους, ακριβώς, λόγους πρέπει να τα πάρουμε και επιμένει αλύγιστος στις απόψεις του, όσο δεν υποχωρούν οι άλλοι. Ύστερα, αρχίζει να εξηγεί σε ποιο σημείο του γαλλικού μετώπου πρέπει να γίνει η διείσδυση. Γυρίζει σ' εμένα και λέει:
— Λοιπόν! Έλα λίγο πιο κοντά. Εκεί κάτω, με τον ατέλειωτο πόλεμο των θέσεων, πρέπει να δώσετε ένα καλό μάθημα σ' αυτούς τους τύπους, τί καθόσαστε; Τότε μόνο θα έχουμε ειρήνη...
Του απαντώ πως κατά τη γνώμη μας, είναι αδύνατο να σπάσουμε το μέτωπο, γιατί οι άλλοι έχουν πάρα πολλά αποθέματα — όπλα και στρατό. Άλλωστε, προσθέτω, ο πόλεμος είναι πολύ διαφορετικός, από όσο τον φαντάζονται.
Απαντώ με μεγάλη αυτοπεποίθηση και μου αποδείχνει πως δε σκαμπάζω «γρυ».
— Όσο για τις λεπτομέρειες, ίσως να έχεις δίκιο, μου λέει, σημασία όμως έχει το σύνολο κι αυτό δεν είσαι σε θέση να το κρίνεις. Δε βλέπεις παρά μόνον το μικρό σας τομέα και δε μπορείς να έχεις τη γενική άποψη. Ο καθένας σας θα έπρεπε να έχει πάρει το σιδερένιο σταυρό. Πριν από όλα όμως, το εχθρικό μέτωπο πρέπει να σπάσει στη Φλάνδρα και ύστερα να το αναγκάσετε να υποχωρήσει από ψηλά ώς χαμηλά και να βαδίσετε προς το Παρίσι.
Πολύ θα ήθελα να ξέρω, πώς ακριβώς τα φαντάζεται όλ' αυτά και αδειάζω το τρίτο ποτήρι μου. Μου παραγγέλνει αμέσως άλλο.
Σηκώνουμαι όμως. Μου βάζει μερικά πούρα ακόμα στην τσέπη και μου χτυπάει φιλικά τον ώμο.
— Με την ευχή μας! Πρέπει να ελπίζουμε πως σε λίγο θ' ακούσουμε να μιλούν για σένα με θαυμασμό.
[...]
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο, μτφ. Στέλλα Βουρδουμπά, Δωρικός, Αθήνα 1983,


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/












ΕΡΝΣΤ ΤΣΙΛΛΕΡ ( 22 Ιουνίου 1837 - 12 Νοεμβρίου 1923)

 

ο Ερνέστος Τσίλλερ (1837-1923) αποτελεί για τη νεοελληνική αρχιτεκτονική ένα ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο. Το αρχιτεκτονικό του έργο, που εκτείνεται χρονικά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, χαρακτηρίζεται από δημιουργική πνοή και από αίσθηση καλλιτεχνικής ελευθερίας.
Γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 1837 στο Oberloessnitz της Σαξωνίας. Το 1855 γίνεται δεκτός στην Βασιλική Σχολή της Αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου της Δρέσδης απ' όπου αποφοιτά το 1858. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του εργάζεται για ένα διάστημα στη Βιέννη στο γραφείο του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν. Η γνωριμία μαζί του θα καθορίσει την καριέρα του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1861, ο Τσίλλερ φθάνει στην Αθήνα ως εκπρόσωπος του Χάνσεν και αναλαμβάνει την επίβλεψη της κατασκευής της Ακαδημίας Αθηνών.
Γρήγορα εντάσσεται στην αθηναϊκή κοινωνία και εγκαθίσταται στην Ελλάδα. Παντρεύεται Ελληνίδα δημιουργεί οικογένεια και παραμένει στη χώρα μέχρι τον θάνατό του το Νοέμβριο του 1923. Στα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη χώρα ο Τσίλλερ περιοδεύει την Ελλάδα για να γνωρίσει τους αρχαιολογικούς της θησαυρούς. Μετά την έξωση του Όθωνα τα έργα στην Ακαδημία διακόπτονται και ο Τσίλλερ θα επιστρέψει για ένα μικρό διάστημα στη Βιέννη.
 Μεταμόρφωση του Σωτήρος στα Βίλια 

Το 1868 επανέρχεται στην Ελλάδα. Το 1872 διορίζεται καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών, τον πρόδρομο του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Οι παραγγελίες έρχονται η μια μετά την άλλη. Ο Τσίλλερ έχει πια καθιερωθεί. Η εύνοια του βασιλέως και η ανάθεση σ΄ αυτόν της μελέτης των θερινών ανακτόρων στο Τατόι, στους Πεταλιούς και αργότερα του ανακτόρου του Διαδόχου προσελκύει όπως είναι φυσικό πλήθος μεγαλοαστών που του αναθέτουν τα μέγαρά τους ή τις εξοχικές τους επαύλεις. (Τα Μέγαρα Σλήμαν, Σταθάτου, Πεσματζόγλου, οι επαύλεις των Θων, Συγγρού κ.α. είναι έργα δικά του). Παράλληλα σχεδιάζει σειρά δημοσίων και δημοτικών κτιρίων και ναών. Μικρό μόνο τμήμα της επαγγελματικής του δραστηριότητας αποτελούν το Εθνικό (Βασιλικό) Θέατρο της Αθήνας, τα θέατρα της Πάτρας και της Ζακύνθου (κατεδαφισμένα), το Μουσείο της Ολυμπίας, το Χημείο, η Αγορά του Πύργου, ο ναός του Αγίου Λουκά Πατησίων, ο Ναός της Φανερωμένης στο Αίγιο. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει ακόμα δυνατή η πλήρης καταλογογράφηση του συνόλου του έργου του.
Ανεξάρτητα όμως από το πλήθος των κτιρίων που μελέτησε, τα οποία πρέπει να ξεπερνούν τα 600, ο Τσίλλερ αποτελεί για τη νεοελληνική αρχιτεκτονική ένα ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο. Το αρχιτεκτονικό του έργο, που εκτείνεται χρονικά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, χαρακτηρίζεται από δημιουργική πνοή και από αίσθηση καλλιτεχνικής ελευθερίας. Αυτή η κλασικιστική στην αρχή αίσθηση θα σφραγίσει τη φάση του ώριμου αθηναϊκού νεοκλασικισμού για να προχωρήσει προς τον εκλεκτισμό και το ρομαντισμό κυρίως στις ιδιωτικές κατοικίες. Στην αρχιτεκτονική όμως των δημόσιων κτιρίων θα διατηρήσει το ελληνικό πνεύμα του κλασικισμού, ενώ αντίστοιχα στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική θα προσπαθήσει να διαφυλάξει τη βυζαντινή παράδοση.

 Το Δημαρχείο Γυθείου 

Ο Ernst Ziller, επισημοποίησε την σύνδεση της Αναγέννησης με την Αρχαιότητα, με διακριτές εκλεκτικιστικές τάσεις όπως την εφάρμοσε πρώτος ο δάσκαλός του Theophil Hansen. Ο Ziller αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Γερμανός, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα στα 1861 και συνεργάστηκε με τον Th. Hansen στην περίπτωση του κτιρίου της Ακαδημίας Αθηνών. Αυτός ο ξένος πολιτογραφήθηκε Έλληνας και μετέχοντας σε πολλές δραστηριότητες (Αρχαιολογικές έρευνες, διδασκαλία στο Πολυτεχνείο, Διεύθυνση Δημοσίων Έργων) έβαλε την σφραγίδα του στην Αρχιτεκτονική της εποχής του (1863-1897). 
Η προσωπική συμβολή του Ernst Ziller συνίσταται στον συνδυασμό ελληνικών δομικών και διακοσμητικών στοιχείων με την αναγεννησιακή αρχιτεκτονική ώστε να εξυπηρετηθούν οι ιδεολογικές ανάγκες της τότε ελληνικής κοινωνίας. Ο Ziller κατόρθωσε να δημιουργήσει έργα ανάλογης ποιότητας με εκείνα που χτίζονταν στην Βιέννη και στην υπόλοιπη Ευρώπη.



  Εθνικό Θέατρο

 Εθνικό θέατρο
 Υπουργείο Εξωτερικών 
Προεδρικό Μέγαρο 

Προεδρικό Μέγαρο 


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/