Κουζμά Πετρόφ - Βόντκιν.- Πορτρέτο της Αχμάτοβα, 1922. |
Η Άννα Αχμάτοβα ρωσικά: Анна Ахматова, (А́нна Андре́евна Го́ренко) ψευδώνυμο της Άννας Αντρέγιεβνα Γκόρενκο, ήταν Ρωσίδα ποιήτρια, μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της «Αργυρής Εποχής» στην ποίηση της Ρωσίας. Επέλεξε το επώνυμο Αχμάτοβα, που ανήκε στην προγιαγιά της από τη φυλή των Τατάρων, απόγονο του θρυλικού Τζένγκις Χαν.Η Άννα Αχμάτοβα γεννήθηκε στο Μπολσόι Φοντάν (Большой Фонтан), κοντά στην Οδησσό, στις 23 Ιουνίου του 1889. Ο πατέρας της Αντρέι Αντόνοβιτς Γκορένκο (απεβ. 1915) ήταν ηλεκτρολόγος - μηχανολόγος στο ναυτικό. Οι γονείς της μετακόμισαν στην Αγία Πετρούπολη λόγω υπηρεσιακής μετάθεσης του πατέρα της. Εκεί έζησαν οι γονείς της μέχρι το διαζύγιό τους το 1905.
Η Αχμάτοβα μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον προνομιούχο και μια κουλτούρα αριστοκρατική. Πέρασε τα μαθητικά της χρόνια στο κλασικό περιβάλλον του γυμνασίου στο Τσάρσκογιε Σελό (Ца́рское Село́), ενώ αποφοίτησε από το λύκειο «Φουντουκλέγιεφ» στο Κίεβο, όπου την είχε στείλει η μητέρα της μετά το χωρισμό των γονέων της. Κατόπιν φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου. Στα νεανικά της χρόνια διάβασε και επηρεάστηκε από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία και ιδιαίτερα από τους Σκανδιναβούς συγγραφείς.
|
Η Άννα Αχμάτοβα με το σύζυγό της Νικολάι Γκουμιλιόφ και το γιο τους Λεβ Γκουμιλιόφ, 1913 |
Ενώ συνέχιζε ακόμη τις νομικές και φιλολογικές σπουδές της παντρεύτηκε τον Απρίλιο του 1910 τον ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ και έγινε μέλος στη λογοτεχνική ομάδα της Αγίας Πετρούπολης «Συντεχνία των Ποιητών» (Zech poetow), λίκνου του κινήματος του «ακμεϊσμού», του οποίου πρωτοστάτης και θεωρητικός ήταν ο Γκουμιλιόφ (Гумилёв).
Η συμβίωσή της με τον Γκουμιλιόφ άρχισε να γίνεται τελείως συμβατική. Στο γαμήλιο ταξίδι του ζευγαριού στο Παρίσι, η νεόνυμφη Αχμάτοβα κάνει τη γνωριμία της με το νεαρό ζωγράφο Αμεντέο Μοντιλιάνι, με τον οποίο έμελλε αργότερα να ζήσει ένα θυελλώδη έρωτα.
|
Σκίτσο της Αχμάτοβα από τον Μοντιλιάνι 1911 |
Τον Αύγουστο του 1918, η Αχμάτοβα στα τριάντα χρόνια της παίρνει διαζύγιο από τον Γκουμιλιόφ, ο οποίος εκτελέστηκε από το σοβιετικό καθεστώς το 1921 ως «εχθρός του λαού», ενώ η Αχμάτοβα είχε αποκτήσει μαζί του το 1912 ένα γιο, τον Λεβ Γκουμιλιόφ. Πολύ σύντομα, ξαναπαντρεύτηκε τον εξέχοντα ασσυριολόγο και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης Βλαντιμίρ Σιλέϊκο (Влади́мир Шиле́йко , 1891 – 1930), μεγαλύτερό της σε ηλικία, αλλά και ο δεύτερος αυτός γάμος διαλύθηκε το 1921.
Η Αχμάτοβα, αφού πήρε το διαζύγιό της από τον Σιλέϊκο, παντρεύτηκε για τρίτη φορά το 1923 τον Νικολάι Πούνιν (Николай Пунин, 1888 – 1953), ιστορικό τέχνης, ο οποίος πέθανε στα σταλινικά γκουλάγκ το 1953. Και ο γιος της Λεβ Γκουμιλιόφ καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια καταναγκαστικά έργα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία, απ’ όπου απελευθερώθηκε οριστικά το 1956.
Με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, η Αχμάτοβα αντιστέκεται στον πειρασμό της αποδημίας. Η σταλινική όμως τρομοκρατία με συνεχείς διώξεις, εξορίες, εξευτελισμούς και απαγορεύσεις κυκλοφορίας των έργων της, αν και δεν επηρέασαν την ποιητική δημιουργία της, κλόνισαν σημαντικά την κατάσταση της υγείας της, δεδομένου ότι έπασχε από συνεχή κρούσματα φυματίωσης.
Η απήχηση που έβρισκαν τα ποιήματά της στο κοινό ανησυχούσαν το κομμουνιστικό κόμμα. Τον Αύγουστο του 1946, ύστερα από εισήγηση του αρμοδίου για τον πολιτισμό γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Αντρέι Ζντάνοφ (Андре́й Жда́нов), η Αχμάτοβα καταγγέλθηκε ενώπιον των μελών της Ένωσης Συγγραφέων ως «ιδεολογικός αποδιοργανωτής και εκπρόσωπος του αντιδραστικού σκοταδισμού» και διαγράφηκε από την Ένωση Συγγραφέων, όπου μόνο μετά το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν ( 1953) αποκαταστάθηκε.
Στις 5 Μαρτίου 1966, η Αχμάτοβα άφησε την τελευταία της πνοή από έμφραγμα σε ηλικία 76 ετών σε ένα σανατόριο στην πόλη Ντομοντέντοβο (Домодедово), νότια της Μόσχας, η σορός της μεταφέρθηκε αεροπορικώς στην Αγία Πετρούπολη (τότε Λένινγκραντ) και ετάφη στο κοιμητήριο του Κομαρόβο (Комаро́во), κοντά στην Αγία Πετρούπολη.
Το 1965 απονέμεται στην Αχμάτοβα ο τίτλος της επίτιμης διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ενώ η Ουνέσκο κήρυξε το έτος 1989 «Έτος Αχμάτοβα».
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Άννας Αχμάτοβα «Το Απόβραδο» Вечер (Vetcher) εκδόθηκε στην Αγία Πετρούπολη το Μάρτιο του 1912, ενώ η δεύτερη συλλογή της «Ροζάριο» Чётки (Tchetki) δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1914, λίγο πριν από την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι συλλογές αυτές είναι σύντομες λυρικές εξομολογήσεις από την προσωπική ζωή της. Ιδιαίτερα τα ποιήματα της συλλογής «Ροζάριο» είναι αυτά που καθιέρωσαν και έκαναν την Αχμάτοβα διάσημη σ’ όλη τη Ρωσία.
Η συναισθηματική φόρτιση και το προσωπικό της δράμα από τα χρόνια του πολέμου, της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου εκφράζονται και μετουσιώνονται σε κραυγές πόνου και απογοήτευσης στις συλλογές «Το λευκό κοπάδι» Белая стая (Bielaia staia, 1917), «Αγριοβότανο» Подорожник (Podorojnik, 1921) και «Σωτήριον έτος» (Anno domini, 1922).
O προσωπικός χαρακτήρας της ποίησής της και η αντιμπολσεβικική χροιά της, αν και όχι πάντοτε εμφανής, είχαν αποκλείσει την πρόσβασή της στις πόρτες των εκδοτικών οίκων. Για παραπάνω από μια δεκαετία, από το 1923 μέχρι το 1935, η Αχμάτοβα είχε πάψει ουσιαστικά να γράφει ποίηση και εξοικονομούσε τα στοιχειώδη προς το ζην εργαζόμενη ως βιβλιοθηκάριος στο Αγρονομικό Ινστιτούτο της Αγίας Πετρούπολης, ενώ συγχρόνως αφιέρωνε το χρόνο της στη λογοτεχνική έρευνα και στη μελέτη του έργου του Αλεξάντρ Πούσκιν.
Η τρομοκρατία του σταλινικού καθεστώτος, οι προσωπικές διώξεις και οι απαγορεύσεις δημοσίευσης ή καταστροφής των βιβλίων της έκαναν την Αχμάτοβα να ολισθήσει σε μια αστική και συνάμα πατριωτική ποίηση με τη συλλογή «Ρέκβιεμ» (1935 - 1940), η οποία όμως δεν εκδόθηκε ποτέ στη Σοβιετική Ένωση. Το 1965 δημοσιεύεται «Το διάβα του χρόνου» Бег времени (Beg vremeni), το τελευταίο βιβλίο της στη διάρκεια της ζωής της.
Τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εμπλούτισαν το έργο της με μια ιστορική διάσταση, όπως στο «Ποίημα χωρίς ήρωα» Поэма без героя (Poema bez geroja), γραμμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος ανάμεσα στα 1940 και 1942.
Η ποίηση της Άννας Αχμάτοβα, μολονότι είχε χαρακτηριστεί από το σοβιετικό καθεστώς ως «παρακμιακή», εξέπεμπε τεράστια γοητεία , υπογραμμίζοντας μια αίσθηση πεπρωμένου, που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας της και άσκησε ιδιαίτερη έλξη, όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγεβα (που αυτοκτόνησε το 1941) είχε αποκαλέσει την Αχμάτοβα «Άννα Πασών των Ρωσιών».
|
Η Άννα Αχμάτοβα, ζωγραφισμένη από τον Ρώσο κυβιστή, Νάθαν Αλτμάν, το 1915. |
Η χαρισματική προσωπικότητα της Άννας Αχμάτοβα, ο μυστικιστικός ερωτισμός και η θυελλώδης συναισθηματική ζωή της επηρέασαν, όχι μόνο λογοτέχνες, αλλά και ζωγράφους, γλύπτες και φωτογράφους, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη μυστηριακά ακαταμάχητη γοητεία της. Ιδιαίτερη έλξη άσκησε η Ρωσίδα ποιήτρια στον Ιταλό ζωγράφο Αμεντέο Μοντιλιάνι, όταν συναντήθηκε μαζί της στο Παρίσι το 1910, όπου η Αχμάτοβα είχε πάει για το μήνα του μέλιτος με τον άντρα της Νικολάι Γκουμιλιόφ. Τον ξανασυνάντησε σ’ ένα δεύτερο ταξίδι της στο Παρίσι το 1911 και έζησαν μαζί μια έντονη ερωτική σχέση. Στο διάστημα αυτό (1910 – 1912), ο Μοντιλιάνι την απαθανάτισε σε δεκαέξι σκίτσα, σε πολλά από αυτά γυμνή, που της τα χάρισε με το χωρισμό τους και που αυτή τα φύλαγε μέχρι το τέλος της ζωής της.
|
Η ποιήτρια με τον Μπόρις Πάστερνακ το 1940. |
Διάσημοι Ρώσοι καλλιτέχνες έχουν επίσης απεικονίσει τη χαρακτηριστική μορφή της Αχμάτοβα σε πίνακες ζωγραφικής, που κοσμούν τα μεγάλα μουσεία της Ρωσίας. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι τα πορτρέτα που έχουν φιλοτεχνήσει ο Νατάν Άλτμαν, το 1914 (Nathan Altman 1889 – 1970), η Όλγα Ντέλα-Βος-Καρντόφσκαγια, το 1914 (Olga Della-Vos-Kardovskaya), o Κουζμά Πετρόφ - Βόντκιν, τo 1922 (Kuzma Petrov – Vodkin, 1878 – 1939), o Aλεξάντερ Αλεξάντροβιτς Οσμιόρκιν, περ. 1939 (Αlexander Alexandrovich Osmiorkin, 1892 – 1953) κ. ά.
Πιο πρόσφατα, το 1990, σ’ ένα πίνακα της Λίντια Νταβιντένκοβα (Lidia Davidenkova, γεν. 1939), η Αχμάτοβα απεικονίζεται μπροστά σ’ ένα καθρέπτη μαζί με το Ρώσο ποιητή και φίλο της Αλεξάντρ Μπλοκ. Στο Μουσείο Αυτοκρατορικής Πορσελάνης της Αγίας Πετρούπολης υπάρχει ένα πανέμορφο αγαλματίδιό της από πορσελάνη (1924), έργο της γλύπτριας Νατάλια Ντάνκο (Наталья Данько, 1892 – 1942).
Πολλά μνημεία, φιλοτεχνημένα από Ρώσους καλλιτέχνες, είναι αφιερωμένα στην πιο διάσημη Ρωσίδα ποιήτρια του 20ού αιώνα Άννα Αχμάτοβα. Ένα επιβλητικό μνημείο της, έργο της γλύπτριας Γκαλίνα Ντοντόνοβα (Galina Dodonova), ύψους 3.3 μ., αποκαλύφθηκε το Δεκέμβριο 2006 στην Προκυμαία Ροβεσπιέρου του ποταμού Νέβα στην Αγία Πετρούπολη. Έχει στηθεί, σύμφωνα με την εκφρασμένη στο ποίημά της «Ρέκβιεμ» δική της επιθυμία, μπροστά στις φυλακές Κρέστι (Kresty), όπου είχε εγκλειστεί ο γιος της Λεβ Γκουμιλιόφ από το σταλινικό καθεστώς.
Ένα δεύτερο μνημείο της Άννας Αχμάτοβα στήθηκε, το 2004, στο προαύλιο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης, έργο του Ρώσου γλύπτη Βαντίμ Τρογιανόφσκι (Vadim Troyanovsky, γεν. 1937). Ένα ακόμη μνημείο της Αχμάτοβα τοποθετήθηκε το έτος 2000 στην αυλή ενός σπιτιού στη Μόσχα, όπου έμενε η ποιήτρια κατά τις επισκέψεις της στη ρωσική πρωτεύουσα μεταξύ 1934 και 1963. Είναι έργο του διάσημου Ρώσου γλύπτη Βλαντιμίρ Σουρόφτσεφ (Vladimir Surovtsev, γεν. 1951), βασισμένο σε ένα σκίτσο του Αμεντέο Μοντιλιάνι.
Μια γλυπτική σύνθεση σε υπαίθριο χώρο, όπου απεικονίζονται η Άννα Αχμάτοβα μαζί με τον πρώτο σύζυγό της Νικολάι Γκουμιλιόφ και το γιο τους Λεβ, υπάρχει στη ρωσική πόλη Μπέζετσκ (Бежецк).
Mουσείο Αχμάτοβα
Το Μουσείο της Άννας Αχμάτοβα (Музей Анны Ахматовой в Фонтанном доме) είναι αφιερωμένο στη ζωή της Άννας Αχμάτοβα, που θεωρείται η πιο σημαντική ποιητική εκπρόσωπος της «Αργυρής Εποχής» (Серебряный век русской поэзии) στη Ρωσία.
Το μουσείο στεγάζεται στο μπαρόκ Ανάκτορο Σερεμέτεφ στην Αγία Πετρούπολη, ένα κτήριο που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1750, δίπλα στην αποβάθρα του καναλιού Φοντάνκα και με είσοδο από την αυλή στον αριθμό 53 της Λιτέινι Προσπέκτ. Καταλαμβάνει τα παλαιά διαμερίσματα του προσωπικού του ανακτόρου, όπου έζησε και εργάστηκε η Αχμάτοβα για πολλά χρόνια, από το 1933 έως το 1941 και ξανά από το 1944 έως το 1954.
Οι αίθουσες του μουσείου περιέχουν προσωπικά αντικείμενα από την ιδιαίτερη ζωή της Αχμάτοβα. Υπάρχουν και ηχογραφήσεις με τη φωνή της ίδιας να διαβάζει ποιήματά της.
Επίλογος
Ι
Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,
Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ’ ασημένια σκόνη,
Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.
Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά
Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα.
ΙΙ
Και πάλι, σίμωσε της θύμησης η ώρα
Σας βλέπω, σας αισθάνομαι και σας ακούω τώρα:
Κι εκείνη που σχεδόν στο τέλος είχαν σύρει,
Κι εκείνη που ποτέ ξανά τη γη της θα πατήσει,
Κι εκείνη που είπε σείοντας τ’ ωραίο της κεφάλι:
«Το να επιστρέφω πάλι εδώ, σπίτι επιστρέφω πάλι».
Να τις φωνάξω ήθελα με τα ονόματά τους
Μα οι λίστες έχουνε χαθεί με τ’ αναφορικά τους.
Και έχω υφάνει για όλες τους μαντήλι που είν’ φαρδύ
Απ’ τις φτωχές τις λέξεις τους, που άκουσα εκεί.
Πάντα και οπουδήποτε θα τις αναθυμούμαι
Δεν πρόκειται απ’ τη μνήμη μου αυτές να ξεχαστούνε
Και αν το εξαντλημένο μου μού το φιμώσουν στόμα
Μ’ αυτό που ξεφωνίζουν εκατό λαού εκατομμύρια ακόμα
Τότε στη μνήμη τους εμέ
Παραμονή επετείου μου ίσως με θυμηθούνε
Κι αν κάποιοι αποφασίσουνε για εμένα να στήσουν
Στη χώρα αυτή μια προτομή τιμή για να μου δείξουν
Σε τέτοιο πανηγύρι συναινώ
Μα βάζω όρο αυτόν εδώ - να στέκει
Οχι στη Μαύρη Θάλασσα π’ αντίκρισα το φως-
Γι’ αυτή κάθε συναίσθημα χαμένο εντελώς,
Ούτε στους κήπους του τσάρου, στην απόμακρη γωνιά
Εκεί που με γυρεύει μια πένθιμη σκιά,
Αλλά εδώ, εδώ που στάθηκα τριακόσιες ώρες
Μα δεν ξεκλείδωσαν για μένα ποτέ οι βαριές οι πόρτες.
Γιατί ακόμα και στον μακάριο θάνατο θέλω για πάντα να μείνει
Ο ορυμαγδός από τις κλούβες της αστυνομίας μες στη μνήμη
Απ’ το σφράγισμα της πόρτας, ο κρότος, το μπουμπουνητό
Και το σαν πληγωμένου ζώου της γριάς γυναίκας, το ουρλιαχτό.
Κι από τ’ ασάλευτα, τα χάλκινα, τα τσίνορα μου,
Ας κυλούν σαν χιόνι που λιώνει τα δάκρυα μου
Κι ας γουργουρίζει ένα περιστέρι της φυλακής πέρα μακριά,
Και ας ταξιδεύουν τα πλοία στον Νέβα βουβά.
Μάρτιος 1940
To τραγούδι της τελευταίας συνάντησης
Στο στήθος ένα σφίξιμο
το βήμα χάνω, πάω βιαστική
από την αγωνία, την λαχτάρα, φόρεσα
το γάντι το αριστερό, στο χέρι το δεξί.
Τόσα σκαλιά ν’ ανέβω, αδύνατον.
Μα, είναι τρία, χρυσή μου.
Ηχος γλυκός σαλεύει μες στα δέντρα
και το φθινόπωρο μου λέει “Πέθανε μαζί μου'.
Η τύχη μου παντοτινά ασταθής
άχαρη, σαν εσένα. Είμαι απελπισμένη.
Λύση καμιά δεν βλέπω, ω! ακριβέ.
Πεθαίνω εγκαταλειμμένη.
Tο βλέμμα στρέφω, να το σπίτι μας κι η κάμαρα
κεχριμπαρένια καίνε τα κεριά
της τελευταίας μας συνάντησης το σμίξιμο
και η φωνή σου μες στ΄ αυτιά μου ακόμα τραγουδά».
(μτφ. Άρης Αλεξάνδρου)