Εισαγωγή
Μια γνώριμη εικόνα που όλοι κρατάμε στη μνήμη μας από τα παλιότερα χρόνια στο παραθαλάσσιο χωριό μας, είναι οι, φορτωμένες με κοφινέλα, ψαρόβαρκες του Μεσσηνιακού κόλπου να αναχωρούν και να επιστρέφουν το μεσημεράκι με τις κόφες γεμάτες γόπα και μαρίδα. Όσοι είχαμε την τύχη να ζήσουμε στα ψαροχώρια του κόλπου, στις Κιτριές, στο Κοπάνο (Ακρογιάλι), στην Παλιόχωρα, στη Μικρή Μαντίνεια, στο Αλμυρό, έχουμε χαραγμένη την εικόνα με τις δεκάδες σημαδούρες στα ανοιχτά, που σημάδευαν τη θέση των κοφινέλων. Σημαδούρες που οριοθετούσαν το θαλάσσιο χώρο και αποτελούσαν, για μας τα παιδιά, ένα στόχο, αφού όποιος κολυμπούσε μέχρι «του γιαλού τα κοφινέλα» αυτόματα λογιζόταν «μεγάλος», έχαιρε εκτιμήσεως από την πιτσιρικαρία και θαυμασμού από το θηλυκόκοσμο της μικρής κοινωνίας μας. Τα κοφινέλα δεν ήταν υπόθεση μόνο των ψαράδων. Απασχολούσαν κάμποσα μέλη της τοπικής κοινωνίας και αποτελούσαν μία σταθερή πηγή εισοδήματος. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Η κατασκευή
Το παλιό κοφινέλο ήταν ένα αραιοπλεγμένο κοφίνι, με ωοειδές σχήμα. Ήταν σχεδόν κλειστό, με ένα μικρό άνοιγμα στην κορυφή, όπου έμπαινε ένα τετράγωνο καπάκι, στο οποίο δενόταν το δόλωμα. Η βάση του ήταν κοίλη προς τα μέσα και κατέληγε σε ένα δεύτερο άνοιγμα με βούρλα στραμμένα προς το εσωτερικό, που επέτρεπε στα ψάρια να εισέρχονται αλλά τα εμπόδιζε να βγουν. Για την κατασκευή του κοφινέλου απαιτούνταν βούρλα, καλάμια και κλωστή. Τα βούρλα τα βγάζανε από το βάλτο του Αλμυρού. Πρώτα τα λιάζανε για να ξεραθούν και να ασπρίσουν. Το λιάσιμο απαιτούσε δυο-τρεις μέρες και έπρεπε να τα γυρίζουν ώστε να ασπρίσουν καλά. Ύστερα τα κάνανε μάτσα και τα αποθήκευαν στο σπίτι. Όταν τα χρειαζόντουσαν για το πλέξιμο του κοφινέλου, τα βάζανε αποβραδίς μέσα σε νερό ή στη θάλασσα για να μαλακώσουν.
Τα καλάμια τα κόβανε από καλαμιώνες δικούς τους, τους οποίους φύτευαν επί τούτου. Όταν δεν είχαν αρκετά δικά τους, αγόραζαν από αγρότες του μεσσηνιακού κάμπου. Τα καλάμια πουλιόντουσαν σε κεντηνάρια (μάτσα) των πενήντα περίπου. Φυσικά είχαν και άλλες χρήσεις. Με αυτά έφτιαχναν καλαμωτά για τα σύκα, έπλεκαν διαφόρων ειδών κοφίνια, όπως τα πούρ-για, φτιάχνανε συκοκάλαμα για το τίναγμα των σύκων, τα χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές, στη σκεπή για μόνωση καθώς και στα χωρίσματα των δωματίων, στις λεγόμενες «μισάντρες».
Πρώτα τα άφηναν να ξεραθούν και μετά τα καθάριζαν από τα φύλλα. Στη συνέχεια τα σκίζανε. Χαράζανε την κορυφή τους στα τέσσερα και μετά με ένα σταυρωτό ξύλο τα σκίζανε ως κάτω. Τα τέταρτα ήταν κατάλληλα για καλάθια αλλά όχι για κοφινέλα. Με μία φαλτσέτα ή με κοφτερό μαχαίρι τα τέταρτα τα κόβανε σε όγδοα και αν το καλάμι ήταν μεγάλο σε ακόμα στενότερες βέργες. Έπειτα τα λειαίνανε για να φύγουν οι κόμποι και τα εξογκώματα ώστε να μπορούν να τα κατεργαστούν με ευκολία.
Κατά τη διάρκεια του πλεξίματος του κοφινέλου, μόλις τέλειωνε το καλάμι και έφτανε στην άκρη του, το έξυναν λοξά και το μάτιζαν με το επόμενο, που το είχαν ξύσει παρόμοια, για να μη προεξέχει και κόβεται. Έτσι έμοιαζε σα να έχει φτιαχτεί από ένα μονοκόμματο καλάμι. Το ίδιο έκαναν με τα βούρλα.
Για το πλέξιμο του κοφινέλου χρησιμοποιούσαν άσπρη κλωστή, χοντρή, παρόμοια με εκείνη που έφτιαχναν τις δαντέλες. Την αγόραζαν σε κούκλες από την Καλαμάτα. Την κλωστή έδεναν σε μία ξύλινη βελόνα, μήκους 12-15 εκ., με καμπυλωτό σχήμα και μυτερό άκρο. Η βελόνα αυτή διευκόλυνε το πέρασμα της κλώστης μέσα από τα «μάτια», δηλαδή από τα τριγωνικά ανοίγματα που σχηματίζονταν ανάμεσα στα βούρλα, καθώς πλέκονταν σταυρωτά.
Πλέκοντας κοφινέλο: το δύσκολο ξεκίνημα
Το πιο δύσκολο σημείο στην κατασκευή του κοφινέλου ήταν το ξεκίνημα. Για να ξεκινήσουν χρησιμοποιούσαν ένα καλούπι. Το καλούπι αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από μισό κοφινέλο (η βάση του), φτιαγμένο με χοντρό καλάμι, ώστε να είναι πιο γερό και να αντέχει. Το σωστό φτιάξιμο του καλουπιού ήταν προϋπόθεση για την πετυχημένη κατασκευή του κοφινέλου. Γι’ αυτό και έπρεπε να γίνει με μεγάλη προσοχή και με τέχνη. Στο καλούπι ξεχώριζε η καλή «κοφινελού».
Η κατασκευή ξεκινούσε από τη βάση. Αρχικά φτιάχνανε μία κουλούρα με καλάμι, του οποίου η άκρη έμενε ελεύθερη για να συνεχιστεί το πλέξιμο. Σε αυτήν έδεναν πολλά βούρλα, υπό γωνία 60ο περίπου, τα οποία ήταν δεμένα στην άκρη τους για να μη σκορπίζουν. Τα δεμένα βούρλα σχημάτιζαν έναν κώνο στο εσωτερικό της κουλούρας. Έμεναν δεμένα μέχρι το τέλος του πλεξίματος. Τα έκοβε ο ψαράς και το σημείο εκείνο αποτελούσε την είσοδο των ψαριών
Το πλέξιμο γινόταν εξωτερικά του καλουπιού. Από την ελεύθερη άκρη του το καλάμι πλεκόταν οριζόντια σε διαδοχικούς κύκλους, σε μορφή σπείρας. Τα βούρλα πλέκονταν σταυρωτά μεταξύ τους και υπό γωνία 60ο με το καλάμι ώστε να σχηματίζουν μικρά τριγωνικά ανοίγματα, τα «μάτια». Σε κάθε κύκλο του καλαμιού δένονταν τα βούρλα με την κλωστή και σιγά-σιγά το κοφινέλο έπαιρνε το σχήμα του, γύρω από το καλούπι. Μόλις έφταναν στο τέλος του καλουπιού, το έβγαζαν και συνέχιζαν προς την κορυφή κάνοντας όλο και μικρότερους κύκλους. Κατέληγαν στην επάνω κουλούρα, στην οποία έδεναν και τα βούρλα. Οι δύο κουλούρες, η πάνω και η κάτω, είχαν διάμετρο όσο μία γροθιά περίπου. Στην επάνω κουλούρα ο ψαράς έβαζε ένα καπάκι. Δηλαδή ένα τετράγωνο κομμάτι από παλιό κοφινέλο, καμιά φορά διπλό, το οποίο ασφάλιζε με ένα κομμάτι καλάμι. Από το καπάκι με ένα σπάγκο κρεμούσαν στο εσωτερικό του κοφινέλου, ως το κέντρο περίπου, έναν καλαμένιο σταυρό, στον οποίο προσάρμοζαν το δόλωμα.
Τα κοφινέλα ήθελαν τέχνη και κόπο. Κατά συνέπεια ήταν ακριβά. Προπολεμικά πουλιόντουσαν 25 δρχ. το ένα, όταν η γόπα πουλιόταν 10 δρχ. η οκά. Γενικά η τιμή του κοφινέλου αντιστοιχούσε στην αξία που είχαν δύο με δυόμισι οκάδες ψάρια. Αποτελούσε επομένως ένα καλό συμπλήρωμα του οικογενειακού εισοδήματος για όσες γνώριζαν να πλέκουν. Πολλές κοπέλες καταπιάνονταν αλλά η τέχνη δεν ήταν εύκολη. Άλλοτε έσπαγε το καλάμι, άλλοτε τα βούρλα, άλλοτε λυνόταν η κλωστή ή έβγαινε στραβό το πλέξιμο και τα παρατούσαν. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση μιας νεαρής κοπέλας η οποία, αφού είδε και απόειδε ότι δεν θα καταφέρει να πλέξει κοφινέλο, πέταξε τα σύνεργα από το παράθυρο του σπιτιού της, φωνάζοντας στη μάνα της:
«Εγώ κοφινελού δεν γίνομαι!»
Συνήθως η κοφινελού έπλεκε ένα ως ενάμισι κοφινέλο την ημέρα. Μια καλή κοφινελού, που ασχολιόταν αποκλειστικά με το πλέξιμο και είχε βοήθειες, δηλαδή ανθρώπους να της κόβουν καλάμια και να μαλακώνουν τα βούρλα, έπλεκε πάνω από δύο κοφινέλα την ημέρα. Η περίφημη κοφινελού από το Κοπάνο (Ακρογιάλι Αβίας), θεια-Λεύκω Φελουκαντζή (το γένος Μανέα), λέγεται ότι έπλεκε τρία την ημέρα. Αλλά ήταν καθαρή επαγγελματίας. Δεν ασχολιόταν με τα χωράφια, παρά μόνο με το πλέξιμο κοφινέλων. Ο δε σύζυγός της, ο Σταύρος Φελουκαντζής, ήταν ειδικευμένος στο σχίσιμο των καλαμιών. Κοφινελούδες στην περιοχή της Αβίας, όπου ερευνήσαμε κάπως διεξοδικότερα, ήταν κατά συνοικισμούς:
Ο Κούκκινος Αβίας (δεκ. '70)
Στο Αρχοντικό και στον Κούκκινο:
Αμαλία Παν. Κωνσταντινέα (Μπούσκαινα) (1884-1972), το γένος Στρογγύλη και οι θυγατέρες της: η Γεωργίτσα σύζ. Τσιμόγιαννη και η Βούλα σύζ. Νικ. Λιακέα (1912-67), η οποία εθεωρείτο από τις καλύτερες τεχνίτρες του κοφινέλου.
Σμαράγδω Χρ. Φραγκούλη (1897-1979), το γένος Παν. Γεωργουλέα.
Κατερινιώ Τηλ. Δικαιάκου (1902-88), το γένος Χρ. Γεωργουλέα.
Χρυσούλα Νικ. Φραγκούλη (1901-;), το γένος Καραμπίνη.
Οι αδελφές Ευθυμία Π. Χρηστέα (1911-62) και Σοφία Ι. Τσούλου, το γένος Θ. Μπακετέα.
Μαρία Γ. Μπακετέα (1919-95), το γένος Κων. Λεουτσέα.
Βγενιά Λ. Χανδρινού (1898-1998), το γένος Χρ. Γεωργουλέα.
Βούλα Χρ. Χανδρινού (†2000), το γένος Ανδρ. Λεουτσέα.
Η Παλιόχωρα Αβίας (δεκ. '70)
Στην Παλιόχωρα:
Αρίστω Ντ. Καραμπίνη (1899-1988), το γένος Στυλ. Σπανέα.
Οι αδελφές Πολυτίμη Μπεγέτη και Μαρία Μπακετέα, το γένος Κων. Λεουτσέα.
Αικατερίνη Δ. Παπουτσή (θειά-Μήτσαινα) (1889-1986), το γένος Αν. Μπελίτσου.
Βασίλω Ανδρ. Λεουτσέα (1894-1975), το γένος Π. Γεωργουλέα με τις θυγατέρες της: Αγγελικούλα Δίζη (1917-93) και Βούλα Χανδρινού.
Το Ακρογιάλι Αβίας
Στο Κοπάνο (Ακρογιάλι):
Λεύκω Στ. Φελουκαντζή (1890-1981), το γένος Νικ. Μανέα, την οποία όλοι οι παλαιοί αναφέρουν ως την καλύτερη κοφινελού. Λένε χαρακτηριστικά: «τα κοφινέλα της ψαρεύανε!».
Πολυτίμη Σαρ. Μανέα (1903-89), το γένος Φικούρα.
Ποτίτσα Αλέξ. Σύρμα (1917-2009), το γένος Γ. Μοιρέα.
Βούλα(;) Ξυπολύτου.
Βασιλική Γ. Γεωργουλέα (1907-88), το γένος Παντ. Σύρμα.
Ορισμένες κοφινελούδες της Αβίας ήταν ονομαστές και τα κοφινέλα τους πουλιόντουσαν όχι μόνον σε ψαράδες του χωριού αλλά και της Καλαμάτας. Π.χ. ο Πέτρος Σκαφιδάς από την Ντουάνα ερχόταν για κοφινέλα στην Παλιόχωρα.
Εκτός από τις παραπάνω ίσως υπήρξαν και άλλες που περιστασιακά καταπιάστηκαν με τα κοφινέλα, συνήθως σύζυγοι ή θυγατέρες ψαράδων, αλλά όχι επαγγελματικά. Κοφινελούδες υπήρχαν επίσης στις Κιτριές και στη Μικρή Μαντίνεια.
Ο τρόπος ψαρέματος
Το δόλωμα.
Κατ’ αρχήν έπρεπε να φτιάξουν το δόλωμα, για το οποίο χρησιμοποιούσαν τα εξής υλικά:
Ψωμί. Σχίζανε το σκληρό περίβλημα, την «κόρα» και τη μαλακώνανε σε νερό ή την τρίβανε με κόσκινο. Καλύτερο ψωμί για δόλωμα ήταν το χάσικο (άσπρο) που δεν έλιωνε εύκολα. Πιο κατάλληλο εθεωρείτο του καλαματιανού φούρναρη Κατσαούνη που έφτιαχνε μεγάλα καρβέλια των δύο οκάδων.
Πατάτα βραστή.
Σαρδέλα λιωμένη - χαλασμένη, που προμηθεύονταν σε ξύλινα κουτιά από τους μπακάληδες.
Ταραμάς σπειρωτός για να διαλύεται σιγά-σιγά στο νερό, να δημιουργείται μαλάγρα και να μαζεύει τα ψάρια. Ο σκληρός ταραμάς, η γλίνα, δεν ήταν κατάλληλος, γιατί έμενε άλιωτος.
Τα υλικά αυτά τα λιώνανε, τα ανακατώνανε και φτιάχνανε μαλακούς σβώλους. Μετά προσάρμοζαν τον κάθε σβώλο σε έναν ξύλινο σταυρό, τον οποίο κρεμούσαν από το καπάκι στο εσωτερικό του κοφινέλου.
Για να μεταφέρουν τα κοφινέλα με τη βάρκα, τα κρεμούσαν στη φουρκάδα. Αυτή ήταν ένα μακρύ ξύλο που κατέληγε σε διχάλα σχήματος U ή V, το οποίο σφήνωναν σε μία από τις τρύπες της κουπαστής.
Κοφινέλο στο Φισκάρδο Κεφαλλονιάς (φωτ. Dennis Germenis)
Η αρματωσιά.
Η αρματωσιά του κοφινέλου περιλάμβανε:
Ένα μακρύ σπάγκο, ως 30 οργιές, ανάλογα με το βάθος της θάλασσας.
Μια πέτρα, που δενόταν στο κάτω μέρος του σπάγκου για να τραβά το κοφινέλο προς το βυθό. Το κοφινέλο δενόταν πάνω από την πέτρα, σε ύψος μίας-μιάμισης οργιάς από το βυθό. Αυτό είναι το ύψος που συνήθως κινούνται οι γόπες και οι μαρίδες. Όμως ο ψαράς όφειλε να κάνει δοκιμές για να εντοπίσει το κατάλληλο ύψος.
Τα φελλά, τα οποία δένονταν κατά μήκος του σπάγκου για να κρατάνε το κοφινέλο κατακόρυφο.
Η σημαδούρα. Αυτή ήταν μια κολοκύθα βαμμένη με κάποιο χαρακτηριστικό χρώμα ή σημαδεμένη με κάποιο σχέδιο ή με τα αρχικά του ψαρά. Χρησιμοποιούσαν επίσης φελλούς (έναν μεγάλο ή δυο-τρεις δεμένους μαζί). Πάνω τους έδεναν ένα μικρό καλάμι με χαρακτηριστικό σχήμα για να τους ξεχωρίζουν. Μεταγενέστερα για σημαδούρες χρησιμοποιούσαν πλαστικά μπουκάλια με χαρακτηριστικά χρώματα, π.χ. πράσινα από χλωρίνη κ.ά. Γενικά η σημαδούρα έπρεπε να ξεχωρίζει, διότι πολλά κοφινέλα ρίχνονταν κοντά-κοντά στον ίδιο ψαρότοπο. Ήταν τόσο κοντά, ώστε αν ο ψαράς ήταν άπειρος ή ατζαμής έριχνε τα κοφινέλα του πάνω στα ξένα με αποτέλεσμα να τα «πατώνει».
Κωπήλατη ψαρόβαρκα, με τυλιγμένα τα ιστία (Αβία, δεκ. ΄50)
Στα κουπιά ο Τηλέμαχος Δικαιάκος
Ο ψαρότοπος.
Η επιλογή του ψαρότοπου δεν ήταν εύκολη υπόθεση, δεδομένου ότι οι ψαράδες δεν αποκαλύπτουν τα «σημάδια» τους. Συνήθως κρύβουν την ψαριά τους ώστε να ξεγελάνε τους ανταγωνιστές τους και να μη ξέρουν αν η θέση έχει ψάρι. Γενικά υπήρχαν δύο περιοχές ψαρέματος.
[Ι] Του γιαλού τα κοφινέλα, δηλαδή τα πιο κοντινά στην ακτή. Τα ρίχνανε στην αρχή της φυκιάδας, σε αμμώδη σημεία του βυθού ανάμεσα στα φύκια ή κοντά σε ξέρες, σε βάθος 10-12 οργιές. Καλή θέση εθεωρείτο «της Παναγιάς η ξέρα», που βρίσκεται ανοιχτά από το ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου της Παλιόχωρας. Του γιαλού τα κοφινέλα πιάνανε γόπες μικρές, γαλαζωπές, που είναι νοστιμότερες αλλά λιγότερες σε ποσότητα.
[ΙΙ] Τα μέσα κοφινέλα, τα βαθύτερα, τα ρίχνανε στις 20-30 οργιές. Καλή θέση εθεωρείτο ανοιχτά της Σάνταβας, στις 20-25 οργιές. Εκεί ψαρεύανε γόπες μεγάλες, κοιλαράτες ή γαϊδουρόγοπες, οι οποίες δεν είναι τόσο νόστιμες αλλά υπήρχαν σε μεγαλύτερη ποσότητα.
Το κοφινέλο ψάρευε κυρίως γόπα και μαρίδα. Σπανιότερα έπιανε σπάρους και μικρά ή μέτρια λιθρινάκια -τα μεγάλα δεν μπορούν να μπουν από το άνοιγμα του κοφινέλου-, τα οποία συνήθως κρατούσαν για το σπίτι. Επίσης έπιαναν καλόγριες, τις οποίες άλλοι θεωρούσαν νόστιμο μεζέ και άλλοι για τις γάτες («γατόψαρα»). Συχνά έριχναν κοφινέλα μόνο για μαρίδες. Άφηναν το κοφινέλο στο νερό για να μείνουν ζωντανές και με αυτές δόλωναν τα παραγάδια, για να πιάσουν σφυρίδες και βλάχους.
Σε μία καλή ψαριά το κοφινέλο μπορούσε να σηκώσει μέχρι και δύο οκάδες ψάρια. Το πολύ δυόμισι. Αν έμπαιναν περισσότερα, κινδύνευε να σπάσει από το βάρος, όταν το σήκωναν. Η τέχνη ήταν να το αδειάσουν πριν το βγάλουν από το νερό, ώστε να μη βαρύνει και παραμορ-φωθεί ή σπάσει. Φυσικά, χωρίς να χάσουν τα ψάρια που ακόμα σπαρταρούσαν.
Στις νέες θέσεις τα ρίχνανε πρωί-πρωί για «δοκιμή», για να δοκιμάσουν αν η θέση έχει ψάρι. Τα σήκωναν κατά το μεσημεράκι και αν έκριναν ότι η θέση είναι καλή, τα δόλωναν και τα ξανάριχναν. Το σούρουπο έπρεπε να τα σηκώσουν πάλι, να τα αδειάσουν και να τα ξαναδολώσουν. Το κοφινέλο το άφηναν μέσα. Μόνο αν δεν ψάρευε, του άλλαζαν θέση. Αν δεν το χάλαγε κανένα μεγάλο ψάρι, π.χ. δελφίνι, ένα κοφινέλο κρατούσε 10 ως 15 μέρες. Όμως έπρεπε να το βγάζουν κατά διαστήματα για να στεγνώνει και να γίνεται ελαφρύτερο.
Όπως είναι προφανές το ψάρεμα του κοφινέλου απαιτούσε πολύ δουλειά. Τρεις και τέσσερις φορές την ημέρα ο ψαράς έπρεπε να σηκώσει τα κοφινέλα του, να τα δολώσει, να αντικαταστήσει τα χαλασμένα, να φτιάξει δόλο κλπ. Και να σκεφτεί κανείς ότι τότε οι βάρκες είχαν μόνο κουπιά και ένα μικρό τριγωνικό πανί στην πλώρη. Οι επαγγελματίες έπαιρναν συνήθως νεαρούς βοηθούς στα κουπιά, αλλά γενικά δεν απομακρύνονταν πολύ από τα χωριά τους. Όχι μόνο επειδή οι διαδρομές με τα κουπιά ήταν κουραστικές αλλά και γιατί υπήρχαν σαλταδόροι που σήκωναν τα άγνωστα κοφινέλα και έκλεβαν τις ψαριές. Ενώ μεταξύ γνωστών το κλέψιμο δεν ήταν εύκολο. Αναφέρονται και χιουμοριστικά στιγμιότυπα, που κάποιος πήρε τα ψάρια και στη θέση τους άφησε χρήματα.
Περίφημος ψαράς του κοφινέλου θεωρείτο ο Θανάσης Γ. Κοζομπόλης από το Κοπάνο, ο λεγόμενος «Σαχάμ». Τα κοφινέλα του ψάρευαν ακόμα και όταν οι άλλοι δυσκολεύονταν. Το μυστικό του, που κάποτε αποκαλύφθηκε, ήταν ότι χρησιμοποιούσε πάντα στεγνά κοφινέλα. Είχε περισσότερα κοφινέλα στη βάρκα του. Σήκωνε τα βρεγμένα και τα άλλαζε με στεγνά. Τα άφηνε στη βάρκα να στεγνώσουν και το βράδυ τα αντικαθιστούσε ξανά. Άλλοι περίφημοι ψαράδες του κοφινέλου ήταν: στον Κούκκινο ο Χρήστος Μπακετέας, στην Παλιόχωρα ο Ντίνος Καραμπίνης, στο Κοπάνο ο Γιώργης Μοιρέας και ο Αλέξης Σύρμας.
Σύμφωνα με παλιούς ψαράδες το αποκορύφωμα του κοφινέλου ήταν το 1951-52. Εκείνη τη χρονιά, από τον Οκτώβριο ως την άνοιξη, ο Μεσσηνιακός είχε γεμίσει με γόπα. Ήταν τόσο το ψάρι ώστε πολλοί, που ως τότε ήταν βοηθοί σε άλλους ψαράδες, αγόρασαν βάρκα και έγιναν ανεξάρτητοι επαγγελματίες. Τέτοια μεγάλη ποσότητα ψαριού στον Μεσσηνιακό δεν ξαναφάνηκε. Μόνο στα 1956 περίπου, για μία δύο βδομάδες, γέμισε η θάλασσα με γαύρο. Φυσικά τα ψάρια δεν μπορούσαν να τα πουλήσουν στη μικρή αγορά του χωριού.
Ο πλανόδιος μανάβης μπάρμπα-Σαράντος Μανέας
Παλιόχωρα Αβίας 1980
Πριν γίνει ο δρόμος Καλαμάτας-Κοπάνου, δηλαδή πριν από το 1938, φόρτωναν τα ψάρια σε γαϊδουράκια και τα πήγαιναν στη Μεγάλη και στη Μικρή Μαντίνεια να τα πουλήσουν. Μετά από το 1938 έρχονταν μανάβηδες με τις σούστες από την Καλαμάτα, όπως ο Φοίφας και ο Δραγώνας, και τα αγόραζαν. Εν τούτοις κάποιοι συνέχισαν το παραδοσιακό τοπικό εμπόριο, όπως ο μπάρμπα-Σαράντος Ν. Μανέας (1903-96), ο οποίος μέχρι τα γεράματά του γύριζε με το γάιδαρό του και πουλούσε ψάρια και άλλα είδη (λαχανικά, φρούτα κλπ), ως το 1985 περίπου.
Στις Κιτριές, που έπιαναν πολύ ψάρι αλλά δεν είχαν αγοραστές, ανέβαιναν με τα γαϊδούρια στα Καλλιανέϊκα και στους Δολούς.
Ο ψαρομανάβης Σαράντος Μανέας και ο Γιάννης Κοζομπόλης
Αρχοντικό Αβίας 1982 (φωτ. Βασίλης Κοζομπόλης)
Μια τοπική τεχνική αλιείας με αρχαίες ρίζες
Τα κοφινέλα ήταν μία τοπική μέθοδος ψαρέματος, η οποία επικρατούσε σε όλο το Μεσσηνιακό κόλπο. Από ψαράδες που ταξίδευαν για βδομάδες αναζητώντας νέους ψαρότοπους ήταν διαδεδομένα στο Λακωνικό κόλπο ως τα Βάτικα (Νεάπολη), στο Ιόνιο ως τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη) και την Κεφαλονιά, όπου υπάρχουν μαρτυρίες για χρήση κοφινέλων λίγο διαφορετικού σχήματος από τις αρχές του αιώνα, ακόμα και σε ψαροχώρια στον Κορινθιακό (π.χ. στην Ιτέα).
Κοφινέλα σε βάρκες στο Αργοστόλι (1909)
Η ονομασία «κοφινέλο» έχει ελληνολατινική προέλευση. Προέρχεται από το αρχαίο «κόφινος» (καλάθι), το οποίο πέρασε στη λατινική (cophinus) και στις λατινογενείς γλώσσες. Από μεσαιωνικό cophinellus (μικρό καλάθι) που μαρτυρείται από τον 13ο αιώνα στην Βενετία, επανήλθε στην ελληνική, πιθανόν κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο και τα Επτάνησα.
Η τεχνική ψαρέματος με καλάθια/κλωβούς διαφόρων σχημάτων πλεγμένα με καλάμια και βούρλα ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια και απεικονίζεται σε αγγεία. Η πιο συνηθισμένη ονομασία τους ήταν κιούρτοι, από το κυρτό σχήμα τους. Με αυτό το όνομα επιβιώνει σε πολλά ελληνικά μέρη, κυρίως στο Αιγαίο πέλαγος, στην Κρήτη και την Κύπρο. Οι σύγχρονοι κιούρτοι κατασκευάζονται πλέον με σύρμα και χρησιμοποιούνται με διαφορετική τεχνική από τα κοφινέλα.
Ψάρεμα με καλαμένιο κλωβό (από αρχαίο αγγείο)
Κοφινέλα από την Αβία στη Μυτιλήνη και στη Λήμνο!
Μια αληθινή ιστορία.
Θα κλείσω το άρθρο αυτό με μια απίθανη ιστορία. Γιατί ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι η φήμη του κοφινέλου θα έφτανε μέχρι το βόρειο Αιγαίο!
Από το 1984 ως το 1987, όταν υπηρετούσα στο Γυμνάσιο Μούδρου στη Λήμνο, έκανα παρέα με έναν μυτιληνιό ταχυδρομικό, ο οποίος είχε μία ψαρόβαρκα. Συνηθίζαμε λοιπόν τα βραδάκια να πηγαίνουμε για ψάρεμα στον ιστορικό κόλπο του Μούδρου, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν πλούσιος σε ψάρι. Συναγρίδες, λαβράκια, καλαμάρια, γόπες, μουγγριά, χταπόδια, χαιρόσουνα να ψαρεύεις!
Ήταν φθινόπωρο. Μόλις είχαμε και οι δυο μας επιστρέψει από τις καλοκαιρινές διακοπές και κάναμε την πρώτη μας αλιευτική εξόρμηση. Τότε τον άκουσα έκπληκτος να μου λέει:
«Ξέρεις, τώρα που ήμουνα στο Πλωμάρι, γνώρισα έναν συμπατριώτη σου. Λέγεται Ξυπόλυτος και είναι από ένα χωριό που το λένε Ακρογιάλι. Αυτός είχε φέρει μαζί του κάτι κιούρτους από καλάμια και τάραξε τις γόπες. Μας έβαλε τα γυαλιά.»
Είχα μείνει άφωνος. Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι το παραδοσιακό κοφινέλο του Μεσσηνιακού κόλπου θα έφτανε ως τη μακρινή Λέσβο. Και μάλιστα ότι θα ψάρευε με τέτοια επιτυχία. Ο φίλος μου ο ταχυδρομικός είχε εντυπωσιαστεί τόσο ώστε, όταν του είπα ότι το Ακρογιάλι είναι δίπλα στο χωριό μου, μου ζήτησε να του φέρω ένα-δυο κοφινέλα σε πρώτη ευκαιρία. Όσο και αν του εξήγησα ότι δεν φτάνει να έχεις το εργαλείο αλλά πρέπει να ξέρεις να το χρησιμοποιείς, εκείνος επέμενε.
Έτσι το χειμώνα του 1985-86 έφτασε το πρώτο κοφινέλο στο Μούδρο. Του εξήγησα πώς να το αρματώσει, πώς να το δολώσει και μία ήσυχη μέρα το ρίξαμε στα μουδρινά νερά. Όμως ο κόλπος του Μούδρου είναι αβαθής, λασπώδης και έχει δυνατά ρεύματα. Φυσικό επόμενο ήταν το κοφινέλο άλλοτε να βουλιάζει στη λάσπη κι άλλοτε να το παρασέρνει το ρεύμα. Δοκιμάσαμε τρεις-τέσσερις φορές ώσπου το κοφινέλο χάλασε, χωρίς να πιάσει ούτε μία γόπα.
Ένα δεύτερο κοφινέλο που είχα εξοικονομήσει, δεν το ρίξαμε ποτέ. Μου έμεινε σαν αναμνηστικό. Τώρα που τα παλιά καλαμένια κοφινέλα έχουν πλέον εξαφανιστεί και έχουν αντικατασταθεί από πλαστικά, το κρατώ ως ενθύμιο μιας περασμένης εποχής και στολίζει μία γωνιά του πατρικού μου σπιτιού στην Παλιόχωρα.
Το κοφινέλο (Κεφαλονιά, φωτ. George Diamantatos)
κι o κιούρτος (Κρήτη). Οι διαφορές στο σχήμα είναι εμφανείς.
Σημειώσεις
1. Πληροφορητές μου, όταν συγκέντρωνα το υλικό πριν από 20 χρόνια περίπου, ήταν οι συγχωριανοί μου: Δημητράκης Γ. Σκιάς (80 ετών τότε), Χρήστος Σπ. Γεωργουλέας (80), Κική Μπελίτσου (74), αείμνηστοι πλέον και ο καπετάν-Γιώργης Β. Κουκούτσης (65 ετών τότε.
2. Τα γενεαλογικά στοιχεία αντλήθηκαν από Σταύρος Γ. Καπετανάκης, «Οι Μαντίνειες της Μάνης», 1996, σσ. 349-594.
Θοδωρής Μπελίτσος, Ιούνιος 2021
*Πρώτη δημοσίευση: «Ιθώμη» Καλαμάτας, 48 (Ιούνιος 2003), σελ. 40-45 και Θ. Μπελίτσος, «Εν Αβία. Μελετήματα και νοσταλγικά κείμενα», 2016, σελ. 176-181.