Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
«Εγώ δε έχω να σου δώσω τίποτα» είπες.
«Τίποτα, είναι τρύπια τα χέρια μου»
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.
Κ’ η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη. Κ’ η βροχή
σαν ένα διάφανο έπεφτε φως’ αραιή, απαλή,
σα καλοσύνη σε λουλούδια. Βαθιά στην καρδιά μου
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ,
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως. Γιατ’ είχες
εσύ τα χέρια σου γιομάτα. Τόσο, που
μόλις εσήκωνες το βάρος. Μόλις που μπορούσες
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ’ είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες κομμένες απ’ το
λατομείο του ήλιου.
Απ’ αύριο
θ’ αρχίζω να χτίζω.
https://elenahalivelaki.wordpress.com/
το μελαγχολικό της τραγούδι
κι όλο κοίταζε τα χέρια της
δυο φύλλα φθινοπωρινά.
Τα δάχτυλά της δέκα μαριονέτες
υποταγμένες
από τότε που την πέταξαν έξω
από τον παιδικό κήπο.
Πάγωνε στην αυλόπορτα.
Μικρή μου πριγκίπισσα, γιατί δεν μπαίνεις;
Της είχε πει ένας περαστικός.
Άγγελος θα ΄ταν, μάλλον βιαστικός
-τόσα παιδιά στον κόσμο-.
Μόλις που πρόλαβε να δει
κάτι φτερά που άνοιγαν
κι ένα σύννεφο σκόνη.
Ούτε πριγκίπισσα, ούτε μικρή ξανάνιωσε ποτέ.
Μου πήρανε τα χέρια μου.
ήθελε να του πει.
Δεν είπε τίποτα ποτέ και σε κανέναν.
Απόμεινε έξω
μέχρι που ξέχασε
πως μέσα υπήρχε κήπος.
Απόψε κοιτάζοντας
εκείνα τα κίτρινα φύλλα
που είχαν φυτρώσει στη θέση των χεριών
θυμήθηκε.
Ήξερε τώρα γιατί σε κάθε χάδι
τόσο βαθιά πονούσαν.
Robert Desnos - Χέρια
“Χέρι μαυρισμένο απ’ το μελάνι του θλιβερού μαθητή
Χέρι κόκκινο πάνω στον τοίχο απ’ την κάμαρα του εγκλήματος
Χέρι χλωμό της πεθαμένης
Χέρια που βαστούν ένα μαχαίρι ή ένα ρεβόλβερ.
Χέρια ανοιχτά
Χέρια κλειστά
Χέρια τιποτένια που βαστούν έναν κοντυλοφόρο
Ω χέρι μου εσύ επίσης εσύ επίσης
Χέρι μου με τις γραμμές σου κι’ όμως έτσι είναι
Γιατί να σπιλώσω τις μυστηριώδεις γραμμές σου
Γιατί; καλύτερα οι χειροπέδες καλύτερα να σ’ ακρωτηριάσω καλύτερα καλύτερα
Γράψε γράψε γιατί γράφεις ένα γράμμα σ’ εκείνη
κι’ αυτό το βέβηλο μέσο είν’ ένα μέσο να την αγγίξεις
Χέρια που απλώνονται χέρια που προσφέρονται
Υπάρχει μήπως ένα ειλικρινές χέρι αναμεσά τους
Α! δεν τολμώ πια να σφίξω τα χέρια
Χέρια που λένε ψέματα χέρια λιγόψυχα που τα μισώ
Χέρια που ομολογούν και που τρέμουν όταν
Κοιτάζω τα μάτια…
Χέρια χέρια όλο τα χέρια
Ένας άνθρωπος πνίγεται ένα χέρι βγαίνει απ’ τα κύματα
Ένας άνθρωπος φεύγει ένα χέρι κουνιέται
Ένα χέρι συσπάται μια καρδιά υποφέρει
Ένα χέρι σφίγγεται ω θείος θυμός
Ένα χέρι ακόμα ένα χέρι
Ένα χέρι πάνω στον ώμο μου
Ποιος είναι;
Είσαι συ επιτέλους
Είναι πολύ σκοτεινά! τι σκοτάδια!
Δεν ξέρω πια τίνος είναι τα χέρια
Τι θέλουν
Τι λένε
Τα χέρια μας ξεγελούν
Θυμούμαι ακόμα λευκά χέρια μες στο σκοτάδι
Απλωμένα πάνω σ’ ένα τραπέζι, μέσα στην προσμονή
Θυμούμαι χέρια που τ’ αγκάλιασμά τους μου ήταν αγαπητό
Και πια δεν ξέρω
Υπάρχουν πολλοί προδότες πολλοί ψεύτες
Α! ακόμα και το χέρι μου που γράφει
Ένα μαχαίρι! Ένα όπλο! Ένα εργαλείο!
Όλα εκτός απ’ το γράψιμο
Αίμα αίμα
Υπομονή η μέρα αυτή θ’ ανατείλει.”
(μτφ. Tάκης Βαρβιτσιώτης)
(Ανθολογία γαλλικής ποίησης- από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας, Καστανιώτης)
Και φοβᾶμαι ἀκόμη τῶν χεριῶν μου
το ἄγγιγμα στις πέτρες τοῦτες
μην ἐπιτείνει τη φθορά, μην ἐπισπεύδει
τῶν ἐρειπίων την ἐρείπωση.
Τα δυο μικρά ζώα
τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες.
Απόσπασμα.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
Αφουγκραζόμουν τα χέρια νέου άνδρα
πόσα με περηφάνια έλεγαν
έλαμπαν κραυγαλέα τη χαρά
Κρατούσε σφιχτά τρόπαιο νίκης
οι φλέβες ποτάμι που φούσκωσε
Δεν τις χωρούσε το δέρμα
έτοιμες άπλωναν φτερά να πετάξουν
Κι ύστερα πώς έγιναν βελούδινα αγγίγματα
χιλιάδες πεταρίσματα στο πρόσωπό της
Όμως στη μνήμη έχουν εγχαραχτεί
εκείνα τα σκούρα τα μαβιά τα τεθλιμμένα
Πριν χρόνια κι ακόμα ακούω το σκοτείνιασμά τους
θρηνούσαν σιωπηλά τον ξαφνικό χαμό αγαπημένης
Και προχθές τι συντριβή -θεέ μου ασύλληπτο–
τα άλλα τα ωχρά τα σταυρωτά σφιχτοδεμένα
Να διαμηνύουν δύσθυμα το άτοπο αναχώρησης
Χρημάτισα ωτακουστής της γλώσσας των χεριών
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, “Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα”, εκδόσεις Ρώμη 2021
(Αφιερωμένο στην Eva Johanos που που διδάσκοντάς μου Αγγλικά μου έμαθε το τραγούδι που ακολουθεί το ποίημα)
Κοίτα αυτά τα χέρια –κεφάλια που μιλούν-
Τα χέρια μου δεν κλαίνε πια
Κι αν τρέμουν
Τα κρύβω μες στις τσέπες μου
Να μη φανούν
Δεν θέλω να προδίδουν
Έκρυψα κάθε τι σημάδι από τα χέρια μου
Έκρυψα κάθε τι σημάδι απ’ τη ζωή μου.
Στο μέτωπο μου δεν υπάρχει πια
Η χαρακιά σκαμμένης γης
Ούτε απ’ τα ρούχα μου
Μπορεί κανείς να καταλάβει
Τίναξα κι απ’ τα ρούχα μου
Της γης τη σκόνη
Και τη θαλασσινή αρμύρα
Απ’ τα μαλλιά μου
Κοίτα αυτά τα χέρια
Κίτρινα είναι απ’ τον καπνό
Μελανωμένα απ’ το μολύβι
Κοίτα αυτά τα χέρια
Μη ψηλαφίζεις άλλο τα χέρια μου
Αν θες να βρεις τα σημάδια μου
Πρέπει πρώτα να βρεις την ψυχή μου
©ΑΘΗΝΑ ΚΟΤΣΟΒΟΛΟΥ
Το προηγούμενο ποίημα είναι βασισμένο πάνω στο στίχο των Τalking Heads " Born Under Punches"Songwriters: BYRNE, DAVID/FRANTZ, CHRISTOPHER/WEYMOUTH, TINA/HARRISON, JERRY/ENO, BRIAN PETER GEORGE
Take a look at these hands.
Take a look at these hands.
The hand speaks. the hand of a government man.
Well I'm a tumbler. born under punches.
I'm so thin.
All I want is to breathe I'm too thin
Won't you breathe with me?
Find a little space, so we can move in-between in-between it
And keep on step ahead, of yourself.
Don't you miss it, don't you miss it.
Some 'a you people just about missed it!
Last time to make plans!
Well I'm a tumbler...
I'm a government man.
Never seen anything like that before
Falling bodies tuble 'cross the floor well I'm a tumbler!
When you get to where you wanna be thank you! thank you!
When you get to where you wanna be don't even mention it!
Take a look at these hands. they're passing in-between us.
Take a look at these hands
Take a look at these hands. you don't have to mention it.
No thanks. I'm a government man.
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...where the hand has been...and the heat goes
On...and the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes
On...and the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes
On...where the hand has been...and the heat goes on...and the heat
Goes on...
I'm not a drowning man!
And I'm not a burning building! (I'm a tumbler!)
Drowning cannot hurt a man!
Fire cannot hurt a man. (not the government man.)
All I want is to breathe thank you. thank you
Won't you breathe with me?
Find a little space...so we move in-between I'm so thin
And keep one step ahead of yourself. I'm catching up with myself
All I want it to breathe
Won't you breathe with me hands of a government man
Find a little space so we move in-between
And keep one step ahead of yourself. don't you miss it! don't you
Miss it!
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
Where the hands has been...and the heat goes on...and the heat goes
On...and the heat goes on...
Γιατί μαλάσσουν το ψωμί, γράφουν ποιήματα,
παίζουν το βιολί, την κιθάρα, το πιάνο.
Γιατί εκφράζουν όλες τις λέξεις του λεξικού μας
και είναι αυτά που παίρνουν την αρχηγία,
όταν τα μάτια είναι στο σκοτάδι.
Γιατί το έμβρυο με τα χέρια ερευνά το σώμα
της μητέρας πριν έρθει στον κόσμο.
Γιατί τα χέρια όταν είναι στο στόμα συγκρατούν
συγκινήσεις και όταν ενώνονται παρακαλούν για συχώριο.
Γιατί καρφώθηκαν στο ξύλο του Σταυρού.
Γιατί τα χέρια των αγαπημένων είναι πηγή
ζεστασιάς που ζεσταίνει τις κρύες πλαγιές της καρδιάς μας.
Γιατί στολίζουν το φόρεμα της γης μας
με όλα τα δέντρα και άνθη.
Γιατί ποτέ δεν μπορώ να ξεχάσω πως τρέμουν
από το άγχος και από τα νεύρα.
Γιατί γελάνε όταν χειροκροτούν και νευριάζουν
όταν σηκώνονται απειλητικά στον αέρα.
Γιατί και ο δάσκαλος των Κλαζομενών έλεγε ότι
είναι τα χέρια που ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από τα ζώα.
Γιατί τα χέρια είναι το φως για έναν τυφλό
αλλά και το φως της σιγουριάς για έναν που βλέπει.
Γιατί με τα χέρια ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή
με την σκληράδα της σκέψης.
Γιατί ποτέ δεν κατάλαβα πως δύο άνθρωποι
μπορούν να μιλούν τόσο καλά με τα χέρια.
Γιατί μια θερμή χειραψία από "αληθινά χέρια"
Δεν διαφέρει και πολύ από ένα ποίημα.
Γιατί πολλές φορές ζητάνε το γιατί
και σε μια στιγμή δυστυχίας ικετεύουν βοήθεια.
Γιατί κάποιες στιγμές μαζεύουν σκέψεις,
για να ξανάβρουν χαμένες ελπίδες.
Γιατί στην απόγνωση τρέμουν, ζητάνε
άλλα χέρια και πιάνονται στα αόρατα σύρματα της ελπίδας.
Γιατί τα χέρια χαϊδεύουν, χτυπούν, δημιουργούν και ενώνουν.
Γιατί και ο Αίσωπος μας φωνάζει από το μακρινό παρελθόν:
"Συν Αθηνά και συ χείρα κίνει"!
https://xaralampakisgiannis.blogspot.com/
Εφιάλτης δεν είναι η πέτρα
που τσακίζει τα μυαλά μας
Εφιάλτης είναι η μέρα
που θρυμματίζει τον ονειρόβραχό μας
σε βοτσαλάκια
Εφιάλτης είναι η ίδια πάντα παρακμή
που δεν αφήνει ν’ ανθίσει η ζωή μας
Κι’ ο φόβος
που μας σκορπάει σαν πουλιά
Αλήθεια πως φαίνεται η γύμνια
της ημέρας
σαν βγαίνουν στους δρόμους
οι τρωγλοδύτες με τα καροτσάκια
σαν βγαίνουν επαίτες τα παιδιά
με τ’ απλωμένα χέρια.
Τότε είναι που σκοντάφτει η Ιστορία
στο απάνθρωπο
και πέφτει σαν παλιάλογο, βογκώντας
Τότε είναι που γλύφει τις πληγές του
ο ποιητής
σαν το ψωριάρικο σκυλί
με το σπασμένο πόδι του
Πως αλλιώς αφού μ’ ένα νεύμα
στο φανάρι
σκοτώνεται η ελπίδα ενός πεινασμένου;
Γι’ αυτό όσοι ξέρουν να διαβάζουν
τον καιρό
βλέπουν την καταιγίδα να ‘ρχεται
κεραύνια και βρυσομάνα.
18 Δεκεμβρίου 2011, Γιάννης Ποταμιάνος
Tης Ζαν Μαρί τα χέρια είναι γεροφτιαγμένα
μαυρισμένα από το καλοκαίρι
χέρια χλωμά σαν πεθαμένα.
Το χρώμα αυτό το σκοτεινό
πώς πήρε τέτοιο χέρι;..
Στις λίμνες μήπως πλένοντας του αισθησιασμού;
Το πρόσωπο αγγίζοντας γεμάτου φεγγαριού
που κύλησε στην αγκαλιά του ήρεμου νερού;
Τη ζέστη τάχα ρούφηξε βάρβαρου ουρανού
στη λυπημένη μοναξιά κάποιου μεσημεριού;
Κι έκαψε με τη θέρμη του τα χέρια τα γερά
ακουμπισμένα ήσυχα σε γόνατα κομψά;
Τί χέρια τάχα να ναι αυτά;..
……………………………..
Χέρια που επανάσταση ξέρουν να τραγουδούν
της παρηγόριας προσευχές δε κάθονται να πουν.
Απ΄το λαιμό αν θέλουνε μπορούν να σας αρπάξουν
εσάς αριστοκράτισσες, ευγενικές αστές,
τα τρυφερά τα άκρα σας, λευκά και βυσιννιά
να τα συνθλίψουν μονομιάς σαν τα ξερά κλαδιά,
με τούτες τις παλάμες τους τις τόσο δυνατές
Η καστανή η λάμψη σας, χέρια αγαπημένα,
τ΄αθώα πρόβατα τραβά
Στα δάχτυλά σας τα καρυκευμένα
ρουμπίνι αφήνει ο ήλιος όταν τα κοιτά
Η λαική καταγωγή τα κηλιδώνει, το καφετί τους χρώμα
αμαρτωλό λεκέ απ΄το χθες ζητάει να θυμίσει,
όμως περήφανος επαναστάτης δεν υπάρχει
που αυτά τα χέρια δεν λαχταράει να φιλήσει!
Υπέροχα τα χέρια τούτα, χάρισμα ενός ήλιου με αγάπη φορτωμένου
πάνω στο μπρούτζινο των όπλων χρώμα
του Παρισιού του επαναστατημένου.
http://www.katiousa.gr/
Γιάννης Ρίτσος - Οι γειτονιές του κόσμου
Ερχόταν πάλι η άνοιξη στις γειτονιές τού κόσμου.
Μεγάλες ειδήσεις χτυπούσαν τα φτερά τους στον ορίζοντα.
Μες απ’ τον θάνατο οι καρδιές χειροκροτούσανε τον ήλιο.
Ήταν πολύς ο θάνατος. Έπρεπε ν’ αγαπιόμαστε πολύ.
«Σύντροφε κράτα μου το χέρι.
Και να με λες σύντροφο, σύντροφε.
Θε μου τι απέραντος που ‘ναι ο κόσμος .
Ω, αλήθεια θα δουλέψουμε πολύ,
θα κουραστούμε,
μπορεί να τσακιστούμε κιόλας». Ο Αλέκος είπε:
«Φτάνει να μου κρατάς το χέρι,
φτάνει να με λες σύντροφο,
και τότες το βράδυ που θα γυρνάμε απ’ τη δουλειά –
φτάνει να μου κρατάς το χέρι,-
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι κοντά μας και θα γυαλίζουν
όπως τα μπρίκια κι οι κατσαρόλες στην κουζίνα της θειας-Καλής,
εκεί που μαζευόμαστε τις παράνομες Κυριακές μας και κουβεντιάζαμε για το μέλλον,
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι φιλικά και χαμογελαστά
σαν τα κουμπιά στο μπλουζάκι της συντρόφισσας Μαρίας
κείνο το βράδυ που μας έφερε τα νέα για τη κατάληψη των Μεταλλείων τού Δομοκού απ’ τον ΕΛΑΣ,
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι δικά μας, θα ‘ναι χαρούμενα και δυνατά
σαν τα πλήκτρα κείνης της γραφομηχανής όπου γράφαμε
το χρονικό τής λευτεριάς τις πρώτες μέρες τής Αντίστασης.
Φτάνει να μου κρατάς το χέρι.
(απόσπασμα)
Αυτός που χάθηκε ανεξήγητα ένα απόγευμα (ίσως
και να τον πήραν) είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας
τα μάλλινα γάντια του σα δυο κομμένα χέρια
αναίμακτα, αδιαμαρτύρητα, γαλήνια, ή μάλλον
σαν τα ίδια του τα χέρια, λίγο πρησμένα, γεμισμένα
με το χλιαρόν αέρα μιας πανάρχαιης υπομονής. Εκεί,
ανάμεσα στα χαλαρά, μάλλινα δάχτυλα,
βάζουμε πότε πότε μια φέτα ψωμί, ένα λουλούδι
ή το ποτήρι του κρασιού μας, ξέροντας καθησυχαστικά
ότι στα γάντια τουλάχιστον δεν μπαίνουν χειροπέδες.
https://www.greek-language.gr/
“Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα”
(Από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983)
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)