Ο Σπύρος Βασιλείου (Γαλαξίδι, 16 Ιουνίου 1903 −Αθήνα, 22 Μαρτίου 1985 ), υπήρξε ένας από τους πλέον παραγωγικούς, αναγνωρίσιμους και δημοφιλείς Έλληνες εικαστικούς καλλιτέχνες. Ζωγράφος, αγιογράφος, χαράκτης, σκηνογράφος, γραφίστας, διακοσμητής, συγγραφέας-κριτικός, δάσκαλος, έχει στο ενεργητικό του περισσότερα από 5.500 έργα. Την καλλιτεχνική του παραγωγή χαρακτηρίζει η συνάντηση των διδαγμάτων της λαϊκής και της βυζαντινής τέχνης με τους πειραματισμούς των σύγχρονών του ρευμάτων.
Γεννήθηκε το 1903 στο Γαλαξίδι. Σπούδασε στην Αθήνα με υποτροφία, στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, από το 1921 έως το 1926 έχοντας ως δασκάλους τους Καλούδη και Λύτρα. Άρχισε να παρουσιάζει τα έργα του σε εκθέσεις αμέσως μετά την αποφοίτησή του (το 1926 εκθέτει στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών μαζί με τους Πολύκλειτο Ρέγκο, Σπύρο Κόκκινο και Αντώνη Πολυκανδριώτη, στην «Έκθεση των Τεσσάρων» όπως την αποκάλεσαν). Ο Βασιλείου έκανε την πρώτη ατομική έκθεσή του το 1929 στην γκαλερί Στρατηγοπούλου.
Το 1930 απέσπασε το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τα σχέδια των τοιχογραφιών του ναού του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου στο Κολωνάκι. Με τα χρήματα του βραβείου κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη, όπου είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί μουσεία και συλλογές. Η αγιογράφηση του Αγίου Διονυσίου πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1936 και 1939. Υπήρξε μέλος τον καλλιτεχνικών ομάδων Τέχνη και Στάθμη και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, συμμετείχε σε διεθνείς εκθέσεις, στην Μπιενάλε της Βενετίας(1934, 1964), στην Αλεξάνδρεια το 1957 και στο Σάο Πάολο το 1959[6] ενώ έργα του παρουσιάστηκαν στο Ντιτρόιτ το 1955 (με την αφορμή της εικονογράφησης του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου στο Ντιτρόιτ) και το 1960 στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη (για το έργο του "Φώτα και Σκιές" συγκεκριμένα, απέσπασε τότε το βραβείο Guggenheim του ελληνικού τμήματος της AICA). Έργα του Βασιλείου βρίσκονται σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Τα ευρισκόμενα στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου έργα του αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές δεκαετίες της δουλειάς του. Στην Εθνική Πινακοθήκη ο Βασιλείου πραγματοποίησε αναδρομική έκθεση το 1975 και παρουσίασε ένα βασισμένο στο έργο του πολυθέαμα το 1983 Ο Σπύρος Βασιλείου δίδαξε στην Παπαστράτειο Σχολή και αργότερα στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο.
O Βασιλείου κινήθηκε πάνω στον άξονα του αιτήματος της επιστροφής στις ρίζες της ελληνικής τέχνης, προκειμένου να συναντήσει τάσεις των κινημάτων του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, με τον τρόπο που προσλαμβάνονταν από την καλλιτεχνική ζωή στην Αθήνα. Τα έργα του, τα οποία απεικονίζουν το φυσικό και αστικό τοπίο καθώς και σκηνές της κοινωνικής ζωής, προσεγγίζουν και περιγράφουν την καθημερινότητα με λυρική και ονειρική διάθεση συνδυάζοντας το λόγιο με το λαϊκό στοιχείο και την παράδοση με τον νεωτερισμό. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος κατά τον οποίο στη ζωγραφική του αποτυπώνεται η εξέλιξη του αθηναϊκού τοπίου από τη μεσοπολεμική περίοδο στις δεκαετίες της αντιπαροχής
Προσωπική ζωή
Ήταν νυμφευμένος με την Αγγελική (Κική) Κωνσταντακόπουλου από τις 27 Απριλίου του 1941 (την ημέρα της κατάληψης της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα). Μαζί έκαναν μαζί δύο παιδιά, τη Δροσούλα και τη Δήμητρα
Μουσείο "Atelier" Σπύρου Βασιλείου
Το σπίτι του κάτω από την Ακρόπολη στον αριθμό 5 της οδού Γουέμπστερ έχει μετατραπεί από το 2004 σε μουσείο. Φιλοξενεί έργα του Βασιλείου προερχόμενα από ιδιωτικές συλλογές, τα οποία σε τακτά χρονικά διαστήματα αλλάζουν και η έκθεση ανανεώνεται. Το 2014 τη διεύθυνση του μουσείου ανέλαβαν δυο από τις εγγονές του ζωγράφου. To Atelier διοργανώνει διαλέξεις, σεμινάρια, ομιλίες, μουσικές βραδιές, εκπαιδευτικά προγράμματα, εικαστικά εργαστήρια και επίσης μεριμνά για την οργάνωση και την ψηφιοποίηση του αρχείου του καλλιτέχνη.
Βιβλία
Εξέδωσε τα βιβλία:
Γαλαξιδιώτικα καράβια, 1934
Παιδικά σχέδια, 1930, συνεργασία με τον Αγήνορα Αστεριάδη
Γέρνει η μέρα ομίχλη μέσα στο σπίτι μνήμη αμείλικτη με τυλίγει με έλκει όπως το σαράκι το ξύλο μνήμη αέρινη τυφλή,γυμνή,πιστή μορφές και σχήματα που τόσο πόθησα τροφή του χτες καρφί στο σήμερα, με πιάνει το παράπονο και θυμάμαι μια επιθυμία ανέκφραστη έναν έρωτα από χιόνι ένα σπίτι με κήπο όνειρα στα σύννεφα πως θ'αλλάξω τον κόσμο, όταν φυσάει μέσα μου η μνήμη δεν της διαβάζω πια παραμύθια κλείνω τα μάτια την ποτίζω σιωπή παίρνω σφουγγάρι και σβήνω αθωώνοντας τους ατίθασους καιρούς που διανυκτερεύουν στο σκοτάδι ωσότου χαράξει άφωνη η νύχτα, τότε θυμάμαι πως είμαι ακόμα εδώ παίρνω βαθιές ανάσες ξεφλουδίζω τις σκιές από τους τοίχους τινάζω αγέρωχα τη σκουριά από πάνω μου και επιστρέφω έξω από τα τείχη λευκή κηλίδα στη ζωή μου. . . . . . . . . . . . . . Η ζωή συνεχίζεται... ~ Άννα Γεωργαλή ~
Το λιόγερμα, με βρήκε να παλεύω με τους φράχτες. Πυκνοϋφαμένη αρματωσιά από καλάμια και σύρματα έσφιγγε πάνω της τον όγκο των νερών. Έκλεινε κενά των αγρών το κοκκινόχωμα, ρουσφέτια συντήρησης της νύχτας το πρόσωπο. Έφτιαξε μια χορωδία καλλικέλαδων πετούμενων ο Ιούνης. Ένα σμάρι ευχές η νοσταλγία. Τις ανέβασε στο σκαρί των αναμνήσεων κι έβαλε πλώρη για τα λιμάνια του παρελθόντος. Ένα καφέ ζήτησε η ανάσα. Ίσα να βρει το δρόμο προς τη θάλασσα. Το δειλινό, πλήρως εξουσιοδοτημένο, έκανε περατζάδα στις θύμησες. Στα σοκάκια που έπαιζε παλιές μελωδίες η λατέρνα και η φυσαρμόνικα. Πιο κει, κρατούσε τσίλιες το γραμμόφωνο. Παραπέρα, μελαμψή ακροβάτης η νύχτα έκανε ασκήσεις εξουσίας στα φουσάτα του πέλαγου. Αμμοστόλιστα μουράγια, μελαγχολικά καταστρώματα, τατουάζ στης ελπίδας τα χρώματα, το λυκαυγές. Όσο κι αν περίμενα, δεν με αναγνώρισε το μπλε. Τα καθίσματα γύρω απ’ το μόλο, πιασμένα. Κλειστά των αλμυρικιών τα παραθυρόφυλλα. Κι εκείνες οι ρίζες που θήλαζαν αλμύρα, ενήλικα βράγχια γινήκαν στων χρόνων το πέρασμα. Κι απλώθηκαν. Πέταξαν μάτια θαλασσινά πάνω από ναυάγια, ανεμώνες του πάθους σ’ αναμονής περιγιάλια. Το τραγούδι των σειρήνων πήγε για ύπνο. Δάγκωσε τα χείλη το χτυποκάρδι του φευγιού. Του αιμάτου η ανάσα, χτύπησε συνθηματικά το κουδούνι του πατρογονικού. Ταυτότητα ζητούσε ο ελεγκτής χρόνος. Οδό κι αριθμό μόνιμης κατοικίας ο πόλισμαν. Άστεγος δήλωσα. Όλη μου η προίκα, ένα αλμανάκ με εικόνες της θάλασσας κι ένα μέτρο γαλανό αποτύπωμα το αντίο που άφησα. Ενήλικες φωνές και νιότη ισορροπούν τα φτερά μου.
Στο Ακρογιάλι Αβίας του δήμου Δυτ. Μάνης υπάρχει ο ναός της Αναλήψεως, η Ανάληψη όπως τον λένε οι ντόπιοι, που κτίστηκε το 1926 με πρωτοβουλία των κατοίκων του νέου τότε οικισμού. Με αφορμή τον εορτασμό του καθολικού του, ας γνωρίσουμε τον μικρό οικισμό.
Το Ακρογιάλι αποτελεί παράκτιο οικισμό της κοινότητας Αβίας από το 1920. Η περιοχή αποτελούσε ανέκαθεν χώρο οικονομικής δραστηριότητας των κατοίκων του μεσόγειου χωριού Μεγάλη Μαντίνεια, οι οποίοι διατηρούσαν εκεί αγροτικές εκμεταλλεύσεις (ελιές, συκιές, αμπέλια, περιβόλια) και αγροικίες (συκοκαλύβες). Κατέβαιναν με τα ζώα τους για να ξεβροχιάσουν (ξεπικρίσουν) τα λούπινα στη θάλασσα, να μαλακώσουν το λινάρι, τα βούρλα και τα ψαθιά, να ψαρέψουν και να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε έμπορους που προσέγγιζαν με καΐκια. Παλιά όταν πήγαιναν εκεί, έλεγαν πάμε «στο Κοπάνο» ή «στους Κοπάνους». Διότι, μεταξύ άλλων, έρχονταν για να μαλακώσουν και να πλύνουν τις κουρελούδες και τα χοντρά υφαντά τους, τα οποία κοπανούσαν με ξύλινους κόπανους ώσπου να καθαρίσουν και μετά τα άπλωναν στα βότσαλα να στεγνώσουν. Από το κοπάνισμα των υφαντών με τους «κοπάνους» προέκυψε η παλιά ονομασία της περιοχής.
Το Ακρογιάλι το 2004. Η Ανάληψη διακρίνεται δεξιά στο τέρμα της ακτής πριν από τα πεύκα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα κάτοικοι της Μεγ. Μαντίνειας που είχαν ιδιοκτησίες στο Κοπάνο, άρχισαν να χτίζουν σπίτια και να εγκαθίστανται μόνιμα εκεί. Πρώτος οικιστής θωρείται ο Ιωάννης Ρηγανόπουλος, τον οποίο σκότωσαν πειρατές, με αποτέλεσμα για πολλά χρόνια να μην τολμήσουν να εγκατασταθούν άλλοι. Παλιότερες θεωρούνται οι οικίες της Σταυρούλας Χαρίλ. Καπετανάκη (αργότερα Γερανέα), του Στυλιανού Ι. Τυρέα (αργότερα Κοκκινέα), του Σωκράτη Δ. Σκιά και των αδερφών Γεωργίου, Ανδρέα και Ιωάννη υιών Αριστείδη Γεωργουλέα. Σήμερα ανήκουν σε απογόνους τους. Σταδιακά συγκροτήθηκε οικισμός που αναγνωρίστηκε επίσημα το 1920 με την ονομασία Κόπανον (36 κάτ.) και το 1940 διορθώθηκε σε Κόπανοι (131 κ.). Το 1962, έπειτα από πρωτοβουλία των κατοίκων και κυρίως του Παναγιώτη Γ. Μανέα, ο οικισμός μετονομάστηκε σε Ακρογιάλιον.
Ακρογιάλι (ο πληθυσμός στις απογραφές)
1920
36 κάτ.
1928
68
1940
131
1951
100
1961
87 [67+20]*
1971
79
1981
94 [88+6]*
1991
123
2001
189 [156]*
2011
139
*Το 1961 και το 1981 καταγράφηκαν ως διεσπαρμένοι [εκτός οικισμού] οι κάτοικοι του αγροτικού συνοικισμού Κουτιβαίικα. Το 2001 εκτός από τον πραγματικό πληθυσμό (189 παρόντες κάτοικοι) καταγράφηκε χωριστά κι ο μόνιμος [156 κάτ.].
Για δεκαετίες το Ακρογιάλι ήταν ένα τυπικό ψαροχώρι με 80 ως 120 κατοίκους περίπου, όπως φαίνεται από την εξέλιξη του πληθυσμού σύμφωνα με τις απογραφές (βλ. τον σχετικό πίνακα). Υπήρχαν πολλά ψαροκάικα και πολλές γυναίκες ασχολούνταν με την καλαθοπλεκτική των κοφινέλων ψαρέματος, όχι μόνο για τους ψαράδες της οικογένειας αλλά και για βιοπορισμό. Το τοπικό εμπόριο εξυπηρετούσαν μικρά καφεπαντοπωλεία, όπως του Σωκράτη Σκιά , του Στέλιου Γεωργουλέα, του Νίκου Γεωργουλέα κ.ά. Οι ιδιοκτήτες τους αναλάμβαναν τη συγκέντρωση των σύκων από τους παραγωγούς της περιοχής, τα οποία στη συνέχεια προωθούσαν σε εμπόρους της Καλαμάτας με ναυλωμένα εμπορικά πλοιάρια, τις λεγόμενες μαούνες. Ως την δεκ. ’60 που δεν υπήρχε οδική, χερσαία συγκοινωνία, μια τοπική βενζίνα, των Γεωργουλέων, έκανε τακτική θαλάσσια συγκοινωνία με την Καλαμάτα. Για την εξυπηρέτηση των ψαράδων και των σκαφών γενικότερα, στην ακτή έφτιαχναν ξύλινες αποβάθρες, τους λεγόμενους πόντηδες, τους οποίους συνήθως ξήλωναν το χειμώνα, διότι οι δυνατοί νοτιάδες τους κατέστρεφαν.
Το Ακρογιάλι την δεκ. ’80 ή ’90, πριν ανακαινιστεί η Ανάληψη που διακρίνεται στην ακτή δεξιά.
Από τις αρχές της δεκ. ’70, ο εξηλεκτρισμός, η τηλεφωνική σύνδεση και η διάνοιξη καλύτερου δρόμου, προοδευτικά άλλαξαν την όψη του οικισμού, ο οποίος σταδιακά εξελίχθηκε σε θερινό παραθεριστικό θέρετρο, με ταβερνάκια, καφέ κι ενοικιαζόμενα δωμάτια, σε συνδυασμό με την γειτονική αμμώδη παραλία της Σάνταβας.
Ακρογιάλι 1950. Η Περσεφόνη Στυλ. Γεωργουλέα (μετέπειτα σύζ. Παναγιώτη Κουκέα). Ο παλιός ναός της Ανάληψης διακρίνεται στο βάθος δεξιά μετά τα δύο πρώτα σπίτια.
Ο ναός της Ανάληψης
Οι Κοπανιώτες αποτελούσαν ανέκαθεν διακριτή ομάδα της κοινότητας Αβίας αλλά ανήκαν στην ίδια ενορία. Από το Κοπάνο καταγόταν ο επί δεκαετίες εφημέριος της Αβίας, παπά-Πότης Ι. Γεωργουλέας (1905-81) και η γραμματέας της κοινότητας Μαρία Π. Σκιά. Με την επίσημη ίδρυση του παράλιου οικισμού οι πρώτοι οικιστές φρόντισαν να ανεγείρουν το ναό της Ανάληψης, καθώς ως τότε στην περιοχή υπήρχαν μόνο κάποια μικρά ιδιωτικά εξωκλήσια σε αγρούς, όπως η Αγία Ειρήνη κι ένα σπηλαιώδες ναΐδριο, ο λεγόμενος Χάρος, «εις ανάμνηση του εν Χώναις θαύματος του αρχαγγέλου Μιχαήλ», που εορτάζει στις 6 Σεπτεμβρίου.
Η Ανάληψη ανεγέρθηκε το 1926 με πρωτοβουλία του Ανδρέα Αρ. Γεωργουλέα σε οικόπεδο που δώρισε ο Αθανάσιος Π. Κοκκινέας. Ανακαινίστηκε κι επενδύθηκε με πέτρα το 2002. Η σχετική επιγραφή αναφέρει:
Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ
ΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗΚΕ ΤΟ 1926 ΠΡΩΤΟ-
ΣΤΑΤΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΙΣΤ.
ΓΕΩΡΓΟΥΛΕΑ. ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΕΔΩΡΗΘΗ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟ Π. ΚΟΚΚΙΝΕΑ.
ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΤΗΚΕ ΤΟ ΕΤΟΣ 2002
ΜΕ ΔΑΠΑΝΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ.
Πιο παλιά στο καθολικό του ναού της Ανάληψης γινόταν μικρό πανηγυράκι. Μετά τη λειτουργία προσφερόταν ένα κέρασμα στην μεγάλη αυλή της όμορης οικίας Πατσέα, την οποία διέθετε πρόθυμα για την εορτή του ναού η συγκεκριμένη οικογένεια. Αργότερα την πρωτοβουλία ανέλαβε ο τοπικός πολιτιστικός όμιλος, αλλά πλέον το έθιμο έχει ατονήσει και το πανηγύρι έχει μεταφερθεί τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο ναός λειτουργιέται, επίσης, περιστασιακά κάποιες Κυριακές του έτους, από τον εφημέριο της ενορίας Μεγ. Μαντίνειας Αβίας, στην οποία ανήκει.
Θοδωρής Γρ. Μπελίτσος, 10/6/2021
Πέμπτη της Αναλήψεως
Πηγές:
Σταύρος Γ. Καπετανάκης, «Οι Μαντίνειες της Μάνης» Αθήνα 1996.
Ο Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ ήταν λογοτέχνης με καταγωγή από τη Ρωσία και την Κιργιζία.
Το όνομα Τζινγκίζ είναι το ίδιο με εκείνο του Τζένγκις Χαν. Ανήκει στην πρώτη γενιά της διανόησης της Κιργιζίας, που εμφανίστηκε σ' αυτή την ορεινή χώρα μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917. Έχει γράψει στα ρώσικα και στα κιργίζικα και ήταν από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της χώρας του.
Γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1928 από οικογένεια υπαλλήλων στο Σεκέρ (Κιργίζικα: Шекер (Şeker)), κοντά στο Tαλάς της Κιργιζίας. Τα παιδικά του χρόνια συνέπεσαν με την περίοδο του ενεργού περάσματος του κιργίζικου λαού στο σοσιαλιστικό τρόπο ζωής. Πρόλαβε όμως και το νομαδικό τρόπο ζωής, όπως οι πρόγονοί του.
Ήταν μαθητής στο σοβιετικό σχολείο του χωριού του. Άρχισε να δουλεύει από πολύ μικρός και στα 14 του ήταν ήδη γραμματέας στο σοβιέτ του χωριού του. Αργότερα έκανε και άλλες δουλειές: φοροεισπράκτορας, φορτωτής, βοηθός μηχανοδηγού και συνέχισε με άλλες δουλειές. Το 1937, ο πατέρας του συνελήφθη στη Μόσχα ως υποστηρικτής του "αστικού εθνικισμού" και εκτελέστηκε από το σταλινικό καθεστώς το 1938.
Το 1946 άρχισε να σπουδάζει στο παράρτημα Ζωικής Παραγωγής του Ινστιτούτου Αγορανομίας της Κιργιζίας στο Φρούνζε (σημ. Μπισκέκ), αλλά αργότερα τα παράτησε για να φοιτήσει στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Γκόρκι στη Μόσχα, από το 1956 ως το 1958. Τα επόμενα οχτώ χρόνια εργάστηκε στην εφημερίδα Πράβντα. Οι δύο πρώτες δημοσιεύσεις του εμφανίστηκαν το 1952 στα ρωσικά: "Ο εφημεριδοπώλης Ντζιούο" και "Ašym". Η πρώτη του δουλειά στα κιργίζικα ήταν η "Λευκή βροχή" (Ak Ğaan) το 1954. Το πολύ γνωστό έργο του "Τζαμίλια" (Ğamijla; Παραλλαγές: Τζαμιλά ή Τζαμίλα) εμφανίστηκε το 1958.
Απεβίωσε στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, στις 10 Ιουνίου του 2008, από πνευμονία.
Έργα
Ο Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ ανήκει στη μεταπολεμική γενιά συγγραφέων. Τα έργα του πριν τη "Τζαμίλια" δεν ήταν σημαντικά: μερικά διηγήματα και μια μικρή νουβέλα με τίτλο "Πρόσωπο με Πρόσωπο". Αλλά ήταν η "Τζαμίλια" που τον καθιέρωσε. Ο Λουί Αραγκόν χαρακτήρησε τη "Τζαμίλια" ως την "ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου", λέγοντας πως είναι καλύτερη από την "Ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου" του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Στα αντιπροσωπευτικά έργα του Αϊτμάτωφ ανήκουν επίσης οι μικρές νουβέλες "Αντίο, Γκιουλσαρί!", "Το λευκό πλοίο", "Μια μέρα ένας αιώνας", και "Το ικρίωμα".
O Αϊτμάτωφ τιμήθηκε το 1963 με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν για τη "Τζαμίλια" και αργότερα με το κρατικό βραβείο για το "Αντίο, Γκιουλσαρί!". Η δουλειά του Αϊτμάτωφ λατρεύτηκε από τους θαυμαστές του, ενώ ακόμη και όσοι επέκριναν τον Αϊτμάτωφ αναγνώρισαν την υψηλή ποιότητα στις νουβέλες του.
Πολιτική καριέρα
Εκτός από τη λογοτεχνία ο Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ ήταν μέλος του κοινοβουλίου και πρέσβης της Κιργιζίας στις χώρες της Μπενελούξ.Είναι επίσης πατέρας του πρώην υπουργού εξωτερικών της Κιργιζίας, Askar Aitmatov.
Η Τζαμίλια είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Κιρκάσιου συγγραφέα Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ, γεγονός που ανάγκασε το Γάλλο συγγραφέα Λουί Αραγκόν να μιλήσει για την «ωραιότερη ιστορία του κόσμου». Κι αυτό χωρίς καμία επιφύλαξη κι όχι γιατί ήταν υποχρεωμένος να το κάνει αφού πάντα έδειχνε μια ιδιαίτερη συμπάθεια προς ό,τι ερχόταν από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Πραγματικά το μυθιστόρημα, σε πρώτη ανάγνωση, δεν είναι παρά μια απλή, τρυφερή, ερωτική ιστορία. Παράλληλα όμως και μέσω της απλότητας της αφήγησης, διαφαίνεται η φυσιογνωμία και τα εθνικά χαρακτηριστικά ενός άγνωστου μέχρι πρότινος σε μας λαού που ζει νομαδικά στην κεντρική Ασία, τα ήθη του, τα έθιμά του, ο πολιτισμός του, η σκληρή και ανελέητη διαπάλη των παλιών κοινωνικών δομών με τις καινούργιες που προσπαθεί να στερεώσει χωρίς επιτυχία το κομμουνιστικό καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά και η πάλη των γενεών, των φύλων, των αντιλήψεων, των αισθημάτων, των επιθυμιών. Όλα αυτά βέβαια είναι απόλυτα ενσωματωμένα στην αφήγηση, της οποίας αποτελούν το φυσικό, κοινωνικό και ιστορικό βάθος, το αναπόσπαστο περιβάλλον μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα που εξιστορούνται.
Ο χρόνος, στον οποίο γίνονται όλα αυτά είναι μεταιχμιακός, είναι η εποχή των μεγάλων αλλαγών που προσπαθεί να επιφέρει στον παραδοσιακό τρόπο ζωής αυτού του λαού η επανάσταση των μπολσεβίκων. Έτσι το παλιά αντιπαλεύει πεισματικά το καινούριο, με πιθανή τη νίκη, όπως φαίνεται από την προσεκτική ανάγνωση του μυθιστορήματος, του δεύτερου, πώς θα γινόταν αλλιώς άλλωστε ώστε το έργο να πάρει την άδεια της λογοκρισίας. Άλλωστε η ζωή σε όλα τα καθεστώτα, όπως και εδώ, ανήκει πάντα στους νέους, που παλεύουν με νύχια και με δόντια να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό κλοιό που έχουν κατασκευάσει γύρω τους οι μεγαλύτεροι, με τις προλήψεις τους και τα ξεπερασμένα από την πρόοδο ήθη τους, και, ως ένα σημείο, το επιτυγχάνουν αυτό. Οι επί αιώνες νομάδες εγκαταλείπουν σιγά-σιγά τον πλάνητα βίο τους, ιδιαίτερα οι νεότεροι,, όχι πάντα με τη θέλησή τους, και οδηγούν τη ζωή τους σε μονιμότερες εγκαταστάσεις. Ή τουλάχιστον το προσπαθούν, υπό το άγρυπνο βλέμμα του κόμματος τις περισσότερες φορές.
Η ιστορία, όπως είπα λίγο πιο πριν, είναι απλή: δυο νέοι ερωτεύονται μεταξύ τους και, επειδή η ένωσή τους σκοντάφτει σε διάφορα αξεπέραστα εμπόδια και συνήθειες αιώνων, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το χωριό τους, και το κάνουν μια νύχτα σκοτεινή, και να ζήσουν μόνοι και ελεύθεροι στην απεραντοσύνη της στέπας, μακριά από ό,τι και όσους τους εμποδίζουν να ζήσουν μαζί. Το τοπίο, η στέπα αποτελεί το χώρο της απόλυτης σχεδόν ελευθερίας όπου εκεί μπορούν να ζήσουν ελεύθερα τον έρωτά τους. Και όχι μόνο τον έρωτα, αλλά και τη ζωή. Η νέα, η όμορφη Τζαμίλια, ήταν παντρεμένη με ένα παλικάρι που μόλις γύρισε από τα πεδία των μαχών του μεγάλου πολέμου τραυματισμένο, γι’ αυτό και η πράξη τους, μέσα στα στενά πλαίσια των κοινωνικών συμβάσεων είναι από όλους καταδικαστέα. Εκ πρώτης όψεως δηλαδή θα λέγαμε ότι πρόκειται για μία κλασική περίπτωση μοιχείας, αλλιώς θα μπορούσαμε να πούμε, τηρουμένων των αναλογιών, ότι πρόκειται για μια νέα περίπτωση Ρωμαίου και Ιουλιέττας στο ανελεύθερο καθεστώς των ασιατικών σοβιετικών δημοκρατιών. Ο αναγνώστης όμως δεν φαίνεται να προσλαμβάνει κάτι τέτοιο και τούτο γιατί οι αφηγηματικές ικανότητες του συγγραφέα, η συμπάθεια που δείχνει προς το ερωτευμένο ζευγάρι και ο τρόπος που χειρίζεται αφηγηματικά την ευαίσθητη αυτή υπόθεση, λεπτός και διακριτικός και, κυρίως, χωρίς προκαταλήψεις, δεν επιτρέπουν μία τόσο επιπόλαιη θεώρηση των γεγονότων, ενώ παράλληλα η δύναμη του έρωτα είναι τόσο μεγάλη, ακατανίκητη θα μπορούσε να πει κάποιος χωρίς να κάνει λάθος, που τελικά κανείς από τους ισχυρούς παράγοντες που προσπαθούν να τον εμποδίσουν δεν μπορεί να κάνει τίποτα και οι περισσότεροι υποκύπτουν αμαχητί και πάνω από όλους το νεαρό ζευγάρι.
Το ζευγάρι το βλέπουμε να εμφανίζεται, κατά κύριο λόγο, μέσα από τη ματιά του μικρού κουνιάδου της Τζαμίλια κι ο έρωτάς τους, βαθύς, μοναδικός και προπάντων ακαταμάχητος, αυτοκαθαίρεται μέσα από την παιδική αθωότητα κι έτσι απομακρύνεται κάθε σκέψη μνησικακίας ή αντιπάθειας προς την όμορφη και ανυπότακτη ηρωίδα του έργου. Με αυτό τον τρόπο τα όρια που βάζουν πάντα μεταξύ τους οι άνθρωποι, κοινωνικά και άλλα, πολιτικά, ηθικά κ.λπ. υπερβαίνονται εύκολα ως αναγκαία και φυσική πλέον συνέπεια του έρωτα, που παρουσιάζεται εδώ ως η μοναδική φυσική και κοινωνική δύναμη, χωρίς κανόνες, φραγμούς και δεσμεύσεις, κυρίαρχη και ακατάβλητη τρεις βασικοί ήρωες του έργου, η Τζαμίλια, ο Ντανιγιάρ και ο μικρός κουνιάδος, αντιλαμβάνονται ή, καλύτερα, συναισθάνονται πριν από τον καθένα τη μεγάλη αυτή και λυτρωτική αλήθεια και αντιδρούν ανάλογα.
Ένα σπουδαίο προτέρημα του συγγραφέα είναι το γεγονός ότι μπορεί και αφηγείται τα γεγονότα και περιγράφει τα πράγματα με τη ματιά του ζωγράφου (είναι τυχαίο άλλωστε που ο μικρός ήρωάς του είναι ερασιτέχνης ζωγράφος;) κι έτσι έχουμε συνεχώς μπροστά στα μάτια μας έναν πλήρη και ολοκληρωμένο πίνακα, όχι μόνο της φύσης και των πραγμάτων, αλλά και της ζωής. Το φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον βρίσκονται σε αγαστή συμφωνία στις σελίδες του βιβλίου του Αϊτμάτωφ. Η απόδοση στη γλώσσα μας έγινε από τη γαλλική μετάφραση του Λουί Αραγκόν και όχι από το πρωτότυπο κιρκασιανό κείμενο. Ίσως και γι’ αυτό αποδόθηκαν με επιτυχία πολλά από την ποιητικότητα του έργου, αλλά κυρίως της γαλλικής μετάφρασης, που έγινε από τον κορυφαίο Γάλλο ποιητή και πεζογράφο του εικοστού αιώνα.
Ήρθα κοντά σας σαν δάσκαλος. Και σαν δάσκαλος θα μπορούσα να φύγω. Μα επειδή μάθαινα, έμεινα.
Το συγκλονιστικό ντεμπούτο του μεγάλου μετρ του παγκόσμιου κινηματογράφου, Αντρέι Κοντσαλόφσκι, βασισμένο στο ομότιτλο, κλασικό έργο του Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ. Μια λυρική ταινία που έχει στοιχεία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και η οποία έκανε γνωστό τον Κοντσαλόφσκι.
Η βία είναι αναγκαιότητα της εποχής και η σκέψη αυτή εκφράζεται από τον σκηνοθέτη ξεκάθαρα, με απόλυτα καλλιτεχνικό τρόπο.
Η είσοδος νεωτερικών ιδεών μέσα σ' ένα παραδοσιακό και συντηρητικό περιβάλλον.
Το παλιό αντιστέκεται με σθένος, αλλά και το νέο παλεύει για τα νομοτελειακά δικαιώματά του.
«Η δύναμη νικιέται με δύναμη».
Ο σκηνοθέτης μετέφερε με εξαιρετική ακρίβεια την κύρια ιδιαιτερότητα της νουβέλας:
Την εντυπωσιακή σύνθεση της πραγματικότητας με την ρομαντική ανάταση. Παρουσιάζει με πραγματικά συγκλονιστικό τρόπο, τα τεράστια προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η νέα εργατική εξουσία στο χτίσιμο του κράτους της. Είναι ένα ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο πάνω στην σχέση και την σύγκρουση της προόδου με την καθυστέρηση.
"Επιβιβάστηκα σ' ένα αεροπλάνο, που είχε προορισμός την Κιργισία. Ήταν γεμάτο από ανθρώπους που μιλούσαν μια ξένη γλώσσα με βαριά προφορά -σχεδόν μπορούσα να μυρίσω το κοπάδι με τα πρόβατα τους… Σκεφτόμουν: "Θα έρθει ποτέ ο καιρός που θα μπορέσω να επιστρέψω στη Μόσχα έχοντας γυρίσει 25 χιλιάδες μέτρα φιλμ;""
Αντρέι Κοντσαλόφσκι.
Στην ουσία, η ταινία, όπως και το βιβλίο του Αϊτμάτοφ, είναι ένα ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο πάνω στην σχέση και την σύγκρουση της προόδου με την καθυστέρηση. Από αυτή την άποψη, είναι κλασική. Επιπλέον, όμως, παρουσιάζει με πραγματικά συγκλονιστικό τρόπο, τα τεράστια προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η νέα εργατική εξουσία στο χτίσιμο του κράτους της. Δείχνει, έτσι όπως μόνο ο σπουδαίος κινηματογράφος μπορεί να κάνει, τι σήμαινε να προσπαθήσεις να λύσεις, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, κοινωνικά προβλήματα αιώνων, υπέρ αυτών που τα υφίστανται και οι οποίοι, μέσα στην απόλυτη άγνοια και τον σκοταδισμό που τους επιβλήθηκε από αιώνες εκμετάλλευσης, δεν κατανοούν καν το γεγονός ότι πρόκειται για προβλήματα.
Η υποδοχή της ταινίας, τόσο από την σοβιετική, όσο και από την διεθνή κριτική, ήταν ενθουσιώδης.
«Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ»
Σινεφίλ –Σοβιετική Ένωση – Α/Μ – 1965 – Διάρκεια 82΄
Η ταινία βασίζεται στην νουβέλα του Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ, «Ο πρώτος δάσκαλος». Η δράση ξετυλίγεται τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας στην Κριγιζία, λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Σε ένα χωριό, παρουσιάζεται ο δάσκαλος Ντιουσέν – στον ρόλο ο Μπολότ Μπεϊσεναλίεφ – πρώην στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού. Προσπαθώντας να μάθε τα παιδιά κάτι παραπάνω από το να βόσκουν πρόβατα, έρχεται αντικειμενικά σε σύγκρουση με τις βαθιά ριζωμένες παραδόσεις. Η πολιτισμική παρεξήγηση θα μετατραπεί σε μίσος, όταν ο δάσκαλος, προσπαθώντας να σώσει την αγαπημένη του, θα αγγίξει πολύ σοβαρότερα θεμέλια.
Η σύγκρουση μεταξύ των ανθρώπων οι οποίοι βρίσκονται ακόμη κάτω από την εξουσία των παλιών αντιλήψεων και των μεγάλων ιδεών της επαναστατικής προόδου, φτάνει στο όριο. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους, ξετυλίγεται η ιστορία της 16χρονης Αλτινάι – στον ρόλο η συγκονιστική Ν. Αρινμπασάροβα – η μοίρα της οποίας κινεί την υπόθεση.
Ο δάσκαλος προσπαθεί να την προστατεύσει από έναν αναγκαστικό γάμο, που θα καταστρέψει τα νιάτα της και τα όνειρά της για μια καλύτερη ζωή, για γνώση και ελευθερία. Ταυτόχρονα, ο δάσκαλος πολεμάει και για το σχολείο του, τους μαθητές του. Ωστόσο, καταφέρνοντας να σώσει την Αλτινάι και να την φυγαδεύσει στην Τασκένδη, με την επιστροφή στο χωριό βλέπει το καμένο σχολείο του και μαθαίνει, ότι στην μάχη για να το σώσει, σκοτώθηκε ένας από τους καλύτερους μαθητές του, ο Σουβάν.
«Ανοίγω τα παράθυρα διάπλατα. Στο δωμάτιο ξεχύνεται χείμαρρος ο φρέσκος αέρας. Στο ήρεμο και γαλαζωπό φως της χαραυγής περιεργάζομαι με προσοχή τα σκίτσα του καινούργιου μου πίνακα. Είναι πολλά, όσες και οι φορές που τ' άρχισα. Όμως για τον πίνακα είναι ακόμη το βασικότερο... Πηγαινοέρχομαι στη σιγαλιά του πρωινού κι όλο σκέφτομαι. Κι αυτό γίνεται κάθε φορά. Και κάθε φορά πείθομαι πως ο πίνακάς μου είναι ακόμα μια ιδέα. Δεν είναι καπρίτσιο. Όμως δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Αισθάνομαι πως δεν θα τα βγάλω πέρα μόνος μου. Η ιστορία που αναστάτωσε την ψυχή μου, η ιστορία που με παρακίνησε να πιάσω το πινέλο, μου φαίνεται τόσο πελώρια, που μόνος μου δεν θα μπορέσω να τη μεταφέρω όπως ακριβώς έχει και πως θα μου χυθεί σαν μια ξεχειλισμένη κούπα. Θα ήθελα οι άνθρωποι να με βοηθήσουν με τη συμβουλή τους, να μου υποδείξουν μια λύση ή τουλάχιστον να μου συμπαρασταθούν νοερά κοντά στο τρίποδο και να ανησυχούν μαζί μου. Μη λυπηθείτε τη θέρμη της καρδιάς σας, ελάτε πιο κοντά, έχω υποχρέωση να σας διηγηθώ αυτή την ιστορία»,