ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ - Η «Ανάληψη» στο Ακρογιάλι Αβίας


Στο Ακρογιάλι Αβίας του δήμου Δυτ. Μάνης υπάρχει ο ναός της Αναλήψεως, η Ανάληψη όπως τον λένε οι ντόπιοι, που κτίστηκε το 1926 με πρωτοβουλία των κατοίκων του νέου τότε οικισμού. Με αφορμή τον εορτασμό του καθολικού του, ας γνωρίσουμε τον μικρό οικισμό.

Το Ακρογιάλι αποτελεί παράκτιο οικισμό της κοινότητας Αβίας από το 1920. Η περιοχή αποτελούσε ανέκαθεν χώρο οικονομικής δραστηριότητας των κατοίκων του μεσόγειου χωριού Μεγάλη Μαντίνεια, οι οποίοι διατηρούσαν εκεί αγροτικές εκμεταλλεύσεις (ελιές, συκιές, αμπέλια, περιβόλια) και αγροικίες (συκοκαλύβες). Κατέβαιναν με τα ζώα τους για να ξεβροχιάσουν (ξεπικρίσουν) τα λούπινα στη θάλασσα, να μαλακώσουν το λινάρι, τα βούρλα και τα ψαθιά, να ψαρέψουν και να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε έμπορους που προσέγγιζαν με καΐκια. Παλιά όταν πήγαιναν εκεί, έλεγαν πάμε «στο Κοπάνο» ή «στους Κοπάνους». Διότι, μεταξύ άλλων, έρχονταν για να μαλακώσουν και να πλύνουν τις κουρελούδες και τα χοντρά υφαντά τους, τα οποία κοπανούσαν με ξύλινους κόπανους ώσπου να καθαρίσουν και μετά τα άπλωναν στα βότσαλα να στεγνώσουν. Από το κοπάνισμα των υφαντών με τους «κοπάνους» προέκυψε η παλιά ονομασία της περιοχής.


Το Ακρογιάλι το 2004. Η Ανάληψη διακρίνεται δεξιά στο τέρμα της ακτής πριν από τα πεύκα.


Στα τέλη του 19ου αιώνα κάτοικοι της Μεγ. Μαντίνειας που είχαν ιδιοκτησίες στο Κοπάνο, άρχισαν να χτίζουν σπίτια και να εγκαθίστανται μόνιμα εκεί. Πρώτος οικιστής θωρείται ο Ιωάννης Ρηγανόπουλος, τον οποίο σκότωσαν πειρατές, με αποτέλεσμα για πολλά χρόνια να μην τολμήσουν να εγκατασταθούν άλλοι. Παλιότερες θεωρούνται οι οικίες της Σταυρούλας Χαρίλ. Καπετανάκη (αργότερα Γερανέα), του Στυλιανού Ι. Τυρέα (αργότερα Κοκκινέα), του Σωκράτη Δ. Σκιά και των αδερφών Γεωργίου, Ανδρέα και Ιωάννη υιών Αριστείδη Γεωργουλέα. Σήμερα ανήκουν σε απογόνους τους. Σταδιακά συγκροτήθηκε οικισμός που αναγνωρίστηκε επίσημα το 1920 με την ονομασία Κόπανον (36 κάτ.) και το 1940 διορθώθηκε σε Κόπανοι (131 κ.). Το 1962, έπειτα από πρωτοβουλία των κατοίκων και κυρίως του Παναγιώτη Γ. Μανέα, ο οικισμός μετονομάστηκε σε Ακρογιάλιον.


Ακρογιάλι (ο πληθυσμός στις απογραφές)

1920

36 κάτ.

1928

68

1940

131

1951

100

1961

87 [67+20]*

1971

79

1981

94 [88+6]*

1991

123

2001

189 [156]*

2011

139





*Το 1961 και το 1981 καταγράφηκαν ως διεσπαρμένοι [εκτός οικισμού] οι κάτοικοι του αγροτικού συνοικισμού Κουτιβαίικα. Το 2001 εκτός από τον πραγματικό πληθυσμό (189 παρόντες κάτοικοι) καταγράφηκε χωριστά κι ο μόνιμος [156 κάτ.].




Για δεκαετίες το Ακρογιάλι ήταν ένα τυπικό ψαροχώρι με 80 ως 120 κατοίκους περίπου, όπως φαίνεται από την εξέλιξη του πληθυσμού σύμφωνα με τις απογραφές (βλ. τον σχετικό πίνακα). Υπήρχαν πολλά ψαροκάικα και πολλές γυναίκες ασχολούνταν με την καλαθοπλεκτική των κοφινέλων ψαρέματος, όχι μόνο για τους ψαράδες της οικογένειας αλλά και για βιοπορισμό. Το τοπικό εμπόριο εξυπηρετούσαν μικρά καφεπαντοπωλεία, όπως του Σωκράτη Σκιά , του Στέλιου Γεωργουλέα, του Νίκου Γεωργουλέα κ.ά. Οι ιδιοκτήτες τους αναλάμβαναν τη συγκέντρωση των σύκων από τους παραγωγούς της περιοχής, τα οποία στη συνέχεια προωθούσαν σε εμπόρους της Καλαμάτας με ναυλωμένα εμπορικά πλοιάρια, τις λεγόμενες μαούνες. Ως την δεκ. ’60 που δεν υπήρχε οδική, χερσαία συγκοινωνία, μια τοπική βενζίνα, των Γεωργουλέων, έκανε τακτική θαλάσσια συγκοινωνία με την Καλαμάτα. Για την εξυπηρέτηση των ψαράδων και των σκαφών γενικότερα, στην ακτή έφτιαχναν ξύλινες αποβάθρες, τους λεγόμενους πόντηδες, τους οποίους συνήθως ξήλωναν το χειμώνα, διότι οι δυνατοί νοτιάδες τους κατέστρεφαν.


Το Ακρογιάλι την δεκ. ’80 ή ’90, πριν ανακαινιστεί η Ανάληψη που διακρίνεται στην ακτή δεξιά.

Από τις αρχές της δεκ. ’70, ο εξηλεκτρισμός, η τηλεφωνική σύνδεση και η διάνοιξη καλύτερου δρόμου, προοδευτικά άλλαξαν την όψη του οικισμού, ο οποίος σταδιακά εξελίχθηκε σε θερινό παραθεριστικό θέρετρο, με ταβερνάκια, καφέ κι ενοικιαζόμενα δωμάτια, σε συνδυασμό με την γειτονική αμμώδη παραλία της Σάνταβας.


Ακρογιάλι 1950. Η Περσεφόνη Στυλ. Γεωργουλέα (μετέπειτα σύζ. Παναγιώτη Κουκέα). Ο παλιός ναός της Ανάληψης διακρίνεται στο βάθος δεξιά μετά τα δύο πρώτα σπίτια.


Ο ναός της Ανάληψης

Οι Κοπανιώτες αποτελούσαν ανέκαθεν διακριτή ομάδα της κοινότητας Αβίας αλλά ανήκαν στην ίδια ενορία. Από το Κοπάνο καταγόταν ο επί δεκαετίες εφημέριος της Αβίας, παπά-Πότης Ι. Γεωργουλέας (1905-81) και η γραμματέας της κοινότητας Μαρία Π. Σκιά. Με την επίσημη ίδρυση του παράλιου οικισμού οι πρώτοι οικιστές φρόντισαν να ανεγείρουν το ναό της Ανάληψης, καθώς ως τότε στην περιοχή υπήρχαν μόνο κάποια μικρά ιδιωτικά εξωκλήσια σε αγρούς, όπως η Αγία Ειρήνη κι ένα σπηλαιώδες ναΐδριο, ο λεγόμενος Χάρος, «εις ανάμνηση του εν Χώναις θαύματος του αρχαγγέλου Μιχαήλ», που εορτάζει στις 6 Σεπτεμβρίου.

Η Ανάληψη ανεγέρθηκε το 1926 με πρωτοβουλία του Ανδρέα Αρ. Γεωργουλέα σε οικόπεδο που δώρισε ο Αθανάσιος Π. Κοκκινέας. Ανακαινίστηκε κι επενδύθηκε με πέτρα το 2002. Η σχετική επιγραφή αναφέρει:


Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ
ΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗΚΕ ΤΟ 1926 ΠΡΩΤΟ-
ΣΤΑΤΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΙΣΤ.
ΓΕΩΡΓΟΥΛΕΑ. ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΕΔΩΡΗΘΗ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟ Π. ΚΟΚΚΙΝΕΑ.
ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΤΗΚΕ ΤΟ ΕΤΟΣ 2002
ΜΕ ΔΑΠΑΝΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ.


Πιο παλιά στο καθολικό του ναού της Ανάληψης γινόταν μικρό πανηγυράκι. Μετά τη λειτουργία προσφερόταν ένα κέρασμα στην μεγάλη αυλή της όμορης οικίας Πατσέα, την οποία διέθετε πρόθυμα για την εορτή του ναού η συγκεκριμένη οικογένεια. Αργότερα την πρωτοβουλία ανέλαβε ο τοπικός πολιτιστικός όμιλος, αλλά πλέον το έθιμο έχει ατονήσει και το πανηγύρι έχει μεταφερθεί τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο ναός λειτουργιέται, επίσης, περιστασιακά κάποιες Κυριακές του έτους, από τον εφημέριο της ενορίας Μεγ. Μαντίνειας Αβίας, στην οποία ανήκει.


Θοδωρής Γρ. Μπελίτσος, 10/6/2021
Πέμπτη της Αναλήψεως

Πηγές:

Σταύρος Γ. Καπετανάκης, «Οι Μαντίνειες της Μάνης» Αθήνα 1996.
Θεόδωρος Γρ. Μπελίτσος, «Εν Αβία», Ν. Σμύρνη 2016.







Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ ( 12 Δεκεμβρίου 1928 - 10 Ιουνίου 2008)


Ο Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ  ήταν λογοτέχνης με καταγωγή από τη Ρωσία και την Κιργιζία.
Το όνομα Τζινγκίζ είναι το ίδιο με εκείνο του Τζένγκις Χαν. Ανήκει στην πρώτη γενιά της διανόησης της Κιργιζίας, που εμφανίστηκε σ' αυτή την ορεινή χώρα μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917. Έχει γράψει στα ρώσικα και στα κιργίζικα και ήταν από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της χώρας του.
Γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1928 από οικογένεια υπαλλήλων στο Σεκέρ (Κιργίζικα: Шекер (Şeker)), κοντά στο Tαλάς της Κιργιζίας. Τα παιδικά του χρόνια συνέπεσαν με την περίοδο του ενεργού περάσματος του κιργίζικου λαού στο σοσιαλιστικό τρόπο ζωής. Πρόλαβε όμως και το νομαδικό τρόπο ζωής, όπως οι πρόγονοί του.
Ήταν μαθητής στο σοβιετικό σχολείο του χωριού του. Άρχισε να δουλεύει από πολύ μικρός και στα 14 του ήταν ήδη γραμματέας στο σοβιέτ του χωριού του. Αργότερα έκανε και άλλες δουλειές: φοροεισπράκτορας, φορτωτής, βοηθός μηχανοδηγού και συνέχισε με άλλες δουλειές. Το 1937, ο πατέρας του συνελήφθη στη Μόσχα ως υποστηρικτής του "αστικού εθνικισμού" και εκτελέστηκε από το σταλινικό καθεστώς το 1938.
Το 1946 άρχισε να σπουδάζει στο παράρτημα Ζωικής Παραγωγής του Ινστιτούτου Αγορανομίας της Κιργιζίας στο Φρούνζε (σημ. Μπισκέκ), αλλά αργότερα τα παράτησε για να φοιτήσει στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Γκόρκι στη Μόσχα, από το 1956 ως το 1958. Τα επόμενα οχτώ χρόνια εργάστηκε στην εφημερίδα Πράβντα. Οι δύο πρώτες δημοσιεύσεις του εμφανίστηκαν το 1952 στα ρωσικά: "Ο εφημεριδοπώλης Ντζιούο" και "Ašym". Η πρώτη του δουλειά στα κιργίζικα ήταν η "Λευκή βροχή" (Ak Ğaan) το 1954. Το πολύ γνωστό έργο του "Τζαμίλια" (Ğamijla; Παραλλαγές: Τζαμιλά ή Τζαμίλα) εμφανίστηκε το 1958.
Απεβίωσε στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, στις 10 Ιουνίου του 2008, από πνευμονία.

Έργα

Ο Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ ανήκει στη μεταπολεμική γενιά συγγραφέων. Τα έργα του πριν τη "Τζαμίλια" δεν ήταν σημαντικά: μερικά διηγήματα και μια μικρή νουβέλα με τίτλο "Πρόσωπο με Πρόσωπο". Αλλά ήταν η "Τζαμίλια" που τον καθιέρωσε. Ο Λουί Αραγκόν χαρακτήρησε τη "Τζαμίλια" ως την "ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου", λέγοντας πως είναι καλύτερη από την "Ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου" του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Στα αντιπροσωπευτικά έργα του Αϊτμάτωφ ανήκουν επίσης οι μικρές νουβέλες "Αντίο, Γκιουλσαρί!", "Το λευκό πλοίο", "Μια μέρα ένας αιώνας", και "Το ικρίωμα".

O Αϊτμάτωφ τιμήθηκε το 1963 με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν για τη "Τζαμίλια" και αργότερα με το κρατικό βραβείο για το "Αντίο, Γκιουλσαρί!". Η δουλειά του Αϊτμάτωφ λατρεύτηκε από τους θαυμαστές του, ενώ ακόμη και όσοι επέκριναν τον Αϊτμάτωφ αναγνώρισαν την υψηλή ποιότητα στις νουβέλες του.

Πολιτική καριέρα

Εκτός από τη λογοτεχνία ο Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ ήταν μέλος του κοινοβουλίου και πρέσβης της Κιργιζίας στις χώρες της Μπενελούξ.Είναι επίσης πατέρας του πρώην υπουργού εξωτερικών της Κιργιζίας, Askar Aitmatov.

Κυριότερα έργα

Πρόσωπο με πρόσωπο ("Лицом к лицу", 1957)
Τζαμίλια ("Джамиля", 1958) ― ελλην.μετάφρ.Άλκη Ζέη, "ΘΕΜΕΛΙΟ"
Ο πρώτος δάσκαλος ("Первый учитель", 1962) ― ελλην.μετάφρ.Μ.Χαλαύτρη, εκδ."ΚΟΡΟΝΤΖΗ"
Ιστορίες του βουνού και της στέπας ("Повести гор и степей", 1963)
Αντίο, Γκιουλσαρί! ("Прощай, Гульсары", 1966)
Το λευκό πλοίο ("Белый пароход", 1970)
Μια μέρα ένας αιώνας ("И дольше века длится день", 1980)
Το ικρίωμα ("Плаха", 1988)
Το μάτι της γκαμήλας
Στο κυνήγι της φώκιας
Το χωράφι της μάνας
Πρώιμοι πελαργοί
Η λεύκα με το κόκκινο μαντήλι


ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ -Τζαμίλια, η ωραιότερη ιστορία του κόσμου 

Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ: «Τζαμίλια». Μυθιστόρημα. Πρόλογος: Λουί Αραγκόν. Μετάφραση: Άλκη Ζέη. Θεμέλιο. Αθήνα

Η Τζαμίλια είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Κιρκάσιου συγγραφέα Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ, γεγονός που ανάγκασε το Γάλλο συγγραφέα Λουί Αραγκόν να μιλήσει για την «ωραιότερη ιστορία του κόσμου». Κι αυτό χωρίς καμία επιφύλαξη κι όχι γιατί ήταν υποχρεωμένος να το κάνει αφού πάντα έδειχνε μια ιδιαίτερη συμπάθεια προς ό,τι ερχόταν από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Πραγματικά το μυθιστόρημα, σε πρώτη ανάγνωση, δεν είναι παρά μια απλή, τρυφερή, ερωτική ιστορία. Παράλληλα όμως και μέσω της απλότητας της αφήγησης, διαφαίνεται η φυσιογνωμία και τα εθνικά χαρακτηριστικά ενός άγνωστου μέχρι πρότινος σε μας λαού που ζει νομαδικά στην κεντρική Ασία, τα ήθη του, τα έθιμά του, ο πολιτισμός του, η σκληρή και ανελέητη διαπάλη των παλιών κοινωνικών δομών με τις καινούργιες που προσπαθεί να στερεώσει χωρίς επιτυχία το κομμουνιστικό καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά και η πάλη των γενεών, των φύλων, των αντιλήψεων, των αισθημάτων, των επιθυμιών. Όλα αυτά βέβαια είναι απόλυτα ενσωματωμένα στην αφήγηση, της οποίας αποτελούν το φυσικό, κοινωνικό και ιστορικό βάθος, το αναπόσπαστο περιβάλλον μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα που εξιστορούνται.
Ο χρόνος, στον οποίο γίνονται όλα αυτά είναι μεταιχμιακός, είναι η εποχή των μεγάλων αλλαγών που προσπαθεί να επιφέρει στον παραδοσιακό τρόπο ζωής αυτού του λαού η επανάσταση των μπολσεβίκων. Έτσι το παλιά αντιπαλεύει πεισματικά το καινούριο, με πιθανή τη νίκη, όπως φαίνεται από την προσεκτική ανάγνωση του μυθιστορήματος, του δεύτερου, πώς θα γινόταν αλλιώς άλλωστε ώστε το έργο να πάρει την άδεια της λογοκρισίας. Άλλωστε η ζωή σε όλα τα καθεστώτα, όπως και εδώ, ανήκει πάντα στους νέους, που παλεύουν με νύχια και με δόντια να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό κλοιό που έχουν κατασκευάσει γύρω τους οι μεγαλύτεροι, με τις προλήψεις τους και τα ξεπερασμένα από την πρόοδο ήθη τους, και, ως ένα σημείο, το επιτυγχάνουν αυτό. Οι επί αιώνες νομάδες εγκαταλείπουν σιγά-σιγά τον πλάνητα βίο τους, ιδιαίτερα οι νεότεροι,, όχι πάντα με τη θέλησή τους, και οδηγούν τη ζωή τους σε μονιμότερες εγκαταστάσεις. Ή τουλάχιστον το προσπαθούν, υπό το άγρυπνο βλέμμα του κόμματος τις περισσότερες φορές.
Η ιστορία, όπως είπα λίγο πιο πριν, είναι απλή: δυο νέοι ερωτεύονται μεταξύ τους και, επειδή η ένωσή τους σκοντάφτει σε διάφορα αξεπέραστα εμπόδια και συνήθειες αιώνων, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το χωριό τους, και το κάνουν μια νύχτα σκοτεινή, και να ζήσουν μόνοι και ελεύθεροι στην απεραντοσύνη της στέπας, μακριά από ό,τι και όσους τους εμποδίζουν να ζήσουν μαζί. Το τοπίο, η στέπα αποτελεί το χώρο της απόλυτης σχεδόν ελευθερίας όπου εκεί μπορούν να ζήσουν ελεύθερα τον έρωτά τους. Και όχι μόνο τον έρωτα, αλλά και τη ζωή. Η νέα, η όμορφη Τζαμίλια, ήταν παντρεμένη με ένα παλικάρι που μόλις γύρισε από τα πεδία των μαχών του μεγάλου πολέμου τραυματισμένο, γι’ αυτό και η πράξη τους, μέσα στα στενά πλαίσια των κοινωνικών συμβάσεων είναι από όλους καταδικαστέα. Εκ πρώτης όψεως δηλαδή θα λέγαμε ότι πρόκειται για μία κλασική περίπτωση μοιχείας, αλλιώς θα μπορούσαμε να πούμε, τηρουμένων των αναλογιών, ότι πρόκειται για μια νέα περίπτωση Ρωμαίου και Ιουλιέττας στο ανελεύθερο καθεστώς των ασιατικών σοβιετικών δημοκρατιών. Ο αναγνώστης όμως δεν φαίνεται να προσλαμβάνει κάτι τέτοιο και τούτο γιατί οι αφηγηματικές ικανότητες του συγγραφέα, η συμπάθεια που δείχνει προς το ερωτευμένο ζευγάρι και ο τρόπος που χειρίζεται αφηγηματικά την ευαίσθητη αυτή υπόθεση, λεπτός και διακριτικός και, κυρίως, χωρίς προκαταλήψεις, δεν επιτρέπουν μία τόσο επιπόλαιη θεώρηση των γεγονότων, ενώ παράλληλα η δύναμη του έρωτα είναι τόσο μεγάλη, ακατανίκητη θα μπορούσε να πει κάποιος χωρίς να κάνει λάθος, που τελικά κανείς από τους ισχυρούς παράγοντες που προσπαθούν να τον εμποδίσουν δεν μπορεί να κάνει τίποτα και οι περισσότεροι υποκύπτουν αμαχητί και πάνω από όλους το νεαρό ζευγάρι.
Το ζευγάρι το βλέπουμε να εμφανίζεται, κατά κύριο λόγο, μέσα από τη ματιά του μικρού κουνιάδου της Τζαμίλια κι ο έρωτάς τους, βαθύς, μοναδικός και προπάντων ακαταμάχητος, αυτοκαθαίρεται μέσα από την παιδική αθωότητα κι έτσι απομακρύνεται κάθε σκέψη μνησικακίας ή αντιπάθειας προς την όμορφη και ανυπότακτη ηρωίδα του έργου. Με αυτό τον τρόπο τα όρια που βάζουν πάντα μεταξύ τους οι άνθρωποι, κοινωνικά και άλλα, πολιτικά, ηθικά κ.λπ. υπερβαίνονται εύκολα ως αναγκαία και φυσική πλέον συνέπεια του έρωτα, που παρουσιάζεται εδώ ως η μοναδική φυσική και κοινωνική δύναμη, χωρίς κανόνες, φραγμούς και δεσμεύσεις, κυρίαρχη και ακατάβλητη τρεις βασικοί ήρωες του έργου, η Τζαμίλια, ο Ντανιγιάρ και ο μικρός κουνιάδος, αντιλαμβάνονται ή, καλύτερα, συναισθάνονται πριν από τον καθένα τη μεγάλη αυτή και λυτρωτική αλήθεια και αντιδρούν ανάλογα.
Ένα σπουδαίο προτέρημα του συγγραφέα είναι το γεγονός ότι μπορεί και αφηγείται τα γεγονότα και περιγράφει τα πράγματα με τη ματιά του ζωγράφου (είναι τυχαίο άλλωστε που ο μικρός ήρωάς του είναι ερασιτέχνης ζωγράφος;) κι έτσι έχουμε συνεχώς μπροστά στα μάτια μας έναν πλήρη και ολοκληρωμένο πίνακα, όχι μόνο της φύσης και των πραγμάτων, αλλά και της ζωής. Το φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον βρίσκονται σε αγαστή συμφωνία στις σελίδες του βιβλίου του Αϊτμάτωφ. Η απόδοση στη γλώσσα μας έγινε από τη γαλλική μετάφραση του Λουί Αραγκόν και όχι από το πρωτότυπο κιρκασιανό κείμενο. Ίσως και γι’ αυτό αποδόθηκαν με επιτυχία πολλά από την ποιητικότητα του έργου, αλλά κυρίως της γαλλικής μετάφρασης, που έγινε από τον κορυφαίο Γάλλο ποιητή και πεζογράφο του εικοστού αιώνα.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Αλφειός Πύργου. Τεύχος 8-10, Χειμώνας ’95- Καλοκαίρι ’96




ΒΙΒΛΙΟ &  ΤΑΙΝΙΑ "Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ"

Νουβέλα του Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ
Ταινία του Αντρέι Κοντσαλόφσκι

Ήρθα κοντά σας σαν δάσκαλος. Και σαν δάσκαλος θα μπορούσα να φύγω. Μα επειδή μάθαινα, έμεινα.

Το συγκλονιστικό ντεμπούτο του μεγάλου μετρ του παγκόσμιου κινηματογράφου, Αντρέι Κοντσαλόφσκι, βασισμένο στο ομότιτλο, κλασικό έργο του Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ. Μια λυρική ταινία που έχει στοιχεία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και η οποία έκανε γνωστό τον Κοντσαλόφσκι.
Η βία είναι αναγκαιότητα της εποχής και η σκέψη αυτή εκφράζεται από τον σκηνοθέτη ξεκάθαρα, με απόλυτα καλλιτεχνικό τρόπο.
Η είσοδος νεωτερικών ιδεών μέσα σ' ένα παραδοσιακό και συντηρητικό περιβάλλον.
Το παλιό αντιστέκεται με σθένος, αλλά και το νέο παλεύει για τα νομοτελειακά δικαιώματά του.
«Η δύναμη νικιέται με δύναμη».

Ο σκηνοθέτης μετέφερε με εξαιρετική ακρίβεια την κύρια ιδιαιτερότητα της νουβέλας:

Την εντυπωσιακή σύνθεση της πραγματικότητας με την ρομαντική ανάταση. Παρουσιάζει με πραγματικά συγκλονιστικό τρόπο, τα τεράστια προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η νέα εργατική εξουσία στο χτίσιμο του κράτους της. Είναι ένα ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο πάνω στην σχέση και την σύγκρουση της προόδου με την καθυστέρηση.

"Επιβιβάστηκα σ' ένα αεροπλάνο, που είχε προορισμός την Κιργισία. Ήταν γεμάτο από ανθρώπους που μιλούσαν μια ξένη γλώσσα με βαριά προφορά -σχεδόν μπορούσα να μυρίσω το κοπάδι με τα πρόβατα τους… Σκεφτόμουν: "Θα έρθει ποτέ ο καιρός που θα μπορέσω να επιστρέψω στη Μόσχα έχοντας γυρίσει 25 χιλιάδες μέτρα φιλμ;""

Αντρέι Κοντσαλόφσκι.

Στην ουσία, η ταινία, όπως και το βιβλίο του Αϊτμάτοφ, είναι ένα ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο πάνω στην σχέση και την σύγκρουση της προόδου με την καθυστέρηση. Από αυτή την άποψη, είναι κλασική. Επιπλέον, όμως, παρουσιάζει με πραγματικά συγκλονιστικό τρόπο, τα τεράστια προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η νέα εργατική εξουσία στο χτίσιμο του κράτους της. Δείχνει, έτσι όπως μόνο ο σπουδαίος κινηματογράφος μπορεί να κάνει, τι σήμαινε να προσπαθήσεις να λύσεις, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, κοινωνικά προβλήματα αιώνων, υπέρ αυτών που τα υφίστανται και οι οποίοι, μέσα στην απόλυτη άγνοια και τον σκοταδισμό που τους επιβλήθηκε από αιώνες εκμετάλλευσης, δεν κατανοούν καν το γεγονός ότι πρόκειται για προβλήματα.

Η υποδοχή της ταινίας, τόσο από την σοβιετική, όσο και από την διεθνή κριτική, ήταν ενθουσιώδης.



«Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ»

Σινεφίλ –Σοβιετική Ένωση – Α/Μ – 1965 – Διάρκεια 82΄

Σκηνοθεσία: Αντρέι Κοντσαλόφσκι
Σενάριο: Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ, Μπορίς Ντομπροντέγιεφ, Αντρέι Κοντσαλόφσκι
Κάμερα: Γκεόργκι Ρέρμπεργκ
Καλλιτεχνική διεύθυνση - Κοστούμια: Μιχαήλ Ρομάντιν
Μουσική: Βιατσεσλάβ Οβτσίνικοφ
Παίζουν: Νατάλια Αρινμπασάροβα (Αλτινάι), Μπολότ Μπεϊσεναλίεφ (δάσκαλος Ντιουσέν), Νταρκούλ Κουγιούκοβα, Ιντρίς Νογκαϊμπάγιεφ κ.ά.

Σύνοψη

Η ταινία βασίζεται στην νουβέλα του Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ, «Ο πρώτος δάσκαλος». Η δράση ξετυλίγεται τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας στην Κριγιζία, λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Σε ένα χωριό, παρουσιάζεται ο δάσκαλος Ντιουσέν – στον ρόλο ο Μπολότ Μπεϊσεναλίεφ – πρώην στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού. Προσπαθώντας να μάθε τα παιδιά κάτι παραπάνω από το να βόσκουν πρόβατα, έρχεται αντικειμενικά σε σύγκρουση με τις βαθιά ριζωμένες παραδόσεις. Η πολιτισμική παρεξήγηση θα μετατραπεί σε μίσος, όταν ο δάσκαλος, προσπαθώντας να σώσει την αγαπημένη του, θα αγγίξει πολύ σοβαρότερα θεμέλια.

Η σύγκρουση μεταξύ των ανθρώπων οι οποίοι βρίσκονται ακόμη κάτω από την εξουσία των παλιών αντιλήψεων και των μεγάλων ιδεών της επαναστατικής προόδου, φτάνει στο όριο. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους, ξετυλίγεται η ιστορία της 16χρονης Αλτινάι – στον ρόλο η συγκονιστική Ν. Αρινμπασάροβα – η μοίρα της οποίας κινεί την υπόθεση.

Ο δάσκαλος προσπαθεί να την προστατεύσει από έναν αναγκαστικό γάμο, που θα καταστρέψει τα νιάτα της και τα όνειρά της για μια καλύτερη ζωή, για γνώση και ελευθερία. Ταυτόχρονα, ο δάσκαλος πολεμάει και για το σχολείο του, τους μαθητές του. Ωστόσο, καταφέρνοντας να σώσει την Αλτινάι και να την φυγαδεύσει στην Τασκένδη, με την επιστροφή στο χωριό βλέπει το καμένο σχολείο του και μαθαίνει, ότι στην μάχη για να το σώσει, σκοτώθηκε ένας από τους καλύτερους μαθητές του, ο Σουβάν.


«Ανοίγω τα παράθυρα διάπλατα. Στο δωμάτιο ξεχύνεται χείμαρρος ο φρέσκος αέρας. Στο ήρεμο και γαλαζωπό φως της χαραυγής περιεργάζομαι με προσοχή τα σκίτσα του καινούργιου μου πίνακα. Είναι πολλά, όσες και οι φορές που τ' άρχισα. Όμως για τον πίνακα είναι ακόμη το βασικότερο... Πηγαινοέρχομαι στη σιγαλιά του πρωινού κι όλο σκέφτομαι. Κι αυτό γίνεται κάθε φορά. Και κάθε φορά πείθομαι πως ο πίνακάς μου είναι ακόμα μια ιδέα. Δεν είναι καπρίτσιο. Όμως δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Αισθάνομαι πως δεν θα τα βγάλω πέρα μόνος μου. Η ιστορία που αναστάτωσε την ψυχή μου, η ιστορία που με παρακίνησε να πιάσω το πινέλο, μου φαίνεται τόσο πελώρια, που μόνος μου δεν θα μπορέσω να τη μεταφέρω όπως ακριβώς έχει και πως θα μου χυθεί σαν μια ξεχειλισμένη κούπα. Θα ήθελα οι άνθρωποι να με βοηθήσουν με τη συμβουλή τους, να μου υποδείξουν μια λύση ή τουλάχιστον να μου συμπαρασταθούν νοερά κοντά στο τρίποδο και να ανησυχούν μαζί μου. Μη λυπηθείτε τη θέρμη της καρδιάς σας, ελάτε πιο κοντά, έχω υποχρέωση να σας διηγηθώ αυτή την ιστορία»,

(απόσπασμα από το βιβλίο).













Carpe "Εντός σου..."

Πίνακας  - Frida Kahlo, The Love Embrace of the Universe, the Earth (Mexico)

Ταξιδεύοντας στις ερημιές του κορμιού σου,

γεύομαι τ' αλαφιασμένα κύματα

την αρμύρα της σάρκας.

Με κρατάς πεισματικά μέσα σου

η λάβα να ρέει στα σωθικά .

Κρεμιέμαι απ'τα συγκεχυμένα λόγια

των επιθυμιών.

Όλο το βράδυ μένω ξάγρυπνος εντός σου.

Το χάραμα η αίσθηση της αφής

ανάμεσά μας

αποτύπωσε τα ένστικτα

στην άδεια κάμαρα.

Εκτροχιάστηκα,

παραληρώντας απ'το ρίγος

που μου πρόσφερε απλόχερα

η αχαλίνωτη ένταση του πόθου σου.

Carpe






...

ΠΕΤΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΕΛΟΥΔΑΣ "ΗΡΕΜΟΣ ΑΝΕΜΟΣ"



Άνεμος έμπνευσης
φλάμπουρο ενδόμυχης
επικοινωνίας ,
με το αντιδραστικό
Εγώ του υποσυνείδητου.
Ποίηση μετουσιωμένη
εκφραστική του πνεύματος
γαλήνη μιας εσωτερικής
ανάγκης που υποβόσκει
το άρωμα της ευτυχίας.
Αντίο στον άνεμο
που φτερουγίζει
σε άλλες πένες
που καταθέτουν
το αίμα-μελάνι
της ευαισθησίας τους
σε έμψυχα χαρτιά
που μεγαλώνουν
γίνονται βιβλία
έτοιμα να συναρπάσουν
στο πρώτο τους ραντεβού
τους γοητευμένους
αναγνώστες….
Μια αγκαλιά λουλούδια
βρίσκονται στης ανθρωπιάς
την αυλή , αέρας μιας αιώνιας
μοσχοβολιάς που νικά τις
πίκρες που φυτρώνουν
στο διάβα της ζωής.
Ζωή δίχως ποίηση
άσθενής ουρανός
και φεγγάρια ...διασωληνωμένα
δίχως άνεμο αδυνατούν
να ανασάνουν στο γκρίζο
σύννεφο του άκεφου ,μοιραίου
ήλιου!..-

ΠΕΤΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΕΛΟΥΔΑΣ-ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, ΠΑΙΔΑΓΩΓΌΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ.,ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΕΑΠ ΠΑΤΡΩΝ.









Κωνσταντίνος Λίχνος "Ο φράχτης" Διήγημα

 

Σκοπεύω να σας διηγηθώ ένα περιστατικό τόσο αλλόκοτο που βάζω στοίχημα πως δεν θα 'χετε ματακούσει στη ζωή σας ποτέ κάτι παρόμοιο. Το ξεκαθαρίζω απ' την αρχή όμως, δεν πρόκειται να το διηγηθώ όπως έγινε - είναι μεγάλη κουβέντα αυτή - αλλά όπως το έζησα και χαράχτηκε έπειτα στο μνημονικό το δικό μου. Πολύ φοβάμαι όμως πως, όσο κι αν πασχίσω, θα αδικήσω αναπόφευκτα το όλο συμβάν καθώς είναι νομίζω αδύνατο να το αποδώσω σε όλη την ιλαρή του μεγαλοπρέπεια. Όπως και να 'χει, να τι συνέβη.

Ήταν Τετάρτη πρωί όταν σήκωσα τ' ακουστικό του τηλεφώνου μου και στην άλλη άκρη της γραμμής ωρυόταν εν εξάλλω η γιαγιά Ευτέρπη. Από τις πρώτες τις λέξεις κατάλαβα πως της είχαν κοπεί τα ύπατα απ' την αγωνία αλλά καθόλη την διάρκεια που μου εξιστορούσε το τι είχε συμβεί, ανάθεμα με κι αν καταλάβαινα τίποτα. Λες και μιλούσα με δέκα νοματαίους μαζί ήτανε, σαν να άκουγα ταυτόχρονα μιλήματα πολλά και κακό χαμό. “ Τρέξε στο χωριό, λάλα μου, πάνε χαμένα τα κόπια του παππούλη σου. Χτίσανε την μάντρα μες τον κήπο μας. Δεν έμεινε στάλα μονοπάτι εκεί που παλιά πέρναγε γάιδαρος κατάφορτος”.

Άδικος κόπος αποδείχθηκε η προσπάθεια μου να την ηρεμήσω και να συνεννοηθώ. Αν δεν δρούσα θα πηγαίναν χαμένα του παππού μου τα κόπια, μόνο αυτό είχε σημασία. Και ποιος, στην οικογένεια μας, μπορεί να παραβλέψει τον αγώνα που έδωκε ο παππούς Κωνσταντής για να μεγαλώσει αξιοπρεπώς κοπέλες τέσσερις και τρία παιδιά; Το σίγουρο ήταν πως είχε σημάνει συναγερμός κι αν χρειαζόταν να μαντέψω, θα υπέθετα πως κάποιος γείτονας καταπατούσε την γη μας· κι έπρεπε τώρα να παρουσιαστώ εγώ στο χωριό για να βάλω τα πράγματα στη θέση τους. Να μου πει περισσότερα η κυρά Ευτέρπη μήτε μπορούσε μήτε ήθελε, θα μου εξηγούσε είπε όταν θα σμίγαμε.

Η διαβίωση μας στο χωριό ήταν εξαρχής μια μπερδεμένη υπόθεση. Το σπίτι μας το 'χαμε αγορασμένο από ένα γεροντοπαλίκαρο που ο κόσμος έλεγε πως είχε στεφανωθεί στα ξένα μα η νύφη γρήγορα τον παράτησε· κι αφού δεν είχε παιδιά και τη λεγάμενη δεν την είχε δει κανένας παρίστανε ύστερα τον ανύπαντρο. Μα ποιος μπορεί να πει αν τίποτα από όλα αυτά ήταν αλήθεια, ποιος ξέρει στη τελική τι είναι κακοήθεια και τι πραγματικό γεγονός; Το μόνο σίγουρο είναι πως όταν αποκτήσαμε εκείνο το σπίτι ήταν μοιραίο να αγοράσουμε μαζί και τους γειτόνους του. Απέναντι μας έμενε αρχικά μονήρης ο Μπαρμπα Θόδωρος, ένας ξεκουτιασμένος γέρος ναυτικός. Αγκυροβολημένος στο παρελθόν, στοιχειωμένος από τις θύμησες, καθόταν μοναχός του στη βεράντα κι έπαιζε το μπεγλέρι του αμίλητος. Κάθε τόσο τον επισκεπτόταν ένας ανεψιός του και του γύρευε δανεικά, γιατί ήξερε ότι είχε κομπόδεμα, αλλά δεν του 'παιρνε πεντάρα τσακιστή. Μερικές φορές,, μην δεχόμενο τ' όχι για απάντηση, περνούσε και βράδυ τ' ανίψι του και τον ξυλοφόρτωνε για να του πάρει ότι λεφτά είχε κρυμμένα κάτω απ΄ το στρώμα του. Όλη η γειτονία άκουγε το γέρο να σφαδάζει απ' τα χτυπήματα μα κανείς δεν βρισκόταν ποτέ να τον συντρέξει. Το φρονιμότερο είναι να μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις έλεγε ο εμποτισμένος από χαιρεκακία κι εμφορούμενος από πληθώρα προλήψεων θυμόσοφος λαός.

Αργότερα, σαν πέθανε ο Μπαρμπα Θόδωρος, στο διπλανό μας σπίτι μεταφέρθηκε ο Τόλιας με τη κυρά Αρσινόη και τη φαμίλια τους. Μια πόρτα μας χώριζε με το νοικοκυριό της Κυρά Νόης. Οι αυλές μας συνόρευαν και χωριζόταν μονάχα από ένα σοκάκι που παλιότερα οριοθετούνταν από λίγα αχαμνά δέντρα και μερικές ασήκωτες γλάστρες. Κανείς δεν είναι σίγουρος για τις ακριβείς διαστάσεις του μονοπατιού αυτού αλλά ακούγεται πως αρχικά μπόρεγε και περνούσε φορτωμένο το γαϊδούρι του παππού μου. Τώρα όμως, υψώθηκε ένας φραχτής που όπως φαίνεται δεν τηρούσε την προσυμφωνημένη χωροταξία αλλά στήθηκε καταμεσής του μονοπατιού· περιορίζοντας έτσι το κενοδιάστημα μεταξύ των δυο αυλών. Αυτός ο αναθεματισμένος o φραχτής ήταν και η αιτία της σημερινής αναστάτωσης.


Όταν έφτασα στο χωριό και μπήκα στην άυλη της γιαγιάς μου βρήκα την κυρά Νόη να στέκεται αντικριστά με την κυρά Ευτέρπη και να χαλάνε το κόσμο. Χρόνια αμέτρητα κρατάει η έχθρα τους κι ως αποτέλεσμα έχουν καταντήσει κι οι δυο ανυπόφορες απ' την γεροντίστικη γκρίνια τους. Όσο τις παίρναμε στα σοβαρά, είχαν παρασύρει τα σόγια μας σε πολλές περιπέτειες μα τώρα δεν ασχολείται κανένας μαζί τους κι αυτό, φαίνεται, τις εξαγρίωσε πιότερο.

Εγώ με τους γειτόνους μου θέλω να τα 'χω καλά. Όταν ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού σου κάθε πρωί, πρώτα στο γείτονα λες καλημέρα και μετά στο θεό.

Κι εγώ Ευτέρπη μου, τι νομίζεις, ήθελα γω να σας παραβλέψω; Τι ξέρω γω από ανδρικές δουλειές, γριά γυναίκα;

Εγώ δεν θα αντάλλαζα λόγο καν. “Δώσε τόπο στην οργή, μια σπιθαμή χώμα είναι στο κάτω κάτω” θα έλεγα, μα έτρεξε το παιδί μόλις το μάθε κι έβαλε δικηγόρους να βρούν τα συμβόλαια. Οι νέοι πάνε με το γράμμα του νόμου σήμερα και τα θένε όλα τακτοποιημένα. Είπε η βάβω μου, επισείοντας την απειλή της εμπλοκής των δικηγόρων και δείχνοντάς με απειλητικά καθώς τις ζύγωνα. Όπως καταλάβατε εγώ θα γινόμουν ο κακός της υπόθεσης και θα βρισκόμουν ξαφνικά μεταξύ σφύρας και άκμονος, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό. Όταν αργότερα ζήτησα εξηγήσεις για το τρόπο με τον οποίο με ανακάτωσαν στην όλη ιστορία η απόκριση της γιαγιάς Ευτέρπης δεν σήκωνε αντιρρήσεις. “Σιωπή εσύ, τίποτα δεν θα λες. Κάνε τον σκεπτικό μονάχα και έχε στο χέρι το τηλέφωνο ότι δήθεν θα πάρεις τον συμβολαιογράφο”.

Κι αυτό έκανα, έπραξα καταπώς όριζε η Κυρά Ευτέρπη. Παρίστανα και τον σοβαρό, μάλιστα, παρόλο που έπρεπε να γελώ με τα όσα έβλεπα. Αν και, ασχέτως το αστείο του πράματος, θα μπορούσε κάποιος να πει πως η κατάσταση ήταν εξαιρετικά σοβαρή και χωρατά δεν σήκωνε. Ειδικά αφού ο καβγάς συνεχιζόταν για ώρες και κάθε τόσο, πάνω στην άψα της μάχης, ξεστομίζαν και οι δυό τους κουβέντες βαριές. Με την ίδια ευκολία που τις έλεγαν όμως, με την ίδια ευκολία τις προσπερνούσαν. Ώρες ολάκερες μιλούσαν για το ίδιο πράμα μα άκρη δεν βρίσκανε κι εκεί που έκαναν ανακωχή, εκεί χιμούσε ξαφνικά η μια στην αυλή της άλλης και ξεκίναε νέος κύκλος αντιπαραθέσεων. Και ήταν τόσο σφοδρές κι απρόβλεπτες οι εφορμήσεις τους που κανένας δεν μπορούσε να τις προκάμει.

– Έπρεπε να ζούσε ο Κωνσταντής Νόγιο, να 'βλεπα τότε αν θα τόλμαγες να κάνεις τέτοιο πράμα.

Αμ δε ζει όμως καψερή, τον ξαπόστειλες τον έρμο. Χωρίς λάδι μαγείρευες απ' τη τσιγκουνιά σου και τον είχες καταντήσει πετσί και κόκαλο.

Το κακό σου το καιρό παλιοβρόμα! Φώναξε η Ευτέρπη σκυλιασμένη κι αφού έκανε κάμποσα βήματα μπροστά κοντοστάθηκε, ανασκουμπώθηκε και γύρισε πάλι πίσω.

Κάποια στιγμή κι ενώ η μάχη μαινόταν είδα να ξεπροβάλει απ' το κτήμα ο εγγονός της κυρά Νόης, ο Γιώργης. Μας πλησίαζε βαριεστημένα κι απ' το βλέμμα του έμοιαζε να λείπει ολότελα της ζωής το σπιθοβόλημα, ίσως γιατί τον πύρωνε κατακούτελα ο απομεσημεριάτικος ήλιος. Το Γιώργη τον θυμόμουν από παλιά ως λογικό και συνεσταλμένο παιδί, έτρεξα να τον χαιρετήσω, λοιπόν, για να στρατολογήσω έναν πολύτιμο σύμμαχο. Άλλωστε, ας μην γελιόμαστε, μονάχος μου ενάντια στις σαλεμένες γριές δεν είχα καμιά ελπίδα να τα βγάλω πέρα.

-- Ρε Γιώργη, τι λες εσύ για όλα αυτά; Του είπα απότομα, ενώ αυτός αιφνιδιάστηκε και μόρφασε παράξενα.

-- Τι να πω; Εδώ κόσμοι χάνονται κι εμείς θα σκοτιστούμε μ' ένα φράχτη; Δεν πάμε να πιούμε κάνα κρασί στην πλατεία καλύτερα;

-- Δεν πιστεύω να πιαστούνε πάλι σα φύγουμε;

-- Άσ' τες να πιαστούνε, σάμπως κάνουνε και τίποτε άλλο; Μα το θεό, άμα πεθάνει η μια, στο λέω με βεβαιότητα πως μέσα στο μήνα θα ακολουθήσει κι άλλη. Αυτές ζούνε από γινάτι για να χολώνονται και να μπαίνει η μια στο μάτι της άλλης.

Είχε δίκιο, μια σταλιά παιδί ήμουν όταν πρωτάρχισαν να τσακώνονται αυτές που ήτανε από το σχολειό φιλενάδες. Κάτι βαρύ είχε πει η κυρά Νόη στην γιαγιά μου κι αφού δεν πήρε πίσω ποτές την κουβέντα που ξεστόμισε, κακοφόρμισε γρήγορα κι έκτοτε χύνει χολή η μιά για την άλλη. Να κάνει καλό είχε πρόθεση η γιαγιά μου μα θέρισε συμφορά και δεν υπάρχει κακό χειρότερο απ' το να πληγωθείς στην καλοσύνη σου. Έτσι τουλάχιστον διηγείται τα γεγονότα η κυρά Ευτέρπη, μα ποιος ξέρει στ' αλήθεια τι γίνηκε. "Τις έχω βαρεθεί πια, άσ' τες να παν' να κόψουν το λαιμό τους", πρόσθεσε ο Γιώργης και ζάρωσε το πρόσωπο του από ένα μορφασμό περιφρόνιας και πίκρας· αν και τελικά στο μούτρο του φάνηκε πιότερο κάτι σαν απέλπιδα διαμαρτυρία. Χαμογέλασα εγώ με το λόγο του και τον ακολούθησα μέχρι τον καφενέ κι αφού κάτσαμε και ήπιαμε τα κρασιά μας αρχίσαμε να μιλούμε για τα περασμένα.

-- Κώστα εσύ έφυγες και γλίτωσες από δω αλλά, και να με συγχωρείς που στο λέω, εμείς δεν γλιτώσαμε ποτέ από σένα.

-- Μα εγώ δεν έχω καθόλου μπερδέματα με τις υποθέσεις εδώ Γιώργη, είπα ενω ήξερα πως αληθεια δεν ελεγα. Με το τόπο όπου μεγάλωσες δεν ξεπλέκεις ποτέ.

-- Εσύ μπορεί να μην έχεις αλλά έχουμε εμείς με λόγου σου. Όλο για σένα μας μιλούσε η γιαγιά σου όσο ήσουνα στη Γερμανία. Να φανταστείς, κάθε μέρα ξυπνούσα μια ώρα νωρίτερα να πηγαίνω στα γίδια για να μην την πετυχαίνω ξύπνια. Τόσο με βούρλιζε.

-- Κατάλαβα. Σε ζάλιζε για τα καλά. Γριά ήταν όμως, δεν έπρεπε να ξεσυνερίζεσαι τα λόγια της.

-- Μα δεν μ' άφηνε στιγμή σε ησυχία. Όλα τα νέα σου τα μαθαίναμε χαρτί και καλαμάρι. Σα τότε που πήρες το δίπλωμα, αριστούχος. Ένα ταψί χαλβά μας έφερε η Ευτέρπη, μα δεν τον φάγαμε μας έφαγε. Τέσσερις ώρες είχε θρονιαστεί στο καναπέ μας και σε παίνευε.

-- Ρε Γιώργη τι να σου πω τώρα; Ότι και να σου πω θα γελάσεις. Ποιο δίπλωμα; Μια τεχνική σχόλη τέλειωσα, πήρα κι ένα χαρτί για τη γλώσσα κι έγινα εργάτης.

-- Αμ έπρεπε να το ξέρω τότε αυτό για να την βάλω στη θέση της. Που μ΄ ανάγκαζε από μικρό παιδί να σε φτύνω όπου σε συναντώ για να μη σε βασκάνω. Λες κι έπρεπε να σε ζηλεύω ντε και καλά.

-- Μην τα σκαλίζεις Γιώργη καθόλου, πεθαμένα ξεχασμένα αυτά. Πάντα καταλήγεις κουβάρι άμα αφήνεις να σε παρασύρουν τα περασμένα, σε προφταίνουν οι πίκρες και σε πνίγουν ολότελα.

-- Μ' αφήνει η γιαγιά σου να τα ξεχάσω νομίζεις;

-- Άσ' τες να λέν τα δικά τους. Δεν θα γίνουμε κι εμείς σαν τα μούτρα τους.

-- Η δική μου δεν ενοχλεί κανέναν Κωστή, μόνο την Ευτέρπη εχθρεύεται.

-- Ίδια πάστα είναι κι οι δυο τους.

-- Αμ δεν είναι, πάρ' το στο λόγο μου.

-- Εσύ τις ξέρεις καλύτερα από μένα δηλαδή;

-- Εγώ ζω εδώ Κώστα, όχι εσύ.

-- Είσαι πιασμένος κι εσύ στην έχθρητα μου φαίνεται.

-- Ενώ εσύ έφυγες, έγινες πρωτευουσιάνος κι είσαι καλύτερος ε; Είπε και γκρέμισε το ποτήρι με το κρασί του, χτυπώντας μ' οργή στο τραπέζι το χέρι του. Μα ευθύς ντράπηκε σα παιδί για τα νεύρα του και δίχως να με κοιτάει έσφιξε τα χείλη κι έφτυσε καταγής· ενώ εγώ άλλαξα κουβέντα για να μη δώσω συνέχεια.

Όλο κόμπους το σχοινί της ζωής, που να κάνεις αρχή να το λύσεις; Κι άμα πεις να το κόψεις, διπλό και τριπλό το κακό, γιομίζεις σχοινιά και δένεσαι χειροπόδαρα. Κι έτσι όπως είσαι πιασμένος στα γιατί και τα πως, κακιώνεις χωρίς να το πάρεις είδηση κι αρχινάς να μουγκρίζεις. Ύστερα παρηγοριέσαι λέγοντας πως η κάθε συμφορά που βρίσκει τον άνθρωπο είναι πράγμα μυστήριο· ούτε να την προβλέψεις μπορείς, ούτε και να την παύσεις. Το πιο μάταιο απ' όλα, μάλιστα, είναι το να παρακαλείς να μη σε βρούνε νέα δεινά, γιατί το κακό άκρη δεν έχει. Οπότε, μόνο για τη λύση του προβλήματος δεν νοιαστήκαμε με το Γιώργη εκείνο τ' απόγεμα και καταφέραμε έτσι ν' αποφύγουμε τα δίχτυα της έχθρητας. Ήπιαμε τα κρασιά μας, γυρίσαμε την κουβέντα προς κάθε κατεύθυνση κι επιστρέψαμε σπίτι κεφάτοι κι ανάλαφροι. Η κατάσταση εκεί όμως δεν είχε αλλάξει καθόλου. "Μας καταπατάνε το κτήμα", φώναζε η Ευτέρπη κι ολημερίς τα 'βάζε με το ριζικό της που την κατέτρεχε κι όλα τα ανάποδα που της έλαχαν στη ζωή της. Κάθε τόσο χούφτιαζε τα ρυτιδιασμένα της μάγουλα σα να την είχε βρει κακό θεόρατο, μα εκεί που 'πιανε αρχή να μερέψει ξανά λαμπάδιαζε γιατί κάτι θυμότανε και πεταγόταν ορθή καθώς ανασκιρτούσε στα σπλάχνα η οργή της.

“Τι θες και τα θυμάσαι όλα αυτά ρε Γιαγιά; Ο κόσμος όλος γίνηκε αγνώριστος στο πέρασμα του χρόνου κι εσύ εκεί, κρατάς λογαριασμό στο πως θα πρέπει να είναι τα πράματα”, της είπα για να την ηρεμήσω μπας και μονιάσει με την γειτόνισσα της και δεν έχουμε τράβαλα. “Φεγγάρι μπαίνει, φεγγάρι βγαίνει εσύ εκεί το χαβά σου, απονήρευτος σαν τον πατέρα σου”, μου απάντησε και εξανεμίστηκαν ευθύς οι όποιες ελπίδες μου για συμφιλίωση. “Δεν βλέπεις πόσο σίμωσε στη μουριά ο φράχτης της; Μισιακό θα τον έχουμε τώρα τον ίσκιο του δέντρου”. Πρόσθεσε μετά από λίγο κι εγώ γελούσα εντός μου γιατί αυτή τη μουριά ποτέ δεν την χώνεψε. Γκρίνιαζε συνέχεια πως θα πέφτουνε φίδια επάνω της όταν θα βγαίνει να συγυρίσει την άυλη και με παρακάλαε να την κόψω. Τώρα όμως χτυπιόταν λες και της κλέβαν την προίκα της.


Είχε μεσημεριάσει πια και πέρα απ' των γρύλων το ξέπνοο τερέτισμα δεν ακουγότανε τίποτα. Σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα, να βγάλω τη γκρίνια απ' το κεφάλι μου και να δω το ζήτημα από ξάγναντο. Έφτασα στο τέρμα απ' το κτήμα μας και στάθηκα πάνω σε ένα σύγνεφο από μαβιές ανεμώνες, ενώ τα πεύκα και τα ελιόδεντρα τα κοπανούσε ο άνεμος στην παραφορά του. Καταμεσής του ουράνιου θόλου ένας λαμπρός καλοκαιριάτικος ήλιος απαύγαζε τα πάντα, αποκάλυπτε σημεία ακοίταχτα και τα παρουσίαζε καθάρια σαν ύστερα από αναπάντεχη ανακάλυψη. Μια απέραντη ερημία γύρω μου κι ένας αστραποβόλος ορίζοντας να απλώνεται σαν απροσπέλαστο σύνορο, μα η ηρεμία μου όμως δεν ήταν γραφτό να διαρκέσει πολύ. Την ώρα που επέστρεφα χίμιξε η κυρά Νόη στην αυλή μας, άρχισε τις κατηγόριες και ήμουνα σίγουρος πως θα κατέληγαν να μαλλιοτραβηχτούν οι γριές. Ο Γιώργης είχε πάρει ξοπίσω τη βάβω του για να την προφτάσει, μα καθώς έτρεχε γκρεμνίστηκε πάνω στον επίμαχο φράχτη και βρέθηκε πεσμένος καταγής να βλαστημά ακατάληπτα.

-- Πολλά μας τα πες σήμερα Ευτέρπη. Τα ξεχνάω τα κατορθώματα σου νομίζεις;

-- Άλλο πάλι και τούτο, είπε η Γιαγιά μου κι απόμεινε με το στόμα ανοιχτό δίχως να αποσώσει τον λόγο της.

-- Όλα εδώ πληρώνονται όμως, φώναξε η κυρά Νόη και ξάμωσε απειλητικά τα χέρια της ώστε να σηκωθεί το χυτό της μαύρο φουστάνι· αποκαλύπτοντας τα λιγνά της ποδάρια και τα πάνινα μαύρα πασούμια της.

-- Αν έχεις τίποτα να πεις Νόγιο, πες το ανοιχτά αλλιώς μη ξεκινάς λόγο. Αποκρίθηκε η Ευτέρπη ατρόμητη, οπλισμένη με τον ενθουσιασμό που της έδινε η απαντοχή της επικείμενης επικράτησης της.

-- Θυμάσαι που περνάγανε τα γίδια του αντρός μου απ' το χωράφι σου κι έβαλες το Κωνσταντή να το περιφράξει; Να φράξει το χέρσο το κτήμα που δεν έπιανε μία. Μόνο και μόνο για να μας δυσκολέψεις τη ζήσει. Είπε η κυρα Νόη με ύφος τάχατες θυμωμένο, ενώ ξεροκατάπιε σα να την έκλεινε στο λαιμό η αγανάκτηση.

-- Εσύ μιλάς; Ούτε στα παιδιά σου δεν κάνεις κάλο εσυ. Τα κρατάς τα κτήματα πάνω σου μέχρι να πεθάνεις. “Απ΄ το να χει ο γείτονας μου κάλιο να χουν τα παιδιά μου. Απ' το να 'χουν τα παιδιά μου, κάλιο να 'χει η αφεντιά μου”. Ετσι ζεις κακομοίρα, για αυτό δεν σε γνοιάζεται κανένας. Ανέκραξε η Ευτέρπη με φωνη τρεμάμενη, φορτωμένη αντίλαλους· λες κι απ' τη λαλιά της ανάβρυζε το παρελθόν της ολάκερο.

Η μονομαχία όμως για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο απετράπει και πάλι. Αφού ξεθύμαναν κι οι δυό το θυμό τους, γύρισαν πλάτη η μία στην άλλη και χωθήκαν στα σπίτια τους. Εγώ κι ο Γιώργης τις πήραμε καταπόδι σιωπηλά και βαρύθυμα, ενώ εκείνες ψελλίζαν κατάρες με τα δόντια σφιγμένα. Άχνα δεν έβγαλα, τι λόγο να στεριώσεις σε τέτοια περίσταση; Ότι και να 'λεγες χαμένο θα πήγαινε. Ο Γιώργης είχε σκεπάσει το μούτρο του με την μουντή αυλαία της αγανάκτησης κι είχε κρεμάσει ένα άδειο χαμόγελο. Περπατούσε πίσω απ' τη Κυρά Νόη με μια ασίγαστη ορμή που την ένιωθες να ρυθμίζει και το βάδισμά του ακόμη, ενώ είχε στυλώσει τις μελένιες του κόρες στον σταχτί ουρανό. Φαντάζομαι πως θα τα 'χε δει και ξαναδεί όλα αυτά τα τερτίπια, δεν θα κρύβαν πλέον για αυτόν κανένα μυστήριο.

Μια υποδόρια ανησυχία έπιασε τότες να επενεργεί στην διάθεση μου και σταδιακά μ' αναστάτωσε. Ο κόσμος γύρω μου άρχισε να χάνεται, ένα αψεντί ημίφως και μια νωπή μελαγχολία ξεκινήσαν να τον τυλίγουν και πήραν να χιμάνε πάνω μου, σα σιωπηρά και κατασκότεινα κύματα, οι θύμησες· γιομάτες άρμη και δάκρυα. Η μέρα αποχωρούσε και καθώς σουρούπωνε η φύση αγρίευε κι ο αγέρας ολοένα δυνάμωνε. Σάρωνε τις επιφάνειες, γλιστρούσε στα σκαλοπάτια, γδέρνονταν στις ακμές των κτιρίων και στριφογύριζε στενάζοντας. Μάζι του ερχόταν απροσκάλεστες οι μνήμες κι ο νους μου φορτωνόταν με λεπτομέρειες απολησμονημένες που μου αποδείκνυαν ζηλόφθονα τώρα πόσο γερά ριζωμένες κι ανεξίτηλες ήταν.


Πίσω απ' το σπίτι μας βρισκόταν, όταν ήμουν παιδί, η στενόψηλη κατοικία της εργένισσας δασκάλας με τα δυο νόθα κουτσούβελα. Μικρή η κοινωνία, στενά τα μυαλά, ούτε να βγει απ' το σπίτι της δεν μπορούσε δίχως να ντρέπεται. Τόσο άγρια την είχαν γλωσσοφάει οι γειτόνισσες της που δεν έλεγε να φυτρώσει δείγμα λουλούδι στο κήπο της. Δίπλα ήταν το σπίτι του Νίκου του μέθυσου με το σκοτεινό κατώι που έζεχνε ρετσίνι και κολλητά το διώροφο του Λιάκου του βαρύχερου που 'δερνε τη γυναίκα του όποτε έχανε στο μπαρμπούτι. Στον απέναντι δρόμο στεκόταν το κονάκι του μπερμπάντη της γειτονιάς μας, του Ντίνου του ατσαλάκωτου και παραπέρα το παράπηγμα της Μαριγώς, της χρυσοχέρας· με τις δυο ανύπαντρες θυγατέρες. Κάθε απόγεμα καθόταν η Μαριγώ στο κήπο της, κάτω απ' τον ίσκιο της θεριεμένης της κληματαριάς και κεντούσε με αταραξία μακάρια. Συχνά πυκνά όμως έκανε την μπουγάδα της κι έστελνε τ' αποπλύματα κατά τη Μυγδάλω, την διαλεχτή της γειτόνισσα. Άναβε η οργή της Μυγδάλως σα βρεχόταν τα πόδια της και κίναγε να μαλώσει, μα την κέρδιζε η ντροπή το λυποκράτημα. Σταμάταγε στην αυλόπορτα της, άρπαζε τον ξύλινο πάσσαλο λες κι 'θελε να τον ξεριζώσει και ψιθύριζε: “ας όψεται. Λησμόνα το κι αυτό, σα να μην γίνηκε”.

Ύστερα έπαιρνε κι ανηφόριζε το μονοπάτι, γίνονταν λιθόστρωτο κι έβγαζε στο ξωκλήσι του Αϊ Λιά και στο ερείπιο του Γερο-Λύρα. Κάθε μεσημέρι μαζευόμασταν τα πιτσιρίκια εκεί, σερνόμασταν μέχρι το κήπο του Λύρα και πετούσαμε πετραδάκια στα παραθυρόφυλλα του. Αυτός τραντάζονταν σύγκορμος και φώναζε βραχνιασμένος, λες και μόλις είχε πεταχτεί από νάρκη βαθιά, “παλιόπαιδα, δεν θα σας πιάσω μια μέρα; Αχ και σας πιάσω!”. Κι εμείς αρχίζαμε το τρέξιμο και σταματούσαμε μονάχα σαν φτάναμε στην πλατεία, αφήνοντας πίσω τον απόηχο των χαχανητών μας να τον περιγελάει για ώρα. Τόση επίδραση είχαν τα μικρά μας πειράγματα στον Γερο-Λύρα που ύστερα από κάθε βίαιο ξύπνημα ροβολούσε κατά την πλατεία, ευθύς για το καφενέ, κι αρχινούσε τα τσίπουρα· ενώ παραμιλούσε κι όλοι τον πείραζαν.

"Τι περιμένεις απο τέτοιο παλιότοπο; Είναι παλιότοπος όμως, επειδή εχει παλιόκοσμο. Θα φύγω! Τέτοιος παλιότοπος αλλού δεν βρίσκεται. Τόσο παλιόκοσμο μαζωμένο δεν απαντάς πουθενά", αναφωνούσε και βυθιζότανε στο όνειρο της φυγής και στου κρασιού το ηδονικό αποκάρωμα. Δεν γλίτωσε όμως, ποτέ του δεν έφυγε, εδώ τ' άφηκε τα κοκαλάκια του· κυκλωμένος από δυστυχία, φτώχια κι έχθρητα. Πάντα απόμακρο στην πλατεία τον θυμάμαι να κάθεται, ποτέ μέσα στο καφενέ, ότι καιρό και να έκανε. Την έβρισκε να λιάζεται, να τον χτυπάει ο καθαρός αέρας και δεν το κουνούσε από 'κει για ώρες ολάκερες. Με το που 'πιανε κάνα Μαϊστράλι μάλιστα και φιδοσέρνονταν για να χαδέψει τα χαμολούλουδα, γύρναγε την καρέκλα του κατά την εκκλησιά και ευφραίνονταν καθώς ο τόπος όλος μοσχοβολούσε ρίγανη, θυμάρι και φλησκούνι. Μα ακόμη και τότε καταριόταν τους συγχωριανούς του που τον σχολίαζαν και μεμψιμοιρούσε· αναθεματίζοντας την άτιμη τύχη του που του φύλαγε μια ζωή παιδεμό.

Δεν βρίσκεις στο χωριό ησυχία παρά μόνο στο σπίτι σου, κι αυτό μέχρις έναν βαθμό. Θες δεν θες, θα έχεις συναναστροφές και γειτόνους. Όσο κι αν παραφυλάς και προστατεύεις τα κόπια σου, πάλες θα βρεθούν να σε πλευρίσουν οι επιτήδειοι. Και την δουλειά σου μοναχά να κοιτάς και να μην αλλάζεις με κανέναν κουβέντα, απ' τις κακές γλώσσες δεν γλιτώνεις ποτέ. Άσε που όσο δεν ασχολείσαι μαζί τους, τόσο τις προκαλείς να σε βάλλουν στο μάτι. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε τόσο το χωριό μας συνταράζονταν από απρόσμενα νέα. Τα παλιά κουτσομπολιά μετά από λίγο καιρό δεν ενθουσιάζουν κανέναν, άπαξ και τα έμαθαν όλοι ξεχνιότανε γρήγορα. Με κάθε νέο κι αναπάντεχο σκάνδαλο όμως, ερχόταν του κόσμου η συντέλεια κι όλοι την καλοδέχονταν κι ας υποστήριζαν τ' αντίθετο. “Τι άλλο θα ακούσουμε παναγία μου;” αναφωνούσανε τότες οι μαυροφορούσες γριές και δένανε τα μαντίλια τους κινώντας να διαδώσουν τα νέα. Ο παππούλης μου δεν τόλμαε να ονειρευτεί στα τελευταία του πως θα 'φευγε, ήλπιζε μοναχά να γλιτώσω εγώ κι έλεγε: “Δυστυχώς παιδί μου, μας έλαχε να ριζώσουμε στο χειρότερο δυνατό τόπο” κι αφού έκανε τριπλά το σταυρό του πρόσθετε: “Βοήθα θεέ μου να ζήσουμε τουλάχιστον με το καλύτερο μπορετό τρόπο”.

Αυτό λέω τώρα κι εγώ, να ξημερώσει η αυριανή μέρα και να λύσουμε αυτή την παρεξήγηση με τον καλύτερο μπορετό τρόπο. Να μην γίνουμε και πάλι θέαμα σε όλο το χωριό δηλαδή. Μα ποιος ξέρει που θα καταλήξουμε, άδηλη ακόμη της μάχης η έκβαση. Το μόνο που περνούσε απ' το δικό μου το χέρι, ήταν να φτιάξω έναν φράχτη ακόμα και το έκαμα. Έχει και τον δικό της το φράχτη τώρα η Κυρά Ευτέρπη, γιατί να ορίζετε ο τόπος της απο ξένονε δεν το δεχότανε. Καλύτερος μπορετός τρόπος να πορευτούνε οι δυό τους δε νομίζω πως βρίσκεται. Το μόνο που απόμενε πια ήταν να ελπίζουμε πως θα μερώσουνε κάπως οι γριές και θα μισιούνται αθόρυβα. Σαν θεριά ανήμερα μα στα κλουβιά τους κλεισμένα, περιζωσμένα από πασάλια και πλέγματα.

Βιογραφικό

Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας. Είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Διατηρεί το μπλόκ Επίκουρος, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά έντυπα (λογοτεχνικά και πολιτικά), είναι συνεργάτης των εκδόσεων Κεφαλος και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Texnesonline.gr.

Με την λογοτεχνία ασχολήθηκε από την εφηβεία του και διακρίθηκε σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε λογοτεχνικά ιστολόγια του διαδικτύου. Διηγήματά του έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τον εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και Άπαρσις.
Θεωρεί την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, ως πράξη πολιτική. Ως προσπάθεια αποκάλυψης της κοινωνικής πραγματικότητας και παρέμβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ένα μέσο για τον εξανθρωπισμό της ζωής των ανθρώπων.
Το Διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” εκδόθηκε το 2018 από τον Εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και το διήγημά του «Επιδημική κρίση» εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Άπαρσις το 2019 στο συλλογικό έργο “Διηγήματα του εγκλεισμού”.
Κέρδισε το 1ο βραβείο για το δοκίμιο του “Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας” στον 20ο πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ, ενώ για το ίδιο έργο του απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον πανελλαδικό διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος. Το 2ο βραβείο κέρδισε και στον 20ο Πανελλαδικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ για το παραμύθι του “Ο μικρός Κάστορας”.

Το 2018 απέσπασε για το διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” Γ’ βραβείο διηγήματος στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διεξήγαγε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού 2018 καθώς και το Γ’ βραβείο διηγήματος στο Διαγωνισμό Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2018, με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ.
Το 2019 πέτυχε συνολικά 10 πανελλαδικές διακρίσεις στις κατηγορίες του Δοκιμίου και του Διηγήματος. Το Δοκίμιο του “Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού” κέρδισε το Α’ βραβείο Δοκιμίου στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ , Α’ βραβείο Δοκιμίου στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) καθώς και έπαινο στον ΛΕ´ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό από το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και έπαινο στον 38ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Το διήγημα του “Νόστος” απέσπασε Έπαινο στην κατηγορία του Διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ καθώς και στον 9ο πανελλαδικό διαγωνισμό που προκηρύχτηκε απο την Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού. Το 1ο βραβείο κέρδισε και στην μεγάλη κατηγορία του μυθιστορήματος ενήλικων στον 2ο πανελλαδικό διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος για το μυθιστόρημα του WWW.Dialogos.gr.
Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό «Βραβείο Πεζογραφίας ”Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”.