Κωνσταντίνος Λίχνος "Ο φράχτης" Διήγημα

 

Σκοπεύω να σας διηγηθώ ένα περιστατικό τόσο αλλόκοτο που βάζω στοίχημα πως δεν θα 'χετε ματακούσει στη ζωή σας ποτέ κάτι παρόμοιο. Το ξεκαθαρίζω απ' την αρχή όμως, δεν πρόκειται να το διηγηθώ όπως έγινε - είναι μεγάλη κουβέντα αυτή - αλλά όπως το έζησα και χαράχτηκε έπειτα στο μνημονικό το δικό μου. Πολύ φοβάμαι όμως πως, όσο κι αν πασχίσω, θα αδικήσω αναπόφευκτα το όλο συμβάν καθώς είναι νομίζω αδύνατο να το αποδώσω σε όλη την ιλαρή του μεγαλοπρέπεια. Όπως και να 'χει, να τι συνέβη.

Ήταν Τετάρτη πρωί όταν σήκωσα τ' ακουστικό του τηλεφώνου μου και στην άλλη άκρη της γραμμής ωρυόταν εν εξάλλω η γιαγιά Ευτέρπη. Από τις πρώτες τις λέξεις κατάλαβα πως της είχαν κοπεί τα ύπατα απ' την αγωνία αλλά καθόλη την διάρκεια που μου εξιστορούσε το τι είχε συμβεί, ανάθεμα με κι αν καταλάβαινα τίποτα. Λες και μιλούσα με δέκα νοματαίους μαζί ήτανε, σαν να άκουγα ταυτόχρονα μιλήματα πολλά και κακό χαμό. “ Τρέξε στο χωριό, λάλα μου, πάνε χαμένα τα κόπια του παππούλη σου. Χτίσανε την μάντρα μες τον κήπο μας. Δεν έμεινε στάλα μονοπάτι εκεί που παλιά πέρναγε γάιδαρος κατάφορτος”.

Άδικος κόπος αποδείχθηκε η προσπάθεια μου να την ηρεμήσω και να συνεννοηθώ. Αν δεν δρούσα θα πηγαίναν χαμένα του παππού μου τα κόπια, μόνο αυτό είχε σημασία. Και ποιος, στην οικογένεια μας, μπορεί να παραβλέψει τον αγώνα που έδωκε ο παππούς Κωνσταντής για να μεγαλώσει αξιοπρεπώς κοπέλες τέσσερις και τρία παιδιά; Το σίγουρο ήταν πως είχε σημάνει συναγερμός κι αν χρειαζόταν να μαντέψω, θα υπέθετα πως κάποιος γείτονας καταπατούσε την γη μας· κι έπρεπε τώρα να παρουσιαστώ εγώ στο χωριό για να βάλω τα πράγματα στη θέση τους. Να μου πει περισσότερα η κυρά Ευτέρπη μήτε μπορούσε μήτε ήθελε, θα μου εξηγούσε είπε όταν θα σμίγαμε.

Η διαβίωση μας στο χωριό ήταν εξαρχής μια μπερδεμένη υπόθεση. Το σπίτι μας το 'χαμε αγορασμένο από ένα γεροντοπαλίκαρο που ο κόσμος έλεγε πως είχε στεφανωθεί στα ξένα μα η νύφη γρήγορα τον παράτησε· κι αφού δεν είχε παιδιά και τη λεγάμενη δεν την είχε δει κανένας παρίστανε ύστερα τον ανύπαντρο. Μα ποιος μπορεί να πει αν τίποτα από όλα αυτά ήταν αλήθεια, ποιος ξέρει στη τελική τι είναι κακοήθεια και τι πραγματικό γεγονός; Το μόνο σίγουρο είναι πως όταν αποκτήσαμε εκείνο το σπίτι ήταν μοιραίο να αγοράσουμε μαζί και τους γειτόνους του. Απέναντι μας έμενε αρχικά μονήρης ο Μπαρμπα Θόδωρος, ένας ξεκουτιασμένος γέρος ναυτικός. Αγκυροβολημένος στο παρελθόν, στοιχειωμένος από τις θύμησες, καθόταν μοναχός του στη βεράντα κι έπαιζε το μπεγλέρι του αμίλητος. Κάθε τόσο τον επισκεπτόταν ένας ανεψιός του και του γύρευε δανεικά, γιατί ήξερε ότι είχε κομπόδεμα, αλλά δεν του 'παιρνε πεντάρα τσακιστή. Μερικές φορές,, μην δεχόμενο τ' όχι για απάντηση, περνούσε και βράδυ τ' ανίψι του και τον ξυλοφόρτωνε για να του πάρει ότι λεφτά είχε κρυμμένα κάτω απ΄ το στρώμα του. Όλη η γειτονία άκουγε το γέρο να σφαδάζει απ' τα χτυπήματα μα κανείς δεν βρισκόταν ποτέ να τον συντρέξει. Το φρονιμότερο είναι να μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις έλεγε ο εμποτισμένος από χαιρεκακία κι εμφορούμενος από πληθώρα προλήψεων θυμόσοφος λαός.

Αργότερα, σαν πέθανε ο Μπαρμπα Θόδωρος, στο διπλανό μας σπίτι μεταφέρθηκε ο Τόλιας με τη κυρά Αρσινόη και τη φαμίλια τους. Μια πόρτα μας χώριζε με το νοικοκυριό της Κυρά Νόης. Οι αυλές μας συνόρευαν και χωριζόταν μονάχα από ένα σοκάκι που παλιότερα οριοθετούνταν από λίγα αχαμνά δέντρα και μερικές ασήκωτες γλάστρες. Κανείς δεν είναι σίγουρος για τις ακριβείς διαστάσεις του μονοπατιού αυτού αλλά ακούγεται πως αρχικά μπόρεγε και περνούσε φορτωμένο το γαϊδούρι του παππού μου. Τώρα όμως, υψώθηκε ένας φραχτής που όπως φαίνεται δεν τηρούσε την προσυμφωνημένη χωροταξία αλλά στήθηκε καταμεσής του μονοπατιού· περιορίζοντας έτσι το κενοδιάστημα μεταξύ των δυο αυλών. Αυτός ο αναθεματισμένος o φραχτής ήταν και η αιτία της σημερινής αναστάτωσης.


Όταν έφτασα στο χωριό και μπήκα στην άυλη της γιαγιάς μου βρήκα την κυρά Νόη να στέκεται αντικριστά με την κυρά Ευτέρπη και να χαλάνε το κόσμο. Χρόνια αμέτρητα κρατάει η έχθρα τους κι ως αποτέλεσμα έχουν καταντήσει κι οι δυο ανυπόφορες απ' την γεροντίστικη γκρίνια τους. Όσο τις παίρναμε στα σοβαρά, είχαν παρασύρει τα σόγια μας σε πολλές περιπέτειες μα τώρα δεν ασχολείται κανένας μαζί τους κι αυτό, φαίνεται, τις εξαγρίωσε πιότερο.

Εγώ με τους γειτόνους μου θέλω να τα 'χω καλά. Όταν ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού σου κάθε πρωί, πρώτα στο γείτονα λες καλημέρα και μετά στο θεό.

Κι εγώ Ευτέρπη μου, τι νομίζεις, ήθελα γω να σας παραβλέψω; Τι ξέρω γω από ανδρικές δουλειές, γριά γυναίκα;

Εγώ δεν θα αντάλλαζα λόγο καν. “Δώσε τόπο στην οργή, μια σπιθαμή χώμα είναι στο κάτω κάτω” θα έλεγα, μα έτρεξε το παιδί μόλις το μάθε κι έβαλε δικηγόρους να βρούν τα συμβόλαια. Οι νέοι πάνε με το γράμμα του νόμου σήμερα και τα θένε όλα τακτοποιημένα. Είπε η βάβω μου, επισείοντας την απειλή της εμπλοκής των δικηγόρων και δείχνοντάς με απειλητικά καθώς τις ζύγωνα. Όπως καταλάβατε εγώ θα γινόμουν ο κακός της υπόθεσης και θα βρισκόμουν ξαφνικά μεταξύ σφύρας και άκμονος, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό. Όταν αργότερα ζήτησα εξηγήσεις για το τρόπο με τον οποίο με ανακάτωσαν στην όλη ιστορία η απόκριση της γιαγιάς Ευτέρπης δεν σήκωνε αντιρρήσεις. “Σιωπή εσύ, τίποτα δεν θα λες. Κάνε τον σκεπτικό μονάχα και έχε στο χέρι το τηλέφωνο ότι δήθεν θα πάρεις τον συμβολαιογράφο”.

Κι αυτό έκανα, έπραξα καταπώς όριζε η Κυρά Ευτέρπη. Παρίστανα και τον σοβαρό, μάλιστα, παρόλο που έπρεπε να γελώ με τα όσα έβλεπα. Αν και, ασχέτως το αστείο του πράματος, θα μπορούσε κάποιος να πει πως η κατάσταση ήταν εξαιρετικά σοβαρή και χωρατά δεν σήκωνε. Ειδικά αφού ο καβγάς συνεχιζόταν για ώρες και κάθε τόσο, πάνω στην άψα της μάχης, ξεστομίζαν και οι δυό τους κουβέντες βαριές. Με την ίδια ευκολία που τις έλεγαν όμως, με την ίδια ευκολία τις προσπερνούσαν. Ώρες ολάκερες μιλούσαν για το ίδιο πράμα μα άκρη δεν βρίσκανε κι εκεί που έκαναν ανακωχή, εκεί χιμούσε ξαφνικά η μια στην αυλή της άλλης και ξεκίναε νέος κύκλος αντιπαραθέσεων. Και ήταν τόσο σφοδρές κι απρόβλεπτες οι εφορμήσεις τους που κανένας δεν μπορούσε να τις προκάμει.

– Έπρεπε να ζούσε ο Κωνσταντής Νόγιο, να 'βλεπα τότε αν θα τόλμαγες να κάνεις τέτοιο πράμα.

Αμ δε ζει όμως καψερή, τον ξαπόστειλες τον έρμο. Χωρίς λάδι μαγείρευες απ' τη τσιγκουνιά σου και τον είχες καταντήσει πετσί και κόκαλο.

Το κακό σου το καιρό παλιοβρόμα! Φώναξε η Ευτέρπη σκυλιασμένη κι αφού έκανε κάμποσα βήματα μπροστά κοντοστάθηκε, ανασκουμπώθηκε και γύρισε πάλι πίσω.

Κάποια στιγμή κι ενώ η μάχη μαινόταν είδα να ξεπροβάλει απ' το κτήμα ο εγγονός της κυρά Νόης, ο Γιώργης. Μας πλησίαζε βαριεστημένα κι απ' το βλέμμα του έμοιαζε να λείπει ολότελα της ζωής το σπιθοβόλημα, ίσως γιατί τον πύρωνε κατακούτελα ο απομεσημεριάτικος ήλιος. Το Γιώργη τον θυμόμουν από παλιά ως λογικό και συνεσταλμένο παιδί, έτρεξα να τον χαιρετήσω, λοιπόν, για να στρατολογήσω έναν πολύτιμο σύμμαχο. Άλλωστε, ας μην γελιόμαστε, μονάχος μου ενάντια στις σαλεμένες γριές δεν είχα καμιά ελπίδα να τα βγάλω πέρα.

-- Ρε Γιώργη, τι λες εσύ για όλα αυτά; Του είπα απότομα, ενώ αυτός αιφνιδιάστηκε και μόρφασε παράξενα.

-- Τι να πω; Εδώ κόσμοι χάνονται κι εμείς θα σκοτιστούμε μ' ένα φράχτη; Δεν πάμε να πιούμε κάνα κρασί στην πλατεία καλύτερα;

-- Δεν πιστεύω να πιαστούνε πάλι σα φύγουμε;

-- Άσ' τες να πιαστούνε, σάμπως κάνουνε και τίποτε άλλο; Μα το θεό, άμα πεθάνει η μια, στο λέω με βεβαιότητα πως μέσα στο μήνα θα ακολουθήσει κι άλλη. Αυτές ζούνε από γινάτι για να χολώνονται και να μπαίνει η μια στο μάτι της άλλης.

Είχε δίκιο, μια σταλιά παιδί ήμουν όταν πρωτάρχισαν να τσακώνονται αυτές που ήτανε από το σχολειό φιλενάδες. Κάτι βαρύ είχε πει η κυρά Νόη στην γιαγιά μου κι αφού δεν πήρε πίσω ποτές την κουβέντα που ξεστόμισε, κακοφόρμισε γρήγορα κι έκτοτε χύνει χολή η μιά για την άλλη. Να κάνει καλό είχε πρόθεση η γιαγιά μου μα θέρισε συμφορά και δεν υπάρχει κακό χειρότερο απ' το να πληγωθείς στην καλοσύνη σου. Έτσι τουλάχιστον διηγείται τα γεγονότα η κυρά Ευτέρπη, μα ποιος ξέρει στ' αλήθεια τι γίνηκε. "Τις έχω βαρεθεί πια, άσ' τες να παν' να κόψουν το λαιμό τους", πρόσθεσε ο Γιώργης και ζάρωσε το πρόσωπο του από ένα μορφασμό περιφρόνιας και πίκρας· αν και τελικά στο μούτρο του φάνηκε πιότερο κάτι σαν απέλπιδα διαμαρτυρία. Χαμογέλασα εγώ με το λόγο του και τον ακολούθησα μέχρι τον καφενέ κι αφού κάτσαμε και ήπιαμε τα κρασιά μας αρχίσαμε να μιλούμε για τα περασμένα.

-- Κώστα εσύ έφυγες και γλίτωσες από δω αλλά, και να με συγχωρείς που στο λέω, εμείς δεν γλιτώσαμε ποτέ από σένα.

-- Μα εγώ δεν έχω καθόλου μπερδέματα με τις υποθέσεις εδώ Γιώργη, είπα ενω ήξερα πως αληθεια δεν ελεγα. Με το τόπο όπου μεγάλωσες δεν ξεπλέκεις ποτέ.

-- Εσύ μπορεί να μην έχεις αλλά έχουμε εμείς με λόγου σου. Όλο για σένα μας μιλούσε η γιαγιά σου όσο ήσουνα στη Γερμανία. Να φανταστείς, κάθε μέρα ξυπνούσα μια ώρα νωρίτερα να πηγαίνω στα γίδια για να μην την πετυχαίνω ξύπνια. Τόσο με βούρλιζε.

-- Κατάλαβα. Σε ζάλιζε για τα καλά. Γριά ήταν όμως, δεν έπρεπε να ξεσυνερίζεσαι τα λόγια της.

-- Μα δεν μ' άφηνε στιγμή σε ησυχία. Όλα τα νέα σου τα μαθαίναμε χαρτί και καλαμάρι. Σα τότε που πήρες το δίπλωμα, αριστούχος. Ένα ταψί χαλβά μας έφερε η Ευτέρπη, μα δεν τον φάγαμε μας έφαγε. Τέσσερις ώρες είχε θρονιαστεί στο καναπέ μας και σε παίνευε.

-- Ρε Γιώργη τι να σου πω τώρα; Ότι και να σου πω θα γελάσεις. Ποιο δίπλωμα; Μια τεχνική σχόλη τέλειωσα, πήρα κι ένα χαρτί για τη γλώσσα κι έγινα εργάτης.

-- Αμ έπρεπε να το ξέρω τότε αυτό για να την βάλω στη θέση της. Που μ΄ ανάγκαζε από μικρό παιδί να σε φτύνω όπου σε συναντώ για να μη σε βασκάνω. Λες κι έπρεπε να σε ζηλεύω ντε και καλά.

-- Μην τα σκαλίζεις Γιώργη καθόλου, πεθαμένα ξεχασμένα αυτά. Πάντα καταλήγεις κουβάρι άμα αφήνεις να σε παρασύρουν τα περασμένα, σε προφταίνουν οι πίκρες και σε πνίγουν ολότελα.

-- Μ' αφήνει η γιαγιά σου να τα ξεχάσω νομίζεις;

-- Άσ' τες να λέν τα δικά τους. Δεν θα γίνουμε κι εμείς σαν τα μούτρα τους.

-- Η δική μου δεν ενοχλεί κανέναν Κωστή, μόνο την Ευτέρπη εχθρεύεται.

-- Ίδια πάστα είναι κι οι δυο τους.

-- Αμ δεν είναι, πάρ' το στο λόγο μου.

-- Εσύ τις ξέρεις καλύτερα από μένα δηλαδή;

-- Εγώ ζω εδώ Κώστα, όχι εσύ.

-- Είσαι πιασμένος κι εσύ στην έχθρητα μου φαίνεται.

-- Ενώ εσύ έφυγες, έγινες πρωτευουσιάνος κι είσαι καλύτερος ε; Είπε και γκρέμισε το ποτήρι με το κρασί του, χτυπώντας μ' οργή στο τραπέζι το χέρι του. Μα ευθύς ντράπηκε σα παιδί για τα νεύρα του και δίχως να με κοιτάει έσφιξε τα χείλη κι έφτυσε καταγής· ενώ εγώ άλλαξα κουβέντα για να μη δώσω συνέχεια.

Όλο κόμπους το σχοινί της ζωής, που να κάνεις αρχή να το λύσεις; Κι άμα πεις να το κόψεις, διπλό και τριπλό το κακό, γιομίζεις σχοινιά και δένεσαι χειροπόδαρα. Κι έτσι όπως είσαι πιασμένος στα γιατί και τα πως, κακιώνεις χωρίς να το πάρεις είδηση κι αρχινάς να μουγκρίζεις. Ύστερα παρηγοριέσαι λέγοντας πως η κάθε συμφορά που βρίσκει τον άνθρωπο είναι πράγμα μυστήριο· ούτε να την προβλέψεις μπορείς, ούτε και να την παύσεις. Το πιο μάταιο απ' όλα, μάλιστα, είναι το να παρακαλείς να μη σε βρούνε νέα δεινά, γιατί το κακό άκρη δεν έχει. Οπότε, μόνο για τη λύση του προβλήματος δεν νοιαστήκαμε με το Γιώργη εκείνο τ' απόγεμα και καταφέραμε έτσι ν' αποφύγουμε τα δίχτυα της έχθρητας. Ήπιαμε τα κρασιά μας, γυρίσαμε την κουβέντα προς κάθε κατεύθυνση κι επιστρέψαμε σπίτι κεφάτοι κι ανάλαφροι. Η κατάσταση εκεί όμως δεν είχε αλλάξει καθόλου. "Μας καταπατάνε το κτήμα", φώναζε η Ευτέρπη κι ολημερίς τα 'βάζε με το ριζικό της που την κατέτρεχε κι όλα τα ανάποδα που της έλαχαν στη ζωή της. Κάθε τόσο χούφτιαζε τα ρυτιδιασμένα της μάγουλα σα να την είχε βρει κακό θεόρατο, μα εκεί που 'πιανε αρχή να μερέψει ξανά λαμπάδιαζε γιατί κάτι θυμότανε και πεταγόταν ορθή καθώς ανασκιρτούσε στα σπλάχνα η οργή της.

“Τι θες και τα θυμάσαι όλα αυτά ρε Γιαγιά; Ο κόσμος όλος γίνηκε αγνώριστος στο πέρασμα του χρόνου κι εσύ εκεί, κρατάς λογαριασμό στο πως θα πρέπει να είναι τα πράματα”, της είπα για να την ηρεμήσω μπας και μονιάσει με την γειτόνισσα της και δεν έχουμε τράβαλα. “Φεγγάρι μπαίνει, φεγγάρι βγαίνει εσύ εκεί το χαβά σου, απονήρευτος σαν τον πατέρα σου”, μου απάντησε και εξανεμίστηκαν ευθύς οι όποιες ελπίδες μου για συμφιλίωση. “Δεν βλέπεις πόσο σίμωσε στη μουριά ο φράχτης της; Μισιακό θα τον έχουμε τώρα τον ίσκιο του δέντρου”. Πρόσθεσε μετά από λίγο κι εγώ γελούσα εντός μου γιατί αυτή τη μουριά ποτέ δεν την χώνεψε. Γκρίνιαζε συνέχεια πως θα πέφτουνε φίδια επάνω της όταν θα βγαίνει να συγυρίσει την άυλη και με παρακάλαε να την κόψω. Τώρα όμως χτυπιόταν λες και της κλέβαν την προίκα της.


Είχε μεσημεριάσει πια και πέρα απ' των γρύλων το ξέπνοο τερέτισμα δεν ακουγότανε τίποτα. Σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα, να βγάλω τη γκρίνια απ' το κεφάλι μου και να δω το ζήτημα από ξάγναντο. Έφτασα στο τέρμα απ' το κτήμα μας και στάθηκα πάνω σε ένα σύγνεφο από μαβιές ανεμώνες, ενώ τα πεύκα και τα ελιόδεντρα τα κοπανούσε ο άνεμος στην παραφορά του. Καταμεσής του ουράνιου θόλου ένας λαμπρός καλοκαιριάτικος ήλιος απαύγαζε τα πάντα, αποκάλυπτε σημεία ακοίταχτα και τα παρουσίαζε καθάρια σαν ύστερα από αναπάντεχη ανακάλυψη. Μια απέραντη ερημία γύρω μου κι ένας αστραποβόλος ορίζοντας να απλώνεται σαν απροσπέλαστο σύνορο, μα η ηρεμία μου όμως δεν ήταν γραφτό να διαρκέσει πολύ. Την ώρα που επέστρεφα χίμιξε η κυρά Νόη στην αυλή μας, άρχισε τις κατηγόριες και ήμουνα σίγουρος πως θα κατέληγαν να μαλλιοτραβηχτούν οι γριές. Ο Γιώργης είχε πάρει ξοπίσω τη βάβω του για να την προφτάσει, μα καθώς έτρεχε γκρεμνίστηκε πάνω στον επίμαχο φράχτη και βρέθηκε πεσμένος καταγής να βλαστημά ακατάληπτα.

-- Πολλά μας τα πες σήμερα Ευτέρπη. Τα ξεχνάω τα κατορθώματα σου νομίζεις;

-- Άλλο πάλι και τούτο, είπε η Γιαγιά μου κι απόμεινε με το στόμα ανοιχτό δίχως να αποσώσει τον λόγο της.

-- Όλα εδώ πληρώνονται όμως, φώναξε η κυρά Νόη και ξάμωσε απειλητικά τα χέρια της ώστε να σηκωθεί το χυτό της μαύρο φουστάνι· αποκαλύπτοντας τα λιγνά της ποδάρια και τα πάνινα μαύρα πασούμια της.

-- Αν έχεις τίποτα να πεις Νόγιο, πες το ανοιχτά αλλιώς μη ξεκινάς λόγο. Αποκρίθηκε η Ευτέρπη ατρόμητη, οπλισμένη με τον ενθουσιασμό που της έδινε η απαντοχή της επικείμενης επικράτησης της.

-- Θυμάσαι που περνάγανε τα γίδια του αντρός μου απ' το χωράφι σου κι έβαλες το Κωνσταντή να το περιφράξει; Να φράξει το χέρσο το κτήμα που δεν έπιανε μία. Μόνο και μόνο για να μας δυσκολέψεις τη ζήσει. Είπε η κυρα Νόη με ύφος τάχατες θυμωμένο, ενώ ξεροκατάπιε σα να την έκλεινε στο λαιμό η αγανάκτηση.

-- Εσύ μιλάς; Ούτε στα παιδιά σου δεν κάνεις κάλο εσυ. Τα κρατάς τα κτήματα πάνω σου μέχρι να πεθάνεις. “Απ΄ το να χει ο γείτονας μου κάλιο να χουν τα παιδιά μου. Απ' το να 'χουν τα παιδιά μου, κάλιο να 'χει η αφεντιά μου”. Ετσι ζεις κακομοίρα, για αυτό δεν σε γνοιάζεται κανένας. Ανέκραξε η Ευτέρπη με φωνη τρεμάμενη, φορτωμένη αντίλαλους· λες κι απ' τη λαλιά της ανάβρυζε το παρελθόν της ολάκερο.

Η μονομαχία όμως για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο απετράπει και πάλι. Αφού ξεθύμαναν κι οι δυό το θυμό τους, γύρισαν πλάτη η μία στην άλλη και χωθήκαν στα σπίτια τους. Εγώ κι ο Γιώργης τις πήραμε καταπόδι σιωπηλά και βαρύθυμα, ενώ εκείνες ψελλίζαν κατάρες με τα δόντια σφιγμένα. Άχνα δεν έβγαλα, τι λόγο να στεριώσεις σε τέτοια περίσταση; Ότι και να 'λεγες χαμένο θα πήγαινε. Ο Γιώργης είχε σκεπάσει το μούτρο του με την μουντή αυλαία της αγανάκτησης κι είχε κρεμάσει ένα άδειο χαμόγελο. Περπατούσε πίσω απ' τη Κυρά Νόη με μια ασίγαστη ορμή που την ένιωθες να ρυθμίζει και το βάδισμά του ακόμη, ενώ είχε στυλώσει τις μελένιες του κόρες στον σταχτί ουρανό. Φαντάζομαι πως θα τα 'χε δει και ξαναδεί όλα αυτά τα τερτίπια, δεν θα κρύβαν πλέον για αυτόν κανένα μυστήριο.

Μια υποδόρια ανησυχία έπιασε τότες να επενεργεί στην διάθεση μου και σταδιακά μ' αναστάτωσε. Ο κόσμος γύρω μου άρχισε να χάνεται, ένα αψεντί ημίφως και μια νωπή μελαγχολία ξεκινήσαν να τον τυλίγουν και πήραν να χιμάνε πάνω μου, σα σιωπηρά και κατασκότεινα κύματα, οι θύμησες· γιομάτες άρμη και δάκρυα. Η μέρα αποχωρούσε και καθώς σουρούπωνε η φύση αγρίευε κι ο αγέρας ολοένα δυνάμωνε. Σάρωνε τις επιφάνειες, γλιστρούσε στα σκαλοπάτια, γδέρνονταν στις ακμές των κτιρίων και στριφογύριζε στενάζοντας. Μάζι του ερχόταν απροσκάλεστες οι μνήμες κι ο νους μου φορτωνόταν με λεπτομέρειες απολησμονημένες που μου αποδείκνυαν ζηλόφθονα τώρα πόσο γερά ριζωμένες κι ανεξίτηλες ήταν.


Πίσω απ' το σπίτι μας βρισκόταν, όταν ήμουν παιδί, η στενόψηλη κατοικία της εργένισσας δασκάλας με τα δυο νόθα κουτσούβελα. Μικρή η κοινωνία, στενά τα μυαλά, ούτε να βγει απ' το σπίτι της δεν μπορούσε δίχως να ντρέπεται. Τόσο άγρια την είχαν γλωσσοφάει οι γειτόνισσες της που δεν έλεγε να φυτρώσει δείγμα λουλούδι στο κήπο της. Δίπλα ήταν το σπίτι του Νίκου του μέθυσου με το σκοτεινό κατώι που έζεχνε ρετσίνι και κολλητά το διώροφο του Λιάκου του βαρύχερου που 'δερνε τη γυναίκα του όποτε έχανε στο μπαρμπούτι. Στον απέναντι δρόμο στεκόταν το κονάκι του μπερμπάντη της γειτονιάς μας, του Ντίνου του ατσαλάκωτου και παραπέρα το παράπηγμα της Μαριγώς, της χρυσοχέρας· με τις δυο ανύπαντρες θυγατέρες. Κάθε απόγεμα καθόταν η Μαριγώ στο κήπο της, κάτω απ' τον ίσκιο της θεριεμένης της κληματαριάς και κεντούσε με αταραξία μακάρια. Συχνά πυκνά όμως έκανε την μπουγάδα της κι έστελνε τ' αποπλύματα κατά τη Μυγδάλω, την διαλεχτή της γειτόνισσα. Άναβε η οργή της Μυγδάλως σα βρεχόταν τα πόδια της και κίναγε να μαλώσει, μα την κέρδιζε η ντροπή το λυποκράτημα. Σταμάταγε στην αυλόπορτα της, άρπαζε τον ξύλινο πάσσαλο λες κι 'θελε να τον ξεριζώσει και ψιθύριζε: “ας όψεται. Λησμόνα το κι αυτό, σα να μην γίνηκε”.

Ύστερα έπαιρνε κι ανηφόριζε το μονοπάτι, γίνονταν λιθόστρωτο κι έβγαζε στο ξωκλήσι του Αϊ Λιά και στο ερείπιο του Γερο-Λύρα. Κάθε μεσημέρι μαζευόμασταν τα πιτσιρίκια εκεί, σερνόμασταν μέχρι το κήπο του Λύρα και πετούσαμε πετραδάκια στα παραθυρόφυλλα του. Αυτός τραντάζονταν σύγκορμος και φώναζε βραχνιασμένος, λες και μόλις είχε πεταχτεί από νάρκη βαθιά, “παλιόπαιδα, δεν θα σας πιάσω μια μέρα; Αχ και σας πιάσω!”. Κι εμείς αρχίζαμε το τρέξιμο και σταματούσαμε μονάχα σαν φτάναμε στην πλατεία, αφήνοντας πίσω τον απόηχο των χαχανητών μας να τον περιγελάει για ώρα. Τόση επίδραση είχαν τα μικρά μας πειράγματα στον Γερο-Λύρα που ύστερα από κάθε βίαιο ξύπνημα ροβολούσε κατά την πλατεία, ευθύς για το καφενέ, κι αρχινούσε τα τσίπουρα· ενώ παραμιλούσε κι όλοι τον πείραζαν.

"Τι περιμένεις απο τέτοιο παλιότοπο; Είναι παλιότοπος όμως, επειδή εχει παλιόκοσμο. Θα φύγω! Τέτοιος παλιότοπος αλλού δεν βρίσκεται. Τόσο παλιόκοσμο μαζωμένο δεν απαντάς πουθενά", αναφωνούσε και βυθιζότανε στο όνειρο της φυγής και στου κρασιού το ηδονικό αποκάρωμα. Δεν γλίτωσε όμως, ποτέ του δεν έφυγε, εδώ τ' άφηκε τα κοκαλάκια του· κυκλωμένος από δυστυχία, φτώχια κι έχθρητα. Πάντα απόμακρο στην πλατεία τον θυμάμαι να κάθεται, ποτέ μέσα στο καφενέ, ότι καιρό και να έκανε. Την έβρισκε να λιάζεται, να τον χτυπάει ο καθαρός αέρας και δεν το κουνούσε από 'κει για ώρες ολάκερες. Με το που 'πιανε κάνα Μαϊστράλι μάλιστα και φιδοσέρνονταν για να χαδέψει τα χαμολούλουδα, γύρναγε την καρέκλα του κατά την εκκλησιά και ευφραίνονταν καθώς ο τόπος όλος μοσχοβολούσε ρίγανη, θυμάρι και φλησκούνι. Μα ακόμη και τότε καταριόταν τους συγχωριανούς του που τον σχολίαζαν και μεμψιμοιρούσε· αναθεματίζοντας την άτιμη τύχη του που του φύλαγε μια ζωή παιδεμό.

Δεν βρίσκεις στο χωριό ησυχία παρά μόνο στο σπίτι σου, κι αυτό μέχρις έναν βαθμό. Θες δεν θες, θα έχεις συναναστροφές και γειτόνους. Όσο κι αν παραφυλάς και προστατεύεις τα κόπια σου, πάλες θα βρεθούν να σε πλευρίσουν οι επιτήδειοι. Και την δουλειά σου μοναχά να κοιτάς και να μην αλλάζεις με κανέναν κουβέντα, απ' τις κακές γλώσσες δεν γλιτώνεις ποτέ. Άσε που όσο δεν ασχολείσαι μαζί τους, τόσο τις προκαλείς να σε βάλλουν στο μάτι. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε τόσο το χωριό μας συνταράζονταν από απρόσμενα νέα. Τα παλιά κουτσομπολιά μετά από λίγο καιρό δεν ενθουσιάζουν κανέναν, άπαξ και τα έμαθαν όλοι ξεχνιότανε γρήγορα. Με κάθε νέο κι αναπάντεχο σκάνδαλο όμως, ερχόταν του κόσμου η συντέλεια κι όλοι την καλοδέχονταν κι ας υποστήριζαν τ' αντίθετο. “Τι άλλο θα ακούσουμε παναγία μου;” αναφωνούσανε τότες οι μαυροφορούσες γριές και δένανε τα μαντίλια τους κινώντας να διαδώσουν τα νέα. Ο παππούλης μου δεν τόλμαε να ονειρευτεί στα τελευταία του πως θα 'φευγε, ήλπιζε μοναχά να γλιτώσω εγώ κι έλεγε: “Δυστυχώς παιδί μου, μας έλαχε να ριζώσουμε στο χειρότερο δυνατό τόπο” κι αφού έκανε τριπλά το σταυρό του πρόσθετε: “Βοήθα θεέ μου να ζήσουμε τουλάχιστον με το καλύτερο μπορετό τρόπο”.

Αυτό λέω τώρα κι εγώ, να ξημερώσει η αυριανή μέρα και να λύσουμε αυτή την παρεξήγηση με τον καλύτερο μπορετό τρόπο. Να μην γίνουμε και πάλι θέαμα σε όλο το χωριό δηλαδή. Μα ποιος ξέρει που θα καταλήξουμε, άδηλη ακόμη της μάχης η έκβαση. Το μόνο που περνούσε απ' το δικό μου το χέρι, ήταν να φτιάξω έναν φράχτη ακόμα και το έκαμα. Έχει και τον δικό της το φράχτη τώρα η Κυρά Ευτέρπη, γιατί να ορίζετε ο τόπος της απο ξένονε δεν το δεχότανε. Καλύτερος μπορετός τρόπος να πορευτούνε οι δυό τους δε νομίζω πως βρίσκεται. Το μόνο που απόμενε πια ήταν να ελπίζουμε πως θα μερώσουνε κάπως οι γριές και θα μισιούνται αθόρυβα. Σαν θεριά ανήμερα μα στα κλουβιά τους κλεισμένα, περιζωσμένα από πασάλια και πλέγματα.

Βιογραφικό

Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας. Είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Διατηρεί το μπλόκ Επίκουρος, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά έντυπα (λογοτεχνικά και πολιτικά), είναι συνεργάτης των εκδόσεων Κεφαλος και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Texnesonline.gr.

Με την λογοτεχνία ασχολήθηκε από την εφηβεία του και διακρίθηκε σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε λογοτεχνικά ιστολόγια του διαδικτύου. Διηγήματά του έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τον εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και Άπαρσις.
Θεωρεί την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, ως πράξη πολιτική. Ως προσπάθεια αποκάλυψης της κοινωνικής πραγματικότητας και παρέμβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ένα μέσο για τον εξανθρωπισμό της ζωής των ανθρώπων.
Το Διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” εκδόθηκε το 2018 από τον Εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και το διήγημά του «Επιδημική κρίση» εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Άπαρσις το 2019 στο συλλογικό έργο “Διηγήματα του εγκλεισμού”.
Κέρδισε το 1ο βραβείο για το δοκίμιο του “Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας” στον 20ο πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ, ενώ για το ίδιο έργο του απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον πανελλαδικό διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος. Το 2ο βραβείο κέρδισε και στον 20ο Πανελλαδικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ για το παραμύθι του “Ο μικρός Κάστορας”.

Το 2018 απέσπασε για το διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” Γ’ βραβείο διηγήματος στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διεξήγαγε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού 2018 καθώς και το Γ’ βραβείο διηγήματος στο Διαγωνισμό Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2018, με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ.
Το 2019 πέτυχε συνολικά 10 πανελλαδικές διακρίσεις στις κατηγορίες του Δοκιμίου και του Διηγήματος. Το Δοκίμιο του “Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού” κέρδισε το Α’ βραβείο Δοκιμίου στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ , Α’ βραβείο Δοκιμίου στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) καθώς και έπαινο στον ΛΕ´ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό από το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και έπαινο στον 38ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Το διήγημα του “Νόστος” απέσπασε Έπαινο στην κατηγορία του Διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ καθώς και στον 9ο πανελλαδικό διαγωνισμό που προκηρύχτηκε απο την Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού. Το 1ο βραβείο κέρδισε και στην μεγάλη κατηγορία του μυθιστορήματος ενήλικων στον 2ο πανελλαδικό διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος για το μυθιστόρημα του WWW.Dialogos.gr.
Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό «Βραβείο Πεζογραφίας ”Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”.












ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - Κριτήριο Αξιολόγησης στη Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Λυκείου (Αγωνιστικότητα ή φυγή;)

 ΚΕΙΜΕΝΟ  I

Αγωνιστικότητα και ελευθερία

1.  Ο άνθρωπος από τη στιγμή της γέννησής του και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του βρίσκεται αντιμέτωπος με πλήθος προβλημάτων τα οποία δημιουργούν – θέτουν εμπόδια στην ομαλή ανάπτυξη και εξέλιξή του. Τα προβλήματα αυτά και τα εμπόδια φαίνεται να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι -  στοιχείο της πορείας του ανθρώπου πάνω στη γη. Δεν υπήρχε άνθρωπος ή κοινωνία χωρίς προβλήματα και αποτυχίες. Απέναντι στα προβλήματα της ζωής ο άνθρωπος διαμορφώνει άλλοτε μία στάση παθητική και συμβιβασμού και άλλοτε μία στάση ενεργητικής παρουσίας και αγωνιστικότητας. Άλλοι παραιτούνται εύκολα από κάθε προσπάθεια μπροστά στο μέγεθος – όγκο  των προβλημάτων. Άλλοι οπλίζονται με θέληση και αποφασιστικότητα για την υπέρβαση των εμποδίων. Οι πρώτοι είναι οι άνθρωποι της αδράνειας και της φυγής που αφήνονται στο ρεύμα της εποχής και στη φορά των πραγμάτων. Οι δεύτεροι είναι οι άνθρωποι της δράσης και της αντιμετώπισης των κινδύνων πρόσωπο με πρόσωπο. 


2.  Όσοι προτιμούν τη λύση του συμβιβασμού και της υποταγής στα προβλήματα που τίθενται συνεχώς από την κοινωνία και την ίδια τη ζωή είναι οι αρνητές της ζωής, της προόδου και οι εκφραστές της δειλίας και της αδυναμίας. Από αυτούς ο κάθε άνθρωπος και από τη στάση και τη συμπεριφορά τους δεν έχει να κρατήσει τίποτα το θετικό ως παρακαταθήκη. Όσοι όμως αντιστέκονται με θάρρος και τόλμη και ανυποχώρητοι προασπίζουν το δικαίωμα στη ζωή και στην πρόοδο είναι οι εκφραστές της ζωής, της δύναμης και της εξέλιξης. Οι δεύτεροι μπορούν να αποτελέσουν πρότυπα μίμησης για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα της ζωής και τις εκάστοτε προκλήσεις της κοινωνίας. Η αξία και η σπουδαιότητα της αγωνιστικής παρουσίας και διάθεσης λαμβάνει μεγαλύτερη αξία, αν λάβουμε υπόψη τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της σύγχρονης κοινωνίας.

3.  Η ρευστότητα της εποχής μας, οι συνεχείς κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές δημιουργούν ένα κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας στο σύγχρονο άνθρωπο και απαιτούν απ’ αυτόν ένα υψηλό επίπεδο προσαρμοστικότητας και υποταγής. Οι τεχνολογικές και επιστημονικές ανακαλύψεις πολλές φορές κραυγάζουν και επισημαίνουν την ασημαντότητα του ανθρώπου – δημιουργού και τον καλούν σε μία παραίτηση και σ’ έναν υποβιβασμό στη θέση του δημιουργήματος. Στα νέα αυτά κοινωνικά δεδομένα που φθείρουν τον εσωτερικό κόσμο του ατόμου δοκιμάζεται η αντοχή του σύγχρονου ανθρώπου και η θέλησή του για αγώνα και αντίσταση. Η αξία της στάσης του κάθε ανθρώπου χωριστά και της κοινωνίας γενικότερα θα κριθεί – κρίνεται από τον τρόπο που θα επιλέξει για την αντιμετώπιση της νέας «βαρβαρότητας» της εποχής μας. Η ισχυρή θέληση, η υπομονή, η προσπάθεια και η αγωνιστική διάθεση προβάλλουν ως μία αναγκαιότητα για την επιβίωση του σύγχρονου ανθρώπου.

 

4.  Το αγωνιστικό πνεύμα αντανακλά το βαθμό εσωτερικής ελευθερίας του ανθρώπου και ταυτόχρονα καλλιεργεί αυτήν. Ο άνθρωπος από τη φύση του είναι μια οντότητα αντιφατική και γεμάτη από αντινομίες. Είναι ένας χώρος που παλεύουν με σκληρότητα αντίρροπες και συγκρουσιακές δυνάμεις. Από τη μια πλευρά υπάρχουν εκείνες οι δυνάμεις που στοχεύουν στην απελευθέρωση του ανθρώπου κι από την άλλη τα πάθη, οι «άλογες» παρορμήσεις και τα ζωώδη ένστικτα που τείνουν να ελέγξουν και να κυριαρχήσουν πάνω στη λογική φύση του. Είναι οι δυνάμεις της ελευθερίας και οι δυνάμεις της δουλείας. Το άτομο που κατορθώνει να εξασφαλίσει ένα ελάχιστο πεδίο για την εξωτερίκευση όλων των δημιουργικών δυνάμεών του και αντίστοιχα να περιορίσει στο ελάχιστο δυνατό πεδίο τις δυνάμεις της δουλείας είναι εκείνο το άτομο που χαρακτηρίζεται από ένα υψηλό επίπεδο αντοχής, αυτοπειθαρχίας και κυρίως αγωνιστικού φρονήματος.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ  II

«Φεύγουμε ή παλεύουμε;»

α.«Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη και στη φυγή

δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου»

(Α. Σικελιανός)

β.«Κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε ζητώντας

να γλυτώσουμε με την φυγή»

(Κ. Καβάφης)

1.  Απέναντι στις πολυποίκιλες κρίσεις, τους κινδύνους, τις απειλές και τα εμπόδια οι άνθρωποι και οι κοινωνίες διαμορφώνουν δύο στάσεις ζωής – αντιδράσεις: Η πρώτη σχετίζεται με τη φυγή ως επιλογή. Αποφεύγουν να συγκρουστούν με τα δύσκολα, φοβούνται τη μάχη, δειλιάζουν μπροστά στον όγκο των προβλημάτων και αναζητούν την ελπίδα σωτηρίας στη φυγή. Μία φυγή άλλοτε με τη μορφή πανικού και απελπισίας και άλλοτε ως μία ομολογία αδυναμίας και παραίτησης.

 


2.  Στην αντίπερα όχθη απέναντι στα αδιέξοδα της ζωής και στις αντικειμενικές δυσκολίες ή απρόοπτα διαμορφώνεται μία άλλη στάση ζωής ως απάντηση. Η μη-φυγή. Ο άνθρωπος – υποκείμενο αυτής της στάσης αντιστέκεται, αγωνίζεται, συγκρούεται. Οι αντιξοότητες τον χαλυβδώνουν και ενδυναμώνουν τη θέλησή του για υπέρβαση όλων εκείνων των παραγόντων που υπονομεύουν την πίστη του στη ζωή και την νίκη. Η μη-φυγή είναι μία ένδειξη και μία ομολογία δύναμης και αυτοπεποίθησης.

3.  Μία περιδιάβαση στα εσώτερα δώματα των ανθρώπων της φυγής και της μη-φυγής ίσως θα μάς αποκάλυπτε πολλά και χρήσιμα για τη δική μας στάση. Εξάλλου η ετερογνωσία και η ανθρωπογνωσία συνιστούν τον αναγκαίο όρο για την αυτογνωσία.

4.  Ωστόσο τις θεωρητικές διαμάχες ανάμεσα στις στάσεις ζωής «τη φυγή» και τη «μη-φυγή» τις συνθέτει και τις υπερβαίνει μία άλλη στάση ζωής που προβάλλεται ως προτροπή με αποδέκτες τόσο τα άτομα, όσο και τις κοινωνίες ή ακόμη και λαούς, η «φυγή προς τα εμπρός».

5.  Η στάση αυτή ως προτροπή και πρόταγμα βρίσκεται στη φαρέτρα τόσο των πολιτικών όσο και των ψυχολόγων. Ως προτροπή υπονοεί τον απεγκλωβισμό μας από μία νοσηρή κατάσταση του παρελθόντος ή και του παρόντος που δρα ανασταλτικά στην ατομική πρόοδο και την κοινωνική ευημερία. Ως πρόταση προβάλλει εμφαντικά την ανάγκη μιας διαφορετικής πορείας με στόχο το μέλλον και τις προοπτικές που αυτό εμπεριέχει. Γι’ αυτό πολλά κόμματα – φιλελεύθερα και δημοκρατικά – θέλοντας να δώσουν όραμα και ελπίδα για μια νέα πορεία στην πολιτική ζωή διακηρύσσουν τη «φυγή προς το μέλλον».

6.  Δεν είναι δε, λίγες οι φορές που οι πολιτικοί – με αρκετή δόση συνθηματολογίας – θέτουν το εκλογικό σώμα μπροστά στο δίλημμα: «Επιστροφή στο παρελθόν» ή «Φυγή στο μέλλον». Εννοείται πως το παρελθόν ή και το παρόν τα διανθίζουν με στοιχεία συντηρητισμού που τρέφει την αναποτελεσματικότητα και διαβρώνει τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου. Αντίθετα το σύνθημα «φυγή προς τα εμπρός – μέλλον» παραπέμπει στην ελευθερία και στην πραγμάτωση όλων εκείνων των στοιχείων και στόχων ενός λαού που βρίσκονται «εν υπνώσει» λόγω των συντηρητικών ιδεών ή των ξεπερασμένων νόμων, θεσμών ή και αντιλήψεων για τη ζωή και την κοινωνική λειτουργία.


7.  Έτσι το σύνθημα – πρόταση «Φυγή προς τα εμπρός» αποκτά ένα θετικό πρόσημο, δρα απελευθερωτικά και ενεργοποιεί τα υγιή στοιχεία ενός ατόμου, μιας κοινωνίας ή ενός λαού, όπως: τη φαντασία, τη δημιουργικότητα, τη θέληση, την επιμονή και την αποφασιστικότητα. Ένα σύνθημα και μία πρόταση ζωής που χωρίς να αρνείται τα υγιή στοιχεία του παρελθόντος και του παρόντος προτείνει τη διακινδύνευση στις άγνωστες στοές του μέλλοντος αλλά πολύ ελπιδοφόρες.

(Απόσπασμα από το διαδικτυακό άρθρο του Ηλία Γιαννακόπουλου: «Φεύγουμε ή παλεύουμε;»blog  ΙΔΕΟπολις)

 

ΚΕΙΜΕΝΟ  III

Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α

«…Πολέμα!»

 «Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ‘σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.

Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;». Πολέμα!

Να ‘σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.

Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι θεωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!

Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα κύκλο δικό του από πράματα, από δέντρα, ζώα, ανθρώπους, ιδέες – και τον κύκλο τούτον έχει χρέος αυτός να τον σώσει. Αυτός, κανένας άλλος. Αν δεν τον σώσει, δεν μπορεί να σωθεί».

(Ν.Καζαντζάκης, «Ασκητική»)

Π Α Ρ Α Τ Η Ρ Η Σ Ε Ι Σ

ΘΕΜΑ  Α΄

Δώστε τις δύο στάσεις ζωής που διαμορφώνουν οι άνθρωποι απέναντι στα προβλήματα της ζωής και τα βασικά γνωρίσματα της χαρακτηρολογικής δομής τους σε 90λέξεις (Κ.Ι).

/15

ΘΕΜΑ  Β΄

Β1.Βάλτε τη λέξη Σωστό ή Λάθος στο τέλος των προτάσεων με  αναφορές στο Κ.ΙΙ:1.Η φυγή ως στάση ζωής ενέχει και το στοιχείο της παραίτησης (…), 2.Η μη-φυγή ως στάση ζωής χαρακτηρίζει εκείνους που οι αντιξοότητες της ζωής τούς λυγίζουν (…), 3.Η «φυγή προς τα εμπρός» ως στάση ζωής υποδηλώνει το φόβο μας προς το παρόν και το μέλλον (…), 4. Οι πολιτικοί χρησιμοποιούν το σύνθημα «φυγή προς τα εμπρός» ως υπόσχεση ελευθερίας (…), 5.Το σύνθημα «φυγή προς τα εμπρός» αρνείται το παρελθόν και το παρόν και επενδύει μόνο στο μέλλον (…).

/10

Β2α.Να βρείτε και να σχολιάσετε τον τρόπο με τον οποίο στο Κ.ΙΙ οι αναφορές σε στίχους δύο ποιητών συνδέονται με το περιεχόμενο τόσο του τίτλου όσο και του υπόλοιπου κειμένου. Να τις ομαδοποιήσετε καταγράφοντας τα απαραίτητα στοιχεία – γνωρίσματα.

/10

β.Ο συγγραφέας στο Κ.ΙΙ (§1 & 2) χρησιμοποιεί πλήθος ρημάτων για την προβολή της χαρακτηρολογικής δομής των υποκειμένων των δύο στάσεων ζωής. Να επισημάνετε τα ρήματα αυτά και να αναλύσετε την αποτελεσματικότητά τους στην κατανόηση των δύο στάσεων ζωής και χαρακτηρολογικής δομής των υποκειμένων σχολιάζοντας ταυτόχρονα το υφολογικό αποτέλεσμα.

/5

Β3α.Να βρείτε και να αναλύσετε τον τρόπο με τον οποίο τα δύο κείμενα (Κ.Ι & Κ.ΙΙ) επικοινωνούν μεταξύ τους ως προς τον βασικό προβληματισμό και το κυρίαρχο θέμα που διαπραγματεύονται.

/10

β.Να βρείτε στο Κ.ΙΙ πέντε λέξεις που χρησιμοποιούνται μεταφορικά και να τις αντικαταστήσετε με άλλες συνώνυμες στην κυριολεκτική τους σημασία.

/5

ΘΕΜΑ Γ΄- Λ Ο Γ Ο Τ  Ε  Χ  Ν  Ι  Α

Να γράψετε το ερμηνευτικό σας σχόλιο σε μία από τις προτροπές του Ν. Καζαντζάκη. Σε τι αποσκοπεί η γλωσσική επιλογή των προτροπών; Δώσε μία δική σας προτροπή που θα εκφράζει τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής.

/15

 

ΘΕΜΑ Δ΄ - Έ Κ Θ Ε Σ Η

Σε μια συζήτηση με συμμαθητές σας – επ’ ευκαιρία της αποφοίτησής σας – τίθεται προς προβληματισμό ο «βηματισμός» και η στάση ζωής του σύγχρονου νέου στις πολυποίκιλες προκλήσεις της εποχής μας. Σε διαδικτυακό άρθρο των 380 λέξεων να αναπτύξετε: α. Την ανάγκη μιας θετικής και αγωνιστικής στάσης ζωής των νέων τόσο για την προσωπική τους ανέλιξη (§1) όσο και για την κοινωνική πρόοδο (§1) και β. Τους παράγοντες που μπορούν να διαμορφώσουν μία τέτοια στάση ζωής (§2).

/30

Εναλλακτικό

Στα πλαίσια μιας φιλοσοφικής συζήτησης στην τάξη σας – και επ’ ευκαιρία της αποφοίτησής σας και των νέων προοπτικών της ζωής σας – τίθεται προς συζήτηση το θέμα: Οι ανάγκες και τα προβλήματα της ζωής ακυρώνουν την ελευθερία μας ή αποτελούν κίνητρο για την κατάκτησή της; Να επιχειρηματολογήσετε υπέρ και των δύο απόψεων. (300 λέξεις)

 

Α Π Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ

ΘΕΜΑ  Α΄

Ο συγγραφέας πραγματεύεται τις δύο στάσεις ζωής που διαμορφώνουν οι άνθρωποι απέναντι στις δυσκολίες της ζωής τους καθώς και τα κύρια στοιχεία του χαρακτήρα τους. Αρχικά καταγράφεται η ύπαρξη αντιξοοτήτων στη ζωή του ανθρώπου που συνιστούν μία νομοτέλεια. Απέναντι σ’ αυτές οι άνθρωποι άλλοτε οδηγούνται σε μια παθητική συμπεριφορά κι άλλοτε μία ενεργητική. Εκφραστές της πρώτης στάσης είναι οι άνθρωποι της αδράνειας και της δεύτερης της δράσης. Οι πρώτοι εκπροσωπούν την άρνηση της ζωής και συνιστούν αρνητικό πρότυπο ζωής. Οι δεύτεροι είναι οι υπερασπιστές της ζωής και της προόδου και συνιστούν θετικά πρότυπα μίμησης. Επιλογικά τονίζεται η αξία της αγωνιστικότητας ως αναγκαιότητας απέναντι στα αδιέξοδα της κοινωνίας.

 

ΘΕΜΑ  Β΄

Β1.1Σ («Μία φυγή…παραίτησης», §1), («Οι αντιξοότητες…νίκη», §2), («Ως προτροπή…εμπεριέχει», §5),  («Αντίθετα…λειτουργία», §6) («Ένα σύνθημα…ελπιδοφόρες, §7).

Β2α.Η αναφορά στους στίχους των δύο ποιητών σχετίζεται άμεσα τόσο με τον τίτλο του Κ.ΙΙ όσο και με το βασικό περιεχόμενο του κειμένου. Ειδικότερα οι δύο ποιητές προβάλλουν τις δύο στάσεις ζωής απέναντι στα προβλήματα της ζωής. Ο Σικελιανός αποποιείται τη λύση της «φυγής» ως απάντηση, ενώ ο Καβάφης καταγράφει τη λύση της «φυγής» για τη σωτηρία των Τρώων. Τις δύο στάσεις ανιχνεύουμε και στον τίτλο όπου η παρουσία των ρημάτων «φεύγουμε» και «παλεύουμε» τις αναδεικνύει έμμεσα και μάλιστα σε διλημματικό τόνο. Η παρουσία του ερωτηματικού επιτείνει τον διλημματικό χαρακτήρα του τίτλου ως προς την επιλογή της προτιμητέας στάσης ζωής.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο η αναφορά των δύο ποιητών προϊδεάζει για την καταγραφή και παρουσίαση των δύο στάσεων ζωής που επιλέγονται από τους ανθρώπους, όταν βρεθούν μπροστά στα προβλήματα της ζωής. Η πρώτη στάση, αυτή της «φυγής» χαρακτηρίζει ανθρώπους που λυγίζουν ή και δειλιάζουν μπροστά στον όγκο των προβλημάτων και παραιτούνται από κάθε προσπάθεια ενεργητικής αντίδρασης. Η δεύτερη στάση, αυτή της «μη-φυγής» χαρακτηρίζει τους τολμηρούς και τους δυνατούς και με θετικό δείκτη αυτοπεποίθησης. (§1 & 2)

Έτσι η αναφορά στους δύο στίχους των ποιητών λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στον τίτλο και το υπόλοιπο «σώμα» του κειμένου.

β.Ο συγγραφέας στην προσπάθειά του να χαρτογραφήσει τις δύο στάσεις ζωής, τη «φυγή» και τη «μη-φυγή», όπως και τα δομικά στοιχεία των εκφραστών αυτών χρησιμοποιεί πλήθος ρημάτων που καθιστούν πιο εναργές το περιεχόμενό τους. Ειδικότερα τα ρήματα της πρώτης στάσης, της «φυγής», όπως τα «αποφεύγουν να συγκρουστούν, φοβούνται, δειλιάζουν» αναδεικνύουν με καθαρότητα το αρνητικό πρόσημο αυτής της στάσης, αλλά και των εκφραστών της. Το ίδιο συμβαίνει και με τη δεύτερη στάση, τη «μη-φυγή» όπου τα ρήματα «αντιστέκεται»«αγωνίζεται»«συγκρούεται»«χαλυβδώνουν» σκιαγραφούν το εσωτερικό υπόβαθρο των εκφραστών της. Έτσι τα ρήματα, στο βαθμό που εκφράζουν ενέργεια (θετική ή αρνητική) πλέκουν τον ιστό των δύο στάσεων και του χαρακτήρα των ανθρώπων που τις υιοθετούν. Υφολογικά ο λόγος αποκτά ζωντάνιαπαραστατικότητα και αμεσότητα διευκολύνοντας έτσι την κατανόηση του περιεχομένου της βασικής πρόθεσης του συγγραφέα να περιγράψει τις δύο στάσεις ζωής και των ακολούθων της. Ο Ενεστώτας ως χρόνος συνδράμει συμπληρωματικά στην πρόθεση αυτή αφού δίνει τόσο την παροντικότητα του φαινομένου όσο και την διαχρονικότητά του…

Β3α.Και τα δύο κείμενα συγκλίνουν ως προς την προβολή και καταγραφή της συμπεριφοράς των ανθρώπων απέναντι στα προβλήματα της ζωής. Ειδικότερα ο Κ.Ι σκιαγραφεί την παθητική στάση ζωής που εμπεριέχει την αδράνεια, το φόβο και τη δειλία. Αυτή χαρακτηρίζει τους αρνητές της ζωής που αναζητούν τις λύσεις στη φυγή (§1 & 2, «Απέναντι…συμβιβασμού»«Οι πρώτοι…πραγμάτων»®§1/ «όσοι προτιμούν…παρακαταθήκη» ®§2). Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και το Κ.ΙΙ που προβάλλει εμφαντικά στη στάση της «φυγής» που επιλέγουν κάποιοι αδύναμοι κάτω από το βάρος των προβλημάτων (§1). Η φυγή και η μη-αγωνιστική στάση ζωής θεωρούνται ως αρνητική συμπεριφορά και αντιπρότυπο.

Αναλογίες υπάρχουν και στην προβολή της «αγωνιστικής»στάσης ζωής (Κ.Ι) και της «μη-φυγής» (Κ.ΙΙ). Η πρώτη διέπει άτομα ενεργητικά με δύναμη και θέληση και αγάπη για τη ζωή και την πρόοδο (§1 & 2 & 2, Κ.Ι). Η «μη-φυγή» προβάλλεται ως επιλογή θετική και χαρακτηρίζει άτομα που αγωνίζονται και συγκρούονται (§2, Κ.ΙΙ).

Έτσι η «επικοινωνία» των δύο κειμένων είναι εμφανής και διευκολύνει τον αναγνώστη στην βαθύτερη κατανόηση και των δύο κυρίαρχων στάσεων ζωής που επιλέγουν οι άνθρωποι όταν βρίσκονται μπροστά στα προβλήματα και στα αδιέξοδα της ζωής. Η αναλογία είναι εμφανής και αισθητοποιεί τη διαχρονικότητα και καθολικότητα αυτών των στάσεων αλλά και των εκφραστών της.

β.Χαλυβδώνουν = ισχυροποιούν, φαρέτρα = επιχειρήματα, απεγκλωβισμό = αποδέσμευση – απελευθέρωση,διαβρώνει = αδυνατίζει – αλλοιώνει,υγιή = γερά – ομαλά – φρόνιμα – κατάλληλα.

 

ΘΕΜΑ Γ΄- Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α

Ο Ν. Καζαντζάκης στην «Ασκητική» του κατορθώνει να εκφράσει με έναν λυρικό τρόπο το προσωπικό του φιλοσοφικό του Ιδεώδες προκειμένου να οδηγηθεί στην εσωτερική αποκορύφωση της απόλυτης αίσθησης της ελευθερίας. Η προτροπή του «Μην καταδέχεσαι να ρωτάς…Πολέμα!» συνιστά μία εσωτερική κραυγή που εμπεριέχει στοιχεία κοινωνικής διακήρυξης. Μία κραυγή για την ανάγκη του ανθρώπου να «μάχεται» ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Η δράση και ο αγώνας είναι η κορύφωση της συνειδητοποίησης του ανώτατου χρέους του ανθρώπου. Η νίκη και η ήττα δεν μπορούν να είναι το τέλος του στόχου, αλλά η αφετηρία για συνεχή επαγρύπνηση και τελείωση. Η αγωνία του ανθρώπου συμπληρώνεται με τον αγώνα που συνιστά και το απόλυτο χρέος του ανθρώπου. Ο προστακτικός τόνος του «πολέμα» εμπεριέχει όλη τη φιλοσοφία του Καζαντζάκη με στόχο την ελευθερία. Μία ελευθερία που δεν είναι ο τελικός στόχος, αλλά η προτροπή για διαρκή αγώνα για ελευθερία.

Η προτροπή του Ν. Καζαντζάκη διατυπωμένη άλλοτε με Προστακτική«Πολέμα» κι άλλοτε με προτρεπτική Υποτακτική«Να μάχεσαι…να ρωτάς» εμπλουτίζει το περιεχόμενο με αμεσότητα και ζωντάνια. Το β΄ ενικό πρόσωπο κυριαρχεί ως γλωσσική επιλογή προσδίδοντας μία θεατρικότητα στο απόσπασμα. Ο καθένας αισθάνεται να είναι το «Εσύ» - ο αποδέκτης των προτροπών κι έτσι βιώνει την προτροπή ως προσωπικό χρέος του.

Ως μία δική μου προτροπή που θα μπορούσε να εκφράσει το «χρέος» του σύγχρονου ανθρώπου είναι:

«Να στοχεύεις το ανέφικτο, όταν όλοι οι άλλοι συμμορφώνονται στο δεδομένο» ή «Μην διαλέγεις το άνετο, το βολικό και την πεπατημένη οδό… Φτιάξε το δικό σου δρόμο με το δικό σου περπάτημα».

 

ΘΕΜΑ Δ΄ -Έ Κ Θ Ε Σ Η

Η ανάλυση του πρώτου θέματος βρίσκεται στο blog του συγγραφέα ΙΔΕΟπολις ,iliasgiannakopoulos.blogspot.com και ειδικότερα στα άρθρα:1.«Φεύγουμε ή παλεύουμε;»2.«Οι “Απροσάρμοστοι”»3.«Συνείδηση και Επανάσταση»,4.«Ουτοπία…Σε κάνει να προχωράς»,5.«Αγωνιστικότητα και Ελευθερία»,6.«Νέος θα πει...».

Για το εναλλακτικό θέμα σχετικό υλικό υπάρχει στα άρθρα: 1.«Η Ελευθερία ως προϊόν αναγκαιότητας»2.«Διαφωνία, Ελευθερία και Αλήθεια».

­Χρήσιμο βοήθημα το βιβλίο του συγγραφέα «ΙΔΕΟπολις»(Εκδόσεις Λιβάνη)

https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/









Μάνος Χατζιδάκις-Ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης

 

Στις 23 Οκτωβρίου του 1925 θα γεννηθεί ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες, ο Μάνος Χατζιδάκις.

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στη Ξάνθη, ενώ ο πατέρας του είχε κρητική καταγωγή. Εκτός από συνθέτης, ήταν ποιητής και διανοούμενος. Από την αρχή της ζωής του, περίπου 4 χρονών, ο Μάνος, θα ασχοληθεί με την μουσική μάθηση, καθώς η αρμένικης καταγωγής, δασκάλα του, Αλτουνιάν, θα τον εντάξει στον μουσικό κόσμο. Παράλληλα εξασκείτο σε βιολί και ακορντεόν. Το 1932, θα εγκατασταθεί για πρώτη φορά στην Αθήνα οριστικά. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδακις για αυτόν τον λόγο εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ και άλλες δουλειές. Παρ' όλες τις δυσκολίες δεν θα σταματήσει τη μουσική ενασχόληση, αφού παρακολουθούσε μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο, την περίοδο 1940 - 1943, ενώ ξεκινά και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η μουσική του καριέρα ήταν πλούσια. Κατά τη διάρκεια της ζωής του συνδέθηκε με πολλούς γνωστούς καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία. Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο "Τελευταίος Ασπροκόρακας" του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Από εκεί και έπειτα, από το 1947 μέχρι το 1994 θα δημιουργήσει αμέτρητα έργα. Κάποια πολύ γνωστά έργα του ήταν: Ματωμένος Γάμος, Παραμύθι χωρίς όνομα, Μεγάλος Ερωτικός, Αθανασία, τα Παράλογα, Ρωμαϊκή Αγορά, το Χαμόγελο της Τζοκόντα και America-America. Μεγαλύτερη επιτυχία γνώρισε από το 1957 εως το 1967. Μέσα σε εκείνη την περίοδο, γράφει πάρα πολλά έργα για θέατρο και κινηματογράφο, του απονέμεται βραβείο Όσκαρ για τη μουσική της ταινίας "Τα παιδιά του Πειραιά" δίνοντας του παγκόσμια φήμη(1961), ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-67), χρηματοδοτεί τη διοργάνωση απονομής βραβείων με το όνομα του και συνεργάστηκε με τον Μωρίς Μπεζάρ. Οι Όρνιθες ανεβαίνουν με τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες. Το βασικότερο στοιχείο του Χατζιδάκι είναι ότι κατάφερε και ένωσε το λόγιο και κλασσικό στοιχείο με το λαϊκό που μέχρι τότε αδικούταν. Πάνω σε αυτή τη διασταύρωση, ενώθηκε ο λαός ο οποίος μέχρι τότε, ακόμη και στην μουσική, επέλεγε να ακούσει με βάση πολιτιστικά, πολιτικά αλλά και κατεξοχήν ταξικά κριτήρια. Ενώ το λόγιο στοιχείο του χαρακτήρα του ήταν ευδιάκριτο, είχε πολλά λαϊκά στοιχεία στη μουσική του. Επίσης ενώ πολλοί τον θεωρούν λαϊκό, αυτός θεωρούσε τον εαυτό του μη λαϊκό αλλά ότι ήταν ένας αστός παρατηρητής. Ο όρος λαϊκός για αυτόν ήταν μια σαφής αλλά παράλληλα και αφαιρετική έννοια και δεν προσδιορίζεται σωστά. Κάποτε είχε δηλώσει:
"… Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες, είναι η συνήθεια του. Εμένα μ΄ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς την βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς την φθορά της Τάξης του…"
Εκτός από μουσικά έργα, ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν μεγάλος διανοούμενος, ποητής, ανθρωπιστής και ιδεολόγος. Σημεία και μαρτυρίες αποδεικνύουν αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Διαβάστε εδώ κομμάτια από ένα άρθρο του που αναφέρεται στο φασισμό και είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Ο συνθέτης, πέθανε το 1994, αφήνοντας τεράστια μουσική, αλλά και γενικότερα πολιτιστική κληρονομιά. Ήταν ένας άνθρωπος που παρά την αστική του προέλευση, τον γοήτευσε ο απλός λαός, γνωρίστηκε με αυτόν, έγινε μέρος του και βρήκε την πραγματική του ταυτότητα, κοντά του. Σε μια προσπάθεια να "παντρέψει" τις δύο αυτές ταυτότητες, δημιούργησε τη δική του μουσική. Ακόμη, πολλά ερωτήματα δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται γύρω από τις ιδέες του, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι το μυαλό του ήταν και είναι προχωρημένο για την εποχή μας. Άλλος ένας σπουδαίος άνθρωπος γεννήθηκε στην Ελλάδα των χίλιων βασάνων, πράγμα που δίνει κουράγιο και συμπαράσταση στην απογοητευμένη νεολαία του σήμερα.

Επιλεγμένη εργογραφία:

Για μια μικρή λευκή αχιβάδα, (σουίτα για πιάνο) 1947
Γυάλινος κόσμος (Θέατρο Τέχνης) 1947
Ματωμένος Γάμος, (θέατρο) 1948
Λεωφορείον ο πόθος (θέατρο) 1949
Έξι λαϊκές ζωγραφιές, (μπαλέτο) 1950
Καταραμένο Φίδι, (σουίτα μπαλέτου) 1950
Ιονική σουίτα, (έργο για πιάνο) 1952
Ο κύκλος του C.N.S. (κύκλος τραγουδιών για βαρύτονο) 1953
Μαγική πόλις (κινηματογράφος) 1954
Σουίτα για βιολί και πιάνο, 1954
Στέλλα (κινηματογράφος), 1955
Ο κύκλος με την κιμωλία, (θέατρο) 1957
Παραμύθι χωρίς όνομα, (θέατρο) 1959
Όρνιθες, (Αρχαία κωμωδία) 1959
Το νησί των γενναίων (κινηματογράφος) 1959
Ευρυδίκη (θέατρο) 1960
Το ποτάμι (κινηματογράφος) 1960
Ελλάς, η χώρα των ονείρων (ντοκυμαντέρ) 1960
Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (διασκευή 12 παλιών λαϊκών για ορχήστρα) 1961
Η κλέφτρα του Λονδίνου (θέατρο) 1961
The 300 Spartans (κινηματογράφος), 1961
Καίσαρ και Κλεοπάτρα, (θέατρο) 1962
Οδός ονείρων, (θέατρο) 1962
Μαγική πόλις (θέατρο) 1963
America – America (κινηματογράφος) 1963
Το χαμόγελο της Τζοκόντα, ερ. 22 (για ορχήστρα) 1964
Δεκαπέντε Εσπερινοί (διασκευή τραγουδιών για ορχήστρα) 1964
Μυθολογία, (κύκλος τραγουδιών) 1965
Καπετάν Μιχάλης, (θέατρο) 1966
Blue (κινηματογράφος) 1967
Reflections, (10 τραγούδια με το New York Rock ‘n’ Roll Ensemble) 1968
Ρυθμολογία, (έργο για πιάνο) 1969
Επιστροφή (κύκλος τραγουδιών) 1970
Ο Μεγάλος Ερωτικός, (κύκλος τραγουδιών) 1972
Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι κι ο Αλκιβιάδης, (κύκλος τραγουδιών σε θεατρική μορφή) 1973
Sweet movie (κινηματογράφος) 1674
Αθανασία (κύκλος τραγουδιών) 1975
Τα παράλογα, (κύκλος τραγουδιών) 1976
A la recherché de l’ Atlantide I & II (ντοκυμαντέρ) 1977
Η Εποχή της Μελισσάνθης, (καντάτα) 1980
Για την Ελένη, (κύκλος τραγουδιών) 1980
Πορνογραφία, (μουσικό θέαμα), 1982
Χειμωνιάτικος Ήλιος, (κύκλος τραγουδιών) 1983
Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς, (κύκλος τραγουδιών) 1983
Τριάντα Νυχτερινά (διασκευή τραγουδιών για ορχήστρα) 1983
Σκοτεινή Μητέρα, (κύκλος τραγουδιών) 1986
Ήσυχες μέρες του Αυγούστου (κινηματογράφος) 1992
Αμοργός, (καντάτα, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1992
Τα τραγούδια της αμαρτίας, (κύκλος τραγουδιών) 1994

Κεμάλ


ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ-Οι νεολαίοι του σήμερα και το αυγό (μιλάει ο ίδιος) 



Ερωτικό - Καληνύχτα



To άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά για το decay.gr

To άρθρο μπορείτε να το βρείτε και εδώ.