Ο ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ ( 14 Ιουνίου 1928 – 9 Οκτωβρίου 1967 ) ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ

 " Ο Τσε ήταν κάτι ανάμεσα σε αθλητή και σε ασθματικό· ενάλλασσε τον Στάλιν με τον Μπωντλέρ, την ποίηση με το μαρξισμό"

Φιντέλ Κάστρο
πηγή 


O Τσε και η ποίηση

Ο Ερνέστο Γκεβάρα, κατά τη διάρκεια της ζωής του, ήταν αδηφάγος αναγνώστης ποίησης. Υπάρχουν εκατοντάδες ανέκδοτα που το επιβεβαιώνουν. Ήταν ένα πάθος που ανακάλυψε στην εφηβεία, μια περίοδο συνεχών κρίσεων άσθματος, όταν ο Τσε, υποχρεωμένος να υπομένει πολλές ώρες ακινησίας, έβρισκε στα βιβλία ένα συγγενικό κόσμο όπου μπορούσε να καταφεύγει. Οι πρώτοι του έρωτες ήσαν ο Πάμπλο Νερούδα και τα Άνθη του Κακού του Μποντλέρ, που παραδόξως τα διάβασε στα γαλλικά. Σε ηλικία 15 ετών είναι η σειρά του Βερλέν και του Αντόνιο Ματσάδο. Πέρα από την ανακάλυψη του Γκάντι που τον εντυπωσιάζει βαθιά, οι φίλοι του τον θυμούνται να απαγγέλλει Νερούδα, αλλά και ισπανούς ποιητές.

Το 1952, σε ηλικία 24 ετών, και ενώ βρίσκεται στη Μπογκοτά, ο Τσε κάνει τη γνωριμία ενός κολομβιανού ηγετικού στελέχους του φοιτητικού κινήματος. Μιλάνε για πολιτική, λογοτεχνία, και ο Τσε ισχυρίζεται ότι έχει αποστηθίσει όλα τα ποιήματα του Νερούδα. Ο κολομβιανός φοιτητής τον προκαλεί αρχίζοντας να απαγγέλλει κάποιο ποίημα του Νερούδα και σταματά. Ο Γκεβάρα συνεχίζει χωρίς δισταγμό: «...μπορώ να γράψω απόψε τους πιο λυπημένους στίχους/ Να γράψω για παράδειγμα…» και συνεχίζει. Κάπου δύο χρόνια αργότερα, από μια μεξικάνικη φυλακή, θα έγραφε στους γονείς του: «Εάν για έναν οποιοδήποτε λόγο, παρόλο που μου φαίνεται απίθανο, δεν θα μπορούσα πλέον να γράψω και τα πράγματα πήγαιναν προς το χειρότερο, δεχτείτε αυτές τις γραμμές σαν αποχαιρετισμό, όχι δραματικό αλλά ειλικρινή. Διέσχισα τη ζωή αναζητώντας την αλήθεια μου μέσα από χιλιάδες εμπόδια, και τώρα, που βρίσκομαι πλέον σε αυτό το δρόμο, με μία κόρη που θα συνεχίσει την πορεία μου, έχω κλείσει τον κύκλο μου. Στο εξής δεν θα θεωρήσω το θάνατό μου σαν αποτυχία. Ίσως, όπως ο Χικμέτ, «Στον τάφο θα φέρω μονάχα / την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού». […]


Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στη Σιέρα Μαέστρα, ο Τσε κατόρθωσε να οργανώσει ένα δίκτυο επαφών, ικανό να μπορεί να στέλνει στο βουνό τα βιβλία του Χοσέ Μαρτί, τις ποιητικές συλλογές του Χοσέ Μαρία Ερέδα, του Χερτρούδες ντε Αβεγιανέδα, του Γκαμπ­ριέλ δε λα Κονθεπθιόν και του Ρούμπεν Νταρίο. Ανάμεσα σ’ αυτά έβλεπες και τη βιογραφία του Γκέτε από τον Εμίλ Λούντβιχ, που διάβασε (όπως φαίνεται σε φωτογραφία), ξαπλωμένος σε μια καλύβα από κλαδιά, σκεπασμένος με κουβέρτα και καπνίζοντας ένα τεράστιο πούρο.
Τον Ιούνιο του 1961, όταν ήταν Υπουργός Βιομηχανίας της νικηφόρας επανάστασης, ο Τσε αποκάλυπτε στον Ίγκορ Μαν, κατά τη διάρκεια συνέντευξης: «γνωρίζω τον Νερούδα απέξω, και στο κομοδίνο μου έχω τον Μποντλέρ, τον οποίο διαβάζω στα γαλλικά». Ο Γκεβάρα είχε προσθέσει ότι από τα ποιήματα του Νερούδα αγαπούσε πιο πολύ «Το ερωτικό άσμα στο Στάλινγκραντ». Η Αλέιδα Μάρτς, η σύντροφός του, θυμάται: «διάβαζε όλες τις ώρες, σε οποιαδήποτε ελεύθερη στιγμή, ανάμεσα σε δύο συσκέψεις, ή στη διάρκεια των ταξιδιών του».

Ο Τσε ως ποιητής

Ο Τσε Γκεβάρα δεν ήταν μόνο δεινός αναγνώστης. Όλη τη ζωή ερωτοτροπούσε με την ποίηση ως δημιουργός, την είχε πλησιάσει και είχε απομακρυνθεί, αντιμετωπίζοντάς την με απόλυτο σεβασμό. Ποτέ δεν αισθάνθηκε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα των προσπαθειών του και πιστεύοντας ότι οι στίχοι του δεν είχαν μεγάλη αξία, δεν θέλησε ποτέ να τους δημοσιεύσει.
Είναι πιθανόν να έγραφε ποίηση σε όλη τη διάρκεια της εφηβείας του και της πρώτης νιότης του, όμως τα λίγα κείμενα που γνωρίζουμε σήμερα γράφτηκαν μεταξύ του 1954 και του 1956 στη Γουατεμάλα και το Μεξικό. Πρόκειται για ποιήματα ενός ατόμου σε μεταβατική περίοδο, γοητευμένου από το απέραντο σύμπαν (που κατά κάποιον τρόπο τον περίμενε) και από τα προκολομβιανά ερείπια. Το 1955 ο Τσε έγραφε: «Η θάλασσα με καλεί με το φιλικό της χέρι/ το λιβάδι μου – μια ήπειρος – / ανοίγει απαλό και ανεξίτηλο / σαν κωδωνοκρουσία στο δειλινό». Θα επιστρέψει με τα ίδια θέματα σε ένα άλλο ποίημα: «Βρίσκομαι μόνος απέναντι στην αμείλικτη νύχτα / με το ελαφρό άρωμα των εισιτηρίων / η Ευρώπη με φωνή παλιού κρασιού / πνοή ξανθής σάρκας, μουσειακά αντικείμενα. / Με το χαρούμενο κουδούνισμα των νέων χωρών / βρίσκομαι μπροστά στις συγκρούσεις / που έφερε το τραγούδι του Μαρξ και του Ένγκελς».
Όταν ασκούσε την ιατρική στο Μεξικό, ο Τσε χρειάστηκε να θεραπεύσει μια γυναίκα ονόματι Μαρία, με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα εξαιτίας του άσθματος. Θεωρώντας την εξαθλίωση μέσα στην οποία ζούσε η γυναίκα αυτή και το φρικτό θάνατό της σαν προσωπική προσβολή, ο Γκεβάρα έγραψε ένα ποίημα: «Γριά Μαρία, πρόκειται να πεθάνεις / θέλω να σου μιλήσω σοβαρά /η ζωή σου ήταν γεμάτη αγωνίες / δεν είχες εραστή, ούτε υγεία ούτε χρήματα / μόνο την πείνα είχες να μοιραστείς...».
Είναι πιθανόν ότι συνέχισε να γράφει στίχους κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής του, αλλά κανείς δεν τους γνωρίζει.

Διαβάστε περισσότερα H προσωπική ανθολογία του Τσε


Ο Ερνέστο Γκεβάρα και ο Φιντέλ Κάστρο στην Αβάνα, 1961.


Hasta la poesía de la revolución − Ο Τσε και η ποίηση

Τα ποιήματα που ακολουθούν δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς από την Μποτίλια Στον Άνεμο . Ξαναδουλεμένα και σχολιασμένα, υπό τον γενικό τίτλο Ο ΤΣΕ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ παρουσιάστηκαν στη μεγάλη εκδήλωση στο σινέ Αλκυονίς, που διοργάνωσε η New Starγια τα 89 χρόνια από τη γέννηση του Κομαντάντε, στις 14 Ιουνίου 2017.

Τα ποιήματα των Κορτάσαρ, Μπενεδέτι, Δάλτον και Γκιγιέν μεταφράζονται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας.


TΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ -  ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΝΤΕΛ


Το πρώτο ποίημα, Τραγούδι για τον Φιντέλ, ανήκει στον Τσε. Γράφτηκε στο Μεξικό, πιθανόν τον Ιούνιο του 1956, στο ράντσο που είχαν νοικιάσει οι επαναστάτες για την εκπαίδευσή τους, ή τον Ιούλιο στη φυλακή Μιγκέλ Σουλτς, από όπου στις 6 του μήνα, ο Τσε γράφει στους γονείς του:
«Ένας νεαρός Κουβανός ηγέτης με προσκάλεσε να προσχωρήσω στο κίνημά του, που αφορά την ένοπλη απελευθέρωση της πατρίδας του. Εγώ, φυσικά, δέχτηκα»[…] «Όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα σχέδιά μου, θα σας πω ότι το μέλλον μου είναι συνδεδεμένο με την απελευθέρωση της Κούβας. Ή θα θριαμβεύσω με αυτήν ή θα πεθάνω εκεί». Και πιο κάτω «Από δω και στο εξής δε θα θεωρούσα το θάνατό μου λόγο μεγάλης απογοήτευσης, αλλά, όπως λέει κι ο Χικμέτ: Το μόνο που θα πάρω μαζί μου στον τάφο / θα είναι η θλίψη ενός ατέλειωτου τραγουδιού».
Ορισμένες πηγές δίνουν ως ημερομηνία γραφής του ποιήματος την επομένη της επιστολής (7 Ιουλίου 1956). Σε αυτό συνηγορούν άλλωστε και οι ομοιότητες του ποιήματος με την επιστολή (υπογραμμίσεις).
Στις 25 Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς θα ξεκινήσουν με το κότερό τους για την κρίσιμη αναμέτρηση με την αθανασία.


Πάμε λοιπόν,
φλογερέ προφήτη της αυγής
για τα κρυφά αποκομμένα μονοπάτια
Πάμε να ελευθερώσουμε αυτόν τον πράσινο αλιγάτορα που τόσο αγαπάς.

Πάμε λοιπόν
τους εξευτελισμούς να αντιμετωπίσουμε
οπλισμένοι με τα εξεγερμένα αστέρια του Μαρτί
κι ας πάρουμε όρκο πως μας περιμένει ο θρίαμβος ή που το θάνατο θα βρούμε.

Όταν θα πέσει η πρώτη ντουφεκιά και θα σκιρτήσει
μες στον παρθενικό της ύπνο η ζούγκλα απ’ άκρη σ’ άκρη,
εκεί, στο πλάι σου, αποφασισμένους μαχητές
λογάριαζε κι εμάς.

Όταν η φωνή σου στους τέσσερεις ανέμους αντηχήσει
γι’ αγροτική αλλαγή, δικαιοσύνη, ψωμί και λευτεριά,
εκεί, στο πλάι σου, με μια φωνή,
λογάριαζε κι εμάς.

Κι όταν θα φτάσεις στου ταξιδιού το τέρμα
στην κρίσιμη αναμέτρησή σου με τον τύραννο
εκεί, στο πλάι σου, προσμένοντας την τελευταία μάχη,
λογάριαζε κι εμάς.

Τη μέρα που το κτήνος θα γλείφει την πληγή
απ’ της εθνικοποίησης το βέλος που θα ρίξεις,
εκεί, στο πλάι σου, με την καρδιά αγέρωχη,
λογάριαζε κι εμάς.

(Μη φανταστείς ότι μπορεί να κόψουν την ορμή μας
αυτοί οι στολισμένοι ψύλλοι που παριστάνουν το στρατό·
ένα τουφέκι χρειαζόμαστε, τις σφαίρες τους κι ένα βράχο.
Τίποτ’ άλλο).

Κι άμα το δρόμο μας το σίδερο θα κόψει,
το μόνο που ζητάμε είν’ ένα σάβανο από τα δάκρυα της Κούβας
για να σκεπάζει τ’ αντάρτικα κουφάρια μας,
καθώς θα διασχίζουν την αμερικάνικη ιστορία.
Τίποτ’ άλλο.
Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 26 Δεκεμβρίου 2016

Che Guevara Portrait by Arun Sivaprasad

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ - ΘΛΙΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΕΝΟΣ ΗΡΩΑ

(Από τη συλλογή Το Τέλος Του Κόσμου, 1969)

Εκείνοι που έζησαν αυτή την ιστορία, το θάνατο και την ανάσταση της πεθαμένης μας ελπίδας,
αυτοί που τον αγώνα διάλεξαν κι είδαν να ξεδιπλώνονται σημαίες, ήξεραν
πως οι πιο αθόρυβοι ήταν οι αληθινοί μας ήρωες, κι αυτοί που καπηλεύτηκαν
τις νίκες ήταν οι φαφλατάδες με τα παχιά τα λόγια και τα σάλια τους.

Κούνησε το κεφάλι του ο λαός:
και γύρισε ο ήρωας στη σιωπή του.
Μα μαυροφόρεσε η σιωπή, ώσπου κι εμείς βουλιάξαμε στο πένθος, σαν έσβησε απάνω στα βουνά η πυρκαγιά κι η δόξα του Γκεβάρα.
O Κομαντάντε είναι νεκρός, σ’ ένα φαράγγι σκοτωμένος.

Κανείς δεν βρήκε λέξη για να πει.
Κανείς δεν έκλαψε στα ινδιάνικα χωριά.
Κανείς δεν χτύπησε καμπάνες.
Κανείς δεν σήκωσε ντουφέκι, και πήρανε την επικήρυξη αυτοί που ο δολοφονημένος κομαντάντε είχε πάει για να τους σώσει.

Τι να συνέβη, συντετριμμένος συλλογιέμαι, με τούτα τα γεννούμενα;
Και η αλήθεια δεν ειπώθηκε, σκεπάστηκε όμως σε μια κόλα από χαρτί αυτή η δυστυχία η ασήκωτη.
Μόλις που είχε χαράξει ο δρόμος και ήταν για μας η ήττα του
μια τσεκουριά που γκρέμισε τη στέρνα της σιωπής.

Η Βολιβία γύρισε στην έχθρα της, στους διαβρωμένους γοριλάνθρωπους, μες στην αγιάτρευτή της φτώχεια,
και τότε σαν τρομαγμένες μάγισσες, οι λοχίες της ντροπής, οι δολοφόνοι στρατηγίσκοι,
κρύψαν καλά καλά το σώμα του αντάρτη, λες και τους έκαιγε ο νεκρός.
Κατάπιε η άγρια ζούγκλα τα μονοπάτια, τα οράματα, κι εκεί που άλλοτε διάβαιναν οι αποδεκατισμένοι άντρες
τώρα οι γλυσίνες ρίζωσαν, με πράσινη φωνή μοιρολογούν κι αθόρυβα στις φυλλωσιές τ’ άγριο ελάφι επιστρέφει.

(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Οκτωβρίου 2015)


ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ - ΤΣΕ

ΕΙΧΑ έναν αδερφό.
Δεν ειδωθήκαμε ποτέ
αλλά δεν έχει σημασία.

Είχα έναν αδελφό
που τράβαγε μες στα βουνά
όσο εγώ κοιμόμουν.

Αγάπησα τον τρόπο του
και πήρα τη φωνή του
ελεύθερη όπως το νερό.
Κάποιες φορές περπάτησα
μαζί με τη σκιά του.

Δεν ειδωθήκαμε ποτέ
αλλά δεν έχει σημασία.
Ο αδερφός μου έμενε ξάγρυπνος
όσο εγώ κοιμόμουν.
Ο αδερφός που μου ’δειχνε
πίσω απ’ τη μαύρη νύχτα
το διαλεχτό του αστέρι.
Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 4 Ιουνίου 2016


Painting by Alexander Schäd from Germany

ΜΑΡΙΟ ΜΠΕΝΕΝΤΕΤΙ - ΓΕΜΑΤΟΙ ΟΡΓΗ, ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΜΕΝΟΙ

Προχωράμε,
αποκρούοντας επιθέσεις. 

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα

ΈΤΣΙ είμαστε
γεμάτοι οργή
συγκλονισμένοι
αν και αυτό το φονικό
ήταν παράλογα προβλέψιμο

νιώθω ντροπή κοιτάζοντας
τους πίνακες
τις πολυθρόνες
τα χαλιά
ακόμα και να πάρω ένα μπουκάλι απ’ το ψυγείο
και να χτυπήσω τα τρία παγκόσμια γράμματα του ονόματός σου
στην παγωμένη γραφομηχανή
εκείνη που ποτέ
ποτέ δεν ήταν άλλοτε
τόσο η ταινία της χλωμή

και που κρυώνω ντρέπομαι
μα και που πάω κοντά στη σόμπα όπως συνήθως
και που πεινάω και τρώγω
αυτό το τόσο απλό 
και που ανοίγω το πικάπ ν’ ακούσω κάτι στη σιωπή
ιδίως ένα του Μότσαρτ κουαρτέτο

νιώθω ντροπή για τις ανέσεις μου
και ντρέπομαι για το άσθμα μου
όταν εσύ κομαντάντε σωριάζεσαι
από τις σφαίρες θερισμένος
υπέροχος
λαμπρός

είσαι η συνείδησή μας η διάτρητη

λένε πως σ’ έκαψαν
μα ποια φωτιά
μπορεί να κάψει το καλό
τα καλά νέα
αυτή την οργισμένη τρυφερότητα
που έγινε μεταδοτική
μέσα απ’ το βήχα
κι απ’ τις λάσπες

λένε πως αποτέφρωσαν
όλη σου τη ζωή
εκτός από ένα δάχτυλο


μα είναι αρκετό το δρόμο να μας δείξει
το κτήνος να δικάσει και με τη στάχτη του
να σφίξει πάλι τη σκανδάλη


έτσι είμαστε
γεμάτοι οργή
συγκλονισμένοι
βέβαια με τον καιρό αυτή η βαριά
κατάπληξη
θα υποχωρήσει
θα μείνει
σκέτη η οργή

είσαι νεκρός,
είσαι ζωντανός,
είσαι πεσμένος καταγής
είσαι ένα σύννεφο
είσαι βροχή,
είσαι αστέρι

όπου κι αν είσαι
αν είσαι
αν έρχεσαι

μπορείς εντέλει
να ανασάνεις ήσυχος
και να γεμίσεις τα πνευμόνια σου ουρανό

όπου κι αν είσαι
αν είσαι
αν έρχεσαι
κρίμα που δεν υπάρχει και θεός

μα θα υπάρξουν άλλοι
σίγουρο πως θα υπάρξουν άλλοι
άξιοι να σε υποδεχτούνε
κομαντάντε.

Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 6 Ιουνίου 2016

 Che Guevara - Dominique Capocci

ΡΟΚΕ ΝΤΑΛΤΟΝ - ΣΥΜΒΟΛΟ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΤΣΕ

Ο ΤΣΕ ο Ιησούς Χριστός
αιχμαλωτίστηκε
μετά από την επί του όρους ομιλία του
(στο βάθος των πολυβόλων το κροτάλισμα)
από ρέιντζερς Βολιβιανούς κι Εβραίους
κατ’ εντολή γιάνκηδων εκατόνταρχων
Τον καταδίκασαν Γραμματείς και Φαρισαίοι ρεβιζιονιστές
με τον Καγιάφα Μόνχε εκπρόσωπό τους
ο Πόντιος Μπαριέντος ένιπτε τας χείρας του
μιλώντας στους αμερικανούς στρατιωτικούς
πίσω απ’ την πλάτη του λαού που μασουλούσε φύλλα κόκας
και ούτε καν η εναλλακτική για έναν Βαραββά
(ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν σ’ εκείνους που εγκατάλειψαν το αντάρτικο
και άνοιξε στους ρέιντζερς το δρόμο)
Ύστερα φόρεσαν στο Χριστό Γκεβάρα
ένα στεφάνι αγκάθινο κι έναν ζουρλοχιτώνα
και μια ταμπέλα για εμπαιγμό κρεμάσαν στο λαιμό του
ΙΝΒΙ: Ιδανικός Νοηματοδότης των Βασανισμένων απ’ τον Ιμπεριαλισμό
Κατόπιν του φόρτωσαν το σταυρό πάνω απ’ το άσθμα του
και τον καρφώσαν με ριπές από Μ-2
του έκοψαν το κεφάλι και τα χέρια
κι έκαψαν ό,τι απόμεινε ώσπου να γίνει στάχτη
και να σκορπίσει με τον άνεμο.
Κατά συνέπεια δεν έμεινε άλλος δρόμος για το Τσε
παρά ν’ αναστηθεί
και στα αριστερά να στέκει των ανθρώπων
ζητώντας τους ν’ ανοίξουνε το βήμα
εις τους αιώνες των αιώνων
Αμήν.
(Από τη συλλογή Παράνομα Ποιήματα, 1980)

Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Οκτωβρίου 2015

Διαβάστε περισσότερα : http://www.katiousa.gr/


Art Sketch by Kim Wang

Νικολάς Γκιγιέν - 4 Ποιήματα για τον Τσε

ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

ΟΠΩΣ του Σαν Μαρτίν το τιμημένο χέρι
με του Μαρτί το αδερφικό το χέρι σμίγει
κι ως τα νερά στον κάμπο ο Πλάτα ξετυλίγει
και με του Κάουτο τα νερά ζωή έχει φέρει,

έτσι ο Γκεβάρα, ο γκάουτσο, φωνή γενναία,
με τον Φιντέλ τ’ αντάρτικό αίμα του έχει δέσει,
κι όταν η νύχτα μας τρισκότεινη είχε πέσει
φαρδιά η παλάμη του μας κράτησε παρέα.

Ανίκητος. Από φαρμάκι, από θηρίο,
κι από λερή σκιά θανάτου, και μαχαίρι,
που μόνο η μνήμη η βάρβαρη δεν θα αποφύγει.

Σε μια λαμπρή ψυχή ενώθηκαν οι δύο,
όπως του Σαν Μαρτίν το τιμημένο χέρι
με του Μαρτί το αδερφικό το χέρι σμίγει.

Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος, Οκτ. 2015
Νικολάς Γκιγιέν, Ιανουάριος 1959


CHE GUEVARA

COMO si San Martín la mano pura
a Martí familiar tendido hubiera,
como si el Plata vegetal viniera
con el Cauto a juntar agua y ternura,

así Guevara, el gaucho de voz dura,
brindó a Fidel su sangre guerrillera,
y su ancha mano fue más compañera
cuando fue nuestra noche más oscura.

Huyó la muerte. De su sombra impura,
del puñal,del veneno,de la fiera,
sólo el recuerdo bárbaro perdura.

Hecha de dos un alma brilla entera,
como si San Martín la mano pura
a Martí familiar tendido hubiera.
Guillen Nicolás, Enero 1959


Ο Ερνέστο Γκεβάρα σε ηλικία 37 ετών στο Κονγκό1965.

ΤΣΕ ΚΟΜΑΝΤΑΝΤΕ

ΚΙ ΑΣ έπεσες
το φως σου μένει πάντοτε μεσούρανα.
Άλογο καμωμένο από φωτιά
καλπάζει με το αντάρτικο άγαλμά σου
μες στους ανέμους και τα σύννεφα
της Σιέρρας.
Κι αν σώπασες, δε σώπασε η φωνή σου.
Κι αν σ’ έκαψαν,
κι αν σ’ έχωσαν βαθιά κάτω απ’ το χώμα,
κι αν έκρυψαν τη στάχτη σου
σε κοιμητήρια, σε δάση και τυρφώνες,
δε θα μας εμποδίσουν να σε βρούμε,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

ΓΕΛΑΕΙ σαρδόνια
η Βόρεια Αμερική. Μα ξάφνου
στριφογυρνάει πάνω σε κείνο το στρώμα
από δολάρια. Το γέλιο της
μια παγωμένη μάσκα τώρα,
και το γιγάντιο σώμα σου από μέταλλο
ανυψώνεται, διασκορπίζεται,
σαν ντάβανος κεντρίζει τους αντάρτες,
και το τρανό όνομά σου λαβωμένο
απ’ τους στρατιώτες
λάμπει μέσα στ’ αμερικάνικα σκοτάδια,
σαν ένα πεφταστέρι
στη μέση μιας απαίσιας γιορτής.
Εσύ, Γκεβάρα, το ’ξερες,
μα από σεμνότητα δεν το ’πες
για να μην καυχηθείς,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

ΕΙΣΑΙ παντού. Στον Ινδιάνο
τον από χαλκό και όνειρα πλασμένον.
Κι είσαι στη μαύρη
εξεγερμένη, τρικυμισμένη λαοθάλασσα,
στου πετρελαίου τον εργάτη και του νίτρου

και στη φριχτή εγκατάλειψη
της μπανανοφυτείας, και στης μεγάλης
πάμπας το πετσί
και στο αλάτι και στη ζάχαρη, και στις
φυτείες του καφέ,
εσύ, φιγούρα αναδυόμενη απ’ το αίμα σου
καθώς σωριάστηκες,
και ζωντανός, όπως δεν σε ήθελαν,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

Η ΚΟΥΒΑ σ’ έχει αποστηθίσει. Πρόσωπο
με τη φωτεινή γενειάδα. Και χρώμα ελιάς και φίλντισι στο δέρμα του άγιου νέου.
Φωνή ακλόνητη, που δίνει διαταγές
μα δεν προστάζει,
μια προσταγή συντροφική, μια φιλική
διαταγή,
σκληρή και τρυφερή, οδηγητή και
σύντροφου.
Σε βλέπουμε καθημερνά υπουργό,
καθημερνά στρατιώτη, καθημερνά
άνθρωπο απλό, και δύσκολη
η κάθε μέρα.
Κι άδολος είσαι σαν παιδί
σαν ένας άντρας άδολος,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

ΠΕΡΝΑΣ με την ξεθωριασμένη, σκισμένη,
τρύπια σου στολή της μάχης.
Στη ζούγκλα σήμερα, σαν άλλοτε
στη Σιέρα. Μισόγυμνο
το δυνατό σου στέρνο, του λόγου και του
τουφεκιού,
ένας τυφώνας πύρινος, κι αμάραντο
τριαντάφυλλο.
Χωρίς ανάπαυλα.
Γεια σου Γκεβάρα!
Μα πιο καλά για να στο πω, εκεί
στο αμερικάνικο φαράγγι:
Περίμενέ μας. Θα φύγουμε μαζί σου.
Θέλουμε
να πεθάνουμε για να ζήσουμε όπως
πέθανες εσύ,
να ζήσουμε όπως ζεις εσύ,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος, Οκτ. 2015
Νικολάς Γκιγιέν,
8 - 15 Οκτωβρίου 1967


CHE COMANDANTE

NO porque hayas caído
tu luz es menos alta.
Un caballo de fuego
sostiene tu escultura guerrillera
entre el viento y las nubes
de la Sierra.
No por callado eres silencio.
Y no porque te quemen,
porque te disimulen bajo tierra,
porque te escondan
en cementerios, bosques, páramos,
van a impedir que te encontremos,
Che Comandante,
amigo.

CON sus dientes de júbilo
Norteamérica ríe. Mas de pronto
revuélvese en su lecho
de dólares. Se le cuaja
la risa en una máscara,
y tu gran cuerpo de metal
sube, se disemina
en las guerrillas como tábanos,
y tu ancho nombre herido
por soldados
ilumina la noche americana
como una estrella súbita, caída
en medio de una orgía.
Tú lo sabías, Guevara,
pero no lo dijiste por modestia,
por no hablar de ti mismo,
Che Comandante,
amigo.

ESTÁS en todas partes. En el indio
hecho de sueño y cobre. Y en
el negro
revuelto en espumosa muchedumbre,
y en el ser petrolero y salitrero,
y en el terrible desamparo
de la banana, y en la gran pampa de
las pieles,
y en el azúcar y en la sal y en los
cafetos,
tú, móvil estatua de tu sangre como
te derribaron,
vivo, como no te querían,
Che Comandante,
amigo.

CUBA te sabe de memoria. Rostro
de barbas que clarean. Y marfil
y aceituna en la piel de santo joven.
Firme la voz que ordena
sin mandar,
que manda compañera, ordena
amiga,
tierna y dura de jefe
camarada.
Te vemos cada día ministro,
cada día soldado, cada día
gente llana y difícil
cada día.
Y puro como un niño
o como un hombre puro,
Che Comandante,
amigo.

PASAS en tu descolorido, roto,
agujereado traje de campaña.
El de la selva, como antes
fue el de la Sierra. Semidesnudo
el poderoso pecho de fusil
y palabra,
de ardiente vendaval y lenta
rosa.
No hay descanso.
¡Salud, Guevara!
O mejor todavía desde el hondón
americano:
Espéranos. Partiremos contigo.
Queremos
morir para vivir como tú has
muerto,
para vivir como tú vives,
Che Comandante,
amigo.
Nicolás Guillen,
8 - 15 de Οctubre de 1967


Ο Ερνέστο Γκεβάρα στη Βολιβία λίγο πριν το θάνατο του, 1967


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΛΥΤΡΑΣ

 

Φωτογραφία του Νικηφόρου Λύτρα με την παλέτα στο χέρι
από το περιοδικό 
Εστία του 1893

Ο Νικηφόρος Λύτρας (Πύργος Τήνου 1832 – Αθήνα 13 Ιουνίου 1904) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους και δασκάλους τηςζωγραφικής κατά τον 19ο αιώνα. Θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου και πρωτοπόρος στην διαμόρφωση της διδασκαλίας των Καλών Τεχνών στην Ελλάδα. Η πολυσήμαντη τέχνη του καλύπτει τα τρία τέταρτα του πρώτου αιώνα της ελληνικής αναγέννησης
Τα κάλαντα 

Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Νικηφόρος Λύτρας ήταν γιος ενός λαϊκού μαρμαρογλύπτη, ο οποίος περιπλανήθηκε σ' όλες τις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων αναζητώντας την τύχη του και τελικά κατέληξε στην Τήνο. Ο πατέρας μετέδωσε στο γιο του τη μεγάλη αγάπη του προς την καλλιτεχνία και ο Νικηφόρος Λύτρας από μικρή ηλικία είχε εκπλήξει με το πλούσιο ταλέντο του όσους έτυχε να τον γνωρίσουν.
Αυτοπροσωπογραφία

Το 1850, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, πήγε στην Αθήνα μαζί με τον πατέρα του και γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών (η μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Στο Σχολείο των Τεχνών, σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Γερμανόδιευθυντή της Σχολής, Λουδοβίκο Θείρσιο (Λούντβιχ Τιρς, Ludwig Thiersch), τους αδερφούς Μαργαρίτη και τον ΙταλόΡαφφαέλο Τσέκκολι (Raffaelo Ceccoli). Ο Θείρσιος συγκινημένος από το πρώιμο φούντωμα της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας του Νικηφόρου Λύτρα, τον πήρε υπό την ιδιαίτερη και πατρική προστασία του και τον καθοδήγησε με επιτυχία στο δρόμο της μεγάλης καριέρας. Με την αποφοίτησή του, το 1856, ο Νικηφόρος Λύτρας ανέλαβε να διδάξει το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1860, με υποτροφία του βασιλιά Όθωνα, πήγε στο Μόναχο για να σπουδάσει στη Βασιλική Ακαδημία των Καλών Τεχνών και έτσι βρέθηκε στην καρδιά της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής ζωής. Την εποχή εκείνη, στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας ζωντάνευε ξανά ο αθηναϊκός 5ος αιώνας π.Χ.. Η τέχνη, που είχε πηγή τον αρχαίοκλασικισμό, βρισκόταν στην ακμή της. Μέσα σ' αυτή τη Σχολή και με δάσκαλό του τον Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty), ο οποίος ήταν βασικός εκπρόσωπος της ιστορικής ρεαλιστικής ζωγραφικής στη Γερμανία, ο Νικηφόρος Λύτρας ανέπτυξε στερεές ρίζες για την κατοπινή του εξέλιξη.

Επιστροφή από το πανηγύρι της Πεντέλης
Το 1862, με την έξωση του βασιλιά Όθωνα, το ελληνικό κράτος διέκοψε την υποτροφία που του χορηγούσε, αλλά ο εύπορος βαρώνος Σιμών Σίνας, πρέσβης της Ελλάδας στη Βιέννη, ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών του. Το καλοκαίρι του 1865, λίγο πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα, συνάντησε τον φίλο του Νικόλαο Γύζη, που μόλις είχε φθάσει στο Μόναχο για να σπουδάσει και αυτός κοντά στον Πιλότυ. Μαζί με τον Γύζη επισκέφθηκαν εκθέσεις και μουσεία και πήγαν για λίγες ημέρες στις εξοχές του Μονάχου, σε γραφικά χωριά της Βαυαρίας.
Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Λύτρας διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο Καλών Τεχνών, στην έδρα της Ζωγραφικής, την οποία κατείχε για 38 ολόκληρα χρόνια διδάσκοντας με υποδειγματική ευσυνειδησία και ζήλο. Το 1873, συντροφιά με τον Γύζη, έκανε ένα τρίμηνο ταξίδι στη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία, όπου πλούτισε το ταλέντο του με ισχυρές και φωτεινές εντυπώσεις και με το ρυθμό ενός άλλου κόσμου. Εκεί προσπάθησε να γνωρίσει την επίδραση που είχε η Ανατολή πάνω στον κλασικισμό, ώστε να μπορέσει να μελετήσει το βυζαντινό ρυθμό που γεννήθηκε από την ένωση του κλασικισμού με την αραβική τέχνη. Τον επόμενο χρόνο (1874) πήγε πάλι στο Μόναχο και επέστρεψε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1875. ΤονΣεπτέμβριο του 1876, μαζί με τον Γύζη, αναχώρησε και πάλι για το Μόναχο και το Παρίσι.

Προσμονή
Το 1879 επισκέφθηκε την Αίγυπτο και τον χειμώνα του ίδιου έτους παντρεύτηκε την Ειρήνη Κυριακίδη, κόρη εμπόρου από τη Σμύρνη. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε το πρώτο από τα έξι παιδιά τους, ο Αντώνιος. Ακολουθούν τέσσερις ακόμα γιοι — ο Νικόλαος, ο Όθων, ο Περικλής και ο Λύσανδρος — και μία κόρη, η Χρυσαυγή. Ο γιος του Νικόλαος έγινε κι αυτός ζωγράφος με πλούσιο και πολύ σημαντικό έργο.
Ο Λύτρας εργάστηκε ευσυνείδητα και ως ζωγράφος και ως καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και γνώρισε νωρίς την αναγνώριση και την δόξα. Οι ανεξάντλητοι θησαυροί της ψυχής του, η ευαισθησία και η ευρύτητα της καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασίας, έκαναν γόνιμη τη διδασκαλία του και τα αποτελέσματά της λαμπρά, δεδομένου ότι οι σημαντικότεροι καλλιτέχνες της νεότερης Ελλάδας υπήρξαν μαθητές του. Κοντά του μαθήτευσαν πολλοί ζωγράφοι, που αργότερα ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους και διακρίθηκαν, μεταξύ των οποίων ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης, ο Περικλής Πανταζής, ο Γεώργιος Ροϊλός και ο Νικόλαος Βώκος.

Ο γαλατάς (1895)
Πέθανε σε ηλικία 72 ετών το καλοκαίρι του 1904, μετά από σύντομη ασθένεια που εικάζεται ότι οφειλόταν σε δηλητηρίαση από τις χημικές ουσίες των χρωμάτων. Λίγους μήνες αργότερα, την έδρα του στο Σχολείο Καλών Τεχνών (Πολυτεχνείο), ανέλαβε ο παλαιός μαθητής του Γεώργιος Ιακωβίδης.

Το ζωγραφικό του έργο.

Στο πλούσιο και απέραντο έργο του Νικηφόρου Λύτρα, από τα πρώτα παιδικά σχεδιαγράμματά του μέχρι τον τελευταίο του πίνακα, βλέπει κανείς μια διαρκή εξέλιξη. Συνεχώς ανεβαίνει, προσπαθώντας να φτάσει στην ιδανική τελειότητα. Κατά την περίοδο που ήταν μαθητής του Πιλότυ στο Μόναχο, ο Λύτρας ασχολήθηκε με την λεγόμενη «ιστορική ζωγραφική» με θέματα παρμένα από την ελληνική μυθολογία και την ελληνική ιστορία. Στην περίοδο του Μονάχου συγκαταλέγονται οι πίνακές του: Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, Η Πηνελόπη διαλύει τον ιστό της, Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη.

Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη (1865)


Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, άρχισε να ασχολείται με προσωπογραφίες. Ο καταξιωμένος Λύτρας ήταν από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής του. Συμμετείχε και τιμήθηκε σε πάμπολλες εκθέσεις: στις πανελλήνιες εκθέσεις στο Ζάππειο, τις παγκόσμιες εκθέσεις του Παρισιού (1855186718781889 και 1900), την παγκόσμια έκθεση της Βιέννης (1873), και τις εκθέσεις που οργάνωνε τακτικά ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Παρνασσός. Ως επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας φιλοτέχνησε ολόσωμα μνημειακά πορτρέτα μελών των οικογενειών Σερπιέρη, Καυτατζόγλου, διευθυντών της Εθνικής Τράπεζας και άλλων επιφανών Αθηναίων που συγκαταλέγονται στα πιο σημαντικά δείγματα της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αι. Στην πραγματικότητα, όμως, οι βιοτικές ανάγκες ήταν που υποχρέωσαν τον Νικηφόρο Λύτρα να ζωγραφίζει προσωπογραφίες εξεχόντων προσώπων. Έτσι, μολονότι είναι αριστουργηματικές, δεν ήταν αυτές στις οποίες ο Λύτρας έκλεινε μέσα τη ψυχή του.

Το ψαριανό μοιρολόι

Η καλλιτεχνική δύναμη του Νικηφόρου Λύτρα βρίσκεται μέσα στους ηθογραφικούς του πίνακες, στις εκπληκτικές εκείνες συνθέσεις, με θέματα της ζωής στο χωριό και την πόλη, που ακτινοβολούν ολόκληρη τη θέρμη και τη φωτεινή του αγάπη για την ελληνική ζωή και το αγνό ελληνικό σπίτι.
Προσωπογραφία
Μαριάνθης Λ. Χαριλάου
,
 Τα γραφικά έθιμα και τα στιγμιότυπα ενέπνευσαν μερικά από τα πλέον γνωστά ηθογραφικά έργα του: Ψαριανό μοιρολόι, Παιδί που στρίβει τσιγάρο, Η αναμονή, Ο κακός έγγονος, Η κλεμμένη, το Μετά την πειρατείαν, Η αρραβωνιασμένη, Το λιβάνισμα, Η ορφανή, Τα άνθη του επιταφίου, Ο όρθρος, Ο γαλατάς, Το φίλημα, Το αυγό του Πάσχα, Ο μάγκας και κυρίως Τα κάλαντα αποτελούν τα αντιπροσωπευτικότερα έργα του Λύτρα. Οι ηθογραφίες του Λύτρα, είδος στο οποίο θεωρείται εισηγητής, ανταποκρίνονται στην κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής τάξης της εποχής και στο γενικό αίτημα για την απόδειξη της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων. Τα ταξίδια του στηΜικρά Ασία και την Αίγυπτο πλούτισαν τους πίνακές του με αραπάκια, φελάχες, χότζες και άλλα στοιχεία του της προσφιλούς στην Δύση μυστηριακής Ανατολής. Τα έργα των τελευταίων του χρόνων διαπνέονται από την μελαγχολία των γηρατειών, από θρησκευτικές ανησυχίες και μηνύματα θανάτου. Προς το τέλος της ζωής του, ασκητικές και μαυροντυμένες υπάρξεις με κέρινα πρόσωπα πήραν την θέση των λυγερόκορμων κοριτσιών. Η πολύχρονη θητεία του ως καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής. Αν και προσκολλημένος πάντα στις αρχές του ακαδημαϊσμού της Σχολής του Μονάχου και ανεπηρέαστος από το ρεύμα των ιμπρεσιονιστών, εντούτοις προέτρεπε πάντα τους μαθητές του να είναι ανοιχτοί στις νέες τάσεις. Ως καλλιτέχνης και ως δάσκαλος, ο Λύτρας σημάδεψε την πορεία της νεοελληνικής ζωγραφικής. «Η αγάπη προς το ωραίον είναι η γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου», έλεγε.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











Τζων Φορμπς Νας (13 Ιουνίου 1928 - 23 Μαΐου 2015 )

 

Ο Τζων Φορμπς Νας (John Forbes Nash Jr., 13 Ιουνίου 1928 - 23 Μαΐου 2015) ήταν Αμερικανός μαθηματικός και οικονομολόγος. Τιμήθηκε το 1994 με το Νόμπελ Οικονομικών, μαζί με τους Ρ. Ζέλτεν και Τζ. Χαρσάνυι για τη συμβολή του στη θεωρία παιγνίων. Συγκεκριμένα, δημιούργησε την έννοια της ισορροπίας για παιχνίδια μη-μηδενικού αθροίσματος, ισορροπία που πήρε το όνομά του ως ισορροπία Νας. Η έννοια της ισορροπίας κατά Νας είναι πολύ σπουδαία, ιδιαίτερα στις μέρες μας, και έχει ευρύτατες εφαρμογές σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως στις οικονομικές επιστήμες, στην Πληροφορική, την Τεχνητή Νοημοσύνη, την πολιτική αλλά και σε φυσικά συστήματα, όπως η Βιολογία.
Το 2015, ο Τζων Φορμπς Νας τιμήθηκε με το Βραβείο Άμπελ μαζί με τον Λούις Νίρενμπεργκ “για τις εντυπωσιακές και σημαίνουσες συνεισφορές στη θεωρία των μη-γραμμικών μερικών διαφορικών εξισώσεων και στις εφαρμογές τους στη γεωμετρική ανάλυση”.
Ο Νας υπέφερε από σχιζοφρένεια από τα 31 του, την οποία ξεπέρασε μετά από τριάντα χρόνια.
O Τζον Νας και η σύζυγός του Αλίσια σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 23 Μαΐου του 2015, όταν το ταξί στο οποίο επέβαιναν προσέκρουσε σε προστατευτικό κιγκλίδωμα.
Ο Νας γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου 1928 στο Μπλούφηλντ, της Δυτικής Βιρτζίνια. Ο πατέρας του, ήταν ηλεκτρολόγος μηχανικός για την Επιχείρηση Ηλεκτρικής Ενέργειας των Απαλλάχιων. Η μητέρα του, Μάργκαρετ Βιρτζίνια Μάρτιν, απλά γνωστή ως Βιρτζίνια, ήταν δασκάλα πριν ακόμη παντρευτεί. 

Μόρφωση

Και οι δυο γονείς του πρόσφεραν κάθε υποστήριξη στην εκπαίδευσή του, παρέχοντάς του εγκυκλοπαίδειες και επιτρέποντάς του να παρακολουθεί μαθήματα προχωρημένων μαθηματικών στο τοπικό κολέγιο, ενώ ήταν ακόμη μαθητής στο σχολείο. Η γιαγιά του Νας έπαιζε πιάνο στο σπίτι και ο ίδιος είχε μόνο καλές αναμνήσεις ακούγοντάς την, κατά τις επισκέψεις του στο σπίτι της.  Αφού φοίτησε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Κάρνεγκι (σημερινό Πανεπιστήμιο Κάρνεγκι Μέλον), από όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του, το 1948 με πτυχίο και μεταπτυχιακό μαθηματικών, έλαβε υποτροφία στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον, όπου κυνήγησε την ακαδημαϊκή του καριέρα στα Μαθηματικά. 

Ακαδημαϊκή καριέρα

Ο πρώην καθηγητής του Πολυτεχνείου του Κάρνεγκι και επόπτης του Νας, Ρ.Τζ. Ντάφφιν, έγραψε κάποτε συστατική επιστολή με μία μόνο πρόταση: Αυτός ο άνθρωπος είναι ιδιοφυία. Ο Νας έγινε αποδεκτός και από το Χάρβαρντ, αλλά ο πρόεδρος του τμήματος των Μαθηματικών, Σόλομον Λέφσετζ, του πρόσφερε την υποτροφία Τζων. Σ. Κένεντι, που ήταν αρκετό για να θεωρήσει ο Νας ότι δεν εκτιμούσαν την αξία του.Κατόπιν, πήγε στο Πρίνστον, όπου εργάστηκε πάνω στη Θεωρία της Εξισορρόπησης. Έλαβε το διδακτορικό του, το 1950 με μία διατριβή 28 σελίδων σχετικά με τα μη συνεργατικά παίγνια. Η θέση του, που γράφτηκε υπό την επίβλεψη του Άλμπερτ Γ. Τάκερ, περιείχε τον ορισμό και τις ιδιότητες, αυτού που αργότερα θα ονομαζόταν ισορροπία Νας. 

Προσωπική Ζωή

Το 1951, ο Νας πήγε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης (MIT), ως καθηγητής του τμήματος μαθηματικών. Εκεί γνώρισε την Αλίσια Λόπες – Χάρρισον ντε Λαρδέ (γεν. 1/1/1933), φοιτήτρια φυσικής από το Ελ Σαλβαδόρ, την οποία παντρεύτηκε το Φεβρουάριο του 1957 σε μία καθολική τελετή αν και ήταν άθεος. Η συζηγός του τον εισήγαγε σε ψυχιατρική κλινική το 1959, μετά από διάγνωση σχιζοφρένειας. Ο Νας έβλεπε οράματα, είχε παραισθήσεις, και κρίθηκε επικίνδυνος για τους γύρω του. Ο γιος τους, Τζων Τσαρλς Μάρτιν Νας, γεννήθηκε σύντομα, αλλά έμεινε αβάπτιστος για ένα ακόμη χρόνο, καθώς η Αλίσια ένοιωθε ότι ο σύζυγός της έπρεπε να μπορούσε να εκφέρει γνώμη για το όνομα. Ο Νας και η ντε Λαρδέ έλαβαν διαζύγιο το 1963 αν και μετά την τελευταία και οριστική φορά που ο Νας έλαβε εξιτήριο το 1970, συνέχισαν να συζούν. Παντρεύτηκαν και πάλι το 2001.

Σε ηλικία 86 ετών έχασε τη ζωή του μαζί με τη σύζυγό του σε τροχαίο δυστύχημα στους δρόμους του Νιου Τζέρσεϋ, όπου για πολλά χρόνια ήταν μόνιμος κάτοικος

John Nash: Ιδιοφυής μαθηματικός, σχιζοφρενής άνθρωπος...
Στα 19 του απέδειξε το θεώρημα του Brauer, μια απόδειξη που όλοι οι μαθηματικές ιδιοφυϊες της εποχής θεωρούσαν αδύνατη. Στα 21 του συμπλήρωσε την «Θεωρία των παιγνίων» του John Von Neumann, μία εργασία για την οποία τιμήθηκε με βραβείο Nobel το 1994. Στα 22 του ήταν καθηγητής στο Princeton και 23 χρονών δίδασκε στο MIT. Kάθε μαθηματική εργασία του άφηνε τους μαθηματικούς όλου του κόσμου με ανοιχτό το στόμα: «Όποτε παρουσίαζε κάποια εργασία», θυμάται ο καθηγητής του MIT Gian-Carlo Rota, «πάντα κάποιος από το ακροατήριο θα έλεγε "απίστευτο!"....

Στα 30 του o John Forbes Nash Jr. κυκλοφορούσε με τους «New York Times» υπό μάλης και εκμυστηρευόταν σε γνωστούς και αγνώστους πως ανάμεσα στα τυπογραφικά στοιχεία εξωγήινοι του έγραφαν κωδικοποιημένα μηνύματα για να τα διαβάσει μόνο αυτός. Tο 1959 μια από τις μεγαλύτερες μαθηματικές ιδιοφυϊες του αιώνα, άρχισε ταχύτατα να γλιστρά στην σχιζοφρένεια. O ίδιος περιέγραψε την ασθένειά του σε μια μελέτη που έκανε για την δέκατη παγκόσμια σύνοδο Ψυχιατρικής το 1996:

«... άρχισα να αισθάνομαι πως το προσωπικό του MIT, και αργότερα ολόκληρη η Βοστόνη συμπεριφερόταν περίεργα απέναντί μου... Αρχισα να βλέπω κρυπτοκομμουνιστές παντού... Αρχισα να πιστεύω πως είμαι σημαντική θρησκευτική προσωπικότητα και άκουγα φωνές συνεχώς. Αρχισα να ακούω κάτι σαν τηλεφωνήματα, από ανθρώπους που αντιτίθεντο στις ιδέες μου... Tο delirium ήταν σαν ένα όνειρο από το οποίο έμοιαζε πως δεν θα ξυπνήσω ποτέ...»

H εκπληκτική ιστορία του μαθηματικού Nash, η ασθένειά του και η αναπάντεχη θεραπεία του, περιγράφεται σε μια βιογραφία του που έγραψε η Sylvia Nasar. To βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις 7 Σεπτεμβρίου στην Bρετανία με τον τίτλο «A Beautiful Mind» (εκδόσεις Faber).

H ιστορία του ξεκίνησε από μια μικρή πόλη της Δυτικής Bιρτζίνια, από μια μεσοαστική οικογένεια. O John Nash, όπως θυμάται η δασκάλα του, ήταν ένα ξεχωριστό παιδί, αλλά όχι μαθητής του άριστα. Διάβαζε ακατάπαυστα, έπαιζε σκάκι, μπορούσε να σφυρίζει ολόκληρες συμφωνίες του Μπαχ, αλλά το κυριότερο: έψαχνε διαρκώς νέους τρόπους να προσεγγίζει τα πράγματα. Στο πανεπιστήμιο άρχισε να φαίνεται η ιδιοφυϊα του. Mια μέρα πλησίασε τον καθηγητή του R. J. Duffin, δείχνοντας του ένα πρόβλημα που πίστευε ότι έλυσε. O καθηγητής έκπληκτος διαπίστωσε πως ο νεαρός φοιτητής είχε αποδείξει, χωρίς να ξέρει, το διάσημο θεώρημα του Brower. H συστατική επιστολή του καθηγητή προς το Princeton είχε μόνο μία αράδα: «Aυτός ο άνθρωπος είναι ιδιοφυϊα».

Tο Princeton εκείνη την εποχή φιλοξενούσε τα μεγαλύτερα μυαλά της επιστήμης: Einstein, Gödel, Wiener, von Neumann κ.ά. O τελευταίος ήταν ο πατέρας της «Θεωρίας των Παιγνίων», μιας θεωρίας που προσπαθούσε να βγάλει μαθηματικούς κανόνες από τα παίγνια στρατηγικής. O Neumann όμως περιορίστηκε μόνο σε αντιτιθέμενους παίχτες που το κέρδος του ενός ήταν απώλεια του άλλου. H διατριβή του Nash επικεντρώθηκε σε παίκτες που υπήρχε η δυνατότητα του αμοιβαίου συμφέροντος. «O Nash έκανε την θεωρία των παιγνίων οικονομικό εργαλείο», δήλωσε αργότερα ο Nομπελίστας οικονομολόγος του MIT Robert Solow.

Mετά από αυτό ο νεαρός μαθηματικός ασχολήθηκε με πολλά προβλήματα των προκεχωρημένων μαθηματικών, που θεωρούνταν άλυτα Πάντα πρόσφερε μια αναπάντεχη λύση ανοίγοντας νέους δρόμους στην μαθηματική έρευνα.

Eίχε οκτώ παραγωγικά κι ευτυχισμένα χρόνια. Ήταν περιζήτητος από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των HΠA ενώ περιοδικά σαν το «Fortune» τον χαρακτήριζαν ως την μεγαλύτερη ιδιοφυϊα της μεταπολεμικής εποχής.


Tο δράμα του ξεκίνησε το 1959, ενώ ήδη είχε παντρευτεί και η γυναίκα του περίμενε το πρώτο παιδί. Oι διαλέξεις του άρχισαν να γίνονται παραληρηματικές χωρίς κανένα νόημα. Oι εργασίες του σταμάτησαν. Mπαίνει στην ψυχιατρική κλινική του Harvard σε ηλικία 30 χρονών. Oι γιατροί σηκώνουν τα χέρια: διαγιγνώσκουν σχιζοφρένεια, μία ασθένεια που κανείς δεν ξέρει από που προέρχεται και δεν έχει θεραπεία. Παραιτείται από το MIT και ξοδεύει τον χρόνο του μεταξύ ψυχιατρικών κλινικών και του Princeton. Eκεί τριγυρίζει σαν φάντασμα. «Όλοι στο Princeton τον ήξεραν εξ όψεως», θυμάται ο Daniel D. Feenberg, φοιτητής την δεκαετία του 1970 στο ίδιο πανεπιστήμιο. « Tα ρούχα του ήταν παράταιρα. Έμοιαζε άδειος. Πήγαινε να διαβάσει στην βιβλιοθήκη ή περπατούσε ανάμεσα στα κτίρια. Ήταν συνήθως σιωπηλός...».

Eνώ ο ίδιος ζούσε στον κόσμο του, ο κόσμος των οικονομικών και μαθηματικών επιστημών περιστρεφόταν γύρω από τις θεωρίες του. Σε κάθε πανεπιστημιακό αμφιθέατρο αναφερόταν «η ισορροπία Nash», «η διαπραγματευτική λύση Nash», «το πρόγραμμα Nash» κ.λ.π. Πολλοί πίστευαν πως είναι νεκρός. Όσοι ήξεραν τον δράμα του προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν. H γυναίκα του (αν και είχαν χωρίσει από καιρό) στεκόταν πάντα στο πλευρό του. Tο Princeton του είχε δώσει την άδεια να χρησιμοποιεί την βιβλιοθήκη και τους υπολογιστές του Iνστιτούτου. Συνάδελφοί του τον καλούσαν σε σεμινάρια. Όλα όμως έμοιαζαν μάταια! O Nash εμφανιζόταν κάθε πρωί στο Πανεπιστήμιο, αλλά ζούσε στον κόσμο του. Tις λίγες φορές που μιλούσε ήταν να ζητιανέψει κανένα τσιγάρο ή μερικά ψιλά...

Tο 1989 όμως έγινε το θαύμα. O Freeman Dyson, ένας από τους γίγαντες της θεωρητικής φυσικής του 20ου αιώνα, έβλεπε το Nash κάθε πρωί στο Iνστιτούτο. Tου έλεγε μια τυπική καλημέρα, αλλά ποτέ δεν έπαιρνε απάντηση. Ένα πρωί αναπάντεχα ο Nash μίλησε: «Eίδα την κόρη σου σήμερα πάλι στις ειδήσεις» (H Esther Dyson είναι συγγραφέας και θεωρητικός του κυβερνοχώρου). O μεγάλος φυσικός, που ποτέ δεν είχε ακούσει την φωνή του Nash, θυμάται: «Δεν φανταζόμουν καν πως ήξερε την ύπαρξή της κόρης μου. Θυμάμαι πως έμεινα κατάπληκτος. Tο ξύπνημά του ήταν θαυμάσιο!».

Tο 1990 αρχίζει να ανταλλάσσει μηνύματα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τον μαθηματικό Enrico Bombieri. Προς έκπληξη όλων, ο Nash ασχολείται πάλι με τα μαθηματικά! Kαταπιάνεται με τα δύσκολα προβλήματα και κατά τον Bombieri «παρουσίαζε λύσεις που πάντα ήταν από διαφορετική γωνία».

O Nash λέει για την ασθένειά του:

«...Tώρα μοιάζει να σκέφτομαι λογικά και πάλι με την μορφή που είναι χαρακτηριστική στους επιστήμονες. Όμως αυτό δεν χαροποιεί, όπως θα χαροποιούσε κάποιον που βρήκε την φυσική του υγεία. Mια πλευρά αυτού είναι ότι η λογικότητα της σκέψης βάζει όρια στην σχέση του ανθρώπου με τον Kόσμο ...». «...Δεν θα τολμούσα να πω πως υπάρχει ευθεία σχέση μεταξύ μαθηματικών και τρέλας, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μεγάλοι μαθηματικοί υπέφεραν από μανιακά χαρακτηριστικά, ντελίρια και συμπτώματα σχιζοφρένειας...».

Σιγά - σιγά ο Nash άρχισε να συμμετέχει σε σεμινάρια μαθηματικών. Σπάνια μιλούσε, αλλά όλα έδειχναν πως είναι καλά.

Tον Oκτώβριο του 1994, στο τέλος μιας τέτοιας συνάντησης, ο μαθηματικός Harold Kuhn συναντά τον Nash. O Kuhn είναι 50 χρόνια τώρα ο καλύτερός του φίλος. Tου μιλάει αργά και προσεκτικά: «John, το απόγευμα θα σου τηλεφωνήσουν από την Στοκχόλμη». O Nash, όπως έκανε πάντα, κοίταζε μπροστά το πάτωμα. «Θα σου πουν John, ότι κέρδισες το βραβείο Nόμπελ...».
https://tvxs.gr/

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Φερνάντο Πεσσόα ( 13 Ιουνίου 1888 - 30 Νοεμβρίου 1935 )

 

Ο Φερνάντο Πεσσόα (Fernando António Nogueira de Seabra Pessôa) ήταν Πορτογάλος ποιητής και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Λισαβώνα το 1888.

Χάνει νωρίς τον πατέρα του. Γρήγορα η μητέρα του ξαναπαντρεύεται με έναν διπλωμάτη που διορίζεται στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής. Η οικογένεια τον ακολουθεί και έτσι ο Πεσσόα θα αρχίσει και θα ολοκληρώσει τις σπουδές του στην αγγλική γλώσσα και θα αποκτήσει μια στέρεη αγγλική λογοτεχνική παιδεία.

Το 1903 μπήκε πρώτος στο πανεπιστήμιο του Κεηπ Τάουν, κερδίζοντας και το Βραβείο της Βασίλισσας Βικτωρίας για την αγγλική γλώσσα.

Το 1905 επέστρεψε στην Πορτογαλία, και μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να σπουδάσει φιλολογία στη Λισαβώνα, εγκατέλειψε τις σπουδές του και μπήκε στο εμπορικό κύκλωμα για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Αντιπρόσωπος διάφορων εμπορικών οίκων στη Λισαβώνα, έζησε μια ζωή εργένης, συγκατοικώντας αρχικά με τη θεία του, και αργότερα με την ετεροθαλή αδελφή του.

Σε ηλικία δεκαεπτά ετών επιστρέφει στη Λισαβώνα, που δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ. Διαλέγει το επάγγελμα του συντάκτη-μεταφραστή και αναλαμβάνει την εμπορική αλληλογραφία μερικών οίκων της εμπορικής Κάτω Πόλης της Λισαβώνας, εργασία με πενιχρές αποδοχές, που όμως τον απαλλάσσει από τις δεσμεύσεις του ωραρίου και του συγκεκριμένου χώρου.

Το μεγαλύτερο μέρος του σπουδαίου έργου του έμεινε αδημοσίευτο ως το θάνατο του, 30 Νοεμβρίου 1935. Ως τότε, ο Πεσσόα είχε δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο στα Πορτογαλικά, με τίτλο Mensagem, δύο πλακέτες με αγγλικά ποιήματα -γιατί ο Πεσσόα ήταν δίγλωσσος και έγραφε με μεγάλη άνεση στην αγγλική γλώσσα- καθώς και μερικά λογοτεχνικά και πολιτικά μανιφέστα. Ήταν επίσης γνωστός ως εκδότης της επιθεώρησης Athena (1924-25), και ως συνεργάτης σε διάφορα πρωτοποριακά έντυπα, και κυρίως στο Orpheu (1915), όργανο του μοντερνιστικού κινήματος.

Μετά το θάνατο του (από κολικό του νεφρού), τα άπαντα του εκδόθηκαν σε οκτώ τόμους, υπογραμμένα με τα διάφορα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε κατά καιρούς ο Πεσσόα και που, όπως έλεγε, εξέφραζαν τις διάφορες προσωπικότητες που συνυπήρχαν μέσα του: του "Αλβέρτο Καρέιρο", του "Αλβάρο δε Κάμπος" και του "Ρικάρδο Ρέις"'.

Είναι δυνατό να είναι κάποιος συγχρόνως πλούσιος και δαιμόνιος τραπεζίτης κι ένας ολοκληρωμένος αναρχικός που πολεμά για την απελευθέρωση της κοινωνίας; Σύμφωνα με τον Πεσσόα, ναι.

Οι "ετερώνυμοι" του Πεσσόα

Το 1915, η πορτογαλική λογοτεχνία θα σημαδευτεί από την κυκλοφορία του περιοδικού Ορφέας, που θα εισαγάγει τον μοντερνισμό στην πορτογαλική τέχνη (στην έκδοση του οποίου πρωτεργάτης είναι ο Φ. Πεσσόα) και κατά δεύτερο λόγο, από μια εντυπωσιακή ποιητική συλλογή του Αλβάρο Ντε Κάμπος. Είναι η στιγμή που γεννιέται ένα από τα καλύτερα "Εγώ" του Φ. Πεσσόα, ένας από τους καλύτερους ετερώνυμούς του, όπως ο ίδιος τους ονομάζει.

Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να αλλάζουμε ζωή, όπως αλλάζουμε ρούχα – όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε, μα με εκείνο το σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας.
Φ. Πεσσόα

Αυτό θα μπορούσε να μοιάζει παράδοξο σε όποιον πιστεύει ακόμη, αφελώς, ότι υπάρχουν παράδοξα σε τούτο τον κόσμο.
Φ. Πεσσόα

Ζωή είναι να είσαι άλλος.
Φ. Πεσσόα

Μέχρι σήμερα, οι μελετητές του έργου του έχουν ανακαλύψει είκοσι επτά διαφορετικές προσωπικότητες που υπογράφουν γραπτά του Πεσσόα. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν ο αγγλόφωνος Αλεξάντερ Σερτς, από την εποχή της Νοτίου Αφρικής, ο Αλμπέρτο Καέιρο, ένας σοφός που συνθέτει τα ποιήματά του αποτραβηγμένος στην εξοχή, ο Ρικάρντο Ρέις, φιλόλογος, που προσπαθεί να αναμετρηθεί με τους αρχαίους κλασικούς και ο Άλβαρο ντε Κάμπος, μηχανικός, με παιδεία αγγλοσαξονική, που στο έργο του υμνεί την τεχνολογία και την έλευση των μοντέρνων καιρών. Χρειάστηκαν δεκαετίες για να μπορέσει όλη αυτή η παραγωγή να συγκεντρωθεί και να μελετηθεί ως έργο του Πεσσόα.


Όταν το 1935 πέθανε διαλυμένος από το ποτό σε ηλικία 47 ετών, βρέθηκε στο σπίτι του ένα μπαούλο με 27.453 χειρόγραφα, από τα οποία ένα μεγάλο μέρος μένει ακόμη να μελετηθεί και να εκδοθεί, επιφυλάσσοντας ενδεχομένως και άλλες εκπλήξεις στους επιμελητές. Ο Πεσσόα πέθανε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, όμως ο πορτογαλικός λαός άργησε να αναγνωρίσει στα πολλά του πρόσωπα το συγγραφέα που εκφράζει τους πόθους του και τις αγωνίες του και να τον τιμήσει σαν τον εθνικό του ποιητή.

Το βιβλίο του O Banqueiro Anarquista (Ο Αναρχικός Τραπεζίτης) μεταφράστηκε στα Ελληνικά από την Μ. Παπαδήμα (εκδ. "Νεφέλη"), καθώς και από το Γιάννη Σουλιώτη (εκδ. Παρουσία") και το Γιάννη Κοίλη (εκδ. "Γράμματα").

Ποιήματα του Ετερώνυμου Αλμπέρτο Καεϊρο

«Όποιος έχει λουλούδια ανάγκη τον Θεό δεν έχει»

ΧIII

Ανάλαφρος, ανάλαφρος, πολύ ανάλαφρος
Ο άνεμος περνάει ανάλαφρος.
Φεύγει μετά, πάντα ανάλαφρος.

Τι σκέφτομαι δεν ξέρω.
Και ούτε να το μάθω επιζητώ.

[…]

XΧΧ

Αν θέλουν να έχω μυστικισμό, εντάξει, τον έχω.
Είμαι μυστικιστής, αλλά μονάχα με το σώμα.
Η ψυχή μου είναι απλή και δεν σκέφτεται.

Ο μυστικισμός μου συνίσταται στο να αρνείται τη γνώση.
Μόνο να ζω θέλω, κι αυτό να μην το σκέφτομαι.

Δεν ξέρω τι είναι φύση: την τραγουδώ.
Ζω στην κορφή ενός λοφίσκου,
Σ’ ένα ασβεστωμένο σπίτι, μοναχικό.
Κι αυτός είναι ο ορισμός μου.

ΧΧΧVI

Υπάρχουν ποιητές που είναι τεχνίτες
Και δουλεύουν τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!

Τι λυπηρό να μην ξέρεις ν’ ανθίζεις!
Να’ χεις να βάζεις στίχο σε στίχο, όπως αυτός
Που χτίζει έναν τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δεν είναι έτσι!

Αλλά το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει, και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία…

Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελάω…
Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνουν ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω…
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου είναι
Στην κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε, να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν’ αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.
Όποιος έχει λουλούδια ανάγκη τον Θεό δεν έχει.

XL

Μια πεταλούδα περνά από μπροστά μου
Και για πρώτη φορά παρατηρώ στη Δημιουργία
Ότι δεν έχουν χρώμα ή κίνηση οι πεταλούδες,
Κανονικά, όπως χρώμα ή άρωμα δεν έχουν τα λουλούδια.
Χρώμα είναι αυτό που χρωματίζει της πεταλούδας τα φτερά
Κίνηση είναι αυτό που υπεισέρχεται στην κίνηση της πεταλούδας
Άρωμα είναι αυτό που αρωματίζει του λουλουδιού τη μυρωδιά.
Η πεταλούδα είναι μονάχα πεταλούδα
Και το λουλούδι, απλά ένα λουλούδι.

F e r n a n d o P e s s o a (1888-1935)

Μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης


http://www.nostimonimar.gr/


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Αγλαΐα Παπά ( 1903 - 12 Ιουνίου 1984 )

 

Αυτοπροσωπογραφία 

Η ζωγράφος Αγλαΐα Παπά γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1904 και καταγόταν από το Γιαννιτσάτι της Βόρειας Ηπείρου. Αδελφή της ήταν η λογοτέχνις Κατίνα Παπά.
Τα πρώτα της μαθήματα τα πήρε στη γενέτειρά της από τον Μάρκο Ζαβιτσιάνο και τον Κωνσταντίνο Παρθένη την περίοδο 1915-1917. Αργότερα σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών έχοντας ως καθηγητές τους Θωμά Θωμόπουλο, Νικόλαο Λύτρα αλλά και τον Παρθένη με τον οποίο γνωριζόταν από παλιότερα.
Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Αθήνα μετέβη σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις (Τεργέστη, Βιέννη και Μιλάνο) όπου παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής και Ιστορίας της Τέχνης.
Κατά τον Μεσοπόλεμο συμμετείχε στην Ομάδα Τέχνη ενώ στα τέλη του 1949 προσχώρησε στην καλλιτεχνική ομάδα Στάθμη μαζί με καλλιτέχνες όπως οι Σπύρος Βασιλείου, Βάσω Κατράκη, Γιώργος Σικελιώτης, Γιάννης Μηταράκης, Ελένη Πασχαλίδου – Ζογγολοπούλου κ.ά. Υπήρξε επίσης μέλος του Καλλιτεχνικού Σωματείου Ελληνίδων και του Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα δίδαξε ζωγραφική και διακοσμητική στην επαγγελματική Σχολή του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου.
Πρωτοπαρουσίασε έργα της το 1935. Κατόπιν εξέθεσε το 1950, το 1955, το 1966 το 1972 και το 1980, στην αναδρομική της, που οργάνωσε η Εθνική Πινακοθήκη. Από το 1938 συμμετέχει σε όλες τις Πανελλήνιες.
Σε ομαδικές εκθέσεις του εξωτερικού πήρε πολλές φορές μέρος, όπως στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1936, στην Διεθνή του Παρισιού το 1937, που της απονεμήθηκε το αργυρό μετάλλιο, στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1957 κι ακόμα, στην Πράγα, τη Στοκχόλμη, τη Μόσχα, τη Νέα Υόρκη, την Τεργέστη, το Λονδίνο, το Ζάγκρεμπ, το Κάϊρο, το Σαντιάγο κ.α.
Η Αγλαΐα Παπά πέθανε σε κλινική του Πειραιά στις 12 Ιουνίου το 1984

Τεχνοτροπία

Κατά τις πρώτες δεκαετίες της καλλιτεχνικής της πορείας οι δημιουργίες της ήταν έντονα επηρεασμένες από τον Κωνσταντίνο Παρθένη με τα τοπία, τις προσωπογραφίες και τις στέρεες, γεωμετρικές αναφορές να κατέχουν δεσπόζουσα θέση. Από τη δεκαετία του '60 και έπειτα στράφηκε προς πιο αφαιρετικές τάσεις με σκοπό την απόδοση της δομής και της εσωτερικής ζωής των πραγμάτων.https://el.wikipedia.org

Μάνες της Κύπρου (μονοτυπία) Συλλογή Γ.Κάρτερ

Σύνθεση_1

Κέρκυρα, Ανοιξιάτικο Δειλινό

Κανάτι, 1930

Μετέωρα

Girl at the Window

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











Σαπφώ Νοταρά ( 1910 ή 1907 – 11 Ιουνίου 1985 )

 

Η Σαπφώ Νοταρά (Ηράκλειο, 1910 ή 1907– Αθήνα, 11 Ιουνίου 1985) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου
Το πραγματικό της επίθετο ήταν Χανδάνου. Σπούδασε στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου. Το επώνυμο Νοταρά το πήρε από το δρόμο που βρισκόταν η δραματική σχολή στην οποία φοιτούσε.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής (Κοτοπούλη, Κατερίνα, Νέζερ, Λαμπέτη, Χορν). Εμφανίστηκε και σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες. Αξέχαστη θα μείνει η επιβλητική της φωνή.
Μεταξύ των ερμηνειών της περιλαμβάνεται ένα τραγούδι σε στίχους του Ζαν-Πωλ Σαρτρ και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, με τίτλο "Στην Οδό του Μπλαμαντώ".[3] Κύκνειο άσμα της αποτέλεσε η συνεργασία της με τον τελευταίο, στην "Πορνογραφία", το 1981. Πασίγνωστη έγινε και μέσα από τις ατάκες της, όπως το «Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα» και το «Μπουρλότο».
Άφησε εποχή με τις ερμηνείες της στις ταινίες «Αχ, αυτή η γυναίκα μου», «Η χαρτοπαίχτρα», στην «Πορνογραφία» και στο «Η κυρία Κυριακή» (η τελευταία ήταν ραδιοφωνική παραγωγή του Κώστα Π. Παναγιωτόπουλου).
Συνδεόταν με στενή φιλία με τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη και τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή.
Η Σαπφώ Νοταρά τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε κλειστεί στο σπίτι της και περνούσε αρκετό χρόνο διαβάζοντας βιβλία. Παρόλο που έζησε τον έρωτα στα νιάτα της, δεν απέκτησε οικογένεια και έτσι στο τέλος της ζωής της ήταν μόνη.... 
Στις 11 Ιουνίου του 1985 έφυγε από τη ζωή μέσα στο σπίτι που έμενε τα τελευταία χρόνια, στην πλατεία Κουμουνδούρου. Πέθανε μόνη και τη βρήκαν μετά από δύο μέρες στη συνηθισμένη της θέση και με ένα τσιγάρο που είχε σβήσει στο χέρι της.... 

http://www.mixanitouxronou.gr/
https://el.wikipedia.org/


Ήταν μια γυναίκα η οποία πραγματικά αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη της σε ένα μικροαστικό ή αστικό τρόπο ζωής… Τελείωσε το πανεπιστήμιο –από τις λίγες γυναίκες τότε-, τη Βιομηχανική Σχολή. Δούλευε στην Τράπεζα, έκανε χορό, και ξαφνικά αποφάσισε να βγει στο θέατρο, αλλάζοντας το όνομά της… αν θυμάμαι καλά πρέπει να ήτανε Xανδάνου… και έκτοτε ήταν σαν να αποσύρθηκε από τον κόσμο, έγινε σαν ιερό πρόσωπο, δηλαδή έβλεπε όλη την ίντριγκα που γινότανε γύρω της και δεν ήθελε να συμμετάσχει, για να μη χάσει μια βαθύτερη αγνότητα που είχε.
(…) Μου είπε ότι το ’35 στην Αίγυπτο είχε ερωτευθεί έναν εργοστασιάρχη, όχι, την είχε ερωτευθεί ένας εργοστασιάρχης και της έλεγε να τον παντρευτεί και θα της έχτιζε τρία θέατρα, αλλά αυτή δεν τον αγαπούσε και τον είχε διώξει, κι εγώ της είπα: «Σαπφώ, έπρεπε να θυσιαστείς για την τέχνη, βρε παιδί μου, τώρα θα είχες τρία θέατρα» και μου είπε ότι είμαι ένας βλαξ, διότι ο εργοστασιάρχης αυτός ήτανε χημικός, είχε κάνει πειράματα κι είχε παραμορφωθεί κι είχε γίνει σαν τον Φρανκεστάιν!… Ύστερα μου είπε ότι είχε ερωτευτεί έναν αντάρτη, τον αγαπούσε και ότι αυτός χάθηκε στον εμφύλιο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ
από την εκπομπή της ΕΡΤ

Το άβατο της μοναξιάς της δεν το πάτησε ποτέ κανείς. Στη διάρκεια της ημέρας την έβλεπες συχνά να κάθεται μονάχη της στο τραπεζάκι κάποιου καφενείου, να μηρυκάζει τη θλίψη της, να ηλεκτρίζεται στη θέα των απόμαχων της ζωής και να καπνίζει τα κόκκινα τσιγάρα της. Οι άνθρωποι του θεάματος δεν της φέρθηκαν καλά, δεν εκτίμησαν το ταλέντο της, δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τον αρχαίο σπαραγμό της. Εκείνη την πρώτη μεταπολεμική περίοδο των αιωνίως ερωτευμένων νεαρών πλάι στις ακρογιαλιές και μέσα στα σπορ αυτοκίνητα, πίσω από τη βροντερή και βραχνή φωνή της υπηρέτριας και σπιτονοικοκυράς, που της έδιναν να παίζει στον κινηματογράφο υπήρχε ένα άτομο παρατημένο από τις ανθρώπινες φιλοδοξίες των ημερών. Με μια παράξενη ανθρωπιά και αγνότητα, που έκανε τους ρόλους της τόσο πιστευτούς, γιατί έδινε στις λέξεις ύλη, όταν φώναζε «μπουρλότο!». Ο Γιάννης Τσαρούχης συνέλαβε το πραγματικό της ταλέντο και της δίνει το ρόλο της κορυφαίας του χορού αλλά και όλα τα χορικά των «Τρωάδων». Υπέφερε από σοβαρή αρθρίτιδα και σάκχαρο, λόγω των γλυκών που έτρωγε συχνά για να ξεγελά την πείνα της λόγω των πενιχρών εσόδων της. Κανένας πολιτιστικός ή κρατικός φορέας δε νοιάστηκε γι΄ αυτήν. Άλλωστε η πλειοψηφία των συναδέλφων της τη θεωρούσε απλά ένα κωμικό πρόσωπο. Ενώ στεκόταν πεθαμένη στην ψάθινη καρέκλα της, η ανοιχτή τηλεόραση συνέχιζε να παίζει αδιάφορη, πουλώντας ψεύτικα όνειρα και πιπεράτα σκάνδαλα στα θύματα της νέας εποχής.
ΝΙΚΟΣ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ



Η Σαπφώ Νοταρά και ο Γιάννης Τσαρούχης συνδέονταν φιλικά και βρίσκονταν συχνά σε ζαχαροπλαστείο της Φωκίωνος Νέγρη.
Ένα βράδυ η Σαπφώ Νοταρά έφυγε νωρίς για ύπνο. Ο Τσαρούχης σκαρφίστηκε φάρσα. Άφησε να περάσει καμιά ώρα και πήγανε όλοι μαζί στο τηλέφωνο του μαγαζιού. Σχημάτισε τον αριθμό της κι όταν απάντησε νυσταγμένα, όπως έκανε στην «Χαρτοπαίχτρα», της είπε με βαθιά, απόκοσμη φωνή:
«Σαπφωωώ, κοιμάσαι; Ξύπνα»
«Ποιός είναι, καλέ;» απάντησε παραξενεμένη εκείνη.
Ο Τσαρούχης συνέχισε με την ίδια φωνή, αλλά ενα ..προδοτικά μοιραίο λάθος!
«Είμαι ο Αγχάγγελος και έγχομαι να σε πάγω».
Για να πέσει η εκπληκτική ατάκα:
«Αρχάγγελο και πούστη, πρώτη φορά βλέπω»!
από το



Η Σαπφώ Νοταρά συμμετείχε, όπως και η Σμάρω Στεφανίδου, στην παράσταση «Τρωάδες» που ανέβασε στο θέατρο της οδού Καπλανών, το 1977, ο Γιάννης Τσαρούχης.

Όλα τα δίναμε στην πρόβα. Όλα τα δώσαμε στην παράσταση, στο όμορφο θεατράκι της οδού Καπλανών που έφτιαξε. Είκοσι μέρες αλησμόνητες. Επιτυχία. Η Σαπφώ θαυμάσια. Νιάτα πλημμύριζαν τις κερκίδες. Νιάτα ορμούσαν στα καμαρίνια, αμέσως μετά το Ράλι Αντίκα. Τελείωνε η παράσταση και έτρεχαν η Σμάρω και η Σαπφώ, τα δυο ερείπια του έργου, να παραβγεί η μια την άλλη, σαν παιδούλες πάνω στο σανίδι ποια θα βγει πρώτη, να πάρει το ξέσπασμα από το χειροκρότημα. Έτσι είχε βαφτίσει το χαιρετισμό μας ο Τσαρούχης: «Γάλι-Αντίκα».
ΑΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ «ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ ΣΤΟΝ ΒΕΡΣΑΤΖΕ»
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ





Ο Γιώργος Μανιώτης -έστω και λογοτεχνική αδεία- περιγράφει στο βιογραφικό διήγημά του «Τα σαντέ της Σαπφώς» τις απαρχές της ζωής της.
«Στις αρχές του αιώνα πρέπει να έζησε τη νεότητά της. Ήταν από τις λίγες γυναίκες που είχαν τελειώσει πανεπιστήμιο εκείνη την εποχή. Είχε ασχοληθεί και με τον χορό. Όταν ήταν νέα, είχε σώμα τέλειο. Θυμάμαι μια φωτογραφία που πιθανόν μόνο σε μένα να ’χε δείξει. Γυμνή από τη μέση κι επάνω, φορώντας ψεύτικη γενειάδα και ακάνθινο στεφάνι, με τα χέρια ολάνοιχτα πόζαρε πάνω στον σταυρό σαν μέγας θηλυκός Εσταυρωμένος. Πρέπει να είχε πιστέψει σε όλες αυτές τις ιδέες για την απελευθέρωση της γυναίκας, που ήταν τόσο πολύ της μόδας εκείνα τα χρόνια.
»Κι όμως μια ωραία πρωία τα εγκατέλειψε όλα αυτά και ασχολήθηκε με το θέατρο. Για μια νέα γυναίκα κι επιστήμονα, όπως ήταν αυτή μια τέτοια απόφαση ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Κι όμως μια ωραία πρωία γύρισε την πλάτη σε όλους εμάς και βγήκε στη σκηνή. Ήταν άγρια και ελεύθερη ύπαρξη και αμέσως κατάλαβε την παγίδα που πήγαιναν να της στήσουν...»
Έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών το 1926. Εμφανίστηκε το 1934 με το Ελεύθερο Θέατρο, το οποίο λειτούργησε στην Αίθουσα Ενώσεως Κυριών και στο θέατρο της Χριστιανικής Ενώσεως. Καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν ο Μάνος Κατράκης. Η Έλλη Λαμπέτη μιλώντας στη δημοσιογράφο Φρίντα Μπιούμπι σκιαγραφεί εν ολίγοις- αλλά εύστοχα- τη Σαπφώ:
«Στην Ελλάδα για να είσαι πρώτη πρέπει να είσαι ωραία. Αμα σε δουν ωραία, σε θέλουν και για ηθοποιό.
»Όταν μπερδεύεις την ομορφιά με το ταλέντο, ούτε την ομορφιά μπορείς να εκτιμήσεις σωστά, ούτε το ταλέντο.
»Γιατί, μήπως η Σαπφώ Νοταρά δεν έχει πάει χαμένη στην Ελλάδα;
»Τι ταλέντο, Θεέ μου! Και τι κακιά γυναίκα!
»Πώς να μην είσαι κακιά όταν δεν σ’αφήνουν να δουλέψεις, να καλλιεργήσεις το ταλέντο σου και σε κοροϊδεύουν που είσαι άσχημη;
»Γιατί, πρέπει να ξέρεις, της έχουν φερθεί πολύ άσχημα της Νοταρά.
»Δε βρίσκανε ρόλους να της δώσουνε.
»Πώς να μη στραφεί εναντίον όλων και πώς να μην είναι γεμάτη μίσος.
»Η αδιαφορία των άλλων για το ταλέντο της την έκανε έτσι.
»Τι ηθοποιός, αλήθεια! Πως κοιτούσε, όταν παίζαμε μαζί στη Φιλουμένα!
»Μου έκανε μεγάλη εντύπωση...»
Ο κριτικός και φιλόλογος Κώστας Γεωργουσόπουλος προσδιορίζει το καλλιτεχνικό της στίγμα:
«Η Σαπφώ Νοταρά γαλουχήθηκε στο θέατρο της Κοτοπούλη.
»Λίγοι ξέρουν ότι έκανε καριέρα δίπλα στη μεγάλη αυτή πρωταγωνίστρια, ότι συχνά και αυτή, όπως και η Βασιλειάδου, ντουμπλάρανε την Κοτοπούλη.
»Δηλαδή έπαιζαν τους ίδιους ρόλους στις απογευματινές ή όταν η μεγάλη πρωταγωνίστρια ταξίδευε στο εξωτερικό.
»Την εποχή εκείνη το ρεπερτόριο ήταν εναλλασσόμενο. Επανέρχονταν τα έργα συχνά στη σκηνή.
»Και η Σαπφώ και η Γεωργία Βασιλειάδου έπαιζαν τους ρόλους της Κοτοπούλη.
»Τόσο μεγάλη εξακτίνωση ταλέντου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ξαφνικά.
»Πρέπει να υπάρχει υποδομή. Πρέπει να υπάρχει περιπέτεια βίου. Πρέπει να υπάρχει άσκηση. Γι’ αυτό ακριβώς αυτοί οι ηθοποιοί αυτού του είδους έλαμψαν αμέσως στον κινηματογράφο...»