Μπορίς Παστερνάκ (10 Φεβρουαρίου 1890 – 30 Μαΐου 1960)

 

Ο Μπορίς Λεονίντοβιτς Παστερνάκ (10 Φεβρουαρίου 1890 – 30 Μαΐου 1960) ήταν Ρώσος συγγραφέας, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του παραγωγή ως φουτουριστής ποιητής. Έκανε αρκετές μεταφράσεις ξένων ποιητών και περισσότερο του Σαίξπηρ, που εκτιμούσε ιδιαίτερα.
Παρόλο που στην Ρωσία ήταν διάσημος ως ποιητής κυρίως, το έργο που τον έκανε γνωστό παγκοσμίως ήταν το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Ζιβάγκο, που εκδόθηκε το 1957 στην Ιταλία. Για το έργο του αυτό βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1958, αλλά το αρνήθηκε για πολιτικούς λόγους.
Ο Παστερνάκ είδε το πρώτο φως στις 10 Φεβρουαρίου 1890 (με το νέο ημερολόγιο) στη Μόσχα, γόνος πλούσιας ρωσο-εβραϊκής οικογένειας. Πατέρας του ήταν ο διάσημος καλλιτέχνης Λεονίντ Παστερνάκ, καθηγητής στη Σχολή Ζωγραφικής, Γλυπτικής και Αρχιτεκτονικής της Μόσχας και μητέρα του η Ρόζα Κάουφμαν, γνωστή πιανίστα. Ο Παστερνάκ μεγάλωσε σε μια ιδιαιτέρως κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα ερχόμενος σε επαφή με μορφές της διανόησης του καιρού του. Ανάμεσα στους οικογενειακούς φίλους και γνωστούς που επισκέπτονταν το σπίτι του συγκαταλέγονταν ο πιανίστας και συνθέτης Σεργκέι Ραχμάνινοφ, ο επίσης μεγάλος συνθέτης Αλεξάντρ Σκριάμπιν, ο υπαρξιστής φιλόσοφος Λεφ Σεστόφ, ο ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο συγγραφέας Λέων Τολστόι και άλλες κορυφαίες μορφές των γραμμάτων και τεχνών.
Επηρεασμένος από τον φίλο και γείτονά του Αλεξάντρ Σκριάμπιν, αποφάσισε να γίνει συνθέτης και μπήκε στο Ωδείο της Μόσχας. Το 1910 εγκαταλείπει αιφνιδίως το Ωδείο για να σπουδάσει Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μαρβούργου (Μάρμπουργκ) στην Έσση της Γερμανίας. Εκεί σπούδασε υπό τους σπουδαίους νεο-καντιανούς φιλόσοφους Χέρμαν Κοέν και Νικολάι Χάρτμαν. Παρόλο που με την ολοκλήρωση των σπουδών του τού προτάθηκε να γίνει ακαδημαϊκός, αποφάσισε να μην ακολουθήσει τη φιλοσοφία ως επάγγελμα και το 1914 επέστρεψε στη Μόσχα. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή, επηρεασμένος από τον μεγάλο ρώσο ποιητή Αλεξάντρ Μπλοκ και τους Ρώσους φουτουριστές.
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου δίδαξε και εργάστηκε στο χημικό εργοστάσιο στο Βσεβολόντο-Βίλβε κοντά στη ρωσική πόλη Περμ στα Ουράλια Όρη, γεγονός που αναμφίβολα τον προμήθευσε με υλικό για το Δρ. Ζιβάγκο πολλά χρόνια αργότερα. Ο Παστερνάκ, αντίθετα προς τους συγγενείς και φίλους του, έμεινε στη Ρωσία μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων, ενθουσιασμένος και ανυπόμονος για το χείμαρρο νέων ιδεών και δυνατοτήτων που έφερε μαζί της η κοσμοϊστορική αυτή αλλαγή.

Αδελφή μου η ζωή, μια αδελφή επανάσταση

"Αυτό που επί αιώνες έκαμε τον άνθρωπο να διαφέρει από το κτήνος, δεν ήταν το ρόπαλο, αλλά η ακαταμάχητη δύναμη της άοπλης αλήθειας..."

Το καλοκαίρι του 1917 ο Παστερνάκ το πέρασε στην εξοχή της στέπας κοντά στην πόλη Σαράτοφ, όπου ερωτεύτηκε με πάθος, το οποίο αποτυπώνεται στην ποιητική συλλογή Αδελφή μου η ζωή, (Сестра моя — жизнь, «Σιστρά μαγιά — σζιζν») την οποία ολοκλήρωσε σε μόλις τρεις μήνες, καθυστέρησε όμως πλέον των τεσσάρων χρόνων να εκδώσει από φόβο και αμηχανία για το νεωτερικό στυλ της. Τελικώς όταν εκδόθηκε το 1921, το βιβλίο έφερε επανάσταση στη ρωσική ποίηση. Ο Παστερνάκ αποτέλεσε πρότυπο για τους νεαρούς ποιητές και άλλαξε αποφασιστικά την ποίηση του Όσιπ Μαντελστάμ, της Μαρίνας Τσβετάγιεβα και άλλων.

Μετά το Αδελφή μου η ζωή, ο ποιητής παρήγαγε έργα ανυπέρβλητης ποιότητας, συμπεριλαμβανομένου του αριστουργήματός του, τη λυρική συλλογή Ρήξη. Συγγραφείς διαφορετικών μεταξύ τους προσανατολισμών όπως ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, ο Αντρέι Μπέλυ, η Άννα Αχμάτοβα και ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ εκθείασαν τα ποιήματά του ως έργα αγνής, παρθένας, αχαλίνωτης έμπνευσης. Στα τέλη της δεκαετίας του '20, ο Παστερνάκ συναισθάνθηκε ότι το ποικίλο μοντερνιστικό στυλ του βρισκόταν σε ασυμφωνία με το δόγμα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού που εισήγαγε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Επιχείρησε να καταστήσει την ποίησή του πιο κατανοητή από τις μάζες επεξεργαζόμενος εκ νέου παλαιότερα έργα του και ξεκινώντας δύο μακροσκελή ποιήματα για την Επανάσταση.

Η Δεύτερη Γέννηση

Το 1932, ο Παστερνάκ είχε μετασχηματίσει το στυλ του για να το κάνει αποδεκτό στο σοβιετικό κοινό και εξέδωσε την ποιητική συλλογή Η Δεύτερη Γέννηση. Στη συνέχεια απλοποίησε περισσότερο το στυλ του και τη γλώσσα του στη νέα του συλλογή Στα Πρωινά Τρένα. Κατά τη διάρκεια των μεγάλων διωγμών του σταλινικού καθεστώτος στα τέλη της δεκαετίας του 1930 o ποιητής απογοητεύτηκε όταν διαπίστωσε τις αυταπάτες των κομμουνιστικών ιδανικών. Απρόθυμος να εκδώσει δική του ποίηση, άρχισε να μεταφράζει Σαίξπηρ (Άμλετ, Μάκβεθ, Βασιλιάς Ληρ), Γκαίτε (Φάουστ), Ρίλκε (Ρέκβιεμ για μια φίλη), τον σπουδαίο γάλλο ποιητή του Συμβολισμού Πωλ Βερλαίν και γεωργιανά ποιήματα.

Δόκτωρ Ζιβάγκο

Μερικά χρόνια πριν την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Παστερνάκ εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα του στο Περεντέλκινο, ένα χωριό ιδανικό για συγγραφείς μερικά χιλιόμετρα από τη Μόσχα. Εκεί έγραψε το πασίγνωστο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Δόκτωρ Ζιβάγκο. Το βιβλίο απαγορεύτηκε από το σοβιετικό καθεστώς και έτσι μεταφέρθηκε λαθραία στο εξωτερικό και εκδόθηκε στα ιταλικά από τον ιταλικό εκδοτικό οίκο Φελτρινέλλι το 1957. Το βιβλίο προκάλεσε αμέσως αίσθηση και ακολούθησαν εκδόσεις του σε πολλές μη-κομμουνιστικές χώρες. Το 1958 και 1959, η αμερικάνικη έκδοσή του έμεινε για 26 εβδομάδες στην κορυφή της λίστας μπεστ-σέλερς των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Το βιβλίο του κυκλοφόρησε στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου εκτός από τη μητρική του και έγινε μπεστ σέλερ και ένα απο τα πιο δημοφιλή μυθιστορήματα όλων των εποχών.

Παρά το γεγονός ότι κανένας Σοβιετικός κριτικός δεν είχε διαβάσει το βιβλίο, απαίτησαν την αποβολή του από την Ε.Σ.Σ.Δ. Τελικά, το 1988 το μυθιστόρημα εκδόθηκε και στη Σοβιετική Ένωση. Το βιβλίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές τον Ομάρ Σαρίφ και την Τζούλι Κρίστι, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λην. Το έργο έγινε παγκόσμια επιτυχία, αν και επικεντρωμένο περισσότερο στην ρομαντική πλευρά του βιβλίου.

Βραβείο Νόμπελ

Το 1958 ο συγγραφέας κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ενώ αρχικά δήλωσε ενθουσιασμένος, στη συνέχεια, δεχόμενος πιέσεις από το σοβιετικό καθεστώς, αποποιήθηκε το βραβείο «εξαιτίας του νοήματος που απέδωσε στη διάκριση αυτή η κοινωνία, στους κόλπους της οποίας ζούσε». Ακόμη και μετά την άρνηση παραλαβής του βραβείου, το καθεστώς της χώρας του συνέχισε να τον απειλεί το λιγότερο με εξορία. Το 1989, το βραβείο δόθηκε στον υιό του Παστερνάκ, Γιεβγκένυ, σε τελετή στη Στοκχόλμη.

Το τέλος

«Η τολμηροτέρα φωνή της μετεπαναστατικής Ρωσίας», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, ο Μπορίς Παστερνάκ απεβίωσε από καρκίνο των πνευμόνων στα 70 του χρόνια, στις 30 Μαΐου του 1960. Χιλιάδες άνθρωποι ταξίδεψαν από τη Μόσχα στο Περεντέλκινο για να παραστούν στην κηδεία του. Εθελοντές μετέφεραν το ανοιχτό φέρετρό του στον τόπο ταφής και όλοι οι παρόντες (συμπεριλαμβανομένου του σπουδαίου ρώσου ποιητή και θεωρούμενου ως "πνευματικού" του παιδιού Αντρέι Βοζνεσένσκι) απήγγειλαν το απαγορευμένο ποίημα "Άμλετ".


Έργα

Πεζά


  • 1923: Προσωπική μαρτυρία, (κείμενο του Παστερνάκ για την φιλία του με τον ποιητή Μαγιακόφσκυ) - (μτφ. ;, εκδ. "Επίκεντρο", χ.χ.) 
  • 1924: The Childhood of Luvers
  • 1925: Aerial Ways
  • 1929: The Last Summer, διήγημα
  • 1931: Safe Conduct , σύντομη αυτοβιογραφία
  • 1934: The Last Summer
  • 1956: Δοκίμιο αυτοβιογραφίας - (μτφ. Κική Μαλεβίτση, εκδ. "Ευθύνη", 1989)
  • 1957: Δόκτωρ Ζιβάγκο - (μτφ. Μαρία Τσαντσάνογλου για τις εκδ."Ποταμός", 2006 )

Ποίηση

  • 1922: Αδελφή μου η ζωή - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
  • 1923: Ρήξη:θέμα και παραλλαγές - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης, εκδ. "Ύψιλον", 2005)
  • 1926: Spektorsky (μυθιστόρημα σε στίχους) - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
  • 1927: Lieutenant Schmidt -(μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
  • 1927: The Year 1905 - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
  • 1929: Over the Barriers - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
  • 1932: Η δεύτερη γέννηση - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
  • 1943: On Early Trains, (ποιήματα 1936-1943) - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)
  • 1945: Earth’s Expanse, (ποιήματα 1936-1945) - (μτφ. Γιώργος Κοροπούλης στο βιβλίο «Μαρμπουργκ και άλλα ποιήματα του Μπορίς Παστερνάκ», εκδ. "Παρουσία", 1997)

Boris Pasternak (left) with his brother Alexander. Painting by their father, Leonid Pasternak

Δόκτωρ Ζιβάγκο 

Το Δόκτωρ Ζιβάγκο  είναι ένα μυθιστόρημα του Μπορίς Παστερνάκ του 20ού αιώνα. Πήρε το όνομά του από τον πρωταγωνιστή του, Γιούρι Ζιβάγκο, γιατρό και ποιητή. Η λέξη Ζιβάγκο zhivago έχει κοινή ρίζα με τη ρωσική λέξη για τη ζωή (жизнь), ένα από τα μεγαλύτερα θέματα της νουβέλας. Μας διηγείται για την ιστορία ενός άνδρα που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες, που εκτυλίσσεται κατ' αρχήν με φόντο την Οκτωβριανή Επανάσταση και τον συνακόλουθο Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο του 1918-1920. Εξετάζοντας βαθύτερα, το μυθιστόρημα πραγματεύεται την πολύ δύσκολη κατάσταση ενός άνδρα, καθώς η ζωή που πάντα γνώριζε ανατρέπεται με δραματικό τρόπο από δυνάμεις που είναι πάνω από τον έλεγχο του. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ντέιβιντ Λιν το 1965 και έχει επίσης διασκευαστεί αρκετές φορές για την τηλεόραση, πιο πρόσφατα σε μίνι-σήριαλ για τη ρωσική τηλεόραση το 2005. Είναι επίσης ένα από τα καλύτερα πολιτικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα.

Αν και περιλαμβάνει κομμάτια που γράφτηκαν στις δεκαετίες του 1910 και 1920, το Δόκτωρ Ζιβάγκο δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι το 1956. Μετά την υποβολή του για δημοσίευση στο περιοδικό Novy mir, απορρίφθηκε λόγω της πολιτικής άποψης του Παστερνάκ (που ήταν λανθασμένη στα μάτια των Σοβιετικών πολιτικών αρχών): ο συγγραφέας, όπως ο Δρ. Ζιβάγκο, ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ευτυχία των ατόμων παρά για την ευημερία της κοινωνίας, και οι Σοβιετικοί λογοκριτές θεώρησαν κάποια κομμάτια του έργου ως αντί-Μαρξιστικά. Στο έργο υποβόσκουν κριτικές του Σταλινισμού και αναφορές σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1957, ο Ιταλός εκδότης Τζιαντζιάκομο Φελτρινέλλι εξήγαγε παράνομα το χειρόγραφο του βιβλίου από την Σοβιετική Ένωση και ταυτόχρονα δημοσίευσε εκδόσεις τόσο στην ρωσική όσο και στην Ιταλική στο Μιλάνο. Τον επόμενο χρόνο, το έργο δημοσιεύθηκε στα Αγγλικά, (μετάφραση από τα ρωσικά από τον Ehud Harari και τον Max Hayward) και τελικά δημοσιεύθηκε συνολικά σε δεκαοχτώ διαφορετικές γλώσσες. Η δημοσίευση αυτού του μυθιστορήματος ήταν εν μέρει υπεύθυνη για την βράβευση του Παστερνάκ με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1958. Η Σοβιετική κυβέρνηση ζήτησε από την επιτροπή να μην απονείμει το βραβείο, οδηγώντας τον συγγραφέα να το αρνηθεί έτσι ώστε να μην προκληθεί σκάνδαλο στην χώρα του. Ο Μπορίς Παστερνάκ πέθανε στις 30 Μαΐου 1960 από φυσικά αίτια.

Το Δόκτωρ Ζιβάγκο δημοσιεύτηκε τελικά στην Σοβιετική Ένωση το 1988, στις σελίδες του Novy mir, αν και υπήρχαν νωρίτερα εκδόσεις που γίνονταν με μυστικές αντιγραφές και ανατυπώσεις - πρακτική γνωστή ως σαμιζντάτ στη Ρωσία.

Περίληψη των γεγονότων

Ο Γιούρι Ζιβάγκο είναι ευαίσθητος και ποιητικός σχεδόν έως το σημείο του μυστικισμού. Στην ιατρική σχολή, ένας από τους καθηγητές του του θυμίζει ότι τα βακτήρια μπορεί να είναι όμορφα κάτω από το μικροσκόπιο, αλλά κάνουν άσχημα πράγματα στους ανθρώπους.

Ο ιδεαλισμός και οι αρχές του Ζιβάγκο στέκονται ως αντίθεση στην ωμότητα και την φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της Ρωσικής Επανάστασης, και του συνακόλουθου Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου. Ένα από τα μείζονα θέματα του μυθιστορήματος είναι πως ο μυστικισμός και ο ιδεαλισμός καταστρέφονται τόσο από τους Μπολσεβίκους και από τον Λευκό Στρατό με τον ίδιο τρόπο, καθώς και τα δύο μέρη διαπράττουν φρικιαστικές ωμότητες. Ο Γιούρι βίωσε την απομόνωση και άλλες κτηνωδίες που υπέφεραν αθώοι πληθυσμοί πολιτών κατά την διάρκεια της αναταραχής. Ακόμα και την αγάπη της ζωής του, τη Λάρα, την πήραν μακρυά του.

Διερωτάται πως ο πόλεμος μπορεί να κάνει αναίσθητο όλο τον κόσμο, και να οδηγήσει μια κατά τα άλλα λογική ομάδα ανθρώπων να καταστρέψει η μια την άλλη χωρίς να δίνει καμία σημασία για την ζωή. Το ταξίδι του μέσα στην Ρωσία έχει ένα επικό, ονειρικό, σχεδόν υπερρεαλιστικό αίσθημα εξαιτίας της περιπλάνησής του σε έναν κόσμο που είναι σε τόσο χτυπητή αντίθεση με τον ίδιο, που δεν έχει διαφθαρεί από την βία, και από την επιθυμία του να βρει έναν τόπο μακρυά από όλα αυτά, που τον οδηγεί ακόμα μέχρι την Αρκτική Σιβηρία της Ρωσίας, και τελικά πάλι πίσω στην Μόσχα. Ο Παστερνάκ προβαίνει σε μια λανθάνουσα κριτική της Σοβιετικής ιδεολογίας: διαφωνεί με την ιδέα «να χτίσουμε έναν νέο άνθρωπο», ιδέα που είναι ενάντια στη φύση.

Η ζωή της Λάρα περιγράφεται επίσης με αρκετή λεπτομέρεια. Η Λάρα, που το πλήρες όνομά της είναι Λαρίσα Φεοντόροβνα Γκουϊσάρ (και αργότερα Αντίποβα), είναι η κόρη μιας αστής. Μπλέκεται σε μια σχέση με τον Βίκτωρ Κομαρόβσκι, έναν ισχυρό δικηγόρο με πολιτικές διασυνδέσεις, ο οποίος την απωθεί και την ελκύει ταυτόχρονα. Η Λάρα είναι αραβωνιασμένη με τον Πάβελ, τον «Πάσα», Αντίποβ, έναν ιδεαλιστή και νεαρό φοιτητή που ακολουθεί τον Μπολσεβικισμό επηρέασμενος από τον πατέρα του. Διχασμένη ανάμεσα σε δύο άντρες, βιάζεται από τον Κομαρόβσκι για την προσπάθεια να χαλάσει την «συμφωνία» τους και επιχειρεί στην συνέχεια να τον δολοφονήσει.

O Ζιβάγκο σύντομα θα συναντήσει την Λάρα ενώ θα βοηθά τον μέντορα του που έχει προσκληθεί από τον Κομαρόβσκι στην σκηνή της απόπειρας αυτοκτονίας της μητέρας της Λάρα, ως αντίδραση στην σκανδαλώδη σχέση της με τον Κομαρόβσκι. Μια δεύτερη σημαντική αλλά σύντομη συνάντηση γίνεται σε μια Χριστουγεννιάτικη γιορτή της υψηλής κοινωνίας, σε συνδυασμό με την επιχειρούμενη δολοφονία του Κομαρόβσκι από την Λάρα ως αντίδρασή στον πρόσφατο βιασμό της από εκείνον. Εκεί η Λάρα παραδίδεται στον Ζιβάγκο ως γαμήλιο δώρο από έναν γεμάτο συγκατάβαση Κομαρόβσκι. Η πραγματική τους γνωριμία όμως γίνεται εντελώς τυχαία στην άκρη του δρόμου ενώ ακολουθούν τα αγήματα του ρωσικού στρατού του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με ομάδες εξαθλιωμένων βετεράνων να εγκαταλείπουν το μέτωπο και άλλες ομάδες με νέους στρατολογημένους να οδηγούνται ύστερα από διαταγή στις χωρίς ελπίδα συνθήκες του Μετώπου. Η Λάρα υπηρετεί ως νοσοκόμα ενώ ψάχνει για τον υποτιθέμενο νεκρό σύζυγό της Αντίποβ. Οι δυό τους ερωτεύονται καθώς υπηρετούν μαζί σε ένα προσωρινό υπαίθριο νοσοκομείο. Δεν ολοκληρώνουν τις σχέσεις του παρά πολύ αργότερα, όταν συναντιούνται στο Γιουριάτιν μετά τον πόλεμο.

Ο Πάσα και ο Κομαρόβσκι συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Ο Πάσα πιστεύεται ότι έχει σκοτωθεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά στην πραγματικότητα συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και δραπετεύει. Μπαίνει στο πλευρό των Μπολσεβίκων και γίνεται ο Στρέλνικοβ (ο εκτελεστής), ένας φοβερός στρατηγός του Κόκκινου Στρατού που φέρει την κακή φήμη ότι εκτελεί Λευκούς αιχμαλώτους (από όπου προέρχεται και το όνομά του). Εν τούτοις, ποτέ δεν είναι ένας πραγματικός Μπολσεβίκος και πασχίζει μέσα από τον πόλεμο να βρίσκεται παντού έτσι ώστε να μπορέσει να επιστρέψει στην Λάρα.

Ένας άλλος μείζων χαρακτήρας του έργου είναι ο Λιμπέριους, διοικητής της «Αδελφότητας του Δάσους», της Κόκκινης Αντάρτικης ομάδας που στρατολογεί και τον Γιούρι. Ο Λιμπέριους περιγράφεται ως πολυλογάς και ματαιόδοξος, ένας αφοσιωμένος και ηρωικός επαναστάτης, τον οποίο ο Γιούρι βαριέται για τα συνεχή του κηρύγματα για την δικαιοσύνη των σκοπών τους και το αναπόφευκτο της νίκης τους. Είναι επίσης εθισμένος στην κοκαΐνη.

Ο Κομαρόβσκι επανεμφανίζεται προς το τέλος της ιστορίας. Έχοντας κερδίσει κάποια επιρροή στην κυβέρνηση των Μπολσεβίκων και διοριστεί επικεφαλής στην Κυβέρνηση της Άπω Ανατολής, ενός κρατιδίου των Μπολσεβίκων στην Σιβηρία. Προσφέρει στον Ζιβάγκο και την Λάρα διαφυγή έξω από την Ρωσία. Αρχικά αυτοί αρνούνται, αλλά ο Κομαρόβσκι πείθει τον Ζιβάγκο ότι είναι προς το συμφέρον της Λάρας να φύγει. Εκείνος πείθει με την σειρά του την Λάρα να πάει με τον Κομαρόβσκι, λέγοντάς της ψευδώς ότι θα την ακολουθήσει σύντομα.

Εν τω μεταξύ, ο Αντίποβ (Στρέλνικοβ) χάνει την εύνοια που είχε και μαζί και την θέση του στον Κόκκινο Στρατό, και επιστρέφει στο Βαρίκινο, κοντά στο Γιουριάτιν, όπου ελπίζει ότι θα συναντήσει την Λάρα. Αυτή, όμως, έχει μόλις φύγει με τον Κομαρόβσκι. Μετά από μια μακρά συζήτηση με τον Ζιβάγκο, αυτός αυτοκτονεί, ενώ ο Ζιβάγκο τον βρίσκει το επόμενο πρωί. Η ζωή του Ζιβάγκο από αυτό το σημείο και μετά παίρνει την κάτω βόλτα. Ζει μαζί με μια άλλη γυναίκα (χωρίς να την παντρευτεί) και αποκτά μαζί της 2 παιδιά, σχεδιάζει μια σειρά από συγγραφικά εγχειρήματα τα οποία όμως δεν τελειώνει ποτέ, και είναι ολοένα και περισσότερο αφηρημένος, νευρικός και άρρωστος. Η Λάρα τελικά επιστρέφει στην Ρωσία την ημέρα της κηδείας του Ζιβάγκο. Συναντά τον Γιεβγκράφ, τον ετεροθαλή αδελφό του Ζιβάγκο και του ζητά να προσπαθήσει να βρει την κόρη της, αλλά μετά εξαφανίζεται.

Στην διάρκεια του Β΄παγκοσμίου πολέμου οι παλιοί φίλοι του Ζιβάγκο Nika Dudorov και Misha Gordon συναντιούνται. Μια από τις συζητήσεις τους περιστρέφεται γύρω από μια κοπέλλα της περιοχής που δουλεύει ως πλύστρα με το όνομα Τόνια, ένα ορφανό παιδί από τα πολλά μου μείναν στην διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, και την ομοιότητά της με τον Ζιβάγκο. Πολύ αργότερα ξανασυναντιώνται με αφορμή την πρώτη έκδοση των ποιημάτων του Ζιβάγκο. Δεν είναι σαφές στο μυθιστόρημα γιατί αυτά δεν δημοσιεύθηκαν νωρίτερα ή γιατί έχουν δημοσιευθεί εκείνη την στιγμή.

Άλλοι σημαντικοί χαρακτήρες είναι η Τόνια Γκρομέκο, η σύζυγος του Ζιβάγκο, και οι γονείς της Αλέξανδρος και Άννα, με τους οποίους έζησε ο Ζιβάγκο αφότου έχασε τους γονείς του ως παιδί. Ο Γιεβγκράφ Ζιβάγκο, νεότερος αδερφός τους Γιούρι (γιος του πατέρα του και μιας Μογγόλας πριγκίπισσας), είναι μια μυστήρια φιγούρα που κερδίζει δύναμη και επιρροή με τους Μπολσεβίκους και βοηθά τον αδερφό του να αποφύγει την σύλληψή του στην διάρκεια της ιστορίας.

Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από παράξενες συμπτώσεις. Χαρακτήρες εξαφανίζονται και επανεμφανίζονται φαινομενικά τυχαία, συναντώντας ο ένας τον άλλον στα πιο απίθανα μέρη.

Η περιγραφή του Πάστερνακ της τραγουδίστριας Kubarikha στο κεφάλαιο «Παγωμένα βατόμουρα» είναι σχεδόν ίδια με την περιγραφή της τσιγγάνας τραγουδίστριας Nadezhda Plevitskaya (1884-1940) από την Sofia Satina (που ήταν νύφη και ξαδέρφη του Σεργκέι Ραχμάνινοφ). Εφ' όσον ο Ραχμάνινοφ ήταν φίλος με την οικογένεια Παστερνάκ, και η Plevitskaya ήταν φίλη του Ραχμάνινοφ, η Plevitskaya ήταν πιθανότατα το μοντέλο στο μυαλό του Παστερνάκ όταν έγραψε αυτό το κεφάλαιο, γεγονός που δείχνει επίσης πως ο Παστερνάκ είχε βαθιά συγγένεια με την μουσική.https://el.wikipedia.org/






ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Απόσπασμα από το ποίημα του Μπορίς Παστερνάκ "Ως τον πυρήνα"

Θαυμάσια θα ήταν αν ήμουν ικανός
έστω και με σημάδια του λάθους
να έγραφα μόνο οχτώ σειρές
για τις ιδιότητες του πάθους.

Για τις παρανομίες , τις αμαρτίες,
τις κούρσες , το κυνηγητό,
για την απρέπεια στη βιασύνη
και της πληγής το βογκητό.

Ήχο θα έβαζα στους νόμους των παθών
με τις χορδές των αισθημάτων,
με την ελαφριά ανάσα
των πελάγων και ποιημάτων

Θα χάραζα τους στίχους σαν τον κήπο
με τις σειρές από δέντρα
οι φλαμουριές θ’ ανθούσαν στη σειρά
εις φάλαγγα κατ’ άνδρα.

Θα έφερνα στους στίχους την πνοή των λουλουδιών,
τα χρώματα της χώρας,
το θέρισμα του χόρτου , το σπαθόχορτο
και το μπουμπουνητό της μπόρας.

Άλλοτε έτσι ο Σοπέν έδωσε
ζωντανά μάτια
λιμνών, πάρκων και νεκροταφείων
στα μουσικά κομμάτια.

Πετυχημένου θριάμβου
παιχνίδι, πόνος
του κόσμου παρηγορητής
γιατρός ο χρόνος.
https://el.wikipedia.org/


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/

















Βολταίρος ( 21 Νοεμβρίου 1694 – 30 Μαΐου 1778 )

 

Ο Φρανσουά Μαρί Αρουέ (François-Marie Arouet, 21 Νοεμβρίου 1694 – 30 Μαΐου 1778), ευρύτερα γνωστός με το ψευδώνυμο Βολταίρος (Voltaire), ήταν Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός και φιλόσοφος, διάσημος για το πνεύμα του, τις επιθέσεις του εις βάρος της Καθολικής Εκκλησίας και την υπεράσπιση της ανεξιθρησκίας, της ελευθερίας του λόγου και του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους. Θεωρείται κεντρική μορφή και ενσάρκωση του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Υπήρξε επίσης δοκιμιογράφος και κορυφαίος εκπρόσωπος του ντεϊσμού.

Πρώιμη περίοδος

Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 21 Νοεμβρίου 1694 μέσα σε μία μεσοαστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος και ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών. Έχασε τη μητέρα του όταν ήταν 7 ετών και μετά από δύο χρόνια εισήλθε στο ιησουιτικό κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου όπου παρέμεινε ως το 1711. Για την εκπαίδευσή του εκεί έγραψε αργότερα ότι δεν είχε μάθει τίποτα "εκτός από λατινικά και ανοησίες"αν και στο κολέγιο φαίνεται ότι διαμόρφωσε τις βάσεις της ιδιαίτερης γνώσης του και διέγειρε πιθανώς την ισόβια αφοσίωσή του στο θέατρο. Κατά το διάστημα των ετών 1711 – 1713 μελέτησε τη νομική επιστήμη.


Ο Βολταίρος τιθασεύει ένα άλογο (Jan Huber, μεταξύ 1750 - 1775, Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη)

Πριν αρχίσει τη συγγραφική του καριέρα, με την παρότρυνση του πατέρα του, υπηρέτησε ως γραμματέας του Γάλλου πρέσβη στην Ολλανδία. Επέστρεψε στο Παρίσι την εποχή του θανάτου του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και σύντομα απέκτησε φίλους μεταξύ της αριστοκρατικής τάξης. Οι σατιρικοί στίχοι του τον έκαναν ιδιαίτερα δημοφιλή στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Τότε παρουσίασε το πρώτο θεατρικό του έργο, την τραγωδία Οιδίπους (Oedipe), απομίμηση του Οιδίποδα του Σοφοκλή, στον κύκλο του.

Τροφοδοτώντας τη μανιώδη έχθρα της δούκισσας του Μαιν εναντίον του αντιβασιλέα Φιλίππου Β΄ της Ορλεάνης, ο Βολταίρος συνέθεσε μια σάτιρα γι’ αυτόν. Ένας κατάσκοπος κατάφερε να πάρει την ομολογία του και στις 16 Μαΐου 1717 φυλακίστηκε στη Βαστίλη για προσβολή του αντιβασιλέα. Εδώ ξαναδούλεψε τον Οιδίποδα, άρχισε το έργο Ερρικειάς (Henriade) και αποφάσισε να αλλάξει το όνομά του. Απελευθερώθηκε 11 μήνες αργότερα όταν διαπιστώθηκε ότι είχε κατηγορηθεί εσφαλμένα και για το λόγο αυτό έλαβε χρηματική αποζημίωση 400 κορώνες. Η τραγωδία Οιδίποδας ανέβηκε στο Théâtre Français στις 18 Νοεμβρίου 1717 και έγινε θετικά αποδεκτή από το κοινό. Παρέμεινε στη σκηνή για 45 βραδιές και του απέφερε πλούτο και φήμη, που τον βοήθησαν να ξεκινήσει μία σειρά επικερδών επενδύσεων. Η βασικότερη αυτών ήταν η ενασχόλησή του με την Εταιρεία των Ινδιών (Compagnie des Indes).
Μετάλλιο με τη μορφή
του Βολταίρου (Waechter, 1772)

Μετά την απελευθέρωσή του από τη Βαστίλη τον Απρίλιο του 1718, έγινε γνωστός ως Arouet de Voltaire ή απλά Voltaire, αν και νομικά δεν απάλειψε ποτέ το βαπτιστικό του όνομα. Η προέλευση αυτής της αλλαγής στο όνομα έχει συζητηθεί πολύ, μερικοί προτείνουν ότι ήταν μια σύντμηση ενός παρωνυμίου της παιδικής του ηλικίας, "le petit volontaire". Η συνηθέστερα αποδεκτή υπόθεση, εντούτοις, είναι ότι υπήρξε αναγραμματισμός του ονόματος "Arouet le jeune" ή "Arouet l.j." με "το u" να μετατίθεται "στο v" και "το j" "στο i" σύμφωνα με τα κρατούντα την εποχή εκείνη.

Ο Βολταίρος, συνεχίζοντας τη θεατρική του παραγωγή, ολοκλήρωσε το έργο Artemire το Φεβρουάριο του 1720. Το έργο απέτυχε και ο Βολταίρος δε το δημοσίευσε ποτέ στο σύνολό του, αν και αργότερα αναπλάστηκε με επιτυχία και κάποια μέρη του επαναχρησιμοποιήθηκαν σε άλλες εργασίες. Άλλα έργα του που δημοσιεύθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν η τραγωδία Μαριάννα (Marianne) και η κωμωδία Ο αδιάκριτος (L’ indiscret).

Η εξορία στην Αγγλία


Προμετωπίδα του έργου Éléments de la philosophie de Newton(Άμστερνταμ, 1738), όπου εμφανίζεται ο Βολταίρος στο γραφείο του να δέχεται το φως της αλήθειας από τον Νεύτωνα διά μέσου ενός καθρέφτη, που κρατά η Madame du Châtelet

Το 1725 ο Βολταίρος προσβλήθηκε από έναν νέο ευγενή, τον Chevalier de Rohan, και απάντησε με τη συνηθισμένη του οξύτητα. Ο Βολταίρος προγραμμάτιζε να προκαλέσει το νεαρό ευγενή σε μονομαχία, αλλά η οικογένεια Ροάν (Rohan) εξέδωσε ένα lettre de cachet για να αποφύγει οποιαδήποτε προβλήματα. Εκείνη την εποχή, όταν ένα πρόσωπο με επιρροή ήθελε να διωχθεί κάποιος εχθρός του αλλά δεν τον βάραινε κανένα έγκλημα, μπορούσε να προμηθευτεί ένα μυστικό ένταλμα, το οποίο καλούνταν lettre de cachet. Το πρόσωπο που κατονομαζόταν στην επιστολή έπρεπε να φυλακιστεί ή να εξοριστεί, εντός ή εκτός Γαλλίας. Επειδή δεν διεξήγετο δίκη, ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι των κατηγοριών. Το πρωί της ημέρας που είχε οριστεί η μονομαχία, ο Βολταίρος συνελήφθη και εστάλη για δεύτερη φορά στη Βαστίλη. Επέλεξε την εξορία στην Αγγλία αντί της φυλάκισης. Αυτό το περιστατικό του άφησε ανεξίτηλη εντύπωση, και από εκείνη την ημέρα έγινε υπέρμαχος της δικαστικής μεταρρύθμισης.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία τον προσέλκυσε η φιλοσοφία του Τζον Λοκ (John Locke) και ιδέες του μαθηματικού Ισαάκ Νεύτωνα (Sir Isaac Newton). Μέσω του φίλου του λόρδου Μπόλινμπροκ (Bolingbroke) ήρθε σε επαφή με τα πνευματικά αναστήματα της αγγλικής λογοτεχνίας της εποχής. Μελέτησε τη συνταγματική μοναρχία της Αγγλίας και τη θρησκευτική ανοχή, που υπήρχε. Ο Βολταίρος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το φιλοσοφικό ορθολογισμό και τη μελέτη των φυσικών επιστημών. Επίσης έγραψε στα αγγλικά τα πρώτα δοκίμιά του, το Δοκίμιο για την επική ποίηση και το Δοκίμιο για τους γαλλικούς εμφυλίους πολέμους, τα οποία δημοσιεύθηκαν το 1727. Η πλέον ενδιαφέρουσα παραγωγή του στην Αγγλία ήταν η συγγραφή της ιστορίας του Κάρολου 12ου της Σουηδίας, η οποία παραμένει κλασσική στο χώρο της βιογραφίας. Το έργο του Αγγλικά Γράμματα (Letters concerning the English Nation) δημοσιευμένο στα αγγλικά το 1733 και στα γαλλικά ως Lettres philosophiques το 1734, μπορεί να ειπωθεί ότι έδωσε ώθηση στην αγγλική φιλοσοφική σκέψη και επιστήμη, η οποία χαρακτήρισε την περίοδο του Διαφωτισμού. Το βιβλίο επίσημα απαγορεύθηκε στη Γαλλία.

Επιστροφή στη Γαλλία και τα χρόνια του Cirey

Ο Βολταίρος επέστρεψε στο Παρίσι μετά από τρία χρόνια και συνέχισε εκεί τη λογοτεχνική του παραγωγή. Δημοσίευσε τότε το επικό ποίημα Ερρικειάς (Henriade), με θέμα τους θρησκευτικούς πολέμους στη Γαλλία, όπου σατίριζε τη θρησκευτική μισαλλοδοξία. Το έργο του αυτό προκάλεσε εντύπωση στο αναγνωστικό κοινό και κυκλοφόρησε σε 300.000 αντίτυπα. Συνάμα παρουσίασε αρκετές τραγωδίες μεταξύ των οποίων και οι Βρούτος(Brutus, 1730), Ζαΐρα (Zaire, 1733), Εριφύλη (Eriphile).


Η μαθηματικός Emilie μαρκησία του Châtelet, σύντροφος του Βολταίρου (Maurice Quentin de la Tour, ιδιωτική συλλογή)

Στα 1733 γνώρισε την Εμιλί ντι Σατλέ (Émilie Du Châtelet, γνωστότερη ως Madame Du Châtelet), της οποίας τα πνευματικά ενδιαφέροντα, ειδικά πάνω στις επιστήμες, ταίριαζαν με τα δικά του. Διέμειναν μαζί στο Cirey, στη Λωρραίνη, απολαμβάνοντας την ανοχή του μαρκησίου ντι Σατλέ. Ο δεσμός του με την Εμιλί διήρκεσε μέχρι το θάνατό της το 1749. Στο Cirey, ο Βολταίρος δούλεψε πάνω σε πειράματα φυσικής και χημείας. Το 1736 άρχισε τη μακροχρόνια αλληλογραφία του με τον κατά 20 χρόνια νεότερό του διάδοχο του θρόνου της Πρωσίας Φρειδερίκο (τον μετέπειτα Φρειδερίκο Β΄). Επιπλέον, έγραψε τα Στοιχεία της νευτώνειας φιλοσοφίας (Éléments de la philosophie de Newton, 1736), το οποίο έφερε την αναγνώριση της νευτώνειας φυσικής στην Ευρώπη, μια κωμική εκδοχή των θρύλων για την Ιωάννα της Λωρραίνης Η παρθένος (La Pucelle, 1755) και τα δράματα Μωάμεθ (Mahomet, 1742), Μερόπη (Mérope, 1743), και Σεμίραμις (Sémiramis, 1748). Μέσω της επιρροής της Μαντάμ Πομπαντούρ (Madame de Pompadour), έγινε βασιλικός ιστοριογράφος και μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.

Πρωτοστάτης και πλέον σκληρός κριτικός του ήταν αυτή την περίοδο ο αβάς Desfontaines, και κορωνίδα των κριτικών του Desfontaines ήταν το βιβλίο Le Voltairomanie, σε απάντηση ενός λίβελου του Βολταίρου με τον τίτλο Ο Προληπτικός (Le Preservatif). Τον Απρίλιο του 1739 πραγματοποίησε ένα ταξίδι στις Βρυξέλλες, οι οποίες ήταν η έδρα του για κάποιο χρονικό διάστημα, εξ αιτίας μερικών νομικών υποθέσεων των du Châtelets. Ο Φρειδερίκος, βασιλιάς πλέον της Πρωσίας από το 1740, κατέβαλε πολλές προσπάθειες να απομακρύνει τον Βολταίρο από τη Madame Du Châtelet, αλλά ανεπιτυχώς, και έτσι κέρδισε την εγκάρδια έχθρα της αρνούμενος διαρκώς ή παραλείποντας να την προσκαλέσει. Επιτέλους, τον Σεπτέμβριο του 1740, ο δάσκαλος και ο μαθητής συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Κλεβ (Cleves), και τρεις μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο, στο Βερολίνο μετά από πρόσκληση του Φρειδερίκου.

Από την πρωσική αυλή στην Ελβετία

Ο Βολταίρος επισκέφτηκε ξανά το Βερολίνο και το Πότσδαμ το 1743 στο πλαίσιο διπλωματικής αποστολής, για να πείσει τον Φρειδερίκο, να συμμαχήσει με την Γαλλία, χωρίς όμως αποτέλεσμα. (Πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής, 1740-48). Μετά το θάνατο της Madame Du Châtelet δέχτηκε την πρόσκληση του Φρειδερίκου να ζήσει στην αυλή του (1750-53). Οι σχέσεις του με το Φρειδερίκο ήταν γενικά θυελλώδεις. Η παρέμβαση του Βολταίρου στη φιλονικία μεταξύ Maupertuis και König οδήγησε στην ανανέωση της ψυχρότητας εκ μέρους του Πρώσου μονάρχη και το 1753 ο Βολταίρος εγκατέλειψε βιαστικά την Πρωσία. Από απόσταση οι δύο άνδρες συμφιλιώθηκαν αργότερα και η αλληλογραφία τους επαναλήφθηκε.

Ανεπιθύμητος στη Γαλλία ο Βολταίρος εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου αγόρασε το κτήμα "Les Délices" και απέκτησε επίσης ένα ακόμα σπίτι κοντά στη Λωζάνη. Οι αρχές της Γενεύης αντιτέθηκαν σύντομα στις ιδιωτικές θεατρικές παραστάσεις, που πραγματοποιούνταν στο σπίτι του Βολταίρου, ενώ εξοργίστηκαν ακόμα περισσότερο λόγω του άρθρου "Genève" που γράφτηκε για την Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό, με την υποκίνηση του Βολταίρου, από τον Ντ’ Αλαμπέρ. Το άρθρο, που δήλωνε ότι οι καλβινιστές πάστορες της Γενεύης είχαν δει το φως και είχαν πάψει να πιστεύουν στην οργανωμένη θρησκεία, ξεσήκωσε μια βίαιη διαμάχη.Αργότερα επιχείρησε να μεταβεί στην Ρωσία αλλά η Αικατερίνη Β΄ του αρνήθηκε την είσοδο πιεζόμενη από την Ρωσική εκκλησία και τις σφοδρές αντιδράσεις του ρωσικού λαού.


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Χουάν Ραμόν Χιμένεθ - Juan Ramón Jiménez Mantecón ( 24 Δεκεμβρίου 1881 – 29 Μαΐου 1958 )

 Χουάν Ραμόν Χιμένεθ: Ο ποιητής της απέραντης μειονότητας


Της Άννας Βερροιοπούλου 


«Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ είναι σαν την Αυστραλία, χώρα απέραντη και ήπειρος μαζί, ο μεγαλύτερος ποιητικός τόπος της λογοτεχνίας της Ισπανίας του 20ου αι.» (Andrés Trapiello)

Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ (Juan Ramón Jiménez), βραβευμένος το 1956 με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φιγούρες της ισπανόφωνης ποίησης του 20ου αι.. Υπήρξε κύριος ανανεωτής της και πνευματικός πατέρας των ποιητών της γενιάς του 27, όπως του Λόρκα κ.α. Στην Ελλάδα είναι, ίσως, περισσότερο γνωστός για τις ιστορίες του γαϊδαράκου Πλατέρο, του ήρωα των παιδικών διηγημάτων «Ο Πλατέρο κι εγώ» (Platero y yo). Ο Χιμένεθ, ωστόσο, έζησε για την ποίηση και με την ποίηση. Συχνά γλυκομιλούσε γι΄αυτήν λες κι αναφερόταν σε μια αγαπημένη: «Η σχέση που έχω με την Ποίηση είναι αυτή των παράφορα ερωτευμένων». Ακούραστος δημιουργός, δούλευε και ξαναδούλευε τους στίχους του με άσβεστο πάθος, μέχρι που σφάλισε τα μάτια σε ηλικία 77 ετών. Ο Χιμένεθ είναι ο ποιητής της καθαρής ποίησης και της απόλυτης επιθυμίας για ομορφιά, αισθητικής και πνευματικής.

Γεννήθηκε το 1881 σε μια κωμόπολη της Ανδαλουσίας, το Μογκέρ. Η πατρίδα του, το μεσογειακό της φως, η λευκότητα των σπιτιών διαμόρφωσαν το ψυχισμό του νεαρού Χιμένεθ. Η θάλασσα του Μογκέρ, την οποία ως παιδί ατένιζε αχόρταγα από την ταράτσα του σπιτιού του, εντυπώνεται στην ποιητική του μνήμη. Τα στοιχεία αυτά- η θάλασσα, ο ήλιος, ο ουρανός, η αθωότητα της λευκής του πατρίδας- θα αποτελέσουν μόνιμα πρώτες ύλες των στίχων του.

Από παιδί είχε φύση μελαγχολική και εσωστρεφή ιδιοσυγκρασία. Σύντομα βρήκε καταφύγιο στην ποίηση και η ευαισθησία του βρήκε φωνή στους στίχους του. Πολύ νέος, το 1900, εκδίδει δύο ποιητικές συλλογές: «Μενεξεδένιες Ψυχές» (Almas de violeta) και «Νυνφαίαι»(Ninfeas), οι οποίες εκτυπώθηκαν με βιολετί και πράσινο μελάνι αντίστοιχα, ακολουθώντας τις τάσεις του Μοντερνισμού, ενός από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής, στο οποίο ανήκουν και τα παραπάνω έργα. Αυτά έτυχαν θερμής αποδοχής από τους ποιητικούς κύκλους και διάσημοι ποιητές, όπως ο Ρουμπέν Νταρίο (Rubén Darío) και ο Αντόνιο Ματσάδο (Antonio Machado), αγκάλιασαν με ενθουσιασμό το νεαρό ποιητή. Στους πρώτους αυτούς μελαγχολικούς στίχους κυριαρχεί ο κόσμος των αισθήσεων- η μουσικότητα, τα χρώματα, τα αρώματα-, ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το κόσμο των συναισθημάτων.

Υπήρξαν ρόδα και βιολέτες στο μπλε του στερεώματος,
μαγεία μυθική χρωμάτων και αρωμάτων∙
ήταν ένα από ΄κείνα τα δειλινά
των γλυκών ανοίξεων, που η ψυχή μου
στις αναμνήσεις βλέπει να πλανώνται.



Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και ο έρωτας

Ένα από τα βασικά θέματα της ποίησής του είναι ο έρωτας. Αποτελεί γι’ αυτόν το πέμπτο στοιχείο της φύσης μαζί με το νερό, τον αέρα, τη φωτιά και τη γη. Στους στίχους του ο έρωτας είναι παθιασμένος κι επώδυνος, εμφανίζεται όμως πάντα εξευγενισμένος, μια πύρινη φλόγα που φέγγει με τις πιο λεπτές και ευγενικές αποχρώσεις του γαλάζιου- ο έρωτας στην ποίησή του συγκρίνεται με την μπλε περίοδο στους πίνακες του Πικάσσο.
Αδελφή: Ξεφυλλίζαμε τα φλογερά μας σώματα
σε μια αφθονία δίχως τέλος, δίχως συναίσθηση…
Ήταν φθινόπωρο κι ο ήλιος — θυμάσαι; — γλύκαινε
θλιμμένα την κάμαρα με μια υπόλευκη λάμψη …

Το 1913 γνωρίζει κι ερωτεύεται την Ζηνοβία Καμπρουμπί (Zenobia Cambrubí). Το 1916 παντρεύονται και θα μείνουν αχώριστοι σύντροφοι για σαράντα σχεδόν χρόνια μέχρι το θάνατό της. Η Ζηνοβία, η οποία υποστήριξε πολύ το σύζυγό της στο έργο του, υπήρξε μια πολύ καλλιεργημένη γυναίκα, μοντέρνα για την εποχή της, φεμινίστρια και μεταφράστρια του ινδού νομπελίστα Ταγκόρε. Προκειμένου να τελεστούν οι γάμοι, ο Χιμένεθ διασχίζει για πρώτη φορά τον Ατλαντικό με προορισμό τη Νέα Υόρκη, όπου διέμενε η Ζηνοβία. Τα δύο αυτά γεγονότα, ο γάμος του και ο διάπλους του ωκεανού, θα σταθούν καθοριστικά για το έργο του, διότι από τις εμπειρίες αυτές γεννιέται η συλλογή «Ημερολόγιο ενός προσφάτως παντρεμένου ποιητή» (Diario de un poeta recién casado).

To πρωτοποριακό αυτό βιβλίο θεωρείται από κάποιους το σημαντικότερο ισπανικό ποιητικό έργο του 20ου αι.. Είναι γραμμένο σε μορφή ημερολογίου και συνδυάζει ποίηση και πρόζα, διάλογους και μονόλογους. Παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια υλικού, ως και αμερικάνικες διαφημίσεις παρεμβάλλει- ένα έργο πραγματικά με τον αέρα του μοντέρνου. Η μεγάλη καινοτομία ωστόσο για την ισπανόφωνη ποίηση είναι η εκτεταμένη και συνειδητή χρήση του ελεύθερου στίχου. Επιλέγει σκόπιμα το νέο αυτό στίχο, διότι θέλει να αναγγείλλει την αναγέννηση που υφίσταται η ποίησή του κι ο ίδιος με τον έρωτα, το γάμο και τη γνωριμία του με τον ωκεανό, με μια καινούρια ζωή.

Μοιάζεις, θάλασσα, να μάχεσαι
— ω! αναταραχή δίχως τέλος, μέταλλο αδιάκοπο! —
ώστε από σένα να βρεθείς ή εγώ για να σέ βρω.
Τι απέραντη δείχνεσαι,
στη γυμνότητά σου μόνη
…….
Σαν σε τοκετό, γεννάς τον εαυτό σου,
— με πόση κούραση! —
τον εαυτό σου, θάλασσα μοναδική!
τον εαυτό σου, εσένα μόνο και εντός της δικής σου
μοναδικής πληρότητας όλων των πληροτήτων,
…ώστε από σένα να βρεθείς ή εγώ για να σέ βρω!

Με το βιβλίο αυτό η έκφρασή του αλλάζει ριζικά και το έργο του εισέρχεται σε μία νέα περίοδο που ο ποιητής μας ονομάζει διανοητική. Η ποίησή του γίνεται καθαρή, αγνή, poesía pura, απογυμνώνεται από περιττά στολίδια, από κοσμητικά επίθετα και τον περίτεχνο λόγο. Τώρα παρατηρείται το εξής παράδοξο: ο λόγος του, το λεξιλόγιο γίνεται απλό, καθημερινό, εντούτοις τα νοήματά του γίνονται δύσκολα, πυκνά. Ο Χιμένεθ γίνεται ο ποιητής της απέραντης μειονότητας.

Αυτήν την περίοδο εκδίδει πολλά κοσμήματα της ισπανικής ποίησης, όπως Αιωνιότητες (Eternidades), Ποίηση (Poesía), Ομορφιά (Belleza), Η πλήρης εποχή (La estación total). Ο Χιμένεθ γράφει ασταμάτητα, είναι εξορισμένος θα λέγαμε στην ποίησή του.

Ζώο Βάθους

Το 1936 ξεκινά μια διαφορετική εξορία γι΄αυτόν: με το ξέσπασμα του Εμφυλίου, φεύγει από την Ισπανία και λόγω της νίκης του Φράνκο, αυτοεξορίζεται μόνιμα· ζει στην Κούβα, στη Φλόριντα, στην Ουάσινγκτον και τέλος θα εγκατασταθεί στο Πουέρτο Ρίκο.

Τα χρόνια περνούν. Βρισκόμαστε στο 1949, όταν εκδίδεται μία συλλογή ορόσημο της ισπανόφωνης ποίησης: Ζώο Βάθους (Animal de fondo). Ο Χουάν Ραμόν είναι πλέον ηλικιωμένος, ο λόγος του έχει ωριμάσει, όμως η ποίησή του παραμένει νέα. Φέρει πάντα μαζί της την άνοιξη, τον αέρα της ανανέωσης. Η έμπνευση σε όλο της το μεγαλείο! Ο ποιητής αγγίζει πλέον την πολυπόθητη Ολότητα, La totalidad, φθάνει πλέον έπειτα από μακρόχρονο ταξίδι στην Πλήρη του Εποχή: ανοιξιάτικη αναγέννηση, καλοκαιρινός θερισμός του καρπού, χειμωνιάτικη απόλαυση των κόπων, των κύκλων ζωής.

Η συλλογή Ζώο Βάθους αποτελείται από 29 ποιήματα, άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, που αλληλοσυμπληρώνονται, και είναι εστιασμένα όλα σε ένα θέμα, την ανακάλυψη του εσωτερικού μας θεού, της ομορφιάς, του φωτεινού μας κέντρου.

Το 1956, τo βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας έρχεται σε μια τραγική στιγμή της ζωής του: λίγες μέρες πριν πεθάνει η γυναίκα του. Συντετριμμένος δεν θα πάει να το παραλάβει. Δύο χρόνια αργότερα πεθαίνει και ο ίδιος στο Πουέρτο Ρίκο. Ο αιώνιος Ανδαλουσιανός, όπως υπέγραφε ο ίδιος ο Χουάν Ραμόν, ήταν από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις συνέπειας, που έργο και ζωή ταυτίζονται· ο ποιητής ενστάλαξε την ύπαρξή του στους στίχους, δίνοντας στα πάντα ολόγυρα αισθητική, συναισθηματική και πνευματική αξία.

Άννα Βερροιοπούλου

Στα ελληνικά κυκλοφορεί η Μικρή Ποιητική Ανθολογία του Χιμένεθ από τις εκδόσεις Απόπειρα

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











Ιάννης Ξενάκης ( 29 Μαΐου 1922 – 4 Φεβρουαρίου 2001 )

 

Ο Ιάννης Ξενάκης (29 Μαΐου 1922 – 4 Φεβρουαρίου 2001) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες και αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα, διεθνώς γνωστός ως Iannis Xenakis. Οι πρωτοποριακές συνθετικές μέθοδοι που ανέπτυξε συσχέτιζαν τη μουσική και την αρχιτεκτονική με τα μαθηματικά και τη φυσική, μέσω της χρήσης μοντέλων από τη θεωρία των συνόλων, τη θεωρία των πιθανοτήτων, τη θερμοδυναμική, τη Χρυσή Τομή, την ακολουθία Φιμπονάτσι κ.ά. Παράλληλα, οι φιλοσοφικές του ιδέες για τη μουσική έθεσαν καίρια το αίτημα για ενότητα φιλοσοφίας, επιστήμης και τέχνης, συμβάλλοντας στο γενικότερο προβληματισμό για την κρίση της σύγχρονης ευρωπαϊκής μουσικής των δεκαετιών του 1950 και 1960. Οι ιδέες του θεωρείται ότι υπήρξαν προσκείμενες με τα κομμουνιστικά ιδεώδη
Γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Κλεάρχου Ξενάκη, εμπόρου με καταγωγή από την Εύβοια, και της Φωτεινής Παύλου, η οποία καταγόταν από τη Λήμνο. Η μητέρα του πέθανε από ιλαρά όταν ο Ξενάκης ήταν πέντε ετών, αλλά πρόλαβε να του εμφυσήσει την αγάπη της για τη μουσική (η ίδια έπαιζε ερασιτεχνικά πιάνο). Πέντε χρόνια αργότερα (1932) ο πατέρας του τον έστειλε μαζί με τα αδέλφια του Ιάσονα (φιλόσοφο και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνας, ΗΠΑ) και Κοσμά (αρχιτέκτονα/πολεοδόμο/ζωγράφο/γλύπτη) στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Εκεί πήρε και τα πρώτα του μαθήματα μουσικής (αρμονίας και πιάνου).

Το 1938 μετακόμισε στην Αθήνα, προκειμένου να προετοιμαστεί για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ). Παράλληλα έπαιρνε μαθήματα αρμονίας και αντίστιξης με τον Αριστοτέλη Κουντούρωφ, μαθητή του Αλεξάντερ Σκριάμπιν, κάνοντας και τις πρώτες συνθετικές του απόπειρες. Τότε άρχισε επίσης να μελετά τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, κυρίως τον Πλάτωνα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι από αυτή την ηλικία ενδιαφερόταν για τη σχέση των μαθηματικών και της μουσικής, προσπαθώντας να βρει πώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν μαθηματικά μοντέλα στην Τέχνη της Φούγκας του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, έτσι ώστε οι μουσικές δομές να παρασταθούν με γραφήματα ως οπτικές αντιστοιχίες της μουσικής.

Το 1940 πέτυχε την εισαγωγή του στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, παρόλο που δεν ήθελε να γίνει πολιτικός μηχανικός ή αρχιτέκτονας, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος. Κατάφερε όμως με αυτή του την επιλογή να συνδυάσει σε κάποιο βαθμό τα δικά του ενδιαφέροντα (Μουσική, Μαθηματικά, Φυσική) με τις επιθυμίες του πατέρα του, ο οποίος ήθελε να τον στείλει στην Αγγλία να σπουδάσει Ναυπηγική. Την ίδια χρονιά εντάχθηκε στο – παράνομο τότε – KKE, ενώ αργότερα (1943) έγινε γραμματέας της ΕΠΟΝ Πολυτεχνείου και καθοδηγητής της ομάδας «Λόρδος Βύρων». Κατά τη συμμετοχή του στα Δεκεμβριανά τραυματίστηκε σοβαρά από θραύσμα αγγλικής οβίδας, με αποτέλεσμα να χάσει το αριστερό του μάτι και να παραμορφωθεί η αριστερή πλευρά του προσώπου του.

Λόγω της αντιστασιακής του δράσης και των γενικότερων συνθηκών της εποχής, οι σπουδές του γίνονταν μετ' εμποδίων μέχρι και το 1947, οπότε και υποστήριξε επιτυχώς την διπλωματική του εργασία με θέμα το ενισχυμένο σκυρόδεμα. Λίγο αργότερα παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, περιμένοντας να απαλλαγεί από τη στρατιωτική θητεία ή να υπηρετήσει ως βοηθητικός λόγω του τραυματισμού του, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Φοβούμενος την εξορία στη Μακρόνησο, δραπέτευσε με πλαστό διαβατήριο στην Ιταλία, οπότε και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο για λιποταξία.Από την Ιταλία, με την βοήθεια Ιταλών κομμουνιστών πέρασε στη Γαλλία και έφτασε τελικά στο Παρίσι.

Στο Παρίσι, με τη μεσολάβηση του Γιώργου Κανδύλη, ο Ξενάκης προσλήφθηκε από τον γνωστό αρχιτέκτονα Λε Κορμπυζιέ, για τον οποίον εργάστηκε μέχρι και το 1959. Παράλληλα αναζητούσε δασκάλους για να συνεχίσει τα μαθήματα σύνθεσης. Οι πρώτοι στους οποίους απευθύνθηκε ήταν οι Αρτύρ Ονεγκέρ και Νταριούς Μιγιώ, μέλη της «ομάδας των Έξι». Ο Ξενάκης όμως δεν ήταν διατεθειμένος να διδαχθεί τους ακαδημαϊκούς κανόνες της αρμονίας και της αντίστιξης. Σύντομα συγκρούστηκε με τον Ονεγκέρ, ο οποίος δεν αποδεχόταν τις ιδέες του. Η Νάντια Μπουλανζέ, στην οποία απευθύνθηκε επίσης ο Ξενάκης, είδε μερικά έργα του και του εξέφρασε την αδυναμία της να αναθεωρήσει τις απόψεις της στην ηλικία της ή να «ξεκινήσει για χάρη του από την αρχή». Πολλές πτυχές της σκέψης και των αναζητήσεών του αποκαλύπτει στην ανέκδοτη επιστολή του στη συγγραφέα, μεταφράστρια και κριτικό Φούλα Χατζιδάκη τον Απρίλιο του 1954.

Τη λύση στις μουσικές του αναζητήσεις την έδωσε τελικά ο Ολιβιέ Μεσιάν, ο οποίος ήταν ο πρώτος που κατάλαβε τις μουσικές ιδιαιτερότητες του Ξενάκη, λέγοντάς του ότι δεν χρειάζεται να μελετήσει αρμονία και αντίστιξη. Ο ίδιος ο Μεσιάν θυμάται μάλιστα ότι τον συμβούλεψε: «Είσαι σχεδόν 30 χρονών, έχεις την τύχη να είσαι Έλληνας, αρχιτέκτονας και με γνώσεις εφαρμοσμένων μαθηματικών. Εκμεταλλεύσου τα αυτά. Κάν’τα στη μουσική σου». Τα μόνα μαθήματα που του πρότεινε να παρακολουθήσει μαζί του ήταν μουσικής αισθητικής και ανάλυσης, στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού. Πράγματι, ο Ξενάκης άρχισε να παρακολουθεί το 1952 μαθήματα με τον Μεσιάν, ενώ στον λιγοστό ελεύθερό του χρόνο συνέθετε. Εκείνη την περίοδο γνώρισε και τη Φρανσουάζ – τη γνωστή σήμερα μυθιστοριογράφο Φρανσουάζ Ξενάκη – την οποία παντρεύτηκε το 1953 και με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Μάχη.

Από το 1960, ο Ξενάκης αφιερώνεται ολοκληρωτικά στη σύνθεση, έχοντας ολοκληρώσει μια σειρά πρωτοποριακών αρχιτεκτονικών κατασκευών που του είχε αναθέσει ο Λε Κορμπυζιέ, με σημαντικότερο το Περίπτερο της Philips για τη διεθνή έκθεση των Βρυξελλών του 1958, μία από τις πρώτες πολυμεσικές εγκαταστάσεις στον κόσμο. Είχε προηγηθεί η παρουσίαση του έργου του Μεταστάσεις (1955), το οποίο προκάλεσε αίσθηση, σηματοδοτώντας την αρχή της «στοχαστικής μουσικής». Παράλληλα, ο Ξενάκης δημοσίευε τα πρώτα κείμενά του σε διάφορα περιοδικά, εκφράζοντας τη φιλοσοφία του για τη μουσική, δημιουργώντας νέους όρους και μουσικές κατηγορίες, ενώ άσκησε έντονη κριτική στη σειραϊκή μουσική με το κείμενό του «Η κρίση της σειραϊκής μουσικής», μετατρέποντας με αυτόν τον τρόπο σε εχθρούς του τους Πιερ Μπουλέζ και Καρλχάιντς Στοκχάουζεν, δεσπόζουσες προσωπικότητες της πρωτοποριακής ευρωπαϊκής μουσικής σε Γαλλία και Γερμανία αντίστοιχα, οι οποίοι τον αποκάλεσαν «ηλίθιο».

Παρ' όλες τις δυσκολίες όμως που αντιμετώπιζε ο Ξενάκης από τους επίσημους κύκλους της πρωτοποριακής ευρωπαϊκής μουσικής, η φήμη του άρχισε να εξαπλώνεται ραγδαία σε όλο τον κόσμο από το 1960 και έπειτα. Από τη δεκαετία του 1970 και μέχρι τον θάνατό του έμεινε στο προσκήνιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής μουσικής, εργαζόμενος πάντα στο πλαίσιο της σχέσης μαθηματικών, μουσικής και αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, με έναν προσωπικό, πρωτοποριακό αλλά και μοναχικό τρόπο, αφήνοντας ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στη σύγχρονη μουσική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.

Ο Ξενάκης πέθανε τα ξημερώματα της 4ης Φεβρουαρίου 2001, σε ηλικία 78 ετών και μετά από μακρόχρονες περιπέτειες με την υγεία του. Η σορός του αποτεφρώθηκε στην υπόγεια κρύπτη του κοιμητηρίου Περ Λασαίζ στο Παρίσι χωρίς θρησκευτική τελετή, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.




Το μουσικό του έργο

Ο Ξενάκης χρησιμοποίησε ως βάση για τις περισσότερες συνθέσεις του µαθηµατικά µοντέλα, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί «νεοπυθαγόρειος». Στο γενικότερο πλαίσιο της κρίσης της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής μουσικής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επεδίωξε να ξεφύγει από το αδιέξοδο στο οποίο θεωρούσε ότι είχε οδηγήσει η σειραϊκή και μετασειραϊκή μουσική. Σε αντίθεση όμως με άλλους Ευρωπαίους και Αμερικανούς συνθέτες που απέρριψαν ολοκληρωτικά την μουσική πρωτοπορία και στράφηκαν σε έναν μουσικό μεταμοντερνισμό, επιστρέφοντας εν μέρει ή ολοκληρωτικά στην τονικότητα, αναμιγνύοντας παλιά και νέα ύφη, «σοβαρή» και «δημοφιλή» μουσική κ.ά, ο Ξενάκης παρέμεινε ουσιαστικά πρωτοπόρος, πιστός στους στόχους που έθεσε από την αρχή. Όμως, ακόμη και οι συνθέτες που συνέχισαν να γράφουν πρωτοποριακή μουσική μετά το 1960 (με κύριο πόλο τον Πιερ Μπουλέζ στη Γαλλία) τον απομόνωσαν αρχικά, στερώντας του ακόμη και κρατικές επιχορηγήσεις. Ο Ξενάκης απέκτησε φανατικούς θαυμαστές αλλά και επικριτές, με επιχειρήματα τον φορμαλισμό και την στασιμότητα της μουσικής του μετά το 1970, αλλά και την υπερβολική δεξιοτεχνία που απαιτούσε από τους εκτελεστές.



Μουσική ηχητικών μαζών

Το σχήμα μιας
παραβολοειδούς υπερβολής.

Στην προσπάθειά του να ξεφύγει από αυτό που έβλεπε ως αδιέξοδο της σειραϊκής μουσικής στη δεκαετία του 1950, ο Ξενάκης στράφηκε στα μαθηματικά και στην αρχιτεκτονική. Προσπάθησε, δηλαδή, να εφαρμόσει στη μουσική τους φυσικούς νόμους που διέπουν διάφορα φαινόμενα, όπως π.χ. το θρόισμα των φύλλων ενός δέντρου, την οχλοβοή μιας διαδήλωσης, το τερέτισμα των τζιτζικιών κ.ά., δημιουργώντας μια μουσική «ηχητικών μαζών», «συμπάντων» ή «γαλαξιών».. Το πρώτο έργο που σηματοδοτεί την πρωτοποριακή αυτή κατεύθυνση, που θα ονομάσει αργότερα «στοχαστική μουσική», είναι οι Μεταστάσεις (1954) για 61 όργανα. Το έργο αυτό, με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστός, χρησιμοποιεί μαζικά glissandi, δημιουργώντας την αίσθηση κινούμενων ηχητικών μαζών και είναι βασισμένο σε μια γραφική παράσταση παραβολοειδών υπερβολών που αντιστοιχεί στα glissandi των εγχόρδων με άξονα χ τον χρόνο (sec) και άξονα ψ τις συχνότητες των φθόγγων (Hz). Ως αποτέλεσμα, η μελωδία εξαφανίζεται μέσα σε ένα σύνολο από κινούμενες ηχητικές επιφάνειες και οι επιμέρους φωνές των οργάνων δεν έχουν καμία σχέση με τις αντιστικτικές διαδικασίες που χρησιμοποιεί η τονική, η ατονική ή και δωδεκαφθογγική/σειραϊκή μουσική. Στο ίδιο ηχητικό αποτέλεσμα μιας μουσικής ηχητικών μαζών έφτασαν πάντως, με εντελώς διαφορετική αφετηρία και φιλοσοφία, δύο σύγχρονοι συνθέτες του Ξενάκη λίγα χρόνια αργότερα, ο Γκιέργκι Λίγκετι, με το έργο του Ατμόσφαιρες (1961), καθώς και ο Κριστόφ Πεντερέτσκι, με το έργο του Θρηνωδία για τα θύματα της Χιροσίμα (1960). Τα συγκεκριμένα έργα, μαζί με τις Μεταστάσεις του Ξενάκη, που προηγήθηκε χρονολογικά (1954), είναι τα πρώτα αυτού του νέου μουσικού ακούσματος των «ηχητικών μαζών», αποτελώντας ταυτόχρονα τα έργα που έκαναν και τους τρεις συγκεκριμένους συνθέτες ευρύτερα γνωστούς.

Τα Πιθοπρακτά που ακολούθησαν ήταν η πρώτη απόπειρα του Ξενάκη να τυποποιήσει τη συνθετική τεχνική που είχε αρχίσει να εφαρμόζει με μαθηματικές θεωρίες, δημιουργώντας τη «στοχαστική μουσική». Στο έργο αυτό εφάρμοσε νόμους της θερμοδυναμικής που περιγράφουν τη συμπεριφορά ενός αερίου κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (κατανομή Maxwell-Boltzmann), αντιστοιχώντας παραμέτρους της μουσικής με τη συμπεριφορά των μορίων ενός αερίου.


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ ( 1862 - 28 Μαΐου 1924 )

 

Ο Ιωάννης Πολέμης ( 1862 - 28 Μαΐου 1924 ) ήταν Έλληνας ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1862. Η καταγωγή του δικαστή πατέρα του ήταν από την Άνδρο, ενώ η μητέρα του ήταν Αθηναία. Και δύο οικογένειες πάντως είχαν ρίζες βυζαντινές. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα 13 χρόνια του. Ο Πολέμης ανέπτυξε από νωρίς φιλικούς δεσμούς με τον Γεώργιο Σουρή, τον Κρητικό ποιητή Εμμανουήλ Στρατουδάκη και τον Δημήτριο Καμπούρογλου. Όταν ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές εντάχθηκε στο σύλλογο νέων "Αι Μούσαι". Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και για δύο χρόνια αισθητική και ιστορία της τέχνης στο Παρίσι. Τα πρώτα ποιήματά του, ακολουθώντας την συνήθεια της εποχής, τα έγραψε στην καθαρεύουσα. Διετέλεσε υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας και Γενικός Γραμματέας (1915) της Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ υπήρξε ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών συγγραφέων. Πέθανε από βρογχοπνευμονία τον Μάιο του 1924 στην Αθήνα.
Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και καλοσύνη, στοιχεία άλλωστε που χαρακτήρισαν και την ίδια του τη ζωή. Ο Ιωάννης Πολέμης εντάσσεται στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή που αντιτάχτηκε στην υπερβολή και τον άκρατο ρομαντισμό, ενώ παράλληλα καθιέρωσε (όπως οι Παλαμάς, Δροσίνης) τη δημοτική γλώσσα στην ποίηση. Είναι ποιητής των χαμηλών τόνων, αισθηματικός, μελωδικός λυρικός και δραματικός. Το έργο του, που είχε πρωτοφανή λαϊκή απήχηση, διακρίνει ο μελωδικός στίχος, η απλότητα και ο αβίαστος συμβολισμός. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν. Το 1918τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Ο Ιωάννης Πολέμης έγραψε ακόμα δράματα, ποιήματα για παιδιά, λίγα διηγήματα, ενώ επιμελήθηκε ποιητικές ανθολογίες.
Ο Πολέμης επικρίθηκε συχνά και από τους συγχρόνους του και από τους μετέπειτα κριτικούς για το χαμηλόφωνο ύφος του, για τον έντονο αισθηματισμό του, την έλλειψη ποιητικού βάθους και θεματικής πρωτοτυπίας.

Εργογραφία

Ποιητικές συλλογές

"Ποιήματα 1883"
"Χειμωνανθοί 1888"
"Αλάβαστρα 1900"
"Το Παλιό Βιολί 1909"
"Παιδική Λύρα 1914"
"Σπασμένα Μάρμαρα 1918"
"Ειρηνικά 1919"
"Εξωτικά 1921"
"Κειμήλια 1922"
"Εσπερινός "(1923, η τελευταία)
"Πρώτα Βήματα(παιδική ποίηση) 1902"
"Παιδική Άυρα(Ανθολογία παιδική ποίηση) 1919"
"Λύρα(Ανθολογία παιδική ποίηση) 1910"

Πεζογραφήματα

"Ρέα Κυβέλη 1880"

Δοκίμια

"Νεοελληνικά Αναγνώσματα Ά,΄Β,΄Γ καί ΄Δ Γυμνασίου(Ά Τόμος) 1920"
"Νεοελληνικά Αναγνώσματα Ά,΄Β,΄Γ καί ΄Δ Γυμνασίου(΄Β Τόμος) 1922"
"Νεοελληνικά Αναγνώσματα Ά,΄Β,΄Γ καί ΄Δ Γυμνασίου(΄Γ Τόμος) 1923"
"Νεοελληνικά Αναγνώσματα Ά,΄Β,΄Γ καί ΄Δ Γυμνασίου(΄Δ Τόμος) 1924"

Τα θεατρικά του έργα

Διακρίθηκε και ως θεατρικός συγγραφέας. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα εξής θεατρικά έργα:
"Ο τραγουδιστής"
"Πτωχοπρόδρομος"
"Ο Βασιλιάς ανήλιαγος"
"Η γυναίκα"
"Στη χώρα των παραμυθιών"
"Το στοίχημα"
"Το μαγεμένο ποτήρι"
"Το Εικόνισμα"
"Γελιμέρ"
"Φρύνη"
"Το όνειρο"
"Στην άκρη του γκρεμού"
"Μια φορά κι έναν καιρό"

Ξεχωρίζουν "Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος" και το "Μια φορά κι έναν καιρό".

Το μεταφραστικό του έργο

Αξιόλογο είναι και το μεταφραστικό του έργο. Σ' αυτό περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και οι ακόλουθες μεταφράσεις:
Θεοκρίτου "Ειδύλλια",(1965).
Ευριπίδου "Ηλέκτρα", (1966).
Μολιέρου "Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής" και "Ο Αρχοντοχωριάτης" (1967).
Ουγκό "Ή Τελευταία μέρα ενός κατάδικου" (με το οποίο υποδηλώνει την εξέλιξη της ιδεολογικής μεταστροφής των ιδεών του από τις μοναρχικές και νομιμόφρονες στον φιλελευθερισμό (1968).
Ουγκό "Ή Παναγία των Παρισίων" (με το οποίο κάνει ρομαντική κριτική των μεσαιωνικών κοινωνικών δομών και των δοξασιών τους) (1969).
Ουγκό "Πρόλογος στον Κρόμγουελ" (μακροσκελές ποιητικό δράμα σε μορφή μανιφέστου, στο οποίο αποτυπώνει τις ιδέες του) (1970).
Ουγκό "Ρουί Μπλας" (το κορυφαίο του έργο) (1971).

Από αριστερά Γ. Δροσίνης, Γ. Στρατήγης, Ιωάν. Πολέμης, Κ. Παλαμάς, Γ. Σουρής και Α. Προβελέγγιος. Έργο του Γ. Ν. Ροϊλού με τίτλο «Οι ποιηταί». (Συλλογή του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός).



i. Τι είναι η πατρίδα μας;

Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;

Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;

Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι που 'χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!

❀    ❀    ❀    ❀

ii.Ο αποχαιρετισμός της μάννας

Μισεύεις για την ξενιτειά και μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
για χάρη σου ν'ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.

Τα δάκρυά μου να γενούν διαμάντια σ' ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να' ν' αυτό γεμάτο,
σα να 'ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να 'σαι αποκάτω.

Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να 'σαι.

Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει, ωστόσο
και πάλι θα 'μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ' αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να 'ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και τριβόλοι.

❀    ❀    ❀    ❀

iii. Χαμένα χρόνια

Αχ! και να γύριζαν, να 'ρχονταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ' αγαπήσω!
Χρόνια αμνημόνευτα σα να 'ταν ξένα
τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα.
Ποτάμι που 'τρεξε μες σε λιθάρια
και δεν επότισε μηδέ χορτάρια,
κι η γη το ρούφηξε στ' άφωτα βάθη
κι ως και το χνάρι του για πάντα 'χάθει.

Αχ! και να γύριζαν να διπλοζήσω
αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω
Και να 'σαι η πρώτη μου, εσύ η στερνή μου
από τη γέννα μου, ως τη θανή μου

Μισή σου χάρισα ζωή μονάχα!
Ζωές αμέτρητες ήθελα να 'χα,
έτσι όπως πρέπει σου να σ' αγαπήσω...
Αχ! και να γύριζαν τα χρόνια πίσω!

❀    ❀    ❀    ❀

iv. Lacrimae Rerum

Άμοιρη! το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
από την ομορφιά σου την θλιμμένη·
στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.

Κάτι σα μόσκου μυρωδιά, κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σα φάντασμα, θολό κι ανέγγιχτο
κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.

Όξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας· και τότε αντάμα
τα πράματα που αγιάσανε τα χέρια σου
αρχίζουν ένα κλάμα... και ένα κλάμα...

Κι απ' τη γωνιά ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ' αγαπημένο μας παλιό ρολόι,
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας
ρυθμίζει αργά, φριχτά, το μοιρολόι...


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΚΑΡΛ ΛΑΡΣΟΝ (28 Μαΐου, 1853 – 22 Ιανουαρίου, 1919) - ΣΟΥΗΔΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ

 

   Χριστουγεννιάτικο γεύμα 1904


Ο Καρλ Λάρσον (28 Μαΐου1853 – 22 Ιανουαρίου1919) ήταν σημαντικός Σουηδός ζωγράφος διάσημος για το χαρακτηριστικό του στυλ και θεματολογία.
Βιογραφία 
A Lady Reading a Newspaper 1886
Ο Καρλ Λάρσον γεννήθηκε το 1853 στην Γκάμλα Σταν, την παλιά πόλη της Στοκχόλμης. Είχε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς η οικογένειά του ήταν φτωχή και οι σχέσεις του με τον πατέρα του όχι και τόσο καλές, ευτυχώς όμως στα 13 του πρόσεξε το ταλέντο του ο δάσκαλός του και τον πρότεινε για σπουδές στην Ακαδημία Τεχνών της Στοκχόλμης. Εκεί ο Λάρσον εντυπωσίασε με την τέχνη του, όμως δεν αρκέστηκε στις σπουδές του εκεί και το 1877 έφυγε για το Παρίσι που ήταν το σημαντικότερο κέντρο των τεχνών στη Δύση. Την εποχή αυτή ανακάλυψε τις υδατογραφίες και αφοσιώθηκε πια πλήρως σε αυτές, παραμερίζοντας τα λάδια και αναπτύσσοντας το γνωστό χαρακτηριστικό του στυλ. Εκεί γνώρισε το 1879 την επίσης ΣκανδιναβήΚαρίν Μπεργκό την οποία παντρεύτηκε το 1883. Στο μεταξύ η φήμη του μεγάλωνε και μεταξύ άλλων κατάφερε να γίνει περιζήτητος σαν εικονογράφος βιβλίων.
 Kersti's Birthday
Το 1888 η οικογένεια Λάρσον απέκτησε από τον πεθερό του ζωγράφου ένα σπίτι στο χωριό Σάντμπορν βόρεια της Στοκχόλμης και μετακόμισε εκεί. Απέκτησαν 8 παιδιά και εκεί ο ζωγράφος αφιερώθηκε στην εικονογράφηση καθημερινών σκηνών με πρωταγωνιστές την οικογένειά του, το σπίτι του και το χωριό. Ο Λάρσον έγινε διάσημος σαν ο κατεξοχήν ζωγράφος που αποτύπωνε την οικογενειακή ευτυχία μέσα στα έργα του και έκανε διάσημο το σπίτι στο οποίο ζούσε το οποίο υπάρχει ακόμα και λειτουργεί σαν μουσείο. Οι υδατογραφίες του έγιναν πασίγνωστες και μέσα από τα βιβλία τα οποία κυκλοφόρησε με αναπαραγωγές των έργων του και θέματα φυσικά γύρω από τη ζωή της οικογένειάς του .ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

  Πίνακες 

Πρωινό κάτω από το δέντρο (1896)



                                             Woman Reading

 Household.

the birthday party


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/