Βίκτωρ Ουγκώ - Victor Hugo ( 26 Φεβρουαρίου 1802 – 22 Μαΐου 1885 )

 

Ακόμα και η πιο σκοτεινή νύχτα θα τελειώσει και ο ήλιος θα ανατείλει ξανά.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ (γαλλικά: Victor Marie Vicomte Hugo, 26 Φεβρουαρίου 1802 – 22 Μαΐου 1885) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός, ο πλέον σημαντικός και προβεβλημένος εκπρόσωπος του κινήματος του γαλλικού ρομαντισμού.
Από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του αντιλήφθηκε το λογοτεχνικό του ταλέντο και ξεκίνησε τις μεταφράσεις έργων από τα λατινικά καθώς και δικές του πρωτότυπες ποιητικές εργασίες. Η αξία του αναγνωρίστηκε σύντομα μέσα στο γαλλικό ακαδημαϊκό κύκλο αλλά και στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ταυτόχρονα ασχολήθηκε με την πολιτική μεταλλασσόμενος βαθμιαία από φιλομοναρχικό συντηρητικό σε ριζοσπάστη δημοκρατικό. Την τελευταία περίοδο της ζωής του γνώρισε τη λατρεία του γαλλικού έθνους, ταυτιζόμενος με την ίδια τη Γαλλία, όπως ο ίδιος έλεγε στο ποίημά του Lettre à une femme (Γράμμα σε μία γυναίκα): "Je ne sais plus mon nom, je m'appelle Patrie!" (Δε γνωρίζω πλέον το όνομά μου, ονομάζομαι Πατρίς). Προ πάντων, όμως, ήταν ο ποιητής του νέου κόσμου, ο προφητικός, παραισθησιακός φιλόσοφος και μυθοπλάστης μιας ριζικά νέας εποχής.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ σε παιδική ηλικία.
Γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1802 στην πόλη Μπεζανσόν του Νομού Φρανς-Κοντέ (Franche-Comté) της ανατολικής Γαλλίας και ήταν ο νεότερος γιος του Ιωσήφ Ουγκώ και της Σοφί Τρεμπισέ. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός (έγινε στρατηγός της Αυτοκρατορίας το 1809) του Ναπολέοντα και ιδεολογικά τοποθετημένος στους δημοκρατικούς ενώ θρησκευτικά δήλωνε αθεϊστής. Στο άλλο άκρο η μητέρα του, προερχόμενη από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, ήταν φιλομοναρχική και ευσεβής ρωμαιοκαθολική.
Ως αποτέλεσμα της ασυμφωνίας πεποιθήσεων του ζεύγους Ουγκώ ήρθε το 1803 ο σύντομος χωρισμός του και η μετακίνηση της Σοφί και των παιδιών στο Παρίσι. Το 1807 η οικογένεια επανενώθηκε για δύο χρόνια με την απόφαση της Σοφί να μεταβεί στην Ιταλία, όπου ο σύζυγός της υπηρετούσε ως κυβερνήτης επαρχίας. Το 1809 φεύγουν πάλι και παραμένουν για δύο χρόνια στην κωμόπολη Φεγιαντίν (Feuillantines). Όμως η πτώση του Ναπολέοντα στέρησε την οικογένεια Ουγκώ από την άνετη και πλούσια ζωή. Ο πατέρας, που είχε φτάσει τον βαθμό του κόμητος, τέθηκε υπό περιορισμό στο Μπλουά και του περιόρισαν το εισόδημα μόλις σε 40 λίρες το χρόνο. Η οριστική διάσταση των γονιών του Βίκτωρα φτάνει το 1813, οπότε και εγκαθίστανται με τη μητέρα του οριστικά στο Παρίσι, όπου μόλις που τα έβγαζαν πέρα με τα λίγα χρήματα που είχαν. Ο Βίκτωρ Ουγκώ διέμεινε από το 1815 έως το 1818 στο οικοτροφείο Pension Cordier ενώ παρακολουθούσε μαθήματα στο περίφημο Κολλέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου (Collège Louis-le Grand).
Από πολύ νωρίς ξεκίνησε να γράφει ποιήματα και να μεταφράζει κλασσικούς Λατίνους ποιητές όπως ο Βιργίλιος. Η πρώιμη φιλοδοξία του τον έσπρωξε να γράψει σε ηλικία μόλις 14 ετών σε μία εφημερίδα της εποχής: "Je veux être Chateaubriand ou rien" (Επιθυμώ να γίνω ή Σατωβριάνδος ή τίποτα). Στα 1817 βραβεύτηκε από τη Γαλλική Ακαδημία για κάποιο ποίημά του και το 1819 βραβεύτηκε από τα Ανθεστήρια της Τουλούζης (Académie des Jeux floraux de Toulouse). Ο Σατωβριάνδος αποκάλεσε τον Ουγκώ "εξαιρετική φυσιογνωμία", προφητεύοντας έτσι το μεγάλο μέλλον του νεαρού συγγραφέα. Αυτά τα γεγονότα έπεισαν τον πατέρα του να τον αφήσει να αφιερωθεί στη λογοτεχνία παρά τα σχέδιά του να φοιτήσει ο γιος του στην Πολυτεχνική Σχολή. Λίγο καιρό αργότερα θα εγκαταλείψει και τις σπουδές του στη Νομική Σχολή. Άλλωστε τα βραβεία ποιήσεως που κέρδισε, του έδωσαν θάρρος να συνεχίσει.
Αν και επί ένα έτος ήταν αναγκασμένος να μένει σε μία σοφίτα επί της οδού Ντι Ντραγκόν, παρέα με ποντίκια, έγραφε ωστόσο με μεγάλη επιμέλεια, επιμονή και αυτοπεποίθηση, αρετές που δεν του έλειψαν ποτέ στη ζωή του.

Πρώιμη ποιητική και πεζογραφία

Ο Ουγκώ σε νεαρή ηλικία
Το 1819 ιδρύει μαζί με τους αδερφούς του το περιοδικό Conservateur Littéraire όπου υποστηρίζει τις θέσεις του Σατωβριάνδου (François René Chateaubriand). Στις 27 Ιουνίου 1821 πεθαίνει η μητέρα του και ένα μήνα, περίπου, αργότερα στις 20 Ιουλίου ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται. Το 1822, δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή Nouvelles Odes et Poésies Diverses, η οποία προσήλκυσε την προσοχή και την εύνοια του βασιλές, κι έτσι έλαβε μία βασιλική επιχορήγηση από τον Λουδοβίκο. Την ίδια εποχή συνεργάζεται με το περιοδικό Muse Française και συχνάζει στο λογοτεχνικό σαλόνι του Καρόλου Νοντιέ (Charles Nodier), όπου συναναστρέφεται με τον Αλφρέ Ντε Βινύ (Alfred de Vigny) και το Λαμαρτίνο (Lamartine). Με γεμάτο τώρα το βαλάντιο, ήταν σε θέση να επιχειρήσει κάτι που πάντα σκεπτόταν, αλλά ποτέ δεν είχε τολμήσει: τον γάμο.
Στις 20 Οκτωβρίου 1822 ο Ουγκώ παντρεύεται την Αντέλ Φουσέ (Adèle Foucher), που την ήθελε από καιρό. Ένας γάμος, που όπως και αυτός των γονιών του, χαρακτηρίζεται από δυσαρμονία μεταξύ των συζύγων και οδηγεί τον συγγραφέα σε μία μακροχρόνια σχέση με τη μούσα και ερωμένη του ηθοποιό Ζυλιέτ Ντρουέ (Juliette Drouet) μέχρι το θάνατό της το 1882. Πλην αυτού, όμως, ο γάμος του υποκρύπτει και μία τραγωδία, μιας και ο μικρότερος αδερφός του Ευγένιος, όντας κρυφά ερωτευμένος με την Αντέλ, χάνει τα λογικά του την ημέρα του γάμου και παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του σε ίδρυμα.
Η μούσα και ερωμένη 

του Ουγκώ, Ζυλιέτ Ντρουέ
Το 1823 κάνει το λογοτεχνικό του ντεμπούτο με το μυθιστόρημα Χαν της Ισλανδίας (Han d'Islande), το οποίο κυκλοφόρησε με ψευδώνυμο σε τέσσερις μικρούς τόμους. Η συγγραφική του σταδιοδρομία τώρα είχε αρχίσει επισήμως. Η ποίηση της εποχής εκείνης ήταν έντονα ρομαντική, αλλά ρηχή και επιτηδευμένη. Ο Ουγκώ εγκατέλειψε τον παλιό αυτό ποιητικό τύπο και με το δροσερό λυρισμό του, εγκαινίασε μία νέα ποιητική τέχνη.
Η ποιητική συλλογή, που τον καθιερώνει εκδίδεται στα 1826 και είναι οι Ωδές και Μπαλάντες (Odes et Ballades), με την οποία αναγνωρίζεται σαν αξιόλογος λυρικός ποιητής και τεχνίτης του στίχου. Ακολουθεί τον ίδιο χρόνο το μυθιστόρημα Μπυγκ Ζαργκάλ (Bug-Jargal) και το 1827 το θεατρικό έργο Κρόμγουελ (Cromwell).
Ο Κρόμγουελ είναι το έργο που του εξασφάλισε τον τίτλο του επαναστάτη του ρομαντισμού και του ηγέτη των νεωτεριστικών τάσεων της τέχνης, σ' όλες τις εκδηλώσεις. Στο μνημειώδη Πρόλογο του Κρόμγουελ (Préface de Cromwell) ο Ουγκώ προτείνει στους συγχρόνους του δραματουργούς να απαλλαγούν από τις φόρμες, που επέβαλλε ο γαλλικός θεατρικός κλασικισμός, εισάγοντας στη θεατρική τέχνη το ρομαντικό δράμα. Έχοντας ήδη γνωρίσει το σαιξπηρικό έργο, τη γερμανική θεατρογραφία και τη δραματουργία του Σλέγκελ (Schlegel) με τον πρόλογό του δίνει το έναυσμα μίας πολύχρονης διαμάχης μεταξύ γαλλικού κλασικισμού και Ρομαντισμού. Επιπλέον με τον Κρόμβελ εισηγείται ένα υπόδειγμα σύγχρονου ιστορικού δράματος, που υπακούει στη σαιξπηρική τεχνική. Εν τω μεταξύ στις 29 Ιανουαρίου 1828 πεθαίνει ο πατέρας του και από εκείνη τη στιγμή ο Ουγκώ αρχίζει να αυτοαποκαλείται βαρώνος.
Η σύζυγος του Ουγκώ, Αντέλ
Το 1829 εξέδωσε τα Ανατολίτικα, ένα από τα πιο αξιόλογα έργα του, εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο φιλελληνισμός του Ουγκώ, που φανερώνεται με το έργο αυτό, παρέμεινε θερμός και αγνός και δεν άφησε ευκαιρία, από το 1821 μέχρι την Κρητική Επανάσταση του 1866, να εκδηλώνεται σαν ιερό σύμβολο της θρησκείας του που λεγόταν Ελευθερία.

Από την καταξίωση στην εξορία

Παρόλες τις ποιητικές του δάφνες, τα οικονομικά του Ουγκώ δεν ήταν πολύ ανθηρά μέχρι που καταπιάστηκε με το δράμα. Η περίοδος των ετών 1830 έως 1843 αποτελεί διάστημα καταξίωσης του Γάλλου λογοτέχνη με πλούσια παραγωγή έργων. Το 1830 ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία το θεατρικό του έργο Ερνάνης (Hernani), του οποίου η έκδοση τού έφερε πολλά κέρδη. Λίγο αργότερα, το 1831, κυκλοφορεί το διάσημο μυθιστόρημά του Η Παναγία των Παρισίων (Notre-Dame de Paris), που σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και τον έκανε ακόμα πιο πλούσιο. Παράλληλα δημοσιεύει έργα λυρικής ποίησης, εμπνευσμένα από το ειδύλλιό του με τη Ζυλιέτ Ντρουέ. Στα 1841, έπειτα από δύο άκαρπες υποψηφιότητες, εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας (Académie française).


Ο Ουγκώ με την κόρη του Λεοπολδίνη
Η ζωή του, εντούτοις, θα σημαδευτεί μέχρι τέλους από μία προσωπική τραγωδία, το θάνατο από πνιγμό της νεόνυμφης κόρης του Λεοπολδίνης (Léopoldine) και του συζύγου της Καρόλου Βακερί (Charles Vacquerie) στις 4 Σεπτεμβρίου 1843. Ο Ουγκώ εκείνες τις μέρες βρισκόταν σε ταξίδι στα Πυρηναία και πληροφορήθηκε το γεγονός διαβάζοντας τυχαία κάποια εφημερίδα. Η καταλυτική επίδρασή του συμβάντος πάνω του φάνηκε από το ότι δεν δημοσίευσε κανένα έργο του τουλάχιστον για μία δεκαετία.
Το ενδιαφέρον του τώρα κερδίζει η πολιτική και αρχικά υποστηρίζει με θέρμη το βασιλιά Λουδοβίκο Φίλιππο (Louis-Philippe) ενώ λίγο αργότερα συνδέεται φιλικά με τη θερμή θαυμάστρια του έργου του, δούκισσα της Ορλεάνης, προσδοκώντας την ανάθεση κάποιου υπουργείου στην περίπτωση που ο σύζυγός της αναλάμβανε την εξουσία. Ο θάνατος του δούκα της Ορλεάνης, παρά ταύτα, ακυρώνει τις όποιες φιλοδοξίες του συγγραφέα.
Στα 1845 ο Λουδοβίκος Φίλιππος τον ονόμασε Pair de France, μέλος δηλαδή της Άνω Βουλής. Εκεί εκφώνησε λόγους ενάντια στη θανατική καταδίκη και την κοινωνική αδικία ενώ υποστήριξε την ελευθερία του Τύπου και την αυτοδιάθεση της Πολωνίας. Μετά την Επανάσταση του 1848 και την ανακήρυξη της Β’ Γαλλικής Δημοκρατία εκλέγεται, με τη βοήθεια του Λέοντος Γαμβέτα, βουλευτής Παρισίων στη Συντακτική και ακόλουθα στη Νομοθετική Συνέλευση. Τότε αναδεικνύεται σε θερμό υποστηρικτή του Ναπολέοντα Γ', ανιψιού του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, συντασσόμενος ενεργά με την προώθηση της υποψηφιότητάς του για την Προεδρία της Δημοκρατίας.

Η πραξικοπηματική κατάλυση της δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα Γ΄ το 1851 και η ανάδειξή του σε Αυτοκράτορα κάνει τον Ουγκώ να αλλάξει τις φιλοβοναπαρτικές του αντιλήψεις και να στραφεί με μένος εναντίον του. Η επικείμενη δίωξή του, μετά από αυτό, τον αναγκάζει να διαφύγει στις Βρυξέλλες μεταμφιεσμένος σε εργάτη. Έτσι εγκαινίασε τη μακρά περίοδο αυτοεξορίας του, που θα διαρκέσει περίπου 20 χρόνια.


Ο Βίκτωρ Ουγκώ (όρθιος αριστερά) και άλλοι εκπρόσωποι του κινήματος του Ρομαντισμού σε φανταστική απεικόνιση

Η περίοδος της εξορίας

Στη διάρκεια της εξορίας του δημοσίευσε δύο πολιτικά μανιφέστα ενάντια στον Ναπολέοντα Γ’, το Ναπολέων ο Μικρός (Napoléon le Petit, 1852) και το Επιστολές στο Λουδοβίκο Βοναπάρτη (Lettres à Louis Bonaparte, 1855), που διαδόθηκαν ευρέως παράνομα στη Γαλλία, ενώ αργότερα συνέγραψε αναφορικά με τα γεγονότα της εποχής το έργο Η ιστορία ενός εγκλήματος (Histoire d'un crime, Α’ μέρος 1877 και Β’ μέρος 1878). Το 1853 κυκλοφορεί και την ποιητική του συλλογή Τιμωρίες (Les Châtiments) όπου με λυρισμό επαγγέλλεται το θρίαμβο της παγκόσμιας δημοκρατίας.
Αρχικά εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, το 1852, όμως, μετέβη στο βρετανικό νησί Τζέρσεϋ, το οποίο η ανησυχία των τοπικών αρχών για τη δράση του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το 1855 για να μεταβεί στο γειτονικό νησί Γκέρνσεϋ. Εν τω μεταξύ το Σεπτέμβριο του 1853 μυείται από την Ντελφίν Ντε Ζιραρντέν (Delphine de Girardin), που τον επισκέπτεται στο Τζέρσεϋ, στον πνευματισμό, την επικοινωνία δηλαδή με πνεύματα νεκρών μέσω περιστρεφόμενων και ομιλούντων τραπεζιών.
Στη διετία της παραμονής του στο Τζέρσεϋ κατατρύχεται από την εμμονή του θανάτου και τον απασχολούν τα μυστήρια της ψυχής και του κόσμου. Τότε συγγράφει τα έργα Το Τέλος του Σατανά (La fin de Satan) και Θεός (Dieu), όπου στο πρώτο μεν πραγματεύεται το πρόβλημα του Κακού και στο δεύτερο το πρόβλημα του Απείρου. Και τα δύο εκδόθηκαν μεταθανάτια και έχουν τη μορφή αποκαλυπτικών οραμάτων κινούμενα από τη λανθάνουσα τάση του Ουγκώ για ποίηση σε φόρμα ενόρασης.


Ο Β. Ουγκώ στο Τζέρσεϊ,
φωτογραφημένος από το γιο του Κάρολο
το 1853.
Στο νησί Γκέρνσεϋ διαμένει στο Hauteville - House από όπου έχει τη δυνατότητα να παρατηρεί τη θάλασσα και τις απέναντι γαλλικές ακτές. Εκεί, στρεφόμενος από τη μεταφυσική αναζήτηση στην ανθρώπινη εποποιία, συγγράφει την ποιητική συλλογή Ο Θρύλος των Αιώνων (La Légende des Siècles, 1859) και ολοκληρώνει το αριστούργημά του Οι Άθλιοι (Les Misérables, 1862). Οι Άθλιοι, που άμα τη εκδόσει τους σαγήνευσαν τα λαϊκά στρώματα, θεωρήθηκαν ως το πρώτο μοντέρνο μυθιστόρημα και χαρακτηρίστηκαν σαν κοινωνικό ευαγγέλιο των ηθικών και πολιτικών αρετών και φραγγέλιο των κακιών της τότε αστικής κοινωνίας. Σε αυτό το έργο, το οποίο δουλεύει περίπου από το 1828, ο Ουγκώ αποτυπώνει μισό αιώνα γαλλικής ιστορίας. Αποτελεί μία επική τοιχογραφία των μεγάλων γεγονότων της Γαλλίας συνδυαζόμενων με την ιστόρηση ενός μεγάλου έρωτα. Ο Ουγκώ χρησιμοποίησε μερικές από τις δικές του περιπέτειες στην κατασκευή του πλαισίου αυτού. Η ζωή του Μάριου στην πανσιόν Γκορμπό δεν είναι παρά η ίδια η ζωή του Ουγκώ στην οδό Ντι Ντραγκόν! Το βιβλίο δεν ενθουσίασε τον κύκλο των διανοουμένων κριτικών, ενώ περιελήφθη από τον Πάπα Πίο ΙΔ’ στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων. Εντούτοις, το έργο αυτό εξάπλωσε σε όλο τον κόσμο τη φήμη του Ουγκώ. "Οι σελίδες του αποτελούν λυρικές εποποιΐες πρωτογενούς φύσεως" έγραψε ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς. Η έκδοση του βιβλίου σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία στα εκδοτικά χρονικά. Μία επιτυχία που κανένα άλλο βιβλίο, εκτός από την Αγία Γραφή δεν γνώρισε.

Η επιστροφή στη Γαλλία και το τέλος

Το 1859 ο Ναπολέων Γ’ προσφέρει αμνηστία σε όλους τους πολιτικούς εξόριστους αλλά ο Ουγκώ αρνείται να επιστρέψει μην επιθυμώντας να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση έναντι του μονάρχη. Το 1863 κυκλοφορεί μία βιογραφία του από τη γυναίκα του Αδέλα, η οποία πέθανε πέντε χρόνια αργότερα. Το ξέσπασμα του Γαλλοπρωσικού Πολέμου τον οδηγεί στην επιστροφή του στη Γαλλία τον Αύγουστο του 1870, λίγο μετά την ανακήρυξη της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Η είσοδός του στο Παρίσιυπήρξε θριαμβευτική. Η φήμη του ήταν ήδη παγκόσμια. Οι ικανότητές του δεν είχαν αδυνατίσει από την ηλικία του. Ως βουλευτής της Εθνοσυνέλευσης ψηφίζει κατά της ειρήνης και αμέσως παραιτείται. Ακολουθούν η πολιορκία των Παρισίων και η ήττα της Γαλλίας. Ο Ουγκώ απομακρύνεται και πάλι από την πατρίδα του το 1871 κατά τη διάρκεια της επικράτησης της Παρισινής Κομμούνας και παραμένει στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο. Το ίδιο έτος πεθαίνει ο γιος του Κάρολος (Charles) και το επόμενο η κόρη του Αδέλα εισάγεται στο άσυλο ψυχικά ασθενών Saint-Mandé. Στα δύο προηγούμενα οικογενειακά δράματα προστίθεται το 1873 και ο θάνατος του γιου του Φραγκίσκου – Βίκτωρα (François-Victor).

Χειρόγραφο του Ουγκώ 
που προτρέπει σε αντίσταση 
στην πρωσική εισβολή.

Στις 30 Ιανουαρίου 1876 ο Βίκτωρ Ουγκώ ονομάζεται ισόβιος Γερουσιαστής από τη Γαλλική Δημοκρατία. Την τελευταία αυτή πολιτική περίοδο της ζωής του γίνεται το είδωλο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ο ίδιος είναι πλέον οπαδός ενός ουτοπικού σοσιαλισμού πιστεύοντας στην κοινωνική συμφιλίωση και την ειρηνική επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, σε σχέση με την επαναστατική βία. Θεωρεί ότι ο ατομικός δρόμος προς την ηθική τελείωση, προς την καλοσύνη οδηγεί στη "σωτηρία" του ατόμου και της κοινωνίας.
Το Φεβρουάριο του 1881 οργανώνεται ένας πανεθνικός εορτασμός προκειμένου να τιμηθεί η είσοδός του στην ένατη δεκαετία της ζωής του. Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν την 25η Φεβρουαρίου με την απόδοση ενός βάζου Σεβρών, παραδοσιακού δώρου προς ηγεμόνες και την 27η Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του μία από τις μεγαλύτερες παρελάσεις στη γαλλική ιστορία, όπου τον επευφήμησαν 600.000 συμπατριώτες του.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ πέθανε στις 22 Μαΐου 1885 σε ηλικία 83 ετών έχοντας λάβει εν ζωή σπάνια δόξα για πνευματικό δημιουργό. Στη Γαλλία κηρύχθηκε εθνικό πένθος και μία νύχτα η σορός του έμεινε με τιμητική φρουρά κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου, ταιριαστή τιμή στον μεγάλο άνδρα των Γαλλικών Γραμμάτων. Την ημέρα της κηδείας του (1η Ιουνίου) περίπου 2.000.000 άνθρωποι συνόδευσαν τον επιφανή νεκρό από την Αψίδα του Θριάμβου στο Πάνθεον, το οποίο ορίστηκε ως τελευταία του κατοικία.

Έργο

Ποίηση

Ο Ουγκώ επαλήθευσε την πρόβλεψη του Σατωβριάνδου και έγινε μία από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες της Γαλλίας. Ο Ουγκώ θεωρείται ένας από τους ηγέτες της ρομαντικής κίνησης στη γαλλική λογοτεχνία καθώς επίσης και ένας από τους πλέον παραγωγικούς και πολύπλευρους συγγραφείς της. Αν και εκτός Γαλλίας είναι γνωστός κυρίως για τα μυθιστορήματα Η Παναγία των Παρισίων και Οι Άθλιοι, στη χώρα του διακρίνεται πρώτιστα για τη συνεισφορά του ως ρομαντικός ποιητής.
Ο στίχος του Ουγκώ έχει συγκριθεί με τα έργα του Σαίξπηρ, του Δάντη και του Ομήρου και έχει επηρεάσει διαμετρικά αντίθετους ποιητές όπως ο Κάρολος Μπωντλαίρ, ο Άλφρεντ Λορντ Τέννυσον και ο Ουόλτ Ουίτμαν. Η τεχνική δεξιοτεχνία του Ουγκώ, ο υφολογικός πειραματισμός, η ραγδαία κλιμάκωση των συναισθημάτων, η ποικιλία και η καθολικότητα των θεμάτων του όχι μόνο τον καθιέρωσαν ως ηγέτη της γαλλικής ρομαντικής σχολής αλλά και ως προπομπό της σύγχρονης ποίησης.
Ο Ουγκώ έφερε μια νέα αίσθηση της ομορφιάς των λέξεων, επέκτεινε τους λυρικούς πόρους του γαλλικού στίχου και ενδυνάμωσε τον αλεξανδρινό στίχο με εντυπωσιακά μετρικά διασκελίσματα και τοποθετήσεις της τομής του στίχου. Η παραγωγή του ήταν απέραντη και η ποικιλομορφία της ακόμα καταπλήσσει. Ακόμα έσπασε την παράδοση, όπου η ποιητική γλώσσα θεωρούνταν ως μια εξειδικευμένη μορφή γλώσσας μεταξύ των διάφορων άλλων τεχνικών γλωσσών. Η ποίηση ήταν, για αυτόν, τόσο ελεύθερη και κυρίαρχη όσο οι ίδιοι οι άνθρωποι.


Πίνακας που αναπαριστά τις αντιδράσεις στο ανέβασμα της πρώτης παράστασης του Ερνάνη το 1830

Δραματουργία

Στη θεατρική του γραφή ο Ουγκώ αντιτάχθηκε στις φόρμες του κλασικού δράματος όπως το μέτρο, η επιλογή συγκεκριμένων θεμάτων, οι περιορισμοί στη χρήση λέξεων, εισάγοντας πρώτος στη γαλλική θεατρική παραγωγή το ρομαντικό ύφος γραφής.
Στα εικοσιέξι του χρόνια, συγγράφοντας τον Πρόλογο του Κρόμγουελ, γίνεται ο γεννήτορας ενός νέου θεατρικού είδους, του ρομαντικού δράματος. Σε αυτό το κείμενο ο νεαρός συγγραφέας αμφισβητεί το παραδοσιακό θεατρικό είδος και εισάγει στη σκηνή τη ρομαντική θεματολογία. Εντούτοις το ίδιο το έργο θεωρήθηκε αντιθεατρικό και αδύνατο να ανέβει στη σκηνή λόγω της έκτασής του και των πολλών χαρακτήρων του.
Χάρη στον Ερνάνη, όμως, το 1830 ο Ουγκώ καταφέρνει να καταξιωθεί ως θεατρικός συγγραφέας. Στην πορεία του θα συναντήσει μεγάλες επιτυχίες, όπως η παράσταση του έργου του Λουκρητία Βοργία αλλά και αποτυχίες, με το ανέβασμα π.χ. του Ο Βασιλιάς Διασκεδάζει, προτού αποφασίσουν μαζί με τον Αλέξανδρο Δουμά να ιδρύσουν ένα χώρο αποκλειστικά αφιερωμένο στο ρομαντικό θέατρο. Αυτός θα είναι το Théâtre de la Renaissance, που θα εγκαινιάσει τη σκηνή του με το έργο Ρουί Μπλας.

Μυθιστοριογραφία

Συνολικά ο Ουγκώ συνέγραψε εννέα μυθιστορήματα, από τα οποία το πρώτο σε ηλικία δεκαέξι ετών και το τελευταίο εβδομήντα δύο. Το μυθιστόρημα καλύπτει όλες τις περιόδους της ζωής του συγγραφέα, όλες τις μορφές και τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής του δίχως ποτέ να ταυτίζεται απόλυτα με κανένα.
Η πορεία του ως μυθιστοριογράφου χωρίζεται σε δύο περιόδους με κομβικό σημείο την εξορία του από τη Γαλλία. Η περίοδος πριν την εξορία έχει σχεδόν πειραματικό χαρακτήρα περιέχοντας πέντε μυθιστορήματα με ποικίλη έκταση και διαφορετική έμπνευση. Κορυφαίο δημιούργημα αυτής της πειραματικής φάσης είναι Η Παναγία των Παρισίων, ένα ιστορικό μυθιστόρημα τοποθετημένο στα 1482 με πρωταγωνιστή το δύσμορφο κωδωνοκρούστη του ναού, Κουασιμόδο, που αποτελεί προσωποποίηση του μεσαιωνικού πνεύματος.
Την περίοδο της εξορίας του και της επακόλουθης επιστροφής του στη Γαλλία ανακαλύπτει τον πραγματικό μυθιστορηματικό του δρόμο συγγράφοντας το πλουσιότερο και διασημότερο μέρος του έργου του. Η μυθιστορηματική του φόρμα βασίζεται στην εξιστόρηση μίας απλής ανθρώπινης ιστορίας, στην οποία παρεμβάλλονται μεγάλες περιγραφές και προσωπογραφίες καθώς και παρεκβάσεις σχετικές με τα αιώνια ανθρώπινα προβλήματα και αναζητήσεις.
Το θεωρούμενο ως αριστούργημά του, Οι Άθλιοι, ακολουθεί ακριβώς αυτή τη διηγηματική μορφή συνδυάζοντας τον έρωτα, την καταδίωξη και την αθλιότητα των ανθρωπίνων πλασμάτων με την εξιστόρηση κορυφαίων ιστορικών στιγμών.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ το 1884

Η θρησκευτικότητα του Ουγκώ

Οι θρησκευτικές, όπως και οι πολιτικές, πεποιθήσεις του Ουγκώ άλλαξαν ριζικά κατά τη διάρκεια της ζωής του. Στη νεότητά του, προσδιοριζόταν ως καθολικός και δήλωνε αφοσίωση στην ιεραρχία και την εκκλησιαστική εξουσία. Αργότερα εξελίχθηκε σε μη ενεργό καθολικό εκφράζοντας όλο και περισσότερο αντιπαπικές και αντικληρικές απόψεις. Την περίοδο της εξορίας του μυήθηκε στον πνευματισμό ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του υιοθέτησε έναν ορθολογικό ντεϊσμό, όμοιο με αυτό του Βολταίρου. Όταν ένας απογραφέας τον ρώτησε στα 1872 εάν ήταν καθολικός, απάντησε: "Όχι. Ελευθερόφρονας".
Ο Ουγκώ δεν ελάττωσε ποτέ την αντιπάθειά του προς την Καθολική Εκκλησία, οφειλόμενη κατά ένα μεγάλο μέρος στην αδιαφορία της εκκλησίας για τη δύσκολη θέση της εργατικής τάξης υπό τη μοναρχία αλλά και στη συχνότητα με την οποία τα έργα του εμφανίζονταν στις λίστες του Βατικανού με απαγορευμένα βιβλία. Στους θανάτους των γιων του Καρόλου και Φραγκίσκου - Βίκτωρα, επέμεινε να ταφούν δίχως σταυρό και την παρουσία ιερέα, και τον ίδιο όρο θέσπισε για τη δική του κηδεία. Εντούτοις, αν και θεωρούσε το καθολικό δόγμα ξεπερασμένο και νεκρό, δεν επιτέθηκε ποτέ άμεσα στον ίδιο το θεσμό. Παρέμεινε επίσης βαθιά θρησκευόμενο άτομο που πίστευε έντονα στη δύναμη και την ανάγκη της προσευχής.
Ο ορθολογισμός του Ουγκώ μπορεί να επισημανθεί σε ποιήματα όπως το Torquemada (1869, για το θρησκευτικό φανατισμό), το Le Pape (1878, έντονα αντικληρικό), το Religion et Religions (1880, αρνούμενος τη χρησιμότητα των εκκλησιών) και, τα δημοσιευμένα μεταθανάτια, La fin de Satan και Dieu (1886 και 1891 αντίστοιχα, στα οποία αντιπροσωπεύει το χριστιανισμό ως γρύπα και τον ορθολογισμό ως άγγελο).

Εικαστικός δημιουργός

Η ζωγραφική ξεκίνησε για τον Ουγκώ ως ένα ευχάριστο πάρεργο, εξελισσόμενη σταδιακά σε σημαντική πνευματική ενασχόληση ειδικότερα το διάστημα πριν την εξορία του, όταν σταμάτησε προσωρινά τη συγγραφή με σκοπό να αναμιχθεί στην πολιτική. Το διάστημα των ετών 1848 – 1852 υπήρξε η μοναδική δημιουργική διαφυγή του.
Τα έργα του είναι δουλεμένα αποκλειστικά σε χαρτί και σε μικρή κλίμακα, συνήθως με σκούρα καφέ ή μαύρη μελάνη, παρεμβάλλοντας ορισμένες φορές λευκές πινελιές και σπανιότερα άλλα χρώματα. Οι σωζόμενες ζωγραφιές του είναι εξαιρετικά ολοκληρωμένες και μοντέρνες σε ύφος και εκτέλεση, προοιωνίζοντας τις πειραματικές τεχνικές του Σουρεαλισμού και του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού.
Ο Ευγένιος Ντελακρουά είχε γράψει για τον Ουγκώ πως αν αποφάσιζε να γίνει ζωγράφος αντί συγγραφέας, θα είχε επισκιάσει όλους τους καλλιτέχνες του αιώνα του. Στα σωζόμενα έργα του αναγνωρίζεται η δεξιοτεχνία, η τόλμη στην εκτέλεση και μία αίσθηση ισχυρής δημιουργικότητας. Ο Ουγκώ μελέτησε τα χαρακτηριστικά των υλικών και των μέσων του υπό όλες τις πιθανές προοπτικές. Υψώθηκε πάνω από τις σύγχρονες συμβάσεις και δε δίστασε να επεξεργαστεί τυχαίες φόρμες όταν αυτές ικανοποιούσαν την αισθητική του.
Ο Ουγκώ κράτησε τη ζωγραφική του δημιουργία μακριά από τη δημοσιότητα, φοβούμενος ότι θα επισκίαζε το λογοτεχνικό του έργο. Εντούτοις, απολάμβανε να μοιράζεται τα σχέδιά του με την οικογένεια και τους φίλους του, συχνά υπό μορφή περίτεχνων χειροποίητων καρτών επικοινωνίας, πολλές από τις οποίες δίνονταν ως δώρα στους επισκέπτες όταν ήταν εξόριστος.


Η ελληνόφωνη εφημερίδα Κλειώ της Τεργέστης αποδίδει φόρο τιμής στο Βίκτωρα Ουγκώ στο φύλλο της 13ης Ιουνίου1885.


Ο Βίκτωρ Ουγκώ και η Ελλάδα

Ο Βίκτωρ Ουγκώ αναφορικά με το ελληνικό ζήτημα υπήρξε από τους πλέον όψιμους Ευρωπαίους διανοούμενους, που έλαβαν φιλελληνική στάση. Παρότι, όμως, εισέρχεται αργά στον κύκλο των φιλελλήνων παραμένει ο συνεπέστερος των υποστηρικτών του νεότευκτου ελληνικού κράτους.
Οι πρώτες του ποιητικές αναφορές σχετικά με τον αγώνα των Ελλήνων εμφανίζονται το 1826 με τη δημοσίευση στο γαλλικό Τύπο του ποιήματος Τα Κεφάλια του Σαραγιού (Les têtes du serail), εμπνευσμένου από την Έξοδο του Μεσολογγίου, όπου εμφανίζονται μεταξύ των 6000 κεφαλών, που είχαν αποσταλεί στο σαράγι να συνομιλούν μεταξύ τους τα τρία κεφάλια του Μάρκου Μπότσαρη, του Επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ και του Κωνσταντίνου Κανάρη. Το 1827 συνθέτει τα ποιήματα Ναβαρίνο (Navarin) και Ενθουσιασμός(Enthousiasme) και την επόμενη χρονιά τα Κανάρης (Canaris), Λαζάρα (Lazzara) καθώς και το περίφημο Ελληνόπουλο (L' enfant). Όλα τα παραπάνω ποιήματα περιελήφθησαν στη συλλογή Τα Ανατολίτικα.
Στα 1829 ο κορυφαίος των Ελλήνων διαφωτιστών Αδαμάντιος Κοραής δηλώνει την αντίθεσή του προς το ρομαντικό κίνημα, του οποίου αρχηγέτης είναι ο Ουγκώ. Παρά ταύτα στην Αθήνα τα μέλη του λογοτεχνικού ρεύματος της Αθηναϊκής Σχολής στρέφονται προς το ρομαντισμό. Ο Νικόλαος Σούτσος είναι ο πρώτος που μεταφράζει ποιήματα του Ουγκώ στα 1842.
Κατά τη δεκαετία του 1850 πραγματοποιούνται αρκετές μεταφράσεις θεατρικών έργων του στην ελληνική αρχής γενομένης με το Angelo, tyran de Padoue, και μέσω αυτών καθίσταται γνωστός στο ελληνικό κοινό κυρίως ως δραματικός συγγραφέας. Στα 1862 έρχεται η μετάφραση των Αθλίων από τον Ιωάννη Ισιδωρίδη - Σκυλίτση σχεδόν αμέσως μετά την κυκλοφορία τους στα γαλλικά. Το μυθιστόρημα ενθουσίασε τους Έλληνες αναγνώστες και επηρέασε πολλούς εγχώριους λογοτέχνες.
Το ενδιαφέρον του Ουγκώ για την ελεύθερη πλέον Ελλάδα φάνηκε ιδιαίτερα σε σχέση με το κρητικό ζήτημα. Το διάστημα της Κρητικής Επανάστασης του 1866 – 1869 δημοσιεύει τρεις επιστολές υπέρ των Κρητών στον ευρωπαϊκό τύπο το Δεκέμβριο του 1866, το Φεβρουάριο του 1867 και το Φεβρουάριο του 1869, παρά το γενικότερο αρνητικό για τα ελληνικά ζητήματα κλίμα της εποχής. Εκτός της συμπαράστασης προς τους Κρήτες έδειξε ενδιαφέρον και για την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνακατηγορώντας τον Έλγιν για αυτή του την πράξη, στη βάση της αντίληψής του ότι η πολιτιστική κληρονομιά ενός λαού δεν πρέπει να γίνεται κτήμα ενός άλλου.
Ο θάνατός του, τέλος, είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα και στο σύνολό του σχεδόν ο ελληνικός Τύπος κάλυψε το γεγονός της απώλειας του διακεκριμένου φιλέλληνα συγγραφέα. Μάλιστα πραγματοποιήθηκαν τελετές προκειμένου να τιμηθεί ο μεγάλος νεκρός αντίστοιχες με αυτές, που έλαβαν χώρα στη Γαλλία. https://el.wikipedia.org/


ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ 


ΠΛΟΚΗ

Ένας πεινασμένος νέος άνδρας, ο Γιάννης Αγιάννης, σπάζει τη βιτρίνα ενός αρτοπωλείου για να κλέψει ψωμί, με σκοπό να ταΐσει την οικογένειά του που λιμοκτονούσε. Η ποινή γι' αυτή του την κλοπή είναι πέντε χρόνια στα κάτεργα, που τελικώς γίνονται δεκαεννέα χρόνια ύστερα από τις επανειλημμένες προσπάθειές του να δραπετεύσει.
Βρισκόμαστε στο έτος 1815 στην Τουλόν και ο Γιάννης Αγιάννης αποφυλακίζεται σε ηλικία 46 χρόνων. Ωστόσο είναι αναγκασμένος να κουβαλάει ένα κίτρινο αποφυλακιστήριο, το οποίο τον σημαδεύει σαν κατάδικο. Αντιμετωπίζοντας την απόρριψη των πανδοχέων, που δεν θέλουν να φιλοξενήσουν έναν κατάδικο, αναγκάζεται να κοιμηθεί στο δρόμο. Ο μόνος που τον δέχεται είναι ένας άνθρωπος της εκκλησίας, ο επίσκοπος Μυριήλ, ο οποίος τον περιμαζεύει και του παρέχει στέγη. Το ίδιο βράδυ ο Γιάννης Αγιάννης, ασυνήθιστος στην τόση καλοσύνη, το σκάει παίρνοντας μαζί του τα ασημένια καντηλέρια του οικοδεσπότη του. Δεν προφταίνει να πάει μακριά και συλλαμβάνεται, αλλά ο επίσκοπος τον γλιτώνει, λέγοντας ότι ο ίδιος του είχε δωρίσει τα ασημικά και του δίνει μάλιστα και δύο κηροπήγια. Στη συνέχεια του λέει ότι πρέπει να είναι πλέον τίμιος και να κάνει καλές πράξεις για τους άλλους. Ο Γιάννης Αγιάννης είναι ελεύθερος, έκπληκτος και συγκινημένος. Για πρώτη φορά ύστερα από 19 ολόκληρα χρόνια, δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια του.
Έξι χρόνια αργότερα ο Αγιάννης είναι ένας εργατικός, τίμιος και πλούσιος εργοστασιάρχης και έχει διοριστεί δήμαρχος της πόλης όπου κατοικεί. Έχει καταστρέψει το αποφυλακιστήριό του και έχει υιοθετήσει το ψευδώνυμο Κύριος Μαγδαληνής ώστε να ξεφύγει από τον επιθεωρητή Ιαβέρη, που τον καταδιώκει ακόμα. Την ίδια περίοδο γνωρίζει μια δυστυχισμένη γυναίκα, την ετοιμοθάνατη Φαντίνα. Η Φαντίνα απολύθηκε από το εργοστάσιό του όταν μαθεύτηκε ότι έχει εξώγαμο παιδί και, μετά από αυτό, δεν έχει άλλη διέξοδο από την πορνεία. Πριν πεθάνει τον παρακαλά να φροντίσει για το παιδί της, τη μικρή Τιτίκα. Η μοίρα παίζει, όμως, περίεργα παιχνίδια και έτσι όταν ένας άλλος άντρας κατηγορείται ότι είναι ο Γιάννης Αγιάννης, η συνείδηση του Κυρίου Μαγδαληνή τον αναγκάζει να αποκαλύψει την ταυτότητά του, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί και πάλι στα κάτεργα. Αυτή τη φορά όμως δραπετεύει γρήγορα.
Πρώτη του δουλειά είναι να βρει τη μικρή Τιτίκα, την οποία η Φαντίνα είχε εμπιστευθεί σε έναν διεφθαρμένο πανδοχέα, τον Θερναδιέρο, και την σκληρόκαρδη και εγωίστρια γυναίκα του. Πληρώνοντας ένα ποσό ο Αγιάννης παίρνει την Τιτίκα από το πανδοχείο των Θερναδιέρων και φεύγει μαζί της για το Παρίσι, όπου βρίσκουν στέγη σε ένα μοναστήρι, μετά από ανελέητο κυνηγητό από τον Ιαβέρη. Η μικρή Τιτίκα βρίσκει στο πρόσωπο του Αγιάννη έναν αληθινό πατέρα, ενώ ο Ιαβέρης συνεχίζει να τον αναζητεί.

Προσωπογραφία της Τιτίκας (Causette)
 από την αρχική έκδοση των Αθλίων το 1862

Δέκα χρόνια αργότερα, η Τιτίκα και ο Αγιάννης αφήνουν το μοναστήρι. Ένας φοιτητής, ο Μάριος Πομερσί, ο οποίος έχει αποξενωθεί από την οικογένειά του λόγω των δημοκρατικών του απόψεων, ερωτεύεται την Τιτίκα, η οποία είναι πλέον μια πανέμορφη κοπέλα. Οι Θεναρδιέροι, τώρα στο Παρίσι επικεφαλής αδίστακτης συμμορίας, ανακαλύπτουν την πραγματική ταυτότητα του Γιάννη Αγιάννη και σχεδιάζουν να τον ληστέψουν. Ο Μάριος μαθαίνει τα σχέδιά τους και καλεί την αστυνομία η οποία συλλαμβάνει τη συμμορία.
Ο Θερναδιέρος, έχοντας αποδράσει από τη φυλακή, ηγείται μιας συμμορίας ληστών με στόχο το σπίτι του Αγιάννη, κατά τη διάρκεια κρυφής συνάντησης εκεί του Μάριου και της Τιτίκας. Ωστόσο η Επονίνα, κόρη του Θερναδιέρου, η οποία είναι επίσης ερωτευμένη με το Μάριο, αναγκάζει τους ληστές να εγκαταλείψουν το σπίτι.
Εξεγερμένοι φοιτητές, υπό την αρχηγεία του Ενζολορά, προετοιμάζουν επανάσταση την παραμονή της εξέγερσης του Παρισιού στις 5-6 Ιουνίου του 1832, μετά από το θάνατο του στρατηγού Λαμάρκ, του μόνου Γάλλου ηγέτη που ενδιαφερόταν για τις λαϊκές τάξεις. Στην επανάσταση συμμετέχουν και οι φτωχοί, συμπεριλαμβανομένου και του μικρού χαμινιού Γαβριά.
Την επόμενη μέρα, οι φοιτητές εξεγείρονται και δημιουργούν οδοφράγματα στα στενά του Παρισιού. Ο Αγιάννης μαθαίνοντας ότι ο αγαπημένος της Τιτίκας συμμετέχει στην εξέγερση, ενώνεται με τους φοιτητές, χωρίς να είναι σίγουρος αν θέλει να τον προστατεύσει ή να τον σκοτώσει. Η Επονίνα, που συμμετέχει στη εξέγερση για να προστατεύσει το Μάριο, καταλήγει να δεχτεί μία σφαίρα που προοριζόταν γι αυτόν και πεθαίνει ευτυχισμένη στα χέρια του. Μέσα στα οδοφράγματα ο Γιάννης Αγιάννης ξανασυναντά τον Ιαβέρη και ενώ του παρουσιάζεται μοναδική ευκαιρία να τον σκοτώσει και να σωθεί μια για πάντα από το ανελέητο κυνηγητό του, τον αφήνει ελεύθερο και τον σώζει από τα χέρια των φοιτητών που σκόπευαν να τον εκτελέσουν.
Μέσα στη μάχη ο Μάριος τραυματίζεται και χάνει τελείως τις αισθήσεις του. Ο Γιάννης Αγιάννης παίρνει τον Μάριο στους ώμους του διαφεύγοντας μέσω των υπονόμων. Στην έξοδο πέφτει πάνω στον Ιαβέρη, τον οποίο πείθει να του δώσει διορία για να επιστρέψει τον Μάριο στην οικογένειά του. Ο Ιαβέρης δέχεται, ενώ αντιλαμβάνεται ότι είναι παγιδευμένος ανάμεσα στην πίστη του στο νόμο και στο έλεος που του έδειξε ο Αγιάννης. Αδυνατώντας να αντιμετωπίσει το δίλημμά του, αυτοκτονεί πέφτοντας στα νερά του Σηκουάνα και ο Αγιάννης μένει για πάντα ελεύθερος. Σύντομα ο Μάριος και η Τιτίκα παντρεύονται. Ο Αγιάννης χάνει τη θέληση του για τη ζωή, καθώς η Τιτίκα δεν τον χρειάζεται πλέον. Ο Μάριος, είναι πεπεισμένος ότι ο Αγιάννης είναι χαρακτήρας χαμηλού ηθικού αναστήματος και απομακρύνει την Τιτίκα από αυτόν. Μαθαίνει πολύ αργά, μετά από μια συνάντηση με τον Θεναρδιέρο,για τις καλές πράξεις του και σπεύδουν με την Τιτίκα στο σπίτι του, όπου βρίσκεται ετοιμοθάνατος. Ο Αγιάννης αποκαλύπτει το παρελθόν του στο ζευγάρι και στις τελευταίες του στιγμές ανακαλύπτει τελικά την ευτυχία με τη θετή του κόρη και τον γαμπρό του στο πλευρό του. Τους εκφράζει την αγάπη του και πεθαίνει.

Διαβάστε περισσότερο εδώ 



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Δημήτριος Ε. Γαλάνης ( 22 Μαΐου 1882 – 20 Μαρτίου 1966) - Χαράκτης

 

Ο Δημήτριος Ε. Γαλάνης (Αθήνα, 22 Μαΐου 1882 – Παρίσι, 20 Μαρτίου 1966) ήταν χαράκτης, από τους πρωτοπόρους στο είδος του στον ελληνικό καλλιτεχνικό κόσμο.Από πολύ μικρή ηλικία εκδήλωσε ενδιαφέρον για τη μουσική, τα μαθηματικά και το σχέδιο και από τα εφηβικά του χρόνια άρχισε να δημοσιεύει γελοιογραφίες σε εφημερίδες και περιοδικά. Μετά από δύο χρόνια φοίτησης στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου (1897-1899) και έχοντας πάρει μαθήματα σχεδίου από τον Νικηφόρο Λύτρα (1899), εγκαταστάθηκε το 1900 στο Παρίσι, όπου παρέμεινε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του, ταξιδεύοντας κατά καιρούς σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στην Ελλάδα. Ως τo 1902 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Fernand Cormon, ενώ από το 1901 ως το 1912 συνεργάστηκε με πολλά γνωστά χιουμοριστικά περιοδικά, όπως τα «Frou-Frou», «Le Rire», «Le Sourire», «L’ Assiette au Beurre» κ.ά., δημοσιεύοντας γελοιογραφίες και σχέδια.

Το συστηματικό ενδιαφέρον του για τη χαρακτική πρέπει να εκδηλώθηκε σε ένα ταξίδι του στη Γερμανία (1907-1909) και το 1918 ξεκίνησε την εικονογράφηση βιβλίων, δραστηριότητα που καλύπτει ένα σημαντικό μέρος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας και περιλαμβάνει περισσότερα από εκατό βιβλία, λευκώματα, ημερολόγια και εκδόσεις τέχνης. Από το 1930 σταμάτησε να ασχολείται με τη ζωγραφική και αφιερώθηκε αποκλειστικά σχεδόν στη χαρακτική. Έχοντας πάρει τη γαλλική υπηκοότητα, δίδαξε στην ακαδημία Andre Lhote (1925-1928), στο εργαστήριό του (1930-1937) σε έλληνες καλλιτέχνες που σπούδαζαν στο Παρίσι και στη Σχολή Καλών Τεχνών (1945-1952). Το 1945 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και το 1950 αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.


Αναπτύσσοντας εξαιρετικά πλούσια εκθεσιακή δραστηριότητα τόσο στη Γαλλία όσο και σε άλλες χώρες, παρουσίασε το 1922 στο Παρίσι την πρώτη ατομική του έκθεση, την οποία προλόγισε ο Andre Malraux. Έλαβε επίσης μέρος σε παρισινά σαλόνια, ενώ από το 1920 ως το 1926 συνεξέθεσε με μερικούς από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Picasso, ο Matisse, ο Braque, ο Chagall και ο Derain, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία. Το 1991 το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, στην Άνδρο.
Ο Δημήτρης Γαλάνης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους χαράκτες του πρώτου μισού του 20ού αιώνα στην Ευρώπη και πρωτοπόρος της νεοελληνικής χαρακτικής, επηρεάζοντας τους ομοτέχνους του τόσο με το έργο όσο και με τη διδασκαλία του. Κάτοχος όλων των τεχνικών και εξαιρετικός δεξιοτέχνης, υπήρξε ανανεωτής των παραδοσιακών τρόπων χάραξης. Το έργο του, που περιλαμβάνει ποικιλία θεμάτων – μυθολογικές και ειδυλλιακές σκηνές, τοπία, γυμνά και νεκρές φύσεις – φανερώνει αρχικά επιρροές από τον Σεζάν και τα κινήματα του κυβισμού και του φωβισμού, ενώ αργότερα αποκτά ένα προσωπικό ύφος, που βασίζεται στις αρχές της κλασικής παράδοσης.
Στα γαλλικά είναι γνωστός ως Démétrios ή Démétrius Galanis και στα αγγλικά ως Demetrios Galanis..


Γαλάνης Δημήτριος (1879 – 1966)
Γυμνό
Λάδι σε μουσαμά , 19 x 30 εκ.
Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη , Αρ. έργου: Κ.525



Γαλάνης Δημήτριος (1879 – 1966)
Κοπέλες στολίζουν τον Επιτάφιο
Μαύρο μελάνι και άσπρο νερόχρωμα , 35 x 51 εκ.
Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη , Αρ. έργου: Κ.964



Γαλάνης Δημήτριος (1879 – 1966)
Νεκρή φύση με κεραμικά σκεύη, 1900 – 1910
Λάδι σε μουσαμά , 30 x 50 εκ.
Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη , Αρ. έργου: Κ.537


Γαλάνης Δημήτριος (1879 – 1966)
Ζαν Μορεάς, 1900
Υδατογραφία σε χαρτί , 21 x 13 εκ.
Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη , Αρ. έργου: Κ.716


Γαλάνης Δημήτριος (1879 – 1966)
«Κύκλωψ» (ΧΙ), 1954
Θεοκρίτου «Ειδύλλια»
Οξυγραφία και ακουατίντα , 18 x 13 εκ.
Δωρεά του καλλιτέχνη , Αρ. έργου: Π.1842

Γαλάνης Δημήτριος (1879 – 1966)
«Θύρσις ή Ωδή» (I), 1954
Θεοκρίτου «Ειδύλλια»
Οξυγραφία και ακουατίντα , 17,5 x 12,5 εκ.
Δωρεά του καλλιτέχνη , Αρ. έργου: Π.1952



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/





ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΑΛΑΣ " ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ (ένας αφανής ήρωας )"




Από τα μικράτα μου ταξίδι ήθελα
στη Μεγαλόνησο να κάνω,
τον τάφο ενός ήρωα να προσκυνήσω
που πολέμησε στη μάχη της Κρήτης
και το καντήλι του να ανάψω.
Πες το ηθική επιταγή, πες το καθήκον
να 'ρθει η αύρα του να με τυλίξει,
μια και το όνομα του κρίθηκα άξιος να πάρω,
το μνήμα του να αγγίξω
και λίγα άνθη να του αφήσω.
Εκεί που πολέμησε τα χρόνια εκείνα
τον κατακτητή να διώξει, ώστε να μη μας σκλαβώσει
προσφέρθηκε θυσία στης πατρίδας το βωμό
χρέος πολύτιμο για όλους
στο πριν, στο τώρα, στο μετά.
Έτσι στα Σελλιά τον τάφο του αναζητώντας
μια κι ο πατέρας του τη μνήμη του τιμώντας,
δώρισε το πατρικό του σπίτι στην κοινότητα
για να ανάβουν το καντήλι του.
Ανάμεσα στο κοιμητήρι περπατώντας
κάτω από καταρρακτώδη βροχή
να δω εκεί που αυτός είχε ταφεί,
ούτε μνήμα βρήκα, ούτε επιγραφή!
Ένας σύντεκνος είπε δεν υπάρχει πια,
τον ξεχώσανε επαέ το Γιάννη
και ενταφιάσανε τη μεγαλοκοπέλα
του καθηγητή Χ….…………ακη.
Οι ιερόσυλοι, σύγχρονοι τυμβωρύχοι
άρπαξαν έτοιμο το μνήμα
και το κάνανε δικό τους κτήμα!
Θυμός, αγανάκτηση, τι να πω…
Ένας νέος αριστούχος της Νομικής επιστήμης
αν και απαλλαγμένος από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις, 
δήλωσε παρόν στο κέλευσμα της πατρίδας.
Στο μέτωπο πολέμησε και τον αγώνα συνέχισε
στην Κρήτη, πολεμώντας για τη λευτεριά!
Έτσι τιμάει η πατρίδα τους πεσόντες
στο πεδίο της μάχης!

Γιάννης Κοκκάλας


Στη φωτογραφία ο ήρωας Ιωάννης Στεφανάκης .
Η φωτογραφία ανήκει στον γράφοντα ( Γιάννη Κοκκάλα)











Rezauddin Stalin - 3 Poems




Yan, My Dream City

Yan is that magnificent city,
I haven’t visited yet.
The Wall of Great China guards the history,
And the green ducks nestle in the shade of the tradition of the Yan.

The Orange maidens hang around the neck of the tree,
And the pomegranate ruptures and disperses as stars
in the vast blue of the lake,
Tempt me the dream of a mysterious museum of the Huang dynasty.

The sound of horse hooves break the silence of midnight,
The wind makes pace in a motion of dance of the mythical celestial nymph.

Fish fly in the midst of the Yellow River of poetry.
And riding on their wings,
One day I will arrive at the Lion Gate of the wonder city.

By Rezauddin Stalin



THE BLOODY MOON

The day vanished at the sunset
Gradually, the city became a slave of electricity
Though it appears like day, darkness shrouds the entire sky
And the white teeth of stars are scattered
Like diamonds.

Mouth and teeth became bloody
The moon became tainted with bloody red
The trap of vampire hides within the cave of the flat.

Every day, people, being trapped, are losing everything
Everyone follows the pidepiper of Hamilon.

No one knows where to go, like the puzzle of “Minotaur”
Men, like lambs, are tied up in the barns of the witches
As men turned into lambs, mice into owls
The main source of income becomes the selling of humanity
Once you sell humanity, you can achieve everything
A festive bloody party is now going on in the empire of
vampires.

The most precious fairy tales are burnt into ashes by the
fire of festivitiess.
A gambling game will decide who is the fittest.

What difference does it make if the sun sets and night
comes?
One has to survive in the darkness, fighting
And being bewildered.

Rezauddin Stalin


THE BEGINNING

My time is split like a cow’s hoof
the moments are chapped like the dark feet of the farmer
My birth does not refer to a time
and the events are not chained by the moment.

When nothing is happening in the world
is time than static like a question mark
Do I want to recognize time only from fear of death?

To a paleontologist a thousand years is nothing
to a philosopher, a century is a triviality
to an astronomer, a hundred million years is an instant.

But my time has affected me like a thirst
I have recognized the moments before the event
and determined the start before a journey.

For an unborn embryo, no time is begun in the world
Without the cry of birth
driven by a prior event
is the embryo bereft of event?

My time is split like a cow’s hoof
the moments are chapped like the dark feet of the farmer
Before my birth, there was no auspicious time in the world
My cry heralded the beginning of the world.

RezaUddin Stalin

Rezauddin Stalin is a well-known poet in Bangladesh and beyond and is born on 22nd November 1962 in Jessore, Bangladesh.HehasdonehisBachelor'sdegreeinEconomics and MA in Political Science from Dhaka University. He is the former Deputy Director of Nazrul Institute where he was employed for 35 years. Stalin’s poems got translated into most languages in the world and he is also a well-known TV anchor and media personality in Bangladesh. Stalin is the founder and chairman of the Performing Art Center andisalso the senior editor of Magic Lonthon - a literary organization. wiki/Rezauddin_Stalin

He has received many awards and some accolades are:

Darjeeling Natto Chokhro Award India (1985), Bangla Academy (2006), MichealModhushudhan Dutta Award (2009), ShobhoShachi Award West Bengal (2011), Torongo of California Award USA(2012), Writers club Award California USA (2012), Badam Cultural Award California USA (2012), City Ananda Alo Award(2015), West Bengal, India, Centre Stage Barashat Award (2018), Journalist Association Award UK (2018) and Silk Road Poet Laureate Award Xi’an China (2020).

His Social Media links are:

Facebook: https://www.facebook.com/rezauddin22stalin

Twitter: https://twitter.com/RezauddinStalin

Instagram: https://www.instagram.com/rezauddinstalin/

 








ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Την πατρίδα μ’ έχασα…"

 α.«Τί γαρ ου πάρα μοι μελέα στενάχειν,

ή πατρίς έρρει και τέκνα και πόσις;»1

(«Τρωάδες»)

β. «Την πατρίδα μ’ έχασα,/ έκλαψα και πόνεσα./

Λύουμαι κι αροθυμώ, όι, όι,/ ν’ ανασπάλω κι επορώ»2

(Ποντιακό παραδοσιακό τραγούδι, «Την πατρίδα μ’ έχασα»)

 

Ο πόνος και το κλάμα για την απώλεια της Πατρίδας είναι διαχρονικά ίδια. Και δεν είναι μόνον οι καταστροφές (υλικές…), οι σωματικές κακουχίες, οι θάνατοι των ανθρώπων, ο εκπατρισμός και η προσφυγιά που πληγώνουν, αλλά και η νοσταλγία για την χαμένη πατρίδα. Η μνήμη και η νοσταλγία συνοδεύουν όλους εκείνους τους ανθρώπους που ξεριζώθηκαν από την πατρίδα τους με βίαιο τρόπο.

Ο Ευριπίδης στο έργο του «Τρωάδες» καταγγέλλει τον πόλεμο και υψώνει μία διαμαρτυρία εναντίον της αγριότητας και της αυθαιρεσίας των νικητών προς τους ηττημένους. Οι αιχμάλωτες γυναίκες της Τροίας βιώνουν την αγριότητα του πολέμου. Τραγική μορφή η Εκάβη που αναπολεί το παρελθόν και θρηνεί για τις συμφορές που ακολούθησαν την πτώση της Τροίας. Η χαμένη πατρίδα – η Τροία – ματώνει ψυχικά τις αιχμάλωτες καθιστώντας έτσι πιο οδυνηρή τη θέση τους. Πρόκειται για ένα θάνατο χωρίς τέλος.

«Ο θάνατος ξεκινά με την απώλεια των πόλεών μας κι ολοκληρώνεται

με την απώλεια της πατρίδας μας»

(«Αντίο γλυκιά μου Πατρίδα», Αχμέτ Ουμίτ)

Η νοσταλγία των Ποντίων

«Τα ταφία μ’ έχασα/ ντ’ έθαψα κι ενέσπαλα./

 Τ’ εμετέρτς αναστορώ, όι/ όι και ‘ς σο ψυόπο μ’/ κουβαλώ»3

(«Έχασα τους τάφους μου/ αυτούς που έθαψα και δεν/ ξέχασα./

Θυμάμαι τους δικούς μου, όι/ όι/ και στην ψυχή μου τους/ κουβαλώ»

Παραδοσιακό Ποντιακό τραγούδι)

Η γενοκτονία των Ποντίων σκόρπισε το θάνατο 350.000 αθώων ανθρώπων και ξερίζωσε χιλιάδες άλλους. Ωστόσο ο πόνος και η μνήμη βασανίζουν ακόμη τους ζωντανούς αφού η «χαμένη» πατρίδα τους κρύβει στα σπλάχνα της τους προγόνους. Οι άνθρωποι δεν ζουν μόνο με την καθημερινότητα του παρόντος, αλλά κουβαλούν τις μνήμες του παρελθόντος. Αυτή η μνήμη και η νοσταλγία τούς κρατά όρθιους – όχι για την εκδίκηση – γιατί οι επόμενες γενιές χρειάζονται έναν σύνδεσμο.

Κι αυτός ο σύνδεσμος δεν μπορεί να είναι άλλος παρά ο πολιτισμός με τις πολλαπλές εκφάνσεις του, όπως: Ήθη και έθιμα, τραγούδια και περισσότερο η γλώσσα. Το καλύτερο μνημόσυνο γι’ αυτούς που χάθηκαν «ντ’ έθαψα κι ενέσπαλα./ Τ’ εμετέρτς αναστορώ» είναι η ιστόρηση των γεγονότων με την γλώσσα τους. Όσο θα μείνει η γλώσσα ζωντανή, τόσο οι λέξεις θα γίνονται ο ιμάντας που συνδέει τα γεγονότα της γενοκτονίας με τη διδαχή της νέας γενιάς. Κι αυτό γιατί το τραγούδι και οι λέξεις είναι η διαχρονική τους πατρίδα.

 

«Μία πατρίδα έχουμε από λέξεις. Μίλα. Μίλα το δρόμο μου με πέτρα πάνω στην πέτρα να στρώσω»

(Μαχμούτ Νταρουίς)

Χωρίς πατρίδα… Ένας ακοίμητος πόνος

Τί μπορεί να σημαίνει, όμως, για έναν σύγχρονο «Ζω χωρίς πατρίδα»; Γιατί η απώλεια της πατρίδας μάς σημαδεύει τόσο πολύ; Γιατί η νοσταλγία της «χαμένης πατρίδας» άλλοτε μάς ταράζει συναισθηματικά και άλλοτε μάς ηρεμεί;

Πολλοί είναι εκείνοι που μιλούν για έναν «μυθικό σύνδεσμο με τη γη», για μία μυστηριώδη και λογικά ανερμήνευτη σχέση με την πατρώα Γη και ιδιαίτερα των παιδικών μας χρόνων. Αυτή η σχέση πηγάζει κι από την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων που θεωρούσαν τη Γη ως Μητέρα – Γαία. Εξάλλου οι όροι γηγενής και αυτόχθων τον παραπάνω σύνδεσμο πιστοποιούν.

«Αλλ’ αυτόχθονες όντες την αυτήν εκέκτηντο μητέρα και πατρίδα»

(Λυσίου, Επιτάφιος 17-19)

Το αίσθημα της απώλειας της πατρίδας είναι περισσότερο έντονο και οδυνηρό όταν είναι προϊόν όχι μόνον ενός προσωπικού βιώματος αλλά ενός συλλογικού τραύματος. Τέτοιο τραύμα είναι και οι γενοκτονίες ή οι εθνοκαθάρσεις. Σε αυτές τις πράξεις υπολανθάνει η αδικία, η απανθρωπιά, η βαρβαρότητα και η αβίαστη έκφραση του ζωώδους στοιχείου της ανθρώπινης φύσης. Εξάλλου η αγριότητα των γενοκτονιών αποκαλύπτει και την ύβρη των πρωταγωνιστών που ξεχνούν πως το τραγικό σχήμα «Ύβρις – Τίσις» έχει διαχρονική ισχύ.

 

Ο Ευριπίδης στις Τρωάδες το είχε επισημάνει εύστοχα με τις παρεπόμενες προειδοποιήσεις για όσους φιλοδοξούν να χτίσουν το δικό τους βασίλειο στον πόνο των ηττημένων:

«μώρος δε θνητών όστις εκπαρθεί πόλεις,/ ναούς τε τύμβους θ’ ιερά των κεκμηκότων,/ ερημία δους αυτός ώλεθ’ ύστερον»4

(Λόγια του Ποσειδώνα)

Μνησιπήμων πόνος

Οι μνήμες των επιζώντων και των απογόνων της γενοκτονίας των Ποντίων (1914-23) είναι για τους υπόλοιπους μία υπενθύμιση, πως οι καιροί μπορεί να άλλαξαν, αλλά κάποιες συμπεριφορές και κάποια συμφέροντα εξακολουθούν να μάς απειλούν και ως ανθρώπους και ως έθνος. Ο πόνος και το δάκρυ των Ποντίων είναι ένας «μνησιπήμων  πόνος», όπως τον κατέγραψε ο Αισχύλος στον «Αγαμέμνονα»:

«Στάζει δ’ ανθ’ ύπνου προ καρδίας μνησιπήμων πόνος»5.

Ο «Μνησιπήμων πόνος» των Ποντίων είναι το θερμό δάκρυ και ο πόνος που μάς υπενθυμίζει και εξιστορεί τα εθνικά μας παθήματα. Είναι η θλιβερή ανάμνηση των συμφορών μας ως έθνους. Είναι ο πόνος που μπορεί και πρέπει να μετασχηματίσει τα εσωτερικά μας ερείπια σε ισχυρά οχυρά. Είναι ο πόνος αυτών που, αν και ρίχτηκαν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, επέζησαν παλεύοντας και θυμούνται ακόμη…

«Την πατρίδα μ’ έχασα» δεν είναι μόνο ένα τραγούδι παραδοσιακό που μας συγκλονίζει με την αυθεντικότητα και το συναισθηματισμό του, αλλά κι ένα σάλπισμα για εθνική ανάταση. Ο πόνος βαδίζει μαζί με την ελπίδα. Το τραγούδι και το κλάμα πάντα έχουν έναν απελευθερωτικό χαρακτήρα. Είναι η συνέχεια του θρήνου των Τρωάδων:

«μελέων/ επί τους αιεί δακρύων ελέγους,/ μούσα δε χαύτη τοις δυστήνοις/ άτας κελαδείν αχορεύτους»6.

Οι εθνικοί θρήνοι και το προσωπικό κλάμα συντηρούν τη μνήμη κι αποτελούν παρηγορητικό λόγο, αλλά και σάλπισμα εθνικής εγρήγορσης και ατομικής αντοχής. Ο μνησιπήμων πόνος είναι το σπαθί μας και όχι η ευκαιρία να δικαιολογήσουμε την απραξία και την ηττοπάθειά μας. Ο Γ. Σεφέρης απέδωσε με φιλοσοφικό τρόπο την επίδραση αυτού του πόνου.

«Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων/ το μυαλό μας./ …κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή/ γιατί είναι αμίλητη και προχωράει./ Στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο/ μνησιπήμων πόνος…»

(«Τελευταίος σταθμός»)

 

Σημειώσεις:

1.   1..   Πώς μπορώ να μην κλαίω η βαριόμοιρη,/ που χαθήκαν τα τέκνα, η πατρίδα κι ο άντρας μου;

2.    2.  Την πατρίδα μου έχασα,/ έκλαψα και πόνεσα./ Κλαίω και νοσταλγώ, όι, όι/ να ξεχάσω δεν μπορώ.

3.    3.  Έχασα τους τάφους μου/ αυτούς που έθαψα και δεν/ ξέχασα./ Θυμάμαι τους δικούς μου, όι/ όι/ και στην ψυχή μου τους/ κουβαλώ.

4.   4.   Άμυαλος είναι όποιος κουρσεύει πόλεις∙/ ναούς και τάφους κι ιερά των πεθαμένων/ρημάζει∙ θα χαθεί κι αυτός κατόπιν.

5.   5.   Αυτός που με τρόμο θυμίζει τα παθήματά μας και στον ύπνο στάζει πόνο στην καρδιά μας.

6.    6.  Θα θρηνώ/ με ακατάπαυστα δάκρυα σκούζοντας./ Αυτό είναι το τραγούδι των δύστυχων/ που κλαίνε πικρές συμφορές.

 https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/