ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟΥ
ΣΚΙΕΣ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΕΝΕΣ
Σκιές αγκαλιασμένες με τον άνεμο
μεγαλώνουν περίεργα τις νύχτες,
ανασταίνονται από έναν κόσμο μακρινό.
Μορφές σιωπηλές
περπατούν ανάλαφρες,
ψιθυρίζουν καημούς,
σκαρφαλώνουν στους έρημους τοίχους.
Φωνές άλαλες,
με όρια ασαφή,
πρόσωπο ανύπαρκτο.
Η υγρασία τις τρυπάει,
τρίζουν τα κόκαλά τους,
τα χέρια τους παγωμένα,
τα βλέφαρά τους ακίνητα.
Μανδύες σκοτεινοί
έρχονται από το πουθενά,
βαδίζουν στη σειρά,
μπαίνουν στα έρημα δωμάτια,
κάθονται στη διπλανή καρέκλα.
Πελώριες πέφτουν πάνω μας,
σκεπάζουν τις φωτογραφίες που αγαπήσαμε.
Με το αμίλητο νερό
στο βαθύ πηγάδι της ύπαρξής τους.
Πιο ζωντανές από ποτέ,
πιο τυραννικές από ποτέ.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΩΝ ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΧΡΟΝΩΝ
Αστράφτει η φλέβα τ’ ουρανού,
τα ρόδια σφίγγουν τον καρπό τους,
ακούγονται τα τύμπανα του ανέμου.
Ένα κορίτσι στα δεκαοκτώ
χορεύει στον πανάρχαιο ρυθμό τους.
Σ’ απόκρημνα φαράγγια και θύελλες οι ρίζες της.
Σταλαγματιά κόκκινου κρασιού το βλέμμα της!
Το φως λυγερό στο κορμί της.
Όψη γλυκιά,
με την αρμύρα και τον ίσκιο της θάλασσας,
τις πλεξούδες του ήλιου
και τα μύρα της πρώτης νιότης!
Με τ’ αντίδωρα του Χριστού στις παλάμες
και τις μυρτιές στα ματόκλαδα!
Στο πρόσωπό σου φέγγει της δικαιοσύνης ο σταυρός.
Της νίκης το σημάδι στο μέτωπό σου.
Πανιά λευκά τα όνειρά σου.
Τ’ όνομα της αγάπης ζωγραφίζεις στις βαρκούλες
και στις πλώρες τον Αϊ-Νικόλα.
Δροσοσταλίδα σε χλόη απάτητη!
Στα χέρια σου κλαδάκια από δυόσμο και βασιλικό,
τα μάτια σου πέλαγος και φωτιά.
Στο σακίδιό σου τραγούδια με ευχές
και ο ήλιος που μπαρκάρει με τους πελαργούς.
Τα ταξίδια όλα ξεκινημένα στα πελάγη σου,
καράβια τρικάταρτα στους ουρανούς σου.
Κορίτσι των δεκαοχτώ χρονών,
χιλιοφιλημένο των αστεριών,
λατρεμένο του ανέμου!
🍁
ΑΓΟΥΡΟ ΦΩΣ
Ονειρευόταν κύματα να χτυπούν
τ’ αλαφροΐσκιωτα παγκάκια παραλίας ερημικής
κι έπειτα μεγάλα πουλιά να φτερουγίζουν
πάνω απ’ το ξαπλωμένο κορμί της.
Η μισή από άχυρο και αίμα,
η άλλη μισή από πέτρα και νερό.
Έμπαινε η θάλασσα λεύτερη στους κόρφους της
κι ένα ανέγγιχτο ουράνιο τόξο ανέτειλε
καταμεσής μιας νύχτας φωτεινής.
Στο ένα της χέρι ο σφυγμός του περασμένου καλοκαιριού,
στο άλλο μια ζωγραφιά
με πανηγύρια κι οργανοπαίκτες χαμένους στη μνήμη.
Στο φουστάνι της ένα μεγάλο μπλε σημάδι από άγουρο φως,
στο στήθος της δύο αρχαίοι πολεμιστές
μονομαχούσαν οδεύοντας προς την αιωνιότητα.
Κι αυτή, μικρό κορίτσι στα όνειρά της,
μ’ ένα ηλιοτρόπιο στο χέρι να μετράει τον χρόνο.
Και πλήθος άλογα
που κινούσαν να προλάβουν τον μεγάλο ξεσηκωμό,
γιατί η ώρα για το ταξίδι στα σταροχώραφα
με τα σκιάχτρα και τους αναστατωμένους αετούς έφτασε.
Μεγάλο αδιάβατο ποτάμι
κατέβαζε πέτρες και ξύλα και μνήμες,
και σταυροί πολλοί αγαπημένων
κάτω απ’ το κόκκινο φεγγάρι.
Ανήσυχα βήματα όλο πλησίαζαν
και ράγιζαν την καρδιά των αγαλμάτων
κι έπειτα απότομες κατηφόρες
με κάρα απ’ την Πατρίδα
φορτωμένα πόνο και πρόσωπα με τη μαχαιριά της προσφυγιάς.
Τόποι άγνωστοι στην ψυχή της,
ένα θολό σουρούπωμα έκανε τα δέντρα να λυγίζουν
και μια μεγάλη σιωπή στους λόφους με τους κεκοιμημένους.
Φόρεσε κατάσαρκα τη ζωή της
και ξεκίνησε για τόπους μακρινούς
κι έτσι τη βρήκε ο χρόνος να κείτεται στον κάμπο
με τα μπλε πουλιά
και τις καμπάνες να χτυπούν όλες μεσάνυχτα.
🍁
ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΕΤΟ ΘΥΜΗΣΕΣ
Ένα μπουκέτο θύμησες θα μας ενώνουν πάντα,
χρόνια πολλά πώς πέρασαν,
χρόνια λευκά πουλιά;
Κοράλλια μύρια οι ευχές που αφήσαμε στις μέρες
κι οι όρκοι πάντα μυστικοί,
χάντρες κεχριμπαρένιες.
Άκουσε την ψυχούλα μας άνεμος καβαλάρης
και ξεπεζεύει απ’ τ’ άλογο στης χαραυγής την πόρτα.
Και ήρθε η άνοιξη ξανά κρατώντας άσπρα κρίνα
κι έδειξε δρόμους μάλαμα
κι έτρεξε στο κατόπι.
Διάφανοι γινήκαμε κάτω απ’ το φως του ήλιου,
προσκέφαλό μας ζηλευτό ο ουρανός με τ’ άστρα.
🍁
ΝΗΣΙΑ
Κοραλλένια κύματα στις αμμουδιές των νησιών,
χρυσαφένιος ο ήλιος ο αντάρτης.
Μοσχοβολούν αγιόκλημα οι Αυγερινοί,
οι βοριάδες καβαλάρηδες πίσω απ’ τα καράβια.
Πλεγμένα με όνειρα τα καραβόσχοινα,
τα ναυτόπουλα μετρούν στο κομποσκοίνι τους
κάτασπρους γλάρους.
Κατηφορίζουν οι ελιές να πιουν νερό απ’ το πέλαγος,
ο αγέρας μυρωμένος απ’ την ανάσα τους.
Αγιασμένη η θάλασσα απ’ τους βασιλικούς και τ’ άγριο θυμάρι,
ο φλοίσβος της φέρνει τις ψαλμωδίες των δελφινιών.
Καταμεσής τ’ ουρανού ο Χριστός,
κεντημένες θάλασσες και στεριές στ’ άμφιά του.
Χερουβείμ καβάλα σε ιππόκαμπους,
οι αρχάγγελοι καπετάνιοι στις πλώρες.
Σκοντάφτουν οι φτερούγες τους στους αέρηδες,
ξυπνούν αγουροξυπνημένα τα μελτέμια.
Κορίτσια κι αγόρια χορεύουν στις ακρογιαλιές,
χτυπούν τα ντέφια τους τα χελιδόνια.
Ανεμόμυλοι περπατούν στους λόφους,
σμήνη πουλιών, ακροπατώντας στον άνεμο,
γυροφέρνουν στα φτερά τους.
Καμπουριαστά τα πεύκα
πάνω απ’ τους βράχους τους αιωνόβιους,
πέφτουν οι κουκουνάρες στα πόδια τους,
στροβιλίζονται τα όνειρά τους.
Ένα δεμάτι σύννεφα στη βαρκούλα τ’ ουρανού,
τα κλήματα πίνουν το κρασί του ήλιου.
Διάφανο το φως και αγγελικό
σαλπίζει ολόλευκο στους ανέμους.
🍁
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Ψιχάλες καφετιές τα φύλλα του φθινοπώρου,
ζεστά φιλιά και χρώματα δειλινά.
Κρυμμένοι αστερίες στους κόρφους τ' ουρανού,
απογεύματα αποδημητικά
και μια απρόσμενη συνάντηση με τα χελιδόνια.
Χρυσάνθεμα λευκά στις κάμαρες με τα ρολόγια
να δείχνουν πάντα τα περασμένα,
χάρτινες βαρκούλες αποχαιρετούν τις κοπέλες
με το φθινόπωρο στα μάτια.
Στο σταυροδρόμι με τα ξωκλήσια
καμπάνες κόκκινες χτυπούν τους εσπερινούς,
προσκυνητές οι πελαργοί
που θα ξεκινήσουν σε λίγο για το μεγάλο ταξίδι.
Κομποσχοίνια πλεγμένα με τις κοτσίδες της ιτιάς
στην όχθη της ακροποταμιάς,
μουσικές ακούγονται απ’ τον θίασο των δέντρων
που ξεκίνησαν τη νύχτα
να συναντήσουν τις ψυχές των περασμένων φθινόπωρων.
Πέρα μακριά ένας άγγελος μαζεύει τα φορέματα των πεύκων
που παρέσυραν οι άνεμοι,
ένα μικρό καράβι ταξιδεύει στην αλάνα
με τους βώλους των παιδιών.
Τα πέδιλα των ημερών σκεπασμένα από χρυσοπράσινα φύλλα,
ξυπόλυτες οι ώρες στο δρομάκι με τις μαργαρίτες.
Προσεκτικά τα βήματα της ανεμώνας
στο λιβάδι με τα παραμύθια,
ένα μανουάλι με αστέρια κάτω από τα μεγάλα πλατάνια.
Γερμένοι πάνω απ’ τα όνειρα πύργοι με φεγγάρια στις επάλξεις,
κίτρινο και μωβ το φόρεμα της νύχτας.
Αρώματα πολλά απ’ τη ραγισμένη μνήμη των λουλουδιών,
οι γειτονιές γεμάτες δειλινά και μια γνώση αγίνωτη.
Αντιμέτωπες με τον καιρό οι πεταλούδες
στην κοιλάδα με τις σκιές των ονείρων,
τ’ άλογα με τ’ αμυγδαλωτά μάτια
ψυχανεμίζονται ανήσυχα τις μοίρες.
Μαυροπούλια ανεβασμένα στα κατάρτια των κυπαρισσιών,
τα κυπαρισσόμηλα δεμένα στις ουρές των χαρταετών.
Το ασημένιο κουτί με τα μυστικά
στις κουπαστές με τα ονειροπαρμένα ναυτόπουλα,
γυρνούν οι ανεμοδείκτες στις σιωπηλές κάμαρες
πάνω απ’ το πρόσωπο του κοιμισμένου φθινόπωρου.
🍁
ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ ΤΑ ΟΡΗ
Στη μνήμη του παππού μου, Βασίλη Παγωνίδη,
που τον σκότωσαν οι Βούλγαροι στον Καλό Αγρό της Δράμας
τον Σεπτέμβρη του 1941 (σφαγή της Δράμας).
Προς τι ν’ ατενίσουμε της δόξας τα όρη;
Κλαυθμοί των ονείρων
στερέωσαν τους ανδριάντες των ηρώων.
Κυκλώνουν τη λάμψη τους
Άρπυιες ξυλοπόδαρες
και άφαντοι γίνονται
στα βάθη των αιώνων.
Στρατιές αδικαίωτες
στης θλίψης το κάτεργο
με μάτια πελώρια
στης μνήμης τα βότσαλα,
στης λήθης το ανέσπερο,
με δάκρυα πέτρινα,
με χέρια από μάρμαρο
κρατούνε τα όπλα τους
σε όρη πολύπαθα,
σε ηρώα ξεχασμένα
και πλάι στην καρδιά τους
θρηνεί ο Θεός.
---------------------------------------------------------------------------
Στην ελληνική μυθολογία οι Άρπυιες ήταν θηλυκά τέρατα, προσωποποιήσεις του θυελλώδους ανέμου που άρπαζαν τα παιδιά και τις ψυχές των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτό τις απεικόνιζαν επάνω στους τάφους να κρατούν στα νύχια τους την ψυχή του νεκρού.
🍁
ΠΡΟΤΟΜΕΣ
Χρόνος διάφανος κι αγίνωτα φεγγάρια
φώτισαν φωτογραφίες
που τους έδειχναν προτομές ασάλευτες.
Μια μελωδία μαρτυρούσε
απολιθωμένα πουλιά στο στέρνο τους,
κι ένα παράσημο στο μέρος της καρδιάς
έσταζε αίμα μαύρο και ωκεανό.
Ξαφνικά ακούστηκαν χειροκροτήματα
από εποχές γεμάτες λάβαρα και σημαίες
και μια βροχή καταρρακτώδης
έδειχνε καθαρά το σχήμα τους
κάτω από υγρούς τάφους.
Κι αυτοί παρήλαυναν μπρος από μνημεία στεφανωμένα
και σωρός από σκελετωμένα κορμιά
φιλιόντουσαν παράφορα
απέναντι από ανθρώπους με μαύρες κουκούλες.
Ανταριασμένα κύματα τους πλεύρισαν,
τραγούδι θλιμμένο ακούστηκε
απ’ τους βράχους με τη βραχνή μιλιά,
ταράχτηκε η καρδιά
των κοιμισμένων δίπλα τους συμπολεμιστών.
Το τελευταίο πλοίο της γραμμής
έφυγε μέσα στην ομίχλη
να τους παραδώσει γράμματα πικρά
στην παγερή λησμονιά.
🍁
ΜΩΒ ΑΝΕΜΩΝΕΣ
Άδειασε η μέρα το δάκρυ της
στο ποτήρι με τις μωβ ανεμώνες,
κρύος άνεμος έγειρε στους ώμους της μοναξιάς.
Χρόνοι δίσεκτοι τυλίχτηκαν στους κισσούς
με τ’ αφρούρητα μυστικά,
άμμο θολή ξέβρασε το κύμα.
Αθώα σκιάχτρα μάς κοιτάζουν θλιμμένα,
χρόνος ψεύτικος περνά απ’ τον κάμπο
με τις αρχαίες σιωπές.
Πλάι στην ακροποταμιά τα φορέματά μας
στεγνώνουν από τη βροχή
που χρόνια σταλάζει μέσα μας,
απλώνουν ρίζες οι ώρες
στο έρημο πια σπίτι που γεννηθήκαμε.
Άσαρκες σκιές
κρατιόμαστε από κάτι ανέμους ξέθωρους.
Ένα κουρδιστό ρολόι μάς εκτροχιάζει.
Και ο καιρός πάντα ενάντιος.
Πάντα ενάντιος.
🍁
ΠΟΛΕΙΣ ΑΠΡΟΣΩΠΕΣ
Πόλεις μες στη σιωπή και τον αγέρα,
σύρματα σκουριασμένα, σπασμένα γυαλιά
κι ανάμεσά τους φωνές από ξεχασμένες φωτογραφίες,
ξύλινοι σταυροί στην παγωνιά.
Κατάδικοι καιροί σέρνουν τις αλυσίδες τους
στο σπίτι με τους μεγάλους ανεμόμυλους,
ένα αργόσυρτο μουρμουρητό κατεβαίνει με τις σκιές,
κάρτες γεμάτες πόνο σταλμένες από χώρες μακρινές.
Κι εμείς σώματα ξεθωριασμένα,
τριγυρίζουμε στον χρόνο που μας τυραννά,
ένα τρένο πάντα μας παίρνει μακριά,
αγάλματα δακρυσμένα, σπασμένα στην αγκαλιά μας.
Τόση βροχή πού χώρεσε μέσα μας;
Μεγάλα πουλιά στα όνειρά μας
και φόβοι αρχαίοι στον κήπο με τις μαργαρίτες.
Και η βουβή Μάρω της διπλανής κάμαρης
να κάνει νοήματα στους ανέμους,
ν’ ανεμίζουν τα κουρτινάκια του δωματίου
όπου κείτεται άφθαρτο το σώμα της,
να τρίζει το πάτωμα απ’ τις πατημασιές της,
να ξυπνά τρομαγμένος ο πατέρας της:
«πότε έμεινε το κοριτσάκι του μόνο μέσα στη σιωπή;»
Και το σπίτι της πνιγμένο στα λουλούδια και την ερημιά
και να κουτσαίνει μεθυσμένος ο μπόγιας της γειτονιάς
φωνάζοντας ξανά και ξανά ονόματα και πάλι ονόματα
να τ’ ανεβάσει στην κλούβα με τ’ αδέσποτα του δρόμου.
🍁
ΑΣΥΣΤΟΛΗ ΝΥΧΤΑ
Λόγια πικρά ακούγονται απ’ τη σιωπή των αιώνων,
ασύστολη νύχτα τυλίγει τα όνειρά μας,
ψεύδη και πόνος τα ιμάτιά μας.
Λίγη τύχη να ’χαν ακόμη οι Καρυάτιδες
και δε θα μαρμάρωναν στου χρόνου την κόψη.
Και τα θαύματα θα ζωντάνευαν τις βαλσαμωμένες πόλεις
και μια τελευταία χάρη μόνο
θα μας χρωστούσαν οι δήμιες μέρες
πριν μπούμε στο τραμ
πλάι στους ανθρώπους
με το μεγάλο πένθος στην καρδιά.
🍁
ΒΟΡΙΑΔΕΣ ΚΡΥΟΙ
Βοριάδες κρύοι μέσα μας
κι ο καιρός γεμάτος σκιές και λησμονιά.
Φαγωμένα απ’ τη βροχή τα πρόσωπά μας,
ο ουρανός ρυτίδα βαθιά.
Μέσα στα καλοκαίρια στήσαμε τους χειμώνες μας,
η θάλασσα πλημμύρισε τις άδειες κάμαρές μας.
Σε βράχους σκληρούς ξοδέψαμε τη ζωή μας,
γέμισαν τα λόγια μας άνεμο και κύμα αγριεμένο.
Τα σώματά μας χαλκός και σίδερο,
αίμα κι άγρια πουλιά.
Ο Δον Κιχώτης μας φτωχός στην ερημιά.
🍁
ΕΞΟΡΙΣΤΗ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Κορίτσια ράβουν το νυφικό της λήθης,
κρύο αγιάζι στην εξόριστη αιωνιότητα.
Οι κεραυνοί δεν πέφτουν πια
στο κατώφλι της θάλασσας,
ξέπνοος ο Δίας
στα χωράφια με την άγρια μέντα.
Η αλήθεια σπασμένη σιωπή,
γυμνές οι ψυχές στον καιρό.
Σταματημένοι οι άνεμοι
και πετρωμένα τα καράβια,
μάταιες θυσίες οι Ιφιγένειες.
Γέρασε ο ηνίοχος του Έκτορα
να τον περιμένει έξω από τα κάστρα,
στενάζει χαμένη η Τροία.
Το χώμα ζυμωμένο με αίμα και ζεστή σάρκα,
κωπηλατούν στον Αχέροντα
άγγελοι μ’ ακάνθινο στεφάνι στα μαλλιά.
Καγχάζει ο Άδης αφιλόξενος,
ο γάμος του με την Περσεφόνη ανίερος
στα σκοτεινά νερά.
Η Ιωάννα Μ. Αθανασιάδου, είναι φιλόλογος και γεννήθηκε στη Δράμα όπου και κατοικεί. Έχει εκδώσει 5 ποιητικές συλλογές. Ποιήματά της έχουν βραβευθεί σε ποιητικούς διαγωνισμούς και μεταφραστεί στα Iταλικά, ενώ ποιήματα και κριτικογραφίες της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικές σελίδες και περιοδικά.