Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και τα χρόνια του εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία και τη Σοβιετική Ένωση. Από τη Ρουμανία πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας δημοσιεύοντας κείμενα στα ελληνικά και τα ρώσικα, μπήκε στον κύκλο των ελλήνων λογοτεχνών που ζούσαν στην ίδια χώρα (Τάκης Αδάμος, Κώστας Μπέσης, Έλλη Αλεξίου, Απόστολος Σπήλιος κ.α.) και έγινε γνωστός και στον ελλαδικό χώρο. Το 1959 η Έλλη Αλεξίου συμπεριέλαβε το διήγημα του Αλεξανδρόπουλου "Η νύχτα των Θεοφανίων" στην ανθολογία πεζογραφίας της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης, που επιμελήθηκε με ανάθεση της Ακαδημίας του Βερολίνου. Στη Σοβιετική Ένωση ο Αλεξανδρόπουλος σπούδασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μόσχας και στράφηκε με ενδιαφέρον στη συντήρηση αγιογραφιών και στη μελέτη της ρωσικής λογοτεχνίας και λαϊκής παράδοσης. Εκεί παντρεύτηκε τη μελετήτρια της ελληνικής λογοτεχνίας Σόνια Ιλίνσκαγια. Μαζί της γύρισε στην Ελλάδα το 1975 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό αντιστασιακού διηγήματος της "Επιθεώρησης Τέχνης" (1963 για τους "Κορυσχάδες"), με τα διεθνή λογοτεχνικά βραβεία Τολστόι (1978) και Γκόρκι (1979), για τις μελέτες και μεταφράσεις του από τη ρωσική λογοτεχνία, με το πρώτο βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας (1981, για "Το ψωμί και το βιβλίο: ο Γκόρκι"), το βραβείο Τουμανιάν (1985 για το "Οι Αρμένηδες: ταξίδι στη χώρα τους και την ιστορία τους"), το μετάλλιο Πούσκιν (2007) και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του (2001). Πέθανε στην Αθήνα τη Δευτέρα 19 Μαΐου 2008, μετά από μάχη με τον καρκίνο.
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος τοποθετείται στους έλληνες συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου. Η γραφή του κινείται στα πλαίσια του ποιητικού ρεαλισμού με στοιχεία πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού και επιρροές από τη ρωσική λογοτεχνία του δεύτερου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα και από ευρωπαίους συγγραφείς του μεσοπολέμου όπως ο Φραντς Κάφκα και ο Τζέημς Τζόυς. Σημαντικό μέρος του έργου του αποτελούν επίσης οι λογοτεχνικές μεταφράσεις και οι βιογραφίες του για ρώσους συγγραφείς όπως οι Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Άντον Τσέχωφ, Μαξίμ Γκόρκι, Νικολάι Γκόγκολ, Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Όσιπ Μάντελσταμ, κ.ά. Με αφορμή τον θάνατό του, η Εταιρεία Συγγραφέων εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία αναφέρεται στον "ακαταπόνητο άνθρωπο των γραμμάτων, που εισέφερε σημαντικά σε όλα τα επιμέρους είδη της πεζογραφίας με διηγήματα, μυθιστορήματα, βιογραφίες, και για μισό περίπου αιώνα αποτέλεσε έναν μοναδικό κόμβο μεταξύ της σύγχρονης ελληνικής και της ρωσικής λογοτεχνίας...". (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
Οπως ήταν καθισμένος πίσω του, έβλεπε ότι αυτός φορούσε καλή ρεπούμπλικα κι οι πλάτες του ήταν γερές, καλοταϊσμένες. Μα και το κουστούμι καινούργιο φαινόταν.Ευκατάστατος άνθρωπος, σκέφτηκε. Ως τα τότε δεν τον είχε προσέξει. Τον πήρε ξαφνικά το βλέμμα του σα να φύτρωσε εκείνη τη στιγμή στο μπροστινό κάθισμα. Κάτι περίεργα αισθήματα του έφερνε η γερή κοψιά αυτού του ανθρώπου - κακά αισθήματα και απορούσε κι ο ίδιος. Του έφταιξε αυτός σε τίποτα; Σε τίποτα δεν του είχε φταίξει, ούτε τον γνώριζε, ούτε τον είδε άλλη φορά. Εστεκαν εδώ και λίγα λεπτά στο πεζοδρόμιο και περίμεναν το τραμ. Αλλά ούτε είχε προσέξει ότι στέκει κι αυτός και περιμένει. Κατόπι ανέβηκαν στο τραμ. Ούτε τότε σημείωσε την παρουσία του. Οταν έφτασε το τραμ πέρασε από πάνω και το σύννεφο κι άρχισε η βροχή. Χοντρές - χοντρές σταλαματιές, ένα κορόμηλο η κάθε μια. Πέφτουν κάτω στην άσφαλτο κι από την άσφαλτο ανεβαίνει η σκόνη κι η μυρουδιά της. Μια στυφή, ζεστούτσικη μυρουδιά μέσα από τις χοντρές σταγόνες - έτσι μυρίζει εδώ στην πόλη το φθινόπωρο. Ο δρόμος σκοτείνιασε αμέσως. Από τη μεριά της πλατείας κατέβηκε ένας αέρας, η βροχή δυνάμωσε. Εφτασε ευτυχώς το τραμ. Κάτι σταγόνες τον είχαν πάρει, μούσκεψαν αμέσως το καψοπουκάμισο και τώρα κατέβαιναν κρύες στη ραχοκοκαλιά. Αυτό το σύννεφο, ο δρόμος που σκοτείνιασε, ο ξαφνικός αέρας, το ψυχρό νερό που μούσκευε ως κάτω την πλάτη - όλα του προμηνούσαν αυτά που προμηνάν στους φτωχούς τα πρωτοβρόχια. Δεν τον πρόσεξε λοιπόν, γιατί σκεφτόταν αυτά τα πράγματα. Πρέπει δίχως άλλο να φροντίσει να βρει ένα καλύτερο μέρος, τέτοιος καλός τεχνίτης που είναι κι αυτός, ν' αυξηθεί λίγο ο μισθός. Αλλιώτικα, πώς να βγει πέρα! Αν μείνει εκεί όπου είναι, ελπίδα δεν υπάρχει για μια καλυτέρεψη - αυτό είναι τελειωμένο ζήτημα. Τα έχουν πει με το αφεντικό αρκετές φορές, εκείνος βάζει κάτω τα χαρτιά κι αρχίζει - μπορεί ο άνθρωπος να 'χει και δίκιο. Τόση η αξία των εργαλείων, τόσα τα υπόλοιπα έξοδα: σαπούνια, πλυσίματα, ο φωτισμός, το νοίκι, κολόνιες... Επειτα, τόσα παίρνεις εσύ, να τι μένουν και σε μένα. Αυτός του λέει ότι δε βγαίνει όμως πέρα με ό,τι του δίνει, πρέπει να σκεφτούν και τα παιδιά του. «Εμ και τα δικά μου», λέει ο άλλος, «να μην τα σκεφτώ κι εγώ; Πώς το θέλεις;». Οταν φτάνουν σ' αυτά δε λένε πια τίποτ' άλλο. Μπα, πρέπει να κοιτάξει να οικονομηθεί αλλιώς, να βρει κάνα μαγαζάκι, γιατί είναι πολύ άσχημα έτσι... Σκέφτεται τη μεγάλη κόρη που δεν έχει τώρα παπουτσάκια, τη γυναίκα με το μωρό που έχει ανάγκη από καλή τροφή, από ζεστά ρουχαλάκια. Αυτό χρειάζεται και χυμούς φρούτων, του λένε, να μην πάθει ραχίτιδα. Σκέφτεται και τη δική του κατάσταση, ότι δεν έχει κι αυτός παλτό - όλ' αυτά σκέφτεται κι εκεί απάνω κάνει μια έτσι και τόνε πρόσεξε. Ο σβέρκος του ήταν που έκανε και τον πρόσεξε. Οι άνθρωποι του σιναφιού έχουν ιδιαίτερα πάρε δώσε με το μέρος αυτό. Ο σβέρκος είναι γι' αυτούς ό,τι περίπου το πρόσωπο. Οταν μιλάν με τον πελάτη, τις περισσότερες φορές κοιτάν εκεί. Μια ματιά άμα ρίξουν, ξέρουν κατόπιν τι είναι περίπου ο πελάτης που κάθισε στο κάθισμα. ... Αυτός που κάθεται τώρα στο μπροστινό κάθισμα είναι, λοιπόν, χορτάτος άνθρωπος. Ευκατάστατος, που φορά και καλό κουστούμι και θα 'χει και παλτό στο σπίτι. Σιγουρεμένος νοικοκύρης. Πάει τώρα στο σπίτι και θα κρατάει κανένα πλεμάτι φουσκωτό. Με κρέας μέσα, πατάτες, το ρυζάκι, τα φρούτα, τα καινούργια παπούτσια για τη μεγάλη κόρη, τους χυμούς για το άλλο... «Και πώς τα κρατάει όλα;» θα πεις. Τα κρατάει, πού έχει το θηρίο ανάγκη! Οι ξένες πλάτες χοροπηδάν. Εκεί πάνω τον έχουν πάρει μερικές σταγόνες, αλλά το γερό ύφασμα ούτε υποψιάζεται τίποτα. Στέκουν οι σταγόνες εκεί ολοστρόγγυλες σα να πάγωσαν, δεν μπορούν να περάσουν κάτω. Κοιτάζει και τη ρεπούμπλικα, που την πήρε κι αυτή λίγο η βροχή, το καινούργιο κουστούμι αυτού του ευτυχισμένου ανθρώπου, που δε σκέφτεται το χειμώνα που έρχεται, τα κοιτάζει αυτά και καταλαβαίνει ότι σιγά - σιγά κάτι κινιέται μέσα του και γίνεται ο νους του σκοτεινός, όπως ο δρόμος κάτω από το σύννεφο. Τότε γύρισε ο άνθρωπος και τον ρώτησε ευγενικότατα: «Είναι, κύριε, μακριά η οδός Ολυμπίων από τη στάση;». Του απάντησε θυμωμένος όπως ήταν: «Δεν την ξέρω!» και κοίταξε αλλού. Ενώ την ξέρει βέβαια. Εκεί ζει κι αυτός, στην οδό Ολυμπίων. Η γυναίκα που καθόταν δίπλα γύρισε αμέσως και τον πληροφόρησε πού πέφτει η οδός Ολυμπίων. Θα πάτε εκεί, εξηγούσε, θα κάνετε έτσι, θα κάνετε αλλιώς - όλες τις λεπτομέρειες. «Ορίστε τώρα κι αυτή!» μια αντιπάθεια αισθάνθηκε και για την καλή γυναίκα. Εφτασε το τραμ στη στάση, κατέβηκαν. Εβρεχε ακόμη, δεν είχε περάσει το σύννεφο. Ετρεξαν να τρυπώσουν στο καφενείο. Μπροστά πάει πάλι αυτός. Τακ - τουκ! τα στέρεα τακούνια στην άσφαλτο. Κοίταξε να δει: είχε πλεμάτι; Δεν είχε. Στην είσοδο του καφενείου ήταν κι άλλοι. Στριμώχτηκαν γερά. ... Στέκουν και περιμένουν πότε θα περάσει η βροχή. Επιμένει όμως να βρέχει, το ρίχνει με το κανάτι, όπως γίνεται συχνά εδώ κάτω με τα πρωτοβρόχια. Κάποιον έχουν στριμώξει οι άλλοι στον τοίχο και πάει ο άνθρωπος να σκάσει. Είναι ένας με κόκκινη φαλάκρα και στριφογυρίζει να λασκάρει. Πλάι σε κείνον έχει σταθεί κι ο άλλος από το τραμ. Κι αυτόν, καθώς γύρισε να λευτερωθεί, τον πάτησε φαίνεται ο φαλακρός και τώρα του ζητάει συγνώμη. «Τι;» είπε αυτός. «Το πόδι σας!». «Α!... Τίποτα, τίποτα... Δεν το νιώθω!». «Πώς;». «Δεν το νιώθω!» του λέει πάλι. «Ω... Συγνώμη!...». Ο φαλακρός παραμέρισε. Παραμέρισαν και οι άλλοι. Μερικοί για να μην τον στενοχωρούν. Μερικοί από περιέργεια. «Μα καθόλου;» ρώτησε δειλά κάποιος. «Να!». Εσκυψε λίγο και χτύπησε με το δάχτυλο κάτω από το γόνατο. «Ντουκ! Ντουκ!». «Δε διακρίνεται όμως διόλου!» είπε μια γυναίκα. Αυτό του έκανε κάποια ευχαρίστηση: «Είκοσι χρόνια το κουβαλάω», είπε. «Οσο να 'ναι συνηθίζεις». «Στον πόλεμο;» ρώτησε κάποιος. «Το χίλια εννιακόσια σαράντα τρία!» του απάντησε. «Στ' ανταρτικά της Ρούμελης!». Οσοι ήταν κοντά στην πόρτα άρχισαν να βγαίνουν. «Σταμάτησε;» ρωτούσαν από το βάθος. «Μάλλον». «Ε, τι θα 'κανε; Σύννεφο ήταν και πέρασε...». Αυτός φρόντισε και βγήκαν μαζί. «Από 'δω», του είπε, «θα πάτε για την οδό Ολυμπίων». «Σας ευχαριστώ!». «Μαζί θα πάμε». Και πήγαιναν πλάι - πλάι. Τώρα το άκουγε καλά που χτύπαγε τη φρεσκοπλυμένη άσφαλτο: «γκουπ - γκουπ!». «Εφτασε το φθινόπωρο!» είπε ο κουρέας. «Ο καιρός του είναι». «Καθόλου δε μ' αρέσουν οι βροχές». «Εσείς εδώ κάτω δεν υποφέρετε και τόσο από δαύτες. Οσο και να βρέξει, το μετανογάει. Εμάς να ρωτάτε τι τραβάμε, οι ορεινοί». «Α, καταλαβαίνω. Εκεί θα 'χετε βροχές...». «Πολλές βροχές». Οταν γίνεται η κουβέντα δεν ακούγεται και πολύ αυτό το χτύπημα. «Και τώρα με τίποτα δουλειές θα 'χετε έρθει εσείς στην Αθήνα». «Μπα τι δουλειές; Στους γιατρούς τρέχω». «Με το τραύμα τίποτα;». «Μ' αυτό». «Και τι παρουσιάζει τώρα το τραύμα;». «Εχει συρίγγιο». «Α...». «Και τρέχω στους γιατρούς. Μου έχουν τώρα συστήσει έναν εδώ στην Αθήνα κι αυτός μένει στην οδό αυτή. Λένε ότι είναι καλός γιατρός. Ευθυμίου τόνε λένε». «Τον έχω ακουστά». «Είναι καλός γιατρός;». «Ετσι λένε». Προσπέρασαν το δικό του σπίτι αλλά δεν τον αποχαιρέτησε. Τον πήγε ως του γιατρού. «Αυτό είναι!». «Ευχαριστώ». Ετρεξε στην πόρτα και διάβασε την πινακίδα του γιατρού. Χτύπησε και το κουδούνι. «Εδώ, εδώ είναι». «Σας ευχαριστώ πολύ!». Του έδωσε το χέρι. «Σας εύχομαι περαστικά... Είναι καλός γιατρός αυτός». «Ετσι μου είπαν». «Ναι! Ναι!» Και δεν έφυγε. Περίμενε όσο να του ανοίξουν. Τότε αποχαιρετίστηκαν άλλη μια φορά: «Αντίο, αγαπητέ μου!». «Περαστικά...».
Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αναφέρεται σε σφαγές και εκτοπισμούς εναντίον Ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή τουΠόντου που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων κατά την περίοδο 1914-1923.Εκτιμάται ότι στοίχισε τη ζωή περίπου 213.000-368.000 Ελλήνων. Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο (στην ΕΣΣΔ) και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, στην Ελλάδα. Τα γεγονότα αυτά αναγνωρίζονται επισήμως ως γενοκτονία από το Ελληνικό Κράτος και την Αυστραλία αλλά και από διεθνείς οργανισμούς όπως η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών.
Θεωρείται μια από τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες. Η γενοκτονία ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα, το οποίο η κυβέρνηση των Νεότουρκων έφερε σε πέρας με συστηματικότητα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ήταν ο ξεριζωμός, η εξάντληση στις κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, και τα στρατόπεδα θανάτου στην έρημο.
Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών βρίθουν μαρτυριών για το ειδεχθές έγκλημα, που διαπράχθηκε εναντίον του Ελληνικού λαού. Η Γενοκτονία των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε παράλληλα με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλ. των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994, και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».
Για το ελληνικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία και Ανατολική Θράκη από την Άνοιξη του 1914 μέχρι το1923, ο Αριστοκλής Ι. Αιγίδης στο σημαντικότατο βιβλίο που έγραψε για το προσφυγικό ζήτημα "Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγας" (Αθήνα 1934) τονίζει ότι «1.200.000 ψυχές αποτελούν τον τραγικόν εις ανθρώπινας απώλειας απολογισμόν του αγώνος». Ο Θεοφάνης Μαλκίδης, διδάκτωρ Κοινωνικών Επιστημών και διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, τονίζει ότι «μιλάμε για πάνω από 800.000 Έλληνες».
Στις 20 Μαρτίου 1922, ο Άγγλος διπλωμάτης Ρέντελ συνέταξε ένα μνημόνιο για τις τουρκικές ωμότητες σε βάρος των χριστιανών από το 1919 κι έπειτα. Στο προοίμιο αυτού του μνημονίου διαβάζουμε:
«Η επίτευξη της ανακωχής με την Τουρκία, στις 30 Οκτωβρίου 1918, φάνηκε να επέφερε μια προσωρινή παύση των διωγμών των μειονοτήτων εκ μέρους των Τούρκων, που διαπράχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στην επιδίωξη αυτών των διωγμών, είναι γενικώς αποδεκτό ... ότι πάνω από 500.000 ‘Έλληνες εξορίστηκαν, εκ των οποίων συγκριτικώς ελάχιστοι επέζησαν...»
Πριν από τον όρο "Γενοκτονία" υπήρχε ο όρος "Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας". Πρόβλημα στη δίκη των γενοκτόνων μπορεί να υπάρξει με το νομικό όρο "nullum crimen nulla poena sine lege", δηλαδή δίχως προϊσχύοντα νόμο δεν υπάρχει έγκλημα ούτε ποινή. Ο όρος της Γενοκτονίας δεν υπήρχε την εποχή εκείνη, έτσι η τιμωρία και καταδίκη εκείνων τίθεται υπό ερωτηματικό. Το ποινικό Δίκαιο, για να εξασφαλίσει τη δίκαιη μεταχείριση των κατηγορουμένων δεν μπορεί να δράσει αναδρομικά. Από την άλλη άποψη όμως σε όλα τα νομικά πλαίσια υπήρχε η τιμωρία της δολοφονίας.
Στις 24 Φεβρουαρίου1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα. Επίσης, στο 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη «της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος».
Στο Δεκέμβριο 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την γενοκτονία των Ασσυρίων, και εξέδωσε το εξής ψήφισμα:
«ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται παγκοίνως ως το έσχατο στάδιο γενοκτονίας, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας, και ευαπόδεικτα προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες,
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Οθωμανική γενοκτονία εναντίον των μειονοτικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζεται συνήθως ως γενοκτονία εναντίον μόνο των Αρμενίων, με λίγη αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών, εναντίον άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης των Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των έτων 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των Έλλήνων της Ανατολίας.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ η Ένωση να ζητήσει από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες εναντίον αυτών των πληθυσμών, να ζητήσει επίσημα συγγνώμη, και να λάβει τα κατάλληλα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση (μη επανάληψη).»
Οι τουρκικές κυβερνήσεις αρνούνται πως υπήρξε γενοκτονία και τοποθετούν επισήμως το θάνατο των Ελλήνων στα πλαίσια των ευρύτερων απωλειών του πολέμου, του λιμού ή άλλων κοινωνικών αναταράξεων
Κάθε μέρα που ζεις νικάς το θάνατο μα ο θάνατος δεν νικιέται. Κάθε μέρα που ζεις νικάς τη φθορά μα στο τέλος όλα φθείρονται. Σ΄αυτή τη γη σ΄αυτή τη ζήση είμαστε όλοι περαστικοί αν το καταλάβουμε θα ζήσουμε διαφορετικά πιο ουσιαστικά πιο γεμάτα. Τίποτα δεν εξαφανίζεται τίποτα δεν μένει αυτή είναι η αλήθεια που διέπει τη ζωή μας.
Ο Γκούσταβ Μάλερ (Gustav Mahler, 7 Ιουλίου 1860 - 18 Μαΐου 1911) ήταν Αυστριακός συνθέτης της ύστερης ρομαντικής μουσικής και ένας από τους κορυφαίους διευθυντές ορχήστρας της γενιάς του. Συνέθεσε κυρίως συμφωνίες και μελοποίησε τραγούδια.
Έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ύστερο - ρομαντικούς συνθέτες, αν και η μουσική του δεν έγινε ποτέ πλήρως αποδεκτή από το μουσικό καθεστώς της Βιέννης κατά τη διάρκεια της ζωής του. Τα έργα του χαρακτηρίστηκαν αρχικά ως «εκκεντρικά», ενώ κατά άλλους εξέφραζαν το γερμανικό μοντερνισμό, ωστόσο μόνο κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του γνώρισαν ευρύτερη απήχηση. Ο Μάλερ συνέθεσε κατά κύριο λόγο συμφωνίες και λήντερ (Lieder=τραγούδια), ωστόσο η προσέγγισή του στο τελευταίο αυτό είδος κατέστησε συχνά δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ των ορχηστρικών ειδών του Ληντ, της συμφωνίας και του συμφωνικού ποιήματος.
Παιδικά και νεανικά χρόνια
Ο Μάλερ υπήρξε γόνος γερμανόφωνης οικογένειας Εβραίων Εσκενάζι, στην πόλη Καλίστχ της Βοημίας, τότε επαρχίας της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, και νυν περιοχή της Τσεχίας. Ήταν το δεύτερο από δώδεκα παιδιά, από τα οποία μόνο τα έξι επέζησαν. Οι γονείς του Μάλερ μετακόμισαν από νωρίς στην Γίχλαβα της Μοραβίας, περιοχής η οποία επίσης ανήκει στην σημερινή Δημοκρατία της Τσεχίας. Εκεί ο Μάλερ πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Οι γονείς του, έχοντας παρατηρήσει το ταλέντο του παιδιού τους από νεαρή ηλικία, φρόντισαν ώστε να ξεκινήσει μαθήματα πιάνου από έξι ετών.
Το 1875, ο Μάλερ, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, έγινε δεκτός στο Ωδείο της Βιέννης, όπου σπούδασε πιάνο με διδάσκαλο τον Γιούλιους Έπσταϊν, Αρμονία με τον Ρόμπερτ Φουκς, και Σύνθεση με τον Φραντς Κρενν. Τρία χρόνια αργότερα, ο Μάλερ εισήχθη στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου δίδασκε ο Άντον Μπρούκνερ. Εκεί ο Μάλερ σπούδασε Ιστορία, Φιλοσοφία καθώς και Μουσική. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του εργάστηκε ως δάσκαλος, κι έκανε την πρώτη του σημαντική απόπειρα σύνθεσης με την καντάτα Το τραγούδι του παραπόνου (Das Klagende Lied). Με το έργο αυτό συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό, στου οποίου την επιτροπή ήταν επικεφαλής ο Γιοχάνες Μπραμς. Ωστόσο, δεν κατάφερε να κερδίσει κάποιο βραβείο.
Ο Γκούσταβ Μάλερ σε ηλικία έξι ετών
Άνοδος της φήμης του
Στα 1880, ο Μάλερ ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως διευθυντής ορχήστρας, εργαζόμενος στο θερινό Θέατρο Μπαντ Χαλ. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο μουσικός εργάστηκε σε ολοένα και σημαντικότερες Όπερες της Ευρώπης, όπως στην Όπερα της Λιουμπλιάνα το 1881, του Όλομουκ το 1882, της Βιέννης και του Κάσελ το 1883, της Πράγας το 1885, της Λειψίας το 1886 και της Βουδαπέστης το 1888. Το 1887, ανέλαβε επίσης να διευθύνει το έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ, Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν (Der Ring Des Nibelungen), αντικαθιστώντας τον ασθενή αρχιμουσικό Άρτουρ Νίκις και εγκαθιδρύοντας έτσι την φήμη του μεταξύ τόσο των κριτικών όσο και του κοινού. Στην συνέχεια παρουσίασε μια εκδοχή ερμηνείας της ημιτελούς όπερας του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ, Οι Τρεις Πίντες (Die drei Pintos). Η επιτυχία αυτού του έργου τού απέφερε οικονομικές απολαβές και συνέβαλε στην άνοδο της φήμης του. Ο Μπραμς εντυπωσιάστηκε επίσης από την διεύθυνσή του στο Ντον Τζιοβάννι του Μότσαρτ. Η πρώτη μακρόχρονη εργασία του Μάλερ ήταν στην Όπερα του Αμβούργου το 1891, όπου παρέμεινε έως το 1897. Το 1895, κι ενώ ο Μάλερ βρισκόταν στο Αμβούργο, ο νεότερος αδελφός του Όθων, επίσης συνθέτης, αυτοκτόνησε σε ηλικία 21 ετών. Κατά την περίοδο 1893 έως και 1896, ο Μάλερ παραθέριζε στην περιοχή Στάινμπαχ της Βόρειας Αυστρίας, όπου αναθεώρησε την Συμφωνία Νο. 1 (που είχε πρωτοακουστεί το 1899), συνέθεσε την Συμφωνία Νο. 2, σχεδίασε την Συμφωνία Νο. 3 και έγραψε τα περισσότερα τραγούδια του από τον Κύκλο Τραγουδιών Το παιδί με το Μαγικό Κόρνο (Des Knaben Wunderhorn), βασισμένο στον περίφημο ομώνυμο κύκλο παραδοσιακών ποιημάτων.
Το 1897, ο Μάλερ σε ηλικία τριάντα επτά ετών, δέχθηκε τη θέση του αρχιμουσικού στην Όπερα της Βιέννης. Η θέση αυτή είχε το μεγαλύτερο κύρος σε ολόκληρη την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, καθώς το συγκεκριμένο αξίωμα θεωρείτο "αυτοκρατορικό" και τελούσε υπό την προστασία του Αυστροουγγρικού νόμου, κατά συνέπεια δεν προσφερόταν σε Εβραίους. Ο Μάλερ, ο οποίος δεν υπήρξε ποτέ του ένθερμος Εβραίος, είχε εγκαίρως μεταστραφεί στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Ως παιδί, είχε συμμετάσχει στην χορωδία της Καθολικής ενορίας του, όπου είχε λάβει και τα πρώτα μαθήματα πιάνου από τον χορωδιάρχη. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο Μάλερ ένιωθε μια αυξανόμενη έλξη προς τον Καθολικισμό. Οι επιρροές αυτές είναι ιδιαίτερα αισθητές σε κάποια έργα του, όπως για παράδειγμα στον ύμνο της Συμφωνίας Νο. 8, "Veni Creator Spiritus". Παρ' όλα αυτά, στην τρίτη πράξη της Συμφωνίας Νο. 1, μπορεί κανείς να βρει αρκετά εβραϊκά στοιχεία. Στα 1899 και 1910, διηύθυνε την αναθεωρημένη εκδοχή των Συμφωνιών Νο. 2 και Νο. 4 του Ρόμπερτ Σούμαν.
Κατά την δεκαετή παραμονή του στην Όπερα της Βιέννης, ο Μάλερ μεταμόρφωσε το σχετικά συντηρητικό ρεπερτόριο της και ανύψωσε κατά πολύ το επίπεδο των καλλιτεχνικών της κριτηρίων, "επιβάλλοντας" τις επιλογές του τόσο στους καλλιτεχνικούς συντελεστές, όσο και στο κοινό. Όταν πρωτοανέλαβε ως αρχιμουσικός της Όπερας, ως πιο δημοφιλή έργα θεωρούντο το Λόενγκριν (Lohenhrin) του Ρίχαρντ Βάγκνερ, η Μανόν (Manon) του Ζυλ Μασνέ και η Καβαλερία Ρουστικάνα (Cavalleria rusticana) του Πιέτρο Μασκάνι. Ως νέος διευθυντής ορχήστρας ο Μάλερ επικεντρώθηκε σε κλασικές όπερες του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκκαι του Βόλφγκαγκ Αμαντέους Μότσαρτ, ενώ σε συνεργασία με τον ζωγράφο Άλφρεντ Ρόλερ (1864 - 1935) δημιούργησε σημαντικές παραγωγές για τις όπερες Φιντέλιο (Fidelio) του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, Τριστάνος και Ιζόλδη (Tristan und Isolde) καιΤο Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν (Der Ring des Nibelungen) του Ρίχαρντ Βάγκνερ.
Επί των ημερών του Μάλερ, η Βιέννη ήταν μία από τις μεγαλύτερες πόλεις παγκοσμίως και μια από τις σημαντικότερες πρωτεύουσες της Κεντρικής Ευρώπης. Αποτελούσε το λίκνο μιας σημαντικότατης καλλιτεχνικής και διανοητικής δραστηριότητας και την γενέτειρα σημαντικών ζωγράφων όπως ο Γκούσταβ Κλιμτ και ο Έγκον Σίλε. Ο Μάλερ γνώριζε πολλούς από αυτούς τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες. Ο Μάλερ εργαζόταν στην Όπερα επί εννέα μήνες ετησίως, έχοντας μόνο τα καλοκαίρια ελεύθερο χρόνο για να συνθέτει. Τα καλοκαίρια εκείνα παραθέριζε κυρίως στο Μάιερνιγκ, στην περιοχή Βέρτερζεε. Σε αυτό το ειδυλλιακό τοπίο ο μουσικός συνέθεσε την πέμπτη από τις οκτώ συμφωνίες του, τα Ρύκερτληντερ (Rückertlieder), και τον κύκλο τραγουδιών Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά(Kindertotenlieder), βασισμένα σε ποίηση του Φρίντριχ Ρύκερτ.
Ύστερη περίοδος
Τον Ιούνιο του 1901, μετακόμισε σε μια καινούρια έπαυλη στην λίμνη του Μάιερνιγκ, στην Καρινθία. Στις 9 Μαρτίου 1902, ο Μάλερ νυμφεύθηκε την Άλμα Σίντλερ (1879 - 1964), νεότερή του κατά είκοσι χρόνια και θετή κόρη του φημισμένου Βιεννέζου ζωγράφου, Καρλ Μολλ. Η Άλμα ήταν επίσης μουσικός και συνθέτης, μαθήτρια του συνθέτη Αλεξάντερ φον Τσεμλίνσκυ, με τον οποίο διέκοψε τον δεσμό που διατηρούσε καθώς δεν ήταν αποδεκτός από την οικογένειά της, για να παντρευτεί τον Μάλερ που ήταν περισσότερο διάσημος. Μετά τον γάμο της ωστόσο, ο Μάλερ της απαγόρευσε να ασχολείται δημιουργικά με την μουσική, παρ' όλο που τον βοηθούσε καθαρογράφοντας τις χειρόγραφες παρτιτούρες του. Ο Μάλερ συνήψε δεσμούς με διάφορες γυναίκες, όπως η βιολονίστρια Νάταλι Μπάουερ Λέχτερ, κατά δύο χρόνια νεότερή του, με την οποία είχαν γνωριστεί κατά την διάρκεια των σπουδών του στη Βιέννη. Ο ρόλος της Άλμα σύμφωνα με τον Μάλερ ήταν να προσαρμόζεται στις δικές του ανάγκες κι απαιτήσεις. Μαζί της απέκτησε δύο κόρες την Μαρία Άννα, η οποία πέθανε από διφθερίτιδα σε ηλικία τεσσάρων ετών και την Άννα, η οποία αργότερα έγινε γλύπτρια.
Ο θάνατος της κόρης του έκανε τον Μάλερ να καταρρεύσει ψυχολογικά. Ωστόσο τα χτυπήματα της μοίρας δεν σταμάτησαν εκεί. Τον ίδιο χρόνο ανακάλυψε ότι έπασχε από οξεία καρδιοπάθεια που τον ανάγκασε να μειώσει τις δραστηριότητές του. Στην Όπερα, η ισχυρογνωμοσύνη του σε σχέση με καλλιτεχνικά ζητήματα είχε δημιουργήσει εχθρούς, ενώ τον απασχολούσαν σοβαρά και οι επιθέσεις που δεχόταν από την αντισημιτική μερίδα του Τύπου. Η παραίτησή του από την Όπερα το 1907, δεν υπήρξε ιδιαίτερα απρόσμενη.
Η μουσική του Μάλερ προκαλούσε αντιδράσεις στους κριτικούς, οι οποίοι έτειναν να θεωρούν τις συμφωνίες του ως συμπιλήματα στα οποία τα θέματα από ανομοιογενείς περιόδους και μουσικές παραδόσεις ήταν αδιακρίτως συνονθυλευμένα. Ο Μάλερ παρέθετε στα έργα του υλικό τόσο από "υψηλές" όσο και από "χαμηλές" κουλτούρες, ενώ ανεμείγνυε διαφορετικές, από εθνοτικής πλευράς, μουσικές παραδόσεις, εξοργίζοντας τους συντηρητικούς κριτικούς σε μία εποχή που τα μαζικά εργατικά κινήματα αυξάνονταν ραγδαία, και οι τριβές μεταξύ Γερμανών, Τσέχων, Ούγγρων και Εβραίων δημιουργούσαν ανησυχία και αστάθεια. Παρ' όλα αυτά πάντοτε είχε ένθερμους θαυμαστές στο πλευρό του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Μάλερ άρχισε να σημειώνει μεγάλη επιτυχία στο ευρύ κοινό, με την παρουσίαση της Συμφωνίας Νο. 2 στο Μόναχο το 1900, την πρώτη παρουσίαση της Συμφωνίας Νο. 3 στην πλήρη μορφή της στο Κρέφελντ το 1902, και κυρίως με μία θριαμβευτική παρουσίαση της μεγαλειώδους και τιτάνιας Συμφωνίας Νο. 8 το 1910. Η μουσική που έγραψε στην συνέχεια ωστόσο, δεν παρουσιάστηκε όσο ο ίδιος ήταν εν ζωή.
Alma Schindler
Η τελική ώθηση προκειμένου να εγκαταλείψει ο Μάλερ την Όπερα της Βιέννης δόθηκε με μία σημαντική ευκαιρία να εργαστεί στην Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. Εργάστηκε ως διευθυντής ορχήστρας για μία και μοναδική σεζόν, το 1908, μόνο και μόνο για να παραμεριστεί στην συνέχεια προς χάριν του Αρτούρο Τοσκανίνι. Παρά το γεγονός ότι υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής τόσο στο κοινό όσο και στους κριτικούς, είχε πέσει στην δυσμένεια των Επιτρόπων του Συμβουλίου της Όπερας. Πίσω στην Ευρώπη, τον περίμεναν νέες δυσκολίες λόγω της κρίσης που είχε δημιουργηθεί στον γάμο του, καθώς είχε αποκαλυφθεί μια απιστία της Άλμα. Στα 1910 ο Μάλερ είχε μία και μοναδική (και μάλλον βοηθητική) συνεδρία με τον Σίγκμουντ Φρόυντ.
Έχοντας υπογράψει πλέον πολυετές συμβόλαιο με την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, ο Μάλερ μαζί με την οικογένειά του ταξίδεψαν ξανά για την Αμερική. Την εποχή εκείνη ολοκλήρωσε Το Τραγούδι της Γης (Das Lied von der Erde) και την Συμφωνία Νο. 9, η οποία υπήρξε το τελευταίο πλήρως ολοκληρωμένο έργο του. Τον Φεβρουάριο του 1911, κατά την διάρκεια μιας μακράς κι απαιτητικής σεζόν στην Νέα Υόρκη, ο Μάλερ ένιωσε σοβαρή αδιαθεσία. Έπασχε από στρεπτόκοκκο στο αίμα, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να διευθύνει την τελευταία του συναυλία ενώ είχε πυρετό (στο πρόγραμμα συγκαταλεγόταν η παγκόσμια πρώτη παρουσίαση του έργου του Φερρούτσιο Μπουζόνι Ελεγειακό Νανούρισμα (Berceuse elegiaque). Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, μεταφέρθηκε στο Παρίσι, όπου πρόσφατα είχε εξελιχθεί μια νέα θεραπεία. Ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε κι ύστερα από επιθυμία του τον μετέφεραν στην Βιέννη. Πέθανε εκεί στις 18 Μαΐου 1911, σε ηλικία πενήντα ετών, αφήνοντας την Συμφωνία Νο. 10 ημιτελή.
Η χήρα του Μάλερ ανέφερε ότι η τελευταία φράση του ήταν: "Μότσαρτλ!" (Βιενέζικο υποκοριστικό: "μικρούλη μου Μότσαρτ", "dear little Mozart!"). Θάφτηκε ύστερα από επιθυμία του δίπλα στην κόρη του στο Κοιμητήριο Γκρίντσινχ της Βιέννης. Η ταφόπλακα έγραφε όπως ο ίδιος ζήτησε, μόνο το όνομά του. Ο στενός του φίλος Μπρούνο Βάλτερ, περιέγραψε την κηδεία του ως εξής: "Στις 18 Μαΐου 1911, πέθανε. Το επόμενο απόγευμα, όταν μεταφέραμε το φέρετρο στο Κοιμητήριο Γκρίντσινχ, ξέσπασε τόσο δυνατή καταιγίδα που ήταν αδύνατον να προχωρήσουμε. Το πλήθος αν και πολυάριθμο, ακολουθούσε την πομπή σε νεκρική σιγή. Την στιγμή που τελικά το φέρετρο αποτέθηκε, ο ήλιος φάνηκε πίσω από τα σύννεφα" (Βάλτερ, 1957, 73)
Η Άλμα Μάλερ αναφέρει ότι ο σύζυγός της θεωρούσε τον εαυτόν του, τρις απάτριδα, ως Βοημό στην Αυστρία, ως Αυστριακό στην Γερμανία και ως Εβραίος σε ολόκληρο τον κόσμο. "Παντού με αντιμετωπίζουν ως εισβολέα, πουθενά δεν με καλοδέχονται". Η συγκεκριμένη φράση αποτελεί ωστόσο το συγκλονιστικό κλείσιμο ενός σημειώματος που έγραφε ο Άντον Ρούμπινσταϊν μεταξύ του 1860 και 1870, επομένως πιθανόν να αποτελεί δάνειο του Μάλερ (ή και της ίδιας της Άλμα) που το προσάρμοσε στην δική του περίπτωση.
Η Άλμα έζησε πενήντα επιπλέον χρόνια ύστερα από τον θάνατο του Μάλερ, κι ανέλαβε ενεργό δράση, εκδίδοντας υλικό που αφορούσε τη ζωή και το έργο του αποθανόντος συζύγου της. Παρ' όλα αυτά, η προσέγγισή της στην προσωπικότητα του μεγάλου συνθέτη έχει κατηγορηθεί από κάποιους ως αναξιόπιστη και παραπλανητική, κάτι που έχει αποτελέσει το επονομαζόμενο Ζήτημα της Άλμα. Έχει κατηγορηθεί για παράδειγμα ότι πλαστογράφησε την αλληλογραφία της με τον σύζυγό της, παρουσιάζοντάς τον έτσι περισσότερο αρνητικά απ' ό,τι θα άρεσε σε κάποιους ιστορικούς.
Έργο
Ο Μάλερ υπήρξε ο τελευταίος από μια σειρά Βιεννέζων συνθετών συμφωνικής μουσικής επεκτείνοντας την Πρώτη Βιεννέζικη Σχολή που αποτελείτο από τους Χάυντν, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Φραντς Σούμπερτ, και τον Κύκλο των Ρομαντικών μεταξύ των οποίων ο Άντον Μπρούκνερ και ο Γιοχάνες Μπραμς, ενώ ακόμη ενσωμάτωσε στοιχεία και μη Βιεννέζων ρομαντικών, όπως ο Ρόμπερτ Σούμαν και ο Φέλιξ Μέντελσον. Ωστόσο το έργο του έχει δεχθεί τεράστια επίδραση κυρίως από τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος σύμφωνα με τον Μάλερ υπήρξε ο μοναδικός συνθέτης μετά τον Μπετόβεν που με το έργο του κατάφερε να επιφέρει κάποια μορφολογική εξέλιξη στην μουσική της εποχής του. (βλ. Σονάτα)