Φώτης Αγγουλές - Όλα με τη γλώσσα της χαράς
Το πιοτί του πόνου που πονώ
σε κερνώ, ψυχή, για να μεθύσεις
τ’ άλικα τα ρόδα στο βουνό
στο χλομό ξεψύχισμα της δύσης,
Τ’ αυγινό που δίνει το φιλί
απαλά στη μάγισσα την πλάση,
η γλυκιά του ήλιου ανατολή
που ξυπνά τ’ αηδόνια μεσ’ τα δάση,
Η σαν ρόδου φύλλον απαλή
η γλυκιά, η ασύγκριτή μου αγάπη,
που σκορπά το φως της και διαλεί
μεσ’ από τη σκέψη μου τα θάμπη,
Κι όλα τ’ αστρανάμματα μαζί
κι όλα τα τραγούδια των κυμάτων
κι ό,τι υπάρχει ακόμα κι ότι ζει
έξω από τη νάρκη των μνημάτων,
Όλα με τη γλώσσα της χαράς
με καλούν να ζήσω, μα ώ, τι κρίμα
άμοιρη ψυχή, μη σπαρταράς
κάτι με τραβά σε κάποιο μνήμα
Του πιοτού του πόνου που πονώ
στην υγειά του κόσμου που θ’ αφήσεις
πιές και το ποτήρι το στερνό,
άμοιρη ψυχή, για να μεθύσεις.
Μανώλης Αναγνωστάκης {XAΡΑ}
Χαρά, Χαρά, ζεστή ἀγαπημένη
Τραγούδι ἀστείρευτο σε χείλια χιμαιρικά
Στα γυμνά μου μπράτσα το εἴδωλό σου συντρίβω
Χαρά μακρινή, σαν τη θάλασσα ἀτέλειωτη
Κουρέλι ἀκριβό τῆς πικρῆς ἀναζήτησης
Ἄσε να φτύσω το φαρμάκι τῆς ψεύτρας σου ὕπαρξης
Ἄσε να ὁραματιστῶ τις νεκρές ἀναμνήσεις μου
(Ἀνελέητο κύμα τῆς νιότης μου).
Ὢ ψυχή την ἀγωνία ἐρωτευμένη!
Είναι ώρα, στιγμή Παραδείσου,
ότε φάσματα παύουν θολά,
και τα πάντα θεάται καλά
η ψυχή σου.
Φεύγει τότε ο νους και η κρίσις.
Η καρδία γλυκύθυμος ζει,
και μ' αυτήν εορτάζει μαζί
όλ' η φύσις.
Πλημμυρίς αισθημάτων ωραίων.
Αναπάλλει το στήθος γλυκύ,
και καλείσαι και είσαι εκεί
ανακρέων.
Η νεότης λαμπρά σε ποτίζει
θείον νέκταρ αφάτου χαράς,
και των πόθων ευώδης βορράς
παιανίζει.
Η ψυχή αναλύετ' εις μύρον.
Και θανάτους, θεούς λησμονείς,
και μεθύσκεις εντός ηδονής
ως ονείρων.
Πλην πριν έτι καλώς εννοήσω
ότι έχαιρον, φεύγ' η χαρά!
Φευ! Καθώς αστραπή τις περά...
Πώς θα ζήσω;
Η χαρά μας εδώ η βραχεία
αντανάκλασις είναι αυτής,
ην συ άνω, Θεέ μου, κρατείς;
Φαντασία...
Την χαράν θεωρώ ειρωνείαν.
Μετά μέλιτος γεύσιν πολλήν,
τα λοιπά ανευρίσκεις χολήν
και ανίαν.
Να υπερασπιστούμε τη χαρά σαν να ‘ναι οχυρό
να την υπερασπιστούμε από τα σκάνδαλα και τη ρουτίνα
από τη μιζέρια και τους μίζερους
από τις προσωρινές και οριστικές
απουσίες
να υπερασπιστούμε τη χαρά σαν αρχή
να την υπερασπιστούμε από την έκπληξη και τους εφιάλτες
από τους ουδέτερους και τα νετρόνια
από τις γλυκές ατιμώσεις
και τις άσχημες διαγνώσεις
να υπερασπιστούμε τη χαρά σαν σημαία
να την υπερασπιστούμε απ’ την αστραπή και τη μελαγχολία
από τους αφελείς και τους απατεώνες
από τη ρητορεία και τις καρδιακές προσβολές
από τις επιδημίες και τις ακαδημίες
να υπερασπιστούμε τη χαρά σαν πεπρωμένο
να την υπερασπιστούμε απ’ τη φωτιά και τους πυροσβέστες
από όσους αυτοκτονούν και τους εγκληματίες
από τις διακοπές και την εξάντληση
από την υποχρέωση να είμαστε χαρούμενοι
να υπερασπιστούμε τη χαρά σαν βεβαιότητα
να την υπερασπιστούμε απ’ τη βρωμιά και την οξείδωση
από τη φημισμένη σκουριά του χρόνου
από την υγρασία και τον καιροσκοπισμό
από τους μαστροπούς και το χαμόγελο
να υπερασπιστούμε τη χαρά σαν να ‘ναι δικαίωμα
να την υπερασπιστούμε απ’ τον θεό και τον χειμώνα
από τα κεφαλαία γράμματα και από τον θάνατο
από τα επώνυμα και τα κρίματα
της τύχης
και επίσης από την ίδια τη χαρά.
Μετάφραση: Στέργιος Ντέρτσας
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ - Τρελή Χαρά
με ξέπλεγα στις αὖρες τα μαλλιά της,
πετᾷ ἡ τρελή Χαρά με τα τραγούδια,
παιδούλα δροσερή σα μοσχομπάτης.
Σαν πεταλούδα βελουδένια χνούδια
τινάζει ἀπ᾿ τα πολύχρωμα φτερά της
και στα τετράξανθά της τα πλεξούδια
κάτι ἀντιφέγγει σα μεσημεριάτης.
Και τη χαρά της δεν κρατάει στα στήθια,
μα ἐκεῖ ποῦ τρελά κράζει: τί μοῦ λείπει;
να σοῦ πετιέται ἀπό τα κουφολίθια
ἡ γριά ἡ Ἠχώ και τῆς φωνάζει: ἡ λύπη!
εἶμαι γριά και ξέρω· μόνον ἂν πάθῃς,
μπορεῖς και τί ῾ναι ἡ χαρά να μάθῃς.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ - Γιατί ἡ χαρά
Γιατί ἡ χαρά, ἡ λίγη μας χαρά
σε λύπη θα μᾶς βγάλει;
Σα σύννεφο θλίψη μᾶς σκέπασε
και γέρνουμε στη θλίψη το κεφάλι.
Λιώνω ἀδερφή κι ἀπόκρυφη
σε σῴνει ψυχοπόνια.
Φεύγουν οἱ μαῦροι γερανοί και παίρνουνε
στα μαῦρα τους φτερά τα χελιδόνια.
Γιατί ἡ χαρά, ἡ λίγη μας χαρά
σε λύπη να μᾶς βγάλει;
Ἐξεχειμωνιαστήκαμε
σε ξένους τόπους πάλι.
γυναίκα αρμονική κι ωραία
έτσι καθώς ένα βράδυ του Μαϊού ετοποθέτησες απλά κι ευγενικά μιαν άσπρη ζωντανή γαρδένια
ανάμεσα στα νεκρά λουλούδια
μέσα στο παλιό – ιταλικό μού φαίνεται – βάζο με παραστάσεις γαλάζιες τεράτων και χιμαιρών
έλα
πέσε στα χέρια μου
και χάρισέ μου
– αφού το θέλεις –
τη θλίψη τού πρασίνου βλέμματός σου
τη βαθειά πίκρα των κόκκινων χειλιών σου
τη νύχτα των μυστηρίων που είναι πληγμένη μέσα στα μακρυά μαλλιά σου
τη σποδό του υπέροχου σώματός σου
Ο.ΕΛΥΤΗΣ
. …Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή
και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.
Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε
και στερνά την πέτρα μου αφήσανε
τρομερή ζωγραφιά μου.
Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.
Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ’ την όψη μου
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ!
Ανδρέας Εμπειρίκος - Οργανική διάσωσις της χαράς
«Όντως το βαρύτιμο μετάξι που προσεδόθη στην αντλία του
νεόκτιστο δρυμού ανταποκρίνεται στις κραυγές μα και στις θω-
πείες των αγγέλων. Κόνικλοι πανηγυρίζουν και στη χλόη λάμ-
πουν τα κρύσταλλα των φανοκόρων και οι σπερματοσταλίδες
των ερωτευμένων. Η καθέλκυσις ενός σφρίγοντος λαού πλησιά-
ζει. Μία ριπή ταχεία σαν αίλουρος ιπτάμενος μας έφερε την
μαρμαρυγή του θριάμβου των χρυσαλλίδων ενός επαναυρεθέν-
τος κόσμου. Στα άχυρα της απεράντου ευνής των μελλονύμφων
θα συντελεσθή και η καθιέρωση των διαυγών και επιτέλους
ελευθερωμένων μηχανών. Στάρι και καλαμπόκι στους δυστυχείς
βελούδο στα κρόταλα των χορευόντων με δορκάδες κεχρί
και κεχριμπάρι στους ανθούς αυτού του κήπου.»
(Α. Εμπειρίκος, Ποιήματα, εκδ. Γαλαξία)
Αν γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη χαρά
κι απ’ των άστρων το δειλό το φως τη γαλήνη
μη μακραίνεις την καρδιά σου απ’ τη δική μου
που διψά για φως.
Σαν τον ήλιο π’ όλο σβήνει κι όλο ζει
θ’ αρμενίζουν οι καρδιές μας μέσα στη γαλήνη.
Αν γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη χαρά
κι απ’ των άστρων το δειλό το φως τη γαλήνη
μη ζητήσεις να βρεις φως μακριά από μένα
θα ‘μαι σαν νεκρός.
Ας γυρέψουμε αντάμα τη χαρά
πιο πολύ κι από τ’ αστέρια μες στον έρωτά μας.
Νίκος Καρούζος -Η χαρά
“Να έχεις το κύμα να χάνεσαι στο στήθος
έρημος ως τα σπλάχνα
δεν τραγουδάς
δεν ανοίγεσαι μες στη λησμονιά κι ολοένα θυμάσαι
χρόνος αδηφάγος οπού σε κάνει αυξανόμενο νεκρό.
Να έχεις το κύμα να χάνεσαι στο στήθος
ή ο λαιμός να καίγεται –
ποιος άλλος θρίαμβος
των ηττημένων…
Α η χαρά μας είναι τρομερή με τ’ αστέρια
κομματιασμένα σε δροσερό θάνατο.
Κι ο ήλιος κάθε μέρα έρχεται
μ’ ένα παλιό όπλο και πολλές σφαίρες.”
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Α’, Ίκαρος)
Νίκος Καρούζος -ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ , Η έλαφος των άστρων
στα χαράματα
στους δρόμους
στην Αθήνα.
Τότε που ο αέρας έδενε τα σύννεφα
σαν πεταλούδα έχασα το χνούδι.
Τώρα δεν έχω δρόμους ουράνιους
φεύγοντας απ’ τη θύμηση το θάνατο μαγεύω
είν’ ο κόσμος ενάντιος
είν’ ο Ιησούς
τριήμερος ολοένα σκάβει την Ιστορία
δίχως φωνή
δίχως αγγέλους.
Είναι μόνος ωσάν χρωματιστό πουλί
αιωρούμενος απάνω στα νερά της κακίας
χορηγός των ψιχίων
ωραίος φίλος των δύο Λάζαρων —
έδωσε τον ένα στην πείνα
έδωσε τον άλλο στην ανάσταση.
Κ’ εγώ γράφοντας αγγίζω τ’ αστέρια
θνητός
εναγκαλίζομαι την εσπέρα
θνητός
και μέσ’ στη νύχτα κλαίω.
Χαίρετε σεις αηδόνια του καλού
με διώχνουν τα χαράματα δεν έμεινε αγάπη
τ’ άνθη της λησμονιάς —
είπα την ψυχή μου με μαύρο ψωμί και μέλι.»
Κώστας Καρυωτάκης -Χαρά
Ελπίζω το λουλούδι και απ’ τα σχίνα.
Γελάει το χλόισμα σαν τον έρωτά μου.
Το πεύκο παίζει αβρό με την αχτίνα.
Θα ευώδιασαν οι τάφοι, κλίνες γάμου.
Παλμός του δάσους, φεύγει μια ελαφίνα.
Και δίπλα που ξαπλώσαμε δω χάμου,
την ψυχούλα τους στάζουν άγρια κρίνα
κι ανοίγει, ρόδο αιμάτινο, η χαρά μου.
Τη βλέπω — στα μαλλιά σου πνέει — την άυρα.
Είναι βαθιά τα μάτια σου όπως να ‘βρα
το δρόμο της ζωής μου, τον Απρίλη.
Πια δεν πονώ μηδέ την ανεμώνη,
στης γης η ερωτοπάλη που τη λειώνει,
καθώς ορμάω για να σου πιω τα χείλη.
(Κ. Καρυωτάκης, Άπαντα ποιήματα και πεζά, εκδ. Πέλλα)
Έμιλυ Ντίκινσον - Τη χαρά πρώτα ζητά η καρδιά
Τη χαρά πρώτα ζητά η καρδιά
Μετά τη θλίψη ν’ αποφεύγει
Κι έπειτα εκείνα τα μικρά παυσίπονα
Που ξεγελούν τον πόνο.
Ύστερα, να πάει να κοιμηθεί
Και τελικά, αν είναι δυνατόν,
Το θέλημα τ’ Αφέντη της
Την άδεια να πεθάνει.