Nικόλαος Κοπέρνικος ( 19 Φεβρουαρίου 1473 – 24 Μαΐου 1543 )

 

Ο Nικόλαος Κοπέρνικος (Mikołaj Kopernik, 19 Φεβρουαρίου 1473 – 24 Μαΐου 1543) ήταν αναγεννησιακός μαθηματικός και αστρονόμος, ο οποίος διατύπωσε το ηλιοκεντρικό μοντέλο του σύμπαντος, τοποθετώντας τον Ήλιο και όχι τη Γη στο κέντρο του.
Ο Κοπέρνικος γεννήθηκε στο Τορν της Πρωσίας (σημερινό Τόρουν της Πολωνίας), και πέρασε μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής του στο Άλενσταϊν και στο Φράουενμπουργκ της Βάρμιας, επαρχίας της σημερινής Πολωνίας όπου και πέθανε. Λίγο πριν το θάνατό του, εξέδωσε το βιβλίο «De Revolutionibus Orbium Coelestium Libri VI» («Έξι Βιβλία για τις Περιστροφές των Ουρανίων Σφαιρών»), το οποίο αποτέλεσε τη βάση για την εξέλιξη της σύγχρονης Αστρονομίας. Ο Κοπέρνικος υποστήριξε την ηλιοκεντρική θεωρία, την άποψη δηλαδή ότι η Γη και τα άλλα σώματα του Ηλιακού Συστήματος περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο, σε αντίθεση με την τότε επίσημη γεωκεντρική θεωρία, που ήθελε τη Γη ακίνητη και κέντρο του κόσμου. Άνοιξε έτσι το δρόμο για τους αστρονόμους της επόμενης γενιάς (ειδικά τον Γιοχάνες Κέπλερ) αλλά και την Επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα.
Ο πατέρας του Νικολάου Κοπέρνικου ήταν εύπορος έμπορος χαλκού και επιχειρηματίας, αλλά πέθανε όταν ο Νικόλαος ήταν μόλις δέκα ετών. Έτσι ο Νικόλαος και τα τρία αδέλφια του ανατράφηκαν από το θείο τους Λουκά Βατζενρόντε, που ήταν επίσκοπος. Μάλιστα ο αδελφός του Κοπέρνικου Ανδρέας έγινε ιερέας όταν μεγάλωσε και η αδελφή του Βαρβάρα, Βενεδικτίνα μοναχή. Το 1491 ο Νικόλαος εγγράφεται στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας, το σημερινό Γιαγγελονιανό Πανεπιστήμιο, όπου σπουδάζει Ιατρική, Θεολογία, Μαθηματικά και Αστρονομία, με την οποία και συναρπάζεται.
Το 1496 ο Κοπέρνικος πήγε στην Ιταλία για να σπουδάσει Εκκλησιαστικό Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, με έξοδα του θείου του, που ήθελε να τον δει κι εκείνον επίσκοπο. Στη Φερράρα ο νεαρός Νικόλαος γνωρίζει τον αστρονόμο Ντομένικο Νοβάρα ντα Φερράρα και γίνεται μαθητής και βοηθός του. Οι πρώτες αστρονομικές παρατηρήσεις που έκανε ο Κοπέρνικος με το Νοβάρα μνημονεύονται στο «De Revolutionibus». Στη Μπολόνια, το 1496, καταχώρησε το όνομά του στον Κατάλογο Γερμανών Σπουδαστών Matricula Nobilissimi Germanorum Collegii, resp. Annales Clarissimae Nacionis Germanorum ως Dominus Nicolaus Kopperlingk de Thorn – IX, γεγονός που μαρτυρεί τη γερμανική καταγωγή του.
Το 1497 ο Νικόλαος διορίζεται από το θείο του ως ιερέας στον Καθεδρικό Ναό του Φράουενμπουργκ. Πριν όμως γυρίσει στην πατρίδα του, ο Κοπέρνικος πήγε στη Ρώμη, όπου παρατήρησε μία έκλειψη Σελήνης και έδωσε τις πρώτες του διαλέξεις πάνω σε διάφορα μαθηματικά και αστρονομικά ζητήματα. Το 1503 παίρνει το διδακτορικό του στο Κανονικό Δίκαιο από το Πανεπιστήμιο της Φερράρα. Φαίνεται ότι τότε ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τις θεωρίες των αρχαίων περί κινήσεως της Γης, και απέκτησε τις πρώτες αμφιβολίες για το ότι η Γη ήταν ακίνητη στο κέντρο του Σύμπαντος. Το 1504 άρχισε να συγκεντρώνει παρατηρήσεις και ιδέες σχετικές με τις αμφιβολίες του αυτές.
Αφήνοντας την Ιταλία, ο Κοπέρνικος πήγε να ζήσει στο Φράουενμπουργκ. Επίσης είχε δεχθεί μία θέση στο ναό του Τιμίου Σταυρού, στο Μπρέσλαου της Σιλεσίας, από την οποία παραιτήθηκε μόλις λίγα χρόνια πριν από το θάνατό του. Στα γερμανόφωνα εδάφη του βασιλείου της Πρωσίας ο Κοπέρνικος είχε πολλές δραστηριότητες. Συνεργάσθηκε επί χρόνια με τη Βασιλική Πρωσική Δίαιτα επί της νομισματικής μεταρρυθμίσεως και δημοσίευσε μελέτες για την αξία του χρήματος. Ως μέλος της κυβερνήσεως της Βάρμιας κατένειμε τους φόρους και απένειμε δικαιοσύνη. Επίσης έκανε πολλά κυβερνητικά ταξίδια και ως διπλωμάτης, εκπροσωπώντας το θείο του Λουκά, που είχε ανακηρυχθεί «Πρίγκιψ-Επίσκοπος» της Βάρμιας. Σαν γιατρός, ο Κοπέρνικος είχε για πελάτες τους πλουσιότερους ανθρώπους της πρωτεύουσας. Όμως έχανε πολλές ώρες με το να εξετάζει δωρεάν τους φτωχούς. Και στον ελεύθερο χρόνο του, μελετούσε αστρονομία που ήταν η προτίμησή του.
Ο Κοπέρνικος μελέτησε προσεκτικά τα έργα του Πτολεμαίου, που ήταν ο πρώτος που πίστευε πως υπάρχει κίνηση πλανητών. Ως τότε η αστρονομία ήταν γεμάτη δεισιδαιμονίες. Οι αρχαίοι πίστευαν πως οι πλανήτες μένουν ακίνητοι, εκτός αν κινηθούν από τους θεούς. Ύστερα από μακριές και προσεκτικές μελέτες. ο Κοπέρνικος διαφώνησε με τη θεωρία του Πτολεμαίου πως η Γη είναι ακίνητη και πως ο Ήλιος, η Σελήνη και τα άστρα κινούνται γύρω της. Συμπεραίνοντας ότι η Γη κινείται περιστροφικά, ο Κοπέρνικος εξακολούθησε να μελετά τους πλανήτες και ύστερα από πολλή σκέψη διατύπωσε τη δική του θεωρία. Σύμφωνα με αυτήν ο ήλιος ήταν το κέντρο του ηλιακού συστήματος και η Γη, όπως και οι άλλοι πλανήτες, περιστρέφονταν περί τον άξονά τους και κινούνταν γύρω από τον ήλιο.
Το έτος 1514 κυκλοφόρησε μεταξύ των φίλων του το Commentariolus («Μικρή Ερμηνευτική Πραγματεία»), εξασέλιδο χειρόγραφο κείμενο στα γερμανικά με τις ιδέες του για το Ηλιοκεντρικό Σύστημα που πρέπει να γράφτηκε μεταξύ 1507 και 1514. Κατ' άλλους όμως το έγραψε και το διέθεσε μεταγενέστερα, ίσως και το 1533. Συνέχισε κατόπιν τη συλλογή στοιχείων για ένα λεπτομερέστερο έργο.
Το 1533 ο Γιόχαν Άλμπρεχτ Βίντμανστετερ έδωσε μία σειρά διαλέξεων στη Ρώμη περιγράφοντας περιληπτικά την κοπερνίκειο θεωρία. Αυτές οι διαλέξεις προκάλεσαν το ενδιαφέρον αρκετών καρδιναλίων και του ίδιου του Πάπα Κλήμεντος Ζ΄. Το 1536 το έργο του Κοπέρνικου προσέγγιζε την οριστική μορφή του και διαδόσεις για τη θεωρία του είχαν φθάσει σε εγγράμματους ανθρώπους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Με τη σειρά τους, οι διανοούμενοι από πολλές χώρες τον πίεζαν να δημοσιεύσει τις ιδέες του. Π.χ. σε ένα γράμμα με στοιχεία «Ρώμη, 1 Νοεμβρίου 1536» ο αρχιεπίσκοπος Καπύης Καρδινάλιος Νικόλαος ζητά από τον Κοπέρνικο να δημοσιοποιήσει ευρύτερα τις ιδέες του με τα λόγια:«Ούτως, σοφολογιώτατε, χωρίς να επιθυμώ να είμαι άκαιρος, σας ικετεύω μετ' εμφάσεως να κοινωνήσετε την ανακάλυψή σας στον κόσμο των διανοουμένων, και να μου αποστείλετε το συντομότερο δυνατόν τις θεωρίες σας περί Σύμπαντος, μετά πινάκων και ό,τι άλλου έχετε σχετικού προς το αντικείμενο.»
Άγαλμα του Κοπέρνικου
μπροστά στην Ακαδημία Επιστημών
της Βαρσοβίας
Παρά τις ποικίλες παροτρύνσεις, ο Κοπέρνικος καθυστερούσε τη δημοσίευση, μάλλον από το φόβο της κριτικής για τις επαναστατικές ιδέες του από το κατεστημένο, αλλά ίσως και επειδή δούλευε ακόμα πάνω στο κείμενο αυτού που θα γινόταν αργότερα το «De Revolutionibus». Τότε, στα 1539, ένας ξακουστός χαρτογράφος, ιατρός και μαθηματικός, ο Ραιτικός (Georg Joachim Rheticus), έφθασε στο Φράουενμπουργκ. Ο μεταρρυθμιστής θεολόγος Φίλιππος Μελάγχθων είχε κανονίσει να επισκεφθεί ο Ραιτικός μερικούς αστρονόμους και να μελετήσει μαζί τους. Ο Ραιτικός έμεινε τελικά με τον Κοπέρνικο δύο χρόνια, κατά τα οποία συνέγραψε ένα βιβλίο, το Narratio prima, όπου σκιαγραφούσε την ουσία της κοπερνίκειας θεωρίας. Το 1542 ο Ραιτικός δημοσίευσε μία πραγματεία του Κοπέρνικου περί Τριγωνομετρίας, η οποία αργότερα συμπεριελήφθηκε στο δεύτερο βιβλίο του «De Revolutionibus». Υπό την ισχυρότατη πίεση του Ραιτικού, και έχοντας δει τη γενικώς ευνοϊκή πρώτη υποδοχή της δουλειάς του, ο Κοπέρνικος συμφώνησε τελικά να παραδώσει το βιβλίο στον πιστό του φίλο Τίντεμαν Γκίζε, επίσκοπο του Χέλμνο, για να το αφήσει στον Ραιτικό προκειμένου αυτός να το στείλει για εκτύπωση στον Johannes Petreius, στη Νυρεμβέργη.
Σύμφωνα με το θρύλο, ένας ιππότης έτρεξε πάνω σε γρήγορο άλογο και παρέδωσε το πρώτο τυπωμένο αντίτυπο του βιβλίου στα χέρια του Κοπέρνικου λίγες ώρες πριν πεθάνει ο μεγάλος αστρονόμος (24 Μαΐου 1543).
Ο Νικόλαος Κοπέρνικος τάφηκε στον καθεδρικό ναό της γερμανόφωνης πόλης του Φράουενμπουργκ. Αρκετοί είχαν ερευνήσει μάταια για τη σωρό του, όταν στις 3 Νοεμβρίου 2005 ανακοινώθηκε πως τον Αύγουστο 2005 είχε ανακαλυφθεί το κρανίο του. Ωστόσο, τρία χρόνια μετά, το Νοέμβριο του 2008, ανακοινώθηκε ότι έπειτα από γενετικές έρευνες, επιβεβαιώθηκε ότι βρέθηκε ο τάφος του διάσημου αστρονόμου.
Στις 22 Μαΐου 2010, πέντε ολόκληρους αιώνες μετά το θάνατό του, ο Κοπέρνικος κηδεύτηκε με τιμές ήρωα στον καθεδρικό ναό του Φράουενμπουργκ στη σημερινή Πολωνία.

Το «De revolutionibus»

Nicolai Copernici Torinensis 
De Revolutionibus Orbium Coelestium, 
Libri VI (εξώφυλλο της 2ης έκδοσης, 
Βασιλεία, 1566).

Το έργο ζωής του Κοπέρνικου, «De Revolutionibus Orbium Coelestium Libri VI» («Έξι Βιβλία για τις Περιστροφές των Ουράνιων Σφαιρών») (Πρώτη έκδοση: Νυρεμβέργη 1543. Δεύτερη έκδοση: Βασιλεία 1566), υπήρξε το αποτέλεσμα δεκαετιών εργασίας. Ενσωματώνει περισσότερα από 1.000 χρόνια αστρονομικών παρατηρήσεων με διάφορους βαθμούς ακρίβειας. Περιέχει 100 σελίδες πινάκων με πάνω από 20.000 αριθμούς.
Το έργο ξεκινούσε με πρόλογο, αρχικώς ανώνυμο[;], του Ανδρέα Οσιάνδρου, θεολόγου και φίλου του Κοπέρνικου, ο οποίος προειδοποιούσε ότι η θεωρία, εννοούμενη ως ένα απλό εργαλείο που επέτρεπε απλούστερους και ακριβέστερους υπολογισμούς, δεν είχε οπωσδήποτε και συνέπειες εκτός του περιορισμένου χώρου της Αστρονομίας.
Το κυρίως έργο του Κοπέρνικου άρχιζε με το γράμμα του (νεκρού πλέον) αρχιεπισκόπου Καπύης, Καρδινάλιου Νικόλαου φον Σένμπεργκ που προαναφέρθηκε (βλ. προηγούμενη ενότητα). Στη συνέχεια, σε μία μακρά εισαγωγή, ο Κοπέρνικος αφιέρωνε το έργο στον Πάπα Παύλο Γ', εξηγώντας το κίνητρό του για τη συγγραφή του έργου ως σχετιζόμενο με την αδυναμία των παλαιότερων αστρονόμων να συμφωνήσουν πάνω σε μία επαρκή θεωρία των πλανητικών κινήσεων. Σημείωνε ότι εάν το δικό του σύστημα αύξανε την ακρίβεια των αστρονομικών προβλέψεων, τότε θα επέτρεπε στην Εκκλησία να αναπτύξει ένα ακριβέστερο ημερολόγιο. Την εποχή εκείνη, είχε θεωρηθεί αναγκαία μία τροποποίηση του Ιουλιανού Ημερολογίου, κάτι που αποτελούσε έναν από τους κύριους λόγους που η Εκκλησία χρηματοδοτούσε την αστρονομική έρευνα.
Τα 6 «βιβλία» του έργου ήταν τα εξής:
Γενική εποπτεία της Ηλιοκεντρικής Θεωρίας και περίληψη της ιδέας του για το Σύμπαν.
Κυρίως θεωρητικό, παρουσιάζει τις αρχές της Σφαιρικής Αστρονομίας και ένα κατάλογο αστέρων (ως βάση για τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στα επόμενα βιβλία).
Αναφέρεται κυρίως στις φαινομενικές κινήσεις του Ηλίου και σε σχετικά φαινόμενα.
Περιγραφή της Σελήνης και των τροχιακών της κινήσεων.
Η κυρίως έκθεση του νέου συστήματος.
Η κυρίως έκθεση του νέου συστήματος (συνέχεια).
Ουσιαστικά παρουσιάζει την τροποποίηση της θεωρίας του Πτολεμαίου για μια κινούμενη Γη. Στο μοντέλο που παρουσιάζεται, το Σύμπαν αποτελείται από 8 ομόκεντρες σφαίρες. Η εξώτατη, όγδοη σφαίρα, ήταν πάλι η σφαίρα των απλανών αστέρων, αλλά τώρα ο Ήλιος είναι ακίνητος στο κέντρο. Οι 6 γνωστοί την εποχή του Κοπέρνικου πλανήτες περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο με τη σειρά που γνωρίζουμε και σήμερα, ενώ η Σελήνη περιφέρεται γύρω από τη Γη. Επιπλέον, η φαινομενική κίνηση του Ήλιου και των απλανών γύρω από τη Γη εξηγείται από την ημερήσια περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της. Ο Κοπέρνικος, ωστόσο, ακολουθώντας όπως φαίνεται τον Αρίσταρχο, δεν τόλμησε να εγκαταλείψει τις κυκλικές τροχιές (οι αληθινές τροχιές των πλανητών είναι ελλειπτικές), με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να διατηρήσει τους επίκυκλους του Πτολεμαίου. Παρά το γεγονός αυτό, η μεταπήδηση από ένα γεωκεντρικό στο ηλιοκεντρικό σύστημα ήταν από μόνη της πολύ σημαντική, καθώς δημιουργούσε σοβαρό ζήτημα σχετικώς με την αξιοπιστία του Αριστοτέλη, τον οποίο η δυτική Εκκλησία είχε αναγάγει σε αλάθητο.

Μάλιστα ο Κοπέρνικος έφτιαξε έναν πίνακα για το πόσο χρονικό διάστημα απαιτούνταν για κάθε πλανήτη, να κάνει έναν τέλειο κύκλο γύρω από τον ήλιο. Υπολόγισε ότι ο Ερμής χρειάζεται 87 ημέρες, η Αφροδίτη 224, η Γη 365, ο Άρης 1 έτος και 321 ημέρες, ο Δίας 11 έτη και ο Κρόνος 29 έτη. Αυτοί οι αριθμοί υπολογίστηκαν από τον Κοπέρνικο με τελείως πρωτόγονα όργανα, περίπου 100 χρόνια πριν από την ανακάλυψη του τηλεσκόπιου.

Είναι αξιοσημείωτο το ότι διασώζεται το χειρόγραφο του έργου, γραμμένο με το χέρι του ίδιου του Κοπέρνικου, πράγμα σπάνιο για επιστημονικό έργο εκείνης της εποχής. Στο χειρόγραφο, ο Κοπέρνικος γράφει καθαρά (ως άριστος γνώστης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας) ότι είχε διαβάσει τις απόψεις του Αρίσταρχου του Σάμιου, που έθετε τη Γη να περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο, αλλά και των Πυθαγόρειων φιλοσόφων, Φιλόλαου και Ικέτα. Τον τελευταίο μάλιστα τον γράφει λανθασμένα ως «Νικέτα-Νικήτα», από προσθήκη του «ν» του άρθρου (το-ν-Ικέτα). Το απόσπασμα όμως που αναφέρει και τα ονόματα των αρχαίων σοφών αφαιρέθηκε (διαγράφηκε) από τον πιστό φίλο του Κοπέρνικου, τον Τίντεμαν Γκίζε, πριν αυτός το παραδώσει στον εκδοτικό οίκο, με αποτέλεσμα οι πρώτες εκδόσεις του «De Revolutionibus» να τυπωθούν χωρίς αυτό. Το απόσπασμα εμφανίσθηκε στις μεταγενέστερες εκδόσεις του έργου, όταν πλέον το ηλιοκεντρικό σύστημα είχε αποδοθεί στον Κοπέρνικο.

Ο τίτλος του έργου είχε από μόνος του ιστορική επίδραση, αφού έδωσε το λατινικό όνομα revolutio (περιστροφή, περιφορά) σε κάθε αιφνίδια και θεμελιώδη μεταβολή στη σκέψη ή και στην κοινωνία (από όπου και το αγγλικό και γαλλικό revolution = επανάσταση).

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/

Μιχαήλ Σολόχοφ ( 24 Μαΐου 1905 - 21 Φεβρουαρίου 1984 )

 

Ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Σολόχοφ ( 24 Μαΐου 1905 - 21 Φεβρουαρίου 1984 ) ήταν Σοβιετικός συγγραφέας, που βραβεύτηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1965.
Γεννήθηκε στην περιοχή του Ροστόφ στον Ντον στη Ρωσία, τη γη των Κοζάκων. Ο πατέρας του ήταν μικροαστός και η μητέρα του χήρα ενός Κοζάκου από  φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο Σολόχοφ παρακολούθησε σχολεία στο Καργκίν, τη Μόσχα, τη Μπογκουτσάρ και τη Βετσένσκαγια μέχρι το 1918, όταν και εντάχθηκε στις τάξεις των επαναστατών μπολσεβίκων και πήρε μέρος στο Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Ξεκίνησε να γράφει στην ηλικία των 17 ετών. Στα 19 ολοκλήρωσε την πρώτη δουλειά του, Το Σημάδι της Γέννησης. Το 1922 μετακόμισε στη Μόσχα για να γίνει δημοσιογράφος, έπρεπε όμως να εργάζεται σε χειρωνακτικές δουλειές για να συντηρείται οικονομικά. Εργάστηκε ως εκφορτωτής, οικοδόμος και λογιστής από το 1922 έως το 1924, συμμετείχε όμως παράλληλα σε σεμινάρια συγγραφέων. Η πρώτη δημοσιευμένη δουλειά του ήταν το έργο Η Δοκιμασία (1923).
Το 1924 επέστρεψε στη Βετσένσκαγια και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη συγγραφή. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τη Μαρία Πετρόβνα Γκρομοσλάφσκαγια, κόρη του αταμάνου της περιοχής Μπουκανόφσκαγια, Πιοτρ Γκρομοσλάφσκι. Απέκτησαν μαζί δυο γιους και δυο κόρες.
Ο Μιχαήλ Σόλοχοφ έγινε γνωστός κυρίως από το πολυδιαβασμένο επικό μυθιστόρημα Ο Ήρεμος Δον. Από τους περισσότερο τιμημένους συγγραφείς του σοβιετικού κράτους, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους τεχνίτες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, συνενώνοντας την ποιητική κληρονομιά του λαού του με τις επιτεύξεις του ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου και 20ού αιώνα. Το 1965 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Έργα του στα Ελληνικά

Ο ήρεμος Ντον ― τ. Α΄ μετάφρ. Ρ. Μπούμη-Παπά ("Γιαννούλης"), τ. Β΄ ― μετάφρ. Ρ. Μπούμη-Παπά & Γιολ. Πέγκλη ("Δωρικός")
Ο ήρεμος Ντον ― μετάφρ. Α. Σαραντόπουλος, εκδ. Ζαχαρόπουλος Σ.Ι., Αθήνα, 1986
Ξεχερσωμένη γη ― μετάφρ. Διονυσία Μπιτζιλέκη, εκδ. Δωρικός.
Ξεχερσωμένη γη. ― μετάφρ. Κ. Γεωργιάδης, εκδ. "Ο κόσμος της τέχνης" Αθήνα 1956
Η μοίρα ενός ανθρώπου - Παιδιά στη βιοπάλη ― μετάφρ. Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδ. Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, Αθήνα, 1984.
Η μοίρα ενός ανθρώπου ― μετάφρ. Τ. Αδάμος. εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001
Πολέμησαν για την πατρίδα ― μεταφρ. Γιάννη Θωμόπουλου, εκδ. Τ. Δρακόπουλου, Αθήνα, χ.χ. https://el.wikipedia.org/


Ο ήρεμος Ντον

Η φωτογραφία από  http://www.elogiki.gr/

Η εποποιία «Ο ήρεμος Ντον» (Βραβείο Νόμπελ 1963) είναι το πιο αξιόλογο έργο της παγκόσμιας αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας βλέπει τα γεγονότα με τα μάτια του εργαζόμενου που στη δύσκολη μοίρα του προστέθηκαν καινούργια μαρτύρια. Ο Σόλοχοφ είναι ο αγαπημένος συγγραφέας των νέων που αγωνίζονται στην πρωτοπορία για την παγκόσμια ειρήνη. Έδειξε με απλό και παραστατικό τρόπο τί είναι η πραγματική προλεταριακή επανάσταση, τί προσπάθειες χρειάστηκαν για την επιτυχία της στην ΕΣΣΔ, πόσο αίμα χύθηκε και πώς, τέλος, εγκαθιδρύθηκε για πρώτη φορά στον κόσμο η πιο δημοκρατική εξουσία -η Σοβιετική εξουσία- στο ένα έκτο της γήινης σφαίρας. Το μυθιστόρημα «Ο ΗΡΕΜΟΣ ΝΤΟΝ» είναι το έργο που βοηθάει να καταλάβει κανείς τί είναι στην ουσία σοσιαλ.ισμός και ακόμη τί είναι σοσιαλιστικός ρεαλισμός στη λογοτεχνία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Απόσπασμα 

 Το απόσπασμα που ακολουθεί τοποθετείται χρονικά πριν από την Επανάσταση του 1917. Ο έμπορος Σέργιος Πλατόνοβιτς Μοσκόβ, ισχυρός οικονομικός παράγοντας της περιοχής, καταγόταν από παλιά οικογένεια. Κάποιος πρόγονός του είχε εγκατασταθεί από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου στα χωριά του Ντον ως τοποτηρητής του τσάρου, για να παρακολουθεί τις κινήσεις των κοζάκων, που συχνά επαναστατούσαν, και να αναφέρει σχετικά στη διοίκηση.

Ύστερα από το θάνατο του πιασμένου πατέρα του, ο Σέργιος ανακατεύτηκε με εμποροδουλειές δίχως σχεδόν χρήματα. Έπαιρνε σβάρνα τα χωριά κι αγόραζε φτερά και γουρουνότριχες. Πέντε χρόνια έζησε μέσα στη φτώχεια και στην κακομοιριά, γελώντας τους κοζάκους, λέγοντας ψέματα, για να βγάλει ένα καπίκι. Ύστερα με μιας από Σεργιόζκα, που τον φώναζαν όλα τα χωριά, μεταμορφώθηκε σε Σέργιο Πλατόνοβιτς, άνοιξε στο κέντρο του χωριού μαγαζί με διάφορες πραμάτειες και παντρεύτηκε την κόρη του μισοπάλαβου εφημέριου. Με την προίκα που πήρε, άνοιξε ένα μαγαζί με υφάσματα και άρχισε να στέλνει εμπόρευμα και στ' άλλα χωριά.
Στην αριστερή όχθη όπου η γης ήταν σκληρή και αμμουδερή μ' ένα υπόστρωμα άργιλο, και φυσικά ακατάλληλη για καλλιέργεια, με τη συγκατάθεση του επαρχείου, άρχισαν να μεταφέρονται οι κάτοικοι από ολόκληρα κοζάκικα χωριά. Έτσι γεννήθηκε κι άρχισε να πληθαίνει το χωριό Κρασνοκούτσκι, στις παρυφές των κτημάτων που ανήκαν παλιά σε ευγενείς γαιοκτήμονες, και που διέσχιζαν το Τσιρ, την Τσόρναγια και την Φρολόβκα. Στις κόχες των παραποταμιών και των ξεροπόταμων της στέπας χτίστηκαν νέα χωριά που γειτόνευαν με κείνα των Ουκρανών γεωργών. Για τ' αναγκαία τους ψώνια, έπρεπε να διατρέξουν απόσταση πάνω από πενήντα χιλιόμετρα. Ενώ τώρα, σ' ένα απ' αυτά τα χωριά, άνοιξε εμπορικό με ξύλινες μόστρες και ράφια, ξεχειλισμένα από υφάσματα κάθε λογής και πραμάτειες. Ο Σέργιος Πλατόνοβιτς άρχισε να κάνει μεγάλες δουλειές. Εκτός απ' τα ντρίλια και τους αλατζάδες άρχισε να πουλάει καθετί που αναγκεύονταν  οι κοζάκοι· πετσιά, αλάτι, πετρέλαιο και άλλα είδη μπακαλικής. Τελευταία, έφτασε να κάνει δουλειές και με γεωργικά εργαλεία. Θερίστρες, αλωνίστρες, αλέτρια, μηχανές για σπορά κι άλλα εξαρτήματα, που προμηθευόταν απ' τα εργοστάσια του Αξάγισκ, και τ' αποθήκευε σε μια αυλή πλάι στο μαγαζί με τα πράσινα παντζούρια. Φυσικά, δεν είναι εύκολο να μετρήσει κανένας λεφτά σε ξένη τσέπη, μα φαινόταν πως το εμπόριο του τετραπέρατου Σέργιου Πλατόνοβιτς πήγαινε πολύ καλά. Ύστερα από τρία χρόνια μεγάλωσε την επιχείρηση με αποθήκες στάρι, κι ένα χρόνο ύστερα απ' το θάνατο της πρώτης του γυναίκας άρχισε να χτίζει έναν ατμόμυλο.
Έτσι έσφιξε δυνατά μέσα στη μικρή γροθιά του με τις ανάριες μαύρες τρίχες, όλο το χωριό του Τατάρσκι, καθώς και όλα τ' άλλα της περιφέρειας. Είχε στα χέρια του γραμμάτια απ' όλες τις οικογένειες, πότε για μια θεριστική μηχανή πουλημένη, πότε για την προίκα ενός κοριτσιού, («Πρέπει να παντρέψω τη θυγατέρα μου, τώρα που ξέπεσαν την τιμή του σταριού στις αποθήκες του Παραμονόβσκ. Δάνεισέ με τα λεφτά που θα χρειαστώ, Σέργιε Πλατόνοβιτς!») πότε για άλλες ανάγκες. Στο μύλο έχει εννιά εργάτες, εφτά υπαλλήλους στο μαγαζί, και στο σπίτι τέσσερις υπηρεσία. Δηλαδή είκοσι στόματα που δεν πεινούν, χάρη στο Σέργιο Πλατόνοβιτς.
Απ' την πρώτη γυναίκα, του 'χαν απομείνει δυο παιδιά. Ένα κοριτσάκι, η Ελισάβετ, κι ένα αγοράκι δυο χρόνια μικρότερό της, ασθενικό και χοιραδικό, ο Βλαδίμηρος. Η δεύτερη γυναίκα του, η Άννα Ιβάνοβα, μια κοκαλιάρα, του βγήκε στέρφα. Όλο το ανικανοποίητο μητρικό ένστικτο μαζί με τη χολή της γεροντοκόρης, (σαν παντρεύτηκε το Σέργιο Πλατόνοβιτς ήταν τριανταπεντάρα), χύθηκε πάνω στα δυο ορφανά. Με το στρυφνό χαρακτήρα της και τα νεύρα της δεν μπορούσε ν' αναθρέψει κανονικά τα παιδιά, κι ο πατέρας ενδιαφερόταν για δαύτα, όσο και για το μάγερά του και τον αμαξά. Οι δουλειές και τα ταξίδια απορροφούσαν όλο του τον καιρό. Πότε έφευγε για τη Μόσχα, πότε για το Νιγνίγι, πότε για το Ουριούπινσκ, πότε για καμιά εμποροπανήγυρη σε χωριό της περιφέρειας. Τα παιδιά μεγάλωναν δίχως να τα παρακολουθεί με στοργή ένα μάτι. Η Άννα Ιβάνοβα, γυναίκα με λίγη οξυδέρκεια ούτε μπορούσε να μπει στις καρδούλες των παιδιών ούτε και της έμενε καιρός για να το κάνει, απασχολημένη ως ήταν με τη διευθέτηση ενός τέτοιου αρχοντόσπιτου.

Γι' αυτό τα αδερφάκια μεγάλωσαν σα να 'ταν ξένα μεταξύ τους, κι είχαν έτσι διαφορετικούς χαρακτήρες, που να μη μοιάζουν καν πως ήταν άνθρωποι με το ίδιο αίμα. Ο Βλαδίμηρος μεγάλωνε απαθής και κλεισμένος στον εαυτό του. Χαμηλόβλεπε όλα και όλους, κι είχε μια μεγαλίστικη έκφραση στο σιωπηλό μούτρο του. Η Ελισάβετ, που περνούσε όλο της τον καιρό παρέα με την υπηρέτρια και τη μαγείρισσα, γυναίκα η τελευταία πολυταξιδεμένη και περασμένη από φωτιά και σίδερο, είχε μάθει πριν την ώρα της με το νι και με το σίγμα, όσα αποκρύβουμε και σε μεγαλύτερα ακόμα κορίτσια. Αυτές οι γυναίκες, ξυπνούσαν στη μικρή μια νοσηρή περιέργεια και το κορίτσι, δύστροπο καθώς ήταν, μεγάλωνε σαν άγριος βάτος.

Τα χρόνια κυλούσαν αργά.

Όπως γίνεται πάντα, ο γέρος έγερνε κι ο νέος μεγάλωνε και μπουμπούκιαζε. Ένα βράδυ, καθώς έπιναν τσάι στο τραπέζι, ο Σέργιος Πλατόνοβιτς κοιτώντας την κόρη του, έμεινε κατάπληκτος. Η Ελισάβετ είχε τελειώσει το παρθεναγωγείο κι είχε μια ανάπτυξη δεσποινίδας και μάλιστα αρκετά όμορφης. Την ξανακοίταξε μ' επιμονή, και το φλιτζάνι με το τσάι τραμπαλίστηκε μέσα στο χέρι του:
«Θε μου, φτυστή η μακαρίτισσα η μάνα της! Ελισάβετ, γύρισε λίγο το κεφάλι!»
Πρώτη φορά αντιλαμβανόταν πως η κόρη του ήταν ζωντανό πανομοιότυπο της μητέρας της.
Ο Βλαδίμηρος Μοσκόβ, μαθητής της πρώτης γυμνασίου, ένα παιδί αρρωστιάρικο με στενές πλάτες και με πρόσωπο κίτρινο σαν το κερί, διέσχιζε την αυλή του μύλου. Μόλις είχαν φτάσει μαζί με την Ελισάβετ εκεί, για να περάσουν τις θερινές διακοπές κοντά στον πατέρα τους κι ο Βλαδίμηρος, όπως πάντα, πήγε να περιεργαστεί το μύλο, ν' ανακατευτεί με τους αλευροκοσκινισμένους εργάτες, και ν' ακούσει το μονότονο θόρυβο των μηχανών, των γραναζιών και το σύρσιμο των λουριών στους κυλίνδρους. Κολακευόταν, βλέποντας τους κοζάκους που 'ρχονταν να αλέσουν το στάρι τους, να τον κοιτούν με κάποιο σεβασμό και να ψιθυρίζουν:

«Ο κληρονόμος τ' αφέντη...»

Ο Βλαδίμηρος λοξοδρομώντας προσεχτικά από ένα σωρό κοπριάς και από τα κάρα, που ήταν σκορπισμένα στον περίβολο, πλησίασε στο πορτέλο της εισόδου. Μεμιάς όμως θυμήθηκε πως πρώτα έπρεπε να πάει στο διαμέρισμα με τις μηχανές και γύρισε πίσω.

Κοντά στην κόκκινη πετρελαιοδεξαμενή, πλάι στην είσοδο για το μηχανοστάσιο, ο μηχανικός Τιμοφέι, ο ζυγιστής Βαλές όπως τον έλεγαν στο παρατσούκλι, κι ο βοηθός του μηχανικού Δαβίδκα, ένας παίδαρος με κάτασπρα δόντια, ζύμωναν, με τα πανταλόνια ανασηκωμένα μέχρι το γόνατο, μια χοντρή μάζα πηλό.

«Καλώς τον αφέντη!» του 'πε ο Βαλές μ' ένα παιχνιδιάρικο ύφος.

«Καλημέρα, Βλαδίμηρε Σεργκέγιεβιτς!»

«Τι φτιάνετε;»

«Δε βλέπεις; Ζυμώνουμε πηλό», είπε ο Δαβίδκα μ' ένα σκληρό χαμόγελο, και ξεκολλώντας με αγώνα τα πόδια του απ' τη λάσπη, που κολλούσε σαν ιξός και βρωμοκοπούσε, «Να, ο πατέρας σου φοβάται να ξοδέψει κανένα ρούβλι μεροκάματο σε δυο γυναίκες και ξεθεώνει εμάς. Έχεις σπουδαίο πατέρα. Να σου ζήσει!» Και ξαναβούτηξε στη μαστιχένια λάσπη τα πόδια του.

Ο Βλαδίμηρος κοκκίνισε. Ένιωθε και δοκίμαζε μια ακατανίκητη έχθρητα για τον Δαβίδκα, για κείνο του το αιώνιο χαμόγελο, για το περιφρονητικό του ύφος κι ακόμα για κείνα τα υγρά δόντια του, που αστραφτοκοπούσαν.

«Τι θέλεις, δηλαδή, να πεις μ' αυτό;»

«Θέλω να πω πως είναι πιο τσιγκούνης κι απ' το διάολο. Και το σκατό του θα 'τρωγε για να μην ξοδέψει», εξήγησε χαμογελώντας ο Δαβίδκα.

Ο Βαλές κι ο Τιμοφέι, χαμογέλασαν μ' επιδοκιμαστικό ύφος. Ο Βλαδίμηρος πειράχτηκε, κι έριξε στο Δαβίδκα ένα κρύο βλέμμα.

«Δηλαδή, θες να πεις... πως δεν είσ' ευχαριστημένος;»

«Για δοκίμασε λίγο να ζυμώσεις πηλό, και θα μάθεις αν είμαστε ή όχι ευχαριστημένοι. Μονάχα χτήνη θα μπορούσαν να 'ταν ευχαριστημένα με τέτοια δουλειά! Ήθελα να 'βλεπα τον πατέρα σου, στη θέση μας... Η κοιλιά και τα πρισγούλια θα του 'πεφταν σε μια βδομάδα!»

Τραμπαλίζοντας και ζυμώνοντας με δύναμη, ο Δαβίδκα συνέχισε το βαρύ κοπάνισμα των ποδαριών του και το χαμόγελό του άνοιξε περισσότερο. Θέλοντας να δοκιμάσει κι αυτός μια ικανοποίηση, ο Βλαδίμηρος ζητούσε να βρει μια απάντηση. Και τη βρήκε γρήγορα:

«Καλά», είπε μετρώντας τα λόγια του, «θα πω στον πατέρα μου πως δεν είσαι ευχαριστημένος στη δουλειά σου.»

Και κοίταξε με τον κανθό του ματιού του το Δαβίδκα. Απόρησε μεμιάς, πώς είχε αλλάξει το πρόσωπό του. Τα χείλια του έφηβου εργάτη σάλευαν σ' ένα χαμόγελο βιασμένο και αξιολύπητο. Ακόμα κι οι σύντροφοί του συγνέφιασαν. Και για μια στιγμή συνέχισαν να ποδοπατούν δίχως μιλιά, τη λάσπη που όλο και πύκνωνε. Τέλος, ο Δαβίδκα ξεκόλλησε το βλέμμα απ' τα λασπωμένα ποδάρια του, και είπε ζητώντας να εξευμενίσει το γιο του αφέντη:

«Αστειεύτηκα, Βολόντια... Αλήθεια σου λέω, αστεία τα 'πα...»

«Εγώ όμως θ' αναφέρω στον πατέρα μου τ' αστεία σου».

Και με μάτια γεμάτα δάκρυα για την προσβολή που 'γινε στον πατέρα του και σ' αυτόν, αλλά και λιγάκι για κείνο το μαργαριταρένιο χαμόγελο του Δαβίδκα, ο Βλαδίμηρος κίνησε για να φύγει.

«Βολόντια! Βλαδίμηρε Σεργκέγιεβιτς!» φώναξε φοβισμένος ο Δαβίδκα, και βγήκε απ' τη στρογγυλή χαβούζα με τη λάσπη κατεβάζοντας τα λασπωμένα του μπατζάκια.

Ο Βλαδίμηρος σταμάτησε. Ο Δαβίδκα τρέχοντας τον έφτασε.

«Μην πείτε τίποτε στον πατέρα σας. Έτσι το 'πα,... Συμπαθάτε με... Σας ορκίζομαι σε ό,τι θέτε, έτσι το 'πα, γι' αστεία!... Μου ξέφυγε!»

«Καλά! Δε θα πω τίποτα!» φώναξε νευριασμένος ο Βλαδίμηρος, τραβώντας για την έξοδο.

Ένα αίσθημα συμπόνιας για το Δαβίδκα τον εκυρίεψε. Ξαλαφρωμένος κάπως, περπάτησε κατά μάκρος της πεζούλας του περιβόλου. Απ' το σιδεράδικο, κρυμμένο σχεδόν σε μια γωνιά της αυλής του μύλου, έφτανε η χαρούμενη μουσική του σφυριού. Ένα χτύπημα σβησμένο και μαλακό πάνω στο σίδερο, κι ύστερα δυο αντιχτυπήματα στ' αμόνι.

Ο Βλαδίμηρος άκουσε τη βαθιά φωνή του Βαλέ, που έλεγε:

«Έπρεπε, σώνει και καλά, να τα σκαλίσεις... Αν δε τα σκάλιζες, δε θα βρωμούσαν!»

«Άκου κει γλώσσα, το παλιόσκυλο!» σκέφτηκε με θυμό ο Βλαδίμηρος. «Να το πω, ή να μην το πω στον πατέρα μου;»

Γυρίζοντας ακόμα μια φορά το κεφάλι του πίσω είδε το Δαβίδκα, να του χαμογελά με το συνηθισμένο του χαμόγελο, δείχνοντάς του τ' αστραφτερά δόντια του, χρώμα ζάχαρης. Κι αμέσως πήρε την απόφαση: «θα του το πω!»

Στη μικρή πλατεία μπρος απ' το εργοστάσιο, ήταν δεμένο σ' ένα κάρο ένα άλογο. Ένα μπουλούκι χωριατόπαιδα πιλάτευε, κυνηγώντας ένα σμήνος σπουργίτια, που κελαηδούσαν πάνω στη στέγη του Πυροσβεστείου. Απ' την ταράτσα ερχόταν η βαρυτονάλε φωνή του φοιτητή Μπογιαρίσκιν* και μια άλλη ακόμα φωνή, βραχνή και σπασμένη.

Ο Βλαδίμηρος ανέβηκε τα σκαλοπάτια που 'βγαζαν στην ταράτσα, και πάνω απ' το κεφάλι του σάλεψε το φύλλωμα της αγριοκληματαριάς, που σκέπαζε με το πυκνό και φαντασμένο σφρίγος της όλη την ταράτσα, και κρέμαγε κάτω απ' τα περβάζια της εξώπορτας, σαν βαριά μαστάρια, τα πράσινα τσαμπιά της.

Ο Μπογιαρίσκιν κουνούσε το ξουρισμένο βιολετί κεφάλι του, κι έλεγε κουβεντιάζοντας στο νέο και δασύτριχο δάσκαλο Μπαλάντα, που καθόταν πλάι του:

«Αισθάνομαι κάποια, δε θα πιστεύετε, συμπόνια, αν κι είμαι γιος χωρικών κοζάκων, που έπρεπε να εχθρεύεται τις προνομιούχες τάξεις, αισθάνομαι, λέω, συμπόνια για την παρακμή της αστικής τάξης. Είναι φορές που νιώθω έτσι, σαν να είμαι ένας ευγενής γαιοκτήμονας κι εγώ· γαργαλιέμαι σαν κι αυτούς μπροστά στις καλοφτιαγμένες γυναίκες και την καλοπέραση, και ανησυχώ για τα συμφέροντά τους... Άντε κατάλαβε τι μου συμβαίνει! Αυτό θα πει, αγαπητέ μου, να 'σαι συγγραφέας με ταλέντο! Μπορείς ακόμα και την πίστη σου ν' αλλάξεις σαν ένα σώβρακο!»

Ο Μπαλάντα έτριβε τη φιούμπα* της ζώνης του, χαμογελώντας με μια έκφραση ειρωνείας και περιεργαζόταν το μάλλινο κέντημα που στόλιζε την μπορντούρα της κοζάκικης μπλούζας του. Η Ελισάβετ ήταν ξαπλωμένη σε μια σαιζ λογκ, και φαινόταν η συζήτηση να μην την ενδιέφερε καθόλου. Με μάτια που έψαχναν θαρρείς για κάτι που είχαν χάσει, κοιτούσε, σαν πάντα, τις αμυχές στο πελιδνό κεφάλι του Μπογιαρίσκιν.

Αφού χαιρέτησε τους επισκέπτες του, ο Βλαδίμηρος πέρασε την ταράτσα και πήγε ίσα να χτυπήσει την πόρτα του γραφείου του πατέρα του. Ο Σέργιος Πλατόνοβιτς, ξαπλωμένος σε μια καρέκλα ντυμένη με δέρμα, που 'δινε μια δροσερή εντύπωση, ξεφύλλιζε το τεύχος του Ιουνίου του περιοδικού «Ο Ρωσικός Πλούτος». Ένας κιτρινωπός χαρτοκόπτης είχε πέσει στο πάτωμα.

«Τι θέλεις;»

Ο Βλαδίμηρος σήκωσε τους ώμους και με μια νευρική κίνηση έσιαξε το πουκάμισό του.

«Να, γυρίζοντας απ' το μύλο...» άρχισε να λέει με αναποφάσιστη φωνή, μα ύστερα σαν θυμήθηκε το ακτινοβόλο χαμόγελο του Δαβίδκα, συνέχισε πιο σταθερά και κοιτώντας το παχύ προκοίλι του πατέρα του, σφιγμένο στο σετακρουτένιο γελέκο.

«Άκουσα κείνο το Δαβίδκα, να λέει...»

Ο Σέργιος Πλατόνοβιτς άκουσε προσεκτικά τι του διηγήθηκε ο γιος του και είπε:

«Θα τον απολύσω. Τώρα πήγαινε.» Και με κόπο έσκυψε και μάζεψε το χαρτοκόπτη [...]

Ο Δαβίδκα ο μυλωνάς, που απολύθηκε απ' τον Μοσκόβ, ξενυχτούσε στους στάβλους του Βαλέ φυλώντας κάρα και τα μάτια του άστραφταν με κακία, καθώς έλεγε:

«Ο-όχι! Θα δείτε! Γρήγορα θα σας ανοίξουμε τις φλέβες. Γι' αυτούς δε φτάνει μια επανάσταση! Χρειάζεται ένα δεύτερο 1905. Ε, τότε θα λογαριαστούμε, βδέλλες!...» Και απειλούσε με το τραχύ δάχτυλο τους επίδοξους εχθρούς του, σταματώντας στους ώμους το ριχτό σακκάκι του που γλίστραγε για να πέσει.

Πάνω απ' το χωριό οι μέρες διαδέχονταν τις νύχτες, περνούσαν οι βδομάδες, οι μήνες, φυσούσε ο άνεμος, συγνέφιαζε το βουνό προμηνώντας την κακοκαιριά, και ο Ντον, πίσω απ' το πρασινογάλαζο χινοπωριάτικο τζάμι, κυλούσε αδιάφορος με κατεύθυνση τη μακρινή κι άγνωστη θάλασσα». http://ebooks.edu.gr/
Μτφρ.: Ριτα Μπουμη-Παπα

Όντρεϊ Χέπμπορν ( 4 Μαΐου 1929 – 20 Ιανουαρίου 1993)

 

Photo of Audrey Hepburn by Bud Fraker.


Η Όντρεϊ Χέπμπορν (αγγλικά: Audrey Hepburn, 4 Μαΐου 1929 – 20 Ιανουαρίου 1993) ήταν Βρετανίδα ηθοποιός, μία από τις πλέον φημισμένες παγκοσμίως τον 20ό αιώνα. Βραβευμένη με Όσκαρ, Τόνυ, Έμμυ και Γκράμι εμφανίστηκε σε πολυάριθμες παραγωγές του θεάτρου, του κινηματογράφου και σε παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ, ενώ παραμένει ένα από τα λιγοστά άτομα που έχουν κερδίσει και τα τέσσερα βραβεία. Το 1989 κατετάγη στην τρίτη θέση της λίστας των μεγαλύτερων γυναικών σταρ όλων των εποχών από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Επίσης αποτέλεσε για πολλά χρόνια σύμβολο της μόδας, καθώς το στιλ της ήταν παροιμιώδους κομψότητας, ενώ αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής της σε ανθρωπιστικά έργα. Από το 1986 μέχρι και το θάνατό της υπηρέτησε ως Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της UNICEF και τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας για το έργο της.

Γεννημένη ως Όντρεϊ Καθλήν Ράστον, σε έναν δήμο των Βρυξελλών, ήταν το μοναδικό παιδί του Ιρλανδού τραπεζίτη Τζόζεφ Βίκτορ Άντονι Ράστον από τη δεύτερη σύζυγό του, την πρώην Βαρόνη Έλλα φαν Χέεμστρα, μια Ολλανδέζα αριστοκράτισσα που ήταν κόρη ενός πρώην κυβερνήτη της Ολλανδικής Γουιάνας. Ο πατέρας της αργότερα προσέθεσε το επώνυμο της γιαγιάς του από την πλευρά της μητέρας του, της Καθλήν Χέπμπορν, στο οικογενειακό επώνυμο. Οπότε το επώνυμο της Όντρεϊ έγινε Χέπμπορν – Ράστον. Είχε δύο ετεροθαλείς αδερφούς από τον πρώτο γάμο της μητέρας της με έναν Ολλανδό ευγενή. Ήταν απόγονος του Βασιλιά Εδουάρδου Γ' της Αγγλίας και του Σκωτσέζου βασιλικού συζύγου της Μαρίας Στιούαρτ Τζέημς Χέπμπορν, 4ου κόμη του Μπόθγουελ, από τον οποίο ίσως να καταγόταν και η ηθοποιός Κάθριν Χέπμπορν.

Το γεγονός ότι ο πατέρας της εργαζόταν σε μια βρετανική ασφαλιστική εταιρεία σήμαινε πως η οικογένεια θα έπρεπε να μετακομίζει ανάμεσα στις Βρυξέλλες, την Αγγλία και την Ολλανδία. Από το 1935 μέχρι το 1938 η Χέπμπορν φοίτησε σε μια ιδιωτική ακαδημία για κορίτσια στο Κεντ. Το 1935 οι γονείς της πήραν διαζύγιο και ο πατέρας της, που προσέκειτο στους Ναζί, άφησε την οικογένεια (και οι δύο γονείς ήταν μέλη της Βρετανικής Φασιστικής Ενώσεως στα μέσα της δεκαετίας του '30 σύμφωνα με τη Γιούνιτι Μίτφορντ, φίλη της Έλλα και οπαδού του Αδόλφου Χίτλερ). Χρόνια μετά η ηθοποιός ανέφερε αυτήν την περίοδο ως την πιο τραυματική της ζωής της. Αργότερα εντόπισε τον πατέρα της στο Δουβλίνο διαμέσου του Ερυθρού Σταυρού. Διατήρησε επαφή μαζί του και τον υποστήριζε οικονομικά μέχρι και το θάνατό του. Το 1939 η μητέρα της πήρε την απόφαση να μετακομίσει μαζί με τα παιδιά της στο σπίτι του παππού τους στο Άρνεμ της Ολλανδίας. Η Έλλα πίστευε πως η Ολλανδία ήταν ασφαλής από γερμανική εισβολή. Η Χέπμπορν φοίτησε στο Ωδείο του Άρνεμ από το 1939 μέχρι και το 1945 όπου και μυήθηκε στο μπαλέτο μαζί με τα καθημερινά της μαθήματα.

Το 1940 οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ολλανδία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Χέπμπορν υιοθέτησε το ψεύτικο όνομα Ίντα φαν Χέεμστρα, αλλάζοντας τα έγγραφα της μητέρας της γιατί ένα όνομα που ακουγόταν έντονα αγγλικό θεωρήθηκε επικίνδυνο. Αυτό δεν ήταν ποτέ επίσημο νομικά το όνομά της. Πρόκειται για απλή παράφραση του ονόματος της μητέρας της.

Μέχρι το 1944 η Χέπμπορν είχε εξελιχθεί σε πολύ καλή μπαλαρίνα. Μυστικά χόρευε σε συγκεντρώσεις για να μαζέψει χρήματα για την ολλανδική αντίσταση. Αργότερα δήλωσε πως «το καλύτερο κοινό που είχα ποτέ δεν έκανε τον παραμικρό ήχο στο τέλος της παράστασής μου».

Μετά την Απόβαση των Συμμαχικών Δυνάμεων στη Νορμανδία η κατάσταση δυσκόλεψε στη γερμανοκρατούμενη Ολλανδία. Κατά τη διάρκεια του λιμού το χειμώνα του 1944 οι Γερμανοί κρατούσαν την περιορισμένη τροφή και καύσιμη ύλη των Ολλανδών για τις δικές τους ανάγκες. Χωρίς θέρμανση στα σπίτια τους ούτε φαγητό, οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και το κρύο στους δρόμους. Οι Χέπμπορν όπως και αρκετοί άλλοι αναγκάζονταν να φτιάχνουν αλεύρι από βολβούς τουλίπας για να φτιάξουν πίτες και μπισκότα. Το Άρνεμ καταστράφηκε κατά τη διάρκεια αεροπορικών επιδρομών. Ο θείος και ο ξάδερφος της μητέρας της Χέπμπορν εκτελέστηκαν μπροστά της γιατί έλαβαν μέρος στην Αντίσταση. Ο ετεροθαλής αδερφός της Ίαν πέρασε κάποιο διάστημα σε γερμανικό στρατόπεδο εργασίας. Υποφέροντας από υποσιτισμό, η Χέπμπορν εμφάνισε οξεία αναιμία, αναπνευστικά προβλήματα και οίδημα.

Το 1991 η Χέπμπορν είπε: «Έχω αναμνήσεις. Περισσότερες από μία φορές βρέθηκα στο σταθμό βλέποντας τρένα γεμάτα Εβραίους που μεταφέρονταν, βλέποντας όλα αυτά τα πρόσωπα από την κορυφή του βαγονιού. Θυμάμαι πολύ έντονα, ένα μικρό αγόρι να στέκεται με τους γονείς του στην αποβάθρα, πολύ χλωμό, πολύ ξανθό, να φορά ένα παλτό πολύ μεγάλο για εκείνο, και μπήκε στο τρένο. Ήμουν ένα παιδί που παρατηρούσε ένα παιδί».

Η Χέπμπορν είχε επίσης πολλές ομοιότητες με την Άννα Φρανκ. «Είχα ακριβώς την ίδια ηλικία με την Άννα Φρανκ. Ήμαστε και οι δύο δέκα ετών όταν ξέσπασε ο πόλεμος και δεκαπέντε όταν έλαβε τέλος. Μου δόθηκε το βιβλίο στα Ολλανδικά, το 1946 από έναν φίλο – και με καταρράκωσε. Το κάνει σε πολλούς ανθρώπους όταν το διαβάζουν για πρώτη φορά αλλά εγώ δεν το διάβαζα ως βιβλίο, αλλά σαν τυπωμένες σελίδες. Αυτή ήταν η ζωή μου. Δεν γνώριζα τι επρόκειτο να διαβάσω. Ποτέ δεν ήμουν η ίδια ξανά, με επηρέασε πολύ βαθιά».

«Είδαμε αντίποινα. Είδαμε νέους άντρες να τοποθετούνται μπροστά σε έναν τοίχο και να πυροβολούνται και έκλειναν το δρόμο και μετά τον άνοιγαν και μπορούσες να περάσεις και πάλι. Αν διαβάσεις το ημερολόγιο, σημείωσα ένα κομμάτι όπου γράφει «Πέντε όμηροι εκτελέστηκαν σήμερα». Ήταν η μέρα που εκτέλεσαν το θείο μου. Και στα λόγια αυτού του παιδιού διάβαζα αυτό που ήταν μέσα μου και ακόμη είναι εκεί. Ήταν μια κάθαρση για μένα. Αυτό το παιδί, το κλειδωμένο σε τέσσερις τοίχους, έγραψε μια πλήρη περιγραφή όσων έζησα και ένιωσα».

Εκείνη η εποχή δεν αποτελείτο μονάχα από μελανά σημεία και μπόρεσε να χαρεί και κομμάτι από την παιδική της ηλικία. Φτιάχνοντας και πάλι παραλληλισμούς με την Άννα Φρανκ η Χέπμπορν είπε: «Αυτό το πνεύμα επιβίωσης είναι τόσο δυνατό στα λόγια της Άννας Φρανκ. Σε μια στιγμή γράφει «Έχω πέσει σε μεγάλη κατάθλιψη». Την επόμενη πως θα ήθελε να καβαλήσει ένα ποδήλατο. Είναι σίγουρα σύμβολο του παιδιού σε πολύ δύσκολες περιστάσεις, που είναι αυτό στο οποίο αφιερώνω όλο μου το χρόνο. Υπερβαίνει το θάνατό της».

Μέρος του χρόνου της η Όντρεϊ το περνούσε ζωγραφίζοντας. Κάποια από τα σχέδιά της μπορεί να τα δει κανείς μέχρι τις μέρες μας.

Όταν η χώρα ελευθερώθηκε από τις Συμμαχικές Δυνάμεις ακολούθησαν τα καμιόνια της Διαχείρισης Ανακούφισης και Αναμόφωσης των Ηνωμένων Εθνών. Η Χέπμπορν είπε σε μια συνέντευξη πως ήπιε ένα ολόκληρο τενεκεδάκι συμπυκνω-μένου γάλατος και κατόπιν αρρώστησε από τα πρώτα της γεύματα γιατί έβαλε στο πιάτο της υπερβολικά πολλή ζάχαρη.Αυτές οι εμπειρίες την οδήγησαν στο να συμμετέχει στο έργο της UNICEF αργότερα στη ζωή της.



Με τον ηθοποιό Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία "Διακοπές στη Ρώμη (Roman Holiday)" το 1953.

Η Αρχή της Καριέρας της

Το 1945 μετά τον πόλεμο η Χέπμπορν άφησε το Κονσερβατόριο του Άρνεμ και μετακόμισε στο Άμστερνταμ όπου παρακολούθησε μαθήματα μπαλέτου με τη Σόνια Γκάσκελ. Το 1948 η Χέπμπορν πήγε στο Λονδίνο και παρακολούθησε μαθήματα με την αναγνωρισμένη Μαρί Ράμπερτ. Η Χέπμπορν τελικά ρώτησε τη Ράμπερτ σχετικά με το μέλλον της. Εκείνη τη διαβεβαίωσε πως αν εξακολουθούσε να δουλεύει σκληρά εκεί θα είχε μια θαυμάσια καριέρα, αλλά εξαιτίας του ύψους της και της κακής διατροφής της κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν θα κατάφερνε να γίνει πρίμα μπαλαρίνα. Η Χέπμπορν εμπιστεύτηκε την κρίση της δασκάλας της και αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, μια καριέρα στην οποία είχε τουλάχιστον μια ευκαιρία να πετύχει. Αφού η Χέπμπορν έγινε διάσημη, η Ράμπερτ είπε σε μια συνέντευξη πως «ήταν θαυμάσια μαθήτρια. Αν είχε θελήσει να αντέξει στο χώρο, θα γινόταν εξαιρετική μπαλαρίνα». Δυστυχώς η μητέρα της Χέπμπορν εργαζόταν ως υπηρέτρια για να στηρίζει την οικογένειά της. Η Χέπμπορν είχε ανάγκη τα χρήματα και έπρεπε να βρει δουλειά με απολαβές. Αφού όλη της τη ζωή είχε εκπαιδευτεί στο χώρο του θεάματος, η υποκριτική έμοιαζε το επόμενο λογικό βήμα. Είπε «χρειαζόμουν τα χρήματα. Με πλήρωναν τρεις λίρες παραπάνω σε σχέση με τις δουλειές μπαλέτου».

Η καριέρα της ως ηθοποιού ξεκίνησε με την εκπαιδευτική ταινία: «Dutch in Seven Lessons» (Ολλανδικά σε επτά μαθήματα). Έπειτα εμφανίστηκε σε μουσικές παραστάσεις όπως το «High Button Shoes» και «Sauce Piquante». Ο πρώτος της ρόλος στον κινηματογράφο ήταν στη βρετανική ταινία «One Wild Oat» όπου και υποδύθηκε μια ρεσεψιονίστ. Έπαιξε αρκετούς μικρούς ρόλους στις ταινίες «Young Wives’ Tale», «Laughter in Paradise», «The Lavender Hill Mob» και «Monte Carlo Baby». Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Monte Carlo Baby» η Χέπμπορν επιλέχτηκε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του Μπρόντγουεϊ με τίτλο «Gigi» που έκανε πρεμιέρα στις 24 Νοεμβρίου 1951 στο Θέατρο Φούλτον και διήρκεσε για 219 παραστάσεις. Η συγγραφέας Σιντονί – Γκαμπριέλ Κολέτ την πρώτη στιγμή που την είδε αναφώνησε: «voilà! Να η Gigi μας!». Κέρδισε ένα Βραβείο Theatre World για το ντεμπούτο της που παιζόταν με επιτυχία για έξι μήνες.

Η πρώτη αξιοπρόσεκτη εμφάνισή τη στον κινηματογράφο ήταν το 1952 στην ταινία «Secret People» όπου και υποδύθηκε μια σπουδαία μπαλαρίνα. Όπως ήταν φυσικό η Χέπμπορν έκανε η ίδια όλα τα χορευτικά που απαιτούνταν. Ο πρώτος της πρωταγωνιστικός ρόλος και μάλιστα σε Αμερικανική ταινία ήταν μαζί με τον Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία «Διακοπές στη Ρώμη» (Roman Holiday). Οι παραγωγοί αρχικά ήθελαν την Ελίζαμπεθ Τέιλορ για το ρόλο, αλλά ο σκηνοθέτης Γουίλιαμ Γουάιλερ εντυπωσιάστηκε τόσο με το δοκιμαστικό της Χέπμπορν (η κάμερα συνέχισε να γράφει και το υλικό που δείχνει τη Χέπμπορν να απαντά σε ερωτήσεις, χωρίς να γνωρίζει πως η συνομιλία καταγραφόταν, δείχνει το ταλέντο της), και την επέλεξε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Γουάιλερ είπε, «Είχε όλα όσα έψαχνα: Γοητεία, αθωότητα και ταλέντο. Ήταν επίσης πολύ αστεία. Ήταν απολύτως μαγευτική, και είπαμε, “Αυτό είναι το κορίτσι!”».



Η ταινία επρόκειτο να έχει το όνομα του Γκρέγκορι Πεκ πάνω από τον τίτλο με μεγάλα γράμματα, αναγράφοντας «παρουσιάζοντας την Όντρει Χέπμπορν» από κάτω. Όταν τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν, ο Πεκ κάλεσε τον ατζέντη του και, προβλέποντας σωστά πως η Χέπμπορν θα κέρδιζε το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, ζήτησε να αλλαχτεί η συμφωνία και να γραφτεί το όνομα της ηθοποιού επίσης πάνω από τον τίτλο και σε ίδια γραμματοσειρά με τη δική του. Η Χέπμπορν και ο Πεκ έγιναν φίλοι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, και φήμες τους ήθελαν να αναπτύσσουν ειδύλλιο. Και οι δύο το αρνήθηκαν. Η Χέπμπορν, ωστόσο, προσέθεσε, «για να πούμε την αλήθεια, πρέπει να είσαι και λίγο ερωτευμένη με το συμπρωταγωνιστή σου, και το αντίστροφο. Αν πρόκειται να απεικονίσεις την αγάπη, πρέπει να την αισθάνεσαι. Δεν μπορείς να το κάνεις με άλλο τρόπο. Μα δεν το μεταφέρεις εκτός πλατό». Εξαιτίας της άμεσης δημοσιότητας που της έφερε η ταινία «Roman Holiday», η εικόνα της Χέπμπορν τοποθετήθηκε στο εξώφυλλο για τις 7 Σεπτεμβρίου 1953 του περιοδικού TIME.

Η ερμηνεία της Χέπμπορν δέχτηκε πολύ καλές κριτικές. Ο Α.Χ. Γουέιλερ τόνισε στους New York Times, «Παρόλο που δεν είναι ακριβώς πρωτοεμφανιζόμενη στις ταινίες, η Όντρει Χέπμπορν, η Βρετανίδα ηθοποιός που πρωταγωνίστησε για πρώτη φορά με τον ρόλο της Πριγκίπισσας Άννας, έχει μια λεπτή και ποθητή ομορφιά εξωτικού, εναλλασσόμενα βασιλική και παιδική ενώ εκτιμά βαθιά τις καινούριες και απλές απολαύσεις και την αγάπη. Παρόλο που χαμογελά με θάρρος αναγνωρίζοντας το τέλος αυτής της σχέσης, παραμένει μια μοναχική φιγούρα άξια οίκτου που αντιμετωπίζει ένα ζοφερό μέλλον». Η Χέπμπορν αργότερα δήλωσε πως το «Roman Holiday» υπήρξε η αγαπημένη της ταινία, γιατί ήταν αυτή που την έκανε σταρ.

Μετά από γυρίσματα τεσσάρων μηνών για την ταινία αυτή, η Χέπμπορν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και για οχτώ μήνες έδινε παραστάσεις με το «Gigi». Το έργο ανέβηκε στο Λος Άντζελες και το Σαν Φρανσίσκο τον τελευταίο του μήνα. Στη Χέπμπορν δόθηκε ένα συμβόλαιο για επτά ταινίες με την Paramount με δώδεκα μήνες ανάμεσα στα γυρίσματα για τη δουλειά της στο σανίδι.

Η Σίρλεϊ Μακ Λέιν και η Όντρει Χέπμπορν στην ταινία “Οι Ψίθυροι” (1961)


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ - ΤΣΙΟΥΛΠΑ"Οι ήχοι"



Συγχώρα με
Επιθυμία μου να ταξιδεύω με τους πόνους μου
Μόνο τούτος ο ήχος με τραβάει σαν μαγνήτης.
Μόνο που μ’ αγγίζει, καταλαβαίνω,
ποια ρότα θα χαράξει το σκαρί μου!
Μπορεί και μια και δυο και μήνα ολάκερο
να παραδέρνω μέσα σε κουτιά φορτία ,
αναλγητικά του ταξιδιού μου.
Συγχώρα με
γιατί δεν με αγγίζει ο ήχος του βιολιού.
Εσύ ταξιδεύεις με ρότα
τα τραγούδια που δεν χορταίνεις ν’ ακούς.
Το μαρτυρούν τα χείλη σου
που ψιθυρίζουν στ’ αυτιά σου
τα τραγούδια σου.
Κι εγώ με άφτερες ελπίδες
θα σκύβω, ίσως με παράπονο,
στον δικό μου καημό.
Συγχώρα με.

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά








ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ - ΤΣΙΟΥΛΠΑ "Το κόκκινο της παπαρούνας"



Ω γλυκύ μου έαρ
Το κόκκινο της παπαρούνας ,μήνυμα ελπίδας
στης Άνοιξης τον ερχομό.
Η φωνή της φύσης το τραγούδι σου,
γλυκόλαλο αηδόνι,
οι τρίλιες σου, νότες μελωδικές ,
ποίηση που σαγηνεύει ,
μαγεύει σε μια στιγμή
στην αιωνιότητα της πρόσκαιρης ζωής μας!
Ω γλυκύ μου έαρ, πέτρωσε η καρδιά μου
στο γκρίζο του χειμώνα!
Τώρα, κάπου γελάει η σιωπή,
κι απλώνω το χέρι
να μαζέψω φως, θάλασσα, ομορφιά!

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά


η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο



Carpe " Αποκαθήλωση..."



Εξόριστος απ' το παράπτωμα του πάθους

θρηνώ τα μελαγχολικά πρωινά.

Η φαιδρότητα ζει παντού

χωρίς σύνορα.

Η τέφρα των αισθημάτων

σκορπίζεται καθημερινά,

μας δένει,

καταργεί την κατάφαση της ζωής.

Με δυσκολία διακρίνω

την αγχόνη της πίκρας.

Στα μάτια μου

η αποκαθήλωση των παθών

εκτυλίσσεται στο διηνεκές.

Ο αιμάτινος χιτώνας

πετάχτηκε στη γη

ένα σκίρτημα ξεπρόβαλε

απ' τα κατακόκκινα σπλάχνα της.

Carpe.
...


Φωτογραφία από https://alldayschool.blogspot.com/


ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Προμηθέας – Χριστός: Οι πάσχοντες «θεοί» "

 


α. «τόνδε προς πέτραις/ υψηλοκρήμνοις τον λεωργόν οχμάσαι/ αδαμαντίνων δεσμών εν αρρήκτοις πέδαις» (Αισχύλος «Προμηθεύς Δεσμώτης», στ. 4-6, τον πανούργο τούτον να τον καρφώσεις εκεί πάνω στα βράχια τ’ αψηλόγκρεμνα, δεμένον μ’ ατσάλινα δεσμά που να μη σπάνε).

β. «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασιν την γην κρεμάσας» (Από τα πάθη του Χριστού, Μ. Πέμπτη και Παρασκευή).

Στη μυθολογία και στη θρησκεία πολλών λαών ανευρίσκεται η εικόνα του «πάσχοντα ανθρώπου» ή και Θεού. Οι άνθρωποι αρέσκονται να πιστεύουν πως κάποιος άνθρωπος ή θεός τους προστατεύει ή και τους σώζει. Τα πάθη τους δεν επιβεβαιώνουν μόνο το μέγεθος της θυσίας και της προσφοράς τους αλλά και την εγγενή αδυναμία των ανθρώπων να υπερβούν το φόβο και την αγωνία που απορρέουν από τη συνειδητοποίηση της περατότητάς τους (θνητά όντα).

«Θνητούς γ’ έπαυσα μη προδέρκεσθαι μόρον», (Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης»)// «Θανάτω θάνατον πατήσας… ο σταυρόν υπομείνας και τον θάνατον καταργήσας», (Υμνολογία του Μ. Σαββάτου).

Τόσο ο Προμηθέας όσο και ο Χριστός προβάλλουν εμφαντικά ότι απομάκρυναν τον άνθρωπο (απελευθέρωσαν;) από το φόβο του θανάτου. Όχι βέβαια ότι ανέτρεψαν τους φυσικούς νόμους, αλλά ότι έδωσαν στο ανθρώπινο γένος τη δυνατότητα να υπερβαίνει το διαρκή φόβο της θνητότητάς του. Το θεμελιακό αυτό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης ύπαρξης δεν το έσβησαν με την «αθανασία», αλλά με τα κατάλληλα δώρα που δεν είναι άλλα από τη γνώση – αποδοχή της αντικειμενικής πραγματικότητας και την αυτογνωσία. Ο άνθρωπος μόνον όταν γνωρίζει και αποδέχεται την αλήθεια μπορεί να την διαχειριστεί επ’ ωφελεία του.

Ωστόσο η ταύτιση της «προσφοράς» προς τον άνθρωπο συνοδεύτηκε από το φρικτό μαρτύριο του Προμηθέα κι από τον σταυρικό «θάνατο» του Χριστού. Αυτό το παράλληλο πάθος καταδεικνύει την διαχρονική ανάγκη του θνητού ανθρώπου να πιστεύει πως η σωτηρία του είναι προϊόν κάποιου «πάσχοντος θεού». Τέτοια στοιχεία θρησκευτικού συγκρητισμού μπορούμε να βρούμε πολλά στα αρχαία και εκκλησιαστικά κείμενα. Ανεξάρτητα από το εάν τα ευρήματα αυτά παραβιάζουν τους κανόνες του ορθολογισμού (ως πυρηνικού στοιχείου του ευρωπαϊκού διαφωτισμού), είναι σημαντικό για τον άνθρωπο να γνωρίζει τις αντιλήψεις που προηγήθηκαν για τη «θυσία» - πάθη των θεών του.

Μεσσιανικές προσδοκίες

Οι μεσσιανικές προσδοκίες πλάθουν ιστορίες που αφηγούνται τον ηρωισμό ανδρών, ημίθεων ή και θεών που υποφέρουν πολλά για χάρη των ανθρώπων. Οι πρωταγωνιστές τέτοιων πράξεων που αγγίζουν τα όρια της αυτοθυσίας χαρακτηρίζονται από μια απέραντη αγάπη για τους ανθρώπους και πασχίζουν για τη σωτηρία τους ή και την πρόοδό τους. Συγκρούονται με δυνάμεις υπέρτερες ή και αντιμάχονται την κακότητα κάποιων ανθρώπων που απεργάζονται την πτώση και τη δουλεία των συνανθρώπων τους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνεύεται η ψυχολογία των ανθρώπων να περιμένουν κάποιο μεσσία για να τους απαλλάξει από τις ενοχές, τις φοβίες και τα λάθη τους και να τους βοηθήσει να νιώσουν σίγουροι για τον εαυτό τους και το μέλλον τους. Γι’ αυτό και δυσκολεύονται σε μια ύστερη φάση να ξεχωρίσουν το μυθικό στοιχείο από το πραγματικό και το ορθολογικό. Η πίστη θεριεύει και συνδράμει καταλυτικά στη βίωση ενός αισθήματος ασφάλειας που απελευθερώνει τη θέληση για επιβίωση και δημιουργία. Νιώθει προστατευμένος από μια δύναμη στον αγώνα του να αντέξει τα δεινά που απορρέουν από τις πολυποίκιλες αναγκαιότητες (βιολογικές, κοινωνικές…).

 

Τα πάθη του Προμηθέα και του Χριστού

Ιδανικοί ενσαρκωτές όλων των παραπάνω εικόνων και σκέψεων δύο εμβληματικά πρόσωπα που τα πάθη και η εκούσια θυσία τους σημάδεψαν την πνευματική και ηθική πορεία του ανθρώπου και του κόσμου. Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ και ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Ένας ημίθεος – Τιτάνας κι ένας «Θεός». Πολλά είναι τα στοιχεία που τους ενώνουν όπως πολλά είναι κι αυτά που τους διαφοροποιούν. Το βασικό κοινό σημείο και των δυο είναι ότι συνενώνουν το θεϊκό και το ανθρώπινο στοιχείο: Ίσως, όμως, το στοιχείο που τους κατέστησε σύμβολο παγκόσμιο και πανανθρώπινο είναι τα πάθη τους για χάρη του ανθρώπου.


Ο Προμηθέας καρφωμένος στον Καύκασο, ο Χριστός σταυρωμένος στο Γολγοθά. Ο συμβολισμός είναι φανερός. Είναι η καρφωμένη και σταυρωμένη ανθρωπότητα, που πρέπει να απαλλαγεί από τα δεσμά της που άλλοι χάλκευσαν γι’ αυτήν ή και η «ίδια» με τα λάθη και την απρονοησία της. Προμηθέας και Χριστός πληρώνουν το τίμημα της αγάπης – προσφοράς τους στον αιώνιο άνθρωπο. Ο Προμηθέας εξομολογητικά δηλώνει: «Θνητοίς γαρ γέρα/ πορών ανάγκαις ταίσδ’ ενέζευγμαι τάλας˙», (Αισχύλος, «Προμηθεύς Δεσμώτης»,107…) - (Για τα δώρα/ που έδωσα στους ανθρώπους, μπήκα ο δόλιος/ σε τέτοια βάσανα).

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης παρουσιάζει το Χριστό ως «ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Α,29) και «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’έχη ζωήν αιώνιον. Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Γ, 16-17). Η αγάπη, λοιπόν, προς τον κόσμο και η σωτηρία αυτού συνιστούν τη βασική αιτία των παθών του Χριστού.

Και οι δυο, Προμηθέας και Χριστός, υφίστανται τα πάνδεινα, χωρίς παράπονα, γογγυσμό ή μίσος για τους διώκτες: «οράτε δεσμώτην με δύσποτμον Θεόν/….δια την λίαν φιλότητα βροτών» (Κοιτάχτε με δεσμώτη το βαριόμοιρο θεό,/… γιατί τους ανθρώπους αγάπησα τόσο, Αισχύλος, «Προμηθέας Δεσμώτης» στ 119-120,123) διακηρύσσει ο Προμηθέας, κι ας ένιωθε κάπως προδομένος από τους ανθρώπους και τους άλλους τιτάνες.

 

Η προδοσία

Το παράπονο του Προμηθέα αποδίδει με γλαφυρότητα ο Κ. Βάρναλης στο «φως που καίει» (Ο Μονόλογος του Μώμου): 

«Τους έσωσα κ’ εγώ μια φορά και πρόκοψα!… Έκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα. Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα. Τους ανέβασα ψηλά, ίσαμε τους θεούς. Κι αφτοί με προδώσανε».

Ανάλογη και η προδοσία του Χριστού από το μαθητή του Ιούδα «Και έτι αυτού λαλούντος ιδού Ιούδας…ο δε παραδιδούς αυτόν έδωκεν αυτοίς σημείον λέγων˙ ον αν φιλήσω, αυτός εστί, κρατήσατε αυτόν….», (Ματθαίος, ΚΣΤ 47-49). Την προδοσία του Ιούδα ακολούθησε η προδοσία και η εγκατάλειψη από τον όχλο «οι δε περισσώς έκραζον λέγοντες˙ σταυρωθήτω», (Ματθαίος, ΚΖ 24) και «οι δε εκραύγασαν˙άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν», (Ιωάννης, Ιθ 16).

Προμηθέας και Χριστός βάδισαν προς το Πάθος με συνείδηση, γνωρίζοντας τα πάντα κι γι’ αυτό δε λυγίζουν: «Ευ ‘γω ταύτα πάντ’ ηπιστάμην,/ εκών άκων ήμαρτον, ουκ αρνήσομαι˙/ θνητοίς αρήγων αυτός ηυρόμην πόνους», (Αισχύλος «Προμηθέας Δεσμώτης» 277-79, «Πολύ καλά τα γνώριζα όλα αυτά˙/ Το ‘θελα κι έφταιξα, ναι, δεν τ’ αρνιέμαι,/ και βρήκα συμφορές θνητούς βοηθώντας»).


Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός προοικονόμησε το τέλος του και προϊδέασε τους μαθητές του γι’ αυτό: «Και ήρξατο διδάσκειν αυτούς ότι δει τον υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν, και αποδοκιμασθήναι… και αποκτανθήναι, και μετά τρεις ημέρας αναστήναι», (Μάρκος, Η 32).  Ωστόσο, παντού διέβλεπε, ακόμη και στους μαθητές του, πως ο όχλος δεν είχε πειστεί για την ταυτότητα και το έργο – διδασκαλία του «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;», (Μάρκος, Η28).

Το μεγαλείο και των δυο «πασχόντων» συνίσταται στο γεγονός ότι γνώριζαν το τέλος το οποίο αντιμετώπισαν ως μια αναγκαιότητα: «πάντα προυξεπίσταμαι/ σκεθρώς τα μέλλοντα, ουδέ μοι ποταίνιον,/ πήμ’ ουδέν ήξει. Την πεπρωμένην δε χρη/ αίσαν φέρειν ως ράτσα, γιγνώσκονθ’ ότι/ το της ανάγκης έστ’ αδήριτον σθένος», (Καλά τα ξέρω όλα… Πρέπει την τύχη τη μοιρόγραφτη ο καθένας… να βαστάζει, μια και το ξέρει πόσο ανίκητη είναι της Ανάγκης η δύναμη», Αισχύλος «Προμηθεύς Δεσμώτης», 101-105).

Ο Χριστός έδειξε την αδυναμία του μόνον λίγο πριν εκπνεύσει λέγοντας το: «ηλί, ηλί, λιμά σαβαχθανί; Τούτ’ έστ’, Θεέ μου Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες;» (Ματθαίος, ΚΖ47). Ο ανθρώπινος θάνατος του Χριστού επισημαίνεται κι από τον υμνογράφο του Επιταφίου θρήνου: «Ως βροτός μεν θνήσκεις εκουσίως, Σωτήρ, ως Θεός δε τους θνητούς εξανέστησας εκ μνημάτων και βυθού αμαρτιών».

Ο συμβολισμός

Γενικότερα, περιδιαβαίνοντες το μύθο του Προμηθέα (Ησίοδος, Αισχύλος, Βάρναλης) μπορούμε να ανιχνεύσουμε σε αυτόν το σύμβολο του αγώνα του ανθρώπου ενάντια σε εκείνες τις δυνάμεις που τον κρατούν δέσμιο. Ο Προμηθέας εκπροσωπεί την Ηθική Ελευθερία και τη βαθιά επιθυμία του ανθρώπου για πρόοδο σε όλα τα επίπεδα (Υλικό, Πνευματικό…). Η πορεία, βέβαια, προς τη γνώση και την πρόοδο δεν συμβαίνει πάντα «ατιμωρητί». Ο άνθρωπος πρωταγωνιστής «πάσχει» και παθιάζεται.

Γνωρίζει, δηλαδή, πως η μετάβαση από το «βασίλειο της αναγκαιότητας» στο «βασίλειο της ελευθερίας» προϋποθέτει συνειδητοποίηση των ορίων των ανθρώπων αλλά και των θυσιών. Ο Προμηθέας ενσαρκώνει σε απόλυτο βαθμό αυτή τη συνειδητοποίηση. Εξάλλου η «πράξη που γεννά βάσανα» είναι παράλληλα «πράξη που γεννά ευτυχία».

Ο Χριστός στέκεται συγκαταβατικός απέναντι σε αυτούς που τον αδικούν και τους συγχωρεί «άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν». Είναι η έκφραση μιας αγάπης χωρίς όρους και όρια. Μια αγάπη που τόσο ο Προμηθέας όσο και ο Φρόιντ δεν αναγνωρίζουν. Σχετικά ο Προμηθέας διακηρύσσει «απλώ λόγω τους πάντας εχθαίρω θεούς,/ όσοι παθόντες ευ κακούσι μ’ εκδίκως».

Ο Βάρναλης στο «φως που καίει» παρουσιάζει τον Προμηθέα και το Χριστό να διαφωνούν σε πολλά και ο ένας να μην κατανοεί τη θυσία και τα παθήματα του άλλου. Ο Προμηθέας με τα δώρα στους ανθρώπους απέβλεπε στο λογικό του ανθρώπου (φωτιά, γλώσσα…), ενώ ο Χριστός στην αγάπη – καρδιά. Στη θέση – απάντηση του Προμηθέα «Αφτά δεν είναι λογικά πράματα!», ο Χριστός απαντά «Όσο ξανοίγεται η σκέψη, τόσο πιο στενέβουν οι καρδιές. Κι ο άνθρωπος χάνεται» (Κ. Βάρναλης, «το φως που καίει»).

Ωστόσο, το τέλος – θάνατος και των δυο συνοδεύουν τρομερά φυσικά γεγονότα «χθων σεσάλευται./ βρυχία δ’ ηχώ παραμυκάται/ βροντής», (Αισχύλος, «Προμηθεύς Δεσμώτης» 1095) και «…και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν..», (Ιωάννης, ΚΖ 52).

Πιο ανθρώπινος και πιο επιθετικός ο Προμηθέας υπερασπιζόμενος τα δίκαια του αιώνια «πάσχοντος» ανθρώπου ομολογεί με ένα ανθρώπινα δραματικό τρόπο: 

«ω μητρός εμής σέβας, ω πάντων/ αιθήρ κοινόν

φάος ειλίσσων,/ εσοράς ως έκδικα πάσχω»

(κοιτάξτε πόσο άδικα πάσχω).


https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/