Προσευχή πριν τη Θεία Κοινωνία στα Μέγαρα - Θεόδωρος Ράλλης
«Κυριακή. Θε μου σ’ ευχαριστούμε
Δέξου μας σαν πρόβατα στην αγκαλιά σου απολωλότα
Πολύ αμαρτήσαμε Κύριε, πολύ αδικήσαμε
Σαν άπιστοι θρηνούμε για τα επίγεια αγαθά μας
Λησμονήσαμε την αιωνίαν Άνοιξη του Παραδείσου
Στον Οίκο σου δεόμεθα συγχωρηθήναι ημάς
Σήμερα Κυριακή τας εντολάς σου ενθυμούμενοι
Μη μας εγκαταλείψεις Θε μου, εις το σκότος της αβύσσου.
(Άλλωστε, λίαν προσφάτως, προσεφέραμεν
Εις αρμοδίων εντολάς υπείκοντες,
Τον οβολόν μας διά την αναστήλωσιν του Ιερού Ναού Σου).»
(Μ. Αναγνωστάκης, Ποιήματα, εκδ. Νεφέλη)
Απόστολος Γεραλής (1886-1983), στην εκκλησία. 1914.
Θεοδόσης Βολκώφ - Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Του Ααρών Μνησιβιάδη
Μια προσευχή να πω. Μια προσευχή,
βγαλμένη απ’ των βουβώνων μου τον σάλο
κι από των σπλάχνων μου την ταραχή.
Με τη σπασμένη μου φωνή να ψάλω
αυτό που υπήρξε ανέλπιστα μεγάλο
και γέννησε τον Ίμερο της Λέξης…
Μα τώρα, Πρίγκιπα, βουβός ασχάλλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
Σ’ εσένα, Μαύρε Πρίγκιπα, Εραστή,
που φλέγεσαι απ’ τη μελανή σου άλω,
του γυναικείου ζώου δαμαστή,
προσεύχομαι· μα τι να καταβάλω
στον οχεικό παραδομένος ζάλο
ως τίμημα… Τη νύχτα αυτή ας στέρξεις…
Το σώμα της. Δεν θέλω τίποτ’ άλλο.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
Πρίγκιπα, Εραστή και Ποιητή,
τις λέξεις σού αποδίδω που θα βγάλω
από το νικημένο μου κορμί
όπως μαζί μαραίνομαι και θάλλω.
Δεν θέλω πια ως Λόγος ν’ αναπάλλω.
Μα, Πρίγκιπα, γοργός ας με συντρέξεις.
Τον ποιητή γυρεύω ν’ αποβάλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
Πρίγκιπα, ηττήθηκα. Το πνεύμα εάλω.
Κι αν δεν μπορείς σ’ αυτή να μ’ επιστρέψεις,
ζητώ τουλάχιστον σιωπή – κι ας σφάλλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
© Θεοδόσης Βολκώφ
Του Ααρών Μνησιβιάδη
Μια προσευχή να πω. Μια προσευχή,
βγαλμένη απ’ των βουβώνων μου τον σάλο
κι από των σπλάχνων μου την ταραχή.
Με τη σπασμένη μου φωνή να ψάλω
αυτό που υπήρξε ανέλπιστα μεγάλο
και γέννησε τον Ίμερο της Λέξης…
Μα τώρα, Πρίγκιπα, βουβός ασχάλλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
Σ’ εσένα, Μαύρε Πρίγκιπα, Εραστή,
που φλέγεσαι απ’ τη μελανή σου άλω,
του γυναικείου ζώου δαμαστή,
προσεύχομαι· μα τι να καταβάλω
στον οχεικό παραδομένος ζάλο
ως τίμημα… Τη νύχτα αυτή ας στέρξεις…
Το σώμα της. Δεν θέλω τίποτ’ άλλο.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
Πρίγκιπα, Εραστή και Ποιητή,
τις λέξεις σού αποδίδω που θα βγάλω
από το νικημένο μου κορμί
όπως μαζί μαραίνομαι και θάλλω.
Δεν θέλω πια ως Λόγος ν’ αναπάλλω.
Μα, Πρίγκιπα, γοργός ας με συντρέξεις.
Τον ποιητή γυρεύω ν’ αποβάλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
Πρίγκιπα, ηττήθηκα. Το πνεύμα εάλω.
Κι αν δεν μπορείς σ’ αυτή να μ’ επιστρέψεις,
ζητώ τουλάχιστον σιωπή – κι ας σφάλλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
© Θεοδόσης Βολκώφ
Βάσος Γερμενής - Προσευχή
«Κύριε, που στέλνεις τη βροχή στους σπόρους και τον ἥλιο στη μήτρα τῆς μητέρας, που ἀποκρίνεσαι στο βέλασμα τοῦ ἀρνιοῦ με το οὐράνιο τόξο πάνω ἀπό τη χλόη, που ἀπό ψηλά εὐλογεῖς, μέρα και νύχτα, τῶν ἔναστρων ἀχτῶν την ἀνανέωση το φῶς και την ἀνάπτυξη μυριάδων διάφορων λουλουδιῶν – ἂς μην ἀκούσεις ποτέ το βέλασμά μου!… Ὅμως, Κύριέ μου τη δύση αὐτή μπορεῖς να μοῦ στερήσεις μ’ ὅποια σου δυστυχία; Τα δάκρυα τοῦτα που βγαίνουν ἀπό βάθη πιο γαλάζια κι ἀπ’ τις πηγές τῆς ἄνοιξης, μπορεῖς, Κύριε, να τα ἐμποδίσεις; Κοίταξέ με πως ἐπιμένω πίσω ἀπ’ τις τροχιές τῶν τελευταίων πλασμάτων σου! Εἶναι μάταιο να με κουράζεις πιότερο! Ἄφησέ με με ἥσυχη ἀναπνοή κάτω ἀπ’ το κλῆμα τῶν ἄστρων σου να κλάψω… Δε μπορῶ, Κύριε μου, να μισήσω! Ἀγάπησέ με!»
(Από το ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ, 1939)
Ινδιάνικη Προσευχή
Ω Μεγάλο Πνεύμα, που τη φωνή Σου ακούω στους ανέμους
και που η πνοή Σου δίνει στους πάντες ζωή,
εισάκουσέ με.
Σε Σένα έρχομαι ως ένα απʼ τα πολλά παιδιά Σου·
είμαι αδύναμος… είμαι μικρός… Χρειάζομαι τη δύναμη
και τη σοφία Σου.
Άσε με να βαδίσω στην ομορφιά και κάνε τα μάτια μου
πάντα να βλέπουν τʼ άλικα και τα μαβιά ηλιοβασιλέματα.
Κάνε τα χέρια μου να σέβονται όσα έπλασες
και κάνε μου οξεία την ακοή, ώστε νʼ ακούω τη φωνή Σου.
Κάνε με σοφό, ώστε να εννοώ αυτά που
στον λαό μου δίδαξες
και τα μαθήματα που έκρυψες σε κάθε φύλλο και σε κάθε πέτρα.
Ζητώ σοφία και δύναμη,
όχι για νά ʽμαι ανώτερος των αδελφών μου, αλλά για να μπορώ
να πολεμώ τον πιο μεγάλο μου εχθρό, τον ίδιο εμένα.
Δώσε να είμαι πάντα έτοιμος να παρουσιαστώ ενώπιόν Σου
με χέρια καθαρά και μάτι ευθύ,
ώστε η ζωή σαν σβήνεται και ξεθωριάζει ηλιοβασίλεμα ίδια,
το πνεύμα μου νά ʽρθει σε Σένα
χωρίς ντροπή.
© Mεταγραφή: Θεοδόσης Βολκώφ
Ω Μεγάλο Πνεύμα, που τη φωνή Σου ακούω στους ανέμους
και που η πνοή Σου δίνει στους πάντες ζωή,
εισάκουσέ με.
Σε Σένα έρχομαι ως ένα απʼ τα πολλά παιδιά Σου·
είμαι αδύναμος… είμαι μικρός… Χρειάζομαι τη δύναμη
και τη σοφία Σου.
Άσε με να βαδίσω στην ομορφιά και κάνε τα μάτια μου
πάντα να βλέπουν τʼ άλικα και τα μαβιά ηλιοβασιλέματα.
Κάνε τα χέρια μου να σέβονται όσα έπλασες
και κάνε μου οξεία την ακοή, ώστε νʼ ακούω τη φωνή Σου.
Κάνε με σοφό, ώστε να εννοώ αυτά που
στον λαό μου δίδαξες
και τα μαθήματα που έκρυψες σε κάθε φύλλο και σε κάθε πέτρα.
Ζητώ σοφία και δύναμη,
όχι για νά ʽμαι ανώτερος των αδελφών μου, αλλά για να μπορώ
να πολεμώ τον πιο μεγάλο μου εχθρό, τον ίδιο εμένα.
Δώσε να είμαι πάντα έτοιμος να παρουσιαστώ ενώπιόν Σου
με χέρια καθαρά και μάτι ευθύ,
ώστε η ζωή σαν σβήνεται και ξεθωριάζει ηλιοβασίλεμα ίδια,
το πνεύμα μου νά ʽρθει σε Σένα
χωρίς ντροπή.
© Mεταγραφή: Θεοδόσης Βολκώφ
Νίκος Καββαδίας - Oι προσευχές των ναυτικών
Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ' ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οι Κούληδες με την βαριά βλακώδη τους μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.
Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.
Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ημών...»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
Lady Hamilton Praying Artwork By George Romney
« ΄Ακου Κύριε τον καλό σου φίλο
που αγαπά τους καρπούς και τους τάφους.
Εσύ είσαι ό,τι με συνδέει μ’ έναν καρπό και μ’ έναν τάφο.
Και τον καρπό ασχημίζω και τον τάφο.
Αλλ’ όμως είμαι θέλημά σου
γέννημα στην απέραντη καρδιά σου…
Δεν έχω ερωτήματα
και ταξιδεύω με κίνηση αργή προς τον Πατέρα.
Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα.
Και μάταια τα μάτια της σαρκός μου
Γλυκά που αγγίζονται με λουλούδια.
«Δεν έχεις ερωτήματα;» – μου λέει το φθαρτό.
Σελήνη φευγαλέα εσύ τάχα ρωτάς αυτή τη νύχτα;
Ή με ρωτούν τα νέφη που σε ακολουθούν;
Χαίρομαι την ευφορία του αργύρου σου
Και τη διαπερνώ με την πίστη.
Αυτή `ναι η αξία εμάς των σκουληκιών
Που δεν έχουμε παρά μονάχα ένα δρόμο…
Το χώμα είν’ η μοίρα μου αντίκρυ των άστρων.
Αγάπη όνειρο θαλασσί τύλιξέ με.
Ποια ευφροσύνη δεν σου παραστέκει;
Αγάπη, πράξη και ουσία του Θεού μου
σερνάμενο κι αν είμαι πλέω στη χαρά.»
(Ν. Καρούζος, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)
Νίκος Καρούζος -ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΣ ΡΑΚΕΝΔΥΤΟΣ
Ω Δία ερωτύλε που νεφελώνεις αιμάσσοντας
το ανδραγάθημα μηδενικού βλέμματος
αντίκρυ σ’ ομορφιά κι ασκήμια
μάστορα του κακού μ’ ένα καύμα έως του στήθους
με ημικύκλιο μυαλό για να μη μάθουμε ποτές
αν πράγματι ισχύει ο κύκλος
μέσα στο γνόφο της Μικρογένεσης που διασπαθίζει
πιθανότητες
ω επιφανέστατε των αστεριώνε, χαρτορίχτρα!
Ω Δία ερωτύλε που νεφελώνεις αιμάσσοντας
το ανδραγάθημα μηδενικού βλέμματος
αντίκρυ σ’ ομορφιά κι ασκήμια
μάστορα του κακού μ’ ένα καύμα έως του στήθους
με ημικύκλιο μυαλό για να μη μάθουμε ποτές
αν πράγματι ισχύει ο κύκλος
μέσα στο γνόφο της Μικρογένεσης που διασπαθίζει
πιθανότητες
ω επιφανέστατε των αστεριώνε, χαρτορίχτρα!
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ - CREDO (ως είθισται να λέμε λατινιστί)
Α
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν εκτός ουρανού/ φυγάς θεόθεν και αλήτης, Εμπεδοκλής / και επί γης /εξόριστος πάνω στη γη κ.λ.π. του Βωδελαίρου/.
Β
Πιστεύω εις ένα Υπολογιστήν εντός κεραυνού και δια της ύλης.
Γ
Υποφέροντας άχραντα /ουσιαστικόν/ ο Ποιητής ανατείνεται βραδυφλεγής αυτόχειρας εξυπακούοντας πολύωρους ύπνους.
Δ
Τα υποψήφια λάθη λιγοστεύοντας.
Ε
Ορατών τε πάντων και αοράτων ιερουργώντας την αποκρομμύωση.
Ζ
Ο Ποιητής έχει τίποτα /βλέπε τους αναχωρήσαντες/.
Η
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: η τρέλα μ’ αρέσει. γελοιοποιεί την ύπαρξη. ας ανάψω απ’ τη μάνα μου.
Θ
Συνταχτικό δεν το γνοιάζεται στην προσταγή της μουσικότητας. Μαζί και μ’ άλλες ακόμη λευτεριές, και τα νυ παίζονται κατά την έννοια ήχος οπουδήποτε. Π.χ. τον χειμώνα εδώ, το χειμώνα εκεί. δε θα ’ρθει δεν θα καταλαγιάσουμε, κ.λ.π. κ.λ.π.
Ι
Ο Ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση.
Κ
Κι αν είναι έλληνας οφείλει να σπουδάζει πάντοτε της Αττικής τη λεπτότητα, σε φως, βουνά, χωράφια και θάλασσα. Διδάσκει γλώσσα η λεπτότητα τούτη.
Λ
Κι αν είναι βαθιά πεπρωμένος ο Ποιητής εκφράζει το ανεξήγητο του εξηγητού. τυγχάνει νόμιμος διάδοχος του επιστήμονα και προκάτοχος του.
Μ
Στον αφρό δεν έχει διάρκεια. στο πατοκάζανο μαίνεται ο Ποιητής.
Ν
Φλογοδίαιτος και ποτέ ξελυτρωμένος.
Ξ
Ο Ποιητής κάποτε πρέπει να λέει: μεγάλη κατανάλωση παρουσίας γενείτε και λίγο μοναξιάρηδες!
Ο
Ο Ποιητής είναι αμφίφλοξ.
Π
Επιδέχεται θανάτους και αναστάσεις.
Ρ
Ακροθωρίζει και υπάρχει σε ξαφνοκοίταγμα.
Σ
Είναι ουραγός της μητέρας.
Τ
Ανέσπερος από ηλικία.
Υ
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: να συμπέσουν οι αγνότητες. Μέχρι την Κόρινθο του Σύμπαντος ή μακρύτερα.
Φ
Σε ανώτερη απελπισία.
Χ
Σε φαεινότερη πεμπτουσία.
Ψ
Σε μιαν αίσθηση που πτηνούται.
Ω
Συγχωρώντας τους πάντες.
Α
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν εκτός ουρανού/ φυγάς θεόθεν και αλήτης, Εμπεδοκλής / και επί γης /εξόριστος πάνω στη γη κ.λ.π. του Βωδελαίρου/.
Β
Πιστεύω εις ένα Υπολογιστήν εντός κεραυνού και δια της ύλης.
Γ
Υποφέροντας άχραντα /ουσιαστικόν/ ο Ποιητής ανατείνεται βραδυφλεγής αυτόχειρας εξυπακούοντας πολύωρους ύπνους.
Δ
Τα υποψήφια λάθη λιγοστεύοντας.
Ε
Ορατών τε πάντων και αοράτων ιερουργώντας την αποκρομμύωση.
Ζ
Ο Ποιητής έχει τίποτα /βλέπε τους αναχωρήσαντες/.
Η
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: η τρέλα μ’ αρέσει. γελοιοποιεί την ύπαρξη. ας ανάψω απ’ τη μάνα μου.
Θ
Συνταχτικό δεν το γνοιάζεται στην προσταγή της μουσικότητας. Μαζί και μ’ άλλες ακόμη λευτεριές, και τα νυ παίζονται κατά την έννοια ήχος οπουδήποτε. Π.χ. τον χειμώνα εδώ, το χειμώνα εκεί. δε θα ’ρθει δεν θα καταλαγιάσουμε, κ.λ.π. κ.λ.π.
Ι
Ο Ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση.
Κ
Κι αν είναι έλληνας οφείλει να σπουδάζει πάντοτε της Αττικής τη λεπτότητα, σε φως, βουνά, χωράφια και θάλασσα. Διδάσκει γλώσσα η λεπτότητα τούτη.
Λ
Κι αν είναι βαθιά πεπρωμένος ο Ποιητής εκφράζει το ανεξήγητο του εξηγητού. τυγχάνει νόμιμος διάδοχος του επιστήμονα και προκάτοχος του.
Μ
Στον αφρό δεν έχει διάρκεια. στο πατοκάζανο μαίνεται ο Ποιητής.
Ν
Φλογοδίαιτος και ποτέ ξελυτρωμένος.
Ξ
Ο Ποιητής κάποτε πρέπει να λέει: μεγάλη κατανάλωση παρουσίας γενείτε και λίγο μοναξιάρηδες!
Ο
Ο Ποιητής είναι αμφίφλοξ.
Π
Επιδέχεται θανάτους και αναστάσεις.
Ρ
Ακροθωρίζει και υπάρχει σε ξαφνοκοίταγμα.
Σ
Είναι ουραγός της μητέρας.
Τ
Ανέσπερος από ηλικία.
Υ
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: να συμπέσουν οι αγνότητες. Μέχρι την Κόρινθο του Σύμπαντος ή μακρύτερα.
Φ
Σε ανώτερη απελπισία.
Χ
Σε φαεινότερη πεμπτουσία.
Ψ
Σε μιαν αίσθηση που πτηνούται.
Ω
Συγχωρώντας τους πάντες.
Σαλβατόρε Κουαζίμοντο - Η Προσευχή
Γίνε αγαθός, αν θες ν’ ακούσεις τη φωνή μου,
και φίλησε το κατώφλι του σπιτιού σου.
Πάρε δύο λύχνους, ζεστούς όπως το στήθος των χελιδονιών,
και, κατά το λιόγερμα, όταν η όψη σου θα ’χει το το λυκόφως τ’ ουρανού
άνοιξε το κιγκλίδωμα του παραθύρου του γαλάζιου μου καταφυγίου,
και, μέσα στη σιωπή, πλεύρισέ με.
Θα σου πω για τ’ αφημένα μου όνειρα πάνω στα σκαλοπάτια,
πίσω από πόρτες κλειστές κι άγνωστες,
για όνειρα ανθισμένα σε κήπους φτωχούς,
δίχως τραγούδια, καταμεσής στα δηλητήρια.
Έπειτα, σιώπα κι επίστρεψε : η μουσική που κάτω απ’ τις μιμόζες
κοιμάται
θα ξυπνήσει για χάρη σου, μια που ασπάστηκες του σπιτιού σου το
[κατώφλι.
Γίνε αγαθός, αν θες ν’ ακούσεις τη φωνή μου,
και φίλησε το κατώφλι του σπιτιού σου.
Πάρε δύο λύχνους, ζεστούς όπως το στήθος των χελιδονιών,
και, κατά το λιόγερμα, όταν η όψη σου θα ’χει το το λυκόφως τ’ ουρανού
άνοιξε το κιγκλίδωμα του παραθύρου του γαλάζιου μου καταφυγίου,
και, μέσα στη σιωπή, πλεύρισέ με.
Θα σου πω για τ’ αφημένα μου όνειρα πάνω στα σκαλοπάτια,
πίσω από πόρτες κλειστές κι άγνωστες,
για όνειρα ανθισμένα σε κήπους φτωχούς,
δίχως τραγούδια, καταμεσής στα δηλητήρια.
Έπειτα, σιώπα κι επίστρεψε : η μουσική που κάτω απ’ τις μιμόζες
κοιμάται
θα ξυπνήσει για χάρη σου, μια που ασπάστηκες του σπιτιού σου το
[κατώφλι.
μετάφραση του Στάθη Κομνηνού
ZOYA PYLYPENKO Από https://www.businessnews.gr/
Θανάσης Κ. Κωσταβάρας - Η γοητεία του απλού ποιήματος ή Ταπεινή προσευχή την ώρα που βραδιάζει
Θεέ της ποίησης και των ποιητών
χάρισέ μου ένα ποίημα.
Ένα απλό, στρογγυλό, ευανάγνωστο ποίημα.
Γιατί τα βαρέθηκα όλα αυτά τα στρυφνά και τα δύσπεπτα.
Σαν τα θολά ποτάμια περνούν, βαριά κι ακατάδεκτα πηγαίνουν στη θάλασσα.
Κι ούτε το τραγούδι του νερού ακούει κανένας
ούτε τη δροσιά χαίρεται του καθαρού ρυακιού.
Παρά μονάχα αναρωτιέται πόσο σκοτεινά είναι τα χρόνια που έρχονται
και πόσο δύσκολα ήταν πάντα τα περάσματα.
Κι έτσι παίρνει δρόμο πίσω
γυρίζει πάνω στα ταπεινά φυλλαράκια τα μάτια του
και τότε σκέφτεται πως η ζωή στο βάθος είναι ωραία
πως ακόμα κι αν είναι απελπισμένος
σκίζει σαν ένα αστραφτερό σαξόφωνο
το μαύρο ντέρτι του θανάτου, ο έρωτας.
[πηγή: Θανάσης Κ. Κωσταβάρας, Στο βάθος του χρώματος, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1993, σ. 43]
Θεέ της ποίησης και των ποιητών
χάρισέ μου ένα ποίημα.
Ένα απλό, στρογγυλό, ευανάγνωστο ποίημα.
Γιατί τα βαρέθηκα όλα αυτά τα στρυφνά και τα δύσπεπτα.
Σαν τα θολά ποτάμια περνούν, βαριά κι ακατάδεκτα πηγαίνουν στη θάλασσα.
Κι ούτε το τραγούδι του νερού ακούει κανένας
ούτε τη δροσιά χαίρεται του καθαρού ρυακιού.
Παρά μονάχα αναρωτιέται πόσο σκοτεινά είναι τα χρόνια που έρχονται
και πόσο δύσκολα ήταν πάντα τα περάσματα.
Κι έτσι παίρνει δρόμο πίσω
γυρίζει πάνω στα ταπεινά φυλλαράκια τα μάτια του
και τότε σκέφτεται πως η ζωή στο βάθος είναι ωραία
πως ακόμα κι αν είναι απελπισμένος
σκίζει σαν ένα αστραφτερό σαξόφωνο
το μαύρο ντέρτι του θανάτου, ο έρωτας.
[πηγή: Θανάσης Κ. Κωσταβάρας, Στο βάθος του χρώματος, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1993, σ. 43]
Τάσος Λειβαδίτης - Σύμβολο πίστεως
Πιστεύω σε κείνον που χτίζει, κι αγεροκρέμεται μες στον ουρανό,
σαν Θεός, και κατευνάζει το χάος,
πιστεύω σε κείνον που θερίζει, και το δρεπάνι του κυματίζει ολόφωτο
σαν τα λαγόνια της αγαπημένης μου,
πιστεύω σε κείνον που αγαπάει, όπως πιστεύω και σε κείνον που μισεί,
πιστεύω σε κείνον που αμαρτάνει και ζητάει με δάκρυα να τον συγχωρέσουν
πιστεύω και σε κείνον που αμαρτάνει συγχωρνάει μοναχος τον εαυτό του
και προχωράει,
πιστεύω στη μέρα που σου δίνει τα πράγματα μες στο φως
πιστεύω και στη νύχτα που ξαναδίνει τα πράγματα μες στην καρδιά σου,
πιστεύω στο αλάτι και στο κάρβουνο, στις μέλισσες και τα παιδιά
πιστεύω στις πολιτείες, που η βουή τους, σαν τους ραψωδούς,
έξω απ' το παράθυρό σου, τραγουδάει την οδύσσεια της καθημερινότητας,
πιστεύω και στη σιωπή, τα βράδια, στους κάμπους,
όταν ακούς ν' αναστενάζουν από γήινη ευτυχία τα καρπούζια,
πιστεύω στους αντρείους, όπως πιστεύω και στους δειλούς,
και τρέχω μ' εκείνον που χυμάει στην έφοδο και πέφτει μες στις σφαίρες και το θρίαμβο,
και πέφτω κι εγώ μαζί του,
και φεύγω με κείνον που λιποτακτεί και κλαίει, και που είναι απ' όλους
περιφρονημένος - μα ζωντανός.
Και κλαίω κι εγώ μαζί του.
Η αφθονία της πίστης μου είναι ένας άλλος, έκτος, δίχως όνομα, ωκεανός,
που ταξιδεύω πάνω του
χωρίς χάρτες και τιμόνια, με μόνο την καρδιά για οδηγό,
γιατί η αγάπη πούχω μέσα μου μπορεί κι ένα ακυβέρνητο καράβι
να τ' οδηγήσει στο δρόμο το σωστό,
πιστεύω στα κατώφλια, στα γυμνά ποδάρια, στους σιδερένιους γερανούς και τα πορτοκάλια,
πιστεύω και στον ανθρωπάκο, στη γωνιά του δρόμου, που βγάζει το καπέλο του
και χαιρετάει ταπεινά, την ώρα που οι άλλοι τον σκουντάν και τον χλευάζουν.
Και δοξάζομαι κι εγώ μαζί του.
Πιστεύω στους μεγάλους εφευρέτες, τους ήρωες, τους ποιητές,
που αλλάζουνε, με μια χειρονομία, τη γεωγραφία και τα πεπρωμένα
πιστεύω και στα ταπεινά βόδια που σηκώνουνε στη ράχη τους,
σα δόξα, το αιώνια ανάλλαχτο κι ολοπόρφυρο δειλινό,
πιστεύω σε σας που κρατάτε ψηλά τις σημαίες και προχωράτε μες στον ενάντιο άνεμο,
πιστεύω και σε σένα που σηκώνεις σα σημαία την καρδιά σου,
και προχωράς μες στο ενάντιο πλήθος.
Πιστεύω στο άπειρο, μπορώ να κάθομαι ώρες και να διαβάζω τον ουρανό,
τα χείλη μου είναι βαρειά απ' την κερήθρα των άστρων
και συχνά έστειλα την ψυχή μου να παραθερίσει στο άγνωστο,
πιστεύω και στη γλυκειά ετούτη γη, γεμάτη μαχαιρώματα
και ζεστούς γυναικείους κόρφους,
πιστεύω στο χώμα, αυτό το χώμα που πατάω και που με καρτερεί
κει κάτω, μες στη σκοτεινιά, όπου σαλεύουν οι ρίζες,
κοιμούνται οι νεκροί, και τραγουδάνε κιόλας μεθυσμένα τ' αυριανά κρασιά,
πιστεύω και σε κείνα που δεν πιστεύω,
Αμήν
Πιστεύω σε κείνον που χτίζει, κι αγεροκρέμεται μες στον ουρανό,
σαν Θεός, και κατευνάζει το χάος,
πιστεύω σε κείνον που θερίζει, και το δρεπάνι του κυματίζει ολόφωτο
σαν τα λαγόνια της αγαπημένης μου,
πιστεύω σε κείνον που αγαπάει, όπως πιστεύω και σε κείνον που μισεί,
πιστεύω σε κείνον που αμαρτάνει και ζητάει με δάκρυα να τον συγχωρέσουν
πιστεύω και σε κείνον που αμαρτάνει συγχωρνάει μοναχος τον εαυτό του
και προχωράει,
πιστεύω στη μέρα που σου δίνει τα πράγματα μες στο φως
πιστεύω και στη νύχτα που ξαναδίνει τα πράγματα μες στην καρδιά σου,
πιστεύω στο αλάτι και στο κάρβουνο, στις μέλισσες και τα παιδιά
πιστεύω στις πολιτείες, που η βουή τους, σαν τους ραψωδούς,
έξω απ' το παράθυρό σου, τραγουδάει την οδύσσεια της καθημερινότητας,
πιστεύω και στη σιωπή, τα βράδια, στους κάμπους,
όταν ακούς ν' αναστενάζουν από γήινη ευτυχία τα καρπούζια,
πιστεύω στους αντρείους, όπως πιστεύω και στους δειλούς,
και τρέχω μ' εκείνον που χυμάει στην έφοδο και πέφτει μες στις σφαίρες και το θρίαμβο,
και πέφτω κι εγώ μαζί του,
και φεύγω με κείνον που λιποτακτεί και κλαίει, και που είναι απ' όλους
περιφρονημένος - μα ζωντανός.
Και κλαίω κι εγώ μαζί του.
Η αφθονία της πίστης μου είναι ένας άλλος, έκτος, δίχως όνομα, ωκεανός,
που ταξιδεύω πάνω του
χωρίς χάρτες και τιμόνια, με μόνο την καρδιά για οδηγό,
γιατί η αγάπη πούχω μέσα μου μπορεί κι ένα ακυβέρνητο καράβι
να τ' οδηγήσει στο δρόμο το σωστό,
πιστεύω στα κατώφλια, στα γυμνά ποδάρια, στους σιδερένιους γερανούς και τα πορτοκάλια,
πιστεύω και στον ανθρωπάκο, στη γωνιά του δρόμου, που βγάζει το καπέλο του
και χαιρετάει ταπεινά, την ώρα που οι άλλοι τον σκουντάν και τον χλευάζουν.
Και δοξάζομαι κι εγώ μαζί του.
Πιστεύω στους μεγάλους εφευρέτες, τους ήρωες, τους ποιητές,
που αλλάζουνε, με μια χειρονομία, τη γεωγραφία και τα πεπρωμένα
πιστεύω και στα ταπεινά βόδια που σηκώνουνε στη ράχη τους,
σα δόξα, το αιώνια ανάλλαχτο κι ολοπόρφυρο δειλινό,
πιστεύω σε σας που κρατάτε ψηλά τις σημαίες και προχωράτε μες στον ενάντιο άνεμο,
πιστεύω και σε σένα που σηκώνεις σα σημαία την καρδιά σου,
και προχωράς μες στο ενάντιο πλήθος.
Πιστεύω στο άπειρο, μπορώ να κάθομαι ώρες και να διαβάζω τον ουρανό,
τα χείλη μου είναι βαρειά απ' την κερήθρα των άστρων
και συχνά έστειλα την ψυχή μου να παραθερίσει στο άγνωστο,
πιστεύω και στη γλυκειά ετούτη γη, γεμάτη μαχαιρώματα
και ζεστούς γυναικείους κόρφους,
πιστεύω στο χώμα, αυτό το χώμα που πατάω και που με καρτερεί
κει κάτω, μες στη σκοτεινιά, όπου σαλεύουν οι ρίζες,
κοιμούνται οι νεκροί, και τραγουδάνε κιόλας μεθυσμένα τ' αυριανά κρασιά,
πιστεύω και σε κείνα που δεν πιστεύω,
Αμήν