Γιώργος Γεραλής (23 Απριλίου 1917 - 29 Νοεμβρίου 1996)

 Ο Γιώργος Γεραλής (23 Απριλίου 1917 - 29 Νοεμβρίου 1996) ήταν Έλληνας φιλόλογος και ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 23 Απριλίου 1917. Σπούδασε φιλολογία και νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το 1944 παντρεύτηκε τη Θέα Ανδρεοπούλου. Κόρη του είναι η ηθοποιός Άννα Γεραλή. Είχε συμβολή στη σύνταξη του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης του Δημητρίου Δημητράκου, της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας του «Πυρσού» και του Ελληνικού Λεξικού των Τεγόπουλου - Φυτράκη (1988). Εργάστηκε επίσης ως συντάκτης σε διάφορες περιοδικές εκδόσεις καθώς και ως διευθυντής σύνταξης και επιμελητής. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Νέα Εστία», «Καλλιτεχνικά νέα», «Ο κύκλος», «Πειραϊκά Γράμματα» κ.ά. Διετέλεσε τμηματάρχης των Σιδηροδρόμων του Ελληνικού Κράτους (όπου είχε διοριστεί το 1942) μέχρι το 1965. Στη συνέχεια ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη φιλολογική επιμέλεια εκδόσεων.

Για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε ποίημα του στο περιοδικό «Εβδομάς», το «Μια ψυχή πέταξε». Το 1936 δημοσίευσε στο περιοδικό «Νέα Εστία» το ποίημα «Διαβάτες».

Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Κύκνοι στο λυκόφως" (1939), "Λυρικά τοπία" (1950), "Αίθουσα αναμονής" (Κρατικό Βραβείο 1957), "Τα μάτια της Κίρκης" (1961), "Κλειστός κήπος" (1966), "Η ελληνική νύχτα" (1974), καθώς επίσης και την "Ελληνική Μυθολογία" (που αποτελεί μια εξαίρετη ποιητική ανάπλαση των αρχαίων μύθων - 1959. Τελευταία του ποιητική συλλογή ήταν τα "Νέα ποιήματα" (1984).

Επίσης έχει γράψει "Ορθογραφικό λεξικό της Δημοτικής γλώσσας" (1964).

Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, έλαβε μέρος στο Διεθνές Συνέδριο Λογοτεχνίας για Νέους (Μαδρίτη 1964) όπου τιμήθηκε με Έπαινο του Βραβείου Άντερσεν για τη διασκευή της Ιλιάδας.

Του απονεμήθηκαν:
το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1958 για τη συλλογή «Αίθουσα αναμονής»,
το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1975 για τη συλλογή «Η ελληνική νύχτα»,
το Βραβείο της «Ομάδας των Δώδεκα» (έπαθλο ιδρύματος Χατζηπατέρα) το 1962 για την ποιητική συλλογή «Τα μάτια της Κίρκης»,
το 1986 το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του έργου του.

Κατά τον μελετητή του έργου του Κώστα Φρουζάκη (εφημερίδα «Η Αυγή» 27/11/2011) ο Γιώργος Γεραλής είναι «ποιητής μεταιχμιακός, με το έργο του «πατά» τόσο στη μεσοπολεμική όσο και στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, με τους εκπροσώπους της οποίας μοιράζεται τους υπαρξιακούς προβληματισμούς σε θεματογραφικό επίπεδο … η ποιητική του συλλογή Κύκνοι στο λυκόφως θα γίνει ασμένως δεκτή από τους εκπροσώπους της αθηναϊκής νεοσυμβολιστικής σχολής (Ν. Λαπαθιώτης, Μ. Παπανικολάου). Σε αυτό το «κλίμα» θα παραμείνει πιστός και στα ποιήματά του που θα εκδοθούν μετά (και παρά) την τραγική εμπειρία του πολέμου (Λυρικά τοπία, 1950). Μονάχα στις επόμενες συλλογές του (Αίθουσα αναμονής, 1957, Τα μάτια της Κίρκης, 1961), χωρίς ακόμη να εγκαταλείψει, θεματογραφικά, τα συμβολιστικά χαρακτηριστικά του και τα διδάγματα της παραδοσιακής ποίησης σε επίπεδο μορφολογίας, απομακρύνεται από την ποιητική «καθαρότητα», αφήνοντας το βίωμα να εισβάλλει με βία στη δημιουργία του: ο θάνατος του πατέρα του («πρόγευση μιας ανερμήνευτης αιωνιότητας», όπως έλεγε και ο ίδιος), αλλά και ο έρωτας (η «ανακάλυψη της ζωής»), θα βρεθούν στο επίκεντρο της ποίησής του...

Υπάρχει μία τομή στο έργο του, που συνεπάγεται το πλησίασμα με το έργο ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς: Με τα Είδωλα (1964) και τον Κλειστό κήπο (1966) οι δεσμοί με το συμβολιστικό παρελθόν χαλαρώνουν, η γλώσσα και η τεχνική του ανανεώνονται, υιοθετώντας στοιχεία μοντερνιστικά και, για πρώτη φορά, ο χαμηλόφωνος αυτός δημιουργός διευρύνει τη θεματολογία της ποίησής του, εντάσσοντας σε αυτήν στοιχεία κοινωνικής και πολιτικής κριτικής που «πλαταίνουν τον λυρισμό του» (στη συλλογή Η ελληνική νύχτα, 1974). Πρόκειται για ποιήματα γραμμένα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, τα οποία αποτελούν τον δικό του τρόπο αντίδρασης στο χουντικό καθεστώς: «Συλλογιστήκαμε τη νύχτα, αυτό μονάχα, / κι είπαμε η λέξη είναι φωτιά, θα την πούμε τη λέξη, / όμως εκείνοι / την ίδια τη φωτιά αγκαλιάσανε δίχως λέξη να πούνε» («Με τι πρόσωπο»).

Ο Γιώργος Γεραλής μιλούσε γαλλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Πέθανε στις 29 Νοεμβρίου 1996 στην Αθήνα σε ηλικία 79 ετών.

Έργα

Ποίηση
Κύκνοι στο λυκόφως (1939)
Λυρικά τοπία (1950)
Αίθουσα αναμονής (1957)
Τα μάτια της Κίρκης (1961)
Είδωλα (1964)
Κλειστός κήπος (1966)
Η ελληνική νύχτα (1974)
Διάλογοι με τον Διονύσιο Σολωμό (1978)
Νέα ποιήματα (1984)

Λεξικά
Ορθογραφικό Λεξικό της Δημοτικής με βάση τη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1965)

Μεταφράσεις
Αλμπέρ Καμύ «Ο ξένος - Γράμματα σ' ένα Γερμανό φίλο»
Α. Σολζενίτσιν «Το σπίτι της Ματριόνα»
Φρανσουάζ Σαγκάν «Υποταγή»
Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος - Οιδίπους επί Κολωνώ - Αντιγόνη»
Ευριπίδη «Μήδεια - Τρωάδες - Εκάβη - Ανδρομάχη»

Παιδικά βιβλία
Ελληνική μυθολογία (1959)
Ιλιάδα Οδύσσεια (1962)
Ιστορίες από τον Πλούταρχο (1964)
Μέγας Αλέξανδρος (1963)

Επίσης διασκεύασε ελληνικά και ξένα παραμύθια.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Δειλινό στο λόφο

Σε ξαναβρήκα όπως ανέβαινα τις ροδοδάφνες.
Τα ερείπια, μες στο απόγεμα της μουσικής,
πέτρα και μύθος κι είπα να ξεκουραστώ
στην πέτρα και στο μύθο και στη θύμησή σου.

Χαμογελώντας ήρθες, φέρνοντας πουλιά,
μέσα στις χούφτες, φέρνοντας χρυσάφι,
σωπασμένα πουλιά, χρυσάφι σκόνη
απλωμένο στο πρόσωπο, σάμπως να ’ρχόσουν
από ’ναν μακρινό, πικρό ουρανό,
απ’ τη φυλή που βούλιαξε και συλλογιέται.

Ξαναβρήκα στα μάτια σου τον αυλό και τη θάλασσα,
τα χαράματα πάνω στα νερά, το χαμόγελο
πλάι στους λόφους που σβήνανε, τα μαχαίρια των άστρων.
Ξαναβρήκα στο φίλημα τον κόμπο της πίκρας.

Έρημος ήταν ο ναός κι απ’ τις κολόνες
κύματα κύματα κυλούσε το σκοτάδι,
κύματα κύματα κυλούσε απ’ τα μαλλιά σου
το θαμπό φως της άλλης ζωής, και τα πουλιά
σωπασμένα στα χείλη σου για πάντα.

Η άνοιξη πέρασε, βέλος κι ανάβρυσμα,
ξημέρωμα λευκό στη μοναξιά του Αιγαίου,
το ταξίδι στο βάθος, οι γιαλοί
να προσμένουν χρησμούς και παραμύθια,
κι η μορφή σου αυστηρή κι ερωτεμένη
και τα μάτια σου τόσο μακρινά,
τραβηγμένα απ’ τη σκέψη κι απ’ τη μοίρα.
«Με τον άνεμο φεύγουμε, καθώς τα φύλλα.»

Όμως ετούτες οι γραμμές δένουν το χρόνο
και η αμετάγνωτη καρδιά ξαναγυρίζει
στο πρώτο ξάφνιασμα —απαλό χόρτο στην αύρα,
ανατολή στα βλέφαρα των αγαλμάτων—
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη μνήμη,
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη ρίζα
η μυθική στιγμή.

Ύστερα πάλι
σκοτεινιάζει παντού. Ο ναός, η νιότη,
τα ώριμα μέτωπα, οι νεκρές παιδικές κρήνες,
οι γελαστοί τάφοι. Κυλιόμαστε μες σ’ έναν ύπνο
με ασήμαντα όνειρα. Φωνές κομματιασμένες,
ψάχνοντας μια μορφή που δεν υπάρχει,
συντρίμμια ενός χρησμού ξεδιαλυμένου,
ενός κόσμου γυμνού.

Θα σε κρατήσω ωστόσο,
πληγή ακριβή, βούλα της άνοιξης, θα σε κρατήσω
στη βάρβαρη γερασμένη εποχή.

Εκατεβήκαμε σκυφτοί τις ροδοδάφνες.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως ματώνει.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως σωπαίνει
πίσω απ’ τα χρόνια, πάνω στα φτερά.

Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.

✾    ✾    ✾    ✾

"Και είδεν ο Θεός..."

Έθου σκότος ...

Αφού τα πάντα μπορείς, χάρισέ του
έναν άχρονον ύπνο ώς τη στιγμή του φωτός.
Όχι με όνειρα, όχι. Αρκετά.
Τον βλέπεις. Περιπλανιέται
σε στενούς, επαναλαμβανόμενους διαδρόμους
δίχως έξοδο, ψιθυρίζοντας
πού είναι, λοιπόν,
το επαγγελμένο πρόσωπο της θείας
δικαιοσύνης, ν’ αντικριστούνε;
Κάθε τόσο ανταμώνει μικρές κραυγές
αποκομμένες από πανάρχαιες ρίζες.
Τις προσπερνά ή τον προσπερνούν, ξαναγυρίζει.
Πού είναι, λοιπόν,
το καταξεσκισμένο ιμάτιο της ανθρώπινης
δικαιοσύνης, για να το αγγίξει;
Γέλια πνιχτά που αντιχτυπούνε σε χαμηλές οροφές.

Έθου σκότος και εγένετο νυξ.

Και στη νύχτα,
γυαλίζει το μαχαίρι τού φονιά,
η οδοντοστοιχία του επίορκου,
κάτω απ’ το έναστρο θαύμα.
Και στη νύχτα,
ο Φρίξος ανεμοδέρνεται μόνος,
ξέροντας πια
πως η Νεφέλη ήταν αδύναμος ίσκιος που χάθηκε,
πως έχουν βουλιάξει στο μύθο οι Κολχίδες
κι οι ποιητές
γυρεύουν, απλώς, ένα σύμβολο,
ν’ αναπαυτούνε.

Έθου σκότος και εγένετο νυξ.
«...Και είδεν ο Θεός ότι καλόν...»

31.12.1982

Γιώργος Γεραλής. 1984. Νέα ποιήματα. Αθήνα: Θεωρία. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/













ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ (23 Απριλίου, 1916 – 20 Δεκεμβρίου2009)



Ο Γιάννης Μόραλης (Άρτα23 Απριλίου1916 – Αθήνα20 Δεκεμβρίου2009) ήταν διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος της λεγόμενης «γενιάς του '30».

Το σπίτι που έζησε ο ζωγράφος
την περίοδο 1922-1927 στην Πρέβεζα.
Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, για να σπουδάσει κοντά στον Αργυρό, τον Γερανιώτη, τον Παρθένη και τον Κεφαλληνό ζωγραφική και χαρακτική. Το 1936 αποφοίτησε από την Σχολή Καλών Τεχνών και τον επόμενο χρόνο, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, έφυγε για τηνΡώμη. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου φοίτησε, παρακολούθησε μαθήματα νωπογραφίας, στην École Nationale des Beaux Arts, στα εργαστήρια ζωγραφικής και τοιχογραφίας. Παράλληλα εγγράφηκε στην École des Arts et Metiers, για τη σπουδή του ψηφιδωτού. Το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής της προπαρασκευαστικής τάξης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

 Αυτοπροσωπογραφία με τον ζωγράφο
Νίκο Νικολάου, 1937
.
Το 1949 μαζί με αρκετούς ακόμα Έλληνες ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Νικολάου και ο Νίκος Εγγονόπουλος, συμμετείχε στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός», ενώ συμμετείχε στην πρώτη έκθεση της στο Ζάππειο, το 1950. Από το 1954, ξεκίνησε η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, ενώ αργότερα συνεργάστηκε και με το Εθνικό Θέατρο.
Το 1957 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο, στην Μπιενάλε της Βενετίας στα πλαίσια της οποίας προτάθηκε για ένα μικρό διεθνές βραβείο. Το 1959, πραγματοποιήθηκε η πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, στην αίθουσα εκθέσεων «Αρμός».
Το έργο του Μόραλη περιλαμβάνει επιπλέον εικονογραφήσεις βιβλίων των ποιητών Ελύτη και Σεφέρη, εξώφυλλα δίσκων μουσικής, γλυπτά, τοιχογραφίες καθώς και σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο Ελλάδος και τα μπαλέτα του Ελληνικού Χοροδράματος. Στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται οι διακοσμήσεις της ΒΔ και της ΝΑ πλευράς του Ξενοδοχείου Χίλτον της Αθήνας, και οι συνθέσεις του στον σταθμό Πανεπιστημίου του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου της Αθήνας.

 Ερωτικό (1990). Λάδι σε μουσαμά, 200 εκ. x 200 εκ. Μακεδονικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Οι γραμμές και οι μορφές παραπέμπουν στην αρχέγονη κυκλαδίτικη τέχνη.

Ο Μόραλης τιμήθηκε πρώτη φορά με βραβείο ζωγραφικής το 1940. Το 1965, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τού απένειμε τον Ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 1973 έλαβε Χρυσό Μετάλλιο στην Διεθνή Έκθεση του Μονάχου. Το 1979 του απονεμήθηκε το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών. Αποχώρησε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1983, και το1988, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Το 1999 του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής. Έργα του ανήκουν σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
ΠΗΓΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ 



                                                                   Νέα γυναίκα 
                                                                


                                                                    Πανσέληνος



Τοπίο της Αθήνας


Still Life
At the Photographer's. 1934
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/




Η ΓΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 

Eugène Delacroix - Sketch for Peace Descends to Earth, 1852 

Νικηφόρος Βρεττάκος -Μη μου σκοτώνετε της γης το ποίημα

Μη μου σκοτώσετε το νερό.
Μη μου σκοτώσετε τα δέντρα.
Μη μου ξεσκίστε αυτές τις θείες σελίδες
που τις γράψανε τ΄ασύλληπτο φως
κι ο ασύλληπτος χρόνος
κι όπου σταθώ με περιβάλλουν.
Μη μου σκοτώσετε της γης το ποίημα!…
Επιστρατέψετε την αιωνιότητα,
ανάβοντας το άστρο: «Αγάπη».
Επιστρατέψετε την αιωνιότητα,
ανάβοντας ψηλότερα απ΄όλα,
πάνω απ΄το έτοιμο βάραθρο,
το άστρο: «Ανθρώπινο μέτωπο!».
Σας παρακαλούμε:
Αφήστε μας τα πράγματα.
Μη μας τα καίτε.
Αφήστε τα έντομα να βρίσκουνε τ΄άνθη τους.



 Margaret Gohn / Earth & Roses


Paul Celan - {Μαύρη γη}

Μαυρηγή, μαύρη γη
εσύ, των ωρών
μήτρα
απελπισία:

κάτι που γεννήθηκε
απ’ το χέρι σου
και την πληγή του
κλείνει τους κάλυκές σου.»

Μετάφραση: Χρήστος Γ. Λάζος


 Margaret Gohn / Earth & Roses
Woody Guthrie - Αυτή η γη είναι δική σου

Αυτή η γη είναι δική σου, αυτή η γη είναι δική μου
Απ’ την Καλιφόρνια μέχρι το νησί της Νέας Υόρκης
Απ’ τα κοκκινόδεντρα δάση μέχρι τα νερά του Ρεύματος
Του Κόλπου Αυτή η γη φτιάχτηκε για εσένα και για εμένα
Καθώς περπατούσα στις στροφές της εθνικής οδού
Είδα από πάνω μου τον απέραντο ουρανό
Είδα κάτω την χρυσή κοιλάδα
Αυτή η γη φτιάχτηκε για εσένα και για εμένα
Περιπλανήθηκα, σουλατσάρισα και ακολούθησα τα ίδια μου τα βήματα
Στην λαμπερή άμμο των αδαμάντινων ερήμων αυτής της χώρας
Και άκουγα παντού γύρω μου την ίδια φωνή
Αυτή η γη φτιάχτηκε για εσένα και για εμένα
Όταν ο ήλιος πρόβαλλε φωτεινός και πήγαινα περίπατο
Και τα σιτοχώραφα μου έγνεφαν και τα σύννεφα της σκόνης κυλούσαν
Καθώς η ομίχλη διαλυόταν μια φωνή έψαλλε
Αυτή η γη φτιάχτηκε για εσένα και για εμένα
Καθώς συνέχιζα να περπατώ είδα μια επιγραφή
Έγραφε «Απαγορεύεται Η Διέλευση»
Αλλά στην άλλη πλευρά δεν έλεγε τίποτα
Εκείνη η πλευρά φτιάχτηκε για εσένα και για εμένα
Στη σκιά του καμπαναριού είδα τους συνανθρώπους μου
Δίπλα στο κτίριο της Πρόνοιας είδα τους συνανθρώπους μου
Και καθώς στέκονταν εκεί πεινασμένοι στάθηκα και εγώ και ρώτησα
Αυτή η γη έχει φτιαχτεί για εσένα και για εμένα;
Δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να με σταματήσει
Καθώς περπατώ στη λεωφόρο της ελευθερίας
Δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να με κάνει να γυρίσω πίσω
Αυτή η γη φτιάχτηκε για εσένα και για εμένα»
(απόδοση στα ελληνικά: Θάνος Μαντζάνας)



 Margaret Gohn / Earth & Roses

Κική Δημουλά -ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ!

Τώρα θα κοιτάζεις μία θάλασσα. Η διάθεση να σε εντοπίσω
στη συστρεφόμενη εντός μου γη των απουσιών
έτσι σε βρίσκει:
πικρή παραθαλάσσια αοριστία. Εκεί δεν έχει ακόμα νυχτώσει
κι ας νύχτωσε τόσο εδώ
των τόπων οι κρίσιμες ώρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σαν φως και ούτε φως,
η ώρα του εαυτού σου έχει πέσει. Χορεύουν φύκια
κάτω απ το τζάμι του νερού.
Τα ρηχά, έχουν κι αυτά
τα βάσανά τους και τα γλέντια τους. Τώρα θα έχουν λύσει τα μαλλιά τους
οι αγνές ησυχίες τριγύρω
με τη σιωπή σου θα τις κάνεις
γυναίκες σου εκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Η σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στον αέρα
κι ανεβαίνει. Σε κρατάει στο ράμφος της.
Που ξέρω εγώ τα ευαίσθητα σημεία του πελάγους
για να σε καταλάβω; Θα κοιτάζεις μία έρημη θάλασσα.
Το βλέμμα σου δεν παραλλάζει
από πλαγιά που γλυκά
και με ανακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μες στην απομάκρυνση.
Αναπνέεις με το στέρνο των μακρινών ηρεμιών,
που έχω γι αυτές διαβάσει
στους πολύτομους κόπους που έδεσα.
Σ’ ένα αβαθή σου στεναγμό βούλιαξε ένα βαπόρι.
Δεν θα ήτανε βαπόρι. Θα ήτανε σκιάχτρο
στα υγρά περβόλια της φυγής
να μην πηγαίνουν οι διαθέσεις
να την τσιμπολογάνε. Η τερατώδης του πελάγους δυνατότητα,
η κίνηση του πλάτους,
φθάνει στα πόδια σου αφρός,
ψευτοεραστής στα πρώτα βότσαλα.
Τούς σκάει ένα φιλί και ξεμεθάει. Τώρα, θα σου έχουν πει ό,τι είχαν να σου πουν
Οι αναδιπλώσεις των κυμάτων
και θα επιστρέφεις κάπου.
Θα παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μία άλλη άπλα,
αλλού γυμνή κι αλλού ντυμένη με βλάστηση. Η σκέψη σου, μετά από τόση θάλασσα,
κατέβηκε από γλάρος,
βάζει το δέρμα της προσαρμογής και χάνεται.
Όπου είναι θάμνος, πράσινη
όπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Εκεί που οι καλαμιές σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
όπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
όπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι όπου δαγκώνει η πέτρα, πέτρινη.
Στην ψυχή σου δεν φθάνει κανείς
ούτε δια ξηράς ούτε δια θαλάσσης.
Αυτό το δισκίο,
το ακουμπισμένο στο μαύρο ατμοσφαιρικό τραπέζι,
πού το περνάς κι εσύ, όπως κι οι άλλοι, για φεγγάρι,
ασ’ το, δεν είναι φεγγάρι.
Είναι το βραδινό μου χάπι
το ψυχοτρόπο…»
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος)



Mother Earth. A painting by Jeness Cortez Perlmutter.


T.S Eliot  - Η Ρημαγμένη Γη. 
Aπόσπασμα

Τι είπε η βροντή 
 Ύστερα από το φως των δαυλών πυρρό σε κάθιδρα πρόσωπα 
 Ύστερα από την ψυχρή σιωπή στους κήπους 
 Ύστερα από την αγωνία σε πετρότοπους 
 Οι κραυγές και το κλάμα
 Φυλακή και μέγαρο και αντήχηση 
 Ανοιξιάτικης βροντής πάνω σε απόμακρα βουνά 
 Εκείνος που ζούσε είναι τώρα νεκρός 
 Εμείς που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε 
 Με λίγη υπομονή.

Εδώ δεν έχει νερό παρά μόνο βράχια 
 Βράχια και διόλου νερό κι αμμουδερός δρόμος 
 Ο δρόμος στριφογυρίζοντας ψηλά ανάμεσα στα βουνά 
 Που είναι βουνά από βράχια χωρίς νερό 
 Αν είχε νερό θα σταματούσαμε να πιούμε 
 Αναμεσίς στα βράχια δεν μπορείς να σταματήσεις
 ή να σκεφτείς 
 Ο ιδρώτας στεγνός και τα πόδια μέσα στην άμμο 
 Αν είχε νερό τουλάχιστο αναμεσίς στα βράχια 
 Νεκρό βουνίσιο στόμα με χαλασμένα δόντια 
ανήμπορο να φτύσει

Εδώ δεν μπορείς να σταθείς 
μήτε να γείρεις μήτε και να καθήσεις 
 Δεν είχε ούτε καν σιωπή στα βουνά 
 Μόνο βροντή ξερή και στείρα χωρίς βροχή
 Δεν είχε ούτε καν μοναξιά στα βουνά 
 Παρά ξαναμμένα πρόσωπα σκυθρωπά 
καγχάζουν και γρυλίζουν 
 Μες΄από εξώθυρες χαμόσπιστων
 από σκασμένη λάσπη 

Αν είχε νερό 
 Και διόλου βράχια 
 Αν είχε βράχια 
 Και νερό μαζί 
 Και νερό Μια πηγή 
 Μια γούρνα ανάμεσα στα βράχια 
 Αν είχε μόνο τον ήχο του νερού 
 Όχι του τζίτζικα 
 Και χορτάρι ξερό να ψάλλει 

Αλλά ήχο νερού πάνω από βράχο 
 Όπου η μοναχική τσίχλα κελαηδάει 
ανάμεσα στα πεύκα 
 Ντρίπ ντρόπ ντρίπ ντρόπ ντρόπ ντρόπ 
 Αλλά δεν έχει νερό 

Μετάφραση: Κλείτος Κύρου Εκδόσεις:Ύψιλον 
Πηγή: www.lifo.gr


Pangaea Oxide Earth k Madison Moore


PAUL ELUARD - Η γη είναι μπλε…

Η γη είναι μπλε σαν πορτοκάλι
Δεν είναι λάθος δεν ψεύδονται οι λέξεις
Δεν σας αφήνουν τραγούδια άλλα να πείτε
Γύρω-γύρω από φιλιά κι άλλα φιλιά
Οι σαλεμένοι ακούγονται και οι σαλοί εραστές
Κι εκείνη εκεί με το στόμα της σα βέρα του γάμου
Μ’ όλα τα μυστικά και τα χαμόγελα φτιαγμένη
Και με ένδυμα λαμπρό για να της αφεθούν οι αμαρτίες
Που δεν πιστεύεις ότι ναι όντως γυμνή είναι.
Καταπράσινες ανθίζουνε οι σφήκες
Φαγωμένη η αυγή στο κολλάρο
Μ’ έναν κολιέ από πορτοπαράθυρα
Φτερούγες ανοιχτές σκεπάζουν τα φύλλα
Έχεις ακέριαν του ήλιου τη χαρά
Και τον ήλιον όλο στης γης τη φλούδα απάνω
Και στις ατραπούς τις μακριές της ομορφιάς σου.
Paul Eluard
Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Κεντρωτής



Hieronymus Bosch, The Garden of Earthly Delights

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ – ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ
(απόσπασμα)
Έχω δει πολλά και η γη μες απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας
Έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί
………………………………………………..
Μόνος και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο !



 Jo MARCH Gone to Earth

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ - ΓΗ

Με ηδονή αναμοχλεύουμε τα χώματά μας
Σπέρνοντας στις γυναίκες και στη γη
Λέγοντας: Γη γη γηγενής, γη μάνα γη
Γη γη πατρίδα μας παντού στην οικουμένη
Γη της καρδιάς μας
Γη του πέους μας
Γη της ψυχής μας
Άνευ ολέθρων, δίχως μιάσματα και δίχως ζήλεια γη
Γη άνευ όφεων εδεμική
Γη αθωότητας και γη ευδαιμονίας
Γη γηγενής στο αίμα μας (δικαιοσύνη)
Άνευ ορίων άνευ όρων γη
Σφύζουσα γη του γίγνεσθαι (μεγαλωσύνη)
Γη γη του μέλλοντος υπάρχεις ήδη
Στο αίμα μας
Στο σπέρμα μας
Και στ’ άσματά μας.




Love for the Earth, Paintings by Lisete Alcalde


Ν.ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ –Αλέξης Ζορμπάς 

(απόσπασμα)

Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας∙ τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα∙ τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει∙ το γευόμαστε, τρώγεται∙ το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου∙ από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...
Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.

 Kevin Sloan Painting

Βύρων Λεοντάρης - Εν γη αλμυρά

Αγριομυρίκη εν τη ερήμω
επικατάρατος εν γη αλμυρά…
Έτσι το θέλησα και μη ρωτάς
Κι αν τώρα θλίβομαι είναι που σ’ αφήνω

στους πέντε δρόμους δίχως να ’χω πει
για σένα όσα σου άξιζαν και δίχως
να σε δοξάσει ένας μου στίχος
Τόσο βαθιά τόσο πολύ

σε σώπασα μέσ’ στη ζωή μου
Δεν ήτανε για να φανερωθεί
ούτε με ουράνια λόγια να ειπωθεί
αυτό το μυστικό που ήσουν κι ήμουν

Σε όσους με ποιήματα τα αισθήματα μετρούν
τι θα ’χεις από μένα να τους δείξεις;
Μια τέτοια αγάπη… δίχως αποδείξεις…
Και ποιος αυτός ο Βέρνερ Λέιο θα ρωτούν

Με τι καρδιά με τι πνοή είχα πάρει
τη ζωή… Μα δεν την άλλαξα· ούτε εσύ
Γι’ αυτό λοιπόν «χαμένη υπόθεση»
ο ποιητής Βύρωνας Λεοντάρης


 Kevin Sloan Painting


Μαχμούντ Νταρουίς -Στη γη υπάρχει κάτι που αξίζει να το ζήσεις

(απόσπασμα)

Στη γη υπάρχει κάτι που αξίζει να το ζήσεις
Ο ερχομός του Απρίλη
Η μυρωδιά του ψωμιού την αυγή
Οι απόψεις μιας γυναίκας για τους άντρες
Το τραγούδι μιας γυναίκας
Τα γραπτά του Αισχύλου
Ο φόβος στα μάτια ενός τυράννου
Ο πρώτος έρωτας
Η χλόη πάνω στη πέτρα
Η πρώτη νότα της φλογέρας σαν σε ταξιδεύει στις αναμνήσεις
Στη γη υπάρχει κάτι που αξίζει να το ζήσεις
Το τέλος του Σεπτέμβρη
Μια γυναίκα να κλέβει χρόνια μετά τα σαράντα
Το άρωμα του ροδάκινου στα χείλη μιας γυναίκας
Μια ώρα ήλιου στη φυλακή
Τα συνθήματα ενός λαού για τους χαμογελαστούς μάρτυρες(…)»
Μετάφραση: Νασίμ Αλατράς


Kevin Sloan Painting


Τσεζάρε Παβέζε -  Κόκκινη γη

Κόκκινη γη μαύρη γη,
εσύ έρχεσαι απ’ τη θάλασσα,
απ’ τη φρυγμένη βλάστηση,
όπου λέξεις αρχαίες
κι αιμάτινος μόχθος
και γεράνια στα βράχια-
δε γνωρίζεις τι φέρνεις
από θάλασσα λέξεις και μόχθο,
εσύ, πλούσια σαν μνήμη,
σαν τ’ άνυδρα χώματα,
συ σκληρή και γλυκύτατη
λέξη, αρχαία από αίμα
συσσωρευμένο στα μάτια˙
νεαρή, σαν καρπός
που εποχή είναι και μνήμη-
αναπαύεται η ανάσα σου
κάτω απ’ τον αυγουστιάτικο τον ουρανό,
το βλέμμα σου ελιές
που γλυκαίνουν τη θάλασσα,
και συ ζει ξαναζείς
δίχως έκπληξη, σίγουρη
σαν τη γη σκοτεινή
σαν τη γη, πατητήρι
των ονείρων και των εποχών
που αναδύεται μες στο φεγγάρι
πανάρχαιο, όπως
τα χέρια της μάνας σου
η χύτρα της τζάκι.»

(Τσέζαρε Παβέζε, Τα ποιήματα, εκδ. Printa)


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Μιγκέλ ντε Θερβάντες ( 29 Σεπτεμβρίου 1547 – 22 Απριλίου 1616 )


 Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα[(Miguel de Cervantes Saavedra, 29 Σεπτεμβρίου 1547 – 22 Απριλίου 1616) ήταν Ισπανός συγγραφέας, ο οποίος θεωρείται ευρέως ως ο μεγαλύτερος συγγραφέας στην ισπανική γλώσσα και ο κατ' εξοχήν μυθιστοριογράφος παγκοσμίως. Το έργο του ανήκει χρονικά στην «χρυσή εποχή» (περ. 1492-1648) της Ισπανίας, κατά την οποία παρατηρήθηκε εξαιρετική άνθηση στις τέχνες. Το διασημότερο μυθιστόρημά του, ο Δον Κιχώτης, συγκαταλέγεται στα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μεταφρασμένο σε περισσότερες από εξήντα γλώσσες και έχοντας υποβληθεί σε συστηματική ανάλυση και κριτικό σχολιασμό από τον 18ο αιώνα.


Δον Κιχώτης 


Ο Δον Κιχώτης (πρωτότυπος τίτλος: El ingenioso hidalgo Don Quixote de la Mancha, σύγχρονος τίτλος: El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha, κυριολεκτικά: Ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσας) είναι κλασικό έργο λογοτεχνίας του Ισπανού συγγραφέα Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα(Miguel de Cervantes Saavedra).

Είναι το πρώτο μυθιστόρημα που εκτυπώθηκε, το οποίο εκδόθηκε σε δυο μέρη, το 1605 και το 1615. Είναι ένα από τα μυθιστορήματα που επηρέασαν σημαντικά την ισπανική λογοτεχνία. Είναι ένα από τα πιο εμπνευσμένα έργα της νεότερης δυτικής λογοτεχνίας. Το έργο περιγράφει τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή Αλόνσο Κιχάδα, ενός απλού αγρότη ο οποίος έχοντας διαβάσει πολλά βιβλία για τον ιπποτισμό, πιστεύει ότι είναι ιππότης και παίρνει το όνομα Δον Κιχώτης. Στα βιβλία δεν αναγράφεται επακριβώς η τοποθεσία της κατοικίας του, αλλά μας λέει πως ζει μαζί με την ανηψιά του και την οικονόμο του σπιτιού του. Ξεκινάει τα ταξίδια και τις περιπέτειες του μόνος, μαζί με το κοκαλιάρικο άλογο του που το ονομάζει Ροσινάντε φορώντας μια παλιά μεταλλική πολεμική στολή που βρήκε. Κατά την διάρκεια των περιπετειών του τραυματίζεται και τον μεταφέρουν πάλι πίσω στο σπίτι του όπου τον φροντίζουν η ανιψιά και η οικονόμος του. Του λένε πως η στολή εξαφανίστηκε από μαγείας. Λίγο καιρό αργότερα βρίσκει τον γείτονα του Σάντσο Πάντσα και τον πείθει να τον ακολουθήσει με το αντάλλαγμα πως θα του δώσει μερίδιο σε ένα νησί. Ο Δον Κιχώτης είναι ερωτευμένος με μια νεαρή γειτόνισσα του, που από μόνος του την ονομάζει Δουλτσινέα και προσπαθεί να την σώσει γιατί έχει πείσει τον εαυτό του ότι βρίσκεται κάτω από την επήρεια μαγικών. Βεβαίως η Δουλτσινέα δεν γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά και δεν εμφανίζεται ποτέ σε κανένα από τα βιβλία. Τα ταξίδια του Δον μαζί με τον πιστό σύντροφο του ξεκινάνε και τις περισσότερες φορές δεν έχουν καλή κατάληξη. Συνήθως γίνονται αντικείμενα χλευασμού και γέλιου κυρίως ο σύντροφος Σάντσο Πάντσα. Προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου βλέπουμε πως ο Δον Κιχώτης κατά κάποιο τρόπο βρίσκει τα λογικά του και επιστρέφει μαζί με τον φίλο και συνταξιδιώτη του πίσω στο σπίτι τους.

Τα βιβλία είναι γραμμένα σε επεισόδια και η ιστορία του Δον Κιχώτη έχει γραφτεί πολλές φορές και σε παραμύθια για παιδιά.

Στον πρόλογο του πρώτου μέρους, ο Θερβάντες σημειώνει πως συνέλαβε την ιδέα για το μυθιστόρημα στη φυλακή, πιθανώς αναφερόμενος στις περιόδους που πέρασε στη φυλακή του Κάστρο ντελ Ρίο (1592) ή της Σεβίλλης (1597-8). Ένας τοπικός θρύλος υποστηρίζει πως γράφτηκε σε φυλακή της πόλης Μάντσεγκαν (Manchegan), την περίοδο 1601-3, ωστόσο η μελέτη της βιογραφίας του Θερβάντες δεν επιβεβαιώνει φύλάκισή του εκεί. Σύμφωνα με άλλη πιθανή εκδοχή, ο Θερβάντες εμπνεύστηκε κατά την περίοδο που ήταν αιχμάλωτος στο Αλγέρι (1575-80). Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο γεγονός πως ως φανταστικός συγγραφέας του έργου εμφανίζεται στο κείμενο ο μουσουλμάνος ιστορικός Cide Hamete Benengeli, το οποίο συνδέεται με πιθανή επαφή του Θερβάντες, στο Αλγέρι, με Άραβες και Τούρκους αφηγητές 

Χάλκινα αγάλματα του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα, 
στην πλατεία Plaza de España στη Μαδρίτη

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

*Μετάφραση από τα Ισπανικά: Κων/νος Φαρίδης* 


i.Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΟΥΣ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΝΤΣΑ 


Σε κάποιο χωριό της Μάντσας, που το όνομά του δε θέλω να ονομάσω, ζούσε πριν λίγα χρόνια, ένας ευγενής από εκείνους που είχαν μια λόγχη στην οπλοθήκη, μια παλιά ασπίδα, ένα καματερό άλογο και ένα λαγωνικό σκυλί. 

Ξόδευε τα τρία τέταρτα από το εισόδημά του τρώγοντας, συχνότερα βοδινό κρέας παρά κατσικίσιο, σαλάτα από όσπρια με ξύδι τα περισσότερα βράδια, κομματάκια κρέας με σάλτσα τα Σάββατα, φακές τις Παρασκευές και κανένα επί πλέον περιστεράκι τις Κυριακές. 
Ζύγωνε τα πενήντα ο Ευγενής μας. Είχε γεροδεμένη κορμοστασιά, αν και αδύνατος με ξερακιανό πρόσωπο, ξυπνούσε πολύ πρωί και αγαπούσε το κυνήγι. 
Ο Ευγενής αυτός, τις ώρες που δεν είχε τι να κάνει (και αυτές ήταν οι περισσότερες μέσα στο χρόνο), τις περνούσε διαβάζοντας βιβλία για ιππότες με τόση αφοσίωση και ευχαρίστηση, που ξεχνούσε το κυνήγι, αλλά και το κουμάντο του σπιτιού του. Απορροφήθηκε τόσο πολύ στο διάβασμα, που περνούσε τις νύχτες ξάγρυπνος τη μια μετά την άλλη, και τις μέρες του με θολούρα και ζάλη. Και από την αϋπνία και το αδιάκοπο διάβασμα, του στέρεψε το μυαλό και σάλεψε το λογικό του. 
Έχοντας πια τρελαθεί ολότελα, έκρινε σωστό και αναγκαίο, για να τιμήσει το όνομά του, να γίνει περιπλανώμενος ιππότης που θα γυρίζει τον κόσμο με τα όπλα του καβάλα στο άλογό του, αναζητώντας περιπέτειες, τιμωρώντας το άδικο και διορθώνοντας τα στραβά των ανθρώπων. 
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να καθαρίσει κάποια παμπάλαια και σκουριασμένα όπλα των προπάππων του που, για αιώνες, ήταν ριγμένα σε κάποια γωνιά. Μετά πήγε να δει το κοκαλιάρικο άλογό του που, αν και πετσί και κόκαλο, του φάνηκε πιο ρωμαλέο και από το Βουκεφάλα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ακόμα και από τον Μπαβιέκα του Ελ Σιντ[3]. Τέσσερις μέρες συλλογιζόταν τι όνομα να του δώσει. Στο τέλος αποφάσισε να το ονομάσει Ροσινάντη. 
-12- 
Αφού ικανοποιήθηκε με το όνομα που έδωσε στο άλογό του, θέλησε να βρει ένα και για εκείνον τον ίδιο. Οκτώ μέρες σκεφτόταν και στο τέλος αποφάσισε να ονομάσει τον εαυτό του Δον Κιχώτη από τη Μάντσα, που κατ’ όπως πίστευε, φανέρωνε και την ευγενή καταγωγή του, αλλά και την ιδιαίτερη πατρίδα του. 
Αφού γυάλισε τα όπλα του, και βρήκε όνομα ταιριαστό για τον ίδιο και το άλογό του, το μόνο που του έλλειπε ήταν μια κυρία, ευγενής στην καταγωγή, με την οποία θα ήταν ερωτευμένος, γιατί ένας περιπλανώμενος ιππότης δίχως έρωτες, θα ήταν σα δέντρο δίχως φύλλα και καρπούς, σαν σώμα χωρίς ψυχή. 
Σ’ ένα κοντινό χωριό ζούσε μια χωριατοπούλα, με πολύ ωραίο παρουσιαστικό που κάποτε την είχε ερωτευτεί, αν και όπως εννοείται, εκείνη ούτε το έμαθε, ούτε και το κατάλαβε ποτέ. Τη λέγανε Αλδόνσα Λορένσο. Προσπάθησε λοιπόν να βρει και γι’ αυτήν ένα όνομα που να μην υστερεί πολύ από το δικό του και που να ακούγεται σαν όνομα πριγκίπισσας ή αριστοκράτισσας. Κατέληξε να την ονομάσει Δουλσινέα από το Τομπόσο, όνομα που, κατά τη γνώμη του, ηχούσε γλυκά στα αυτιά, αλλά και φανέρωνε τον τόπο καταγωγής της. 

ii.ΠΩΣ Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΗΚΕ ΙΠΠΟΤΗΣ 

ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΦΑΝΕΡΩΣΕΙ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ τα σχέδιά του και δίχως να τον δει κανείς, ένα πρωινό προτού ξημερώσει, φόρεσε την πανοπλία του, καβάλησε τον Ροσινάντη και με χαρά μεγάλη ξεκίνησε για άγνωστες περιπέτειες. Όμως, μόλις βγήκε στον κάμπο μια φοβερή σκέψη κυρίεψε το νου του: δεν είχε χριστεί ιππότης και, σύμφωνα με τους νόμους της ιπποσύνης, δεν είχε δικαίωμα να σηκώσει όπλα ενάντια σε κανέναν ιππότη. Οι σκέψεις αυτές τον έκαναν να αμφιβάλλει για την αποστολή του…και καθώς υπερίσχυσε η τρέλα του, αποφάσισε, τον πρώτο που θα συναντούσε στο διάβα του, να τον βάλει να τον χρίσει ιππότη. 
Προχωρούσε όλη τη μέρα και, όταν άρχισε να νυχτώνει, το άλογό του και ο ίδιος πέθαιναν της πείνας. Κοιτάζοντας τριγύρω μπας και δει κανέναν πύργο ή καμιά στάνη με βοσκούς, διέκρινε, όχι σε μεγάλη απόσταση από το δρόμο, ένα πανδοχείο. Κατευθύνθηκε αμέσως προς τα εκεί, όπου έφτασε προτού νυχτώσει για τα καλά. Το πανδοχείο, του φάνταζε σαν κάστρο με τέσσερις πύργους, ανυψούμενη γέφυρα και βαθιά τάφρο. 
-16- 
Εκεί είδε δυο νεαρές κοπέλες, που του φάνηκαν σαν δυο αρχόντισσες που έπαιρναν τον αέρα τους μπροστά στο κάστρο. 
Οι κοπέλες, βλέποντας να καταφτάνει ένας άντρας αρματωμένος και με παράξενη όψη, έτρεξαν φοβισμένες να μπουν στο χάνι, όμως ο Δον Κιχώτης κατάλαβε την αιτία του φόβου τους, ανασήκωσε την προσωπίδα της περικεφαλαίας του και τους είπε: 
- Μη φεύγετε ευγενικές μου αρχοντοπούλες, και μη φοβάστε για την παραμικρή προσβολή, διότι το λειτούργημα της ιπποσύνης που υπηρετώ δεν βλάπτει κανέναν, πολύ περισσότερο δυο κυρίες της αριστοκρατίας. 
Οι κοπέλες, όταν άκουσαν να τις αποκαλούν κυρίες της αριστοκρατίας δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα γέλια τους. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βγήκε ο πανδοχέας και έτρεξε να βοηθήσει το Δον Κιχώτη που ξεπέζευε με κόπο και δυσκολία μεγάλη, καθώς όλη την ημέρα δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του. 
- Αν η ευγένειά σας, θέλει να περάσει εδώ τη νύχτα της, είπε ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου, εκτός από κρεβάτι, που σ’ αυτό το χάνι δεν υπάρχει κανένα, όλα τα άλλα θα τα βρει σε αφθονία. 
Βλέποντας ο Δον Κιχώτης την ταπεινότητα του πυργοδεσπότη, γιατί για τέτοιον τον πέρασε, απάντησε: 
- Για μένα κύριε πυργοδεσπότη, μου αρκεί ο, τ ι και να ‘ναι. Στολίδια είναι τα όπλα μου και ξεκούραση οι μάχες. 
Ύστερα είπε στον πανδοχέα να περιποιηθεί όσο γίνεται καλύτερα το άλογό του, γιατί σαν κι αυτό δεν υπάρχει δεύτερο στον κόσμο όλο. 
Ο πανδοχέας το κοίταξε καλά, αλλά δεν του φάνηκε να είναι όπως τα έλεγε ο Δον Κιχώτης, ούτε καν στο μισό. Το βόλεψε ωστόσο στο στάβλο και γύρισε να δει τι θα πρόσταζε ο φιλοξενούμενός του. 
-17- 
Οι κοπέλες έβγαζαν την πανοπλία από το Δον Κιχώτη, δεν κατάφερναν ωστόσο να βγάλουν το προστατευτικό περιλαίμιο, ούτε και την αυτοσχέδια περικεφαλαία που την είχε δεμένη με πράσινες κορδέλες και έπρεπε να του τις κόψουν, γιατί δεν μπορούσαν να λύσουν τους κόμπους. Εκείνος όμως δεν τους το επέτρεπε με κανέναν τρόπο και έτσι έμεινε όλη τη νύχτα με την περικεφαλαία στο κεφάλι. 
Κατόπιν τον ρώτησαν οι κοπέλες, αν ήθελε να φάει τίποτα. 
- Θα έτρωγα οτιδήποτε, απάντησε ο Δον Κιχώτης, γιατί πιστεύω πως θα μου έκανε μεγάλο καλό. 
Του έστρωσαν τραπέζι κοντά στην πόρτα του πανδοχείου που είχε περισσότερη δροσιά και του σερβίρισε ο πανδοχέας μια μερίδα κακομουσκεμένου, και ακόμα χειρότερα μαγειρεμένου, μπακαλιάρου και ένα κομμάτι ψωμί τόσο μαυρισμένο, όσο και τα όπλα του. Προκαλούσε πολύ γέλιο να τον βλέπεις να τρώει, γιατί καθώς φορούσε την περικεφαλαία στο κεφάλι και ανεβοκατέβαζε την κινητή προσωπίδα, δεν μπορούσε να βάλει τίποτα στο στόμα του, αν δεν του το έδινε και δεν του το έβαζε κάποιος άλλος. Μια από τις κοπέλες τον τάιζε και δεν θα μπορούσε να πιει τίποτα, αν ο πανδοχέας δεν του έβαζε στο στόμα ένα καλάμι που από την άλλη άκρη του έχυνε κρασί. Ο Δον Κιχώτης προτιμούσε να τα υπομένει όλα αυτά, παρά να κοπούν οι κορδέλες της περικεφαλαίας του. 
Όμως εκείνο που τον ανησυχούσε περισσότερο ήταν που δεν είχε χριστεί ακόμα ιππότης. Και έτσι, όταν τέλειωσε το γεύμα του, φώναξε τον πανδοχέα, τον οδήγησε στο στάβλο που έδεναν τα άλογα, γονάτισε μπροστά του και του είπε: 
- Δεν θα σηκωθώ ποτέ από εδώ, γενναίε ιππότη, προτού μου κάνει η ευγένειά σας μια ευεργεσία που θέλω να της ζητήσω! 
Ο πανδοχέας, βλέποντας τον φιλοξενούμενό του στα γόνατα, τα ‘χασε και δεν ήξερε τι να πει και τι να κάνει. Επέμεινε να τον πείσει να σηκωθεί, μέχρι που αναγκάστηκε να του πει πως θα του έκανε την ευεργεσία που του ζητούσε. 
- Τίποτα λιγότερο δεν περίμενα από την μεγαλοπρέπειά σας, κύριέ μου, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης, και ευθύς σας λέω ότι η ευεργεσία που ζητώ να μου κάνετε είναι, αύριο να με χρίσετε ιππότη. Απόψε, στο παρεκκλήσι του πύργου σας θα κάνω αγρυπνία τα όπλα. 
Ο πανδοχέας, που από την αρχή είχε την υποψία πως ο φιλοξενούμενός του δεν ήταν στα καλά του, ακούγοντας τα λόγια αυτά δεν του έμεινε η παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό, και για να έχει και κάποιον λόγο να γελάει τη νύχτα, αποφάσισε να ακολουθήσει την τρέλα του Δον Κιχώτη. Του είπε πως, αν και ο πύργος του δεν διέθετε παρεκκλήσι για να αγρυπνήσει τα όπλα, 
-18 - 
θα μπορούσε να το κάνει στην αυλή και πως το πρωί θα γινόταν το απαραίτητο τελετουργικό. 
Μάζεψε ο Δον Κιχώτης τα κομμάτια της αρματωσιάς του και τα έβαλε πάνω σε μια γούρνα δίπλα σ’ ένα πηγάδι. Μετά πήρε στο ένα χέρι την ασπίδα και στο άλλο τη λόγχη και άρχισε να πηγαινοέρχεται μπροστά τους όλη τη νύχτα. 
Εκείνη την ώρα του ήρθε κάποιου αγωγιάτη που φιλοξενούνταν στο χάνι, να κατέβει να ποτίσει τα άλογά του. Έβγαλε τα κομμάτια της αρματωσιάς πάνω από τη γούρνα και τότε ο Δον Κιχώτης άρχισε να φωνάζει: 
- Ε , εσύ, όποιος και αν είσαι, παράτολμε ιππότη που τολμάς να αγγίξεις τα όπλα του πιο γενναίου περιπλανώμενου ιππότη που ακόμα δε ζώστηκε σπαθί! Κοίτα τη δουλειά σου και μην τα αγγίξεις, αν δεν θες να πληρώσεις με τη ζωή σου το θράσος σου! 
Ο αγωγιάτης, δίχως να δώσει καμία σημασία στα λόγια του, πήρε τα όπλα και τα πέταξε στην άκρη. Όταν το είδε αυτό ο Δον Κιχώτης σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και, φέρνοντας στη σκέψη του τη Δοαυλσινέα του, είπε: 
-20- 
- Βοήθησε με αφέντρα της καρδιάς μου σε αυτήν την πρώτη πρόκληση που μου παρουσιάζεται! 
Ρίχνοντας την ασπίδα του, πήρε στα δυο του χέρια τη λόγχη και έδωσε στο κεφάλι του αγωγιάτη ένα χτύπημα τόσο δυνατό που τον σώριασε κατά γης, μισολιπόθυμο. Ύστερα από αυτό, μάζεψε τα όπλα του και άρχισε και πάλι να πηγαινοέρχεται ατάραχος όπως και στην αρχή. 
Μετά από λίγο, μη ξέροντας τι είχε συμβεί, κατέφτασε κι άλλος αγωγιάτης για να ποτίσει τα ζώα του. Έβγαλε τα όπλα του Δον Κιχώτη από τη γούρνα για να αδειάσει το μέρος και εκείνος, δίχως να πει κουβέντα, πέταξε και πάλι την ασπίδα, σήκωσε τη λόγχη του και την κοπάνισε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι του αγωγιάτη. 
Ακούγοντας τη φασαρία βγήκαν έξω οι ένοικοι του πανδοχείου και οι άνθρωποι που συνόδευαν τους τραυματισμένους αγωγιάτες τον πήραν με τις πέτρες και ο Δον Κιχώτης αμυνόταν με την ασπίδα του. 
Ο πανδοχέας τους φώναζε να τον αφήσουν γιατί είναι τρελός. Ο Δον Κιχώτης φώναζε ακόμη πιο δυνατά, αποκαλώντας τους προδότες και λέγοντας πως ο πυργοδεσπότης ήταν ένας κακορίζικος ιππότης, αφού επέτρεπε να συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο σε έναν περιπλανώμενο ιππότη. 
Οι αγωγιάτες σταμάτησαν να τον πετροβολούν και ο Δον Κιχώτης συνέχισε και πάλι την αγρυπνία των όπλων με την ίδια ηρεμία όπως και πρωτύτερα. 
Ο πανδοχέας αποφάσισε να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα με τον Δον Κιχώτη. Του είπε πως, για να τον χρίσει ιππότη, αρκούσε ένα χτύπημα στο σβέρκο και ένα στην πλάτη και πως αυτό θα έπρεπε να γίνει στον κάμπο. 
-21- 
Έφερε το τεφτέρι όπου κράταγε τους λογαριασμούς του. Ένας νεαρός έφερε ένα αλειμματοκέρι αναμμένο, και οι δυο κοπέλες πλησίασαν. Ύστερα, ο πανδοχέας πρόσταξε το Δον Κιχώτη να γονατίσει και άρχισε να διαβάζει από το τεφτέρι (σα να διάβαζε κάποιο τροπάριο) και στα μισά της ανάγνωσης σήκωσε το χέρι του και έδωσε ένα γερό χτύπημα με το πλατύ μέρος του σπαθιού στο σβέρκο του Δον Κιχώτη και, αμέσως μετά, ένα πιο ντελικάτο στην πλάτη του, συνεχίζοντας να μουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια του λες και προσευχόταν. Ύστερα από αυτό, πρόσταξε τη μια από τις κοπέλες να τον ζώσει με το σπαθί του, όσο η άλλη του φόραγε τα σπιρούνια. 
Και αφού τέλειωσε στα γρήγορα αυτό το τελετουργικό που παρόμοιο κανείς δεν ξανάδε, ο Δον Κιχώτης δεν έβλεπε την ώρα να καβαλήσει το άλογό του και να ξεκινήσει για περιπέτειες. Σέλωσε τον Ροσινάντη και καβάλησε. Αγκάλιασε τον πανδοχέα, λέγοντάς του παράξενα λόγια που είναι αδύνατον να τα μεταφέρω με ακρίβεια, και τον ευχαρίστησε που τον έχρισε ιππότη. 
Ο πανδοχέας, που δεν έβλεπε την ώρα να τον ξεφορτωθεί, ανταπάντησε με λίγα λόγια και, χωρίς καν να του ζητήσει πληρωμή για τη φιλοξενία, τον άφησε να φύγει.

iii.Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΥΣ

Ο Δον Κιχώτης πέρασε δεκαπέντε μέρες στη βολή του σπιτιού του, και ασχολιόταν με τις υποθέσεις του, χωρίς τίποτα να δείχνει ότι ήθελε να ξαναρχίσει τις τρέλες του. Όλο αυτό το διάστημα κουβέντιασε πολύ με το γεωργό, το χωριανό του, έναν καλοκάγαθο άνθρωπο, αλλά χωρίς πολύ μυαλό στο κεφάλι του. Από τα πολλά που του είπε, τις τόσες υποσχέσεις που του έκανε, στο τέλος έπεισε το δύστυχο χωρικό να μπει στη δούλεψή του ως ιπποκόμος. 
Ανάμεσα στα άλλα, του έλεγε ο Δον Κιχώτης, πως αν ερχόταν μαζί του με την καρδιά του, γιατί - ποιος ξέρει - όλο και θα του τύχαινε κάποια περιπέτεια από την οποία θα έβγαινε νικητής, θα τον διόριζε διοικητή σε ένα νησί. Με αυτήν, αλλά και με πολλές άλλες υποσχέσεις, ο Σάντσο Πάνσα, έτσι λεγόταν ο χωρικός, άφησε γυναίκα και παιδιά και πήγε ιπποκόμος του Δον Κιχώτη.
Ο Δον Κιχώτης βάλθηκε να βρει χρήματα. Αφού πούλησε κάποια πράματα, έβαλε ενέχυρο κάποια άλλα, και ξεπούλησε τα υπάρχοντά του όσο-όσο, συγκέντρωσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Ύστερα, ανακοίνωσε στο Σάντσο Πάνσα τη μέρα και την ώρα που θα ξεκινούσαν, ώστε να πάρει μαζί του ο, τι του ήταν απαραίτητο. Πάνω απ’ όλα του είπε να πάρει προμήθειες για το ταξίδι. Εκείνος δέχτηκε και, μάλιστα, του είπε πως μπορούσε να φέρει και το γαϊδούρι του που ήταν πολύ καλό, γιατί ήταν συνηθισμένο στα μεγάλα ταξίδια. 
Χωρίς να αποχαιρετήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του ο Σάντσο Πάνσα, όπως ούτε και ο Δον Κιχώτης την οικονόμο και την ανεψιά του, βγήκαν νύχτα από το χωριό χωρίς να τους δει κανείς. Έκαναν πολύ δρόμο, μέχρι να βεβαιωθούν ότι κανείς δε θα τους έβρισκε, όσο και να τους έψαχνε, ώσπου στο τέλος ξημέρωσε. 
-32 -
Πήραν το δρόμο τους κουβεντιάζοντας, όταν είδαν στον κάμπο καμιά τριάντα με σαράντα ανεμόμυλους. Ο Δον Κιχώτης, μόλις τους αντίκρισε, είπε στον ιπποκόμο του:
- Η τύχη οδηγεί τα βήματά μας. Βλέπεις εκεί φίλε μου Σάντσο Πάνσα, τριάντα, ίσως και λιγότερους, τεράστιους γίγαντες που ενάντια τους θα πολεμήσω και θα τους πάρω τη ζωή; 
- Μα ποιους γίγαντες; είπε ο Σάντσο.
- Εκείνους εκεί κάτω, δεν βλέπεις; απάντησε ο αφέντης του, , μερικοί μάλιστα έχουν χέρια μακριά ίσαμε δυο λεύγες.
-34 -
- Κοιτάξτε αφέντη μου, - παρατήρησε ο Σάντσο – εκείνα εκεί κάτω που φαίνονται έτσι δεν είναι γίγαντες, αλλά ανεμόμυλοι, και αυτά που μοιάζουν με χέρια είναι τα φτερά του που, καθώς ο άνεμος τα γυρίζει, κάνουν τη μυλόπετρα να αλέθει.
- Πώς φαίνεται ότι δεν έχεις ιδέα από περιπέτειες! Αυτοί εκεί είναι γίγαντες και, αν φοβάσαι, πήγαινε στην άκρη να προσευχηθείς, όσο θα δίνω την άνιση μάχη ενάντια τους. 
-35-
Και με αυτά τα λόγια, σπιρούνιασε το Ροσινάντη χωρίς να δίνει σημασία στις φωνές του ιπποκόμου. Ήταν τόσο πεισμένος ότι οι ανεμόμυλοι ήταν γίγαντες, που δεν το κατάλαβε ούτε καν, όταν τους πλησίασε. Στο μεταξύ, τους φώναζε:
-Μη φεύγετε δειλά και άνανδρα πλάσματα, ένας και μόνο ιππότης σάς επιτίθεται! 
Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε αέρας, τα μεγάλα φτερά των ανεμόμυλων άρχισαν να κινούνται και βλέποντάς το αυτό ο Δον Κιχώτης είπε:
- Ε λοιπόν, και περισσότερα από το Βριάρεω χέρια να κινήστε, θα το πληρώστε! 
Και με αυτά τα λόγια, πιστεύοντας πως η κυρά του η Δουλσινέα, όπως την είχε ικετεύσει, θα του συμπαραστεκόταν σε εκείνη τη δύσκολη στιγμή, καλύφθηκε καλά με την ολοστρόγγυλη λεπτή του ασπίδα, κατέβασε οριζόντια τη λόγχη, κάλπασε με όλη του τη φόρα και όρμησε με δύναμη πάνω στον πρώτο ανεμόμυλο που βρέθηκε μπροστά του. 
-36-
Έδωσε ένα χτύπημα με τη λόγχη του στο φτερό του ανεμόμυλου, αλλά ο αέρας το μετακίνησε με τόση ορμή που έσπασε στα δυο τη λόγχη και ξεπέταξε μακριά στα χωράφι άλογο και καβαλάρη. Ο Σάντσο έτρεξε με το γάιδαρό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να βοηθήσει τον αφέντη του, αλλά, όταν έφτασε στο μέρος όπου είχε πέσει, ο Δον Κιχώτης δεν μπορούσε να κουνήσει. 
- Ο Θεός το ξέρει, είπε ο Σάντσο, μια ώρα δεν φώναζα στην ευγένειά σας να προσέξει καλά τι κάνει, γιατί δεν ήταν γίγαντες, αλλά ανεμόμυλοι; 
-37-

- Πάψε φίλε μου Σάντσο, απάντησε ο Δον Κιχώτης, τα πράγματα στον πόλεμο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αλλάζουν διαρκώς. Και μάλιστα, όσο το σκέφτομαι, τόσο πείθομαι ότι εκείνος ο μάγος ο Φρεστώνας μεταμόρφωσε αυτούς τους γίγαντες σε ανεμόμυλους για να μου στερήσει τη δόξα που θα κέρδιζα αν τους νικούσα. Όμως δεν θα καταφέρουν τίποτα τα φθονερά του μάγια απέναντι στην καλοσύνη του σπαθιού μου! 
Και με τη βοήθεια του Σάντσο καβάλησε και πάλι το άλογό του. 
Εκείνη τη νύχτα την πέρασαν ανάμεσα στα δέντρα. Μάλιστα ο Δον Κιχώτης έκοψε και ένα κλαδί από κάποιο δέντρο και στην άκρη του έμπηξε τη μεταλλική αιχμή από τη λόγχη του που είχε σπάσει. 

Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα ο Δον Κιχώτης, καθώς η σκέψη ήταν στην κυρά του τη Δουλσινέα. Αντίθετα, ο Σάντσο, που είχε γεμάτο το στομάχι του, κοιμήθηκε μονορούφι. 




Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/