Ο Δον Κιχώτης (πρωτότυπος τίτλος: El ingenioso hidalgo Don Quixote de la Mancha, σύγχρονος τίτλος: El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha, κυριολεκτικά: Ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσας) είναι κλασικό έργο λογοτεχνίας του Ισπανού συγγραφέα Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα(Miguel de Cervantes Saavedra).
Είναι το πρώτο μυθιστόρημα που εκτυπώθηκε, το οποίο εκδόθηκε σε δυο μέρη, το 1605 και το 1615. Είναι ένα από τα μυθιστορήματα που επηρέασαν σημαντικά την ισπανική λογοτεχνία. Είναι ένα από τα πιο εμπνευσμένα έργα της νεότερης δυτικής λογοτεχνίας. Το έργο περιγράφει τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή Αλόνσο Κιχάδα, ενός απλού αγρότη ο οποίος έχοντας διαβάσει πολλά βιβλία για τον ιπποτισμό, πιστεύει ότι είναι ιππότης και παίρνει το όνομα Δον Κιχώτης. Στα βιβλία δεν αναγράφεται επακριβώς η τοποθεσία της κατοικίας του, αλλά μας λέει πως ζει μαζί με την ανηψιά του και την οικονόμο του σπιτιού του. Ξεκινάει τα ταξίδια και τις περιπέτειες του μόνος, μαζί με το κοκαλιάρικο άλογο του που το ονομάζει Ροσινάντε φορώντας μια παλιά μεταλλική πολεμική στολή που βρήκε. Κατά την διάρκεια των περιπετειών του τραυματίζεται και τον μεταφέρουν πάλι πίσω στο σπίτι του όπου τον φροντίζουν η ανιψιά και η οικονόμος του. Του λένε πως η στολή εξαφανίστηκε από μαγείας. Λίγο καιρό αργότερα βρίσκει τον γείτονα του Σάντσο Πάντσα και τον πείθει να τον ακολουθήσει με το αντάλλαγμα πως θα του δώσει μερίδιο σε ένα νησί. Ο Δον Κιχώτης είναι ερωτευμένος με μια νεαρή γειτόνισσα του, που από μόνος του την ονομάζει Δουλτσινέα και προσπαθεί να την σώσει γιατί έχει πείσει τον εαυτό του ότι βρίσκεται κάτω από την επήρεια μαγικών. Βεβαίως η Δουλτσινέα δεν γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά και δεν εμφανίζεται ποτέ σε κανένα από τα βιβλία. Τα ταξίδια του Δον μαζί με τον πιστό σύντροφο του ξεκινάνε και τις περισσότερες φορές δεν έχουν καλή κατάληξη. Συνήθως γίνονται αντικείμενα χλευασμού και γέλιου κυρίως ο σύντροφος Σάντσο Πάντσα. Προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου βλέπουμε πως ο Δον Κιχώτης κατά κάποιο τρόπο βρίσκει τα λογικά του και επιστρέφει μαζί με τον φίλο και συνταξιδιώτη του πίσω στο σπίτι τους.
Τα βιβλία είναι γραμμένα σε επεισόδια και η ιστορία του Δον Κιχώτη έχει γραφτεί πολλές φορές και σε παραμύθια για παιδιά.
Στον πρόλογο του πρώτου μέρους, ο Θερβάντες σημειώνει πως συνέλαβε την ιδέα για το μυθιστόρημα στη φυλακή, πιθανώς αναφερόμενος στις περιόδους που πέρασε στη φυλακή του Κάστρο ντελ Ρίο (1592) ή της Σεβίλλης (1597-8). Ένας τοπικός θρύλος υποστηρίζει πως γράφτηκε σε φυλακή της πόλης Μάντσεγκαν (Manchegan), την περίοδο 1601-3, ωστόσο η μελέτη της βιογραφίας του Θερβάντες δεν επιβεβαιώνει φύλάκισή του εκεί. Σύμφωνα με άλλη πιθανή εκδοχή, ο Θερβάντες εμπνεύστηκε κατά την περίοδο που ήταν αιχμάλωτος στο Αλγέρι (1575-80). Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο γεγονός πως ως φανταστικός συγγραφέας του έργου εμφανίζεται στο κείμενο ο μουσουλμάνος ιστορικός Cide Hamete Benengeli, το οποίο συνδέεται με πιθανή επαφή του Θερβάντες, στο Αλγέρι, με Άραβες και Τούρκους αφηγητές
Χάλκινα αγάλματα του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα,
στην πλατεία Plaza de España στη Μαδρίτη
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
*Μετάφραση από τα Ισπανικά: Κων/νος Φαρίδης*
i.Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΟΥΣ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΝΤΣΑ
Σε κάποιο χωριό της Μάντσας, που το όνομά του δε θέλω να ονομάσω, ζούσε πριν λίγα χρόνια, ένας ευγενής από εκείνους που είχαν μια λόγχη στην οπλοθήκη, μια παλιά ασπίδα, ένα καματερό άλογο και ένα λαγωνικό σκυλί.
Ξόδευε τα τρία τέταρτα από το εισόδημά του τρώγοντας, συχνότερα βοδινό κρέας παρά κατσικίσιο, σαλάτα από όσπρια με ξύδι τα περισσότερα βράδια, κομματάκια κρέας με σάλτσα τα Σάββατα, φακές τις Παρασκευές και κανένα επί πλέον περιστεράκι τις Κυριακές.
Ζύγωνε τα πενήντα ο Ευγενής μας. Είχε γεροδεμένη κορμοστασιά, αν και αδύνατος με ξερακιανό πρόσωπο, ξυπνούσε πολύ πρωί και αγαπούσε το κυνήγι.
Ο Ευγενής αυτός, τις ώρες που δεν είχε τι να κάνει (και αυτές ήταν οι περισσότερες μέσα στο χρόνο), τις περνούσε διαβάζοντας βιβλία για ιππότες με τόση αφοσίωση και ευχαρίστηση, που ξεχνούσε το κυνήγι, αλλά και το κουμάντο του σπιτιού του. Απορροφήθηκε τόσο πολύ στο διάβασμα, που περνούσε τις νύχτες ξάγρυπνος τη μια μετά την άλλη, και τις μέρες του με θολούρα και ζάλη. Και από την αϋπνία και το αδιάκοπο διάβασμα, του στέρεψε το μυαλό και σάλεψε το λογικό του.
Έχοντας πια τρελαθεί ολότελα, έκρινε σωστό και αναγκαίο, για να τιμήσει το όνομά του, να γίνει περιπλανώμενος ιππότης που θα γυρίζει τον κόσμο με τα όπλα του καβάλα στο άλογό του, αναζητώντας περιπέτειες, τιμωρώντας το άδικο και διορθώνοντας τα στραβά των ανθρώπων.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να καθαρίσει κάποια παμπάλαια και σκουριασμένα όπλα των προπάππων του που, για αιώνες, ήταν ριγμένα σε κάποια γωνιά. Μετά πήγε να δει το κοκαλιάρικο άλογό του που, αν και πετσί και κόκαλο, του φάνηκε πιο ρωμαλέο και από το Βουκεφάλα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ακόμα και από τον Μπαβιέκα του Ελ Σιντ[3]. Τέσσερις μέρες συλλογιζόταν τι όνομα να του δώσει. Στο τέλος αποφάσισε να το ονομάσει Ροσινάντη. -12-
Αφού ικανοποιήθηκε με το όνομα που έδωσε στο άλογό του, θέλησε να βρει ένα και για εκείνον τον ίδιο. Οκτώ μέρες σκεφτόταν και στο τέλος αποφάσισε να ονομάσει τον εαυτό του Δον Κιχώτη από τη Μάντσα, που κατ’ όπως πίστευε, φανέρωνε και την ευγενή καταγωγή του, αλλά και την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Αφού γυάλισε τα όπλα του, και βρήκε όνομα ταιριαστό για τον ίδιο και το άλογό του, το μόνο που του έλλειπε ήταν μια κυρία, ευγενής στην καταγωγή, με την οποία θα ήταν ερωτευμένος, γιατί ένας περιπλανώμενος ιππότης δίχως έρωτες, θα ήταν σα δέντρο δίχως φύλλα και καρπούς, σαν σώμα χωρίς ψυχή.
Σ’ ένα κοντινό χωριό ζούσε μια χωριατοπούλα, με πολύ ωραίο παρουσιαστικό που κάποτε την είχε ερωτευτεί, αν και όπως εννοείται, εκείνη ούτε το έμαθε, ούτε και το κατάλαβε ποτέ. Τη λέγανε Αλδόνσα Λορένσο. Προσπάθησε λοιπόν να βρει και γι’ αυτήν ένα όνομα που να μην υστερεί πολύ από το δικό του και που να ακούγεται σαν όνομα πριγκίπισσας ή αριστοκράτισσας. Κατέληξε να την ονομάσει Δουλσινέα από το Τομπόσο, όνομα που, κατά τη γνώμη του, ηχούσε γλυκά στα αυτιά, αλλά και φανέρωνε τον τόπο καταγωγής της.
ii.ΠΩΣ Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΗΚΕ ΙΠΠΟΤΗΣ
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΦΑΝΕΡΩΣΕΙ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ τα σχέδιά του και δίχως να τον δει κανείς, ένα πρωινό προτού ξημερώσει, φόρεσε την πανοπλία του, καβάλησε τον Ροσινάντη και με χαρά μεγάλη ξεκίνησε για άγνωστες περιπέτειες. Όμως, μόλις βγήκε στον κάμπο μια φοβερή σκέψη κυρίεψε το νου του: δεν είχε χριστεί ιππότης και, σύμφωνα με τους νόμους της ιπποσύνης, δεν είχε δικαίωμα να σηκώσει όπλα ενάντια σε κανέναν ιππότη. Οι σκέψεις αυτές τον έκαναν να αμφιβάλλει για την αποστολή του…και καθώς υπερίσχυσε η τρέλα του, αποφάσισε, τον πρώτο που θα συναντούσε στο διάβα του, να τον βάλει να τον χρίσει ιππότη.
Προχωρούσε όλη τη μέρα και, όταν άρχισε να νυχτώνει, το άλογό του και ο ίδιος πέθαιναν της πείνας. Κοιτάζοντας τριγύρω μπας και δει κανέναν πύργο ή καμιά στάνη με βοσκούς, διέκρινε, όχι σε μεγάλη απόσταση από το δρόμο, ένα πανδοχείο. Κατευθύνθηκε αμέσως προς τα εκεί, όπου έφτασε προτού νυχτώσει για τα καλά. Το πανδοχείο, του φάνταζε σαν κάστρο με τέσσερις πύργους, ανυψούμενη γέφυρα και βαθιά τάφρο.
-16-
Εκεί είδε δυο νεαρές κοπέλες, που του φάνηκαν σαν δυο αρχόντισσες που έπαιρναν τον αέρα τους μπροστά στο κάστρο.
Οι κοπέλες, βλέποντας να καταφτάνει ένας άντρας αρματωμένος και με παράξενη όψη, έτρεξαν φοβισμένες να μπουν στο χάνι, όμως ο Δον Κιχώτης κατάλαβε την αιτία του φόβου τους, ανασήκωσε την προσωπίδα της περικεφαλαίας του και τους είπε:
- Μη φεύγετε ευγενικές μου αρχοντοπούλες, και μη φοβάστε για την παραμικρή προσβολή, διότι το λειτούργημα της ιπποσύνης που υπηρετώ δεν βλάπτει κανέναν, πολύ περισσότερο δυο κυρίες της αριστοκρατίας.
Οι κοπέλες, όταν άκουσαν να τις αποκαλούν κυρίες της αριστοκρατίας δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα γέλια τους. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βγήκε ο πανδοχέας και έτρεξε να βοηθήσει το Δον Κιχώτη που ξεπέζευε με κόπο και δυσκολία μεγάλη, καθώς όλη την ημέρα δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του.
- Αν η ευγένειά σας, θέλει να περάσει εδώ τη νύχτα της, είπε ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου, εκτός από κρεβάτι, που σ’ αυτό το χάνι δεν υπάρχει κανένα, όλα τα άλλα θα τα βρει σε αφθονία.
Βλέποντας ο Δον Κιχώτης την ταπεινότητα του πυργοδεσπότη, γιατί για τέτοιον τον πέρασε, απάντησε:
- Για μένα κύριε πυργοδεσπότη, μου αρκεί ο, τ ι και να ‘ναι. Στολίδια είναι τα όπλα μου και ξεκούραση οι μάχες.
Ύστερα είπε στον πανδοχέα να περιποιηθεί όσο γίνεται καλύτερα το άλογό του, γιατί σαν κι αυτό δεν υπάρχει δεύτερο στον κόσμο όλο.
Ο πανδοχέας το κοίταξε καλά, αλλά δεν του φάνηκε να είναι όπως τα έλεγε ο Δον Κιχώτης, ούτε καν στο μισό. Το βόλεψε ωστόσο στο στάβλο και γύρισε να δει τι θα πρόσταζε ο φιλοξενούμενός του.
-17-
Οι κοπέλες έβγαζαν την πανοπλία από το Δον Κιχώτη, δεν κατάφερναν ωστόσο να βγάλουν το προστατευτικό περιλαίμιο, ούτε και την αυτοσχέδια περικεφαλαία που την είχε δεμένη με πράσινες κορδέλες και έπρεπε να του τις κόψουν, γιατί δεν μπορούσαν να λύσουν τους κόμπους. Εκείνος όμως δεν τους το επέτρεπε με κανέναν τρόπο και έτσι έμεινε όλη τη νύχτα με την περικεφαλαία στο κεφάλι.
Κατόπιν τον ρώτησαν οι κοπέλες, αν ήθελε να φάει τίποτα.
- Θα έτρωγα οτιδήποτε, απάντησε ο Δον Κιχώτης, γιατί πιστεύω πως θα μου έκανε μεγάλο καλό.
Του έστρωσαν τραπέζι κοντά στην πόρτα του πανδοχείου που είχε περισσότερη δροσιά και του σερβίρισε ο πανδοχέας μια μερίδα κακομουσκεμένου, και ακόμα χειρότερα μαγειρεμένου, μπακαλιάρου και ένα κομμάτι ψωμί τόσο μαυρισμένο, όσο και τα όπλα του. Προκαλούσε πολύ γέλιο να τον βλέπεις να τρώει, γιατί καθώς φορούσε την περικεφαλαία στο κεφάλι και ανεβοκατέβαζε την κινητή προσωπίδα, δεν μπορούσε να βάλει τίποτα στο στόμα του, αν δεν του το έδινε και δεν του το έβαζε κάποιος άλλος. Μια από τις κοπέλες τον τάιζε και δεν θα μπορούσε να πιει τίποτα, αν ο πανδοχέας δεν του έβαζε στο στόμα ένα καλάμι που από την άλλη άκρη του έχυνε κρασί. Ο Δον Κιχώτης προτιμούσε να τα υπομένει όλα αυτά, παρά να κοπούν οι κορδέλες της περικεφαλαίας του.
Όμως εκείνο που τον ανησυχούσε περισσότερο ήταν που δεν είχε χριστεί ακόμα ιππότης. Και έτσι, όταν τέλειωσε το γεύμα του, φώναξε τον πανδοχέα, τον οδήγησε στο στάβλο που έδεναν τα άλογα, γονάτισε μπροστά του και του είπε:
- Δεν θα σηκωθώ ποτέ από εδώ, γενναίε ιππότη, προτού μου κάνει η ευγένειά σας μια ευεργεσία που θέλω να της ζητήσω!
Ο πανδοχέας, βλέποντας τον φιλοξενούμενό του στα γόνατα, τα ‘χασε και δεν ήξερε τι να πει και τι να κάνει. Επέμεινε να τον πείσει να σηκωθεί, μέχρι που αναγκάστηκε να του πει πως θα του έκανε την ευεργεσία που του ζητούσε.
- Τίποτα λιγότερο δεν περίμενα από την μεγαλοπρέπειά σας, κύριέ μου, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης, και ευθύς σας λέω ότι η ευεργεσία που ζητώ να μου κάνετε είναι, αύριο να με χρίσετε ιππότη. Απόψε, στο παρεκκλήσι του πύργου σας θα κάνω αγρυπνία τα όπλα.
Ο πανδοχέας, που από την αρχή είχε την υποψία πως ο φιλοξενούμενός του δεν ήταν στα καλά του, ακούγοντας τα λόγια αυτά δεν του έμεινε η παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό, και για να έχει και κάποιον λόγο να γελάει τη νύχτα, αποφάσισε να ακολουθήσει την τρέλα του Δον Κιχώτη. Του είπε πως, αν και ο πύργος του δεν διέθετε παρεκκλήσι για να αγρυπνήσει τα όπλα,
-18 -
θα μπορούσε να το κάνει στην αυλή και πως το πρωί θα γινόταν το απαραίτητο τελετουργικό.
Μάζεψε ο Δον Κιχώτης τα κομμάτια της αρματωσιάς του και τα έβαλε πάνω σε μια γούρνα δίπλα σ’ ένα πηγάδι. Μετά πήρε στο ένα χέρι την ασπίδα και στο άλλο τη λόγχη και άρχισε να πηγαινοέρχεται μπροστά τους όλη τη νύχτα.
Εκείνη την ώρα του ήρθε κάποιου αγωγιάτη που φιλοξενούνταν στο χάνι, να κατέβει να ποτίσει τα άλογά του. Έβγαλε τα κομμάτια της αρματωσιάς πάνω από τη γούρνα και τότε ο Δον Κιχώτης άρχισε να φωνάζει:
- Ε , εσύ, όποιος και αν είσαι, παράτολμε ιππότη που τολμάς να αγγίξεις τα όπλα του πιο γενναίου περιπλανώμενου ιππότη που ακόμα δε ζώστηκε σπαθί! Κοίτα τη δουλειά σου και μην τα αγγίξεις, αν δεν θες να πληρώσεις με τη ζωή σου το θράσος σου!
Ο αγωγιάτης, δίχως να δώσει καμία σημασία στα λόγια του, πήρε τα όπλα και τα πέταξε στην άκρη. Όταν το είδε αυτό ο Δον Κιχώτης σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και, φέρνοντας στη σκέψη του τη Δοαυλσινέα του, είπε:
-20-
- Βοήθησε με αφέντρα της καρδιάς μου σε αυτήν την πρώτη πρόκληση που μου παρουσιάζεται!
Ρίχνοντας την ασπίδα του, πήρε στα δυο του χέρια τη λόγχη και έδωσε στο κεφάλι του αγωγιάτη ένα χτύπημα τόσο δυνατό που τον σώριασε κατά γης, μισολιπόθυμο. Ύστερα από αυτό, μάζεψε τα όπλα του και άρχισε και πάλι να πηγαινοέρχεται ατάραχος όπως και στην αρχή.
Μετά από λίγο, μη ξέροντας τι είχε συμβεί, κατέφτασε κι άλλος αγωγιάτης για να ποτίσει τα ζώα του. Έβγαλε τα όπλα του Δον Κιχώτη από τη γούρνα για να αδειάσει το μέρος και εκείνος, δίχως να πει κουβέντα, πέταξε και πάλι την ασπίδα, σήκωσε τη λόγχη του και την κοπάνισε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι του αγωγιάτη.
Ακούγοντας τη φασαρία βγήκαν έξω οι ένοικοι του πανδοχείου και οι άνθρωποι που συνόδευαν τους τραυματισμένους αγωγιάτες τον πήραν με τις πέτρες και ο Δον Κιχώτης αμυνόταν με την ασπίδα του.
Ο πανδοχέας τους φώναζε να τον αφήσουν γιατί είναι τρελός. Ο Δον Κιχώτης φώναζε ακόμη πιο δυνατά, αποκαλώντας τους προδότες και λέγοντας πως ο πυργοδεσπότης ήταν ένας κακορίζικος ιππότης, αφού επέτρεπε να συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο σε έναν περιπλανώμενο ιππότη.
Οι αγωγιάτες σταμάτησαν να τον πετροβολούν και ο Δον Κιχώτης συνέχισε και πάλι την αγρυπνία των όπλων με την ίδια ηρεμία όπως και πρωτύτερα.
Ο πανδοχέας αποφάσισε να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα με τον Δον Κιχώτη. Του είπε πως, για να τον χρίσει ιππότη, αρκούσε ένα χτύπημα στο σβέρκο και ένα στην πλάτη και πως αυτό θα έπρεπε να γίνει στον κάμπο.
-21-
Έφερε το τεφτέρι όπου κράταγε τους λογαριασμούς του. Ένας νεαρός έφερε ένα αλειμματοκέρι αναμμένο, και οι δυο κοπέλες πλησίασαν. Ύστερα, ο πανδοχέας πρόσταξε το Δον Κιχώτη να γονατίσει και άρχισε να διαβάζει από το τεφτέρι (σα να διάβαζε κάποιο τροπάριο) και στα μισά της ανάγνωσης σήκωσε το χέρι του και έδωσε ένα γερό χτύπημα με το πλατύ μέρος του σπαθιού στο σβέρκο του Δον Κιχώτη και, αμέσως μετά, ένα πιο ντελικάτο στην πλάτη του, συνεχίζοντας να μουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια του λες και προσευχόταν. Ύστερα από αυτό, πρόσταξε τη μια από τις κοπέλες να τον ζώσει με το σπαθί του, όσο η άλλη του φόραγε τα σπιρούνια.
Και αφού τέλειωσε στα γρήγορα αυτό το τελετουργικό που παρόμοιο κανείς δεν ξανάδε, ο Δον Κιχώτης δεν έβλεπε την ώρα να καβαλήσει το άλογό του και να ξεκινήσει για περιπέτειες. Σέλωσε τον Ροσινάντη και καβάλησε. Αγκάλιασε τον πανδοχέα, λέγοντάς του παράξενα λόγια που είναι αδύνατον να τα μεταφέρω με ακρίβεια, και τον ευχαρίστησε που τον έχρισε ιππότη.
Ο πανδοχέας, που δεν έβλεπε την ώρα να τον ξεφορτωθεί, ανταπάντησε με λίγα λόγια και, χωρίς καν να του ζητήσει πληρωμή για τη φιλοξενία, τον άφησε να φύγει.
iii.Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΥΣ
Ο Δον Κιχώτης πέρασε δεκαπέντε μέρες στη βολή του σπιτιού του, και ασχολιόταν με τις υποθέσεις του, χωρίς τίποτα να δείχνει ότι ήθελε να ξαναρχίσει τις τρέλες του. Όλο αυτό το διάστημα κουβέντιασε πολύ με το γεωργό, το χωριανό του, έναν καλοκάγαθο άνθρωπο, αλλά χωρίς πολύ μυαλό στο κεφάλι του. Από τα πολλά που του είπε, τις τόσες υποσχέσεις που του έκανε, στο τέλος έπεισε το δύστυχο χωρικό να μπει στη δούλεψή του ως ιπποκόμος.
Ανάμεσα στα άλλα, του έλεγε ο Δον Κιχώτης, πως αν ερχόταν μαζί του με την καρδιά του, γιατί - ποιος ξέρει - όλο και θα του τύχαινε κάποια περιπέτεια από την οποία θα έβγαινε νικητής, θα τον διόριζε διοικητή σε ένα νησί. Με αυτήν, αλλά και με πολλές άλλες υποσχέσεις, ο Σάντσο Πάνσα, έτσι λεγόταν ο χωρικός, άφησε γυναίκα και παιδιά και πήγε ιπποκόμος του Δον Κιχώτη.
Ο Δον Κιχώτης βάλθηκε να βρει χρήματα. Αφού πούλησε κάποια πράματα, έβαλε ενέχυρο κάποια άλλα, και ξεπούλησε τα υπάρχοντά του όσο-όσο, συγκέντρωσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Ύστερα, ανακοίνωσε στο Σάντσο Πάνσα τη μέρα και την ώρα που θα ξεκινούσαν, ώστε να πάρει μαζί του ο, τι του ήταν απαραίτητο. Πάνω απ’ όλα του είπε να πάρει προμήθειες για το ταξίδι. Εκείνος δέχτηκε και, μάλιστα, του είπε πως μπορούσε να φέρει και το γαϊδούρι του που ήταν πολύ καλό, γιατί ήταν συνηθισμένο στα μεγάλα ταξίδια.
Χωρίς να αποχαιρετήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του ο Σάντσο Πάνσα, όπως ούτε και ο Δον Κιχώτης την οικονόμο και την ανεψιά του, βγήκαν νύχτα από το χωριό χωρίς να τους δει κανείς. Έκαναν πολύ δρόμο, μέχρι να βεβαιωθούν ότι κανείς δε θα τους έβρισκε, όσο και να τους έψαχνε, ώσπου στο τέλος ξημέρωσε.
-32 -
Πήραν το δρόμο τους κουβεντιάζοντας, όταν είδαν στον κάμπο καμιά τριάντα με σαράντα ανεμόμυλους. Ο Δον Κιχώτης, μόλις τους αντίκρισε, είπε στον ιπποκόμο του:
- Η τύχη οδηγεί τα βήματά μας. Βλέπεις εκεί φίλε μου Σάντσο Πάνσα, τριάντα, ίσως και λιγότερους, τεράστιους γίγαντες που ενάντια τους θα πολεμήσω και θα τους πάρω τη ζωή;
- Μα ποιους γίγαντες; είπε ο Σάντσο.
- Εκείνους εκεί κάτω, δεν βλέπεις; απάντησε ο αφέντης του, , μερικοί μάλιστα έχουν χέρια μακριά ίσαμε δυο λεύγες.
-34 -
- Κοιτάξτε αφέντη μου, - παρατήρησε ο Σάντσο – εκείνα εκεί κάτω που φαίνονται έτσι δεν είναι γίγαντες, αλλά ανεμόμυλοι, και αυτά που μοιάζουν με χέρια είναι τα φτερά του που, καθώς ο άνεμος τα γυρίζει, κάνουν τη μυλόπετρα να αλέθει.
- Πώς φαίνεται ότι δεν έχεις ιδέα από περιπέτειες! Αυτοί εκεί είναι γίγαντες και, αν φοβάσαι, πήγαινε στην άκρη να προσευχηθείς, όσο θα δίνω την άνιση μάχη ενάντια τους.
-35-
Και με αυτά τα λόγια, σπιρούνιασε το Ροσινάντη χωρίς να δίνει σημασία στις φωνές του ιπποκόμου. Ήταν τόσο πεισμένος ότι οι ανεμόμυλοι ήταν γίγαντες, που δεν το κατάλαβε ούτε καν, όταν τους πλησίασε. Στο μεταξύ, τους φώναζε:
-Μη φεύγετε δειλά και άνανδρα πλάσματα, ένας και μόνο ιππότης σάς επιτίθεται!
Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε αέρας, τα μεγάλα φτερά των ανεμόμυλων άρχισαν να κινούνται και βλέποντάς το αυτό ο Δον Κιχώτης είπε:
- Ε λοιπόν, και περισσότερα από το Βριάρεω χέρια να κινήστε, θα το πληρώστε!
Και με αυτά τα λόγια, πιστεύοντας πως η κυρά του η Δουλσινέα, όπως την είχε ικετεύσει, θα του συμπαραστεκόταν σε εκείνη τη δύσκολη στιγμή, καλύφθηκε καλά με την ολοστρόγγυλη λεπτή του ασπίδα, κατέβασε οριζόντια τη λόγχη, κάλπασε με όλη του τη φόρα και όρμησε με δύναμη πάνω στον πρώτο ανεμόμυλο που βρέθηκε μπροστά του.
-36-
Έδωσε ένα χτύπημα με τη λόγχη του στο φτερό του ανεμόμυλου, αλλά ο αέρας το μετακίνησε με τόση ορμή που έσπασε στα δυο τη λόγχη και ξεπέταξε μακριά στα χωράφι άλογο και καβαλάρη. Ο Σάντσο έτρεξε με το γάιδαρό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να βοηθήσει τον αφέντη του, αλλά, όταν έφτασε στο μέρος όπου είχε πέσει, ο Δον Κιχώτης δεν μπορούσε να κουνήσει.
- Ο Θεός το ξέρει, είπε ο Σάντσο, μια ώρα δεν φώναζα στην ευγένειά σας να προσέξει καλά τι κάνει, γιατί δεν ήταν γίγαντες, αλλά ανεμόμυλοι;
-37-
- Πάψε φίλε μου Σάντσο, απάντησε ο Δον Κιχώτης, τα πράγματα στον πόλεμο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αλλάζουν διαρκώς. Και μάλιστα, όσο το σκέφτομαι, τόσο πείθομαι ότι εκείνος ο μάγος ο Φρεστώνας μεταμόρφωσε αυτούς τους γίγαντες σε ανεμόμυλους για να μου στερήσει τη δόξα που θα κέρδιζα αν τους νικούσα. Όμως δεν θα καταφέρουν τίποτα τα φθονερά του μάγια απέναντι στην καλοσύνη του σπαθιού μου!
Και με τη βοήθεια του Σάντσο καβάλησε και πάλι το άλογό του.
Εκείνη τη νύχτα την πέρασαν ανάμεσα στα δέντρα. Μάλιστα ο Δον Κιχώτης έκοψε και ένα κλαδί από κάποιο δέντρο και στην άκρη του έμπηξε τη μεταλλική αιχμή από τη λόγχη του που είχε σπάσει.
Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα ο Δον Κιχώτης, καθώς η σκέψη ήταν στην κυρά του τη Δουλσινέα. Αντίθετα, ο Σάντσο, που είχε γεμάτο το στομάχι του, κοιμήθηκε μονορούφι.