Ο Οκτάβιο Λοσάνο Πας (Οctavio Lozano Paz, Πόλη του Μεξικού, 31 Μαρτίου 1914 - Πόλη του Μεξικού, 19 Απριλίου 1998), υπήρξε ποιητής, συγγραφέας και διπλωμάτης, κάτοχος Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας (1990). Θεωρείται από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα και τους μεγαλύτερους ισπανόφωνους ποιητές όλων των εποχών. Υπήρξε πολύ παραγωγικός συγγραφέας τού οποίου η δουλειά εκτείνεται σε πολλές γενιές και τα έργα του περιλαμβάνουν ποιητικά θέματα, δοκίμια και μεταφράσεις.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΥΜΝΟΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΕΡΕΙΠΙΩΝ
όπου αφρισμένη η θάλασσα η σικελική…
Γόνγορα
Αυτοστεφανωμένη η μέρα απλώνει τα φτερά της.
Κραυγή κίτρινη μεγάλη βγαίνει,
πίδακας θερμός
στο κέντρο κάποιου
αμερόληπτου και τα μάλα ευεργετικού ουρανού!
Τα φαινόμενα είναι όλα τους ωραία σε τούτηνε
τη στιγμιαία αλήθεια.
Η θάλασσα καβαλάει την ακτή,
γαντζώνεται στα βράχια, αράχνη απαστράπτουσα:
η πελιδνή του βουνού πληγή φεγγοβολάει·
μια χούφτα γίδια είν’ ένα κοπάδι πέτρες·
ο ήλιος κάνει το χρυσό του αβγό και χύνεται
καταπάνω στη θάλασσα.
Θεός το παν!
Άγαλμα σπασμένο,
κίονες φαγωμένοι από το φως
ερείπια ζώντα σ’ έναν κόσμο μέσα με ζωντανούς νεκρούς!
Πέφτει η νύχτα στο Τετιουακάν.
ψηλά στην πυραμίδα φουμάρουν τα παιδιά μαριχουάνα,
κιθάρες παίζουνε βραχνές.
Ποιό χόρτο και ποιο αθάνατο νερό θα μας χαρίσει τη ζωή,
απ’ όπου θε να ξεθάψουμε τη λέξη,
την αναλογία που κυβερνάει τον ύμνο και τον λόγο,
τον χορό, στην πόλη, αλλά και στης ζυγαριάς τους δίσκους;
Ίδια βρισιά το μεξικάνικο ξεσπάει τραγούδι,
αστέρι πάγχρωμο που αχνοσβήνει,
πέτρα που μας σφαλίζει της επαφής τις θύρες.
Γνωρίζει η γη τη γη τη γηρασμένη.
Τα μάτια βλέπουνε, τα χέρια αγγίζουν.
Εδώ σου φτάνουν λίγα μόνο πράγματα – δεν θες πολλά:
φραγκοσυκιά, πλανήτης κοραλλιογενής ακάνθινος,
σύκα καλυπτοφόρα,
σταφύλια έχοντα γεύσιν αναστάσεως,
αχιβάδες, παρθενίες απροσπέλαστες,
αλάτι και τυρί, και κρασί και ηλιόψωμο.
Από τα ύψη της μαυρίλας της με θωρεί μια νησιώτισσα,
μητρόπολη κομψή και λυγερή και σβέλτη
με το φως ντυμένη.
Πύργοι αλάτινοι κι αγνάντι τους πεύκα στην όχθη πράσινα
αναδύονται τ’ άσπρα πανιά απ’ όλες τις βαρκούλες.
Ναούς στη θάλασσα χτίζει το φως.
Νέα Υόρκη, Μόσχα, Λονδίνο.
Ο ίσκιος σκεπάζει τον κάμπο – κισσός το φάντασμά του,
πανίδα ριγηλή η ανατριχίλα του,
χνούδι πυκνό και μιά ασπαλάκων συμμορία.
Και κάθε τόσο τα δόντια κάποιου κροταλίζουνε ήλιου αναιμικού.
Γερμένος σε βουνά που χτες ακόμα είσαν πόλεις
χασμουριέται τώρα ο Πολύφημος.
Κάτω, ανάμεσα στους λάκκους, σέρνεται το ανθρωπολόι.
(Δίποδα ζώα οικόσιτα: το κρέας τους, που
το βαραίνουν οι πρόσφατες θρησκευτικές απαγορεύσεις,
το προτιμούν έναντι παντός οι πλούσιες τάξεις.
Μέχρι και πριν λίγο τα θεωρούσε ο όχλος ζώα βδελυρά.)
Να βλέπεις, ν’ αγγίζεις σχήματα όμορφα του καθ’ ημέραν βίου.
Το φως βομβίζει, βέλη και φτερά.
Απάνω στο τραπεζομάντηλο ο κρασολεκές μυρίζει αίμα.
Όπως το κοράλλι τα κλαδιά του στο νερό,
απαράλλαχτα κι εγώ στη σφύζουσα από ζωντάνια ώρα
απλώνω τις αισθήσεις μου,
και κίτρινη εναρμόνιση γεμίζει ώς επάνω η στιγμή,
ω μεσημβρία, ω άγανο γεμάτο με λεπτά,
ω της αιωνιότητας ποτήρι!
Οι σκέψεις μου διχάζονται, έρπουν, και συγχέονται, και
ξαναρχίζουν,
μέχρι που ακινητούν στο τέλος, ποτάμια πια που δεν
εκβάλλουνε ποτέ και πουθενά,
ίδιες δέλτα του αίματος, κάτω από έναν ήλιο δίχως βασίλεμα.
Να σταματήσουν άραγε όλ’ αυτά σε τούτο ’δώ το τσαλαβούτημα
σε στάσιμα νερά;
Μέρα, μέρα στρογγυλή, γλαφυρό
πορτοκάλι πάμφωτο με τις εικοσιτέσσερείς του φέτες,
από την ίδια υποτεινόμενες όλες τους κίτρινη γλύκα!
Η ευφυΐα παίρνει επί τέλους σάρκα και οστά,
τα δύο εχθρικά συμφιλιώνονται ημίση,
και η συνείδηση-καθρέφτης τρέπεται πλέον σε υγρό
και γίνεται ξανά πηγή, σιντριβανίζει μύθους:
Άνθρωπος, δέντρο μεστό εικόνων, μες στις
λέξεις που είναι άνθη που είναι καρποί που είναι πράξεις.
Νάπολη, 1948
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
♡ ♡ ♡ ♡
Ο ΠΟΤΑΜΟΣ
Η πολιτεία ξάγρυπνη τρέχει στο αίμα μου, κυκλοφορεί σα μέλισσα.
Και το αεροπλάνο που χαράσσει έναν λυγμό σαν σίγμα λατινικό κεφαλαίο, τα τραμ που γκρεμίζονται σε κάτι προκεχωρημένες γωνίες,
το δέντρο τούτο το κατάφορτο με ύβρεις, που το ταρακουνάνε στην πλατεία, όταν χτυπάει μεσάνυχτα,
οι θόρυβοι που σηκώνονται και εκρήγνυνται, αλλά κι εκείνοι οι άλλοι που γλιστρούν και ψιθυρίζουνε στ’ αφτί κάποιο ερεθιστικό μυστικό τους,
όλα τούτα ανοίγουν το σκότος, βάραθρα των άλφα και των όμικρων, σήραγγες φωνηέντων σιωπηλών,
στοές που διατρέχω με τα μάτια δεμένα, αποκοιμισμένη η αλφάβητος εκβάλλει στα φρέατα σαν άλλος ποταμός μελάνης,
και η πολιτεία πάει κι έρχεται, και το λίθινο κορμί της γίνεται κομμάτια και θρύψαλα, σαν φτάνει στους κροτάφους μου,
όλη τη νύχτα, το κάθε κομμάτι, ένα-ένα, άγαλμα το άγαλμα, πηγή την πηγή και πέτρα την πέτρα, όλη τη νύχτα,
τα κομμάτια της γυρεύουνε στο μέτωπό μου τό ’να τ’ άλλο, όλη τη νύχτα η πολιτεία, ενώ κοιμάται, μιλάει με το στόμα μου,
και είναι λόγος ακατάληπτος και λοίσθιος, ψέλλισμα νερών και πέτρα που πολεμάει, η ιστορία της είναι.
Να σταματήσει μια στιγμή, να σταματήσει το αίμα μου, να το κάνει να σταθεί, να σταθεί που πηγαινοέρχεται, που όλο πηγαινοέρχεται και τίποτα δεν λέει,
ενώ κάθεται πάνω μου, και πάνω μου καθισμένο σαν γιόγκι στον ίσκιο της συκιάς, σα Βούδας στου ποταμού την όχθη, ω, ναι, να σταματήσει μια στιγμή,
μία μόνο στιγμή να σταματήσει, και, καθισμένο στου χρόνου την όχθη, την εικόνα να μου σβήσει του ποταμού που, ενώ ομιλεί κοιμώμενος, δεν λέει τίποτα και όλο με σέρνει και με τραβάει
μαζί του,
καθισμένο στην όχθη να σταματήσει τη ροή του ποταμού, ν’ ανοίξει τη στιγμή, να διαπεράσει τις αίθουσές της τις έκθαμβες και να φτάσει στων υδάτων το κέντρο,
να πιεί στην πηγή την ακένωτη, να γίνει γαλάζιων συλλαβών καταρράχτης που γκρεμίζεται από πάνω από πέτρινα χείλη,
καθισμένο στην όχθη της νύχτας σα Βούδας που κάθεται στου ίδιου του εαυτού του την όχθη, το άνοιξε-κλείσε όντας της στιγμής,
η πυρκαγιά και ο όλεθρος και η γέννηση της στιγμής και η ανάσα της νύχτας που φτεροκοπάει τεράστια, καθώς χιμάει προς την όχθη του χρόνου,
να πει ό,τι λέει και ο ποταμός, λόγος μέγας γόνιμος πανόμοιος με χείλη, λόγος μέγας γόνιμος που ουδέποτε κενούται,
να πει ό,τι λέει και ο χρόνος με φράσεις λίθινες σκληρές, με νεύματα αχανή θαλάσσης που κόσμους υπερκατακλύζει πάντοτε, κόσμους και κόσμους.
Πάντα στα μισά του ποιήματος κατακυριεύομαι από απελπισία μεγάλη, τα πάντα μ’ εγκαταλείπουνε μόνον μου,
κανείς δεν είναι στο πλευρό μου, ούτε καν τα μάτια εκείνα που από πίσω απ’ την πλάτη μου βλέπουν εκείνα που γράφω,
και ούτε πίσω υπάρχει ούτε εμπρός, η γραφίδα εξεγείρεται, δεν υπάρχει αρχή και τέλος, ούτε καν ένας τοίχος τουλάχιστον για να πηδήξω,
σπιανάδα παντέρμη είναι το ποίημα, τα λεκτά δεν είναι λεκτά και τα μη λεκτά είναι άλεκτα,
πύργοι, δώματα ερειπωμένα, βαβυλωνίες, θάλασσα με αλάτι μαύρο, βασίλειο τυφλό,
όχι,
να σταματήσω, να σωπάσω, να κλείσω τα μάτια μέχρι να βγει ν’ αναπηδήσει από μέσ’ απ’ τα μάτια μου ένα στάχυ, ένα σιντριβάνι ήλιοι
και η αλφάβητος να κυματίσει διάπλατη κάτω απ’ τον άνεμο του ονείρου, και η παλίρροια να φουσκώσει, να γίνει κύμα, και το κύμα να σπάσει το φράγμα,
να περιμένω ίσαμε να σκεπαστεί με αστέρια το χαρτί και δάσος να γίνει το ποίημα από λέξεις που ’ναι αναρριχητικές περιπλοκάδες,
όχι,
τίποτα να πω δεν έχω εγώ, κανείς δεν έχει να πει τίποτα, κανείς και τίποτα εκτός από το αίμα,
τίποτ’ άλλο εκτός απ’ αυτό το πηγαινέλα του αίματος, απ’ αυτή τη γραφή για ό,τι γραμμένο και από την επανάληψη της ίδιας λέξης στα μισά του ποιήματος,
συλλαβές του χρόνου, γράμματα σπασμένα, σταξιές μελάνης, αίμα που πάει κι έρχεται και δεν λέει τίποτα, και όλο με σέρνει και με τραβάει μαζί του.
Και λέω το πρόσωπό μου σκυμμένο πάνω απ’ το χαρτί, και κάποιος από πλάι μου γράφει, ενώ το αίμα έρχεται συνέχεια και πάει,
και η πόλη πάει κι έρχεται συνέχεια και συνέχεια μέσ’ απ’ το αίμα του, και θέλει κάτι να πει, ο χρόνος θέλει κάτι να πει, η νύχτα θέλει να πει, να μιλήσει,
όλη νύχτα ο άντρας θέλει να πει μία και μόνο μία λέξη, να πει επί τέλους τον λόγο του, που ’χει με πέτρες φτιαχτεί από κατεδάφιση,
και ακονίζω το αφτί, ν’ ακούσω θέλω ο άντρας τί λέει, να επαναλάβω τί λέει η πόλη, τί λέει η πόλη και μένει μετέωρη,
κι όλη τη νύχτα εντελώς στα τυφλά οι σπασμένες ψάχνονται πέτρες στο μέτωπό μου επάνω, όλη τη νύχτα το νερό παλεύει την πέτρα,
οι λέξεις τη νύχτα, η νύχτα τη νύχτα, και τίποτα πια δεν φωτίζει τη θαμπή ετούτη εδώ τη μάχη,
η ταραχή των όπλων δεν πετάει αστραπές στην πέτρα, ούτε καν σπίθα στη νύχτα, και εκεχειρία δεν γίνεται,
είναι μάχη μεταξύ αθανάτων θανάσιμη,
όχι,
να γυρίσουν πίσω, ν’ ανακόψουν το ποτάμι του αίματος, τον ποταμό της μελάνης,
να σταματήσουν τη ροή και τη νύχτα, να τις γυρίσουν και τις δύο τους πίσω, να εκθέσουν τα σπλάχνα τους,
να δείξει το νερό την καρδιά του που ’ναι ένα σμάρι πνιγμένοι καθρέφτες, δέντρο κρυστάλλινο που το ξεριζώνει ο άνεμος
(και κάθε φύλλο του πετάει και μαρμαίρει και χάνεται μέσα σ’ ένα βάναυσο φως, όπου οι λέξεις χάνονται μονίμως μέσα στου ποιητή την εικόνα),
να κλείσει ο χρόνος και να γίνει ουλή αθέατη η πληγή του, κομψή γραμμή ανεπαίσθητη στο δέρμα του κόσμου,
ν’ αποθέσουν οι λέξεις το όπλα και να γίνει το ποίημα μιά λέξη μοναδική με ύφανση πυκνότατη,
και να γίνει η ψυχή χωράφι μετά από το καψάλισμα, στήθος φεγγαρίσιο κάποιας απολιθωμένης θάλασσας, όπου δεν καθρεφτίζεται πλέον τίποτα
εκτός από μιαν έκταση εκτεταμένη, το διάστημα απλωμένο επάνω στον εαυτό του, τα απέραντα φτερά φαρδια-πλατιά ξεδιπλωμένα,
και να γίνουν τα πάντα σα φλόγα που σμιλεύεται και ψύχεται στο βράχο με τα διάφεγγα σπλάχνα,
λάμψη σκληρή που έγινε κιόλας κρύσταλλο και διαύγεια ειρηνική, διαύγεια γαλήνια.
Και ο ποταμός ανεβαίνει ξανά τη ροή του, διπλώνει ξανά τα πανιά του, μαζεύει ξανά τις εικόνες του και ύστερα ξανακλείνεται στον εαυτό του.
Γενεύη 1953
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
♡ ♡ ♡ ♡
ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ
Δεν βρίσκομαι στου κόσμου την κορφή.
Η στιγμή
δεν είναι ο στύλος του στυλίτη,
δεν ανεβαίνει
από τις φτέρνες μου ο χρόνος,
δεν ξεσπάει
μέσα στο κρανίο μου μ’ έκρηξη μαύρη σιωπηλή,
έκλαμψη ταυτόσημη με τύφλωση.
Βρίσκομαι σε κάποιον έκτον όροφο,
βρίσκομαι
σ’ ένα κλουβί που κρέμεται στον χρόνο.
Έκτος όροφος:
φυρονεριά και σφυροκόπημα,
μετάλλων πάλη,
γυαλιά σπασμένα που γκρεμίζονται,
μηχανές με μανία ήδη ανθρώπινη.
Η νύχτα
είναι οχλαγωγία αυτοκαταστρεφόμενη,
στόμα που,
όταν τ’ αγκαλιάζουμε, γίνεται χίλια κομμάτια.
Τυφλή
ξανακολλάει στα ψαχτά τα θρύψαλά της,
μαζεύει
τα σπασμένα της ονόματα, τα διασκορπίζει πάλι.
Με τ’ ακροδάχτυλα κομμένα
ζητά τυφλά, ψηλαφητά να βρει τα όνειρα, την πόλη.
Δεν βρίσκομαι στο σταυροδρόμι:
διαλέγω
θα πει λαθεύω.
Βρίσκομαι
στη μέση αυτής της φράσης.
Και πού με πηγαίνει;
Αντίλαλοι από πτώση σε πτώση,
έργα και ημέρες,
της γέννησής μου ο καταρράχτης:
ημερολόγιο
που ξεφορτώνεται τις μέρες του
ρίχνοντάς τες
στις κοιλότητες της μνήμης μου.
Είμαι ο σάκκος των ίδιων μου των ίσκιων.
Κατηφορίζει
για της μάνας μου τα στερεμένα στήθη.
Λόφοι όλο ζάρες,
λάβες παλαβές,
κάμποι ευκαμπείς,
βορά όλα τους του ασβέστη.
Δύο εργάτες ανοίγουν το λάκκο.
Τσακισμένο
στόμα τούβλινο και τσιμεντένιο.
Ιδού
και το ρημαγμένο φέρετρο:
ανάμεσα από τις σπασμένες τάβλες
το ανοιχτόγκριζο καπέλο,
των υποδημάτων το ζεύγος,
το μαύρο κουστούμι του δικηγόρου.
Οστά, κουμπιά, κουρέλια:
βουνάκι σκόνης ξαφνικιάς
μπροστά στα πόδια του φωτός.
Φως ψυχρό αμεταχείριστο,
σχεδόν κοιμώμενο,
φως της ροδαυγής
που μόλις εροβόλησε τη ράχη,
των τεθνεώτων βοσκοπούλα.
Ό,τι είταν ο πατέρας μου
χωράει σε τούτη τη λινάτσα,
που την απλώνει ένας εργάτης
και η μάνα μου σταυροκοπιέται.
Πριν τελέψει
το όραμα, αφανίζεται:
είμαι στη μέση,
κρεμασμένος σ’ ένα κλουβί,
σε μιάν εικόνα κρεμασμένος.
Η αρχή απομακρύνεται,
το τέλος σβήνει μαρμαίροντας.
Δεν υπάρχει τέλος ούτε αρχή:
βρίσκομαι στην παύση,
δεν τελειώνω ούτε αρχίζω,
ό,τι λέω
ούτε πόδια έχει ούτε κεφαλή.
Στριφογυρίζω μες στον εαυτό μου
και ολοένα σκοντάφτω
στα ίδια ονόματα,
στα ίδια πρόσωπα,
κι εμένανε τον ίδιο ποτέ δεν συναντάω.
Η ιστορία μου δεν είναι δική μου:
συλλαβή ετούτης της σπασμένης φράσης
που μες στο κυκλοειδές της παραλήρημα
επαναλαμβάνει, ξαναλέει την πόλη.
Πόλη, πόλη μου,
στύλε που σε λοιδόρησαν,
λίθε που σε ατίμασαν,
όνομα που σ’ έφτυσαν,
η ιστορία Σου είναι η Ιστορία:
ειμαρμένη
μασκαρεμένη σε ελευθερία,
άστρο
πλανώμενο και δίχως την τροχιά του,
παιχνίδι
που το παίζουμε όλοι αγνοώντας τους κανονισμούς του,
παιχνίδι όπου κανένας δεν κερδίζει,
παιχνίδι χωρίς κανονισμούς,
καπρίτσιο ενός θεού στοχαστικού,
ενός ανθρώπου
που ’γινε τραυλός θεός.
Οι χρησμοί μας
είναι οι λόγοι του αφασικού,
οι προφήτες μας
είναι μάντεις διοπτροφόροι.
Ιστορία:
πηγαινέλα δίχως τέλος και δίχως αρχή.
Κανείς δεν έχει πάει εκεί,
κανείς
δεν ήπιε απ’ την πηγή,
κανείς
δεν άνοιξε τα πέτρινα ματόκλαδα του χρόνου,
κανείς
δεν άκουσε τον πρώτο λόγο,
κανένας δεν θ’ ακούσει και τον έσχατο,
το στόμα που τον λέει μονολογεί,
κανένας
δεν κατέβηκε στον λάκκο των συμπάντων,
κανένας
δεν εγύρισε απ’ τον κοπρότοπο των ήλιων.
Ιστορία:
σκουπιδότοπος και ουράνιο τόξο.
Κλίμακα
για τα δώματα τα υψηρεφή:
νότες επτά
διαλυμένες μέσα στην αιθρία.
Λόγοι άνευ ίσκιου.
Δεν τους ακούμε, τους αρνούμαστε,
είπαμε πως δεν υπήρξαν:
διαλέγουμε τον θόρυβο.
Έκτος όροφος:
βρίσκομαι στη μέση αυτής της φράσης:
και
πού με πηγαίνει;
Γλώσσα κρεουργημένη.
Ποιητής: κηπουρός επιταφίων.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
♡ ♡ ♡ ♡
Ήσυχο δέντρο μες τα σύννεφα
Εκείνος ο νεαρός στρατιώτης
χαμογελούσε ντροπαλός ευθυτενής
όπως μια νέα ροδακινιά.
Το χνούδι του προσώπου του χρύσιζε
σαν το κοκκίνισμα του ροδάκινου
στου μεσημεριού τον κίτρινο ήλιο.
Οι χειρονομίες του
Σαν της ροδακινιάς
όταν ο άνεμος την σείει, στον λόφο.
Όταν χαμογελούσε το χαμόγελό του
ένα ξαφνικό λουλούδισμα της ροδακινιάς.
Μια ριπή του ανέμου στιγμές τον συννέφιαζε
και τότε, σοβαρός, συλλογισμένος,
΄Εμοιαζε ροδακινιά στον αέρα, γυμνή από φύλλα.
΄Επαιζε με τα παιδιά, το δείλι,
Με μια ζέση νοσταλγική, απόμακρος
σαν κύμα τρυφερό
που πάει κι έρχεται πίσω
΄Ενας μελαγχολικός άνεμος σάρωνε
σύννεφα τους ανθούς επάνω, σύννεφα μεγάλα,
και στον κήπο πετούσανε τα φύλλα
Ω, τρικυμισμένη άνοιξη!
΄Ησυχο δέντρο μέσα στα σύννεφα, φύλλα, παιδιά,
Αναρωτιόταν εκείνος ο στρατιώτης:
«Είναι όλα σύννεφο, είναι όλα φύλλα, άνεμος»;
«Τα αγαπημένα δέντρα είναι σύννεφα»;
«Το κλαδί ετούτο που αγγίζω, αυτή
η φλούδα,
αυτά τα παιδιά, είναι σύννεφα»; «Σύννεφο το όνειρο
και το κορίτσι εκείνο και το άρωμα
του, φάντασμα της σάρκας, σύννεφο, αφρός
που τον σηκώνει ελαφριά ο άνεμος»;
Κι έφυγε μακριά, σιωπηλό μαύρο σύννεφο
Berkeley, 18 de abril de 1944.
μετάφραση : Νεοκλής Κυριάκου
*
Árbol quieto entre nubes
Aquel joven soldado
era sonriente y tímido y erguido
como un joven durazno.
El vello de su rostro se doraba
con el rubor de los duraznos
al amarillo sol de mediodía.
Sus ademanes eran
como los ademanes del durazno
cuando el viento lo mueve, en la colina.
Si sonreía era su sonrisa
un imprevisto florecer durazno.
Una ráfaga a veces lo nublaba
y entonces, serio, ensimismado,
era un durazno al aire, deshojado.
Jugaba con los niños, en la tarde,
con un fervor nostálgico, lejano,
con la misma ternura de la ola
que se aleja volviendo la cabeza.
Un viento melancólico barría
nubes en flor, apenas nubes,
y en el jardín volaban hojas
¡oh despeinada primavera!
Árbol quieto entre nubes, hojas, niños,
se preguntaba aquel soldado:
¿Es nube todo, todo es hoja, viento?
¿Los familiares árboles son nubes?
¿Esta rama que toco, esta corteza,
estos niños, son nubes? ¿Nube el sueño
y la muchacha aquella y su perfume,
fantasma de la carne, nube, espuma
apenas sostenida por el viento?
Y se alejó, callada nube negra.
Berkeley, 18 de abril de 1944.
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/