ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ ( 20 Απριλίου 1908 - 25 Φεβρουαρίου 1941)



Η Ευρώπη είναι ένα μεγάλο κοιμητήριο.
Η Ευρώπη δεν έχει Αγάπη
και δεν πιστεύει στην Ανάσταση.
Γιώργος Σαραντάρης στον Γιάννη Τσαρούχη


Ο Γιώργος Σαραντάρης (Κωνσταντινούπολη20 Απριλίου 1908 - Αθήνα25 Φεβρουαρίου 1941) ήταν Έλληνας ποιητής, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος της Γενιάς του '30.

Γόνος οικογένειας Ελλήνων εμπόρων με καταγωγή από το Λεωνίδιο Αρκαδίας που διέμεναν στην Ιταλία, είχε την ευκαιρία να ανατραφεί σε ένα αστικό και σχετικά προοδευτικό, σε σχέση με τα ελληνικά δεδομένα, περιβάλλον. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια στην Ιταλία, όπου έζησε από το 1910 έως το 1931. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ωστόσο, τον κέρδισε η ποίηση. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γιώργος Σαραντάρης εμφορούμενος από συναισθήματα φιλοπατρίας συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, όπου αρρώστησε από  τύφο. Πέθανε ύστερα από την επιστροφή του στην Αθήνα το 1941.

Το έργο του

Η ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη υπήρξε αρκετά πρωτοποριακή για τα δεδομένα των ιδεών που επικρατούσαν την εποχή του Μεσοπολέμου στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους. Υπήρξε λάτρης της λεγόμενης "καθαρής ποίησης". Έχοντας γνώση των ευρωπαϊκών διανοητικών κι αισθητικών ρευμάτων, χρησιμοποίησε στα ποιήματά του τον ελεύθερο στίχο, ενώ στις αναζητήσεις του περιέλαβε προβληματισμούς που έλκουν την επιρροή τους από την ιταλική ποίηση, το έργο τουΝτοστογιέφσκι, από τις φιλοσοφικές ιδέες του Νίτσε, του Σαίρεν Κίρκεγκωρ αλλά και από τον υπαρξισμό. Το έργο του δεν συνάντησε ευρεία αποδοχή στην εποχή του, επηρέασε ωστόσο την ελληνική ποίηση βαθιά και ουσιαστικά. Η συμβολή του αναγνωρίστηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος επηρεάστηκε σαφώς από συμβολικές εικόνες που κυριαρχούν στο έργο του Σαραντάρη: γυναίκα, θάλασσα, μοναξιά, ουρανός, πουλιά. Για τον λόγο αυτό, ο νομπελίστας Ελύτης, πέραν του ότι έχει αφιερώσει στον ποιητή το ποίημα Γιώργος Σαραντάρης κάνει ειδική μνεία γι' αυτόν στο έργο του Ανοιχτά Χαρτιά (Ίκαρος 1974) όπου αναφέρει για τον πρόωρο χαμό του ποιητή, αλλά και για την σχέση του με τα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής τα εξής: "Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια [...] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της".


Ποιητικές συλλογές
Οι αγάπες του χρόνου, Αθήνα, χ.ε. 1934
Τα ουράνια, Αθήνα, χ.ε. 1934
Αστέρια, Αθήνα, χ.ε. 1935
Στους φίλους μιας άλλης χαράς, Αθήνα, Νεοελληνική Λογοτεχνία 1940

Δοκίμια

Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης, Αθήνα, χ.ε. 1937
Η παρουσία του ανθρώπου, Αθήνα, Κύκλος 1938
Δοκίμια λογικής σα θεωρία του απολύτου και μη απολύτου, Αθήνα, Αντωνόπουλος 1939

Πεζά

Γράμματα σε μια γυναίκα, Αθήνα, Κύκλος 1936





Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ 

" Θέλω αυτή τη στιγμή απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε  την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πώς, κατάφερε να κρατήσει όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων στα Γραφεία και στις Επιμελητείες και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα.  Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν σχεδόν μια δολοφονία. Διπλωματούχος ιταλικού πανεπιστημίου - ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα-, θα μπορούσε να ΄ναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις Υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την αντικατασκοπεία, ή την ανάκριση των αιχμαλώτων. Αλλά όχι. Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων, για να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου".
Και συνεχίζει ο Ελύτης:
" Φαίνεται ότι (ο Σαραντάρης) πέρασε φρικτές ώρες. Τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τά 'χασε μέσα στην παραζάλη. Φώναζε <βοήθεια> στους άλλους φαντάρους , αυτός ο Χριστιανός φώναζε <αδέλφια> και τ' <αδέλφια> τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίστακτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο. Περήφανος, μ' ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε όσο που να τραγουδήσει ακόμη λίγο:
«Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής»
κι ύστερα ν' ανεβεί <στους τόπους που αγγέλλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο>.
Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση βλαστημούσανε το Θεό κι εμπιστεύονταν στη μαριχουάνα. Έπρεπε να το διαφυλάξουμε αυτό, να το κάνουμε σύμβολό μας και κουράγιο μας, τώρα που άρχιζαν άλλα δεινά, η πείνα, η κλούβα, οι εκτελέσεις στον τοίχο". "Ανοιχτά χαρτιά"

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 
Ξανθό κορίτσι είσαι

Ξανθό κορίτσι εἶσαι
ἡ κουβέντα σου μετάξινη
σχεδόν σαν τα μαλλιά σου.

Γοητεία ἡ γυναίκα
φίλησε το στόμα της
ν' ἀναπαυθεῖ κάθε ἀδυναμία...

Ἡ ὁμίχλη

Ἡ ὁμίχλη βρίθει
Ἀπό ἀνεμῶνες
Κοίτα τα κλαριά
Τί λίμνη
Τί ἀνυπόμονη καρδιά
Βλέπε μέσα
Στη σωστή σταγόνα
Ποια φόρα
Παίρνει το παιδί
Ποια νάρκη
Ἡ γυναῖκα


Ἔχω δεῖ τον οὐρανό...

Ἔχω δεῖ τον οὐρανό με τα μάτια μου
Με τα μάτια μου ἄνοιξα τα μάτια του
Με τη γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοί και κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι και δειπνήσαμε
Σαν να ἦταν ὁ καιρός ὅλος μπροστά μας
Και θυμᾶμαι τον ἥλιο που γελοῦσε
Πού γελοῦσε και δάκρυζε θυμᾶμαι


Ἄλλοτε η θάλασσα...

Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στα φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στον ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στον ἀγέρα
Τις ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές και τα χρώματα
Τα βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τα δέντρα και τα σύννεφα
Τις νύχτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρός τρικυμία χαλασμός κόσμου
Και μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλά ἐμεῖς πηγαίναμε χωρίς να μᾶς ἐμποδίζει κανείς
Να σκορπᾶμε και να παίρνουμε χαρά
Ἀπό τους βράχους ὡς τα βουνά μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντά ὁ Θεός


Ἡ ποίηση

(Πρόλογος)


Δε μπορῶ να βρῶ πιά, τί θέλει να πεῖ ποίηση. 
Μοῦ διαφεύγει. Το ἤξερα, ἀλλά τώρα μοῦ διαφεύγει. 
Ἂν κάποιος μοῦ ρωτήσει αὐτή τη στιγμή, θὰ ντροπιαστῶ. 
Γιατί ἐξακολουθῶ να εἶμαι ἐνδόμυχα βέβαιος 
πως ἡ ποίηση εἶναι μια οὐσία, ἀπαράλλαχτα ὅπως και ἡ ζωή. 
Κατι κρύβω, κρύβομαι, κάτι κρύβω, ἀπό κάποιον κρύβομαι. 
Σα ν᾿ ἀρχίζω να γίνομαι τρελός, και νὰ ντρέπομαι.
Ἀλλά ἡ ποίηση; Κάποιος θα σταθεῖ ἱκανός να πεῖ στους ἄλλους
 ὄχι σ᾿ ἐμένα ποὺ ἂν και το ξέρω φεύγω, τί εἶναι ποίηση!

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/





Ζουάν ( Χουάν ) Μιρό - Joan Miró ( 20 Απριλίου 1893 - 25 Δεκεμβρίου 1983 )

 


Catalan Landscape

Ο ισπανικής καταγωγής ζωγράφος και γλύπτης Χουάν Μιρό υπήρξε ένας από τους πρώτους υπερρεαλιστές καλλιτέχνες που τόνισε τις φανταστικές εικόνες και αποτέλεσε εκπρόσωπο του κινήματος του σουρεαλισμού που ξεκίνησε στις αρχές του εικοστού αιώνα. Ο Μιρό ανέπτυξε μια δική του ιδιαίτερη εξατομικευμένη εικαστική γλώσσα που προέρχεται από τους προϊστορικούς χρόνους και τις πηγές της φύσης.

O Joan Miro είναι γνωστός για τις γεμάτες παιχνιδίσματα εικόνες του. Οι συμβολικές του εικόνες δίνουν την αίσθηση της αφέλειας και της παιδικότητας κοιτάζοντάς της κάποιος για πρώτη φορά. Σε αντίθεση με την καλλιτεχνική του εικόνα, ο Μιρό ήταν ένα συγκεντρωμένος, εργατικός άνθρωπος που προτιμούσε να πηγαίνει στις εκθέσεις των γκαλερί ντυμένος με κλασσικά σκούρα κοστούμια εργασίας.

Ο Μιρό γεννήθηκε το 1893 ως γιος ενός χρυσοχόου και κατασκευαστή κοσμημάτων στη Βαρκελώνη στη Βόρειο Ισπανία και έφυγε από τη ζωή το 1983. Σπούδασε εικαστικά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελώνης και στην Academia Gali. Οι γονείς του βέβαια είχαν τις αντιρρήσεις τους και προτιμούσαν να δουν τον γιο τους να ακολουθήσει μια πιο σίγουρη δουλειά ως επιχειρηματίας. Μάλιστα, ακολούθησε και σπουδές διοίκησης επιχειρήσεων το 1907, παράλληλα με τα μαθήματα των καλλιτεχνικών σπουδών του και εργάστηκε ως λογιστής για σχεδόν δύο χρόνια. Τότε ήταν που υπέστη κάποιο είδος νευρικού κλονισμού και εγκατέλειψε τις όποιες βλέψεις των γονιών του να επιλέξει ένα πιο σταθερό επάγγελμα. Οι γονείς του αποδέχτηκαν τελικά να ακολουθήσει την καριέρα του καλλιτέχνη χωρίς ωστόσο να του παρέχουν υπερβολική υποστήριξη για αυτή του την επιλογή.
Στο ξεκίνημα της καριέρας του πειραματίστηκε σε διαφορετικά στυλ ζωγραφικής που είχαν κάνει δυναμικά την παρουσία τους εκείνη την περίοδο με την αλλαγή του αιώνα, όπως ο Φωβισμός και ο Κυβισμός.
Λουλούδια και πεταλούδα (1922)
Το 1920 ο Μιρό έκανε την πρώτη από μια σειρά ταξίδια στο Παρίσι και το 1921 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου συναντήθηκε με τον Πάμπλο Πικάσο και πολλούς άλλους από τους μεγάλους ζωγράφους και καλλιτέχνες που ζούσαν στο Παρίσι - το οποίο αποτελούσε το κέντρο των τεχνών στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και το πρώτο μισό του εικοστού.

Από το 1924 και έπειτα, ο Miro εντάχθηκε στον κύκλο των Θεωρητικών Σουρεαλιστών του Andre Breton και το ζωγραφικό του ύφος πήρε στροφή προς το κίνημα του Σουρεαλισμού. Σύντροφοί του και συνοδοιπόροι σε αυτό το μοναδικό καλλιτεχνικό ταξίδι υπήρξαν ο Andre Masson και ο Max Ernst. Παρά το γεγονός βέβαια ότι ο Μιρό είχε προσχωρήσει στο κίνημα των σουρεαλιστών, ποτέ δεν ενέταξε εαυτό του εξ’ ολοκλήρου και απόλυτα σε αυτήν την ομάδα που κυριαρχείτο από τον Andre Breton, παραμένοντας πάντα ένα αουτσάιντερ του κινήματος.
Μέχρι το 1930 ο καλλιτέχνης είχε αναπτύξει το δικό του προσωπικό στυλ. Το στυλ της τέχνης που ακολούθησε ο Μιρό είναι δύσκολο να περιγραφεί. Χαρακτηρίζεται από λαμπερά χρώματα σε συνδυασμό με απλοποιημένες φόρμες που θυμίζουν τα σχέδια που δημιουργήθηκαν από παιδιά στην ηλικία των πέντε ετών, ενώ στην τέχνη του ενσωματώνει στοιχεία και από την καταλανική λαϊκή τέχνη. Ο ίδιος αγαπούσε ιδιαίτερα να συγκρίνει τις εικαστικές τέχνες με την ποίηση.
Στη δεκαετία του 1930 η φήμη και η αναγνώριση του έγινε σε διεθνές επίπεδο. Από το 1940 έως το 1948 επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στην Ισπανία. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου πειραματίστηκε σε διάφορα εικαστικά μέσα όπως τη γλυπτική, τα κεραμικά και τις τοιχογραφίες.
Το 1947, ο Μιρό επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες για πρώτη φορά όπου είχε διάφορες προσωπικές εκθέσεις. Η πιο σημαντική υπήρξε η αναδρομική έκθεση στο MoMA - Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη το 1951 και το 1959. Το 1954 μάλιστα, κέρδισε ένα βραβείο στην Μπιενάλε της Βενετίας, ενώ το 1968 ο καλλιτέχνης αποπεράτωσε τελικά δύο μεγάλες κεραμικές τοιχογραφίες σε κτίρια της UNESCO στο Παρίσι, τα οποία του είχαν ανατεθεί.
Το Καρναβάλι του Αρλεκίνου (1924-25) 

Σε αυτό το έργο ο καλλιτέχνης ανακαλύπτει τη δική του προσωπική εκδοχή του σουρεαλισμού, στην οποία παραμένει πιστός σε όλη του τη ζωή. Με ζωηρή φαντασία και το εύθυμο πνεύμα του άδολου παιχνιδιού που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της τέχνης του ζωγράφου. Απεικονίζεται ένας παράξενος  αποκριάτικος χορός, όπου άνθρωποι, ζώα και αντικείμενα είναι μεταμφιεσμένα ή φορούν μάσκες.πηγή 

Ο Μιρό υπήρξε ένας ιδιαίτερα πειθαρχημένος άνθρωπος που εργαζόταν με προσήλωση πάνω σε κάθε έργο του. Ήταν λιγομίλητος και έμοιαζε ένας τέλειος μετρημένος άνθρωπος. Ήταν συστηματικός, αξιόπιστος και ιδιαίτερα σχολαστικός. Τίποτα από όσα τον χαρακτήριζαν δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ανήκαν σε μια μποέμ προσωπικότητα την οποία είχαν συνήθως οι καλλιτέχνες.
Επιπλέον, ο Μιρό ήταν μετριοπαθής. Παρά τη διεθνή αναγνώριση, η οικονομική του κατάσταση δεν υπήρξε εξαιρετική. Ονειρευόταν ένα μεγάλο στούντιο, όπου θα μπορούσε να δημιουργήσει τα πολυάριθμα έργα τέχνης και τις ιδέες που είχε συγκεντρώσει σε ένα μικρό σημειωματάριο. Μετά το Β ΄Παγκόσμιο Πόλεμο όμως τα πράγματα θα εξελίσσονταν διαφορετικά για εκείνον. Το πρώτο ταξίδι του στις ΗΠΑ, έδωσε μεγάλη ώθηση στη δημοτικότητά του και στην αγοραία αξία των έργων τέχνης του. Το αποτέλεσμα ήταν ο μετριοπαθής Μιρό να πιέσει τις γκαλερί να κάνουν μια πιο δίκαιη κατανομή των εσόδων από τις πωλήσεις των έργων του. Σε μια επιστολή του προς τους ιδιοκτήτες γκαλερί κάποτε έγραψε τα εξής:
«Αυτό που δεν θα δεχτώ πλέον είναι μια μέτρια ζωή, ενός μετριοπαθούς τζέντλεμαν».
Πορτρέτο της κυρίας Μιλς το 1750 (1929) 

Το 1956 τελικά ο Μιρό κατάφερε να μετακομίσει στη βίλα των ονείρων του, στην Πάλμα ντε Μαγιόρκα η οποία σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Josep Lluis Sert.
 Το νέο του σπίτι κατασκευάστηκε σε υπερσύγχρονο στυλ χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονική avant-garde της δεκαετίας του 1950. Το 1992 η κατοικία του μετετράπη στο μουσείο Miro ανοικτό για το κοινό.
Ο Μιρό ήταν ένας ιδιαίτερα γόνιμος καλλιτέχνης. Εργάστηκε πάνω στην κατασκευή γκραβούρων και λιθογραφιών, και βρίσκεται μεταξύ εκείνων των σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως ο Πικάσο ή ο Σαγκάλ τα έργα των οποίων δημοσιεύθηκαν επίσης εκτυπωμένα σε μεγάλες εκδόσεις απευθυνόμενα στο ευρύτερο κοινό. 


Σήμερα, αυθεντικά έργα τέχνης του Μιρό είναι διαθέσιμα ακόμη και για τους λάτρεις της τέχνης, οι οποίοι έχουν ωστόσο περιορισμένα χρήματα στην διάθεσή τους.http://www.capital.gr/


Η φάρμα (1921-22) 
Μετά την πρώτη επίσκεψή του στο Παρίσι, όπου περνάει πολύ φτωχικά, τα καλοκαίρια πηγαίνει στη φάρμα των γονιών του στο Μοντρόιγ, αποτυπώνει στο βορεινό του εργαστήριο τη ζεστασιά και το χρώμα του καταλανικού καλοκαιριού. Ζωγραφίζει με έντονα και ζωηρά χρώματα, επηρεασμένος από τους μεταϊμπρεσιονιστές και τους πρίμιτιφ ζωγράφους, όπως επίσης και από τα στυλιζαριμένα αλλά πολύ εκφραστικά ρωμανικά ξυλόγλυπτα των εκκλησιών του Μοντρόιγ. Η δουλειά αυτή αποτελεί τον αποχαιρετισμό του Μιρό στον ρεαλισμό, προτού ξεκινήσει τη μεγάλη του σουρεαλιστική περιπέτεια. Κοιτάζει τον αληθινό κόσμο με άγρυπνη και τρυφερή προσοχή, αναπαριστώντας  με ακρίβεια ζώα και αντικείμενα.

Το οργωμένο χωράφι (1923-24) 

Άνδρας και Γυναίκα μπροστά σε περιττώματα (1936) 
 «Άγριος πίνακας», ζωγραφισμένος πάνω σε χαλκό, σε μια γενική ατμόσφαιρα χυδαιότητας, βίας και θανάτου.πηγή 


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Οctavio Paz ( 31 Μαρτίου 1914 - 19 Απριλίου 1998 )

 


Ο Οκτάβιο Λοσάνο Πας (Οctavio Lozano Paz, Πόλη του Μεξικού, 31 Μαρτίου 1914 - Πόλη του Μεξικού, 19 Απριλίου 1998), υπήρξε ποιητής, συγγραφέας και διπλωμάτης, κάτοχος Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας (1990). Θεωρείται από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα και τους μεγαλύτερους ισπανόφωνους ποιητές όλων των εποχών. Υπήρξε πολύ παραγωγικός συγγραφέας τού οποίου η δουλειά εκτείνεται σε πολλές γενιές και τα έργα του περιλαμβάνουν ποιητικά θέματα, δοκίμια και μεταφράσεις.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 


ΥΜΝΟΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΕΡΕΙΠΙΩΝ

    όπου αφρισμένη η θάλασσα η σικελική…
               Γόνγορα

Αυτοστεφανωμένη η μέρα απλώνει τα φτερά της.
Κραυγή κίτρινη μεγάλη βγαίνει,
πίδακας θερμός

στο κέντρο κάποιου
αμερόληπτου και τα μάλα ευεργετικού ουρανού!
Τα φαινόμενα είναι όλα τους ωραία σε τούτηνε
      τη στιγμιαία αλήθεια.
Η θάλασσα καβαλάει την ακτή,
γαντζώνεται στα βράχια, αράχνη απαστράπτουσα:
η πελιδνή του βουνού πληγή φεγγοβολάει·
μια χούφτα γίδια είν’ ένα κοπάδι πέτρες·
ο ήλιος κάνει το χρυσό του αβγό και χύνεται
      καταπάνω στη θάλασσα.
Θεός το παν!
Άγαλμα σπασμένο,
κίονες φαγωμένοι από το φως
ερείπια ζώντα σ’ έναν κόσμο μέσα με ζωντανούς νεκρούς!

Πέφτει η νύχτα στο Τετιουακάν.
ψηλά στην πυραμίδα φουμάρουν τα παιδιά μαριχουάνα,
κιθάρες παίζουνε βραχνές.
Ποιό χόρτο και ποιο αθάνατο νερό θα μας χαρίσει τη ζωή,
απ’ όπου θε να ξεθάψουμε τη λέξη,
την αναλογία που κυβερνάει τον ύμνο και τον λόγο,
τον χορό, στην πόλη, αλλά και στης ζυγαριάς τους δίσκους;
Ίδια βρισιά το μεξικάνικο ξεσπάει τραγούδι,
αστέρι πάγχρωμο που αχνοσβήνει,
πέτρα που μας σφαλίζει της επαφής τις θύρες.
Γνωρίζει η γη τη γη τη γηρασμένη.

Τα μάτια βλέπουνε, τα χέρια αγγίζουν.
Εδώ σου φτάνουν λίγα μόνο πράγματα – δεν θες πολλά:
φραγκοσυκιά, πλανήτης κοραλλιογενής ακάνθινος,
σύκα καλυπτοφόρα,
σταφύλια έχοντα γεύσιν αναστάσεως,
αχιβάδες, παρθενίες απροσπέλαστες,
αλάτι και τυρί, και κρασί και ηλιόψωμο.
Από τα ύψη της μαυρίλας της με θωρεί μια νησιώτισσα,
μητρόπολη κομψή και λυγερή και σβέλτη
      με το φως ντυμένη.
Πύργοι αλάτινοι κι αγνάντι τους πεύκα στην όχθη πράσινα
αναδύονται τ’ άσπρα πανιά απ’ όλες τις βαρκούλες.
Ναούς στη θάλασσα χτίζει το φως.

Νέα Υόρκη, Μόσχα, Λονδίνο.
Ο ίσκιος σκεπάζει τον κάμπο – κισσός το φάντασμά του,
πανίδα ριγηλή η ανατριχίλα του,
χνούδι πυκνό και μιά ασπαλάκων συμμορία.
Και κάθε τόσο τα δόντια κάποιου κροταλίζουνε ήλιου αναιμικού.
Γερμένος σε βουνά που χτες ακόμα είσαν πόλεις
      χασμουριέται τώρα ο Πολύφημος.
Κάτω, ανάμεσα στους λάκκους, σέρνεται το ανθρωπολόι.
(Δίποδα ζώα οικόσιτα: το κρέας τους, που
το βαραίνουν οι πρόσφατες θρησκευτικές απαγορεύσεις,
το προτιμούν έναντι παντός οι πλούσιες τάξεις.
Μέχρι και πριν λίγο τα θεωρούσε ο όχλος ζώα βδελυρά.)

Να βλέπεις, ν’ αγγίζεις σχήματα όμορφα του καθ’ ημέραν βίου.
Το φως βομβίζει, βέλη και φτερά.
Απάνω στο τραπεζομάντηλο ο κρασολεκές μυρίζει αίμα.
Όπως το κοράλλι τα κλαδιά του στο νερό,
απαράλλαχτα κι εγώ στη σφύζουσα από ζωντάνια ώρα
      απλώνω τις αισθήσεις μου,
και κίτρινη εναρμόνιση γεμίζει ώς επάνω η στιγμή,
ω μεσημβρία, ω άγανο γεμάτο με λεπτά,
ω της αιωνιότητας ποτήρι!

Οι σκέψεις μου διχάζονται, έρπουν, και συγχέονται, και
      ξαναρχίζουν,
μέχρι που ακινητούν στο τέλος, ποτάμια πια που δεν
      εκβάλλουνε ποτέ και πουθενά,
ίδιες δέλτα του αίματος, κάτω από έναν ήλιο δίχως βασίλεμα.
Να σταματήσουν άραγε όλ’ αυτά σε τούτο ’δώ το τσαλαβούτημα
      σε στάσιμα νερά;

Μέρα, μέρα στρογγυλή, γλαφυρό
πορτοκάλι πάμφωτο με τις εικοσιτέσσερείς του φέτες,
από την ίδια υποτεινόμενες όλες τους κίτρινη γλύκα!
Η ευφυΐα παίρνει επί τέλους σάρκα και οστά,
τα δύο εχθρικά συμφιλιώνονται ημίση,
και η συνείδηση-καθρέφτης τρέπεται πλέον σε υγρό
και γίνεται ξανά πηγή, σιντριβανίζει μύθους:
Άνθρωπος, δέντρο μεστό εικόνων, μες στις
λέξεις που είναι άνθη που είναι καρποί που είναι πράξεις.
Νάπολη, 1948
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

♡  ♡  ♡  ♡

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ

Η πολιτεία ξάγρυπνη τρέχει στο αίμα μου, κυκλοφορεί σα μέλισσα.
Και το αεροπλάνο που χαράσσει έναν λυγμό σαν σίγμα λατινικό κεφαλαίο, τα τραμ που γκρεμίζονται σε κάτι προκεχωρημένες γωνίες,
το δέντρο τούτο το κατάφορτο με ύβρεις, που το ταρακουνάνε στην πλατεία, όταν χτυπάει μεσάνυχτα,
οι θόρυβοι που σηκώνονται και εκρήγνυνται, αλλά κι εκείνοι οι άλλοι που γλιστρούν και ψιθυρίζουνε στ’ αφτί κάποιο ερεθιστικό μυστικό τους,
όλα τούτα ανοίγουν το σκότος, βάραθρα των άλφα και των όμικρων, σήραγγες φωνηέντων σιωπηλών,
στοές που διατρέχω με τα μάτια δεμένα, αποκοιμισμένη η αλφάβητος εκβάλλει στα φρέατα σαν άλλος ποταμός μελάνης,
και η πολιτεία πάει κι έρχεται, και το λίθινο κορμί της γίνεται κομμάτια και θρύψαλα, σαν φτάνει στους κροτάφους μου,
όλη τη νύχτα, το κάθε κομμάτι, ένα-ένα, άγαλμα το άγαλμα, πηγή την πηγή και πέτρα την πέτρα, όλη τη νύχτα,
τα κομμάτια της γυρεύουνε στο μέτωπό μου τό ’να τ’ άλλο, όλη τη νύχτα η πολιτεία, ενώ κοιμάται, μιλάει με το στόμα μου,
και είναι λόγος ακατάληπτος και λοίσθιος, ψέλλισμα νερών και πέτρα που πολεμάει, η ιστορία της είναι.

Να σταματήσει μια στιγμή, να σταματήσει το αίμα μου, να το κάνει να σταθεί, να σταθεί που πηγαινοέρχεται, που όλο πηγαινοέρχεται και τίποτα δεν λέει,
ενώ κάθεται πάνω μου, και πάνω μου καθισμένο σαν γιόγκι στον ίσκιο της συκιάς, σα Βούδας στου ποταμού την όχθη, ω, ναι, να σταματήσει μια στιγμή,
μία μόνο στιγμή να σταματήσει, και, καθισμένο στου χρόνου την όχθη, την εικόνα να μου σβήσει του ποταμού που, ενώ ομιλεί κοιμώμενος, δεν λέει τίποτα και όλο με σέρνει και με τραβάει
μαζί του,
καθισμένο στην όχθη να σταματήσει τη ροή του ποταμού, ν’ ανοίξει τη στιγμή, να διαπεράσει τις αίθουσές της τις έκθαμβες και να φτάσει στων υδάτων το κέντρο,
να πιεί στην πηγή την ακένωτη, να γίνει γαλάζιων συλλαβών καταρράχτης που γκρεμίζεται από πάνω από πέτρινα χείλη,
καθισμένο στην όχθη της νύχτας σα Βούδας που κάθεται στου ίδιου του εαυτού του την όχθη, το άνοιξε-κλείσε όντας της στιγμής,
η πυρκαγιά και ο όλεθρος και η γέννηση της στιγμής και η ανάσα της νύχτας που φτεροκοπάει τεράστια, καθώς χιμάει προς την όχθη του χρόνου,
να πει ό,τι λέει και ο ποταμός, λόγος μέγας γόνιμος πανόμοιος με χείλη, λόγος μέγας γόνιμος που ουδέποτε κενούται,
να πει ό,τι λέει και ο χρόνος με φράσεις λίθινες σκληρές, με νεύματα αχανή θαλάσσης που κόσμους υπερκατακλύζει πάντοτε, κόσμους και κόσμους.

Πάντα στα μισά του ποιήματος κατακυριεύομαι από απελπισία μεγάλη, τα πάντα μ’ εγκαταλείπουνε μόνον μου,
κανείς δεν είναι στο πλευρό μου, ούτε καν τα μάτια εκείνα που από πίσω απ’ την πλάτη μου βλέπουν εκείνα που γράφω,
και ούτε πίσω υπάρχει ούτε εμπρός, η γραφίδα εξεγείρεται, δεν υπάρχει αρχή και τέλος, ούτε καν ένας τοίχος τουλάχιστον για να πηδήξω,
σπιανάδα παντέρμη είναι το ποίημα, τα λεκτά δεν είναι λεκτά και τα μη λεκτά είναι άλεκτα,
πύργοι, δώματα ερειπωμένα, βαβυλωνίες, θάλασσα με αλάτι μαύρο, βασίλειο τυφλό,
όχι,
να σταματήσω, να σωπάσω, να κλείσω τα μάτια μέχρι να βγει ν’ αναπηδήσει από μέσ’ απ’ τα μάτια μου ένα στάχυ, ένα σιντριβάνι ήλιοι
και η αλφάβητος να κυματίσει διάπλατη κάτω απ’ τον άνεμο του ονείρου, και η παλίρροια να φουσκώσει, να γίνει κύμα, και το κύμα να σπάσει το φράγμα,
να περιμένω ίσαμε να σκεπαστεί με αστέρια το χαρτί και δάσος να γίνει το ποίημα από λέξεις που ’ναι αναρριχητικές περιπλοκάδες,
όχι,
τίποτα να πω δεν έχω εγώ, κανείς δεν έχει να πει τίποτα, κανείς και τίποτα εκτός από το αίμα,
τίποτ’ άλλο εκτός απ’ αυτό το πηγαινέλα του αίματος, απ’ αυτή τη γραφή για ό,τι γραμμένο και από την επανάληψη της ίδιας λέξης στα μισά του ποιήματος,
συλλαβές του χρόνου, γράμματα σπασμένα, σταξιές μελάνης, αίμα που πάει κι έρχεται και δεν λέει τίποτα, και όλο με σέρνει και με τραβάει μαζί του.

Και λέω το πρόσωπό μου σκυμμένο πάνω απ’ το χαρτί, και κάποιος από πλάι μου γράφει, ενώ το αίμα έρχεται συνέχεια και πάει,
και η πόλη πάει κι έρχεται συνέχεια και συνέχεια μέσ’ απ’ το αίμα του, και θέλει κάτι να πει, ο χρόνος θέλει κάτι να πει, η νύχτα θέλει να πει, να μιλήσει,
όλη νύχτα ο άντρας θέλει να πει μία και μόνο μία λέξη, να πει επί τέλους τον λόγο του, που ’χει με πέτρες φτιαχτεί από κατεδάφιση,
και ακονίζω το αφτί, ν’ ακούσω θέλω ο άντρας τί λέει, να επαναλάβω τί λέει η πόλη, τί λέει η πόλη και μένει μετέωρη,
κι όλη τη νύχτα εντελώς στα τυφλά οι σπασμένες ψάχνονται πέτρες στο μέτωπό μου επάνω, όλη τη νύχτα το νερό παλεύει την πέτρα,
οι λέξεις τη νύχτα, η νύχτα τη νύχτα, και τίποτα πια δεν φωτίζει τη θαμπή ετούτη εδώ τη μάχη,
η ταραχή των όπλων δεν πετάει αστραπές στην πέτρα, ούτε καν σπίθα στη νύχτα, και εκεχειρία δεν γίνεται,
είναι μάχη μεταξύ αθανάτων θανάσιμη,
όχι,
να γυρίσουν πίσω, ν’ ανακόψουν το ποτάμι του αίματος, τον ποταμό της μελάνης,
να σταματήσουν τη ροή και τη νύχτα, να τις γυρίσουν και τις δύο τους πίσω, να εκθέσουν τα σπλάχνα τους,
να δείξει το νερό την καρδιά του που ’ναι ένα σμάρι πνιγμένοι καθρέφτες, δέντρο κρυστάλλινο που το ξεριζώνει ο άνεμος
(και κάθε φύλλο του πετάει και μαρμαίρει και χάνεται μέσα σ’ ένα βάναυσο φως, όπου οι λέξεις χάνονται μονίμως μέσα στου ποιητή την εικόνα),
να κλείσει ο χρόνος και να γίνει ουλή αθέατη η πληγή του, κομψή γραμμή ανεπαίσθητη στο δέρμα του κόσμου,
ν’ αποθέσουν οι λέξεις το όπλα και να γίνει το ποίημα μιά λέξη μοναδική με ύφανση πυκνότατη,
και να γίνει η ψυχή χωράφι μετά από το καψάλισμα, στήθος φεγγαρίσιο κάποιας απολιθωμένης θάλασσας, όπου δεν καθρεφτίζεται πλέον τίποτα
εκτός από μιαν έκταση εκτεταμένη, το διάστημα απλωμένο επάνω στον εαυτό του, τα απέραντα φτερά φαρδια-πλατιά ξεδιπλωμένα,
και να γίνουν τα πάντα σα φλόγα που σμιλεύεται και ψύχεται στο βράχο με τα διάφεγγα σπλάχνα,
λάμψη σκληρή που έγινε κιόλας κρύσταλλο και διαύγεια ειρηνική, διαύγεια γαλήνια.

Και ο ποταμός ανεβαίνει ξανά τη ροή του, διπλώνει ξανά τα πανιά του, μαζεύει ξανά τις εικόνες του και ύστερα ξανακλείνεται στον εαυτό του.
Γενεύη 1953
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

♡  ♡  ♡  ♡

ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ

Δεν βρίσκομαι στου κόσμου την κορφή.
                Η στιγμή
δεν είναι ο στύλος του στυλίτη,
            δεν ανεβαίνει
από τις φτέρνες μου ο χρόνος,
            δεν ξεσπάει
μέσα στο κρανίο μου μ’ έκρηξη μαύρη σιωπηλή,
έκλαμψη ταυτόσημη με τύφλωση.
Βρίσκομαι σε κάποιον έκτον όροφο,
              βρίσκομαι
σ’ ένα κλουβί που κρέμεται στον χρόνο.

Έκτος όροφος:
      φυρονεριά και σφυροκόπημα,
μετάλλων πάλη,
      γυαλιά σπασμένα που γκρεμίζονται,
μηχανές με μανία ήδη ανθρώπινη.
             Η νύχτα
είναι οχλαγωγία αυτοκαταστρεφόμενη,
               στόμα που,
όταν τ’ αγκαλιάζουμε, γίνεται χίλια κομμάτια.
                  Τυφλή
ξανακολλάει στα ψαχτά τα θρύψαλά της,
                 μαζεύει
τα σπασμένα της ονόματα, τα διασκορπίζει πάλι.
Με τ’ ακροδάχτυλα κομμένα
ζητά τυφλά, ψηλαφητά να βρει τα όνειρα, την πόλη.

Δεν βρίσκομαι στο σταυροδρόμι:
             διαλέγω
θα πει λαθεύω.
      Βρίσκομαι
στη μέση αυτής της φράσης.
           Και πού με πηγαίνει;
Αντίλαλοι από πτώση σε πτώση,
             έργα και ημέρες,
της γέννησής μου ο καταρράχτης:
             ημερολόγιο
που ξεφορτώνεται τις μέρες του
ρίχνοντάς τες
     στις κοιλότητες της μνήμης μου.
Είμαι ο σάκκος των ίδιων μου των ίσκιων.

                 Κατηφορίζει
για της μάνας μου τα στερεμένα στήθη.
Λόφοι όλο ζάρες,
       λάβες παλαβές,
κάμποι ευκαμπείς,
       βορά όλα τους του ασβέστη.
Δύο εργάτες ανοίγουν το λάκκο.
             Τσακισμένο
στόμα τούβλινο και τσιμεντένιο.
             Ιδού
και το ρημαγμένο φέρετρο:
           ανάμεσα από τις σπασμένες τάβλες
το ανοιχτόγκριζο καπέλο,
          των υποδημάτων το ζεύγος,
το μαύρο κουστούμι του δικηγόρου.
              Οστά, κουμπιά, κουρέλια:
βουνάκι σκόνης ξαφνικιάς
           μπροστά στα πόδια του φωτός.

Φως ψυχρό αμεταχείριστο,
              σχεδόν κοιμώμενο,
φως της ροδαυγής
       που μόλις εροβόλησε τη ράχη,
των τεθνεώτων βοσκοπούλα.
           Ό,τι είταν ο πατέρας μου
χωράει σε τούτη τη λινάτσα,
           που την απλώνει ένας εργάτης
και η μάνα μου σταυροκοπιέται.
             Πριν τελέψει
το όραμα, αφανίζεται:
         είμαι στη μέση,
κρεμασμένος σ’ ένα κλουβί,
           σε μιάν εικόνα κρεμασμένος.
Η αρχή απομακρύνεται,
         το τέλος σβήνει μαρμαίροντας.

Δεν υπάρχει τέλος ούτε αρχή:
            βρίσκομαι στην παύση,
δεν τελειώνω ούτε αρχίζω,
          ό,τι λέω
ούτε πόδια έχει ούτε κεφαλή.
           Στριφογυρίζω μες στον εαυτό μου
και ολοένα σκοντάφτω
         στα ίδια ονόματα,
στα ίδια πρόσωπα,
       κι εμένανε τον ίδιο ποτέ δεν συναντάω.
Η ιστορία μου δεν είναι δική μου:
             συλλαβή ετούτης της σπασμένης φράσης
που μες στο κυκλοειδές της παραλήρημα
                επαναλαμβάνει, ξαναλέει την πόλη.

Πόλη, πόλη μου,
      στύλε που σε λοιδόρησαν,
λίθε που σε ατίμασαν,
         όνομα που σ’ έφτυσαν,
η ιστορία Σου είναι η Ιστορία:
             ειμαρμένη
μασκαρεμένη σε ελευθερία,
           άστρο
πλανώμενο και δίχως την τροχιά του,
               παιχνίδι
που το παίζουμε όλοι αγνοώντας τους κανονισμούς του,
παιχνίδι όπου κανένας δεν κερδίζει,
              παιχνίδι χωρίς κανονισμούς,
καπρίτσιο ενός θεού στοχαστικού,
              ενός ανθρώπου
που ’γινε τραυλός θεός.
         Οι χρησμοί μας
είναι οι λόγοι του αφασικού,
           οι προφήτες μας
είναι μάντεις διοπτροφόροι.
           Ιστορία:
πηγαινέλα δίχως τέλος και δίχως αρχή.
Κανείς δεν έχει πάει εκεί,
          κανείς
δεν ήπιε απ’ την πηγή,
         κανείς
δεν άνοιξε τα πέτρινα ματόκλαδα του χρόνου,
                  κανείς
δεν άκουσε τον πρώτο λόγο,
           κανένας δεν θ’ ακούσει και τον έσχατο,
το στόμα που τον λέει μονολογεί,
             κανένας
δεν κατέβηκε στον λάκκο των συμπάντων,
                 κανένας
δεν εγύρισε απ’ τον κοπρότοπο των ήλιων.

                 Ιστορία:
σκουπιδότοπος και ουράνιο τόξο.
             Κλίμακα
για τα δώματα τα υψηρεφή:
           νότες επτά
διαλυμένες μέσα στην αιθρία.
            Λόγοι άνευ ίσκιου.
Δεν τους ακούμε, τους αρνούμαστε,
              είπαμε πως δεν υπήρξαν:
διαλέγουμε τον θόρυβο.
         Έκτος όροφος:
βρίσκομαι στη μέση αυτής της φράσης:
                και
πού με πηγαίνει;
      Γλώσσα κρεουργημένη.
Ποιητής: κηπουρός επιταφίων.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

♡  ♡  ♡  ♡

 Ήσυχο δέντρο μες τα σύννεφα

Εκείνος ο νεαρός στρατιώτης
χαμογελούσε ντροπαλός ευθυτενής
όπως μια νέα ροδακινιά.
Το χνούδι του προσώπου του χρύσιζε
σαν το κοκκίνισμα του ροδάκινου
στου μεσημεριού τον κίτρινο ήλιο.
Οι χειρονομίες του
Σαν της ροδακινιάς
όταν ο άνεμος την σείει, στον λόφο.
Όταν χαμογελούσε το χαμόγελό του
ένα ξαφνικό λουλούδισμα της ροδακινιάς.
Μια ριπή του ανέμου στιγμές τον συννέφιαζε
και τότε, σοβαρός, συλλογισμένος,
΄Εμοιαζε ροδακινιά στον αέρα, γυμνή από φύλλα.

΄Επαιζε με τα παιδιά, το δείλι,
Με μια ζέση νοσταλγική, απόμακρος
σαν κύμα τρυφερό
που πάει κι έρχεται πίσω
΄Ενας μελαγχολικός άνεμος σάρωνε
σύννεφα τους ανθούς επάνω, σύννεφα μεγάλα,
και στον κήπο πετούσανε τα φύλλα
Ω, τρικυμισμένη άνοιξη!
΄Ησυχο δέντρο μέσα στα σύννεφα, φύλλα, παιδιά,
Αναρωτιόταν εκείνος ο στρατιώτης:
«Είναι όλα σύννεφο, είναι όλα φύλλα, άνεμος»;
«Τα αγαπημένα δέντρα είναι σύννεφα»;
«Το κλαδί ετούτο που αγγίζω, αυτή
η φλούδα,
αυτά τα παιδιά, είναι σύννεφα»; «Σύννεφο το όνειρο
και το κορίτσι εκείνο και το άρωμα
του, φάντασμα της σάρκας, σύννεφο, αφρός
που τον σηκώνει ελαφριά ο άνεμος»;

Κι έφυγε μακριά, σιωπηλό μαύρο σύννεφο
Berkeley, 18 de abril de 1944.
μετάφραση : Νεοκλής Κυριάκου
*
Árbol quieto entre nubes

Aquel joven soldado
era sonriente y tímido y erguido
como un joven durazno.
El vello de su rostro se doraba
con el rubor de los duraznos
al amarillo sol de mediodía.
Sus ademanes eran
como los ademanes del durazno
cuando el viento lo mueve, en la colina.
Si sonreía era su sonrisa
un imprevisto florecer durazno.
Una ráfaga a veces lo nublaba
y entonces, serio, ensimismado,
era un durazno al aire, deshojado.

Jugaba con los niños, en la tarde,
con un fervor nostálgico, lejano,
con la misma ternura de la ola
que se aleja volviendo la cabeza.
Un viento melancólico barría
nubes en flor, apenas nubes,
y en el jardín volaban hojas
¡oh despeinada primavera!
Árbol quieto entre nubes, hojas, niños,
se preguntaba aquel soldado:
¿Es nube todo, todo es hoja, viento?
¿Los familiares árboles son nubes?
¿Esta rama que toco, esta corteza,
estos niños, son nubes? ¿Nube el sueño
y la muchacha aquella y su perfume,
fantasma de la carne, nube, espuma
apenas sostenida por el viento?

Y se alejó, callada nube negra.

Berkeley, 18 de abril de 1944.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/