Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Βούλα Ζουμπουλάκη ( 24 Σεπτεμβρίου 1924 - 7 Σεπτεμβρίου 2015)

 

Σημαντική ελληνίδα ηθοποιός, που διακρίθηκε κυρίως για τις θεατρικές ερμηνείες της.

Η Βούλα Ζουμπουλάκη γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου στις 24 Σεπτεμβρίου του 1924. Θέλοντας να κάνει το χατήρι της οικογένειάς της εισήχθη στη Νομική Σχολή Αθηνών, ενώ παράλληλα σπούδαζε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Μονωδίας του Εθνικού Ωδείου, καθώς από πολύ μικρή είχε δείξει ιδιαίτερη κλίση στο τραγούδι.

Πρωτοεμφανίστηκε στη Λυρική Σκηνή το 1950, στην όπερα του Βέρντι «Χορός μεταμφιεσμένων». Γρήγορα, όμως, άλλαξε κατεύθυνση και με την προτροπή του σπουδαίου έλληνα ηθοποιού Δημήτρη Μυράτ, τον οποίο παντρεύτηκε στο Κάιρο το 1951, μεταπήδησε στο θέατρο.

Η Μαρτίριο από το «Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» του Λόρκα είναι ο πρώτος της σημαντικός ρόλος, στο θέατρο Κοτοπούλη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Στο ίδιο θέατρο, διευθυντής του οποίου ήταν ο Δημήτρης Μυράτ, θα συνεχίζει με παραστάσεις όπως: «Φαύλος κύκλος» του Δημήτρη Ψαθά, «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ, «Επτά χρόνια φαγούρα» του Τζορτζ Άξελροντ, «Η δικηγορίνα» του Λουί Βερνέιγ, «Λυσσασμένη γάτα» του Τένεσι Ουίλιαμς κ.ά.

Από το 1957 πρωταγωνιστεί στο θίασο του Δημήτρη Μυράτ στην «Υπόθεση Ντρέιφους» του Μανώλη Σκουλούδη, «Το φως της καρδιάς» του Τένεσι Ουίλιαμς, τους «Δίκαιους» του Αλμπέρ Καμί και στη θρυλική παράσταση «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Λουίτζι Πιραντέλο (1961), στην οποία ερμηνεύει το τραγούδι «Πέτρα» του Μάνου Χατζιδάκι.

Από το 1968 το θεατρικό σχήμα γίνεται «Θίασος Μυράτ - Ζουμπουλάκη» και συνεχίζουν με έργα όπως: «Εσθήρ» του Ρακίνα, «Απαγορευμένο τετράδιο» της Άλμπα ντε Τσέσπεντες, «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, «Διάλογοι» του Πλάτωνα, «Εκάβη» του Ευριπίδη, «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Λουίτζι Πιραντέλλο κ.ά. Μετά το θάνατο του Δημήτρη Μυράτ (1991), συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο, και με το Μοντέρνο Θέατρο του Γιώργου Μεσσάλα.


Σκηνή από τη «Στέλλα», με τη Β. Ζουμπουλάκη ανάμεσα στη Μ. Μερκούρη και την Σ. Βέμπο

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίζεται το 1955 στη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ερμηνεύει το ρόλο της Αννέτας και τη θυμόμαστε να τραγουδά το «Εφτά τραγούδια θα σου πω» του Μάνου Χατζιδάκι. Δέκα χρόνια αργότερα πρωταγωνιστεί στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Όχι… κύριε Τζόνσον» και τραγουδά τα «Παλικάρια» του Γιάννη Μαρκόπουλου.

Το 1961 και το 1965 τιμήθηκε με το βραβείο Μαρίκας Κοτοπούλη ως η καλύτερη θεατρική ηθοποιός, το 1966 με το Α' βραβείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το ρόλο της στην ταινία «Σύντομο διάλειμμα» του Ντίνου Κατσουρίδη, ενώ το 1990 απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Ποιότητας για τη ερμηνεία της στη ταινία του Γιάννη Αλεξάκη «Αθηναίοι».

Στις ελάχιστες τηλεοπτικές εμφανίσεις της ανήκει και η τηλεοπτική σειρά «Πορφύρα και αίμα» του Νίκου Φώσκολου (1978).

Η Βούλα Ζουμπουλάκη πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου 2015 στην Αθήνα, σε ηλικία 90 ετών.

Σύμφωνα με τον γνωστό θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο, «η Ζουμπουλάκη διακρίθηκε σε ρόλους δραματικούς και κωμικούς. Είναι ηθοποιός με σκηνική άνεση, αίσθηση του σκηνικού χρόνου και αντίληψη των αποχρώσεων του χαρακτήρα που υποδύεται με κριτήριο πάντα το μέτρο και εφόδιο την ψυχολογία του βάθους».

Φιλμογραφία
Στέλλα (1955)
Μόνο για μια νύχτα (1958)
Καραγκιόζης, ο αδικημένος της ζωής (1959)
Είμαι αθώος (1960)
Η Αθήνα τη νύχτα (1962)
Ίλιγγος (1963)
Διωγμός (1964)
Όχι, ...κύριε Τζόνσον (1965)
Σύντομο διάλειμμα (1966)
Αθηναίοι (1990)

Τηλεοπτικές σειρές
Η δικαιοσύνη μίλησε (1976, ΕΡΤ)
Πορφύρα και αίμα (1977, ΥΕΝΕΔ)
Η μεγάλη παρέλαση (1979, ΕΡΤ)
Από τη ζωή των ανθρώπων (1983, ΕΡΤ2)

Εμφανίσεις στο Εθνικό Θέατρο
Ένας ιδανικός σύζυγος Όσκαρ Γουάιλντ 1991 Κυρία Τσιέβελι
Ιστορίες του βασιλιά Μίδα Τζιάνι Ροντάρι 1995 Παραμάνα



© SanSimera.gr





Μίμης Φωτόπουλος (20 Απριλίου 1913 - 29 Οκτωβρίου 1986)

 

Ο Μίμης (Δημήτρης) Φωτόπουλος του Νικολάου (20 Απριλίου 1913 - 29 Οκτωβρίου 1986) υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου.

Γεννήθηκε στη Ζάτουνα Γορτυνίας και ήταν γιος του Νικολάου Φωτόπουλου και της Άννας Παπαδοπούλου από το Αίγιο. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παρακολούθησε μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (μέχρι το β΄ έτος, 1933). Συμμετείχε στο ΕΑΜ, και για τη δράση του εξορίστηκε στην Ελ Ντάμπα στα Δεκεμβριανά.

Εργάσθηκε ως ηθοποιός - θιασάρχης από το 1952 και σκηνοθέτης από το 1960. Έγραψε 7 βιβλία (4 ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και ο «θάνατος των ημερών» 1976) και 3 αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα - Όμηρος των Εγγλέζων» 1965) και 2 θεατρικά έργα («Ένα κορίτσι στο παράθυρο» 1966 και «Πελοπίδας ο καλός πολίτης» 1976) που έχουν παιχτεί. Οργάνωσε 5 εκθέσεις ζωγραφικής (ιδιότυπης τεχνικής κολάζ γραμματοσήμων).

Υπήρξε μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου και Πρόεδρος του Δ. Σ. Άρματος Θέσπιδος. Έκανε θεατρικές περιοδείες στην Αμερική, Γερμανία, Αίγυπτο, Τουρκία και Κύπρο. Τιμήθηκε με τα παράσημα Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α΄ και Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.

Ο Μίμης Φωτόπουλος ασχολήθηκε για πολλά χρόνια και με αξιοσημείωτη επιτυχία με την τεχνική του κολάζ και μάλιστα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, τη χρήση «ψηφίδων» από γραμματόσημα με τις οποίες έφτιαξε μεγάλο αριθμό ζωγραφικών πινάκων.

Σημαντικότερες συμμετοχές του ήταν στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ, στις «Αγριόπαπιες» του Ίψεν στο θέατρο Τέχνης, στο «Όνειρο καλοκαιρινής νύκτας» του Σαίξπηρ στο θέατρο του Βασιλικού Κήπου (1956) και για πολλά χρόνια συνεργάστηκε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Εμφανίστηκε σε δεκάδες κωμωδίες φάρσες αλλά και δραματικούς ρόλους. Χαρακτηριστικές ερμηνείες στο «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» και «Δον Καμίλλο». Επίσης σε περισσότερες από 100 ταινίες με κωμικούς ρόλους όπως «Η Κάλπικη λίρα», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Τα κίτρινα γάντια», «Το σωφεράκι», «Ο Εμίρης και ο Κακομοίρης» (στην ταινία αυτή η Ελένη Προκοπίου αποτέλεσε την κινηματογραφική του κόρη), «Ο γρουσούζης» κ.ά.
Χαρακτηριστική του κινηματογραφική ατάκα που βρίσκουμε στην ταινία «Ο ουρανοκατέβατος»: «Και μετά θα κάααθεσαι!»

Πέθανε στην Αθήνα στις 29 Οκτωβρίου 1986.



Συγγραφικό έργο

«Το ποτάμι της ζωής μου» εκδ. Καστανιώτη : Αυτοβιογραφία όπου ο Μ. Φωτόπουλος μιλάει για το ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο της εποχής του, καθώς και για άλλες του επιδόσεις στις τέχνες, παράλληλα με τις διάφορες σχέσεις του με τους ανθρώπους. «Γεννήθηκα», γράφει, «ανήμερα Κυριακής των Βαΐων, σημαδιακή μέρα στη Ζάτουνα, χωριό που έγινε γνωστό όχι από μένα φυσικά, αλλά από τον Μίκη Θεοδωράκη που τον εξόρισε εκεί η εφταετία». Στο ποτάμι της ζωής του γράφουν επίσης οι Λάκης Λαζόπουλος, Γιάννης Σιδέρης, Κ. Γεωργουσόπουλος, Έλενα Ακρίτα, Μαρία Ρεζάν, Χρ. Βαλαβανίδης και Γιάννης Ξανθούλης. Το έργο συμπληρώνεται με πλούσια εικονογράφηση με έλλειψη όμως χρονολογίου στοιχείων φιλμογραφίας και θεατρικών παραστάσεων.

Πολιτική δράση και εξορία

Στη διάρκεια της κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση στις τάξεις του ΕΑΜ, θα συμμετάσχει στα Δεκεμβριανά όπου θα συλληφθεί από τις Βρετανικές μονάδες και θα εκτοπιστεί στο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα, από όπου θα επιστρέψει τον Μάρτη του 1945.


Ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Βασίλης Αυλωνίτης στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο»
ΒΙΒΛΙΑ

i. ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ




Η αυτοβιογραφία του σπουδαίου ηθοποιού Μίμη Φωτόπουλου με τίτλο «Το ποτάμι της ζωής μου». 
Το βιβλίο περιλαμβάνει πλούσιο φωτογραφικό υλικό, σπαρταριστές ιστορίες και σχόλια από τον μεγάλο καλλιτέχνη, που λάτρεψαν και λατρεύουν γενιές Ελλήνων.Είχε πρωτοεκδοθεί το 1984 από τις εκδόσεις Gutenberg και στη συνέχεια από τις εκδόσεις Καστανιώτη. 
Πρόκειται για ένα γλαφυρό αφήγημα για τη ζωή του στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την Κατοχή και την Αντίσταση στο οποίο αυτοβιογραφείται ο «μάγκας» του πολιτισμού, ο διανοούμενος ηθοποιός και ταλαντούχος καλλιτέχνης. 









δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






Φρανσουά Τρυφώ ( 6 Φεβρουαρίου 1932 - 21 Οκτωβρίου 1984 )

 

Ο Φρανσουά Τρυφώ (François Roland Truffaut, 6 Φεβρουαρίου 1932 - 21 Οκτωβρίου 1984) ήταν Γάλλος κριτικός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου, από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του γαλλικού νέου κύματος.
Με τη βοήθεια του θεωρητικού του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν, άρχισε να γράφει κριτικές στο περιοδικό Cahiers du cinema, με το οποίο, μαζί άλλους συναδέλφους του, άνοιξαν τον δρόμο για το νέο κύμα και το μη εμπορικό κινηματογράφο. Με την μικρού μήκους ταινία του Les Mistons (1958), και θέμα την σεξουαλική αφύπνιση μιας ομάδας νεαρών, έθεσε στην πράξη τις θεωρίες του, τις οποίες συνέχισε στην ημιαυτοβιογραφική, μεγάλου μήκους ταινία του, Τα 400 χτυπήματα (Les Quatres Cents Coups, 1959), μία γεμάτη ειλικρίνεια αλλά και ποίηση ταινία, που κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών, κάτι που τον καθιέρωσε ως τον κατ' εξοχήν ηγέτη του πρωτοεμφανιζόμενου νέου κύματος (nouvelle vague). Συνεχίζει την ιστορία του αγοριού από την πρώτη του ταινία με άλλες ταινίες. Το 1962 ένα μικρό επεισόδιο (Ο Έρωτας στα Είκοσι, 1962). Τότε ο Αντουάν Ντουανέλ (Ζαν-Πιερ Λεό) ερωτεύεται τη Κριστίν (Κλοντ Ζαντ) (Κλεμμένα φιλιά, 1968]. Η Αντουάν και η Κριστίν παντρεύονται (Παράνομο κρεβάτι, 1970). Ο Αντουάν και η Κριστίν διαζευγνύονται (Η αγάπη το βάζει στα πόδια, 1979). Ο κύκλος είναι μοναδικός στην ιστορία του κινηματογράφου. Έτσι, ο Τρυφώ και η Κλοντ Ζαντ προσλήφθηκαν και μετά την κινηματογράφηση το 1968.

Ακολούθησαν οι ταινίες Πυροβολείτε τον Πιανίστα (Tirez sur le pianiste, 1960), αναφορά αλλά και ανατροπή των γκανγκστερικών ταινιών, Απολαύστε το κορμί μου (Jules et Jim, 1961) γύρω από τις ιδιόμορφες σχέσεις ενός ερωτικού τριγώνου, Φαρενάιτ 451 (Fahrenheit 451, 1966), εξαιρετική μεταφορά στην οθόνη του βιβλίου επιστημονικής φαντασίας του Ρέι Μπράντμπερι, που ο Τρυφώ γύρισε στην Αγγλία, Η νύφη φορούσε μαύρα(La mariée etait en noir, 1967), μία παραλλαγή του αμερικανικού φιλμ νουάρ, ταινίες που επέβαλαν τον Τρυφώ ως έναν ξεχωριστό και εντελώς πρωτότυπο δημιουργό.

Πολιτικές απόψεις

Ο Τριφό δεν εξέφραζε ποτέ πολιτικές απόψεις μέσα από τις ταινίες του. Ακόμα και την περίοδο του Μάη του '68 ο Τρυφώ απέρριψε τον στρατευμένο και πολιτικοποιημένο κινηματογράφο και συνέχισε με το ξεκάθαρα δικό του στυλ. Σε μία συνέντευξή του το 1980 στο περιοδικό ''Cahiers du Cinema'' αναφέρει χαρακτηριστικά για τις πεποιθήσεις του τα εξής: "Πολιτικά οι ιδέες μου με οδηγούν προς την αριστερά. Αυτό όμως δεν εκφράζεται στις ταινίες μου, ίσως επειδή μου φαίνεται ότι βάζουν πολύ αίσθημα στην πολιτική, ενώ πιστεύω ότι δεν πρέπει να είναι κανείς στην αριστερά επειδή αυτό είναι συμπαθητικό και της μόδας, αλλά επειδή είναι πιο δίκαιο. Το σλόγκαν <<όλα είναι πολιτική>> δεν μ' αρέσει γιατί, αν όλα είναι πολιτική, τίποτα δεν είναι πολιτική".

Ο Φρανσουά Τρυφώ και η Κλοντ Ζαντ στην πρεμιέρα της τρίτης κοινής τους ταινίας Η αγάπη το βάζει στα πόδια, 1979

ΤΑΙΝΙΕΣ 

Φαρενάιτ 451 / Fahrenheit 451 ( 1966) 


Σε έναν κόσμο απροσδιόριστο χωροχρονικά, στο εγγύς μέλλον, ο πυροσβέστης Μόνταγκ βάζει φωτιά αντί να τη σβήνει. Καίει τα βιβλία (ο τίτλος αφορά την απαιτούμενη θερμοκρασία καύσης), γιατί στην εν λόγω κοινωνία απαγορεύεται η ανάγνωση και η κατοχή βιβλίων.
Κάποια μέρα όμως, γοητευμένος από αυτό που καταστρέφει, υποκύπτει και ο ίδιος στη μαγεία της ανάγνωσης και όταν τον ανακαλύπτουν αναγκάζεται να καταφύγει στα δάση, όπου ζουν οι παράνομοι βιβλιόφιλοι, έχοντας μάθει τα αγαπημένα τους βιβλία απέξω, για να μπορέσουν έτσι να τα διασώσουν και να τα μεταδώσουν στις επόμενες γενιές.
Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Ρέυ Μπράντμπερυ, η ταινία αυτή είναι η πρώτη έγχρωμη του Φρανσουά Τρυφώ και ταυτόχρονα η πρώτη του μεγάλη παραγωγή και σε αγγλική ομιλούσα. Το θέμα της είναι η αγάπη για τα βιβλία, η εξαφάνιση των οποίων σημαίνει τον αφανισμό της ιστορικής μνήμης, την απουσία κάθε μελλοντικού χρονικού ορίζοντα και το βάλτωμα της κοινωνίας σε ένα αιώνιο παρόν-κόλαση, όπου τα πάντα θα είναι ομοιόμορφα και απολύτως ελεγχόμενα, αφού κανείς δεν θα θυμάται τίποτα.
Έξυπνα, ο Τρυφώ αποκλείει τα εφέ της επιστημονικής φαντασίας, αποφεύγει τις συμβάσεις και τους κοινούς τόπους του είδους και κάνει μια ταινία με πολιτική θέση, στην οποία αρκεί η ανάγνωση του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ από τον πυρομανή-πυροσβέστη Μόνταγκ, για να γκρεμιστεί ένας ζοφερός κόσμος. Έξοχη και πανέμορφη η Τζούλι Κρίστι στον διπλό της ρόλο.



Το τελευταίο μετρό / Le dernier métro, ( 1980 )

Παρίσι, Φθινόπωρο 1942. Στο θέατρο της Μονμάρτης προσλαμβάνεται ως πρωταγωνιστής ο Μπερνάρ Γκρανζέ και αρχίζουν οι πρόβες ενός καινούριου έργου με τίτλο «Οι εξαφανισμένοι». Η Μαριόν, διάσημη ηθοποιός του γαλλικού μπουλβάρ, διευθύνει μόνη της το θέατρο του Εβραίου συζύγου της Λούκα Στάινερ, ο οποίος είναι εξαφανισμένος για τις αρχές Κατοχής.
Στην πραγματικότητα όμως, είναι κρυμμένος στο υπόγειο του θεάτρου, δίνοντας από κει τις σκηνοθετικές οδηγίες για το ανέβασμα των παραστάσεων, οι οποίες τελειώνουν πριν περάσει το τελευταίο μετρό. Η εμφάνιση του νέου και προικισμένου ηθοποιού Μπερνάρ, αναστατώνει συναισθηματικά την Μαριόν και οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες.
Το πολυβραβευμένο με 10 Σεζάρ (τα γαλλικά Όσκαρ) “Τελευταίο Μετρό”, είναι μαζί με την “Αμερικανική νύχτα”, η πιο επιτυχημένη εμπορικά ταινία του Φρανσουά Τρυφώ. Δεν πρόκειται για μια ταινία για την εποχή της Κατοχής στη Γαλλία (παρόλο που υπάρχουν άμεσες αναφορές, ακόμα και σε υπαρκτά πρόσωπα εκείνης της περιόδου, όπως ο αντισημίτης θεατρικός κριτικός Νταξιά), αλλά για την πολύπλοκη σχέση ανάμεσα στο θέατρο και τη ζωή.
Οι ίντριγκες της θεατρικής σκηνής και των παρασκηνίων γίνονται μια μεταφορά της πραγματικής ζωής, το σκηνικό ενός παιχνιδιού όπου διαπλέκεται η μικρή και η μεγάλη Ιστορία, η παρουσία με την απουσία, το κρυφό με το φανερό και φυσικά ο έρωτας, που στήνει τον αόρατο συναισθηματικό ιστό της ταινίας.
Έχοντας στο κεντρικό πρωταγωνιστικό δίδυμο τους Κατρίν Ντενέβ και Ζεράρ Ντεπαρντιέ, αλλά και τη θαυμάσια, «πνιγμένη» φωτογραφία του σπουδαίου Νέστορ Άλμεντρος, η ταινία αποτελεί μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του Τρυφώ.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Μελίνα Μερκούρη (18 Οκτωβρίου 1920 – 6 Μαρτίου 1994)

 

Η Μελίνα Μερκούρη (Μαρία Αμαλία Μερκούρη, 18 Οκτωβρίου 1920 – 6 Μαρτίου 1994) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και πολιτικός. Καταγόταν από φημισμένη οικογένεια πολιτικών. Ηθοποιός βραβευμένη με πλήθος διεθνών βραβείων και παγκόσμιας ακτινοβολίας προσωπικότητα διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού τα έτη 1981—89 και 1993—94 σε όλες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, οπότε και όπως τόνισε και ο Ανδρέας Παπανδρέου «άντεξε» και στους 16 ανασχηματισμούς κυβέρνησης που πραγματοποίησε.

Η οικογένεια Μερκούρη προερχόταν από την Αργολίδα και μέλη της είχαν πολεμήσει στην επανάσταση του 1821. Ο παππούς της Μελίνας, Σπυρίδων Μερκούρης, είχε διατελέσει για πολλά χρόνια δήμαρχος Αθηναίων. Ο πατέρας της, Σταμάτης Μερκούρης, ήταν αξιωματικός του Ιππικού και χρημάτισε βουλευτής και υπουργός, ενώ για πολλά χρόνια συμμετείχε στη διοίκηση της ομάδας του Παναθηναϊκού. Ο θείος της, Γεώργιος Μερκούρης, είχε ακροδεξιές πολιτικές απόψεις και ήταν ιδρυτής του Ελληνικού Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, καθώς και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας την περίοδο της Κατοχής. Η μητέρα της, Ειρήνη Λάππα, ήταν αδελφή του ναυάρχου Πύρρου Λάππα, ο οποίος διατέλεσε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, γενικός γραμματέας της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων και αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του βασιλιά Παύλου.

Το Σεπτέμβρη του 1938 η Μελίνα γίνεται δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με συμμαθητές τη Δέσπω Διαμαντίδου, την Αλέκα Παΐζη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τον Αλέξη Δαμιανό κ.ά. Το χειμώνα του 1939 παντρεύεται τον κατά πολύ μεγαλύτερο της, πάμπλουτο κτηματία Παναγή Χαροκόπο. Στην κατοχή η νεαρή Μελίνα, ούσα σπουδάστρια της δραματικής σχολής του Εθνικού θεάτρου, συνδέθηκε ερωτικά με τον μαυραγορίτη επιχειρηματία Φειδία (Αλέξη) Γιαδικιάρογλου, ενώ τυπικά ήταν παντρεμένη με τον Χαροκόπο. Ο ίδιος ήταν γνωστός και πριν από τον πόλεμο. Κυνικός, καιροσκόπος αλλά παράλληλα πολύ γοητευτικός, είχε την άποψη, η οποία υπήρξε για εκείνον στάση ζωής «είμαστε νέοι και η ζωή είναι μικρή - ας τη ζήσουμε. Ας τη γλεντήσουμε όσο είναι ακόμα καιρός!». Για την συγκεκριμένη περίοδο η Μελίνα κατηγορήθηκε έντονα για το γεγονός ότι ζούσε μέσα στις ανέσεις και στην πολυτέλεια σε διαμέρισμα 400 τ.μ. στην οδό Ακαδημίας 4 (μεγάλο μέρος του οποίου όμως είχαν επιτάξει οι Γερμανοί) τη στιγμή που ο Ελληνικός λαός λιμοκτονούσε και δεν συνεισέφερε στην εθνική αντίσταση. Η Μελίνα, για αυτή την περίοδο της ζωής της, είχε μιλήσει δημόσια, τόσο στην αυτοβιογραφία της «Γεννήθηκα Ελληνίδα» όσο και στην τηλεόραση ως Υπουργός Πολιτισμού. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια ανέλαβε την ευθύνη της, για την μη συμμετοχή της στην Αντίσταση κατά την διάρκεια της Κατοχής. Η αφήγησή της στον δημοσιογράφο Γιώργο Δουατζή, είναι καθηλωτική: « [...]εγώ δεν είμαι περήφανη για το τι έκανα μέσα στη Κατοχή. Αυτό είναι μια άλλη κουβέντα, που κάποτε θα εξηγηθεί. Θέλω να σου πω, ότι στην Κατοχή, αυτά τα παιδιά που ήμασταν εμείς, ήταν σκληρά και ευαίσθητα μαζί. Και αυτό έχει γίνει συνείδηση ζωής, για ό,τι συνέβη και παραπέρα. H Ελλάδα που γνωρίσαμε εμείς, είναι τρομακτική, είναι κατοχές, είναι τρεις κατοχές. Έβλεπες τους ανθρώπους μέσα στα κάρα, τα πτώματα των ανθρώπων και περνούσες. Σου λέω, ότι ήμουνα τολμηρή, ήμουνα ιδιωτικά τολμηρή. Δεν ήμουνα για την Ελλάδα, δεν έκανα αντίσταση και ίσως είναι η μόνη τύψη που έχω στη ζωή μου[...] »

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψη του Λυκούργου Καλλέργη, για την Μελίνα εκείνης της εποχής, ο οποίος υπήρξε μέλος του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και ενταγμένος στον χώρο της Αριστεράς. «Παρότι ήμουν και είμαι αριστερός, το θέμα της χλιδής στην οποία ζούσε, δεν μ΄ενοχλούσε. Άλλωστε η Μελίνα φιλοξενούσε ανθρώπους, τάιζε ανθρώπους, βοηθούσε φίλους.[...] »

Με την άποψη αυτή συμφωνεί και η σπουδαία Ελληνίδα συγγραφέας Άλκη Ζέη, η οποία ανέφερε πως την περίοδο της κατοχής, η Μελίνα έκρυβε αριστερούς και τους έδινε χρήματα.

Την ίδια εποχή ο Σπύρος Μερκούρης, αδελφός της Μελίνας, είχε περάσει στην Αντίσταση ως μέλος της ΕΠΟΝ. Πολλές φορές η Μελίνα σύμφωνα με μαρτυρίες, κρυφά έπαιρνε χρήματα του Φειδία Γιαδικιάρογλου και τα έδινε στον αδερφό της, για την Αντίσταση και παράλληλα βοηθούσε τους εξαθλιωμένους συναδέλφους της.

Παρά τις κατά καιρούς κριτικές, η απέχθεια της προς τους Ναζί κατακτητές, αποδεικνύεται μέσα από ένα περιστατικό κατά την διάρκεια της κατοχής, όπου άντρες των SS αποπειράθηκαν να την εκτελέσουν εν ψυχρώ. Ένα απόγευμα καθώς η Μελίνα βρισκόταν σε ένα μπαρ της Ομόνοιας μαζί με τους στενούς της φίλους Δέσπω Διαμαντίδου και Ανδρέα Φιλιππίδη, αλλά και με τον τότε δεσμό της Φειδία (Αλέξης), μπήκαν τρεις άνδρες των SS μαζί με έναν σκύλο Αλσατίας. Ο Φειδίας άρχισε να πειράζει τον σκύλο μιλώντας στα γερμανικά. Εκείνοι όταν άκουσαν ότι κάποιος από την παρέα μιλούσε γερμανικά, τους διέταξαν να έρθουν κοντά τους στο τραπέζι. Όλοι υπάκουσαν στην εντολή, εκτός από τη Μελίνα. «Και εσύ!» της φώναξαν. Εκείνη πεισματικά συνέχισε να αγνοεί την εντολή τους. «Θα μετρήσω ως το τρία και θα πυροβολήσω» την προειδοποίησε βγάζοντας ένα ρεβόλβερ, με το οποίο στη συνέχεια την σημάδευε. Η Μελίνα παρέμεινε στη θέση της. Μετά από λίγο, ο άνδρας πυροβόλησε κάνοντας θρύψαλα το ποτήρι δίπλα στον αγκώνα της. Η Μελίνα πετάχτηκε με οργή πάνω και άρχισε να τον βρίζει, παραβλέποντας ότι θα μπορούσε να την πυροβολήσει ξανά. Την ίδια στιγμή ο μπάρμαν είχε καλέσει την Στρατιωτική Αστυνομία οι οποίοι μάζεψαν τους άντρες των SS. Όπως περιέγραψε η ίδια στην αυτοβιογραφία της, γύρισε προς το μέρος του Φειδία και τον χτύπησε στο πρόσωπο μπροστά στους θαμώνες του μπαρ.

Κατά την περίοδο του εμφυλίου, παρ΄όλο που η Μελίνα Μερκούρη ζούσε στο Κολωνάκι το οποίο ήλεγχαν οι Άγγλοι, η ίδια επισκεπτόταν στην Ασφάλεια φίλους και συναδέλφους της, που είχαν συλληφθεί λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων. Η Αλέκα Παΐζη χρόνια αργότερα διηγιόταν με ευγνωμοσύνη, την επίσκεψη της Μελίνας στη φυλακή όπου και κρατείτο, για να της συμπαρασταθεί.

Στα τέλη της δεκαετίας του 40, η Μελίνα γνώρισε τον Πύρρο Σπυρομήλιο με τον οποίο υπήρξαν ζευγάρι για εφτά ολόκληρα χρόνια. Κατά πολλούς υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, πριν συναντήσει τον Ντασέν. Ο Πύρρος Σπυρομήλιος ήταν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και ήρωας του αλβανικού μετώπου. 

Το 1955 υπήρξε η χρονιά - σταθμός της καριέρας και της ζωής της. Ήταν η χρονιά που πρωταγωνίστησε στην πρώτη κινηματογραφική της ταινία, την Στέλλα. Η ταινία διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και κατά την προβολή της, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Ζυλ Ντασέν, με τον οποίο έμεινε μαζί του, ως το τέλος της ζωής της.

Στέλλα 
Θέατρο

Πρωτοεμφανίζεται στη θεατρική σκηνή το 1944 στο Θέατρο Βρετάνια με το θίασο του Γιώργου Παππά και Αντώνη Γιαννίδη, με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της Λευτεριάς» και ακολουθεί το έργο του Laszlo Bus-Fekete «H κόμισσα και ο καμαριέρης». Ακολουθούν: 1945-1946 «Μις Μπα», «Θα σε παντρευτώ Τέρας», «Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», «Πωλείται Κέφι», «Η Μπόρα Πέρασε», «Επικίνδυνη Στροφή», «Ο Άνθρωπος και τα Όπλα», «Φαύλος Κύκλος», «Της Νύχτας τα Καμώματα», «Ένας Φίλος θα ‘ρθει απόψε» 1946 «Τρισεύγενη», «Ανατολικά του Σουέζ», «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ», «Δεν θα τα πάρεις μαζί σου», 1947 «Άνθρωπος και Υπεράνθρωπος», «Γαμήλιο Εμβατήριο», «Ο Βασιλικός», «Το τραγούδι της Κούνιας», 1949 «Λεωφορείον ο Πόθος» που αποτέλεσε μια από τις παραστάσεις σταθμούς στην καριέρα της (παράσταση για την οποία γράφτηκε το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Χάρτινο το Φεγγαράκι») καθώς το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν για τους ηθοποιούς του Εθνικού ήταν «απαγορευμένο», «Το μικρό Καλύβι»,«Το χαμόγελο της Τζοκόντα», «Ο Θάνατος του Εμποράκου», «Bolero», 1950 «Άννα Λουκάστα», «Η Άννα των Χιλίων Ημερών» (Ιστορική παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Μυράτ και έπαιζαν μεταξύ άλλων η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, η Άννα Συνοδινού, η Νίτσα Τσαγανέα, ο Χρήστος Τσαγανέας, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Τίτος Βανδής, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Βούλα Ζουμουλάκη κλπ), 1951 «Το Επάγγελμα της Κυρίας Ουόρεν», «Η Μεγάλη Παρένθεση».



Αθήνα - Παρίσι - Νέα Υόρκη

Από το 1951 αρχίζει να πρωταγωνιστεί παράλληλα και στην Γαλλική θεατρική σκηνή, όπου έγινε μούσα ενός από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς, του Μαρσέλ Ασάρ. Συνεχίζει την παράλληλη πορεία της και στις δύο σκηνές, την αθηναϊκή και την παριζιάνικη. Το 1960 παίζει με το θέατρο Τέχνης το «Γλυκό Πουλί της Νιότης» με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Γιάννη Φέρτη.

Επόμενος σημαντικός σταθμός στην θεατρική της καριέρα είναι το 1967 με το «Illya Darling» που ανεβάζει, με προπωλημένα όλα τα εισιτήρια των παραστάσεων και με συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, στο Μπρόντγουέι στις ΗΠΑ, ενώ είχε ήδη κάνει περιοδεία σε κάθε πολιτεία των ΗΠΑ. Το έργο είναι η θεατρική διασκευή του κινηματογραφικού έργου «Never on Sunday» (Ποτέ την Κυριακή), που της είχε χαρίσει παγκόσμια αναγνώριση. Η παράσταση σημείωσε πραγματικό εμπορικό θρίαμβο. Η εξαιρετικά επιτυχημένη ερμηνεία της Μελίνας, της χάρισε μια υποψηφιότητα για το μεγάλο θεατρικό Βραβείο Tony. 


Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι 

Ζυλ Ντασσέν

Το 1964, η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ Ντασέν ανήγγειλαν την πρόθεσή τους να δεσμευτούν. Η Παρί Ζουρ δημοσίευσε την είδηση για τη Μελίνα και τον Ντασέν, από τη Λωζάνη όπου αναπαύονταν μετά τα γυρίσματα του Τοπ Καπί (Topkap, 1964), ως εξής: «Η Μελίνα Μερκούρη, 38 ετών, είναι η χαρά της ζωής, η ελευθερία, το απρόοπτο. Ο Ντασσέν 52 ετών είναι η διακριτική διάνοια, το ταλέντο, ο μη κραυγαλέος αντικομφορμισμός». «Αν στην ηλικία μου δεν γνωρίζω τι είναι σημαντικό εις την ζωήν δεν θα το μάθω ποτέ», ομολογεί η Μελίνα. «Ζω με τον Ντασσέν, τον αγαπώ, είναι καλύτερός μου. Και θα ήθελα αυτό να μην τελειώσει ποτέ».

Ο Ζυλ Ντασέν και η Μελίνα Μερκούρη παντρεύτηκαν στις 18 Μαΐου του 1966 στο δημαρχείο Λωζάνης. Ο Νίκος Κούρκουλος ήταν ο μόνος Έλληνας μάρτυρας στο γάμο. Ο άλλος μάρτυρας ήταν ο Ελβετός δικηγόρος του Ζυλ Ντασέν. Στην επτάλεπτη διαδικασία παραβρέθηκαν ακόμη ο ληξίαρχος και η σύζυγος του Ελβετού δικηγόρου. «Είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή μου», φέρεται ότι δήλωσε η Μελίνα Μερκούρη. «Θα ήθελα να είχαμε παντρευτεί στην Ελλάδα, αλλά τότε θα έπρεπε να καλέσουμε πολύ κόσμο και δεν ταίριαζε ο θόρυβος και η φασαρία σε μια απλή τελετή που επισφραγίζει συμβίωση 10 χρόνων». Το ίδιο βράδυ ακολούθησε ελληνικότατο γλέντι με συρτάκι και πολύ κέφι στο Λωζάν Παλλάς.

Λεωφορείον ο Πόθος

Συνέχεια στο θέατρο

Κατά τα έτη 1967-1974, τα χρόνια της δικτατορίας, από τη στιγμή που τελείωσε τις παραστάσεις του «Illya Darling», η Μελίνα Μερκούρη έπαιξε μόνο την Λυσιστράτη το 1972 στο Μπρόντγουεϊ σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Το 1975 και ενώ έχει επιστρέψει στην Ελλάδα, ανεβάζει στο θέατρο Κάππα με τον Νίκο Κούρκουλο την «Όπερα της πεντάρας», το 1976 την «Μήδεια» με το Κ.Θ.Β.Ε., ενώ το 1978 το «Συντροφιά με το Μπρεχτ» από το Ελληνικό θέατρο του Μάνου Κατράκη, παράσταση για την οποία γράφτηκε από το Θάνο Μικρούτσικο το «Άννα μην κλαις» για να τραγουδηθεί από τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιάννη Κούτρα. Τέλος, το 1980 ανέβασε ξανά το «Γλυκό πουλί της Νιότης» με τον Γιάννη Φέρτη και έκλεισε ουσιαστικά την θεατρική της καριέρα με το «Ορέστεια» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου από το Θέατρο Τέχνης. Το 1992 κάνει μια τελευταία, έκτακτη, εμφάνιση στην όπερα Πυλάδης, σε βιντεοσκοπημένη σκηνή, στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Κινηματογράφος

Η Μελίνα Μερκούρη στην ταινία Ποτέ την Κυριακή

Αρκετά σημαντική ήταν και η πορεία της στον διεθνή και ελληνικό κινηματογράφο. Της χάρισε αρκετά βραβεία με κορυφαίο το βραβείο πρώτης γυναικείας ερμηνείας του Φεστιβάλ των Καννών και επίσης μία υποψηφιότητα για Όσκαρ για το Ποτέ την Κυριακή (Never on Sunday) το οποίο έχασε απ' την Ελίζαμπεθ Τέιλορ το 1960. Επίσης βραβεύτηκε με το ιταλικό βραβείο Ντονατέλλο (Donatello) για την ερμηνεία της στο Τοπ Καπί το 1965. Υπήρξε τρεις φορές υποψήφια για Χρυσές Σφαίρες (Golden Globes) και δυο φορές υποψήφια στα βραβεία BAFTA.

Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο έγινε με ένα θεατρικό έργο που είχε γραφτεί από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη ειδικά για τη Μελίνα Μερκούρη, το «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», που στην ταινία είχε τον τίτλο «Στέλλα» (1955). Η ταινία αυτή ήταν η μόνη που έκανε η Μελίνα Μερκούρη με ελληνική παραγωγή (Καραγιάννης Καρατζόπουλος). Για την ερμηνεία της στην Στέλλα, ήταν υποψήφια στο Φεστιβάλ των Καννών το οποίο έχασε, οδηγώντας την Isa Miranda στην απόφαση να της δώσει ένα ειδικό βραβείο με το όνομά της (Βραβείο Isa Miranda). 

Να με θυμάσαι 

Ερμηνεύτρια

Η Μελίνα Μερκούρη τραγουδούσε από τα παιδικά της χρόνια, όπως μαρτυρούν ο αδελφός της Σπύρος Μερκούρης και άλλοι που τη γνώριζαν από μικρή. Έκανε σπουδαία πορεία στη δισκογραφία καθώς έχουν κυκλοφορήσει πάνω από δεκαπέντε δίσκοι της, πέρα από soundtracks ταινιών και θεατρικών παραστάσεων. Έχει τραγουδήσει μεγάλους Έλληνες συνθέτες, Μάνο Χατζιδάκι (με τον οποίο τους συνέδεε προσωπική φιλία), Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Γιάννη Μαρκόπουλο, Βασίλη Τσιτσάνη αλλά και κορυφαία ερμηνεία μουσικών έργων των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ. Εμφανίσεις έκανε και στην τηλεόραση, σε σειρά ντοκιμαντέρ του BBC σε επεισόδιο με τίτλο «Η Ελλάδα της Μελίνας», από όπου και ο ομώνυμος δίσκος του Σταύρου Ξαρχάκου, όπως και σε σήριαλ και εκπομπές στη Γαλλική και τη Γερμανική τηλεόραση. Επίσης έγραψε και ένα βιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Γεννήθηκα Ελληνίδα», του οποίου τα έσοδα από τις πωλήσεις διατέθηκαν για τον αντιδικτατορικό αγώνα (η έκδοσή του στα ελληνικά δεν είναι νόμιμη). Ο τίτλος του βιβλίου της είναι η απάντηση που έδωσε στους δημοσιογράφους όταν της ζήτησαν να κάνει μία δήλωση για την αφαίρεση της υπηκοότητας της από τους συνταγματάρχες: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα».


Η Μελίνα Μερκούρη σε συνέντευξη τύπου, την περίοδο του αντιδικτατορικού αγώνα της. (Πηγή:Fotocollectie Anefo/ Nijs,Jac.de/Anefo,1968)


Πολιτική

Κατά τη διάρκεια της επταετίας (1967-1974) πολέμησε σφοδρά τη Χούντα, χρησιμοποιώντας τη φήμη και τη λάμψη που είχε αποκτήσει, με συνέπεια να της αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα. Έδωσε αρκετές συναυλίες και διοργάνωσε αρκετά μεγάλο αριθμό πορειών αντιδικτατορικού χαρακτήρα. Επεδίωξε και συναντήθηκε με πολιτικούς αλλά και με πνευματικές προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους, με σκοπό να τους ευαισθητοποίησει ενάντια στη χούντα. Κατά την διάρκεια των αγώνων της έγιναν εναντίον της απόπειρες δολοφονίας.

Στην Ελλάδα το Δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών οργανώθηκε ώστε να την αντιμετωπίσει με κάθε τρόπο. Στον φάκελο της, ο οποίος δημοσιεύτηκε πρόσφατα, μεταξύ άλλων έγραφαν: «Να συγκεντρωθεί ό,τι έχει λεχθεί περί Μερκούρη από τους κομμουνιστάς και ιδίως από το ΚΚΕ και το οποίον να καταδεικνύη ότι η δράσις της εξυπηρετεί τις επιδιώξεις του κομμουνισμού εν Ελλάδι. Το ανωτέρω υλικόν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί εις πάσαν ευκαιρίαν διά να καλλιεργηθεί εις το εξωτερικόν η πεποίθησις ότι η εν λόγω ηθοποιός είναι κομμουνίστρια. Αλλά και ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη του ανωτέρω υλικού επιβάλλεται να διοχετεύεται συνεχώς διά του ψιθύρου και διά δημοσιευμάτων ότι η Μερκούρη είναι κομμουνίστρια και εργάζεται όχι διά την Δημοκρατίαν αλλά διά τον κομμουνισμόν».  Την ίδια εποχή, η λογοκρισία της Χούντας απαγόρευσε τους δίσκους και τις ταινίες της, ενώ της δήμευσαν όλη την περιουσία της.

Κατά την διάρκεια των παραστάσεων του «Illya Darling» στις Η.Π.Α, η Μελίνα Μερκούρη ξεκίνησε να κάνει τις πρώτες δηλώσεις εναντίον της Χούντας, στην Αμερικανική τηλεόραση. Από εκείνη την περίοδο άρχισαν και οι απειλές κατά της ζωής της. Η αρχή έγινε με ένα τηλεφώνημα αγνώστου, ο οποίος ουρλιάζοντας την προειδοποίησε «Σκάσε σκύλα, για να μην σε κάνουμε εμείς να σκάσεις!». Ακολούθησαν και άλλα απειλητικά τηλεφωνήματα «Πόρνη! Κομμουνίστρια πόρνη! Οι συνταγματάρχες αναχαίτισαν την εισβολή πενήντα χιλιάδων κομμουνιστών στρατιωτών από την Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Νομίζεις πως θα δυσκολευτούν να σταματήσουν εσένα;» Παράλληλα δεχόταν εκατοντάδες γράμματα, μερικά από τα οποία ήταν γεμάτα μίσος και απειλές. Της έστελναν εικόνες σεξουαλικών βασανιστηρίων και διαστροφής.

Το FBI έχοντας πληροφορίες ότι επίκειται δολοφονική επίθεση εναντίον της, την ενημέρωσε λέγοντας της ότι, πρέπει να λάβει τα μέτρα της ώστε να προστατευτεί. Πράγματι, αστυνομικοί της Νέας Υόρκης άρχισαν να την συνοδεύουν ακόμα και στο αυτοκίνητο. Μια μέρα, η Μελίνα ξεκίνησε με το αυτοκίνητο από το σπίτι της, για να πάει στο θέατρο. Ένα αυτοκίνητο φάνηκε να ακολουθεί το αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν η Μελίνα, ώσπου άρχισε να το πλευρίζει. Μέσα στο αυτοκίνητο διακρίνονταν κάμποσοι άντρες. Όλοι μαζί άρχισαν να βρίζουν τη Μελίνα με χυδαίες εκφράσεις από το ανοιχτό παράθυρό τους. Η Μελίνα θέλησε εξαγριωμένη να τους απαντήσει με τον ίδιο τρόπο ανοίγοντας το παράθυρο της. Τότε αντίκρισε την κάννη ενός όπλου που την σημάδευε. Ο οδηγός τους όταν είδε ότι η Μελίνα συνοδευόταν από αστυνομικό, ο οποίος ήταν έτοιμος να αντιδράσει εναντίον τους, ανέπτυξε ταχύτητα και έφυγε.

Ήταν 7 Μαρτίου του 1969, όταν έγινε βομβιστική επίθεση στο θέατρο της Γένοβας, με σκοπό την δολοφονία της. Η βόμβα ανακαλύφθηκε τυχαία, μετά από έλεγχο της σκηνής. Είχε τοποθετηθεί ακριβώς στο σημείο που θα μιλούσε η Μελίνα. Αμέσως κλήθηκε η πυροσβεστική και η αστυνομία της πόλης. Αφού την τοποθέτησαν στο προαύλιο του θεάτρου, η βόμβα εξερράγη ευτυχώς χωρίς θύματα. Μια άλλη απόπειρα επίθεσης εναντίον της έγινε στο Τορίνο. Η Μελίνα είχε ξεκινήσει την ομιλία της καταγγέλλοντας την Χούντα. Μια φάλαγγα από εξαγριωμένους φασίστες ήταν έτοιμοι να της επιτεθούν. Εκείνη την στιγμή μπήκαν μπροστά μέλη του Κ.Κ. Ιταλίας, την περικύκλωσαν δημιουργώντας έτσι μια ανθρώπινη "ασπίδα" με σκοπό να την προστατέψουν, τραγουδώντας προς το μέρος τους, το γνωστό ιταλικό αντιστασιακό τραγούδι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Bella Ciao. Οι φασίστες όταν είδαν την αντίδραση τους, τράπηκαν σε φυγή.

Με την πτώση της χούντας επιστρέφει στην Ελλάδα όπου και εγκαθίστανται μόνιμα πλέον και συνεργαζόμενη με στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης Π.Α.Κ. και τον Ανδρέα Παπανδρέου ιδρύουν το Πανελλήνιον Σοσιαλιστικόν Κίνημα αργότερα ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Κατεβαίνει υποψήφια στη Β΄ Πειραιά το 1974 αλλά δεν καταφέρνει να εκλεγεί βουλευτής, πράγμα το οποίο επιτυγχάνει το 1977.

Διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού κατά τα χρονικά διαστήματα 1981-1989 και 1993-1994, θέση η οποία της έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει εκστρατεία για την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων της Ακρόπολης από τον Λόρδο Έλγιν, τα οποία βρίσκονται στις προθήκες του Βρετανικού Μουσείου, να δημιουργήσει το θεσμό των δημοτικών περιφερειακών θεάτρων (γνωστά ως ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) με σκοπό την πολιτιστική ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας αλλά και τον θεσμό των πολιτιστικών πρωτευουσών της Ευρώπης, με πρώτη την Αθήνα το 1985. Έδωσε έμφαση στην αναστήλωση των μνημείων της Ακρόπολης, καθώς και στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Επίσης ανέθεσε τη μελέτη για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας (ιστορικό κέντρο της Αθήνας) ώστε να δημιουργηθεί ένα αρχαιολογικό πάρκο. Ενώ ως υπουργός πολιτισμού, υποστήριξε θερμά το πρόγραμμα «Αιγαίο Αρχιπέλαγος» με σκοπό να προστατέψει το περιβάλλον και τον πολιτισμό του Αιγαίου αρχιπελάγους.

Το 1990 διεκδίκησε την δημαρχία της Αθήνας, χωρίς όμως επιτυχία. Αντίπαλος της στις Δημοτικές εκλογές με την υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας, ήταν ο Αντώνης Τρίτσης, ο οποίος εκλέχθηκε Δήμαρχος της Αθήνας.

Στη δεύτερη θητεία της στο Υπουργείο Πολιτισμού δίνει μεγάλη σημασία στην εισαγωγή του Πολιτισμού και της Θεατρικής Αγωγής στα σχολεία από την πρώτη του δημοτικού, γνωστό ως το Πρόγραμμα «ΜΕΛΙΝΑ - Εκπαίδευση και Πολιτισμός». Ήταν ίσως το τελευταίο μεγάλο όραμα της που ήθελε να πραγματοποιήσει, με σκοπό να γαλουχήσει τα παιδιά με τον πολιτισμό και τις τέχνες. Πίστευε ακράδαντα πως με αυτό τον τρόπο θα δημιουργηθούν μελλοντικοί πολίτες με ουσιαστική παιδεία. «Αν επιτευχθεί η ευαισθητοποίηση του παιδιού στον πολιτισμό, θα δημιουργηθεί μια άλλη κοινωνία, μια άλλη νοοτροπία, μια άλλη πολιτική». Το πρόγραμμα αυτό, η Μελίνα το παρουσίασε λίγο πριν ταξιδέψει στις ΗΠΑ για λόγους υγείας και αποτέλεσε μια από τις μεγάλες της παρακαταθήκες στον πολιτισμό. Καταβεβλημένη από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης, την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994.

Η σορός της έφτασε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του 1994 και τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος. Την Πέμπτη 10 Μαρτίου του 1994 ψάλλεται η νεκρώσιμος ακολουθία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και αμέσως μετά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνοδεύουν ως το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους. Ενταφιάστηκε σε οικογενειακό τάφο.

Ο θάνατός της προκάλεσε πρωτόγνωρες εκδηλώσεις συγκίνησης σε όλο τον κόσμο. Πολλοί πολιτικοί ηγέτες στέλνουν συλλυπητήρια μηνύματα στην οικογένειά της και στην Ελλάδα. Την ώρα της κηδείας της τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Μπρόντγουεϊ παραμένουν κλειστά.

Επίσης έχει ιδρυθεί, σύμφωνα με επιθυμία της, από το σύζυγό της Ζυλ Ντασέν και με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων παγκόσμιας ακτινοβολίας, όπως ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, ο Γάλλος πολιτικός Ζακ Λανγκ κ.ά. το Πολιτιστικό Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη, το οποίο έχει ως στόχο την επιστροφή των κλαπέντων γλυπτών του Παρθενώνα.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Μπάστερ Κίτον ( 4 Οκτωβρίου 1895 - 1 Φεβρουαρίου 1966 )

 

Ο Τζόζεφ Φρανκ «Μπάστερ» Κίτον VI (Joseph Frank "Buster" Keaton VI, 4 Οκτωβρίου 1895 - 1 Φεβρουαρίου 1966) ήταν Αμερικανός κωμικός ηθοποιός και σκηνοθέτης. Γνωστός κυρίως για τις «βωβές» του ταινίες, το «σήμα κατατεθέν» του ήταν η κωμωδία με κινήσεις του σώματος, διατηρώντας, όμως, μια στωική αγέλαστη έκφραση, κερδίζοντας, έτσι το παρατσούκλι «Το Μεγάλο Πέτρινο Πρόσωπο».
Ο Κίτον αναγνωρίστηκε ως ο έβδομος μεγαλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών από το περιοδικό Entertainment Weekly. Το 1999,το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου κατέταξε τον Κίτον στην 21η θέση με τους καλύτερους άντρες ηθοποιούς όλων των εποχών. Το 2002, μια παγκόσμια ψηφοφορία του περιοδικού Sight and Sound κατέταξε την ταινία του Κίτον «Ο Στρατηγός» (The General) στη 15η θέση με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Άλλες τρεις ταινίες του Κίτον έλαβαν ψήφους στην έρευνα του περιοδικού: Η Φιλοξενία μας (Our Hospitality), Σέρλοκ, Ο Νεότερος (Sherlock Jr.) και Ο Θαλασσοπόρος (The Navigator).

Τα παιδικά χρόνια στο Βαριετέ

Ο Κίτον γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 1895 σε μία μικρή πόλη του Κάνσας. Οι γονείς του ήταν πλανόδιοι θεατρίνοι. Πατέρας του ήταν ο Joseph Hallie Keaton, γέννημα-θρέμμα της επαρχίας Vigo County στην Ιντιάνα. Ο Τζο Κίτον είχε ένα περιπλανώμενο θίασο μαζί με το Χάρρυ Χουντίνι, το Mohawk Indian Medicine Company, που ενώ δινόταν μια παράσταση, πίσω από τη σκηνή πωλούνταν φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα. Ο Μπάστερ Κίτον γεννήθηκε στην Πικούα του Κάνσας, τη μικρή πόλη όπου έτυχε να βρίσκεται η μητέρα του, Myra Edith Cutler, την ώρα του τοκετού.

1918

Σύμφωνα με μια συχνά επαναλαμβανόμενη ιστορία αμφιβόλου γνησιότητας,ο Κίτον απέκτησε το παρατσούκλι «Μπάστερ» σε ηλικία περίπου έξι μηνών. Ο Κίτον είχε πει σε μια συνέντευξη του στον Φλέτσερ Μαρκλ πως ο Χάρυ Χουντίνι έτυχε να είναι παρών μια μέρα όταν ο μικρός Κίτον έπεσε από μια μεγάλη σκάλα χωρίς να τραυματιστεί. Όταν το βρέφος ανακάθισε σα να μην είχε συμβεί τίποτα, ο Χουντίνι αναφώνησε, «That was a real buster!» Σύμφωνα με τον Κίτον, εκείνη την εποχή, η λέξη buster (μπάστερ) χρησιμοποιούταν για μια πτώση που ήταν πολύ πιθανό να οδηγήσει σε κάποιο τραύμα. Μετά από αυτό ήταν ο πατέρας του Κίτον που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο αυτό για το νεαρό γιο του. Ο Κίτον επανέλαβε το ανέκδοτο πολλές φορές στα χρόνια που ακολούθησαν, συμπεριλαμβανομένης και μιας συνέντευξής του το 1964 στην εκπομπή Telescopeστο καναδικό κανάλι CBC.

Σε ηλικία τριών ετών ο Κίτον μπήκε στο χώρο του θεάματος, παίζοντας με τους γονείς του στους «Τρεις Κίτον» (The Three Keatons). Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1899 στη πόλη Wilmington της πολιτείας Delaware. Η παράσταση ήταν ουσιαστικά ένα κωμικό σκετς. Η μητέρα του έπαιζε σαξόφωνο στην άκρη της σκηνής ενώ ο Μπάστερ και ο πατέρας του έπαιζαν στο κέντρο της σκηνής. Ο νεαρός Κίτον υποτίθεται πως εκνεύριζε τον πατέρα του δείχνοντας ανυπακοή και ο πατέρας του αντιδρούσε πετώντας τον στο σκηνικό, στο σημείο που βρισκόταν η ορχήστρα ή ακόμα και στους θεατές. Μια λαβή βαλίτσας ήταν ραμμένη μέσα στα ρούχα του μικρού Κίτον για να τον βοηθάει με τα τινάγματα. Το νούμερο εξελισσόταν φυσιολογικά αφού ο Κίτον είχε μάθει να πέφτει με ασφάλεια. Πολύ σπάνια τραυματιζόταν ή πάθαινε κάποιο μώλωπα στη σκηνή. Αυτό το χοντροκομμένο είδος κωμωδίας οδήγησε σε κατηγορίες κατά των γονιών του Κίτον για κακοποίηση ανηλίκου και περιστασιακά ακόμα και σε συλλήψεις. Ο Μπάστερ Κίτον έδειχνε πάντα στις αρχές πως δεν είχε κάποιο μώλωπα ή καποιο σπασμένο οστό. Τελικά, τον αποκάλεσαν «Το Μικρό Παιδί Που Δεν Μπορεί Να Διαλυθεί» με το νούμερο να διαφημίζεται ως «Το Σκληρότερο Νούμερο Στην Ιστορία Του Θεάτρου». Δεκαετίες αργότερα, ο Κίτον είπε πως ο πατέρας του δεν τον χτύπησε ποτέ και πως οι πτώσεις και τα χτυπήματα ήταν θέμα σωστής τεχνικά εκτέλεσης. Το 1914 είπε στην εφημερίδα Detroit News «Το μυστικό είναι να πέφτεις μαλακά και να μειώνεις τη δύναμη της πτώσης με ένα χέρι ή ένα πόδι. Είναι ένα κόλπο. Ξεκίνησα τόσο νέος που το να προσγειώνομαι σωστά, μου έχει γίνει δεύτερη φύση. Αρκετές φορές θα είχα σκοτωθεί αν δεν μπορούσα να προσγειωθώ σαν γάτα. Μιμητές της παράστασής μας δε διαρκούν πολύ γιατί δεν αντέχουν τη διαδικασία.»

Ο Κίτον ανέφερε πως του άρεσε τόσο πολύ που κάποιες φορές άρχιζε να γελάει όταν ο πατέρας του τον πετούσε από τη σκηνή. Επειδή πρόσεξε πως αυτό έβγαζε λιγότερο γέλιο από τους θεατές, υιοθέτησε τη διάσημη αγέλαστη έκφρασή του.

Η παράσταση ερχόταν σε σύγκρουση με πολλούς νόμους που απαγόρευαν να παίζουν τα παιδιά σε βαριετέ. Λέγεται πως όταν ένας λειτουργός είδε τον Κίτον με το κοστούμι και μακιγιαρισμένο και ρώτησε ένα μηχανικό της σκηνής πόσο χρονών ήταν, ο μηχανικός έδειξε τη μητέρα του Κίτον, λέγοντας «Δεν ξέρω, ρώτα τη γυναίκα του!».

Σε ηλικία έξι ετών ο Κίτον ήταν ήδη ένας εντυπωσιακός ακροβάτης και μίμος. Σύμφωνα με ένα βιογράφο, ο Κίτον υποχρεώθηκε να πάει σχολείο όταν έπαιζε στη Νέα Υόρκη αλλά πήγε σχολείο για ένα μέρος μιας μέρας. Παρά τις εμπλοκές με το νόμο και μια καταστροφική περιοδεία σε θέατρα μουσικών επιθεωρήσεων στη Βρετανία, ο Κίτον ήταν ένα ανερχόμενο αστέρι του θεάτρου. Ο ίδιος δήλωσε πως έμαθε να διαβάζει και να γράφει σε μεγάλη ηλικία και πως τον δίδαξε η μητέρα του. Το Τρίο Κίτον σημείωνε επιτυχία αλλά ο αλκοολισμός του πατέρα του Κίτον απειλούσε να καταστρέψει τη φήμη της οικογενειακής παράστασης. Έτσι, σε ηλικία 21 ετών, ο Κίτον και η μητέρα του, Myra, έφυγαν για τη Νέα Υόρκη, όπου ο Μπάστερ μεταπήδησε ταχύτατα από το βαριετέ στον κινηματογράφο εμφανιζόμενος σε ταινίες του Φάτι Άρμπακλ. Κατετάγη στο στρατό το 1918 και υπηρέτησε κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετατέθηκε στη Γαλλία αλλά δε συμμετείχε ενεργά σε καμία μάχη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου έχασε μερικώς την ακοή του. Το 1919 επέστρεψε στην Αμερική.




Εποχή του Βωβού Κινηματογράφου

Το Φεβρουάριο του 1917, ο Κίτον συνάντησε το Ρόσκοε «Φάττυ» Άρμπακλ στα στούντιο Talmadge στη Νέα Υόρκη, όπου ο Άρμπακλ είχε υπογράψει συμβόλαιο με τον παραγωγό Τζόζεφ Μ. Σενκ. Ο Τζο Κίτον αποδοκίμαζε τις ταινίες και ο Μπάστερ είχε τις επιφυλάξεις του για το μέσο. Κατά τη διάρκεια της πρώτης συνάντησης του με τον Άρμπακλ, ζήτησε να δανειστεί μια κάμερα για να μάθει πώς λειτουργεί. Πήρε την κάμερα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου έμενε, την αποσυναρμολόγησε και την επανασυναρμολόγησε. Έχοντας κατανοήσει τη μηχανική του κινηματογράφου, επέστρεψε την επόμενη μέρα, με την κάμερα στο χέρι, ζητώντας δουλειά. Προσελήφθη ως συμπρωταγωνιστής και συντάκτης κωμικών ατακών, κάνοντας την πρώτη του εμφάνιση στην ταινία The Butcher Boy. Ο Κίτον ισχυρίστηκε πως έγινε σύντομα βοηθός σκηνοθέτη του Άρμπακλ και ολόκληρου του τμήματος συγγραφής κωμικών διαλόγων. Ο Κίτον και ο Άρμπακλ έγιναν στενοί φίλοι.

Μετά την επιτυχημένη συνεργασία του Κίτον με τον Άρμπακλ, ο Σενκ του έδωσε μια δική του μονάδα παραγωγής, την Buster Keaton Comedies. Έκανε μια σειρά από κωμωδίες μικρού μήκους, όπως το «Μια Εβδομάδα» (One Week, 1920), «Το Στοιχειωμένο Σπίτι» (The Haunted House, 1921), «Το Θέατρο» (The Playhouse, «Η Βάρκα» (The Boat, 1921), «Το Χλωμό Πρόσωπο» (The Paleface, 1922), «Μπάτσοι» (Cops, 1922) και «The Electric House» (1922). Βασιζόμενος στην επιτυχία αυτών των ταινιών μικρού μήκους, ο Κίτον μεταπήδησε στις ταινίες μεγάλου μήκους. Στους συγγραφείς του Κίτον συγκαταλέγονταν οι Κλάιντ Μπρούκμαν και Τζιν Χαβέζ αλλά τις πιο έξυπνες ατάκες συχνά τις σκεφτόταν ο ίδιος ο Κίτον. Ο σκηνοθέτης κωμωδιών Λίο ΜακΚάρεϊ, ανακαλώντας τις ξέγνοιαστες μέρες που έφτιαχναν φαρσοκωμωδίες, είπε, «Όλοι μας προσπαθούσαμε να κλέψουμε τους συντάκτες των άλλων. Αλλά δεν είχαμε καμία τύχη με τον Κίτον γιατί τις καλύτερες ατάκες του, τις σκεφτόταν ο ίδιος και δεν μπορούσαμε να κλέψουμε αυτόν». Οι πιο περιπετειώδεις ιδέες απαιτούσαν επικίνδυνα ακροβατικά, τα οποία εκτελούνταν επίσης από τον Κίτον. Κατά τη διάρκεια της σκηνής του σιδηροδρόμου-υδατοδεξαμενής στο Σέρλοκ ο Νεότερος, ο Κίτον έσπασε το λαιμό του όταν έπεσε πάνω σε μια σιδηροτροχιά αλλά δεν το κατάλαβε παρά μόνο μετά από χρόνια. Μια σκηνή από την ταινία Το ατμόπλοιο Μπιλ, Ο Νεότερος απαιτούσε από τον Κίτον να τρέξει και να σταθεί ακίνητος σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Μετά η πρόσοψη ενός τριώροφου κτιρίου κατέρρεε πέφτοντας πάνω του. Ο χαρακτήρας του Κίτον αναδυονόταν από τα συντρίμμια αλώβητος, χάρη σε ένα και μοναδικό ανοιχτό παράθυρο, μέσα από το οποίο περνούσε. Η σκηνή απαιτούσε ακρίβεια γιατί το σκηνικό ζύγιζε δύο τόνους και το παράθυρο πρόσφερε μόνο μερικά εκατοστά χώρου γύρω από το σώμα του Κίτον. Η σκηνή έγινε μία από τις εικονικές στιγμές στην καριέρα του Κίτον.

Ο κριτικός κινηματογράφου Ντέηβιντ Τόμσον αργότερα περιέγραψε το ύφος κωμωδίας του Κίτον: «Ο Μπάστερ, απλά ένας άνθρωπος που κλίνει προς μια πίστη σε τίποτα άλλο εκτός από τα μαθηματικά και τον παραλογισμό...σαν έναν αριθμό που πάντα ψάχνει τη σωστή εξίσωση. Κοίταξε το πρόσωπό του-τόσο όμορφο αλλά καθόλου ανθρώπινο σαν πεταλούδα-και βλέπεις αυτή την απόλυτη αποτυχία να διακρίνεις κάποιο συναίσθημα.» Εκτός από «Απόφοιτος Κολλεγίου» (Steamboat Bill Jr., 1928) στις πιο διαχρονικές ταινίες μεγάλου μήκους του Κίτον περιλαμβάνονται οι: «Η Φιλοξενία Μας» (Our Hospitality, 1923), «Ο Θαλασσοπόρος» (The Navigator, 1924), «Σέρλοκ ο νεότερος» (Sherlock Jr., 1924), «Επτά Ευκαιρίες» (Seven Chances, 1925), «Ο Κινηματογραφιστής» (The Cameraman, 1928) και «Ο Στρατηγός» (The General, 1927).


Ο Στρατηγός, που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, συνδύασε τη σωματική κωμωδία του Κίτον με την αγάπη του για τα τρένα. Γυρισμένη σε γραφικές τοποθεσίες, η ταινία αναπαριστά ένα πραγματικό γεγονός της πολεμικής εκείνης περιόδου. Αν και σήμερα θεωρείται το εξοχότερο επίτευγμα του Κίτον, η ταινία έλαβε ανάμικτες κριτικές εκείνη την εποχή. Ήταν πολύ δραματική για κάποιους κινηματογραφόφιλους που περίμεναν μια ελαφριά κωμωδία και οι κριτικοί αμφισβήτησαν την ικανότητα του Κίτον να φτιάξει μια κωμική ταινία για τον Εμφύλιο Πόλεμο, ακόμα και όταν επισημαίνουν ότι έβγαζε «κάποιο γέλιο». Το γεγονός ότι οι ήρωες της ιστορίας ήταν από την πλευρά των Νοτίων μάλλον συνέβαλε στην αντιδημοτικότητα της ταινίας. Στις μέρες του ήταν μια ακριβή παραγωγή που έπεσε στο κενό. Δεν εμπιστευθήκαν ποτέ ξανά στον Κίτον τον πλήρη έλεγχο των ταινιών του. Ο διανομέας του, η εταιρία United Artists, επέμενε να υπάρχει και ένας διευθυντής παραγωγής για να εποπτεύει τα έξοδα και να παρεμβαίνει αλλάζοντας κάποια στοιχεία του σεναρίου, αν ήταν απαραίτητο. Ο Κίτον άντεξε αυτή τη μεταχείριση για δύο ακόμα ταινίες και μετά αντάλλαξε την ανεξαρτησία του για μια θέση στο μεγαλύτερο στούντιο του Χόλιγουντ, στη Metro-Goldwyn-Mayer. Η απώλεια της ανεξαρτησίας του Κίτον ως παραγωγός συνέπεσε με τον ερχομό των ομιλουσών ταινιών και τα συσσωρευόμενα προσωπικά προβλήματα, με αποτέλεσμα η καριέρα του στην αρχή της εποχής του ομιλούντος κινηματογράφου να δεχθεί ένα ισχυρό πλήγμα.

Γάμοι

Το 1921, ο Κίτον παντρεύτηκε τη Νάταλι Ταλμάτζ, την κουνιάδα του αφεντικού του, Τζόζεφ Σενκ, και αδερφή των ηθοποιών Νόρμα Ταλμάτζ και Κονστάνς Ταλμάτζ. Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων χρόνων του γάμου, το ζευγάρι απέκτησε δυο γιους, τον Τζέιμς (1922-2007) και τον Ρόμπερτ (γ. 1924) αλλά μετά τη γέννηση του Ρόμπερτ η σχέση άρχισε να έχει προβλήματα. Η Νάταλι ζητούσε μεγάλο σπίτι, λιμουζίνες, πάρτι στα οποία προσκαλούσε όλο το Χόλιγουντ, μπάτλερ και γκουβερνάντες για τους δύο γιους τους. Ο Μπάστερ Κίτον το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίζει ταινίες.

Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Κίτον, η Νάταλι τον έδιωξε από την κρεβατοκάμαρά τους και έστελνε ιδιωτικούς ντετέκτιβ να τον παρακολουθούν για να δει με ποιες έβγαινε πίσω από την πλάτη της. Οι υπερβολές της ήταν άλλος ένα παράγοντας που οδήγησε στην κατάρρευση του γάμου. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, έβγαινε με την ηθοποιό Κάθλην Κει. Όταν έδωσε ένα τέλος στη σχέση, η Κει έγινε έξω φρενών και κατέστρεψε το καμαρίνι του. Μετά από προσπάθειες συμφιλίωσης, η Νάταλι πήρε διαζύγιο από τον Κίτον το 1932, παίρνοντας του όλη του την περιουσία και αρνούμενη να του επιτρέψει οποιαδήποτε επαφή με τους γιους του, των οποίων το επίθετο άλλαξε σε Ταλμάτζ. Ο Κίτον ξαναέσμιξε μαζί τους περίπου μια δεκαετία αργότερα όταν ο μεγαλύτερος γιος του ήταν 18 ετών. Η απότυχία του γάμου του σε συνδυασμό με την απώλεια της ανεξαρτησίας του ως παραγωγός, οδήγησε τον Κίτον σε μια περίοδο αλκοολισμού.

Στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς του, ο Κίτον ξόδεψε $300.000 για να χτίσει ένα σπίτι 930 m2 στο Μπέβερλι Χιλς, το οποίο αργότερα το αγόρασε ο Τζέιμς Μέισον και ο Κάρι Γκραντ. Η «Ιταλικη Βίλα» του Κίτον φαίνεται στην ταινία του Κίτον Parlor, Bedroom and Bath. Ο Κίτον είπε αργότερα πως: «Έπαθα πολλά για να χτίσω αυτή την τρώγλη.» Ο Μέισον βρήκε στο σπίτι, στη δεκαετία του '50, πολυάριθμα κουτιά με σπάνιες ταινίες του Κίτον. Οι ταινίες μεταφέρθηκαν γρήγορα σε φιλμ ασφαλείας πριν αλλοιωθούν περισσότερο τα πρωτότυπα φιλμ από νιτροκυτταρίνη.

Ο Κίτον νοσηλεύτηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. Ωστόσο, σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ του καναλιού TCM «So Funny it Hurt», ο Κίτον κατάφερε να ξεφύγει από έναν ζουρλομανδύα χρησιμοποιώντας κάποια κόλπα που είχε μάθει στο βαριετέ. Το 1933 παντρεύτηκε τη νοσοκόμα του, Μάε Σκράιβεν, κατά τη διάρκεια ενός ξεφαντώματος όπου το αλκοόλ έρρεε άφθονο. Ο Κίτον δήλωσε κατόπιν πως δε θυμόταν τίποτα από το περιστατικό (ο ίδιος ο Κίτον αποκάλεσε αργότερα αυτή την περίοδο «αλκοολικό μπλακ άουτ»). Η ίδια η Σκράιβεν μετέπειτα δήλωσε πως δεν ήξερε ούτε καν το πραγματικό όνομα του Κίτον πριν το γάμο. Όταν χώρισαν το 1936, το οικονομικό κόστος για τον Κίτον ήταν και πάλι μεγάλο.

Το 1940, ο Κίτον παντρεύτηκε την κατά 23 χρόνια νεότερή του Ελεανόρ Νόρις (1918-1998). Σε αυτήν αποδίδεται η διάσωση της ζωής του Κίτον αφού τον έβγαλε από τον αλκοολισμό και βοήθησε να περισωθεί η καριέρα του. Ο γάμος διήρκεσε μέχρι το θάνατό του. Μεταξύ του 1947 και του 1954 εμφανίζονταν τακτικά στο Τσίρκο Μεντράνο στο Παρίσι ως ντουέτο. Ήξερε τις συνήθειές του τόσο καλά που συχνά συμμετείχε σε αυτές σε τηλεοπτικές αναπαραστάσεις.

διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/