ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ ( ΙΣΤΟΡΙΑ , ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ,ΤΕΧΝΗ)

 

Μανουήλ Πανσέληνος - Η Βάπτιση 


Τα Θεοφάνεια είναι μεγάλη ετήσια χριστιανική εορτή της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου και είναι η τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου (εορτών των Χριστουγέννων). Το όνομα προκύπτει από την φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας που συνέβη σύμφωνα με τρεις σχετικές ευαγγελικές περικοπές. Η εορτή των Θεοφανείων λέγεται επίσης και Επιφάνεια και Φώτα (ή Εορτή των Φώτων).Σε αυτή την εορτή γιορτάζουν τα ονόματα Φωτεινή, Φανή, Φώτιος, Τριάδα, Ουρανία, Ιορδάνης, Ιορδάνα, Περιστέρης, Περιστέρα, Θεοφάνης, Θεοφανία και Θεοχάρης.



Κατά τις ευαγγελικές περικοπές στις αρχές του 30ου έτους της ηλικίας του Ιησού, ο Ιωάννης (ο Πρόδρομος), γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, ο επιλεγόμενος στη συνέχεια Βαπτιστής, που ήταν 6 μήνες μεγαλύτερος του Χριστού, και διέμενε στην έρημο, ασκητεύοντας και κηρύττοντας το βάπτισμα μετανοίας, βάπτισε με έκπληξη και τον Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό. Κατά δε τη στιγμή της Βάπτισης κατέβηκε από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα υπό μορφή περιστεράς στον Ιησού και ταυτόχρονα από τον ουρανό ακούσθηκε φωνή που έλεγε ότι: Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα". Η φράση αναφέρεται στα ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά, ενώ απουσιάζει από αυτό του Ιωάννη.

Αυτή δε είναι και η μοναδική φορά της εμφάνισης, στη Γη, της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος υπό του πλήρους «μυστηρίου» της Θεότητας. Τα θεοφάνεια ονομάζονται έτσι επειδή η φωνή του θεού ακούστηκε στη γη. Για αυτό ονομάστηκαν έτσι Θεό+Φάνεια. Ο θεός φάνηκε στην γη, θεός+φάνηκε. Το πότε καθιερώθηκε να εορτάζεται η μνήμη του γεγονότος της Βάπτισης του Ιησού δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα. Φαίνεται όμως ότι αναφάνηκε πολύ νωρίς στη πρώτη Εκκλησιά των Χριστιανών. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωμ. βιβλ. α΄) αναφέρει πως κάποιοι αιρετικοί, οι περί τον Βασιλείδη γνωστικοί στις αρχές του Β΄ αιώνα εόρταζαν την ημέρα της Βάπτισης του Κυρίου «προδιανυκτερεύοντες» και ότι η εορτή αυτή γινόταν κατ΄ άλλους μεν στις 6 Ιανουαρίου, κατ΄ άλλους στις 10 Ιανουαρίου.

Ως κύριες τελετές των Θεοφανείων θεωρούνται οι παρακάτω

*Μέγας Αγιασμός (Θρησκευτική τελετή που λαμβάνει χώρα εντός των Εκκλησιών).

*Κατάδυση του Τιμίου Σταυρού (Θρησκευτική τελετή που ακολουθεί του Μεγάλου Αγιασμού και γίνεται η κατάδυση του Σταυρού σε ακτή Θάλασσας, εντός λιμένων, όχθες ποταμών ή λιμνών και στην ανάγκη σε δεξαμενές νερού όπως στην Αθήνα.

Υμνολογία

Αρχαία φαίνεται και η συνήθεια της τέλεσης του Μεγάλου Αγιασμού την ημέρα των Θεοφανείων, όπου ψάλλονται τα τροπάρια του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρονίου και το κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού.

Απολυτίκιο Θεοφανείων
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις
του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει Σοι
αγαπητόν Σε Υιόν ονομάζουσα
και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές
Ο επιφανείς Χριστέ ο Θεός
Και τον κόσμον φωτίσας δόξα Σοι»

Κοντάκιο Θεοφανείων
«Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη
και το Φως Σου Κύριε εσημειώθη εφ΄ ημάς
εν επιγνώσει υμνούντας Σε
Ήλθες εφάνης το Φως το απρόσιτον»

Μεγαλυνάριο Θεοφανείων
«Σήμερον επέφανεν ο Σωτήρ
εν μορφή ως δούλου βαπτισθήναι
μετά σαρκός υπό Ιωάννου
εν Ιορδάνου ρείθροις
ίνα βροτών εκπλύνει
τα παραπτώματα»

 Baptism of Christ (Cappella Scrovegni (Arena Chapel), Padua) by Giotto Di Bondone 


ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ 

Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
η χαρα μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ' η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανo βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.

Άϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν' ανεβώ επάνω στον ουρανό
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.

Καλημέρα, καλημέρα,
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά

ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑΣ

Μικρός μικρός στη Βηθλεέμ σπηλαίω εντός ετέθη
και τώρα άνδρας τέλειος στον Ιορδάνη τρέχει
με ένα καμηλόδερμα ήτανε τυλιγμένος
και με τη ζώνη του Χριστού ήταν περιζωσμένος
Εκοίταξα στον ουρανό κι είδα σταυρό στη μέση
κι απ΄ όλα τα ονόματα .... μου αρέσει.
και πάλι ματακοίταξα κι είδα ένα δυο στεφάνια
και με το καλονύχτισμα καλά σας Θεοφάνια.
Έτη πολλά να χαίρεστε πάντα ευτυχισμένα
σωματικώς και ψυχικώς να είστε πλουτισμένοι.

Κάλαντα Φώτων (Θεοφανείων) από τον Πόντo

Από της ερήμου ο Πρόδρομος ήλθε να βαπτίσει τον Κυριόν .
Βέβαιον Βασιλέα εβάπτισε, Υιόν και Θεόν ομολόγησε .
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε .
Δόξα εν υψιστοίς εκρούγαζαν, Κύριον και Θέόν ομολόγησαν .

Ελεγεν ο κόσμος τον κύριον να αναγέννηση τον άνθρωπον .
Ζήτησον και σώσον το πρόβατον, το απωλωλός ω θεάνθρωπε .
Ήλθε κηρυττόμενον έβλεπε, απορών εφάνη ο Πρόδρομος .
Θες μοι την παλάμην σου Πρόδρομε, βάπτισον ευθύς τον Δεσπότην σου .

Ιορδάνη ρεύσε τα νάματα, ιν ανασκίρτησή τα ύδατα .
Κεφαλάς δρακόντων σενέθλασε, των κακοφρονούντων ο Κύριος .
Λέγουσιν οι Άγγελοι σήμερον Χριστός τον κόσμον ερώτησε .
Μέγα και φρικτόν το μυστήριον δούλος τον δεσπότη εβάπτισε .

Νους ο Ιωάννης ο Πρόδρομος μέγας, να βαπτίση τον Κύριο .
Ξένος ο προφήτης ο Πρόδρομος μέγας, γα βάπτιση τον Κύριο .
Όλον τον Αδάμ ανεκάλεσε ο των όλων κτίστης και Κύριος .
Παναγία, Δέσποινα του παντός, σώσον τους εις Σε προσκυνούντας νυν .

Ρείθρα Ιορδάνη, αγάλλεσθε την πορείαν άλλως λαμβάνετε .
Σήμερον ο κτίστης δεδόξάστα δι' αυτό το μέγα μυστήριόν .
Τρεις γαρ υποστάσεις εγνώκαμεν Πατρός και Υιού και του Πνεύματος .
Υπό Αρχαγγέλων υμνούμενον, υπό Σεραφείμ δοξαζόμενον .

Ως γαρ τοις εν σκότει επέλαμψε όταν ο Χριστός εβαπτίζετο .
Χαίροντες και χείρας προσάγοντες και λαμπρών ο ανήγυριν άγογτες .
Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, δέξασθε λουτήρα βαπτίσματος .
Ο Θεός των όλων και Κύριος ζωή σας υγείαν και χαίρεσθε .

Κάλαντα των Φώτων Κάσου

Δεν είναι τούτη η γιορτή ωσάν την περασμένη,
μόνον η μέρα η φρικτή η δοξολογημένη,
που οι παπάδες πορπατούν με το σταυρό στο χέρι,
και μπαίνουν μες τα σπήλαια και λεν τον Ιορδάνη.

Βοήθεια να έχετε τον Μέγαν Ιωάννη.
Κάτου στα Γεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφον,
εκεί δένδρον εν ύπηρχε, δένδρον εξεφυτρώθη,
στη μέση κάθετ’ ο Χριστός, στην άκρα η Παναγία,
και τα περικλωνάρια του Αγγέλοι κι Αρχαγγέλοι.

http://www.asxetos.gr/
http://www.kalanta.gr/


Baptism of Christ by Leonardo da Vinci


Έθιμα

Τα Θεοφάνεια ή Φώτα ή Επιφάνεια γιορτάζουμε την βάπτιση του Ιησού Χριστού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο ή Βαπτιστή. Στην Ελλάδα ο αγιασμός γίνεται για πρώτη φορά την παραμονή των Θεοφανίων και λέγεται «Μικρός Αγιασμός» ή «Πρωτάγιαση» ή «Φώτιση». Με την Πρωτάγιαση, ο ιερέας γυρίζει όλα τα σπίτια και με το Σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό «αγιάζει» ή «φωτίζει» (ραντίζει) τους χώρους των σπιτιών για να φύγει μακριά κάθε κακό. Παλαιότερα, οι λαϊκές δοξασίες συνέδεαν τον φωτισμό των σπιτιών με την εξαφάνιση των καλικάντζαρων, τους οποίους φαντάζονταν να φεύγουν περίτρομοι με την έλευση του ιερέα...

Ο μεγάλος αγιασμός γίνεται ανήμερα τα Θεοφάνεια στις 6 Ιανουαρίου. Μια μεγάλη πομπή σχηματίζεται και παίρνει το δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα ή σε κάποιο ποτάμι, μπορεί και σε μια δεξαμενή. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, πίσω οι παπάδες με τα καλά τους άμφια, ύστερα οι αρχές του τόπου και παραπίσω το πλήθος. Στις πόλεις η πομπή γίνεται πιο πλούσια με τη μουσική και τη στρατιωτική παράταξη.

Όταν γίνει ο αγιασμός, ρίχνει ο παπάς το Σταυρό στο νερό, πραγματοποιώντας έτσι τον Αγιασμό των Υδάτων.

Το πιάσιμο του Σταυρού γίνεται από κολυμβητές, τους λεγόμενους Βουτηχτάδες, κατά την τελετή της Κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού. Νεαρά κυρίως άτομα βουτούν στα παγωμένα νερά για να πιάσουν τον Σταυρό και να λάβουν την ευλογία του ιερωμένου, αλλά και να δεχθούν τις τιμές και τις ευχές των συντοπιτών τους. Οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα, το ίδιο και οι σειρήνες των πλοίων. Όλοι οι πιστοί πίνουν με ευλάβεια από τον αγιασμό, συμβολικά με τρεις γουλιές, και ραντίζουν μ’ αυτόν τα σπίτια, τα δέντρα, τα χωράφια και τα ζώα τους.

Για τα Φώτα ο λαός πιστεύει πως είναι ο καιρός, η γιορτή που φεύγουν οι καλικάντζαροι γιατί φοβούνται την αγιαστούρα του παπά. Ο τρόμος τους αρχίζει από την παραμονή των Φώτων που γίνεται ο μικρός αγιασμός. Γι αυτό και το έθιμο του λαού λέει:

Στις πέντε του Γενάρη
Φεύγουν οι καλικαντζάροι

Αλλά ο μεγάλος τους τρόμος είναι τα Φώτα.

Φεύγουν τότε λέγοντας:

Φεύγετε να φεύγουμε
κι έφτασε ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του...


Η εορτή των Θεοφανίων περικλείει άλλωστε και πολλές εκδηλώσεις που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων ελληνικών εθίμων. Ο Αγιασμός στη χώρα μας έχει και την έννοια του καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων, καθώς και της απαλλαγής του από την επήρεια των δαιμονίων. Η τελευταία αυτή έννοια δεν είναι αυστηρά χριστιανική, αλλά έχει τις ρίζες της στην αρχαία λατρεία.



Τα ρουγκατσάρια

Η Ελλάδα είναι πλούσια σε έθιμα των Φώτων. Ρουγκατασάρια, αράπηδες, καμήλες, μπαμπόγεροι, μωμόγεροι, φωταράδες είναι κάποια από τα έθιμα που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα και τις διονυσιακές γιορτές αλλά και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αναβιώνουν κάθε χρόνο τις ημέρες των Θεοφανίων.

Στη Θεσσαλία ανήμερα των Θεοφανίων αναβιώνουν τα ρουγκάτσια (ρουγκατσάρια). Αυτά αποτελούνταν από ομάδες (10 - 15 μεταμφιεσμένων ατόμων) οι οποίες περιφέρονταν από σπίτι σε σπίτι παίρνοντας την ανάλογη αμοιβή. Μερικά από τα απαραίτητα μέλη του κάθε ομίλου ήταν ο γαμπρός, η νύφη (νέος μεταμφιεσμένος), ο παπάς, ο παππούς, ο γιατρός και οι "αρκουδιάρηδες". Εντυπωσιακός είναι ο αριθμός των τραγουδιών με τα οποία οι ρουγκατσάρηδες συνόδευαν το πέρασμά τους.

Στην Καστοριά αναβιώνουν τα «Ραγκουτσάρια». Οι κάτοικοι μεταμφιέζονται και φορούν απαραιτήτως μάσκες που έχουν συμβολικό χαρακτήρα, αφού η όψη τους είναι τρομακτική και αποσκοπούν στο να ξορκίσουν το κακό από την πόλη. Οι μασκαράδες έχουν τη συνήθεια να ζητιανεύουν από τον κόσμο την ανταμοιβή τους, επειδή διώχνουν τα κακά πνεύματα. Το ίδιο έθιμο αναβιώνει και σε χωριά της Δράμας με το όνομα ροκατζάρια. Οι κάτοικοι φορούν τρομακτικές μάσκες και κάνοντας εκκωφαντικούς θορύβους με τα κουδούνια που φέρουν περιφέρονται στους δρόμους.

Τα μπαμπούγερα είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εθιμικές παραδόσεις στην Καλή Βρύση της Δράμας. Το εθιμικό πλαισίωμα της θρησκευτικής γιορτής αρχίζει το πρωί της παραμονής. Οι γυναίκες παίρνουν στάχτη και τη σκορπίζουν με το δεξί χέρι γύρω από το σπίτι προφέροντας ξορκιστικές λέξεις για να φύγουν τα καλακάντζουρα και να μην έχει φίδια το καλοκαίρι. Μετά το τέλος της τελετής του αγιασμού των υδάτων τα μπαμπούγερα συγκεντρώνονται έξω από την εκκλησία. Η αμφίεσή τους είναι ζωόμορφη και παλιότερα κρατούσαν στα χέρια ένα μικρό σακούλι με στάχτη με το οποίο, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, χτυπούσαν όσους συναντούσαν για να φοβερίζουν τα καλακάντζουρα. Σήμερα, για αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων από τους αμύητους στο τοπικό έθιμο επισκέπτες, επειδή η στάχτη λέρωνε τα ρούχα, το σακίδιο είναι κενό. Ομάδες-ομάδες τα μπαμπούγερα ή χωριστά γυρίζουν τους δρόμους του χωριού κυνηγώντας όσους συναντούν και ζητώντας συμβολικά κάποιο φιλοδώρημα.

Οι Μωμόγεροι είναι ένα Ποντιακό έθιμο που γινόταν στον Πόντο τα αρχαία χρόνια μέχρι και τις ημέρες μας. Το έθιμο είναι σατιρικό και συνηθίζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου των Χριστουγέννων (15 Δεκεμβρίου) μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου, άλλα μερικές φορές μέχρι τον μήνα του Φεβρουαρίου. Λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης των Ποντίων, το έθιμο ήταν μια μορφή αναγνώρισης της Ελληνικής προέλευσής τους, και επίσης ένας τρόπος να ξεχαστεί από την Τουρκική δουλεία, και τις βίαιες εξισλαμίσεις.

Το έθιμο Μωμόγεροι είναι ζωντανό ακόμα και σήμερα ιδιαίτερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας όπου οι πολύ Πόντιοι κατοικούν. Στην εβδομάδα πριν από το νέο έτος, τα άτομα θα ντυθούν με διάφορα κοστούμια, όπου κάθε κοστούμι συμβολίζει ένα μέρος του πολιτισμού και της λαογραφίας των Ποντίων. Η αρκούδα συμβολίζει τη δύναμη, η ηλικιωμένη γυναίκα ένα σύμβολο του παρελθόντος, η νύφη για το μέλλον, το άλογο για την ανάπτυξη, ο γιατρός για την υγεία, ο στρατιώτης για την υπεράσπιση, την αίγα (κατσίκα) για τα τρόφιμα και ο Άγιος Βασίλης συμβολίζει το νέο έτος που θα φτάσει σε μερικές μέρες. Σήμερα το έθιμο είναι περισσότερο ψυχαγωγικό, ενώ στο παρελθόν ήταν μαγικό.

Στο Παλαιόκαστρο της Χαλκιδικής τηρείται το έθιμο των φωταράδων. Ο «βασιλιάς» φορώντας το ταλαγάνι και φορτωμένος με κουδούνια ανοίγει το χορό ενώ ακολουθούν οι φωταράδες κρατώντας ξύλινα σπαθιά για να ξυλοφορτώσουν εκείνους που θα επιδιώξουν να πάρουν το λουκάνικο που στήνεται στη μέση του χωριού.

Στον Άγιο Πρόδρομο της Χαλκιδικής πρωταγωνιστές των Θεοφανίων είναι οι φούταροι. Την παραμονή των Φώτων νεαροί άντρες λένε τα κάλαντα μαζεύοντας κρέας, λουκάνικα και χρήματα και την ημέρα του Αϊ Γιαννιού χορεύουν στην πλατεία του χωριού. Όταν κάνουν διάλειμμα τρέχουν να πάρουν από ένα ρόπαλο και όταν ξαναμπαίνουν στο χορό πετούν τα ρόπαλα ψηλά σφυρίζοντας με όλη τους τη δύναμη για να σηματοδοτήσουν το τέλος του Δωδεκαημέρου.

Σε χωριά της Καβάλας και της Δράμας, όπως η Νικήσιανη, το Μοναστηράκι, ο Ξηροπόταμος, η Πετρούσα και ο Βώλακας αναβιώνει το έθιμο των αράπηδων. Άντρες ντύνονται με προβιές και ζώνονται κουδούνια. Λέγεται ότι οι αράπηδες ήταν πολεμιστές που μετείχαν στην εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου και έδιωξαν με τους αλαλαγμούς τους ελέφαντες των Ινδών.
Η καμήλα που στολίζεται μετά τον αγιασμό των υδάτων είναι ένα έθιμο της Γαλάτιστας Χαλκιδικής. Συνήθως έξι άντρες μπαίνουν κάτω από το ομοίωμα μιας καμήλας βαδίζοντας ρυθμικά ή χορεύοντας, κουνώντας κουδούνια και τραγουδώντας. Πρόκειται για την αναπαράσταση ενός πραγματικού γεγονότος, την απαγωγής μιας όμορφης κοπέλας από το γιο του Τούρκου επιτρόπου που συνέβη στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο αγαπημένος της για να την ξαναπάρει πίσω έστησε γλέντι και για να μπει στο τούρκικο σπίτι έφτιαξε ένα ομοίωμα καμήλας κάτω από το οποίο κρύφτηκαν οι φίλοι του. Αφού έκρυψαν την κοπέλα κάτω από την καμήλα την έβγαλαν έξω και την επομένη τη στεφάνωσαν με τον αγαπημένο της πριν προλάβουν να την ξαναπάρουν οι Τούρκοι.
http://users.sch.gr/


Τhe Baptism of Christ by Francesco Albani.



Η επιφάνεια των αρχαίων 

Η εορτή των Θεοφανείων περικλείει εκδηλώσεις που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων ελληνικών εθίμων. H χρήση της λέξης Επιφάνεια καθιερώθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. αλλά η πίστη στην εμφάνιση του Θείου στους ανθρώπους με σκοπό να τους βοηθήσει ή να τους νουθετήσει ανάγεται στη νεολιθική περίοδο. Το πρώτο παράδειγμα Επιφάνειας απαντάται στη μινωική Κρήτη και απεικονίζεται στο ολόχρυσο «δακτυλίδι του Μίνωα», που βρέθηκε το 1928 σε αγρό κοντά στο βασιλικό τάφο-ιερό της Κνωσού, στο λόφο Γυψάδες, θεωρείται ένα από τα καλύτερα δείγματα της κρητομυκηναϊκής σφραγιδικής του 15ου π.Χ. και κοσμεί σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου. Αποτελεί το μεγαλύτερο σφραγιστικό δακτυλίδι που βρέθηκε ποτέ με βάρος 32 γραμμάρια από ατόφιο χρυσάφι και θέμα του είναι τα μινωικά Θεοφάνεια. 


Το δακτυλίδι του «Μίνωα» με θέμα τα μινωικά Θεοφάνεια. 

Ο καλλιτέχνης – δημιουργός του εμφανίζει τη μινωική Μητέρα – Θεά να έρχεται από τη θάλασσα πάνω σε καράβι, σύμβολο της θαλασσοκρατορίας των μινωιτών, που έχει τη μορφή ιππόκαμπου. Στη σύνθεση ξεχωρίζουν και δύο δένδρα, ένα στοιχείο δενδρολατρείας, εξέλιξη του οποίου αποτελεί, πιθανότατα, και το Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Το ένα δένδρο είναι πάνω αριστερά και το τραβάει προς τα κάτω μια γυναικεία μορφή και το άλλο πάνω σε βωμό στο κέντρο και το τραβάει μια ανδρική μορφή. Στο δεξί άκρο της εικόνας μια μορφή κάθεται πάνω σε μια κατασκευή και μπροστά της μια γυναικεία μορφή μικρού μεγέθους φαίνεται να κατεβαίνει από τον ουρανό. 

Στο μυκηναϊκό πολιτισμό μια αντίστοιχη τελετουργική σκηνή σώθηκε στο περίφημο χρυσό δακτυλίδι της Τίρυνθας, ένα αριστούργημα της μυκηναϊκής σφραγιδογλυφίας, που ανακαλύφθηκε βορειοανατολικά της μυκηναϊκής ακρόπολης της Τίρυνθας το 1915. Φέρει έγγλυφη παράσταση και ανάγλυφη διακόσμηση σε τρεις σειρές. Στο αριστερό άκρο εμφανίζεται μια γυναικεία θεότητα με μακρύ ιερατικό ένδυμα και κάλυμμα στο κεφάλι, που κάθεται σε θρόνο, ακουμπάει σε υποπόδιο και με το δεξί της χέρι υψώνει ένα κωνικό κύπελλο προς τέσσερις λεοντοκέφαλους δαίμονες, που κατευθύνονται σ’ αυτήν ο ένας πίσω από τον άλλο κρατώντας σπονδικές πρόχους. Γύρω από τη γυναικεία μορφή απεικονίζονται διάφορα στοιχεία που τονίζουν το θρησκευτικό χαρακτήρα της παράστασης: πίσω της ένα πουλί, πιθανότατα αετός, μπροστά της κιονίσκος με θυμιατήριο και ψηλά, επάνω από τις μορφές, ο ουρανός με τον τροχό του ήλιου και τη σελήνη. 



Σφραγιστικό δακτυλίδι από το «θησαυρό της Τίρυνθας». 


Θέμα πολλών αμφορέων και κυλίκων είναι n εμφάνιση της Δήμητρας, θέας της γεωργίας, στον Τριπτόλεμο, τον ηγεμόνα της Ελευσίνας, στον οποίο δίνει τους σπόρους και του αποκαλύπτει τα μυστικό της καλλιέργειας της γης ως δώρο για τη φιλοξενία που της προσέφερε ο πατέρας του, όταν n θεά αναζητούσε την Περσεφόνη. Σ’ ένα μαρμάρινο ανάγλυφο, που ανακαλύφθηκε στην Ελευσίνα το 1859 και εκτίθεται στο εθνικό αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας, παρουσιάζονται τρεις μορφές, δύο γυναίκες και ένας έφηβος. Στα αριστερά η θεά Δήμητρα, στα δεξιά η κόρη της Περσεφόνη και στη μέση ο νεαρός Τριπτόλεμος, που παραλαμβάνει τα στάχυα, για να διαδώσει στους ανθρώπους την καλλιέργεια του σίτου. 


Οι θεές της Ελευσίνας Δήμητρα και Περσεφόνη εικονίζονται σε μυστηριακή τελετή. Η Δήμητρα αριστερά παραδίδει στον νέο Τριπτόλεμο στάχυα για να διαδώσει την καλλιέργειά τους στον κόσμο. Δεξιά η Περσεφόνη. Ανάγλυφο. Γύρω στα 440 – 430 π. Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. 

Στα μεταγενέστερα χρόνια οι θεοί εμφανίζονται στους ήρωες και στους ανθρώπους συνήθως με τη μορφή ανθρώπου χωρίς να γίνεται αντιληπτή η θεϊκή τους ιδιότητα (ενανθρώπιση), όπως η θεά Ίρις που με τη μορφή της θνητής Λαοδίκης ειδοποιεί την Ελένη ότι ο Πάρης και ο Μενέλαος θα μονομαχήσουν (Ιλιάδα Γ στιχ. 121-140). Κάποιες φορές όμως η εμφάνιση των θεών γίνεται με τη θεϊκή τους ιδιότητα, οπότε μιλάμε για επιφάνεια των θεών, όπως η εμφάνιση της θεάς Αθηνάς στον Αχιλλέα, για να του προτείνει να συμφιλιωθεί με τον Αγαμέμνονα:

«Κατέβηκα απ’ τον ουρανό να παύσω την οργή σου, 
εάν μ’ ακούσεις. Μ’ έστειλε η λευκοχέρα Ήρα, 
που ολόψυχα σας αγαπά παρόμοια και τους δύο. 
(Ιλιάδα, Α 207-209) 

Συγκλονιστική είναι η επιφάνεια στο Ω της Ιλιάδας, όταν ο Δίας στέλνει την Ίριδα στον Πρίαμο με το μήνυμα να πάει στον Αχιλλέα και να ζητήσει το νεκρό γιο του Έκτορα. 

«Πετάξου από τον Όλυμπο, ανεμοπόδαρη Ίρις, 
μέσα στο Ίλιο να πεις του σεβαστού Πριάμου 
να κατεβεί στις πρύμνες του με δώρα στον Πηλείδη, 
να τον πραΰνει, το ακριβό παιδί του να του δώσσει». 
(Ιλιάδα, Ω 144-147) 


Αργότερα στέλνει και τον Ερμή να οδηγήσει τον γέρο Πρίαμο στην σκηνή του Αχιλλέα στο στρατόπεδο των Αχαιών, για να ζητήσει γονυπετής το νεκρό γιο του Έκτορα. 

«Ερμή, που τόσο αγαπάς τη συντροφιά του ανθρώπου
όσο κανείς άλλος θεός και ακούεις όποιον θέλεις,
κατέβα και τον Πρίαμο στων Αχαιών τα πλοία
οδήγα τον να μην τον ιδεί κανείς ή τον νοήσει
από τους άλλους Δαναούς, πριν φθάσει στον Πηλείδη». 
(Ιλιάδα, Ω 334-338) 

Φαίνεται ότι οι ρίζες των εορτών των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων χάνονται βαθιά μέσα στο χρόνο και αποτελούν εξέλιξη πανάρχαιων εορτών σε μία εποχή του χρόνου που αρχίζει να φαίνεται η καιρική αλλαγή με το μεγάλωμα της ημέρας. Σκοπός όλων των θρησκευτικών τελετών είναι η δημόσια ευχαριστία του θεού με προσφορές και η επίκληση της βοήθειάς του, για να διατηρηθεί η ευημερία της κοινότητας. Έτσι εξηγούνται οι χριστιανικές ικεσίες και οι πολυάριθμες θρησκευτικές παραστάσεις, όπου θεοί με ανθρώπινες μορφές δέχονται δώρα από λατρευτές. 

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, η Βάπτιση

Ο αγιασμός των υδάτων 

Το τριήμερο των Θεοφανείων ξεκινά με τον εκκλησιασμό των χριστιανών το πρωί της παραμονής των Θεοφανείων (5 Ιανουαρίου). Στις εκκλησίες ψάλλεται η ακολουθία των «Μεγάλων Ωρών» και κατόπιν γίνεται σε δύο φάσεις ο «αγιασμός των υδάτων» κατά μίμηση της βάπτισης του Θεανθρώπου. Στην Ελλάδα ο πρώτος αγιασμός γίνεται την παραμονή των Θεοφανίων στις 5 Ιανουαρίου και λέγεται «μικρός Αγιασμός» ή «Πρωτάγιαση» ή «Φώτιση. Οι πιστοί θα πάρουν αγιασμό και το αντίδωρο στην εκκλησία και θα γυρίσουν στα σπίτια τους. Εκεί οι νοικοκυρές θα ετοιμάσουν το νηστίσιμο φαγητό για το μεσημέρι, ενώ τα παιδιά θα ξεχυθούν στα σπίτια, για να ψάλουν τα κάλαντα των Θεοφανείων. 

Μετά τη πρωτάγιαση ο ιερέας με το βοηθό του γυρίζει όλα τα σπίτια και τα καταστήματα της ενορίας με το Σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό και «αγιάζει» ή «φωτίζει» (ραντίζει) τους χώρους των σπιτιών, για να φύγει μακριά κάθε κακό. Ο αγιασμός βρίσκεται μέσα σ’ ένα χάλκινο συνήθως δοχείο, που κουβαλάει ο βοηθός του ιερέα. Σε αυτό βρέχει ο ιερέας την «αγιαστούρα» του και ραντίζει όλους τους χώρους του σπιτιού ή του καταστήματος. Μόλις ο ιερέας τελειώσει τον αγιασμό του σπιτιού, ο νοικοκύρης δίνει συνήθως χρήματα στο βοηθό του. Παλιά τα χρήματα αυτά ήταν μεταλλικά κέρματα, τα οποία έριχνε ο νοικοκύρης μέσα στο σκεύος με τον αγιασμό, ώστε να αγιασθούν ακόμα και τα λεφτά, όπως έλεγαν. 
..............................
Το νερό ως μέσο καθαρμού και εξαγνισμού απαντάται στη λατρευτική ζωή πολλών Θρησκειών και η τελετουργία των υδάτων με τους αρχέγονους συμβολισμούς της αποτελούσε βασικό μέσο κάθαρσης. Το νερό άλλωστε θεωρείται συστατικό στοιχείο της δημιουργίας του κόσμου από πολλούς φιλοσόφους στην αρχαία Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Θαλή η φυσική αρχή και αιτία των όντων είναι το ύδωρ (παν συνίσταται εξ ύδατος) και όλα τα φυσικά όντα αποτελούν μετατροπές του αρχέγονου αυτού στοιχείου με πύκνωση ή αραίωση. Το ύδωρ διαστελλόμενο με την εξάτμιση δημιουργεί τον αέρα, ενώ με τη συστολή και τη συμπύκνωσή του παράγει τη γη, πράγμα που επιβεβαιώνεται, όπως λέει, με την εμφάνιση των προσχώσεων στους ποταμούς. Η διδασκαλία του Εμπεδοκλή ανάγει την γέννηση του κόσμου και τις κοσμικές μεταβολές σε τέσσερα «ριζώματα», δηλαδή τη γη, το νερό, τη φωτιά και τον αέρα. Ο Πλάτωνας στον διάλογο «Τίμαιος» αναφέρει ότι ο δημιουργός έπλασε το σύμπαν από την ολότητα τεσσάρων στοιχείων, από τη φωτιά, το νερό, τον αέρα και τη γη, «τῶν δὲ δὴ τεττάρων ἓν ὅλον ἕκαστον εἴληφεν ἡ τοῦ κόσμου σύστασις. ἐκ γὰρ πυρὸς παντὸς ὕδατός τε καὶ ἀέρος καὶ γῆς συνέστησεν αὐτὸν ὁ συνιστάς » (Πλάτων, Τίμαιος 32 c 5-7). 

Ο αγιασμός στη χώρα μας έχει την έννοια του καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων, και την απαλλαγή τους από την επήρεια των δαιμονίων. Η έννοια αυτή δεν είναι αυστηρά χριστιανική και έχει ρίζες στην αρχαία λατρεία. Στην αρχαιότητα το νερό αξιοποιήθηκε ως μέσο καθαρμού και μύησης στα διάφορα μυστήρια και συνδέθηκε με τις τρεις σημαντικές στιγμές στη ζωή του ανθρώπου: τη γέννηση, το γάμο και το θάνατο. Στην Ιλιάδα κύρια θέση κατέχουν οι αναφορές στο λουτρό των νεκρών και τον καθαρμό των πολεμιστών, πριν από διάφορες τελετουργικές ή λατρευτικές πράξεις. O καθαρμός κατά τη γέννηση αποτελούσε αναπαράσταση του μύθου, ότι μόλις γεννήθηκε ο Δίας τον έλουσαν στον ποταμό Γορτύνιο, ο οποίος μετονομάσθηκε σε Λούσιο. Το λουτρό αυτό του νεογέννητου ανθρώπου συνιστά και τον πρώτο θρησκευτικό καθαρμό του. Και εδώ οι ομοιότητες με τη χριστιανική βάπτιση, κατά τη διάρκεια της οποίας δίδεται n άφεση του προπατορικού αμαρτήματος, είναι εμφανείς. 

Η εορτή των «πλυντηρίων» στην αρχαία Αθήνα 

Η εορτή των Θεοφανίων περικλείει πολλές εκδηλώσεις, που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων ελληνικών εθίμων. Πολλοί λαογράφοι υποστηρίζουν ότι η τελετή του αγιασμού των υδάτων στη θάλασσα την ημέρα των Θεοφανίων έχει τις ρίζες της στην εορτή των «Πλυντηρίων», που γινόταν μία φορά το χρόνο στην αρχαία Αθήνα προς τιμήν της θεάς Αθηνάς και είχε καθαρτήριο χαρακτήρα. Οι αρχαίοι Αθηναίοι στην εορτή των «Πλυντηρίων» μετέφεραν «εν πομπή» στην ακτή του Φαλήρου το άγαλμα της Αθηνάς και το έπλεναν με θαλασσινό νερό για να το καθαρίσουν από τον «προσιζάνοντα ρύπον» των κακών πράξεων των ανθρώπων και να ανανεωθούν οι ιερές δυνάμεις του. 

Οι τελετές αυτές γίνονταν, κατά τους αρχαίους συγγραφείς και τις επιγραφές, ως εξής: Αρχικά καθάριζαν και εξάγνιζαν το ναό της Παλλάδος Αθηνάς στην Ακρόπολη. Στο χρονικό αυτό διάστημα το Ιερό δένονταν με σχοινιά (μία πρακτική που τηρείται ακόμα και σήμερα σε Χριστιανικούς ναούς). Οι ιέρειες του ναού που ήταν επιφορτισμένες με τον καθαρισμό ήταν παρθένες και ονομάζονταν «λουτρίδες» ή «πλυντρίδες». Μία ακόμη ιέρεια, η οποία λεγόταν «κατανίπτης», ήταν ειδικά επιφορτισμένη να επιμελείται του αγάλματος της θεάς. Η προπαρασκευαστική αυτή εργασία αποτελούσε την εορτή των Καλλυντηρίων. 

Έπειτα άρχιζε η μεγάλη ήμερα των Πλυντηρίων. Σε αυτή κύριο ρόλο είχαν οι λεγόμενες «Πραξιεργίδες», ιέρειες που ήταν υπεύθυνες να ετοιμάζουν το άγαλμα για το λουτρό. Έβγαζαν από το ξόανο τα ενδύματα και τα κοσμήματα, το κάλυπταν με πέπλα και άρχιζε η πομπή με την εποπτεία των «νομοφυλάκων». Το άγαλμα της θεάς μεταφερόταν επισήμως στον όρμο του Φαλήρου, βαπτίζονταν μέσα στη θάλασσα και παρέμενε εκεί όλη την ημέρα. Η ημέρα αυτή θεωρείτο στην Αθήνα ως αποφράδα, γιατί η πόλη κατά το χρονικό αυτό διάστημα στερούνταν την προστασία της πολιούχου θεάς. Για αυτό έπαυε κάθε εργασία και ήταν επιβεβλημένη και επίσημη αργία. Το βράδυ το άγαλμα της Θεάς επανέρχονταν στην Αθήνα συνοδευόμενο από τις «Πραξιεργίδες» και εφήβους που κρατούσαν δάδες αναμμένες. Στόλιζαν το άγαλμα όπως πριν και καθαρισμένο μετά το λουτρό το τοποθετούσαν και πάλι επισήμως στο ναό. 

Οι τελετές αυτές γίνονταν το μήνα Θαργηλιώνα (Μάιο), είναι αόριστο όμως ποια προηγείτο της άλλης. Κατά το λεξικογράφο Φώτιο τα Καλλυντήρια τελούνταν την 19η του μηνός Θαργηλιώνος και τα Πλυντήρια την 29η του ίδιου μήνα. Η ετυμολογική έννοια των δύο λέξεων όμως θέτει σε αμφισβήτηση τις ημερομηνίες αυτές, καθώς λογικό είναι το πλύσιμο να προηγείται του καλλωπισμού. Κάποιοι μελετητές συμφωνούν με το Φώτιο και υποστηρίζουν ότι τα Καλλυντήρια ήταν προπαρασκευαστική εορτή καθαρισμού του ιερού της Αθηνάς στην Ακρόπολη και προηγούνταν, ενώ τα Πλυντήρια ήταν η τελετή του λουτρού του ξόανου της θεάς και ακολουθούσε. 
Αλέξης Τότσικας
Φιλόλογος – Συγγραφέας

The Baptism of Christ by Paolo Veronese

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 

ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ, ΕΙΣ ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

(Ἀντιγραφὴ τῶν β΄ καὶ γ΄ οἴκων τοῦ ὡς ἄνω κοντακίου, τὸ ὁποῖο φέρει ὡς ἀκροστιχίδα τὴ φράση «τοῦ ταπεινοῦ Ρωμανοῦ» καὶ ὡς ἐφύμνιο, σὲ κάθε οἶκο, τὸν στίχο «τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον».)
β´
Οὐχ ὑπερεῖδεν ὁ θεὸς τὸν δόλῳ συληθέντα, ἐντός
τοῦ παραδείσου
καὶ ἀπολελωκότα τὴν θεοΰφαντον στολὴν
ἦλθε γὰρ πρὸς τοῦτον ἱερᾷ πάλιν φωνῇ καλῶν τὸν
παρακούσαντα∙
«Ποῦ εἶ, Ἀδάμ; ἀπάρτι μὴ κρύπτου με∙θέλω θεωρεῖν σε∙
κἄν γυμνὸς εἶ, κἄν πτωχός εἶ, μὴ αἰσχυνθῇς∙
σοὶ γὰρ ὡμοιώθην·
αὐτός ἐπιθυμῶν θεὸς οὐκ ἐγένου∙
ἀλλ’ ἐγὼ νῦν βουληθεὶς σὰρξ ἐγενόμην∙
ἔγγισόν μοι οὖν καὶ γνώρισον, ἵνα λέξῃς∙
“ἦλθες, ἐφάνης
τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον”.
γ´
Ὑπὸ τῶν σπλάχνων τῶν ἐμῶν ἐκάμφθην ὡς οἰκτίρμων
καὶ ἦλθον πρὸς τὸ πλάσμα
προτείνων τὰς παλάμας, ἵνα περιπτύξωμαι σέ∙
μὴ οὖν αἰδεσθῇς με∙ διὰ σὲ γὰρ τὸν γυμνὸν
γυμνοῦμαι καὶ βαπτίζομαι∙
ἤδη μοι Ἰορδάνης ἀνοίγεται, καὶ ὁ Ἰωάννης
εὐτρεπίζει τὰς ὁδοὺς μου ἐν ὕδασι καὶ ἐν διανοίαις».
Τοιαῦτα ὁ σωτὴρ οὐ λόγοις ἀλλ’ ἔργοις
πρὸς τὸν ἄνθρωπον εἰπὼν ἦλθεν, ὡς εἶπε,
τῷ μὲν ποταμῷ τῷ βήματι προσεγγίζων,
τῷ δὲ Προδρόμῳ
τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον.
Ἀκολουθεῖ ἡ άπόδοση τοῦ Τάσου Θεοφιλογιαννάκου:
ΣΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
β΄
Δὲν περιφρόνησε ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ ποὺ στὸν παράδεισο ἀπογυμνώθηκε
μὲ δὸλο
κι ἔχασε τὴ στολὴ τὴ θεοΰφαντη∙
ἦλθε σ’ αὐτὸν πάλι –ἄς παράκουσε– καὶ μὲ φωνὴ ἱερὴ τὸν
καλεῖ:
«Ποῦ εἶσαι, Ἀδάμ; Τώρα πιὰ μὴ μοῦ κρύβεσαι. Θέλω νὰ σὲ θωρῶ.
Κι ἄν εἶσαι γυμνὸς, κι ἄν εἶσαι πτωχός, μὴ ντραπεῖς.
Γιατὶ μὲ σένα ὁμοιώθηκα.
Ἐπιθυμοῦσες, μὰ θεὸς δὲν ἔγινες.
Ἰδοὺ ἐγώ λοιπόν, θέλησα κι ἔγινα σάρκα δική σου.
Ἔλα, ἄγγιξέ, γνώρισέ με καὶ πές:
“ἦλθες, φάνηκες,
τὸ Φῶς τὸ ἀπρόσιτο».
γ´
Ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῶν οἰκτιρμῶν μου κάμφθηκα
καὶ ἦρθα στὸ πλάσμα, ἐσένα,
τείνοντάς σου τα χέρια γιὰ νὰ σὲ περιπτυχθῶ∙
μὴ μὲ ντραπεῖς λοιπόν∙ γι’ ἐσένα τὸν γυμνὸν
γυμνώνομαι καὶ βαπτίζομαι.
Ἤδη ὁ Ἰορδάνης μοῦ ἀνοίγεται καὶ ὁ Ἰωάννης
στὰ ὕδατα καὶ στὶς καρδιές ἑτοιμάζει τοὺς δρόμους μου.
Αὐτά ὁ Σωτήρας εἶπε στὸν ἄνθρωπο, ὄχι μὲ λόγια,
ἀλλὰ μὲ ἔργα καὶ ἦρθε, ὅπως εἶπε,
μέσα στὸν ποταμό βαδίζοντας
καὶ στὸν Πρόδρομο γέρνοντας,
τὸ Φῶς τὸ Ἀπρόσιτο.
http://frear.gr/




Περουτζίνο Βάπτιση του Ιησού, 1481-1482
Πέτρος Γλέζος - Θεοφάνια σ’ ένα νησάκι 

Δυο μέρες πριν από τα Φώτα, ο ξάδελφός μας ο Αντώνης μάς έκανε ξαφνικά την πρόταση:
– Ξαδέλφια, τι λέτε; Έρχεστε να πάμε στο Νησί, που θα βαφτίσω ένα παιδί;
– Και δεν πάμε, ξάδελφε, συμφωνήσαμε πρόθυμα και λίγο απερίσκεπτα η σύζυγός μου κι εγώ.
Το Νησί είναι ένα μικρό μακρόστενο νησάκι, που γειτονεύει με το δικό μας. Ένα πολύ μικρό νησάκι –άλλο ένα δίπλα του είναι ακατοίκητο που ολόκληρο το σώμα του το πιάνει το μάτι σου, μόλις ανεβείς σε κάποια κορφή των Φαναριών, να αναδύεται μέσα από τη θάλασσα, σαν ένα κήτος ή σαν ένα καράβι χωρίς κατάρτια. Ίσως γι’ αυτό, επειδή είναι έτσι μικρό μπροστά στο δικό μας το νησί, που είναι μεγάλο και με βουνά ψηλά, το λένε «Νησί».

Το Νησί θα ’ναι δε θα ’ναι δυο τρία μίλια μακριά από τις ανατολικές μας ακτές, τις όμορφες, τις γεμάτες μικρούς χαριτωμένους κόλπους, θαλασσινές σπηλιές και χαμηλές βουνοπλαγιές κατάφορτες από λιόδεντρα και σκίνους και φίδες. Όλοι όλοι οι κάτοικοι του Νησιού λογαριάζονται καμιά διακοσαριά ψυχές, τριάντα σαράντα οικογένειες. Και φυσικά είναι όλοι τους ψαράδες. Όταν είναι μπονάτσες, ανοίγονται οι βαρκούλες τους γύρω γύρω στο πέλαγος, σαν μέλισσες, για να τρυγήσουν τον ανθό της θάλασσας. Όταν είναι βαρυχειμωνιές, οι άνθρωποι ξεμοναχιάζονται στο Νησί, αποκλεισμένοι από τον άλλον κόσμο· μπορεί να κάμουν και δέκα και δεκαπέντε μέρες να ξεμυτίσουν οι βαρκούλες τους. Τότες οι ψαράδες κάθονται στο χαμηλό ακροθαλάσσι, αγναντεύουν την αγριεμένη θάλασσα, πάνε κι έρχονται βαριεστημένοι στις δυο τρεις ταβερνούλες του νησιού και πίνουν ρακή και καπνίζουν. Και οι γυναίκες φροντίζουν τότε ακόμη πιο πολύ τα λίγα κατσικάκια τους και τις κοτούλες τους, τα μόνα ζωντανά του Θεού που ζουν και τρέφονται πάνω στο γυμνό νησάκι, και ζουν και τρέφουν με το γαλατάκι τους και με τ’ αυγά τους τα παιδιά του τόπου. Πάλι μπορεί να κάνω και λάθος, μπορεί εκτός από τα κατσίκια και τις κότες να κυλάει άπραγος τις μέρες του πάνω στο Νησί και κανένας γαϊδουράκος.

Σ’ αυτό λοιπόν το μικρό γειτονικό νησί, περάσαμε τη χρονιά εκείνη τη μεγάλη, τη φωτεινή γιορτή της Χριστιανοσύνης, τη γιορτή των Θεοφανίων.

Ώσπου να φτάσουμε από το χωριό μας στο Βόλακα, στο ακροθαλάσσι απ’ όπου «θα ρίχναμε πέρα στο Νησί», χρειάστηκε να οδοιπορήσουμε τρεις τέσσερεις ώρες. Οι γυναίκες πήγαιναν μπροστά, καβάλα σε δυο γαϊδουράκια, ο ξάδελφός μου κι εγώ ακολουθούσαμε πεζοπορώντας και κουβεντιάζοντας. Το πόσους ωραίους τόπους είδαμε, το πόσον ωραία βουνολάγκαδα περάσαμε, θα χρειαζόνταν πολλή ώρα να το διηγηθώ. Τώρα ξαναζώ και θυμούμαι μόνο την ώρα λίγο πριν από το δειλινό που, φτάνοντας στο ακρογιάλι, βρήκαμε τη βάρκα του μελλούμενου κουμπάρου από το Νησί να μας περιμένει στον ήσυχο κολπίσκο του Βόλακα. Πήδησε στη στεριά και μας υποδέχτηκε με πολλή ευγένεια, αλλά και με κάποια αδιόρατη σχεδόν στενοχώρια και δε δέχτηκε ούτε να ξαποστάσουμε λίγο στο πετροκάλυβό μας –είχαμε εκεί κάτω ένα χτήμα– ούτε να πιει μια ρακή.
– Πρέπει να περάσουμε στο Νησί πριν μας πάρει η νύχτα… μας είπε με σοβαρό ύφος.
Μπήκαμε λοιπόν στη βαρκούλα του, κι ο κουμπάρος κι ο βοηθός του τράβηξαν κουπί να βγούμε λίγο στ’ ανοιχτά, με την ελπίδα πως ύστερα θ’ ανοίξουμε πανάκι. Όμως ο λίγος αεράκος που φυσούσε ήταν ενάντιος, ο κουμπάρος λοιπόν, ύστερα από λίγη σιγανοκουβέντα με το βοηθό του, έβαλε γερά μπροστά να τραβά κουπί. Το ίδιο κι ο βοηθός. Λίγο λίγο ο ιδρώτας άρχισε ν’ αυλακώνει τα ηλιοψημένα πρόσωπά τους. Τώρα το ενάντιο αεράκι όλο και δυνάμωνε. Και σα να μην έφτανε αυτό, ο κουμπάρος έπρεπε ν’ αδειάζει συνεχώς, μ’ ένα μεγάλο σαρδελοκούτι, και νερό από τον πάτο της βαρκούλας του.
Τότες, όπως η νύχτα πλησίαζε κι η βάρκα όλο και περισσότερο κλυδωνιζόταν, η ξαδέλφη μου, που ήταν ολωσδιόλου στεριανή, άρχισε να φοβάται. Στην αρχή μάς κοίταζε σιωπηλά, κι εμείς της δίναμε κουράγιο. Ύστερα, έτρεμε πια να κουνηθεί από τη θέση της. Ο κουμπάρος, που καταλάβαινε το φόβο της, την παρηγορούσε:
– Μη φοβάσαι, καλέ, και φτάσαμε!…
Κι αληθινά. Είχαμε πια φτάσει στα χαμηλά πλάγια του Νησιού, εδώ κι εκεί περνούσαμε μέσα σε μικρές ξέρες, προσέχοντας μη χτυπήσει απάνω τους η βαρκούλα μας. Το λίγο κύμα σπούσε πάνω τους και τις καβάλαγε με χαμηλό, ήρεμο παφλασμό· ήταν σα να μιλούσε και μας βεβαίωνε πως δεν είχαμε πια κανένα κίνδυνο.

Τέλος, όταν το σούρουπο είχε προχωρήσει για καλά, η βαρκούλα μας έπεσε πλάι στην πρωτόγονη έρημη αποβαθρούλα του Νησιού. Ο κουμπάρος κι ο βοηθός του έβγαλαν στη στεριά τις γυναίκες σχεδόν σηκωτές στην αγκαλιά, κι ο ξάδελφός μου κι εγώ πηδήσαμε στη στεριά, όχι βέβαια με τόση λαχτάρα όσην οι γυναίκες, μα, όσο να ’ναι, με αρκετή ανακούφιση. Τότε μόνον ο κουμπάρος ο Νησιώτης μάς είπε, με τη χαριτωμένη συρτή, τραγουδιστή μιλιά του Νησιού, το μεγάλο μυστικό:
– Κουμπάροι, το βαρκάκι είναι μόνο για τέσσερεις νοματέους… Γι’ αυτό βιαστήκαμε μη φρεσκάρει…
Άλλο τίποτα δεν είπε. Αλλά καλά καταλάβαμε την αποσιωπημένη συνέχεια, όταν τώρα ξέραμε πως τόσην ώρα είμαστε έξι αντί τέσσερα πρόσωπα μέσα στη βαρκούλα.

Φαντάζεστε βέβαια την ευχαρίστησή μας όταν βρεθήκαμε στο ήσυχο, ολοκάθαρο και… ακίνητο σπιτάκι του κουμπάρου. Οι γυναίκες μάς δέχτηκαν με χίλιες χαρές, τα παιδιά κρεμάστηκαν γύρω μας και μας κοίταζαν με θαυμασμό, μασουλώντας κιόλας τα ξερά σύκα που τους είχαμε φέρει. Κι αυτά ακόμη τα αβάφτιστα –ήταν δυο δίδυμα– ανασήκωναν από τις κρεμαστές κούνιες τους τα παχουλά προσωπάκια τους κι ανταποκρίνονταν πρόθυμα στα γέλια και στα κανακέματα που τους κάναμε.

Το βράδυ, ο κουμπάρος ήταν στενοχωρημένος, γιατί, λέει, το φαΐ «ήταν πολύ άνοστο και δεν τράβαγε κρασί». Και όμως. Ήταν εκλεκτό ψάρι με ολόλευκη τρεμάμενη κρούστα, σαν αέρινο γλύκισμα, που το εκάλυπτε –αυτό είναι ένα ειδικό μαγείρευμα, για να κρατάει το ψάρι πολλές μέρες– ένα ψάρι από τα πιο νόστιμα φαγητά που μου έτυχαν ποτέ.

Τη νύχτα ο αγέρας δυνάμωσε για καλά. Τον ακούγαμε να ξυρίζει τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού. Κι η αναπόληση του ταξιδιού μας του δειλινού, έκανε την ευτυχία της τωρινής μας ασφάλειας ακόμη μεγαλύτερη.

– Αλήθεια, αν καμιά φορά φυσήξει κανένας πολύ δυνατός σίφουνας, δεν μπορεί τάχα να το πάρει το Νησί; άκουσα την ξαδέλφη μου να ρωτάει τον άντρα της με χαριτωμένη αφέλεια, στο ανοιχτό διπλανό δωμάτιο, που αυτοί είχαν πάει να κοιμηθούν.

Όμως η ερώτηση έδινε θαυμάσια την εικόνα του παραμυθιού που ζούσαμε. Το Νησί ήταν αληθινά σαν ένα μικρό ξεκάταρτο καράβι ανάμεσα πελάγου. Έτσι το είδαμε την άλλη μέρα το πρωί, όταν βγήκαμε στο ξάγναντο της εκκλησιάς, διασχίζοντας μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά το μόνο δρομάκο του Νησιού, που χώριζε στη μέση τις δυο μόνες σειρές των σπιτιών του.

Φαίνεται πως όλη τη λαχτάρα τους για ομορφιά και αρχοντιά εδώ στο χαμηλό ταπεινό νησάκι οι αγαθοί νησιώτες την είχαν διοχετεύσει στην εκκλησία του. Έλαμπε ολόκληρη μέσα και έξω. Πρόβαλλε πάνω από τα χαμηλά σπιτάκια, πάνω ακόμη κι από όλη τη χαμηλή γη του νησιού σαν αληθινά μεγάλος Οίκος του Θεού. Ήταν βαμμένη ολόλευκη, με τον τρούλο μόνο γαλάζιο, ένα καθαρό γαλάζιο σαν τη θάλασσα και τον ουρανό. Η μικρή της αυλή ήταν κεντημένη με λευκό χαλίκι, και τα δεντράκια της –δυο τρία χαμηλά δεντράκια– ίσκιωναν με το λίγο πράσινό τους την ασπράδα της. Μέσα η εκκλησία άστραφτε ολοκάθαρη.

Όταν μπήκαμε στην εκκλησιά, η μικρή σύναξη –όλο το χωριό– παρ’ όλη την κατάνυξη με την οποία παρακολουθούσε την ωραία ακολουθία των Θεοφανίων, βρήκε τρόπο να περιεργαστεί τους «ξένους». Κι αυτός ακόμη ο ιερέας –ένας συμπαθητικός ώριμος άντρας– επέμεινε να μας λιβανίσει λίγο περισσότερο, όταν πέρασε δίπλα μας, για να μας τιμήσει βέβαια, αλλά και για να βρει καιρό να μας καλοδεί.

Ύστερα το γλυκύ μέλος του ύμνου του Κυρίου μάς έφερε όλους προς αυτόν:

Επεφάνης σήμερον
τη οικουμένη
και το φως Σου, Κύριε,
εσημειώθη εφ’ ημάς
εν επιγνώσει υμνούντας Σε.
Ήλθες, εφάνης,
το Φως το απρόσιτον.


Όταν «αγιάστηκαν» τα νερά, το εκκλησίασμα πέρασε ήσυχα ήσυχα από την Ωραία Πύλη και πήρε αγιασμό, φιλώντας το χέρι του ιερέως. Κι ύστερα, με τον ιερέα και τον ψάλτη, με την «Αρχή του τόπου» –έναν και μόνον χωροφύλακα– και με τον υποδιδάσκαλο μπροστά, ακολουθήσαμε κι εμείς στις επισκέψεις στα σπίτια που γιόρταζαν.

Τα βαφτίσια γίνηκαν το απόγευμα. Ο ξάδελφός μου κι εγώ είχαμε αποφασίσει να βαφτίσουμε τα δίδυμα, και ο κουμπάρος το δέχτηκε εγκάρδια. Εν τω μεταξύ ένας ακόμη γονιός, που είχε αβάφτιστο παιδί, ήρθε και μου ζήτησε να το βαφτίσω. Δέχτηκα την τιμή με προθυμία.

Φυσικά, στα βαφτίσια συνάχτηκε όλο το χωριό. Δεν έμεινε ψυχή σε άλλο σπίτι, εκτός από δυο παράλυτες γριούλες. Γύρω γύρω στην κολυμβήθρα σπρώχνονταν τα παιδιά, πιο πίσω οι μεγάλοι, έως έξω στις αυλές, όπου αποτραβιόνταν οι άντρες για να κάμουν τόπο. Κι ο καημένος ο ιερέας κουράστηκε αρκετά για να τελειώσει με τάξη και ευπρέπεια και τις τρεις βαφτίσεις.

Ύστερα μοιράσαμε τα «μαρτυριάτικα» σε όλο το χωριό, που μας εύχονταν να τα «χιλιάσουμε», και το βράδυ χρειάστηκε να φάμε δυο φορές για να «τιμήσουμε το τραπέζι» και στα δυο σπίτια των κουμπάρων, ένα τραπέζι πλούσιο, ευλογημένο και καλόκαρδο.

Όταν την άλλη μέρα το μεσημέρι, αφού ευχηθήκαμε σε όλους τους Γιάννηδες, κατεβήκαμε στο λιμανάκι του Νησιού για να «μπαρκάρουμε» για το δικό μας, όλο το χωριό πρόβαλε στις πόρτες των σπιτιών να μας ευχηθεί, να μας προπέμψει:

– Στο καλό να πάτε! Στο καλό να πάτε!…

Τώρα οι καλοί μας κουμπάροι είχαν πάρει τα μέτρα τους. Στο λιμανάκι μάς περίμενε το καινούργιο καϊκάκι του καπετάν Νικήτα, για να μας μεταφέρει στον τόπο μας. Είχαν στρώσει ακόμη και χράμια απάνω στο καλοπλυμένο κατάστρωμα του καϊκιού, για να ξαπλώσουν άνετα οι γυναίκες.

Με φρέσκο πρίμο αγέρι το καϊκάκι, σαν πουλί που πετούσε ξυστά πάνω στη θάλασσα, μας έφερε σε είκοσι λεπτά της ώρας στο νησί μας. Βγήκαν μαζί μας στη στεριά ο καπετάνιος κι οι κουμπάροι μας «να φάνε μαζί μας μια ελιά», «να πιουν ένα κρασί», κι ύστερα σάλπαραν πάλι για το Νησί. Τώρα για να «βρούνε τον καιρό» χρειάστηκε «να κόψουν» ένα σωρό βόλτες. Τους παρακολουθούσαμε όπως λίγο λίγο ξεμάκραιναν. Το λευκό πανί πότε φούσκωνε με τον άνεμο, πότε σούρωνε στην άπνοια. Ύστερα, σιγά σιγά το καϊκάκι καβατζάρισε* τη μικρή γλώσσα της γης του Νησιού και χάθηκε πίσω της.

Τότε νοιώσαμε την πίκρα του χωρισμού από τους καλούς ήσυχους Νησιώτες, που ζουν εκεί στο μικρό νησί τους άγνωστοι και αγνοημένοι, και που σ’ εμάς έτυχε η καλή τύχη να τους γνωρίσουμε και να τους αγαπήσουμε. Κι ας ζήσαμε μαζί τους μόνον τρεις ημέρες. Έφτασαν αυτές για να τους βάλουν στην καρδιά μας. Βέβαια, γι’ αυτό βοήθησε κι ο φωτισμός και η θέρμη με την οποία ζέστανε τη χριστιανική ψυχή μας η ευκαιρία να χαρούμε τη μεγάλη γιορτή των Φώτων στο ήσυχο νησάκι τους.

Αληθινά. Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα γαλήνια, τα σεμνά, τα ζεστά χριστιανικά Φώτα του γλυκύτατου εκείνου Γενάρη του έτους 194…, τα Φώτα που ο καλός Θεός μάς αξίωσε να γιορτάσουμε στο Νησί.

* καβατζάρω: περνώ έναν κάβο (ακρωτήρι).

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

http://www.snhell.gr/


Baptsm of Christ  by Cima da Conegliano 

Νίκος Καρούζος - Ὁ Σολωμός στ' ὄνειρό μου

Ἀπὸ τὸν Ὑπνόσακκο. Ἀναδημοσιεύουμε ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια καὶ εισαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.

Πῶς πέφτουμε στὴ νύχτα κι ἀπὸ τί πόθους...
Μὲ κοφτερὴ μοναξιὰ στολισμένος ἄρχισα νὰ κοιμᾶμαι
λευκὸς ἱδρωμένος μέσα στὴν ἀγελάδα τοῦ ὕπνου
κλεισμένος ὁλοῦθε ἀπ' τὸν ὄνειρο ποὺ κυματίζει στὰ βάθη
κι ὁλοένα κερδίζει τὴν ὕλη πέρα της.
Ἕνα ξημέρωμα καθάριζε τὰ μάτια μου
στοὺς οὐρανοὺς ἄνοιγαν ὅλα τὰ παράθυρα κι ὁ Διονύσιος
μαυροντυμένος μ' ἄσπρα χειρόκτια κρατοῦσε τὸ σκουληκάκι
στὴν παλάμη ποὺ ἔμοιαζε μὲ στουπέτσι βαμμένη
πλάι του σ' ὡραία παραλία
ἔπεφταν οἱ κολυμβητὲς νὰ πιάσουν τὸ σταυρὸ τὰ Θεοφάνια

καὶ μακριὰ πῶς ἀκούγονταν ἀθῶα τουφέκια
ὁ βρόντος τῆς ἀγάπης ἡ χαρὰ τῆς συμφορᾶς
μ' ὅλα τ' ἄνθη σὲ γαλάζια δευτερόλεπτα μ' ὅλες τὶς ἀχτίδες
τὴν ἀγαπημένη του πεταλούδα στὸν ἱερὸ γλιτωμὸ της
καὶ δράκοντες εὐωδιᾶς ἀνέβαιναν ἀπὸ κίτρινες σκάλες
ὥς τὰ κοράσια ποὺ δὲ χάρηκαν τὸν ἒρωτα.
Γύρω ἤτανε δάσος χιλιοπράσινο
μὲ τὰ πουλιὰ σὰν ἀναρίθμητους καρποὺς ἀπάνω στὰ δέντρα
μὲ τὰ πουλιὰ σὲ μεθυσμένη σύναξη γιὰ πάντα κ' ἕνας σκύλος
ἀργὰ πηγαίνοντας οὔρησε στὸ κορμὶ τῆς κοντινῆς ἀμυγδαλιᾶς
μὲ σηκωμένο πόδι κι ἀνάμεσα
ὁ γόος ἒσφαξε τὴ φωνὴ ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τρεῖς λέξεις
οἱ ἀπαίσιες χιλιετηρίδες.
http://www.myriobiblos.gr/


Η Βάπτισις του Χριστού. Ψηφιδωτό από την βυζαντινή μονή Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη.


Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ  - Θεοφάνεια 

Σ’ αμάξι που αστροπλούμιστα σέρνουν παγόνια
των πόθων η θεά δείχνεται στο λαό της,
περνάει, αλαλαγμός και σπαραγμός της νιότης,
και πίσω της τραβάει τα δεκαοχτώ μου χρόνια.
Γίνηκαν κόσμος, γίνανε ζωή τα χιόνια
και πλάσαν το κορμί και το συλλογισμό της,
κι απάνω στο βασιλικό το μέτωπό της
φωλιάζουν, άγρια πουλιά, τα καταφρόνια.

Του κάκου των αγνών ονείρων το παλάτι
στο δρόμο της για κείνη από χρυσάφ’ υψώνω,
μ’ ένα διαμαντοκάμωτο στη μέση θρόνο.

Περνάει, περνάει μες στ’ αστροφάνταστο τ’ αμάξι·
σαν από πιο θεϊκά χρυσόνειρα χορτάτη,
μήτε γυρίζει το παλάτι να κοιτάξει!

1895

http://www.greek-language.gr/


Η Βάπτιση του Χριστού. Νόβγκοροντ, 16ος αιώνας 
Πηγή: www.lifo.gr

Στέλιος Σπεράντσας  - Φώτα

Φώτα, φως άγιας γιορτής
γύρω λαμπυρίζει.
Άγιος Γιάννης Bαφτιστής
το Xριστό βαφτίζει.


Σήμερα μες στο νερό,
θάλασσα, ποτάμι,
ρίχνουν το χρυσό σταυρό,
τ’ άγιασμα να κάμει.

Σ’ όλα τα νερά αγιασμός
και σε μας ο φωτισμός.
Στου σπιτιού μας τη μεριά
πάμε μ’ αναφτά κεριά.

http://www.snhell.gr/
ΦΩΤΕΙΝΗ ΨΙΡΟΛΙΟΛΙΟΥ - ΜΑΝΔΡΑΤΖΗ " ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ "


Αφίεμαι στη γλώσσα γης και ουρανού
Σταγόνα από ρυάκι ή ωκεανού
Στην κρύπτη παγωμένης πόας και ανάπηρου κλαδιού.
Στο παγωμένο χνώτο
σαστισμένου αμνού

Συντάσσομαι με το έλεος του χιονιά
Που ανορθόδοξα κατά το δοκούν αγιάζει
Με το νέο φεγγάρι χρονιάς
που αχνά το τζάμι σχεδιάζει
Με τη μνήμη της άγριας τριανταφυλλιάς
Τη φλέβα που ανταριάζει
Με αγέρα που στα τρίστρατα λύκους ημερώνει
Με πένα αιμάτινη που για
άλυτους χρησμούς θυμώνει

Κάθε Γενάρη βαπτίζομαι σε Ιορδάνη ή σε στέρνα
Αμέτρητα χρυσάφια ρέουν στα μαλλιά, στα χέρια
Λιποτακτούν οι αμαρτίες περιστέρια
Σε αγεωγράφητους αδεσποτους ουρανούς

Μετά
Μαζεύω μανουσάκια στο ποτήρι
Για να μεθάω δίσεκτους καιρούς
Και χαμηλά στην παλάμη ενός γήινου Θεού μου, ξανανιώνω

Φωτεινή Ψι. 


Η εικόνα των Αγίων Θεοφανείων

Δέσποινα Ιωάννου-Βασιλείου

Τα Άγια Θεοφάνεια είναι μία από τις μεγαλύτερες εορτές της Χριστιανοσύνης. Εορτάζεται το γεγονός της Βαπτίσεως του Κυρίου στα Ιορδάνια νάματα και ταυτόχρονα φανερώνεται η Τριαδική Θεότητα στον κόσμο.

Η σπουδαιότητα της εορτής φαίνεται από τις ιστορικές μαρτυρίες που αναφέρουν ότι μετά το Πάσχα, η εορτή των Θεοφανίων είναι η αρχαιότερη χριστιανική εορτή.

Το γεγονός της Βαπτίσεως έχει τεράστια θεολογική σημασία. Ο αγιογράφος κατάφερε να αποτυπώσει με τα χρώματα αυτό το πλούσιο σε νοήματα γεγονός.

Ο Χριστός βρίσκεται μεταξύ ψηλών βράχων, που σμίγουν και σχηματίζουν «κλεισούραν». Τα νερά, που δεν είναι αγιασμένα, μας θυμίζουν την εικόνα του θανάτου – κατακλυσμού. Ο συμβολισμός των βράχων της εικόνας της γεννήσεως συνεχίζεται στην εικόνα των Θεοφανίων και καταλήγει στην εικόνα της καθόδου του Χριστού στον Άδη. Η εικόνα της βαπτίσεως παρουσιάζει τον Ιησού να εισέρχεται στα νερά, στον υγρό τάφο. Ο Άδης έχει την μορφή ενός σκοτεινού σπηλαίου, που περιέχει όλο το σώμα του Κυρίου, δείχνοντας την προκάθοδο Του στον Άδη, για να διαλύσει το δυνατό του κόσμου τούτου. Όπως αναφέρει και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο Ιησούς «Καταβάς ἐν ὕδασιν ἔδησε τόν ἰσχυρόν».

Η κάθοδος του Χριστού στα Ιορδάνια νερά σημαίνει τον καθαγιασμό του υγρού στοιχείου, που είναι η βάση της ζωής σε ολόκληρη τη δημιουργία και κατ’ επέκταση τον καθαγιασμό ολόκληρης της κτίσεως, η οποία εξαιτίας της ανθρώπινης αμαρτίας «οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η΄ 22).

Ο Χριστός στέκεται στη μέση του Ιορδάνη γυμνός ή με άσπρο ρούχο στη μέση του. Το σώμα του σαν να είναι σκαλισμένο στο ξύλο με διάφορα σχήματα γραμμένα ζωηρά κι όχι σαρκώδες. Είναι ντυμένος με την Αδαμική γυμνότητα κι έτσι αποδίδει στην ανθρωπότητα το ένδοξο παραδεισιακό ένδυμά της. Με το δεξί ή και με τα δύο του χέρια ευλογεί τα νερά και τα ετοιμάζει να γίνουν τα νερά της βαπτίσεως, τα οποία αγιάζει με την δική του κατάδυση. Ο Χριστός δεν είχε ανάγκη εξαγνισμού, γιατί ήταν προαιωνίως αγνός. Πήρε το βάπτισμα του Ιωάννη από ταπεινοφροσύνη και σεβασμό στην ανθρώπινη παράδοση. Βαπτιζόμενος ο Κύριος δεν αγιάστηκε από το νερό αλλά αγίασε το νερό και μαζί με αυτό ολόκληρη την κτίση.

Το ένα του πόδι προβάλλει μπροστά, για να δείξει την υπέρτατη πρωτοβουλία του, να βαπτιστεί από το Ιωάννη και να βγει στην δημόσια δράση. Η μαρτυρία του Ιωάννη για τον Χριστό ότι είναι «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἀμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ιωάν. α΄ 29), στάθηκε καθοριστική. Σε μερικές εικόνες της βαπτίσεως ο Χριστός εικονίζεται να πατά πάνω σε μια πλάκα, στην οποία από κάτω βρίσκονται καταπλακωμένα φίδια, τα οποία ξεπροβάλλουν το κεφάλι τους θέλοντας να γλυτώσουν. Η παράσταση αυτή είναι παρμένη από το βιβλίο των Ψαλμών και εδράζεται στο στίχο «σὺ ἐκρατέωσας ἐν τῇ δυνάμει σου τὴν θάλασσαν σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος.» (Ψαλμ. ογ΄ 13).


Μέσα στον Ιορδάνη, γύρω από το σώμα του Κυρίου, κολυμπούν ψάρια. Κάτω ξεχωρίζουν μια γυναίκα κι ένας γέρος να κάθονται πάνω σε θεριόψαρα. Η γυναίκα συμβολίζει τη θάλασσα κι ο γέροντας τον Ιορδάνη ποταμό. Ο γέροντας κρατά στα χέρια του μία υδρία από την οποία τρέχει νερό. Αυτά τα πρόσωπα ζωγραφίζονται με βάση τον ψαλμικό στίχο «ἡ θάλασσα εἶδεν καὶ ἔφυγεν ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω». (Ψαλμ. ριγ΄ 3).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος βλέπει μια βαθιά αλληγορία στη στροφή του Ιορδάνη προς τα οπίσω. Ο ποταμός πηγάζει από δύο πηγές, τη μια που ονομάζεται Ιόρ και την άλλη που λέγεται Δαν. Από την συνένωση των δύο ποταμών προκύπτει ο Ιορδάνης που χύνεται στην Νέκρα θάλασσα. Έτσι και το ανθρώπινο γένος προήλθε από τους προπάτορες, τον Αδάμ και την Εύα. Μετά την αποστασία το ανθρώπινο γένος πορευόταν στην αμαρτία και τον πνευματικό θάνατο, που αλληγορούνται με τη Νεκρά θάλασσα. Ο Σωτήρας Χριστός με τη Ενανθρώπησή του ελευθέρωσε την ανθρώπινη φύση από την υποδούλωση στη φθορά και στο θάνατο με αποτέλεσμα ακόμη και ο Ιορδάνης ποταμός να θέλει να στραφεί προς τα πίσω, και να μη θέλει να νεκρωθεί.

Η βάπτιση του Χριστού ονομάζεται και Θεοφάνεια. Την φανέρωση της Αγίας Τριάδας ο αγιογράφος τη δηλώνει με το χέρι του Πατρός, που ευλογεί από ένα τμήμα ενός ημικύκλιου που παριστά τους ουρανούς. Από αυτό τον κύκλο αναχωρούν ακτίνες φωτός χαρακτηριστικό του Αγίου Πνεύματος και φωτίζουν το περιστέρι. Κατά τη στιγμή αυτή ο Πατήρ μαρτυρεί τη θεότητα του Υιού και τον ονομάζει αγαπητόν Του Υιόν. Ο Υιός ο οποίος βαπτίζεται στον Ιορδάνη φωτίζει ολόκληρο τον κόσμο, απαλλάσσοντας τον από την κυριαρχία του Σατανά. Το Άγιο Πνεύμα, το οποίο κατέρχεται με μορφή περιστεράς , βεβαιώνει την μαρτυρία του Πατρός και μας χαρίζει το αδιασάλευτο θεμέλιο της πίστεώς μας. Είναι το Πνεύμα που «ἐντέλλεται» το Χριστό και τον οδηγεί στη δημόσια αποστολή του.

Κατά τον Ιωάννη το Δαμασκηνό κατ΄ αναλογία με το κατακλυσμό και το περιστέρι με το κλαδί της ελιάς είναι σημείο της ειρήνης. Το Άγιο Πνεύμα κατά τη δημιουργία του κόσμου «ἐπεφέρετο ἐπάνω» από τα αρχέγονα νερά κι ανέδειξε τη ζωή (Γεν. α΄ 2). Έτσι και τώρα στη Βάπτιση αιωρείται πάνω στα νερά του Ιορδάνη και προκαλεί τη δεύτερη γέννηση του νέου δημιουργήματος.

Στην αριστερή πλευρά της εικόνας ο Ιωάννης ο Πρόδρομος υποκλίνεται με ταπείνωση και σεβασμό στο πρόσωπο του Μεσσία. Είναι στραμμένος προς το Άγιο Πνεύμα , που κατέρχεται «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Το πρόσωπο του είναι ζωγραφισμένο σε πλάγια στάση λόγω της υπερφυσικής εμφάνισης του Αγίου Πνεύματος. Το δεξί του χέρι αγγίζει το κεφάλι του Χριστού ενώ το αριστερό βρίσκεται σε στάση δεήσεως. Το κεφάλι του είναι αναμαλλιασμένο και το γένι του αραιό. Η έκφραση του είναι αυστηρή και σοβαρή. Τα χέρια και τα πόδια του είναι άσαρκα, διότι «ἡ δὲ τροφὴ ἦν αὐτοῦ ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Μτ. γ΄ 4). Το πρόσωπό του αγιογραφείται λιπόσαρκο και μελαψό, για να δηλωθεί ο καύσωνας της ερήμου. Φορεί ρούχα από τρίχες καμήλας και ζώνη δερμάτινη στη μέση (Μτ. γ΄ 4).

Δίπλα του Προδρόμου βρίσκεται μια αξίνα σφηνωμένη ανάμεσα στα κλαδιά ενός δέντρου. Συμβολίζει τα λόγια του προφήτη Ιωάννη: «…ἤδη δὲ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται˙ πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Μτ. γ΄ 10). Εδώ φανερώνεται η θεία δίκη που βρίσκεται ήδη ανάμεσά μας, για να διαλέξει τα καρποφόρα από τα άκαρπα δέντρα.

Στη δεξιά πλευρά της εικόνας βρίσκονται οι άγγελοι. Έχουν σκεπασμένα τα χέρια τους και τα προτείνουν στο Χριστό, έτοιμα να τον υπηρετήσουν. Ένα ιδιαίτερο ύφασμα ή το ιμάτιο σκεπάζει τις ανοικτές παλάμες, που έχουν σχήμα δεήσεως και συνάμα προθυμίας για εξυπηρέτηση.

Τα απότομα φωτεινά χρώματα που ξεχύνονται από το ουρανό και κατεβαίνουν ως το Χριστό, τους Αγγέλους και τον Πρόδρομο, «δημιουργούν ιερότητα υπερβατικής ατμόσφαιρας, κατάλληλης για την εικόνα της Βαπτίσεως που είναι γεμάτη από υπερφυσικά στοιχεία, όπως η μεγαλειώδης φωνή του Πατρός και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος».

Πηγή: Δέσποινας Ιωάννου–Βασιλείου, Το Δωδεκάορτο–Εικόνα: Η άλλη γλώσσα της Θεολογίας, Εκδόσεις Βιβλιεκδοτική, Λευκωσία 2009.


Ιωάννης Κορνάρος - Μέγας ει Κύριε










ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

 

Ελληνική δοξασία (αρχαίας καταγωγής) «δαιμόνιων» που σύμφωνα με σύγχρονη δοξασία εμφανίζονται κατά το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου - 6 Ιανουαρίου). Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους και να τους ανακατέψουν τα σπίτια, διότι είναι άτακτοι και τους αρέσουν τα παιχνίδια.Αυτοί ζουν στον κάτω κόσμο και τρέφονται με φίδια,σκουλίκια,κτλ.
«Καλικάντζαροι» (Πανελλαδική κοινή ονομασία), και κατά τόπους: «Καρκάτζια», «Καλκατζόνια» ή «Καλκατζάνια», «Καλκάνια», «Καλιτσάντεροι», «Καρκάντζαροι», «Καρκαντζέλια», «Σκαλικαντζέρια», «Σκαντζάρια», «Σκαλαπούνταροι», «Τζόγιες», «Λυκοκάντζαροι» και «Κωλοβελόνηδες», καθώς και τα θηλυκού γένους: «Καλικαντζαρού», «Καλικαντζαρίνες», «Καλοκυράδες», «Βερβελούδες» κ.ά.
Όλοι οι παραπάνω δεν θα πρέπει να συγχέονται με άλλα «δαιμόνια» της Ελληνικής υπαίθρου, που έχουν μεν τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά που εμφανίζονται μέσα σ΄ όλο το χρόνο όπως οι «Βουρκόλακες» (=Βρυκόλακες), «Βουρβούλακες», «Παγανοί», «Αερικά», «Ξωτικά», «Παρωρίτες» σε αντίθεση με τους «Τσιλικρωτά» (Καρδαμύλη Μάνης), «Καλιοντζήδες» (Ήπειρος), «Πλανήταροι» και «Πλανηταρούδια» (Κύπρος), «Κατσι-άδες» (Χίος), «Κάηδες» και «Καλισπούδηδες» (Σάμος), «Κάηδες» αλλά και «Καημπίλιδες» (Κάρπαθος), «Σιβότες» και «Σιφώτες» (Καππαδοκία), και ακόμη «Χρυσαφεντάδες» [Χρυσαφεντάδες Ας εμάς καλοί] (Οινόη-Πόντος) που γενικά αυτοί εμφανίζονται και συμπεριφέρονται και ως καλικάντζαροι.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
Διαφορετικές είναι οι απόψεις περί της ετυμολογίας της κοινής ονομασίας τους «καλικάντζαροι». Κύριες εκ των οποίων είναι:
  • Ως παράγωγο από την Τουρκική γλώσσα (κατά Schmidt και Wachsmuth).
  • Εκ του «καλός + κάνθαρος» [Καλικάνθαρος] Κοραής (Άπαντα Δ΄) που συμφωνούν αργότερα ο Boll, ο Κουκουλές και ο Μπούντουρας.
  • Εκ του «λύκος + κάνθαρος» παρήγαγε επίσης και ο Πολίτης (Πανδώρα).
  • Εκ του «λύκος + άντζαρος » [= ανήρ] παρήγαγε ο Λουκάς (Φιλολογικές επισκέψεις).
  • Επίσης εκ του «καλίκιν + τσαγγίον» ή «καλός + τσαγγίον» και της μεγεθυντικής κατάληξης –άρος (= ο φέρων καλά τσαγγία, υποδήματα, αντί καλίκια) ή ο φέρων καλίκια αντί τσαγγίων όπως παρήγαγε ο Πολίτης.
  • Εκ του λατινικού «καλιγάτος» “Caligatus” ετυμολόγησε ο Οικονόμου.
  • Τελευταία (1955) η ετυμολογία του Παντελίδη υποστήριξε εκ του «καλίκιν + άντζα».
  • Εκ των ξένων ο Lawson παρήγαγε ετυμολογία εκ του «καλός + κένταυρος» ενώ
  • Ο Δεινάκης υποστηρίζει ότι η ετυμολογία του ονόματος είναι παράγωγο του «καρκάντζι» (καρκάντζαρος) που σημαίνει το ξηρό, κεκαυμένο, o τσουρουφλισμένος.



ΜΟΡΦΗ - ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 
Ο λαός τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Κατά Αραχωβίτικη περιγραφή αυτοί είναι: «κακομούτσουνοι» και «σιχαμένοι», «καθένας τους έχει κι απόνα κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους».
Η τροφή τους κυρίως ακάθαρτη: σκουλήκια, βαθράκοι (=βάτραχοι), φίδια, ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου.Συνήθως φαντάζονται νάνοι, αλλά και ψηλοί, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά μικρά και ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια πιθήκου, δασύτριχοι, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο, ("μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι όπως λένε στη Σύρο) αλλά και σαν «μικροί σατανάδες» - (σατανοπαίδια όπως λένε στη Νάξο), άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο (οξυκόρυμβο) από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν. Άμα βρουν ευκαιρία κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια και μαγαρίζουν τα πάντα.

Σε μερικά μέρη τους καλικάντζαρους τους συνοδεύει η μάνα τους η «Καλικατζαρού» που τους «ορμηνεύει» τι να πειράξουν. Σε κάποια νησιά οι καλικάντζαροι έρχονται με τις γυναίκες τους ή μόνο οι γυναίκες τους οι «καλικαντζαρίνες»! Και προκειμένου οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα! Στη Νάξο τις γυναίκες των καλικάντζαρων τις αποκαλούν «Καλοκυράδες» για να τις καλοπιάσουν (εξευμενίσουν), ενώ στην Κωνσταντινούπολη «Βερβελούδες». Ο αρχηγός των καλικάντζαρων στην παλιά Αθήνα λεγόταν «κωλοβελόνης» ενώ στη Θεσσαλία «αρχι-τζόγιας» (και «τζόγιες» οι καλικάντζαροι) στη δε Κωνσταντινούπολη «Μαντρακούκος». Στη δε Νάξο οι καλικάντζαροι φαντάζουν και χορευταράδες, αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο γνωστός χορός των καλικάντζαρων.
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ
Κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτιστούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν, στη Μακεδονία: όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει από τον Σατανά.
Για την προέλευση αυτών των δαιμόνων υπάρχουν οι ακόλουθες απόψεις:
  • Από την αρχαία Ελληνική Μυθολογία περί των Σατύρων και του Πάνα (Schmidi).
  • Από την αρχαία Ελληνική Μυθολογία περί των Κενταύρων (Mayer, Lawson).
  • Από τη νεώτερη φαντασία των Ελλήνων εξ αφορμής αρχαίων μύθων (Ν. Πολίτης).
  • Εκ των αιγυπτιακών κανθάρων (Boll, που συμφωνεί και ο Κουκουλές).
  • Εκ του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα (Σβορώνος).
  • Ως δαιμόνια της εστίας του πυρός (Δεινάκης).
ΔΙΑΜΟΝΗ 
Οι καλικάντζαροι έρχονται (βγαίνουν) την παραμονή των Χριστουγέννων, (στη Σκιάθο: με πλοιάριο, στην Οινόη: με χρυσή βάρκα, στην Ικαρία: επί των φλοιών των καρυδιών) από «το κάτω κόσμο» τον Άδη. Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.

Εκτός του Δωδεκαήμερου τον υπόλοιπο χρόνο μένουν στα έγκατα της γης και πριονίζουν το δέντρο που κρατά τη γη (παραλλαγή του μυθικού Άτλαντα). Βγαίνουν δε στην επιφάνεια κοντά στο τέλος της εργασίας τους, από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη τους πλακώσει (στη Μακεδονία: για να γιορτάσουν πρόσκαιρα τη νίκη τους), όταν δε κατεβαίνουν βρίσκουν το δέντρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα. Το δένδρο των Χριστουγέννων συμβολίζει αυτή ακριβώς την ακεραιότητα και τη Θεϊκή δύναμη και προστασία με την παρουσία του Χριστού.

ΒΛΑΒΕΣ
Γενικά πιστεύεται ότι οι καλικάντζαροι αδυνατούν να βλάψουν τους ανθρώπους αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν αφού θεωρούνται (στη Μακεδονία) μωροί και ευκολόπιστοι. Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν ή κατ΄ άλλους τους παρασύρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή κατ΄ άλλους παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους.

Επίσης μπαίνοντας στις οικίες απ΄ όπου μπορέσουν μαγαρίζουν την κουζίνα σε ότι δεν είναι νοικοκυρεμένο, αρπάζουν ενδύματα, «βασανίζουν τις ακαμάτρες... γι΄ αυτό τα κορίτσια το 40ήμερο προσπαθούν να φτιάξουν όσο γίνεται πιο πολύ γνέμα» (Σάμος) ή σκορπούν το αλεύρι, την τέφρα από το τζάκι τη «δωδεκαμερίτικη» ή «καλικαντζαρήσια» ή «τη στάχτη που δεν άκουσε το εν Ιορδάνη» και που θεωρείται ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση.

ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
Τα αποτρεπτικά μέσα που λαμβάνονται κατά των Καλικάντζαρων διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
  1. Πράξεις χριστιανικής λατρείας: α) Το σημείο του Σταυρού στην πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού. β) Ο Αγιασμός των σπιτιών και μάλιστα την παραμονή των Φώτων.
  2. Επωδές: όπως «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καημένα» (Καλαμάτα) που όταν ακούσουν οι καλικάντζαροι φεύγουν ή η απαγγελία του «Πάτερ ημών….» (τρις).
  3. Μαγικές πράξεις: Κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχου), εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, περίαπτα (χαϊμαλιά) πίσω από την πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι, το αναμμένο δαυλί ("τρεχάτε γειτόνοι με τα δένδρινα δαυλιά" Τριφυλία).
Την παραμονή των Θεοφανίων τους «ζεματίζουν» από το λάδι που παρασκευάζουν οι νοικοκυρές τηγανίτες (λαλαγγίτες, λουκουμάδες). Όταν όμως συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου, και μετά τους πνίγουν μέχρι θανάτου
ΦΥΓΗ
Πασίγνωστη είναι η δοξασία που όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν (κατέρχονται στη γη) κατά τον αγιασμό των οικιών που φωνάζουν σε τροχαίο ρυθμό:

«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει»


Με την αναχώρηση των καλικάντζαρων, η στάχτη από το τζάκι μαζεύεται και το τζάκι καθαρίζεται. Η στάχτη πετιέται σε μέρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα λόγο (αλυσίβα, λίπασμα κ.λ.π.)
Πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών και των οικιών της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες. Επίσης καθαρίζονται και τα κόπρια των ζώων από τα κατώγια και οι άνθρωποι πλένονται, το εικονοστάσι καθαρίζεται, αλλάζει το νερό στο καντήλι κ.λ.π. γιατί οι καλικάντζαροι πέρα από τα προβλήματα που έχουν προξενήσει στους νοικοκυραίους έχουν μαγαρίσει και όλους τους χώρους.

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ 
Αυτός γεννήθηκε στην «εποχή των καλικαντζάρων». Λέγεται για άτομα άτολμα και ευθυνόφοβα (Μακεδονία).

ΤΑ ΠΑΓΑΝΆ – ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΉ ΜΥΡΙΒΉΛΗ


…”Από τα Γέννα ως τα Φώτα αυτή ‘ταν η μυστική λαχτάρα ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους. Θα τα δούνε φέτος τα Παγανά; Κάθε βράδι γι’ αυτά μιλούσαν. Για τα συνήθια και για τα καμώματά τους.
Η μάνα, σαν έγερναν να κοιμηθούν, έριχνε μια φούχτα αλάτι στη σκεπασμένη χόβολη.
Τσατ, πατ, έσκαγε κάθε λίγο και λιγάκι τ’αλάτι, να τρομάζουν οι καλλικαντζάροι, να μη σβήνουν τη φωτιά με τον τρόπο πούξεραν.
Τρόμαζαν τα Παγανά, τρόμαζαν και τα παιδιά πάνω στον ύπνο τους και ξεπετιόνταν. Πριν πέσει να κοιμηθεί στρίμωχνε και μια ρίζα αφάνες μπροστά στη σταχτοθυρίδα, μην κατεβούν και κατουρήσουν τη στάχτη κ’ ύστερα λιώνουν και τρυπάνε τα ρούχα στη μπουγάδα. 
Κρέμαζαν οι γυναίκες μάτσα τρικοκκιές και γύρω στο ψωμοσάνιδο, να μη μπορούν να μαγαρίσουν τη ζυμωσιά. Όμως κάποιο βράδυ έρχονται πλια οι Καλλικαντζάροι, και μάλιστα με τον πιο πίσημον τρόπο.
Κει που καθόντανε κουλουριασμένα τα παιδιά μέσα στο παραγώνι κι άκουγαν νυσταγμένα τα παραμύθια της γριάς, πατημασιές έτριζαν πάνω στο χιονισμένο δώμα, γέλια πνιγμένα και μικρά ουρλιαχτά.
Κόβονταν τότε στη μέση οι κουβέντες, οι καρδιές χτυπούσαν με λαχτάρα, τα μάτια καρφώνονταν στο ταβάνι.
-Αυτοί είναι, μάνα!
Τα παιδιά πετάγονταν έξω από το παραγώνο, χλωμά-θειαφοκέρι.
-Εμ, Αυτοί θάναι, έλεγαν οι μεγάλοι, και κοιτάζονταν με νόημα. Ποιός άλλος, μέρες πούναι!
Είτανε αλήθεια οι Καλλικαντζάροι.
Σε λίγο γινόταν μια μικρή φασαρία από σιδερικά εκεί ψηλά, μέσα στα μαύρα βάθια της καμινάδας.
Τσάγκα, τσούγκα!
Οι καπνιές πλια μαδούσαν και πέφτανε πάνω στα κούτσουρα, και σε λίγο να και κατέβαινε σιγά-σιγά ένα λανάρι κρεμασμένο από ψιλό σκοινί.
Το λανάρι κουνιότανε πέρα-δώθε πάνω από τη φωτιά, και μεσ’ από την καμινάδα ακούγονταν οι Καλλικαντζάροι που τραγουδούσαν το τραγούδι τους: 
Λαγκούρ, λουγκούρ τα λανάρια του παπά τα καλεντάρια!
Για μια πίτα με τυρί για σαράντα σαραϊλί!
Είτανε κάτι που δε λέγεται το τί νιώθαν οι μικροί.
Μια γλυκιά φρίκη έτρεχε μέσα στα φυλλοκάρδια, στύλωναν τα μάτια, κ’ η καρδιά χτυπούσε να σπάσει.
Η μάνα πήγαινε έφερνε τυρόπιτα και την κάρφωνε στα καρφιά του λαναριού.
Που να βρεθούν “σαράντα σαραϊλί” στο φτωχικό τους.
Οι Καλλικάντζαροι ανασέρνανε πάλι το λανάρι, και πριν να φύγουν κατέβαινε ακόμη μια φορά η φωνή τους μέσ’ από τον μπουχαρή.
  • Και του χρόνου!
  • Αμήν! έλεγαν σοβαρά, σιγανά όλοι οι μεγάλοι. Και του χρόνου νάμαστε γεροί.”….


 ΠΑΡΑΜΥΘΙ - Ο μυλωνάς και ο Καλικάντζαρος

Μια φορά ένας μυλωνάς είχε ωραία φωτιά με κάρβουνα στο μύλο του και έψηνε μια σούβλα κρέας. Εκεί πού γύριζε τη σούβλα του, βλέπει στην άλλη μεριά έναν Καλικάντζαρο και γύριζε μια σούβλα με βατράχους! Δεν του μίλησε διόλου. Ύστερα από λίγο τον έρωτα ο Καλικάντζαρος πώς τον λέγουν.

-Εαυτό με λέγουν, του λέγει ο μυλωνάς.
Εκεί πού γύριζε τη σούβλα και το κρέας ήταν ροδοκόκκινο και μοσχομύριζε, ο Καλικάντζαρος βάζει την ιδική του σούβλα με τους βατράχους επάνω στο κρέας.
Πατ! δεν αργεί ο μυλωνάς και του φέρνει μια με ένα αναμμένο δαυλί και, καθώς ο Καλικάντζαρος ήταν γυμνός, τον κατάκαψε!
Φωνές και κακό ο Καλικάντζαρος!
- Βοηθάτε, αδέρφια, γιατί μ' έκαψαν!
- Βρε, ποιος σ' έκαψε; του λέγουν οι άλλοι Καλικάντζαροι απ' έξω. 
-Ό Εαυτός μ' έκαψε, τους λέγει εκείνος από μέσα.
- Αμ΄ σαν κάηκες από τον εαυτό σου, τι σκούζεις έτσι; Και έτσι την έπαθε ο καλός σου ο Καλικάντζαρος, γιατί ο μυλωνάς φάνηκε εξυπνότερος του.
από το Αναγνωστικό της Δ΄ Δημοτικού, ΑΘΗΝΑ 1966

ΠΗΓΕΣ 
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ








ΦΙΛΑΡΕΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ "ΑΝΤΕ ΝΑ ΚΑΛΑΝΤΙΣΟΥΜΕ ΤΗ ΝΟΥΜΗΝΙΑ..."

 


Πόσος ήλιος
Πόσος χειμώνας
Πόσα σπασμένα ρόδια
Πόσες ευχές
καρφωμένα όλα μαζί
στο ταβάνι
της πρώτης μέρας
της νεογνής και αθώας
της φερέλπιδος και πολλά υποσχόμενης
της κυρίας
όλων των επερχομένων ημερών

Το λιμάνι δεμένο
Το δάσος αξύλευτο
Η χαρά μετρημένη
Ο ουρανός ανασφαλής και αναποφάσιστος
αν θα μιλήσει
Οι άνθρωποι ομοτράπεζα ευτυχείς
ή κάπως έτσι
Η ζωή ράθυμη και ελαφρώς μεθυσμένη
κατά την απαίτηση όλων
για ένα τέτοιο στυλ
- μέρα που είναι , βεβαίως -

Φέρτε μια τρομπέτα
κι ένα σαντούρι
Άντε να καλαντίσουμε τη νουμηνία
Άντε να θωπεύσουμε το ωραίο της πρόσωπο
Άντε να γίνουμε ιλαρότεροι
και να χαμογελάσουμε
στο περίεργο παιδί
που μας κρυφοκοιτάζει από τη χαραμάδα
της δανεικής πόρτας
Άντε να καλοπιάσουμε τον απρόβλεπτο
και ακατέργαστο φίλο
που σκορπίζει φιλιά
ως άσωτος
και χαρωπά εισβάλλει
άκων εχθρός ....

[ Φ.Β. 019001021 ''ΦΩΣ ΕΚ ΠΕΤΡΑΣ'' 2018-2021]

Πίνακας : William-Adolphe Bouguereau , The Pomegranate Seller






ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Απόμαχος" Διήγημα

 


Τα τελευταία χρόνια κουραζόταν εύκολα στο μάζεμα της ελιάς. Το κατσώνι δεν υπάκουε πλέον πρόθυμα στα κελεύσματά του. Το χάραμα, αντί να τον βρίσκει στο δρόμο για το Μούσκοβο, καβάλα στον Ντορή, όπως παλιά, τον έβρισκε στο τζάκι, να πυρώνεται και να γκρινιάζει με τη Βασίλω, τη γριά του, τάχα γιατί είχε αργήσει να του ψήσει τον καφέ. Εκείνη τον συγχωρούσε. Είχε υπομονή. Μια ζωή υποχωρούσε. Είχε μάθει να τον καταφέρνει με τον τρόπο της, όχι με συγκρούσεις και εκνευρισμούς.

Αλλά και στο χωράφι πετούσε τη σκούφια του για χασομέρι. Τη Βασίλω δεν την πρόφταινε στη δουλειά. Μέχρι να ραβδίσει αυτός τις κορφές και τους αϊτούς και να κόψει δυο-τρία παραφορτωμένα κλαριά, εκείνη είχε ξεφυλλίσει, είχε αδειάσει τα λιόπανα και είχε σχεδόν στρώσει την επόμενη ρίζα. Από μικρή στο χωράφι. Όταν πέθανε ο πατέρας της κι απόμεινε ορφανή με τις αδερφές της, ήταν δεν ήταν πέντε χρονώ. Ύστερα έχασαν και τη μάνα τους. Έτσι το χωράφι έγινε το σπίτι της. Αυτό τη μεγάλωσε, αυτό τη ζούσε.

-Σιγά! βρε Βασίλω, της φώναζε. Θα ξεμεσιαστείς κακομοίρα! Τάχα ότι νοιαζόταν για κείνη, ενώ στην πραγματικότητα ήταν η ενοχή του, που δεν άντεχε στο ρυθμό της.

Δυο φορές την ώρα θα πήγαινε προς νερού του και τρεις φορές ως το βράδυ προς χοντρού του, ότι κάτι τον πείραξε, δήθεν.

-Το κατούρημα και το χέσιμο δεν σπρώχνουν τη μέρα, Θανάση, του φώναζε εκείνη, όταν τον έβλεπε να παρατάει την ελιά και να κρύβεται πίσω από τους θάμνους.

Μέσα του καταριόταν που ’χε κόψει το κάπνισμα. Έτσι δεν μπορούσε να πάρει μιαν ακόμα ανάσα, με τη δικαιολογία ενός τσιγάρου. Το μεσημέρι, στο διάλειμμα του φαγητού, καθυστερούσε όσο γινόταν περισσότερο, ενώ το βράδυ, μόλις ο ήλιος έπαιρνε τον κατήφορο για τη θάλασσα, άρχιζε τη μουρμούρα:

-Μη στρώνεις άλλη ρίζα, μωρή. Πότε θα τις σακιάσουμε, πότε θα τις πάω στο εργοστάσιο; Θα νυχτώσουμε! της φώναζε. Να πάω και στον καφενέ μια βόλτα, συμπλήρωνε ψιθυριστά.

Τη ζήλευε και λίγο. Η Βασίλω δεν ήξερε από ξεκούραση. Αχάραγο ξυπνούσε, άναβε τη φωτιά, ετοίμαζε τα πράγματα που θα ’παιρναν στο χτήμα, τάιζε τις κότες και τη γίδα κι όταν σηκωνόταν ο αφέντης της, του τα ’χε όλα έτοιμα και τον καφέ ψημένο. Και τι καφέ! Σκέτο βαρύ σε μισό φλιτζάνι. Τρόμαξε να της τον μάθει τα πρώτα χρόνια.

-Εγώ πίνω καφέ, όχι νερόπλυμα, της φώναζε. «Σκέτο βαρύ, μισό φλιτζάνι. Να πατάει βόιδι και να μη βουλιάζει», απάγγελνε, καμαρώνοντας, το δίστιχο που είχε σκαρώσει.

Άκουγε και τη γκρίνια του από πάνω. Αλλά τον είχε μάθει. Δεν του κρατούσε κακία. Του δούλευε σα σκυλί. Στο χωράφι, μέχρι εκείνος να δέσει τον Ντορή, εκείνη είχε απλώσει τα λιόπανα, είχε στρώσει για το σάκιασμα και με την τέμπλα στο χέρι είχε αρχίσει τη δουλειά. Όλη την ημέρα ούτε προς νερού της ούτε προς χοντρού της πήγαινε. Και το απόβραδο, στο σάκιασμα και στο φόρτωμα του Ντορή, βοηθούσε σαν άντρας. Αλλά μήπως το βράδυ, στο σπίτι, ξεκουραζόταν. Όσο εκείνος να πάει και να ’ρθει από το εργοστάσιο, είχε αρμέξει τη γίδα, είχε μαζέψει τ’ αυγά, είχε μαγειρέψει για την επόμενη μέρα και την έβρισκε να μπαλώνει τις κάλτσες του και το παλιοπαντέλονο που φορούσε στο χτήμα.

-Μπράβο μωρή Βασίλω! Σκέφτηκε φωναχτά καθώς περπατούσε πίσω από το φορτωμένο Ντορή, στο δρόμο για το εργοστάσιο του συνεταιρισμού.

Το μυαλό του ξαναγύρισε στα νιάτα του. Την εποχή που την είχε ζητήσει από τη γιαγιά της. Είχε τις αντιρρήσεις του, τότε. Βλέπεις, ήταν λίγο μεγαλύτερή του, ήταν και φτωχιά. Μα ήταν ζυμωμένη στη δουλειά. Από μικρή σε ξένα σπίτια και χωράφια.

-Να συγχωράει ο Θεός τη θεια-Αντιγόνη τη μακαρίτισσα, μονολόγησε ψιθυριστά. Χωρίς την επιμονή της, δεν θα σ’ έπαιρνα. Αλλά χαλάλι! Μου στάθηκες καλά.

Ο Ντορής άκουγε παραξενεμένος το μονόλογο του αφεντικού του. Όμως δεν είχε καιρό να δώσει προσοχή. Έτσι όπως ήταν φορτωμένος με δυο παραγεμισμένα σακιά ελιές, το μόνο που νοιαζόταν ήταν να φτάσει μιαν ώρα αρχύτερα στο λιοτρίβι, για ν’ αλαφρώσει. Όλη την ημέρα είχε καλοχορτάσει από το πλούσιο τριφύλλι που φύτρωνε στο λαγκάδι του Μούσκοβου -ήταν άλλωστε Δεκέμβρης. Αλλά τα πόδια του ήταν παγωμένα από την υγρασία. Ευτυχώς τώρα είχε ανεβεί μια-δυο λούρες προσηλιακές και είχε γλυτώσει από αυτό το βάσανο. Το άλλο όμως -το φορτίο με τις ελιές- τον τυραννούσε ακόμα. Κάποια στιγμή, μετά τη λαχίδα του Τζανέτου, φάνηκε από μακριά το φως στο προαύλιο του εργοστάσιου.

-Άιντε, Ντορή, κουράγιο, του φώναξε ο μπάρμπα-Θανάσης και του ’δωσε ένα σκαμπίλι στα καπούλια.

Στο συνεταιρισμό βρήκαν πολλή κίνηση. Πλησίαζαν οι γιορτές και όλοι είχαν στριμωχτεί να τελειώσουν το μάζεμα. Τα αγροτικά αυτοκίνητα περίμεναν στην ουρά για να ζυγίσουν τον καρπό. Ο μπάρμπα-Θανάσης ήταν από τους λίγους που είχε κουβαλήσει τις ελιές με μουλάρι. Κατάλαβε ότι θ’ αργήσει. Άθελά του θυμήθηκε τη σούστα του.

-Να ’την είχαμε τώρα, Ντορή, είπε προς το ζώο, σα να μπορούσε να τον καταλάβει.

-Θα τη φορτώναμε δυο φορές την εβδομάδα και δεν θα ’ρχόμαστε κάθε μέρα ποδαρόδρομο, όπως τώρα.

Φυσικά ο μπάρμπα-Θανάσης εννοούσε ότι θα ξεκουραζόταν ο ίδιος και όχι το ζώο, το οποίο αν μπορούσε ν’ απαντήσει θα του ’λεγε πως του ήταν αδιάφορο αν θα τον φόρτωνε στο σαμάρι ή αν θα έσερνε τη φορτωμένη σούστα.

-ο-ο-ο-

Μάρτης του ’43. Καταμεσής της Κατοχής. Ένα κρύο απόβραδο η σούστα κατεβαίνει την Τσακώνα σιγά-σιγά. Στα γκέμια ο μπάρμπα-Θανάσης. Βάζει όλη του τη δύναμη να συγκρατήσει το ζώο, να μη τους παρασύρει και τους δυο η κατηφόρα. Είναι παραφορτωμένος και το ξέρει. Έχει πουλήσει λάδι στη Μεγαλόπολη και στην Τρίπολη και φέρνει πορτοκάλια και μήλα. Δύσκολο και μακρύ το αγώι. Το μακρύτερο που έχει τολμήσει. Ένα σωρό αναποδιές τον δυσκόλεψαν. Χιόνι στην Τρίπολη, ομίχλη στον κάμπο της Μεγαλόπολης. Μάρτης, γδάρτης, που λένε. Και σα να μη φτάνανε όλα τ’ άλλα, τον σταμάτησε κι ένα γερμανικό μπλόκο στο Δερβένι. Του άδειασαν την καρότσα ψάχνοντας για όπλα και ασυρμάτους και αφού καλοχόρτασαν, τον άφησαν μόνο να ξαναφορτώσει. Αφού τη γλύτωσε, πάλι ευχαριστημένος είναι.

Αλλά ας είναι. Τούτο το δρομολόγιο πήγε καλά. Πούλησε όλο το λάδι και ας ήταν χαμολογίσιο. Οι Μεγαλοπολίτες το ψώνισαν χωρίς γκρίνιες. Ενώ την προηγούμενη φορά, που ’χε φέρει παρθένο, αγουρόλαδο, δεν το παίρνανε. Άμαθοι στο καλό λάδι, σ’ άλλους μύριζε, σ’ άλλους έκαιγε το στόμα. Ίδρωσε να το δώσει.

Αυτές οι σκέψεις του δίνουν κουράγιο. Σε λίγο τα βάσανά του τελειώνουν. Άλλη μια στροφή και η κατηφοριά σταματά. Και μετά, ένα τσιγάρο δρόμος και θα φτάσει στο χάνι της Αλλαγής. Εκεί θα ’χει την ευκαιρία να ξεκουραστεί. Θα πλυθεί και θα κοιμηθεί σαν άνθρωπος. Θα φάει ζεστό φαγί, θα πιει και κανένα ποτηράκι. Μπορεί να ’χει ξεπέσει κι η Μαριγώ, η χήρα απ’ το Ζευγολατιό με τα χοντρά καπούλια, να τον ξαλαφρώσει λίγο.

-Σχώρα με, βρε Βασίλω, μονολογάει. Λείπω κοντά τρεις βδομάδες και θα κάνω άλλες τόσες να γυρίσω στη Μαντίνεια. Άντρας είμαι, δεν αντέχω άλλο, θα σκάσω.

-ο-ο-ο-

-Αϊ, μπάρμπα-Θανάση. Τον σκουντήξανε στον ώμο.

-Αποκοιμήθηκες; Θα παγώσεις κακομοίρη. Φέρ’ το μουλάρι να ζυγίσουμε.

Σηκώθηκε σιγά-σιγά βογκώντας. Ένα θλιμμένο χαμόγελο είχε παγώσει στα χείλια του στη θύμηση της νιότης του. Έτριψε τον πιασμένο σβέρκο του κι έλυσε τον Ντορή, που ’χε πιάσει γνωριμίες μ’ ένα-δυο άλλα υποζύγια κι έλεγαν τον πόνο τους. Καθώς του ’δωσε μια στα πισωκάπουλα για να ξεκινήσει, αχνογέλασε. Στο νου του ξαναγύρισε η εικόνα της χήρας από το Ζευγολατιό.

-Θιός σχωρέσ’ την, μουρμούρισε. Πήγε απ’ την κακιά αρρώστια αλλά πρόλαβε να εξυπηρετήσει πολύν κόσμο.

Ζύγισε τα σακιά και πήγε στα γραφεία να βρει το γραμματέα. Ήθελε να τον δει να σημειώνει τα ζύγια. Το μολύβι κλέβει εύκολα κι οι γραμματιζούμενοι δεν το ’χουνε δύσκολο να του φάνε τους κόπους ολόκληρης μέρας.

-Πόσα έχω, Νικήτα;

-Με τα σημερινά είκοσι δύο, μπάρμπα-Θανάση, αλλά φέτο δε βγάνουν λάδι τα λαγκάδια. Οι προχτεσινές σου βγάλανε σαράντα οχτώ. Για να δούμε αυτές.

-Καλά Νικήτα, καληνύχτα.

-Καληνύχτα.

Καβάλησε τον Ντορή και πήρε το δρόμο για το σπίτι.

-Τ’ άκουσες Ντορή; Σαράντα οχτώ στο γέναμα φέτο. Κάθε πέρσι και καλύτερα. Και μετά σου λέει σύγχρονο, φυγοκεντρικό εργοστάσιο. Βάλαμε και χρέος. Αλλά πώς θα φάνε; Νομίζουν ότι δεν καταλαβαίνουμε. Αγράμματοι είμαστε, όχι όμως και χαζοί. Ας ήμουνα δέκα χρόνια πιο νέος και θα τους έδειχνα εγώ. Ε, Ντορή;

Αλλά ο Ντορής αλλού είχε το μυαλό του. Πώς να φτάσει γρήγορα στο σπίτι και στο παχνί του. Και καταριόταν εκείνον που είχε εκνευρίσει το αφεντικό του, με αποτέλεσμα να ξεσπά κλωτσώντας τον στα πλευρά του.

Βρήκε τη Βασίλω να πλένει τα εσώρουχά του. Σ’ όλη της τη ζωή έπλενε ξένα ρούχα αυτή η γυναίκα. Από την κοιλιά της μάνας της ακόμα.

-Θανάση, ήρθες; του φώναξε. Πήρε ο Γιάννης από την Αθήνα. Θα ’ρθούνε τις γιορτές. Μάλλον τ’ Άγιο-Βασιλιού.

Χάρηκε μέσα του. Θα ζωντάνευε πάλι το σπίτι για μερικές μέρες με τον ερχομό της φαμελιάς του γιου του. Μονάκριβο τον είχε και του ’χε φύγει από τα δεκαοχτώ του. Μόνο για διακοπές ερχόταν. Το χωριό δεν τον κράτησε. Ονειρευόταν τη μεγάλη πόλη. Δεν τους ξεχνούσε, δεν παραπονιόταν γι’ αυτό. Όμως τη μοναξιά δεν την μπορούσε τώρα στα γεράματα. Καλή η Βασίλω, καλό το καφενείο, αλλά με το Θανασάκη, τον εγγονό του, γινόταν άλλος άνθρωπος. «Από δω ο γνήσιος Αθανάσιος Κοντέας του Ιωάννη», τον σύστηνε με καμάρι.

-Κοίτα να ζυμώσεις κανένα χριστόψωμο, φώναξε στη γυναίκα του. Για το Θανασάκη, θυμάσαι πέρσι πόσο του άρεσε;

-Ε, κι ας σταματήσουμε το ράβδο αυτή την εβδομάδα, συνέχισε. Να ετοιμαστούμε να υποδεχτούμε τα παιδιά. Να πάμε κι αύριο και μετά τέρμα. Να τις αφήσουμε για μετά τις γιορτές. Να ξεκουραστούμε κιόλας, βρε αδερφέ!

Τα τελευταία λόγια τα είπε πιο σιγά, γιατί είδε τη Βασίλω να χαμογελάει κάτω από τα γεροντίστικα μουστάκια της.

-Ετοίμασέ μου να φάω τώρα, της είπε απότομα κάνοντας τον άγριο.

-Ή, μάλλον, άσε καλύτερα. Πάω να βρω το Σταύρο στο καφενείο, να παίξουμε καμιά πρέφα και τρώω αργότερα.

Βγήκε γρήγορα για να μην πάρει απάντηση. Όπως κατέβαινε τη σκάλα, άκουσε τη Βασίλω να γκρινιάζει. Του έλεγε κάτι για τις ελιές, να μη διακόψουν ακόμα ή κάτι τέτοιο. Αλλά είχε φτάσει πια στο δρόμο και η φωνή της χάθηκε στο σφύριγμα του βοριά.

Θοδωρής Μπελίτσος (1990)


«Ιθώμη» Καλαμάτας 33-34 (Ιούλιος 1992) σσ. 96-98.


Από το βιβλίο  «Κυνηγός ονείρων» (2014).


*Πίνακας: Vincent van Gogh “An Old Man Putting Dry Rice on the Hearth”, 1881 (από τη Βικιπαίδεια).

https://belitsosquarks.blogspot.com/ 





,

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΚΑΛΗΣ "Έκφραση"

 


Καθώς τα χρόνια
εναλλάσσονται
ψάχνω να βρω
πραγματικά αξιόλογα γεγονότα
που συνέβησαν
και βρίσκω
με δυσκολία
να είναι λίγα
η ζωή μας όλη
σκορπίζεται
μέσα σε ανούσιες
καθημερινές λεπτομέρειες
καθώς παλεύουμε συνέχεια
για την επιβίωση
και δεν μας μένει χρόνος
να κάνουμε αυτά
που πραγματικά ποθούμε
τ΄ανώτερα και τα ιδεώδη
έτσι καλλιεργούμε
τις κατώτερες σφαίρες
του ανθρώπου
δεν εκφράζουμε
τον πραγματικό εαυτό μας
και μένουμε δυστυχείς
καθώς η ζωή μας
οδεύει προς το τέλος.

Γρηγόρης Σακαλής 


Φωτογραφία :Step back in time Digital art by Philip Mckay