Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

 Τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;

Γ. Σεφέρης

Κ. Παρθένης - Το λιμάνι της Καλαμάτας 

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Ἡ Ξανθούλα

«Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατί μοῦ μοιάζει,
μ᾿ ἀρέσει, σ᾿ ἄκουσα να λες  κρυφά,
πότε ἀγριεύεται, βόγγει, στενάζει,
και πότε ὁλόχαρη παίζει γελᾷ.
Δεν εἶν᾿ ὁλόξανθη σαν τα μαλλιά μου;
Δεν εἶν᾿ ὁ κόρφος μου σαν τον ἀφρό;
Μέσα στα μάτια μου τα γαλανά μου
δεν ἔχω κύματα, τάφο, οὐρανό;
Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατί μοῦ μοιάζει,
κι ἂς ἔχῃ μέσα της κόσμο θεριά...
Μη στην   καρδούλα μου μη δε   φωλιάζει
ἀγάπη ἀχόρταγη, σκληρή φωτιά;»
Κ᾿ ἐγὼ ἐχαιρόμουνα που χολιασμένη
φαρμάκι μὤσταζες μες στην ψυχή,
τη ζήλειά σου ἔβλεπα ξαγριωμένη,
στα χείλη σου ἔβραζε κάθε πνοή.
Τότ᾿ ἐκρεμάστηκα στην τραχηλιά σου
τη φλόγα σὤσβυσα με δυο   φιλιά,
την ὄψι ἐβύθισα μες στα μαλλιά σου,
στον κόρφο σου ἔστησα κρυφή φωλιά.
«Κῦμα μου ἀνήμερο, ψυχή μου, φθάνει.
Μὴ μ᾿ ἀγριεύεσαι,πλάγιασ᾿ ἐδῶ...
Θἆμαι για σένανε γλυκό λιμάνι...
Τί ἀξίζει ἡ θάλασσα χωρίς γιαλό;»

Νικόλαος Λύτρας - Βάρκα με πανί

Κώστας Βάρναλης - ΠΡΟΛΟΓΟΣ στο Φως που καίει

Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι’ ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι’ αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα-κι’ αυτά μες στ’ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι’ αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυά πολύ κι’ από τους μαύρους κολασμένους

Απαγγέλλει ο ίδιος ο Ποιητής



Κ. Μαλέας - Σαντορίνη 

Νικηφόρος Βρεττάκος - Συνάντηση με τη θάλασσα
Ίσως είναι το μητρικό σου αλάτι
που σήμερα μ’ έφερε, θάλασσα,
κοντά σου. Αλλά κι αν ακόμη
δεν είσαι μητέρα μου, μοιάζουμε
πάντως. Μπορεί και τα λόγια μου
να είναι αέρας σαν τα δικά σου.
Καιρός είναι άλλωστε ν’ αφήσουμε
τα όνειρα, σαν μια φούχτα άμμο
που τη ρίχνουμε πίσω μας. Αρκεί
πως αυτός ο παράδοξα όμορφος
κόσμος μάς μάγεψε. Μεθύσαμε
θάλασσα!
Τόσο η ψυχή μου όσο
κ’ εσύ, τον γιομίσαμε κύματα.

Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης - Δυο παιδιά στην παραλία


Νίκος Γκάτσος - Φέρτε μου τη θάλασσα

Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.
Έθρεψα τα σπλάχνα σου, κύμα πελαγίσιο,
με χιλιάδες μνήματα μέσα στο βυθό.

Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να την τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.

Οι νεκρές αγάπες μου δεν θα 'ρθούνε πίσω,
βάλτε με στον κόρφο της ν' αποκοιμηθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να την τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ.
Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της να προσευχηθώ.



Βάσος Γερμενής - Βάρκες

Γεώργιος Δροσίνης - Ἡ θάλασσα και τα ποτάμια

Πῆγαν τα ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Φέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τα πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τα νερά μας.
Και για   πληρωμή μας
συ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰανερά μας
και μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!

Και τους  εἶπ᾿ ἐκείνη:
Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Τα γλυκά νερά σας
πῶς να τα   φυλάξω;
Εἶμ᾿ ἀπό τη  φύση
ἁρμυρή πλασμένη
Κι ἁρμυρό κοντά μου
κάθε τί θα γένει.
Τα παράπονά σας
πᾶνε στα χαμένα.
Θέτε το καλό σάς;
φεύγετ᾿ ἀπό μένα.


Άγγελος Γιαλλινάς - Στο ψάρεμα

Κική Δημουλά - Εξοπλισμός θερινών αναγκών
Απόσπασμα

Άπαντα τα λάμδα της θαλάσσης
προσεκτικά να τ’ ανεβάζει ένα ένα
μέσα σε διάφανα μπλε σταγονίδια μη σπάσουν
ο γερανός του γλάρου.

Ποια θάλασσα;
Σκέτο νερό πειρατής οφθαλμαπάτης.
Πρόσφυγας εκ της μακρινής κοσμογονίας.
Εκμαυλιστικά απέραντο χάρη στις βαραθρώσεις
σχιζοειδής οξυθυμίες αρχικά του σύμπαντος.
Οφθαλμοπόρνος της ιερόδουλης φυγής.

Ποια θάλασσα;
Καιρός να επικρατήσει η λογική
του σώματος ετούτου που διαθέτεις.

Ντύσου και κολύμπα.
(Απαγορεύεται η ρίψις δακρύων.
Είναι που είναι από μόνη της αλμυρή
λύσσα η ωριμότης).

λύσσα η ωριμότης).


Βασίλειος Χατζής - Πρωινό στην Κέρκυρα

Οδυσσέας Ελύτης -Μικρή Πράσινη Θάλασσα

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Πού θά ‘θελα νά σέ υἱοθετήσω
Νά σέ στείλω σχολεῖο στήν Ἰωνία
Νά μάθεις μανταρίνι καί ἄψινθο

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Στό πυργάκι τοῦ φάρου τό καταμεσήμερο
Νά γυρίσεις τόν ἥλιο καί ν’ ἀκούσεις
Πῶς ἡ μοίρα ξεγίνεται καί πῶς
Ἀπό λόφο σέ λόφο συνεννοοῦνται

Ἀκόμα οἱ μακρινοί μας συγγενεῖς
Πού κρατοῦν τόν ἀέρα σάν ἀγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Μέ τόν ἄσπρο γιακά καί τήν κορδέλα
Νά μπεῖς ἀπ’ τό παράθυρο στή Σμύρνη

Νά μοῦ ἀντιγράψεις τίς ἀντιφεγγιές στήν ὀροφή
Ἀπό τά Κυριελέησον καί τά Δόξα Σοι
Καί μέ λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα νά γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ

Γιά νά σέ κοιμηθῶ παράνομα
Καί νά βρίσκω βαθιά στήν ἀγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τά λόγια τῶν Θεῶν
Κομμάτια πέτρες τ’ ἀποσπάσματα τοῦ Ἡράκλειτου


Μιχάλης Οικονόμου - Θαλασσινό τοπίο

Γιώργος Θέμελης - Σε ποιά θάλασσα

Σε ποια θάλασσα,
ποιός ουρανός
σ’ ἔχει φιλήσει;..
Τα μαλλιά σου τρυποῦν
την καρδιά τοῦ ἀνέμου,
σαν τα δέντρα και σαν τα  ταξίδια!

Το χέρι σου χαμόγελο,
φωνή σαν τοῦ νεροῦ,
σαν κοριτσιοῦ κάτασπρη ντάλια!
Ὅπου κι ἂν κοιτάξεις,
προβάλλει το πρόσωπό σου,
κατεβαίνει το βλέμμα σου
από χίλια
λουλούδια!

Κοίταξε, κάλλιο,
τον ἴσκιο που πέφτει,
τον καβαλλάρη τῆς βροχῆς,
το χαμογέλιο

τοῦ καλοῦ θεοῦ!..



Σπύρος Βασιλείου -  Το χρώμα που έπαιρνε η θάλασσα πέρυσι το καλοκαίρι, 1963

Κ. Π. Καβάφης - Φωνή απ’ την Θάλασσα

Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Το ψάλλει με την θεία της φωνή εκείνη,
όταν στους ώμους της απλώνει την γαλήνη
σαν φόρεμά της ο καιρός ο θερινός.

Φέρνει μηνύματα εις ταις ψυχαίς δροσάτα
η μελωδία της. Τα περασμένα νειάτα
θυμίζει χωρίς πίκρα και χωρίς καϋμό.
Οι περασμένοι έρωτες κρυφομιλούνε,
αισθήματα λησμονημένα ξαναζούνε
μες στων κυμάτων τον γλυκόν ανασασμό.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Και σαν κυττάζεις την υγρή της πεδιάδα,
σαν βλέπεις την απέραντή της πρασινάδα,
τον κάμπο της πούναι κοντά και τόσο μακρυνός,
γεμάτος με λουλούδια κίτρινα που σπέρνει
το φως σαν κηπουρός, χαρά σε παίρνει
και σε μεθά, και σε υψώνει την καρδιά.
Κι αν ήσαι νέος, μες σταις φλέβες σου θα τρέξη
της θάλασσας ο πόθος· θα σε ’πη μια λέξι
το κύμα απ’ τον έρωτά του, και θα βρέξη
με μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά.

Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.

Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων; —
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων,
που σάβανό των έχουν τον ψυχρόν αφρό,
και κλαίν για ταις γυναίκες των, για τα παιδιά των,
και τους γονείς των, για την έρημη φωλιά των,
ενώ τους παραδέρνει πέλαγο πικρό,

σε βράχους και σε πέτραις κοφτεραίς τους σπρώχνει,
τους μπλέκει μες στα φύκια, τους τραβά, τους διώχνει,
κ’ εκείνοι τρέχουνε σαν νάσαν ζωντανοί
με ολάνοιχτα τα μάτια τρομαγμένα,
και με τα χέρια των άγρια, τεντωμένα,
από την αγωνία των την υστερνή.

Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων;—
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων
που κοιμητήριο ποθούν χριστιανικό.
Τάφο, που συγγενείς με δάκρυα ραντίζουν,
και με λουλούδια χέρια προσφιλή στολίζουν,
και που ο ήλιος χύνει φως ζεστό κ’ ευσπλαγχνικό.

Τάφο, που ο πανάχραντος Σταυρός φυλάει,
που κάποτε κανένας ιερεύς θα παή
θυμίαμα να κάψη και να ‘πη ευχή.
Χήρα τον φέρνει που τον άνδρα της θυμάται
ή υιός, ή κάποτε και φίλος που λυπάται.
Τον πεθαμένο μνημονεύουν· και κοιμάται
πιο ήσυχα, συγχωρεμένη η ψυχή. 


Κώστας Γραμματόπουλος - Αιγαίον VI, 1970

Νίκος Καββαδίας - Σπουδή θαλάσσης

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο "Πυθέας"
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά.

Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
- μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες -
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.


Παναγιώτης Τέτσης - Ύδρα, θάλασσα, 1998

Νίκος Καρούζος - Θάλασσα: η αρχαιότητα της γεωγραφίας
Μια μεγάλη θάλασσα στο τετράγωνο είναι μάλλον ένα πέλαγος

μια μεγάλη θάλασσα στον κύβο είναι ο βαθυστέναχτος ωκεανός…
Ο μετάλλινος λυρισμός του γηραλέου αιώνα μας
του μυτερού καιρού μας του ουρανοξύστη
που νυχτερεύει σε ακατέργαστο έρωτα διδάσκοντας
ερημία στην έναστρη γλαφυρότητα της καμπύλης
κι ανεχόρταγα φιλιέται στα νυχτιάτικα κοιμητήρια
με τη ψηλόφλογη κι απαρομοίαστη άλγεβρα
τη στιλπνότατη αραπίνα του Μεσαίωνα –
ο μετάλλινος λυρισμός που διαφεντεύει τα πλήθη και συνταράζει
το γαλαζοπράσινο ροχάλισμα των κυμάτων
εκείνος όπου ποτέ δεν την έμαθε
την αθάμπωτη φωταψία της ακατάκριτης τίγρης
κάνει χιλιάδες την οργή κι αμέτρητη τη θλίψη
βρωμίζοντας τη μεγάλη μας αρχαιότητα: τη θάλασσα
τη λάμπουσα μητέρα της βιολογίας.

Τι σύνολα συνωστίζονται στα ευλύγιστα του Νηρέα τα βάραθρα
τι σύνολα διαπρέπουν έρημα κι αλάλητα
στη μονοκόμματη σιγή στ’ αξήλωτα τα βάθια…
Βλέπεις τον εύοσμο ρυθμό φιλότητας και έριδας
τον άρρητο ρυθμό που δεν αλλάζει
μα όμως ούτε που μεινέσκει μια κατάφορτη στιγμή
στα βρόχια της ασάλευτης ταυτότητας
έσω κι ένα κοιμισμένο δευτερόλεπτο
στην ίδια λάμψη την αλαφρογέννητη
στου γερο-φόβου το χιλιοσκότεινο κάτεργο
μη στέργοντας το ίδιο στασίδι –
μακρόσυρτο κι άναυδο μυστήριο
που ρέπει μ’ άφαντους χορούς απ’ αναρίθμητα
τραγουδιστά κι αμάντευτα ηλεκτρόνια
στη μανιώδη κίνηση τη σκλάβα του νερού με τόσα χρώματα.

Βλέπεις τη φύση και τη λες Αγνούλα μες στη θάλασσα
την ομορφιά στοχάζοντας πιότερο δακρυσμένη
τα ερεβώδη γεγονότα δίχως
του προπάτορα πόνου την αλλόφρονη κραυγή
το άπειρο κοντινότερο στην οικουμένη.
Βλέπεις τη μάνα τρικυμία σαν αρχόντισσα
να συναδράχνει τα δρακόντεια παιδιά της
τα γαλανόστηθα κύματα στον πόλεμο
τον αναμάρτητο με τ’ άστρα.

Βλέπεις την άσπιλη κι ατρέμιστη σιγή
σε γάμο στυγερό με τα ουρλιάσματα
κραδαίνεις ύψη γοερά, την άσωτη χαρά την καταιγιδα
να τους κερνά τους κεραυνούς ωσάν
ξεστήθωτες νεράιδες κι όπως
ο μέγας υετός απ’ του νερού το βάρβαρο φτεράκισμα,
το λάγνο βροντοκόπι, ξεθυμαίνει
ηδονικά ραγίσματα στα λιπόσαρκα σύγνεφα τα ξεθεωμένα
χαρίζουν ένα λιγοστό γαλάζιο βλαστερής ουρανοφάνειας
προβάλλει σώος ο μουγγός ο ήλιος ο μαχαιροβγάλτης
και τη μαυρίλα γύρωθε την κρεουργεί και την πεθαίνει
γιατί είναι αυτός που και τη νύχτα τη γενέτειρα
την έχει στη δική του τυραννίδα
την έχει και του τραγουδά στο βάραθρο
με μια μεγάλη φεγγαρόχαρη κιθάρα.

Στομώνει ο ύπνος τη ζωή και την υψώνει ως το θάνατο
τη στεφανώνει μ’ ένα έρημο στραφτάλισμα του Άδη
κι αν είναι δόξασμα θωριάς η πικροθάλασσα
κι αν είν’ το πιο ζωγραφιστό και θείο χασομέρι
καθώς απλώνει τον αφρόπλαστο χιτώνα της το τίποτα
στα σεμνόχρωμα βράχια τα ορυχτόζωα
κι αλλάζοντας αμέσως αθωότητα
πισωδρομίζει στα δικά της τρυφερά σκοτάδια
σημάδι της αλήθειας τούτης ας υπάρχει
του ποιήματος ο ήχος.

Γιάννης Τσαρούχης - Νέος κοιμισμένος δίπλα στη θάλασσα


Κ. Καρυωτάκης - Το Εγκώμιο της Θαλάσσης

Ι

Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ' όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.

Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Αστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.

Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.

Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Ανθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Αγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.

Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ' άλλα -- ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος -- ένα τεράστιο μάυρο παραπέτασμα.

ΙΙ

Έζησε κανείς θλιβερά πράγματα. (Σπίτια μαύρα, κλειστά. Αναιμικά, εξόριστα δέντρα του δρόμου. Η «μαντάμα» μετράει απογοητευμένη τις μάρκες της. Στην πλατεία οι λούστροι, κουρασμένοι να κάθονται, σηκώνονται και παίζουν μεταξύ τους. Ο νέος νομάρχης, με μονόκλ, επροσφώνησε τους υπαλλήλους. Δίπλα εξύπνησαν για να πάρουν το τρένο. Ποτά ανδρών 10 δρ., ποτά γυναικών 32,50 δρ.) Στον άνεμο ανοίγει ένα παράθυρο, κ' έρχεται μπροστά μας. Όλα ξεχνιούνται. Είναι εκεί, άσπιλη, απέραντη, αιώνια. Με το πλατύ της γέλιο σκεπάζει την ασχήμια της. Με τη βαθύτητά της μυκτηρίζει. Η ψυχή του εμπόρου πεθαμένη και περπατεί. Η ψυχή της κοσμικής κυρίας φορεί τα πατίνια της. η ψυχή του ανθρώπου λούζεται στην αγνότητα της θαλάσσης. Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και ο πόνος μας την έκφρασή του.

Ιωάννης Αλταμούρας- Θάλασσα 

Κώστας Ουράνης - Στη θάλασσα

Ω Θάλασσα! σαν ήμουνα παιδί, εξεκινούσα
απ’ το μικρό μου το χωριό κι ερχόμουνα σε σένα
κι από ‘να βράχο κοίταζα, ρεμβαστικά, για ώρες
τα κύματά σου κάτω μου να σκάζουν αφρισμένα.

Μέσα μου σάλευε η ψυχή για μακρινά ταξίδια
κι ονειρευόμουνα λαμπρές, μεγάλες πολιτείες
όπου θα ζούσα μια ζωή φανταχτερή, παρόμοια
μ’ εκείνη που σε ξενικές εδιάβαζα ιστορίες.

Τώρα, από κείνον τον καιρό έχουν περάσει χρόνια,
τα βήματά μου έσυρα σε πλήθος ξένους τόπους
και γνώρισα όλες τις ζωές και όλους τους ανθρώπους
και, κουρασμένος, έρχομαι σήμερα να ξεχάσω
της ταραγμένης μου ζωής τη μάταιη ιστορία

μες τη δική σου, ω Θάλασσα, μεγάλη ανησυχία!


Κ Βολανάκης - Το λιμάνι του Βόλου

Κωστής Παλαμάς - Μία Πίκρα


Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ‘ζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στο ακρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Μια μένα είναι η μοίρα μου, μια μένα είν’ η χάρη μου,
δεν γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη.

Και να! μεσ’ στον ύπνο μου την έφερε τ’ όνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Κι εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!

Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντά στ’ ακρογιάλι;

Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’ άσβηστη και μεσ’ τον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στο ακρογιάλι.


Γεώργιος Ροϊλός - Τοπίο με θάλασσα 

Γιάννης Ρίτσος - Το εμβατήριο του ωκεανού 
απόσπασμα

ΘΑΛΑΣΣΑ θάλασσα
στο νου στην ψυχή και στις  φλέβες μας θάλασσα.
Εἴδαμε τα πλοῖα να φέρνουν τις μυθικές χῶρες
ἐδῶ στην ξανθή αμμουδιά
ὅπου ἀργοποροῦν οἱ βραδινοί ὁδοιπόροι.
Ντύσαμε τις παιδικές ἀγάπες μας
με νωπά φύκια.
Προσφέραμε στους θεούς τῆς ἀκρογιαλιᾶς
ὄστρακα στιλπνά και βότσαλα.
Χρώματα πρωινά διαλυμένα στο νερό
πυρκαϊές δειλινῶν στους ὤμους τῶν γλάρων
κατάρτια που δείχνουν το ἄπειρο
ανοιχτά κατώφλια στο βῆμα τῆς νύχτας
και πάνω ἀπ’ τον ὕπνο τῆς πέτρας
μετέωρο κατάφωτο ἀσίγαστο
το τραγούδι τῆς θάλασσας
να μπαίνει ἀπ’ τα μικρά παράθυρα
να σχεδιάζει κήπους λάμψεις και ὄνειρα
στα νωπά τζάμια και στα   κοιμισμένα μέτωπα.

Σπύρος Παπαλουκάς -  Θάλασσα στην Πάρο, 1948.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗΝ ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

 Ελεύθερε άνθρωπε, πάντα θα λατρεύεις τη θάλασσα!

Charles Baudelaire

The Cliff Walk Pourville by Claude Oscar Monet

Ουίλιαμ Γέιτς - Τρελό κορίτσι

Εκείνο το τρελό κορίτσι που αυτοσχεδιάζει τη μουσική του
Την ποίησή του, χορεύοντας στην ακροθαλασσιά
Με την ψυχή του τώρα διχασμένη
Και σκαρφαλώνει, πέφτει, δίχως να ξέρει πού…
Με γόνατο σπασμένο, η κόρη αυτή, δηλώνω εγώ
Είναι κάτι ωραίο και υψηλό, κάτι
Ηρωικά χαμένο που ηρωικά έχει βρεθεί.

Δεν έχει σημασία ποια συμφορά το βρήκε
Την τύλιξε μια μουσική απελπισμένη
Και τυλιγμένη, τυλιγμένη μες στο θρίαμβό της
Εκεί που στοίβαζαν δεμάτια και καλάθια
Έβγαλε μια φωνή παράξενη, τραγουδιστή:
«Ω θάλασσα που θάλασσα ποθείς, θάλασσα πεινασμένη».
Μτφ. Σπ. Ηλιόπουλος


 Fishing boats  By Leonid Afremov

Ουώλτ Ουίτμαν - Άσμα Για Όλες Τις Θάλασσες Και Όλα Τα Καράβια

Θάναι τραχιά και σύντομα τα σημερνά τα λόγια μου,
Για τα καράβια που αρμενίζουν μέσ’ τις θάλασσες, καθένα με την ίδια του σημαία, και με το σήμα,
Για τους αγνώστους ήρωες πούναι μέσ΄ τα καράβια – για τα κύματα που απλώνονται, κι απλώνονται, πιο πέρα κι απ΄ το μάτι,
Για τη νερόσκονη που σπάει και τους αγέρηδες οπού σφουράνε και φυσάν,
Και θέλω να υψωθεί μέσ΄ απ΄ τα λόγια μου, κι ένα τραγούδι για τους ναύτες όλων των εθνών,
Απότομο ως το κύμα.
Θέλω να υμνήσω τους πρώτους καπετάνιους, τους γέρους ή τους νέους, και τους δεύτερους, κι όλους τους ατρόμητους τους ναύτες,
Τους λίγους κι εκλεχτούς, τους σιωπηλούς, που η μοίρα δεν μπορεί να τους ξαφνιάσει, μήτε και να τους σκιάξει ποτέ ο θάνατος.
Προσεχτικά από σένα, μαζωμένοι, γέρικε ωκεανέ, και διαλεγμένοι,
Από σένα, θάλασσα, που διαλές και ξεδιαλές τη ράτσα μέσ’ απ΄ τους καιρούς, κι ενώνεις όλα τα έθνη.
Θρεμένοι από τα σένα, γριά παραμάνα δύστροπη, και που να σ΄ ενσαρκώνουν,
Ατίθασοι, άγριοι, σαν και σένα.
(Πάντα να βγαίνουν ήρωες σε στεριά και θάλασσα, μονάχοι, καν δυο - δυο, –
Πάντα η γενιά τους να βαστάει, δίχως ποτέ της να σωθεί – αν κι είναι σπάνιοι, μ΄ αρκετοί, το σπέρμα να φυλάξουν).

Άπλωνε, ω θάλασσα, τις χωριστές σημαίες των εθνών!
Άπλωνε, πάντα φανερά, τα χώρια σήματά τους!
Μόν’ βάστα, σε παρακαλώ, για σένα και για του ανθρώπου την ψυχή, κάποια σημαία που νάναι παραπάνου απ΄ όλες,
Σήμα νοερό, υφασμένο για όλα τα έθνη, σήμα του ανθρώπου που αίρεται πιο πάνου κι απ΄ το θάνατο,
Μνημόσυνο όλων των γενναίων καπεταναίων, των πρώτων και των δεύτερων, και των γενναίων ναυτών,
Κι όλων όσοι έχουν χαθεί, κάνοντας το καθήκον,
Που να βαστάει τη μνήμη τους και νάχει στο ύφασμά της, άτι απ΄ τους αφόβους καπεταναίους, τους νέους και τους γέρους,
Ένα παγκόσμιο λάβαρο, που πάντα μαλακά να κυματίζει, απάνω απ΄ όλους τους αντρείους τους ναύτες,
Σ΄ όλες τις θάλασσες και σ΄ όλα τα καράβια.-
[*Ποίημα από την συλλογή «Φύλλα Χλόης»,
1855 σε μετάφραση Ναπολέοντα Λαπαθιώτη]

Edvard Munch - Summer Night on the Beach

Walt Whitman - Song for all seas, all ships

To-day a rude brief recitative,
Of ships sailing the seas, each with its special flag or ship-signal,
Of unnamed heroes in the ships—of waves spreading and spreading far as the eye can reach,
Of dashing spray, and the winds piping and blowing,
And out of these a chant for the sailors of all nations,
Fitful, like a surge.
Of sea-captains young or old, and the mates, and of all intrepid sailors,
Of the few, very choice, taciturn, whom fate can never surprise nor death dismay.
Pick'd sparingly without noise by thee old ocean, chosen by thee,
Thou sea that pickest and cullest the race in time, and unitest nations,
Suckled by thee, old husky nurse, embodying thee,
Indomitable, untamed as thee.
(Ever the heroes on water or on land, by ones or twos appearing,
Ever the stock preserv'd and never lost, though rare, enough for seed preserv'd.)

Flaunt out O sea your separate flags of nations!
Flaunt out visible as ever the various ship-signals!
But do you reserve especially for yourself and for the soul of man one flag above all the rest,
A spiritual woven signal for all nations, emblem of man elate above death,
Token of all brave captains and all intrepid sailors and mates,
And all that went down doing their duty,
Reminiscent of them, twined from all intrepid captains young or old,
A pennant universal, subtly waving all time, o'er all brave sailors,
All seas, all ships.
Leaves of Grass, 1855

Waterhouse miranda 

e.e. cummings - Θαυμάσια είναι η θάλασσα


θαυμάσια είναι η θάλασσα
που τα χέρια του θεού
την έστειλαν
να κοιμηθεί πάνω στον κόσμο
η γη ξεραίνεται
η σελήνη θρυμματίζεται
ένα προς ένα τα άστρα
στροβιλίζονται και γίνονται σκόνη
μα η θάλασσα
δεν αλλάζει
κι ακόμα βγαίνει από χέρια και
επιστρέφει σε χέρια
και είναι με τον ύπνο…
έρωτας,
        η ψυχή σου
σκάει
        πάνω
στα χείλη μου


Vincent van Gogh - Seascape at Saintes-Maries
Φ. Γκ. Λόρκα -Η μπαλάντα του νερού της θάλασσας

Η θάλασσα
χαμογελάει στα μάκρη
δόντια τ’ αφρού
ουράνια χείλη

-Τι πουλάς ω κόρη θλιμμένη
με τα στήθη σου γυμνά ;

-Καλέ κύρη , το νερό πουλάω
των θαλασσών

-Τι φέρνεις μελαχρινούλα
με το αίμα σου αντάμα ;

-Φέρνω, καλέ κύρη , το νερό
των θαλασσών

-Τούτα τ’ αλμυρά δάκρυα
πούθε βγαίνουν μητέρα ;

-Κλαίω καλέ κύρη το νερό
των θαλασσών

Καρδιά , κι αυτή η πίκρα η μεγάλη
πούθε αναβλύζει ;

-Πολύ πικρό είναι το νερό
των θαλασσών!

Η θάλασσα
χαμογελάει στα μάκρη
δόντια του αφρού
ουράνια χείλη



 Pothast Edward - Little Sea Bather

Εουτζένιο Μοντάλε - Μεσόγειος

Θάλασσα παλιά, με μέθυσε η φωνή
που από τα στόματά σου βγαίνει, σαν ανοίγουν
πράσινες καμπάνες, κι ύστερα ξανά
πισωδρομούν και σβήνουν.
Το σπίτι των αλλοτινών καλοκαιριών μου
κοντά σου ήταν, το ξέρεις,
εκεί στη χώρα όπου ο ήλιος ψήνει
και τα κουνούπια συννεφιάζουν τον αέρα.
Σαν και τότε σήμερα πέτρα γίνομαι μπροστά σου,
θάλασσα, μα πια δεν λογαριάζομαι άξιος
για το προμήνυμα το επίσημο
που κλει η αναπνοή σου: Συ πρώτη μου ’χες πει
πως η μικρούλα η ζύμωση
μέσ’ στην καρδιά μου ήταν μια στιγμή
της δικής σου· πως ήταν ριψοκίνδυνος
για μένα κατά βάθος ο δικός σου νόμος:
να είμαι πλατύς και πολυπρόσωπος
κι ωστόσο σταθερός
κι έτσι από καθετί ακάθαρτο ν’ αδειάζω
όπως συνήθειο το ’χεις συ που ρίχνεις στις ακτές
ανάμεσα σε φελλούς, σε φύκια και σταυρούς
τ’ άχρηστα απορρίμματα του αβυσσαλέου βυθού σου.

* Να μπορούσα τουλάχιστο να κλείσω
σ’ αυτό μου το ρυθμό που αγκομαχά
κάτι απ’ το παραμιλητό σου·
να μου δινόταν να ταιριάσω
στις δικές σου φωνές την τραυλή μιλιά μου, –
εγώ που ονειρευόμουν να σου κλέψω
τα λόγια τ’ αρμυρά
όπου φύση και τέχνη γίνονται ένα,
για να διαλαλήσω πιο καλά τη μελαγχολία μου
γερασμένου παιδιού που δεν έπρεπε να συλλογάται.
Κι ωστόσο δεν έχω άλλα απ’ τα φθαρμένα γράμματα
των λεξικών, και τη σκοτεινή
φωνή που για έρωτα μιλεί, σβήνει,
γίνεται αξιοθρήνητη φιλολογία.
Δεν έχω άλλα από τα λόγια αυτά
που σαν δημόσιες γυναίκες
προσφέρονται σ’ όποιον τις θέλει·
δεν έχω άλλες απ’ τις κουρασμένες τούτες φράσεις
που κι αύριο μπορεί να μου τις κλέψουν
ρέμπελοι φοιτητές γι’ αληθινούς στίχους.
Κι η βοή σου αυξαίνει, κι απλώνεται
γαλάζιος ο νέος ίσκιος.
Μ’ αφήνουν οι σκέψεις μου για δοκιμή.
Αισθήσεις δεν έχω, ούτε νου. Δεν έχω όρια.
μτφρ. Δημήτρης Νικολαρεΐζης 


Winslow Homer - Boys in a Dory

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ - H ΘΑΛΑΣΣΑ

Έχω ανάγκη τη θάλασσα γιατί με διδάσκει:
δεν ξέρω αν μου δίνει μουσική ή συνείδηση:
Δεν γνωρίζω αν είναι κύμα μονάχα η πλάσμα βαθύ
ή μονάχα βραχνή φωνή η θαμβωτική εικασία
ιχθύων και καραβιών.
Γεγονός είναι ότι και κοιμισμένος ακόμα
με κάποιο μαγνητικό τρόπο
κυκλοφορώ
στην παγκοσμιότητα των κυμάτων.
Δεν είναι μονάχα τ’ αλλοιωμένα κοχύλια,
σα ν’ ανάγγελνε κάποιο αργό θάνατο
τρεμουλιάρης πλανήτης,
όχι, με τη λεπτομέρεια ανοικοδομώ την ημέρα,
με μια ριπή αλατιού το σταλακτίτη,
και με μια κουταλιά τον άπειρο θεό.
Διατηρώ ό, τι με δίδαξε.
Τον αγέρα, τον αδιάκοπο άνεμο, το νερό και την άμμο.
Μοιάζει ελάχιστο για τον νέο
που ‘ρθε εδώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,
αυτός ο παλμός όμως που κατερχόταν
κι ανέβαινε στην άβυσσο του,
το ψύχος του γαλάζιου που κροτάλιζε καιγόμενο,
και η στείρωση του άστρου,
το τρυφερό ξεκαθάρισμα του κύματος
που σπαταλάει το χιόνι με τον αφρό,
η ειρηνική κι ασάλευτη εξουσία
σαν πέτρινος θρόνος στα βάθη,
αντικαταστήσανε τον περίβολο
που μεγάλωνε η πεισματάρικη θλίψη,
συσσωρεύοντας λησμονιά,
κι άλλαξε ξάφνου η ύπαρξη μου:
Προσχώρηση στην καθάρια κίνηση.



Alexander Averin art 

Φ. Πεσσόα - Βιβλίο της ανησυχίας

Όποιος διέσχισε όλες τις θάλασσες, δεν διέσχισε τελικά παρά την μονοτονία του εαυτού του. Έχω κιόλας διασχίσει περισσότερες θάλασσες απ' όλους. Έχω κιόλας δει περισσότερα βουνά απ' όσα υπάρχουν στη γη. Έχω κιόλας περάσει από πολιτείες περισσότερο υπαρκτές και τα μεγάλα ποτάμια του πουθενά κυλούσαν, απόλυτα, κάτω από το ρεμβαστικό μου βλέμμα. Αν ταξίδευα δε θα αντίκριζα παρά τη θαμπή απομίμηση αυτών που είδα χωρίς να ταξιδέψω. [...] Απόσπασμα 

A Kiss by Sir Lawrence Alma-Tadema

Πιέρ Ρεβεντρύ - Στο πέλαγο

Το πτερύγιο του πνεύματος περήφανο για το εύρος του
Τα νησιά της θάλασσας βαμμένα ανοιχτά κυανά
Ο σταυρός από κατάρτια ιστιοφόρων
Γι αυτήν την ανώνυμη και απρόσωπη κατεύθυνση
Το σπιθοβόλημα των φτερών κάτω απ’ την προσταγή του Λεβάντε
Ο ήλιος στη μπουτονιέρα
Ο σκαμμένος δρόμος των φαντασμάτων
που αναμένουν μπροστά στο σταθμό.

Η νερένια κορυφογραμμή λάμπει προπορευόμενη
τα λόγια του ανέμου σκορπίζουν
το βλέμμα του πεπρωμένου χάνεται
όλα σαλεύουν και σκαμπανεβάζουν
Ο νερόλακκος ξεραίνεται
όταν η θάλασσα αποτραβάει τη γλώσσα της
Δεν απομένει παρά ο καπνός στο πέρασμα του βάθους
οι τελευταίες ανταύγειες
η καρδιά
Και συγκίνηση.
Μτφ: Μελισσάνθη


The Three Sisters On The Beach Painting by Joaquin Sorolla

ARTUR RIMBAUD - ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
.Αποσπάσματα 

.....................

Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,

όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!
................................

Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.

Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.

........................................

Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας


Vladimir Volegov- Summer Wind

Γουάλας Στίβενς  - Η ιδέα της τάξης στο Κη Γουέστ 

Τραγουδούσε πέρα απ’ την ευφυΐα της θάλασσας.
Το νερό ποτέ δεν έπαιρνε σχήμα στο μυαλό ή τη φωνή.
Σαν ένα ολότελα σωμάτινο σώμα, που ανεμίζει
τα άδεια του μανίκια• κι ωστόσο η μιμική του κίνηση
αποτελούσε επίμονη κραυγή, προκαλούσε επίμονα μια κραυγή
που δεν ήταν δική μας, αν και την εννοούσαμε.
Κραυγή εξωανθρώπινη, του αληθινού ωκεανού.

Η θάλασσα δεν ήταν μάσκα.
Ούτε κι εκείνη.
Το νερό και το τραγούδι δεν ήταν σύμφυρμα ήχων
ακόμη κι αν ό, τι τραγουδούσε ήταν ό, τι άκουγε
μια και ό, τι τραγουδούσε αρθρωνόταν λέξη τη λέξη.
Ίσως γιατί σε όλες της τις φράσεις αναδευόταν
το λίκνισμα του νερού και το αγκομαχητό του ανέμου.
Όμως ακούγαμε εκείνην, όχι τη θάλασσα.

Γιατί εκείνη ήταν η δημιουργός του τραγουδιού που τραγουδούσε.
Η θάλασσα, πάντα μαντιλοδεμένη, στο φέρσιμό της τραγική
ήταν μονάχα ένας τόπος που πλάι του βάδισε για να τραγουδήσει».
Μτφ Κατερίνα Σχινά



Edward Henry Potthast At the Beach

Ναζίμ Χικμέτ - Η πιο όμορφη θάλασσα 

Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.

Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
Τα πιο όμορφα παιδιά
δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.

Κι αυτό που θέλω να σου πω,
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε σ’ τό ‘χω πει ακόμα.
Μετάφραση Γιάννης Ρίτσος

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/





TO ΦΡΑΓΚΟΣΥΚΟ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινό τραγούδι
ο μυχός της Ελένης με το κυματάκι
τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη
ερειπιώνες του μέλλοντος και της αράχνης
Ο. Ελύτης


 Lucy Dickens -art

Η Οπουντία η ινδική συκή (Opuntia ficus-indica) ή κοινώς η φραγκοσυκιά, στην Κύπρο ονομάζεται παπουτσοσυκιά, είναι είδος κάκτου που έχει εδώ καιρό γίνει εξημερωμένο είδος, σημαντικό στον τομέα των γεωργικών οικονομιών των καλλιεργειών σε όλες τις άνυδρες και ημι-άνυδρες περιοχές του κόσμου. Θεωρείται ότι ενδεχομένως προέρχεται από το Μεξικό.
Μερικές από τις κοινές Αγγλικές ονομασίες για το φυτό και τον καρπό του είναι: «Ινδικό σύκο οπουντία», «σύκο βαρβαρίας», «κάκτος αχλάδι», «ασπόνδυλος κάκτος» και «αγκαθωτό αχλάδι», αν και αυτή η τελευταία ονομασία, επίσης εφαρμόζεται και σε άλλα λιγότερο κοινά είδη Οπουντίας (Opuntia).
Στο Ισπανόφωνο Μεξικό το φυτό ονομάζεται nopal (νοπάλ),ενώ ο καρπός του ονομάζεται tuna (τούνα), ονομασίες που χρησιμοποιούνται επίσης και στα Αμερικανικά Αγγλικά, ιδίως στους όρους της μαγειρικής.
Ο καρπός του ονομάζεται στην Ελλάδα φραγκόσυκο, στην Κύπρο παπουτσόσυκο, στην Αιθιοπία beles, στην Αλβανία fik deti(που σημαίνει σύκο της θάλασσας), στο Ισραήλ sabra, στη Μάλτα bajtra και στην Τυνησία El Hindi. Στη Σικελία, όπου ο καρπός της φραγκοσυκιάς «αγκαθωτό αχλάδι», είναι γνωστός ως ficudinnia (η Ιταλική του ονομασία είναι fico d'India, που σημαίνει «Ινδικό σύκο»).
Το φυτό, χρησιμοποιείται συχνά ως φυτοφράκτης. Φράκτες από φραγκοσυκιές μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στην εξάπλωση δασικών πυρκαγιών διότι ο σαρκώδης κορμός περιέχει νερό και καίγεται δύσκολα.
Η πλέον εμπορικά χρήσιμη αξία της Οπουντίας της ινδικής συκής (Opuntia ficus-indica), είναι σήμερα οι μεγάλοι, γλυκοί καρποί της, που στο Μεξικό ονομάζονται tunas (τούνας). Περιοχές με σημαντική αυξημένη καλλιέργεια tuna, περιλαμβάνουν το Μεξικό, τη Μάλτα, την Ισπανία, τη Σικελία, τις ακτές της Νότιας Ιταλίας, την Αλβανία, την Ελλάδα, τη Λιβύη, την Τυνησία, το Μαρόκο, την Αλγερία, το Λίβανο, τη Συρία, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, την Υεμένη, το Ισραήλ, τη Χιλή, τη Βραζιλία, την Τουρκία, την Ερυθραία και την Αιθιοπία. Ο κάκτος φύεται άγριος και καλλιεργούμενος φθάνει σε ύψος τα 4-5 μ. (12-16 πόδια). Στη Ναμίμπια, η Οπουντία η ινδική συκή (Opuntia ficus-indica), είναι ένα κοινό ανθεκτικό στην ξηρασία, κτηνοτροφικό φυτό.

Mary Shepard - Art
Τα φυτό ανθίζει σε τρία ευδιάκριτα χρώματα: λευκό, κίτρινο και κόκκινο. Τα άνθη εμφανίζονται για πρώτη φορά στις αρχές Μαΐου, από τις αρχές του καλοκαιριού στο βόρειο ημισφαίριο και οι καρποί ωριμάζουν από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο. Οι καρποί συνήθως τρώγονται, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί ο παχύς εξωτερικός τους φλοιός και μετά από την ψύξη τους για μερικές ώρες, σε ένα ψυγείο. Έχουν παρόμοια γεύση με ένα ζουμερό, γλυκό καρπούζι. Η έντονη κόκκινη / μωβ ή λευκό / κίτρινη σάρκα, περιέχει πολλούς μικρούς σκληρούς σπόρους που συνήθως καταπίνονται, αλλά θα πρέπει να αποφεύγεται από όσους έχουν προβλήματα πέψης σπόρων.
Ο καρπός του, το φραγκόσυκο καταναλώνεται ως φρούτο αλλά πριν το φάει κανείς θα πρέπει να το καθαρίσει προσεκτικά γιατί είναι γεμάτο μικροσκοπικά αγκάθια.
Οι μαρμελάδες και τα ζελέ που παράγονται από τον καρπό, μοιάζουν με τις φράουλες και τα σύκα, τόσο στο χρώμα όσο και στη γεύση.
Οι Μεξικανοί χρησιμοποιούν την Opuntia, εδώ και χιλιάδες χρόνια για να κάνουν ένα αλκοολούχο ποτό που ονομάζεται colonche(κολόντσε).
Στο κέντρο της Σικελίας, στην επαρχία της Έννα, σε ένα μικρό χωριό που ονομάζεται Gagliano Castelferrato, παράγεται ένα λικέρ αρωματισμένο με φραγκόσυκο, με μια γεύση κάπως σαν ένα φαρμακευτικό / απεριτίφ, που ονομάζεται "Ficodi".
Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο καρπός «αγκαθωτό αχλάδι» της φραγκοσυκιάς, εισάγονταν από το Μεξικό και τις χώρες της Μεσογείου, για να ικανοποιήσει τον αυξανόμενο πληθυσμό των μεταναστών που έφταναν από την Ιταλία και την Ελλάδα. Ο καρπός έχασε τη δημοτικότητά του κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950, αλλά έχει αυξήσει τη δημοτικότητά του από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, λόγω της εισροής των μεταναστών από το Μεξικό.

Art by Sue Archer
Πρόσφατα, οι βιομηχανίες βοοειδών στις ΝΔ Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν αρχίσει να καλλιεργούν την Οπουντία την ινδική συκή (Opuntia ficus-indica), ως μια νέα πηγή τροφής των βοοειδών των. Ο κάκτος καλλιεργείται τόσο ως πηγή τροφοδοσίας όσο και ως περίφραξη. Τα βοοειδή αποφεύγουν τα αιχμηρά αγκάθια του κάκτου περίφραξης και δεν περιπλανώνται εκτός των ορίων που περικλείονται από αυτήν. Το ιθαγενές «αγκαθωτό αχλάδι» φραγκόσυκο, χρησιμοποιείται πάνω από έναν αιώνα, για να τα θρέψει· και τα αγκάθια του μπορούν να καούν ώστε να μειωθούν οι στοματικοί τραυματισμοί. Τα επιθέματα κάκτου, στα οποία τρέφονται τα βοοειδή, είναι χαμηλά σε ξηρή ύλη και ακατέργαστη πρωτεΐνη, αλλά είναι χρήσιμα ως συμπλήρωμα σε συνθήκες ξηρασίας.Πέρα από την διατροφική αξία, η περιεκτικότητα σε υγρασία, ουσιαστικά εξαλείφει το πότισμα των βοοειδών και την ανθρώπινη προσπάθεια για την επίτευξη αυτής της αγγαρείας.
Οι Μεξικανοί και οι άλλοι κατοίκων των νοτιοδυτικών, τρώνε τα νεαρά επιθέματα κάκτου (ενικός: nopal - νοπάλ, πληθυντικός: nopales - νοπάλες), επιλέγονται συνήθως προτού σκληρύνουν τα αγκάθια. Κόβονται σε λωρίδες, ξεφλουδισμένες ή όχι, τηγανίζονται με αυγά και jalapeños (χαλαπένιος) , σερβίρονται ως ένα απολαυστικό πρωινό. Έχουν την υφή και τη γεύση, όπως τα φασολάκια.
Μπορούν να βράσουν, να χρησιμοποιηθούν ωμά αναμεμειγμένα με χυμό φρούτων, μαγειρεμένα στο τηγάνι (έχουν καλύτερη γεύση από το βρασμένο) και συχνά χρησιμοποιούνται ως δευτερεύον πιάτο, που συνοδεύει το κοτόπουλο ή προστίθενται σε tacos, μαζί με ψιλοκομμένο κρεμμύδι και το κόλιαντρο.

 Το οικόσημο του Μεξικού 

Το οικόσημο του Μεξικού απεικονίζει ένα Μεξικανικό χρυσαετό, σκαρφαλωμένο πάνω σε ένα κάκτο Οπουντία (Opuntia), κρατώντας ένα κροταλία. Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του Μεξικού, ο θυρεός είναι εμπνευσμένος από ένα θρύλο των Αζτέκων, σχετικά με την ίδρυση της Τενοτστιτλάν. Οι Αζτέκοι, μια νομαδική φυλή τότε, γύριζαν σε όλο το Μεξικό, προς αναζήτηση ενός θεϊκού σημαδιού, που θα τους έδειχνε το ακριβές σημείο, όπου επρόκειτο να χτίσουν την πρωτεύουσά τους. Ο Θεός τους Ουιτζιλοπότστλι, τους πρόσταξε να βρουν έναν αετό που καταβρόχθιζε ένα φίδι, σκαρφαλωμένος στην κορυφή ενός κάκτου που φύτρωσε σ'ένα βράχο βυθισμένο σε μια λίμνη. Μετά από 200 χρόνια περιπλάνησης, βρήκαν το υποσχόμενο σημάδι, σε ένα μικρό νησί στην βαλτώδη λίμνη Τεξκόκο (Texcoco). Εκεί ίδρυσαν τη νέα πρωτεύουσά τους, Τενοτστιτλάν. Ο κάκτος (O. ficus-indica· Νάουατλ: tenochtli - τενότστλι), γεμάτος από καρπούς, είναι το σύμβολο του νησιού της Τενοτστιτλάν. 
Η εκδοχή του εθνοσήμου της Μάλτας κατά το 1975-1988, παρουσίαζε επίσης μια φραγκοσυκιά, μαζί με μια παραδοσιακή dgħajsa, ένα φτυάρι, μια πιρούνα και τον αναδυόμενο ήλιο. 
Το οικόσημο της Μάλτας,
από το 1975 έως το 1988

Οι φραγκοσυκιές κατέχουν ειρωνική σημασία τόσο στις κοινωνίες των Ισραηλινών όσο και των Παλαιστινίων. 
Στα αραβικά ο κάκτος που ονομάζεται صبار ṣubbār· Ο συγγενικός όρος sabr, μεταφράζεται επίσης σε "υπομονή" ή "αντοχή". Η έννοια του sabr, κατέχει μια εξέχουσα θέση στο μη βίαιο κίνημα αντίστασης στην Ισραηλινή στρατιωτική κατοχή.Ο κάκτος της φραγκοσυκιάς, αντιπροσωπεύει τον Παλαιστινιακό αγώνα για την ελευθερία, τόσο στην προφορική ιστορία όσο και στη λογοτεχνία. Ο διάσημος Παλαιστίνιος ποιητής Μαχμούντ Νταρουίς (Mahmoud Darwish), χρησιμοποιεί συχνά τον κάκτο της φραγκοσυκιάς ως σύμβολο του Παλαιστινιακού λαού στο έργο του. Η συγγραφέας Νάντια Ταϋσίρ Ντάμπαγκ (Nadia Taysir Dabbagh), συγκρίνει την ανθεκτικότητα του κάκτου με εκείνη του Παλαιστινιακού λαού, γράφοντας, «Η ιδέα είναι ότι, ακόμη και σε ένα άγονο ή σκληρό κλίμα ή περιβάλλον, οι Παλαιστίνιοι καταφέρουν και συνεχίζουν να ζουν και να επιβιώνουν, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες». Ο διάσημος χαρακτήρας κινουμένων σχεδίων handala, που δημιουργήθηκε από τον Παλαιστίνιο σκιτσογράφο Naji Salim al-Ali, πήρε το όνομά του από το φραγκόσυκο, καθώς Handala, είναι επίσης, άλλη μια λέξη για τον κάκτο, στην Παλαιστινιακή κουλτούρα. Ο Handala, συνήθως απεικονίζεται έχοντας γυρισμένη την πλάτη του στο θεατή· ο θρύλος λέει, ότι ο ίδιος θα δείξει το πρόσωπό του, άπαξ και απελευθερωθούν οι Παλαιστίνιοι. Αργότερα, η μορφή του Handala, υιοθετήθηκε από το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. 

Στο Ισραήλ, ο καρπός ονομάζεται tsabar (προφέρεται tzabar, εβραϊκά: צבר) στα εβραϊκά. Αυτός ο κάκτος είναι επίσης η προέλευση του όρου sabra, που χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει έναν Εβραίο που γεννήθηκε στο Ισραήλ. Ο υπαινιγμός είναι ότι ενώ είναι ακανθώδες, με αγκαθωτό δέρμα στο εξωτερικό του, στο εσωτερικό του είναι μαλακό και γλυκό, υπονωόντας, ότι αν και οι Ισραηλινοί sabras είναι τραχύς στο εξωτερικό τους, είναι γλυκύς και ευαίσθητοι, άπαξ και κάποιος τους γνωρίσει.
Οι φραγκοσυκιές χρησιμοποιούνται εδώ και αιώνες, τόσο ως πηγή τροφής όσο και ως ένας φυσικός φράχτης που φυλάσσει τα ζωντανά και σηματοδοτεί τα όρια μεταξύ των εδαφών της οικογένειας. Είναι απίστευτα ανθεκτικοί και συχνά επαναφυτρώνουν. 

Ο κάκτος, δανείζει με το όνομά του ένα τραγούδι από το Βρετανικό jazz / κλασικό συγκρότημα «Portico Quartet». Το τραγούδι «Ο αντίπαλος μου», στο άλμπουμ Gaucho από το Αμερικανικό jazz-pop συγκρότημα «Steely Dan», αρχίζει με τις λέξεις: «Ο άνεμος οδηγούσε στο πρόσωπό μου / τη μυρωδιά του φραγκόσυκου.»

Το φθινόπωρο του 1961, η Κούβα έβαλε τα στρατεύματά της να φυτέψουν ένα φράγμα μήκος 13 χιλιομέτρων (8 μιλίων), με κάκτους Οπουντίας, κατά μήκος του βορειοανατολικού τμήματος του φράχτη των 28 χιλιομέτρων (17 μιλίων),ο οπoίος περιβάλλει τη Ναυτική Βάση Γκουαντάναμο, προκειμένου να σταματήσει τη διαφυγή των Κουβανών από την Κούβα, που κατέφευγαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό βαπτίστηκε ως το «Παραπέτασμα του κάκτου» ("Cactus Curtain"), ένας υπαινιγμός για το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» ("Iron Curtain") της Ευρώπης και το «Παραπέτασμα από μπαμπού» ("Bamboo Curtain") στην Ανατολική Ασία 


 Prickly Pear Painting by Norman Engel

Ευεργετικές ιδιότητες 

Tόσο η φραγκοσυκιά όσο και οι καρποί, αλλά και τα άνθη της έχουν θεραπευτικές ιδιότητες για διάφορες παθήσεις του ανθρώπινου οργανισμού.
Είναι από τα λίγα φυτά που μπορούν να αξιοποιηθούν εξ’ ολοκλήρου και επιπρόσθετα είναι και προληπτικό και θεραπευτικό ίαμα.
Η χρήση των καρπών ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού.
Οι ευεργετικές ιδιότητες της φραγκοσυκιάς είναι οι εξής: 
• Ισχυρό αντιφλεγμονώδες. Χρησιμοποιείται σαν κατάπλασμα για τη θεραπεία των αποστημάτων, τη διόγκωση του σπληνός, την ελονοσία, τους μώλωπες και την περιποίηση των τραυμάτων.
• Για τη θεραπεία της υπερλιπιδαιμίας και της παχυσαρκίας.
• Αντιδιαβητικές ιδιότητες. 
• Κατά της υπερτροφίας του προστάτη
• Κατά της χοληστερόλης
• Κατά της φλεβίτιδος
• Κατά διαφόρων πνευμονικών παθήσεων
• Παράγοντας για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών καρκίνου (μαστού, προστάτη, στομάχου, πνευμόνων, παγκρέατος) λόγω των φλαβονοειδών που περιέχουν.
• Ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα
Τα άνθη και τα φύλλα χρησιμοποιούνται ως διουρητικά, αντισπασμωδικά, αντιδιαρροϊακά, αιμολυτικά, καθώς για καταπολέμηση της ψαμμιάσεως (άμμος στα νεφρών) και της νεφρίτιδος.

http://emediprolhpshygeias.blogspot.com/



 David Villasenor painting

Μιχάλης Στρατουδάκης - Τα Φραγκόσυκα

Ο Αμοργιανός δημοσιογράφος Μιχάλης Στρατουδάκης, εξέδωσε το βιβλίο για τα φραγκόσυκα, ένα παραδοσιακό φρούτο της Αμοργού και των νησιών μας, που μέχρι πρότινος δεν γνωρίζαμε τι μπορεί να μας προσφέρει!
Ο Μιχαήλ Στρατουδάκης, δημοσιογράφος και συγγραφέας ασχολήθηκε με θέματα Τοπικής Αυτοδιοκήσεως επί 40 χρόνια, με κριτικές έργων, με πολιτικές αρθρογραφίες και με εκδόσεις πολλών εφημερίδων. Γεννήθηκε το 1940. Έχει εκδόσει το βιβλίο «Η ελληνική οικονομία» όπου προτείνειτρόπους εξόδου από την κρίση προτού αυτή γιγαντωθεί, το «Λαογραδικόν Λεξικόν της Αμοργού» και ετοιμάζει και άλλα. Η μελέτη για τα φραγκόσυκα είναι πολύχρονη πείρα και προσφορά στο φυτό του μέλλοντος, ώ στε να το αγαπήσουν όλοι οι Έλληνες.
Με σημαντικές βελτιώσεις και προσθήκες νέων κεφαλαίων, κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση το βιβλίο «Τα Φραγκόσυκα» του Μιχαήλ Στρατουδάκη.
Στα νέα θέματα που προστέθηκαν, αξίζει να προσεχθούν οι:

1ον Οδηγίες για τους καλλιεργητές κάτι σπάνιο για την χώρα μας αφού η εκμετάλλευση είναι νεοείσακτη και οικονομικές προσφορές για παραγωγούς και τον τόπο.

2ον Θεραπευτικές ιδιότητες για ασθένειες όπως, Διαβήτης ΙΙ, Χοληστερίνη, ενίσχυση Ανοσοποιητικού συστήματος και, κυρίως πρόληψη, με σειρά από πρακτικές συνταγές.

3ον Μαγειρικές συνταγές από καρπούς και «φύλλα», θαυμάσιες σε γεύση και ευεργετικές για τον ανθρώπινο οργανισμό.

Και φυσικά πλήθος επιστημονικών πληροφοριών, οι οποίες δεν υπάρχουν σε κανένα σύγγραμμα στην Ελλάδα, μεγάλος αριθμός πρακτικών οδηγιών γύρω από τα φραγκόσυκα και την χρήση αλλά και την διατήρηση ή εκμετάλλευση, την ετυμολογία της φραγκοσυκιάς, (μοναδική έρευνα) την ακριβή χρονολογία αφίξεως στην Ευρώπη, την χρήση της για παραγωγή βιοαερίου, την φραγκοσυκιά στην Λογοτεχνία, κριτικές αναγνωστών για την πρώτη έκδοση, προσπάθεια για το Ρεκόρ Γκίνες και δεκάδες άλλα ενδιαφέροντα.

Στις 500 πολύχρωμες σελίδες του, εμπερικλείεται μια πολυεπίπεδη εγκυκλοπαιδική αναφορά για την φραγκοσυκιά και τα τεράστια οφέλη της. Μεγάλα οικονομικά οφέλη για τους χρήστες και για τον τόπο, παραγωγή ζωοτροφών, αμυντικό μέσο στις διαβρώσεις των εδαφών, μέγα αντιπυρικό όπλο, χλοοτάπητας κατά των φαλακρών λόφων ή εδαφών. «Το φυτό του μέλλοντος», που θα μας σώσει από πολλές στερήσεις, ένεκεν της επερχομένης ξηρασίας. Οι Έλληνες πρέπει να αγαπήσουν το φρούτο αυτό και να επιδιώκουν επιμόνως την χρήση του. Όσοι δε αγαπούν το Ελληνικό κρασί, μπορούν να πίνουν άφθονο και η φραγκοσυκιά θα τους βοηθά να φεύγει η τυχόν μέθη.
Ένα Βιβλίο όπλο σε κάθε αγρότη και σ’ όποιον θέλει μια καλλιέργεια βοηθητική για ενίσχυση του εισοδήματός του, αλλά εξ ίσου απαραίτητο και σε κάθε Ελληνική Οικογένεια.


Κωνσταντίνος Μαλέας



ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - Ο έρωτας κι ο κόσμος

..Λιωμένο μολύβι στάζει
η ανάσα των ανθρώπων
κι εγώ σχεδιάζω συναντήσεις
όταν σε δω
αν θα σ’ αγκαλιάσω πρώτα
ή θα σκύψω το κεφάλι
αποκαμωμένη
απ’ το φιλί
που άργησε πολύ
κι εχάθη η νοστιμιά του.
Κι ενώ όλο για μίσος λένε
θυμάμαι πόσο αρέσει
στους άντρες ν’ αγαπιούνται
πώς δένουν σαν φραγκόσυκα

σφιχτό χύνεται το μέλι
απ’ τα αγκαθάκια
και πέφτει η γύρη σαν βροχή
απ’ το πελώριο κίτρινο
λουλούδι της αγάπης.
(Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Ο έρωτας κι ο κόσμος από τη συλλογή Οι μνηστήρες)

 Barbara Spencer Jump art 


Τ. Σ. Έλιοτ - Οι κούφιοι άνθρωποι

................................

Ε΄ 

Γύρω-γύρω όλοι
Στη μέση το φραγκόσυκο,φραγκόσυκο
Γύρω-γύρω όλοι
Στις πέντε την αυγή 

Ανάμεσα στην ιδέα
Και στο γεγονός
Ανάμεσα στην κίνηση
Και στην πράξη
Η Σκϊά πέφτει

Ότι Σου εστίν η Βασιλεία 

Ανάμεσα στη σύλληψη
Και στη δημιουργία
Ανάμεσα στη συγκίνηση
Και στην ανταπόκριση
Η Σκϊά πέφτει
Είναι η ζωή μακριά πολύ 

Ανάμεσα στον πόθο 
και στο σπασμό
Ανάμεσα στη δύναμη
και στην ύπαρξη
Ανάμεσα στην ουσία
και στην κάθοδο
Η Σκϊά πέφτει

Ότι Σου εστίν η Βασιλεία 
Ότι Σου εστίν
Είναι η ζωή
Ότι Σου εστίν η 

Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με ένα βρόντο μα μ' ένα λυγμό. 

Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης

https://www.sansimera.gr/



Robert Julian Onderdonk art

Γ. Κεντρωτής - ΤΟ ’ΧΕ ΚΙ Ο ΤΕΛΒΕΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟ

Στον Βαγγέλη Πρόντζα

Από το Ιόνιο
στην ενδοχώρα
με τα φραγκόσυκα,
να βρουν το Αιώνιο
επήραν φόρα·
– τα βρήκαν μπόσικα·


και από εμπλοκή
στα νιτερέσα
του κόντε-Σπέντζα,
σ’ ένα λακκί
πέσανε μέσα
και… Αντίο Γλαρέντζα.

Ποιος να’ ταν, άραγε;…
να ξεδιαλύνω…
Το αίμα θαν τού ’πινα!…
Μα Εκειός εβάραγε
το μαντολίνο
μασώντας λούπινα.

Με τα μπατζού-
ρια κουφωμένα
στο μπουντουάρ της
η Καφετζού
μού ’πε: «Βρέ, εσένα
σ’ έφταιγε ο χάρτης!

’Κει που περίμενες
ν’ αλλάξουν οι όροι,
κλέψαν τον πάπυρο!…»
Με δυο προκείμενες
κι ένα a priori
φτάσαμε στο άπειρο.
http://www.poiein.gr/


Prickly Pear III - by Torrie Smiley


ΛΙΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ -  ΚΑΡΥΣΤΟΣ ’46

Κάτω στο γιαλό κοντή
Νεραντζούλα φουντωτή.

Κάτω στο γιαλό πίσω απ’ τα χαλάσματα
Κοντά στον άσπρο τοίχο με τη φραγκοσυκιά

Εκεί που έγραψε πάνω στην άμμο ο έρωτας τα σώματά μας
Στην όχθη των ψαράδων χωρίς αποχαιρετισμό
Κοντά στο κοιμητήρι της θάλασσας
Με λίγο λάδι για το κόκκινο φανάρι της νύχτας
Με λίγη τρυφερότητα μες στην καρδιά μας
Τα μυστικά μας ν’ ανάβουν τις φωτιές τ’ Άι-Γιαννιού
Το φόβο της ψυχής μας μπρος στην απειλή.

Στιγμές μικρές στιγμές
Ζωή των κοχυλιών στιγμές του έρωτα
Η μυρωδιά του αγέρα στα μαλλιά σου
Η επανάληψη του κύματος
Η αγωνία του ρυθμού στο πρόσωπο του Χρόνου
Η τραγική απελπισία της αφής
Η γεύση των πραγμάτων πριν απ’ το χειμώνα.

Πώς λάμψανε τα μάτια σου κάτω απ’ το βάρος
Της καρδιάς μου.

Κάτω στο γιαλό
Πίσω στα χαλάσματα της μνήμης
Κάτω στο γιαλό κοντή
Νεραντζούλα φουντωτή.
https://www.oanagnostis.gr/

 Prickly pear Painting by Maite Backman
https://www.saatchiart.com/


Αλέξιος Μάινας - Η επιστροφή της πιρόγας.



Είχαμε βγει στην ακτή
μπροστά στο γραμματοκιβώτιο.
Μόλις κατέβηκα απ’ το ταξί
το πήρε το κύμα.

Στο σπίτι δεν υπήρχαν φραγκόσυκα. Δεν υπήρχαν Κρήτες.
Ο σκύλος μάς είδε κι απομακρύνθηκε.
Η σακούλα με το Ωμέγα των διακοπών είπες να πεταχτεί.

Μαζί με τις κλίσεις ανωμάλων, το σουλάτσο στη δύση του μόλου
και τα εξάμετρα για την τύφλωση του μονόφθαλμου
την κατάβαση στον ανεπίστρεπτο κόσμο του σκότους
και το μύθο της ασπόνδυλης γοργόνας
που κολλώντας σαν λάσπη στο βράχο της
τραγουδούσε το αριστερό μου γόνατο
που αναγνώρισε από τα σκάγια

και τον κουρασμένο λαιμό
που κάποτε ούτε σκοινιά

δεν κρατούσαν
τα χείλη σου
μακριά του.

https://www.oanagnostis.gr


Mary Shepard - Art
Γιάννης Ρίτσος

[Τραγουδάκια του Φωτούλη]

II

Σύννεφο τριαντάφυλλο, σύννεφο αμαξόπουλο. 
Οι φραγκοσυκιές με κατατρύπησαν. 
Κάθουμαι και τρώω χρυσά φραγκόσυκα. 
Το κοτσύφι μ' είδε και με ζήλεψε. 
Του 'δωσα φραγκόσυκα- τα φτερά του μου 'δωσε. 
Τώρα κείνο κάθεται και μασάει στην πέτρα μου· 
κι εγώ από δω πάνου, από το σύννεφο 
σας πετώ φλουριά κι αμυγδαλόψυχες.
http://ebooks.edu.gr/


Mary Shepard - Art

Γιάννης Ρίτσος  - Φεύγοντας απ’ τη Μονοβασιά

Πανάρχαιες ἐλιές, κούφιοι κορμοὶ συστραμμένοι·
τὸ δύστυχο σταχτί· τὸ καπνισμένοι κίτρινο·
ἴσκιοι τῶν σύννεφων στοὺς ἀπέναντι λόφους.
Ἔρχεται ὑπάκουο τὸ μακρινό, σὲ κοιτάει ἀπ᾿ τὸ πλάι·
ξεχνᾶς ἐκεῖνο πού ῾θελες νὰ τοῦ ζητήσεις· τὸ χέρι σου
ἀφηρημένο περπατᾶ στὴ μαλακιὰ ράχη τοῦ ζώου.
Ἦταν αὐτό; Καὶ τί ἦταν; Ἀντεστραμμένος χρόνος;
Οἱ γριὲς τυλίγουνε τὰ πόδια τους μ᾿ ἐφημερίδες,
τὰ δένουνε μὲ σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, -
ὦ, σιωπηλὴ διάρκεια· καθόμαστε χάμου στὸ χῶμα
μ᾿ ἕνα καλάθι φραγκόσυκα, μὲ τό ῾να παπούτσι τοῦ δρομέα, -
κι αὐτὴ ἡ ἐπίμονη γυναίκα, ἡ ἀποστεωμένη, ἡ ἄγρια,
κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο, μέσ᾿ στὴν πεισμωμένη λάμψη,
κρατώντας στὰ δύο χέρια της τὸ ἀπαρηγόρητο βρέφος.
Τότε ἀκριβῶς ἦταν ποὺ μάθαμε πὼς τίποτα δὲν εἶχε χαθεῖ.




Diane McClary  - Art 



Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη

Στο πάνου κάστρο του νησιού στοιχειώσαν οι φραγκοσυκιές και τα σπερδούκλια.

Το χώμα ανασκαμμένο από το κανονίδι και τους τάφους.

Το γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο με ουρανό. Δεν έχει πιά καθόλου τόπο

γιά άλλους νεκρούς. Δεν έχει τόπο η λύπη να σταθεί να πλέξει τα μαλλιά της.

Σπίτια καμένα πού αγναντεύουν με βγαλμένα μάτια το μαρμαρωμένο πέλαγο

κ οι σφαίρες σφηνωμένες στα τειχιά

σάν τα μαχαίρια στα παΐδια του Άγιου πού τον δέσανε στο κυπαρίσσι.

Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.

Nopal With Red Flowers  by Nora Vega

Μίλτος Σαχτούρης Η Ύδρα

Η Ύδρα είναι μια φραγκοσυκιά
γεμάτη πυρετό όνειρα κι αγκάθια
κι όπου γυρίσω βλέπω όλα κίτρινα
και δε μπορώ να κοιτάξω τα παράθυρα
γιατί μέσα περνούνε
βάρκες φαντάσματα
φαντάσματα καΐκια
κι όλο γυρίζουν
κι όλο με κοιτάζουνε
μάτια ανάστροφα και τρομαγμένα

Χατζηκυριάκος-Γκίκας Νίκος-Ύδρα με χαρταετούς


Βασίλης Πουλημενάκος -Τ’ άχραντα χνάρια σου

Όπως τα πέλαγα στολίστηκαν βαπόρια
και στα βουνά κατρακυλήσανε τα άστρα
γυμνό πανί στριφογυρνώ πάνω στα κάστρα
τ’ άχραντα χνάρια σου γυρεύω
τα πελώρια

Εκεί η άνοιξη θαμπώνει τα μαγιάτικα
τα πρωινά που καθρεφτίζουνε τον κόσμο
φύλλο χαρτί μοσχοβολά σαν φύλλο δυόσμο
κι η ρίγανη φραγκόσυκα
μανιάτικα

Όπως τ’ ατίθασα τα όνειρα τα βράδια
μάγισσα πέτρινη ξετρέλανες το χάρτη
το φως κι ο ήλιος σου χαράζουν απ’ το Μάρτη
καυτά του έρωτα υφάλμυρα
σημάδια

Εκεί τ’ απόκρημνα τα βράχια, καταφύγια
στου Ταϋγέτου τις σπηλιές το κρυφαπάντημα
εκεί σκαρώνουνε τα λεύτερα γεφύρια
με την ανάσα, δυο κλαδιά
και φτεροκόπημα
https://vasilis67.wordpress.com/






Noe Perez art

Γ. Σουρής  

Τα γεμίζει με μπουρνέλες, με καρπούζια, με πεπόνια
με φραγκόσυκα, με σύκα, πορτοκάλια και λεμόνια



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/