ΤΖΟΡΤΖΙΟ ΝΤΕ ΚΙΡΙΚΟ -ΑΦΙΕΡΩΜΑ

 

Αυτοπροσωπογραφία 

Γεννήθηκε στο Βόλο και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Εβαρίστο και της Τζέμα ντε Κίρικο, ιταλικής καταγωγής. Ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός και επέβλεπε την κατασκευή του θεσσαλικού σιδηροδρομικού δικτύου, ενώ η μητέρα του ήταν πρώην τραγουδίστρια της όπερας. Ο αδελφός του αναδείχθηκε επίσης φημισμένος καλλιτέχνης, με το όνομα Αλμπέρτ Σαβίνιο. Το ελληνικό περιβάλλον και ο ελληνικός πολιτισμός, ιδιαίτερα το τοπίο του Βόλου που παρέπεμπε σε αρχαία Ιωλκό και Αργοναυτική εκστρατεία, όπου μεγάλωσε ο ντε Κίρικο, υπήρξε πηγή έμπνευσης για εκείνον. 
Ο Εβαρίστο ντε Κίρικο, παρά την επιθυμία του να τον διαδεχτούν τα παιδιά του ως μηχανικοί, ενθάρρυνε τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντά τους. Έτσι, ο Τζόρτζιο φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τους Γεώργιο Ροϊλό, Κωνσταντίνο Βολονάκη και Γιώργο Ιακωβίδη. Το 1905 σημειώθηκε ο θάνατος του πατέρα του, γεγονός που πιθανώς συνδέεται με την αποτυχία του στις τελικές εξετάσεις της σχολής. 
Το φθινόπωρο του 1906, εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα και τον αδελφό του στο Μόναχο, όπου ξεκίνησε σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών, παρακολουθώντας μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. Αποχώρησε από την Ακαδημία πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του και το καλοκαίρι του 1909 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο. 
Το 1911 μετακόμισε στο Παρίσι. Στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, ο ντε Κίρικο έγινε θερμά δεκτός σε έναν ευρύτερο κύκλο καλλιτεχνών, που περιλάμβανε διάσημους ζωγράφους όπως τον Πάμπλο Πικάσο και τον Φράνσις Πικαμπιά. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το 1915 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία, ο ντε Κίρικο παρουσιάστηκε στη Φεράρα για να υπηρετήσει τη θητεία του. Συνέχισε να ζωγραφίζει με μειωμένους ρυθμούς, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρεί τις επαφές του στο Παρίσι. 
Στα τέλη του 1918, εγκατέλειψε τη Φεράρα και εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα του στη Ρώμη, όπου υπήρξε μέλος και του θεατρικού κύκλου.

The Painter's Family 1926 


Από το 1919, στα πλαίσια μίας βαθιάς αλλαγής, ξεκίνησε να αντιγράφει έργα της Ιταλικής Αναγέννησης, μιμούμενος το ύφος τους και αναπτύσσοντας ένα νεοκλασικό ύφος, σημαντικά διαφοροποιημένο από τις προγενέστερες δημιουργίες του. Όμως, την ίδια περίπου εποχή, τα «μεταφυσικά» έργα του έγιναν αντικείμενα θαυμασμού από τους υπερρεαλιστές, οι οποίοι αποκήρυξαν τη στροφή του στο νεοκλασικό και νεορομαντικό ύφος. Η διάσταση των απόψεων του ντε Κίρικο με τους υπερρεαλιστές επισημοποιήθηκε το 1926, όταν τον χαρακτήρισαν ως μία «μεγαλοφυΐα που χάθηκε». 
Το 1925 εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Παρίσι, όπου ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος. Η δεύτερη παραμονή του στο Παρίσι διήρκεσε μέχρι το 1929, χρονιά κατά την οποία ολοκλήρωσε τη διακόσμηση του σπιτιού τού Λεόνς Ρόζενμπεργκ, με σκηνές μάχης μεταξύ Ρωμαίων μονομάχων. Την ίδια περίοδο εκδόθηκε το μυθιστόρημά του, με τίτλο Εβδόμερος (Hebdomeros), ενώ φιλοτέχνησε και μία σειρά λιθογραφιώνΈζησε για ένα διάστημα στην Ιταλία, συμμετέχοντας στη Μπιενάλε της Βενετίας και επέστρεψε στο Παρίσι το 1934. Το 1935 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη για τα επόμενα δύο χρόνια και οργάνωσε συνολικά πέντε εκθέσεις έργων του. Παρά την επιτυχία τους, επέστρεψε στην Ιταλία, τον Ιανουάριο του 1938.
Για ένα σύντομο διάστημα, πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έζησε στο Παρίσι πριν επιστρέψει και πάλι στο Μιλάνο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, με νέο ύφος με στοιχεία νεομπαρόκ, αλλά και με πολεμική διάθεση ενάντια στη μοντέρνα τέχνη, συμμετείχε στην 23η Μπιενάλε της Βενετίας. To έργο του αντιμετωπίστηκε με έντονη αμφισβήτηση από τους κριτικούς. Τότε ο ντε Κίρικο εξέφρασε την αντίθεσή του στη «δικτατορία» του μοντερνισμού μέσα από μία πληθώρα δοκιμίων. Μάλιστα, κατά την περίοδο 1950-3 οργάνωσε την «αντι-Μπιενάλε», παρουσιάζοντας έργα «αντι-μοντέρνων» καλλιτεχνών. Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πέθανε στη Ρώμη το 1978.
Οι μεταφυσικοί πίνακές του εικονίζουν τα αντικείμενα αποξενωμένα από τον πραγματικό τους χώρο και τοποθετημένα σε κάποιον φανταστικό, ο οποίος φέρνει το θεατή αντιμέτωπο με τα πραγματικά του συναισθήματα. Επίσης χρησιμοποιούνται συχνά κούκλες-ανδρείκελα, που έχουν στόχο να απογυμνώσουν την ανθρώπινη μορφή από το συναισθηματικό της περιεχόμενο, να τονίσουν το στοιχείο της σιωπής και να παρουσιάσουν τη ζωή σαν ένα ασήμαντο και μάταιο κουκλοθέατρο. Έλεγε σχετικά: «Με δεδομένη την ολοένα πιο υλιστική και πιο πραγματιστική προσέγγιση της σύγχρονης εποχής, δε θα με εξέπληττε στο μέλλον μια κοινωνία στην οποία, όσοι ζουν για τις πνευματικές απολαύσεις δε θα έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν μια θέση στον ήλιο».
[Επιμέλεια: Βικτωρία Κουτσουπιά, για το Ινστιτουτο Μελετων Ελληνικης Τέχνης, Artem]

ΠΗΓΗ http://artemnotes.blogspot.gr                                                        


Ο Ασωτος υιός


Τραγούδι της αγάπης


Εκτωρ και Ανδρομάχη

Αποψη της Αθήνας

Ο Αρχαιολόγος


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Καμίλ Πισαρό ή Πισάρο - Camille Pissarro ( 10 Ιουλίου 1830 – 13 Νοεμβρίου 1903 )

 

O Καμίλ Πισαρό ή Πισάρο (Camille Pissarro, Άγιος Θωμάς (Αμερικανικές Παρθένοι Νήσοι), 10 Ιουλίου 1830 – Παρίσι, 13 Νοεμβρίου 1903) ήταν Γάλλος ζωγράφος, με συμμετοχή στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Χαρακτηρίστηκε ως «πατριάρχης του ιμπρεσσιονισμού», λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ύφους του, αλλά και κυριολεκτικά, διότι ήταν ηλικιακά ο γηραιότερός τους. Έχει επίσης χαρακτηριστεί ως ο «ζωγράφος της γης» καθώς μέσα από το έργο του, εξιστόρησε — με το δικό του τρόπο — την ζωή των αγρών, τα οργωμένα χωράφια, τα τοπία, τα ζωντανά, τους ανθρώπους και τους κόπους τους, το χωριό που κοιμάται και την πόλη που σφύζει από ζωή.
Γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου του 1830, στην αποικία του Αγίου Θωμά, στις Γαλλικές Αντίλλες κι έλαβε τις βασικές σπουδές του εκεί. Σε ηλικία δώδεκα ετών, τον έστειλαν να τις συνεχίσει στη Γαλλία όπου γράφτηκε στο Κολέγιο Πασί, κοντά στο Παρίσι. Επέστρεψε στον Άγιο Θωμά, στα δεκαεπτά του χρόνια, για να εργαστεί μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν έμπορος και ιδιοκτήτης μεγάλης αποθήκης στο λιμάνι Καρολίνα-Μαρία. Αν και είχε πολύ καλές αποδοχές, πάντα αναζητούσε ελεύθερο χρόνο για να ζωγραφίζει, όπως έκανε και στο σχολείο, παραμελώντας τα μαθήματά του.
Το 1852, ο Πισαρό εκμεταλλεύτηκε την παρουσία του ζωγράφου Φριτζ Μέλμπυ (Fritz Melbye) στον Άγιο Θωμά, για να ταξιδέψει μαζί του στο Καράκας. Ο πατέρας του, παρά την επιθυμία του να ακολουθήσει ο γιος του την επιχείρησή του και την αντίθεσή του στην ενασχόλησή του με την ζωγραφική, ενίσχυσε οικονομικά το ταξίδι. Ο Πισαρό επέστρεψε στο Παρίσι το 1855, όπου μαθήτευσε στο πλευρό του Ζαν-Μπατίστ Καμίλ Κορό (Jean-Baptiste Camille Corot), ενός τοπιογράφου που τον προέτρεψε να εγκαταλείψει τα ατελιέ και τους κλειστούς χώρους, να ξεχάσει ό,τι ήξερε ή είχε ακούσει μέχρι τότε και να ζωγραφίσει σε ανοιχτούς χώρους. Παράλληλα, ο Πισαρό ήρθε σε επαφή με σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως τον Ντελακρουά.
 the artist daughter 

Το 1859 συμμετείχε στο Σαλόν του Παρισιού με ένα πίνακα, ενώ τις δύο επόμενες χρονιές τα έργα του απορρίφθηκαν. Το 1861 παντρεύτηκε και δύο χρόνια αργότερα, έγινε δεκτός στο Σαλόν των Απορριφθέντων με τρία έργα του. Την ίδια χρονιά γεννήθηκε ο γιος του, Λουσιέν. Τις δύο επόμενες χρονιές, έγινε ξανά δεκτός στο Σαλόν, βρίσκοντας θετική ανταπόκριση από τους τεχνοκριτικούς. Εν τω μεταξύ, από το 1864 διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους Ρενουάρ, Κλωντ Μονέ, Σισλέ, Μπαζίλ και λίγο αργότερα και με τον Εντουάρ Μανέ. Το 1866 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ποντουάζ, ένα χωριό στην επαρχία Βεξέν. Ο Ζολά επαίνεσε τα έργα του στο Σαλόν της ίδιας χρονιάς, και ιδιαίτερα τις Όχθες του Μάρνη.
Πέρασε δύσκολα χρόνια μέχρι το 1869, καθώς — παρά τις καλές κριτικές — τα έργα του δεν πωλούνταν εύκολα. Την ίδια περίοδο, εγκαταστάθηκε στη Λουβσιέν, στηριζόμενος οικονομικά κυρίως στη γενναιοδωρία των φίλων του. Παρά τις οικονομικές του δυσχέρειες, τα έργα του εκείνης της περιόδου, χαρακτηρίζονται ως πιο ήρεμα, πιο γλυκά και πιο ήπια. Με το ξέσπασμα του Γαλλο-Πρωσσικού Πολέμου κατέφυγε οικογενειακώς στην Αγγλία, στο Σάρεϋ, όπου ζούσε η μητέρα του. Η αγγλική ύπαιθρος, με τα χρώματα και τα τοπία της, επέδρασε πάνω του όπως και οι πίνακες των Κόνσταμπλ και Τέρνερ, που του δίδαξαν πώς να επεξεργάζεται τον φωτισμό.

Το 1871 επέστρεψε στο Ποντουάζ της Γαλλίας, όπου ήρθε σε επαφή με τον Σεζάν. Τα επόμενα χρόνια, άντλησε έμπνευση από τα χρώματα και τα τοπία της κοιλάδας Ουάζ, ενώ παράλληλα συσπειρωνόταν όλο και περισσότερο η ομάδα των ιμπρεσιονιστών. Το 1874πέθανε η μοναδική του κόρη Ζαν-Ρασέλ, ενώ την ίδια χρονιά, ο ίδιος σημειώνει αποτυχία στην έκθεση που διοργανώνει για όλους τους ιμπρεσιονιστές. Μετά το 1875, θεωρείται πως άρχισε να γίνεται αντιληπτό το μήνυμα που προσπαθούσε να μεταδώσει μέσα από το έργο του. Επέστρεψε στο Ποντουάζ το 1882 και συμμετείχε σε όλες τις ιμπρεσιονιστικές εκθέσεις — συνολικά εννέα — μέχρι και το 1886. Το 1890 εγκαταστάθηκε στο Ερανί-Μπαζενκούρ λόγω κλονισμένης υγείας. Μέχρι και το 1900 ταξίδευσε πολύ στην Αγγλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία καθώς επίσης και στη Ρουέν και το Παρίσι. Τα τελευταία έργα του θεωρούνται πιο πλούσια και φωτεινά.
Ο Πισαρό πέθανε στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου (ή κατά άλλους στις 12 Νοεμβρίου) του 1903, σε ηλικία 73 ετών, και ενώ είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται το σύνολο του έργου του.

https://el.wikipedia.org/

Δρόμος στο πάρκο του Μαρλύ, 1871

 Είσοδος στο χωριό Βουαζέν, 1872

 Pontoise, ο δρόμος για την Gisors τον χειμώνα, 1873

 Πρωινή πάχνη, 1873

Σπίτια στην εξοχή, 1874

 Οι κόκκινες στέγες, 1877

 Η βοσκοπούλα , 1881

 Γυναίκα και παιδί στο πηγάδι, 1882

  Προκυμαίες της Ρουέν, 1883

ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/













Ιωάννης Καρασούτσας (9 Ιουλίου 1824 – 1873)

 

Ο Ιωάννης Καρασούτσας (9 Ιουλίου 1824 – 1873) ήταν Έλληνας ποιητής και μεταφραστής. Γεννημένος στην Σμύρνη, έζησε τα μαθητικά του χρόνια στην Ερμούπολη της Σύρου και σπούδασε στην Αθήνα.
Το 1839, μαθητής ακόμα, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Λύρα και ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η δεύτερη με τίτλο Μούσα θηλάζουσα, αφιερωμένη στη βασίλισσα Αμαλία. Μέχρι το 1850, οπότε διορίστηκε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στο Ναύπλιο, δημοσίευε σχεδόν μια ποιητική συλλογή το χρόνο. Από τις συλλογές αυτές ξεχωρίζουν οι Εωθιναί μελωδίαι (1846) και η επιλογή από το προηγούμενο έργο του με τίτλο Απάνθισμα ποιητικόν (1849). Την περίοδο της διδασκαλίας του συνέγραψε μια γραμματική της γαλλικής, ένα λεξικό συνωνύμων της γαλλικής, μια γαλλική χρηστομάθεια και άλλα διδακτικά βιβλία.
Το 1852 μετατέθηκε στην Αθήνα. Η περίοδος της ποιητικής του ακμής ξεκίνησε γύρω στο 1855. Τότε ο Καρασούτσας πήρε μέρος σε ποιητικούς διαγωνισμούς και βραβεύτηκε τρεις φορές με τα έργα Μη ζωη μετ' αμουσίας (1855), Πολιτικαί και πατριωτικαί μελέται (1859) και Κλεονίκη (1867), ενώ το 1860 εξέδωσε τη συλλογή Η Βάρβιτος με κάποια από τα καλύτερα έργα του. Μετέφρασε την Παναγία των Παρισίων του Ουγκό (1867), την Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά της Χάριετ Μπίτσερ Στόου (1854 και β΄ μορφή το 1860), ένα απόσπασμα από τον λ. Βύρωνα, τη Λίμνη του Λαμαρτίνου και άλλα έργα. Ήταν φίλος του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή και του Ηλία Τανταλίδη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε με πολλές στερήσεις (είχε προηγηθεί απόλυσή του από τη θέση του στην εκπαίδευση) και έντονα ψυχολογικά προβλήματα. Αυτοκτόνησε το Μάρτη του 1873 στην Αθήνα. Μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε το σύγγραμμά του Σύστημα ετυμολογικόν ή περί φύσεως των ονομάτων. Ο Καρασούτσας έγραψε σχεδόν αποκλειστικά στην καθαρεύουσα, με μοναδική εξαίρεση το ποίημα Φθινόπωρο. ΄Εντονη είναι στα γραπτά του η προσπάθεια υποστήριξης και διάδοσης των δημοκρατικών και ανθρωπιστικών ιδεωδών που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη στην Ευρώπη. Το έργο του συνδυάζει τη ρομαντική θεματολογία με την κλασικιστική αρχαϊστική γλωσσική έκφραση, η οποία στην περίπτωσή του Καρασούτσα διακρίνεται για την τρυφερότητα και την πλαστικότητά της.https://el.wikipedia.org/

Ο ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ ΧΕΙΜΩΝ.

Ὅλοι θαυμάζουν,
Ὅλοι φωνάζουν
Ἆ! τί ὡραῖος, λαμπρός καιρός!
Τα φυτά θάλλουν,
Τα πτηνά ψάλλουν,
Κ’ εἶναι δεκέμβριος ὁ σκληρός.

Αἱ κομψαί νέαι
Και αἱ ὡραῖαι
Ὑπάγουν ὅλαι να τρελλαθοῦν.
Οἱ λευκοί ὦμοι
Γυμνοί ἀκόμη
Δύναντ’ ἐξαίρετα να  σταθοῦν.

Μία μ’ εὑρίσκει
Ποῦ ἀποθνήσκει
Δι’ ἐξοχάς, καί με   θαυμασμόν
Ὡς πρώτιστόν της
Χαιρετισμόν της
Δέτε, με  λέγει, δέτε χειμών!

—Ἐγώ  πιστεύω,
Κἂν ὑποπτεύω,
Τῆς κάμν’, ὁ φίλος σας ὅτι Ζεύς

Κἀμμίαν ἄλλην
Στὸ μάτι πάλιν
Ἔχει τοῦ κόσμου ὁ βασιλεύς.

Για μιαν  ὡραίαν
Ποτέ Θηβαίαν
Τί κάμνει ξεύρετε; ὤ! φρικτόν!
—Τί; τί; —Εἰς μίαν
Νύκτα γλυκεῖα
Δίδει το μῆκος τριῶν νυκτῶν.

—Φρικτόν τῳόντι!
—Λοιπόν τὸ δόντι
Και τώρα πάλιν ἂν τον πονᾷ
Δι’ ἄλλην νέαν
Ποῦ τήν ὡραίαν
Φύσιν γυρεύει καί τά   βουνά,

Ὤ φαντασθῆτε,
Φίλη, νά ζῆτε!
Ἂν τὤχῃ δύσκολον παντελῶς
Πίσω νά φέρῃ
Τό καλοκαῖρι
Γι’ αυτήν ποῦ χάσκει κ’ εἶναι τρελλός!


✧ ✧ ✧ ✧


ΤΟ ΕΞΩΚΚΛΗΣΙΟΝ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ.

Εἰς δάσος ἐλαιῶν μονῆρες,
Καί φρίκης καί γαλήνης πλῆρες,
Εἰς Ὑμηττοῦ τάς ὑπωρείας,
Κεῖται ἐρημικὴ, ἁγία,
Μικρά τό σχῆμα Ἐκκλησία
Από τούς χρόνους τῆς δουλείας.

Πλήν τῶν βοσκῶν ὅσοι φυλάττουν
Τάς ποίμνας, τήν σιγήν ταράττουν
Σπανίως διαβάτου πόδες·
Εἰκών τοῦ χρόνου ὅστις φεύγει,
Ῥυάκιόν τι ἐξερεύγει
Ἀφρόν καί χάνεται θρηνῶδες.

Ἐκεῖ ἐνίοτε τό βῆμα
Φέρω, τό ἅρμα εἰς τό κῦμα
Ὅταν ὁ Φοῖβος προσπελάζῃ,
Καί ἦν’ ὁ οὐρανός ῥοδόχρους,
Κ’ ὁ γέρων Ὑμηττός ἰόχρους,
Κ’ ἡ Φιλομήλ’ ἀναστενάζῃ!

Εἰς κιονόκρανον ὡραῖον,
Ἀνῆκον εἰς ναόν ἀρχαῖον
Τῆς Δήμητρος ἢ Ἀφροδίτης,
Σκέψιν ἀμέτρητον κυμαίνων,
Μ’ ἀγκῶνα κάθημ’ ἐρεισμένον
Ἐπὶ γονάτων, ὡς πρεσβύτης.

Ὦ γενεαί ὅσαι τόν βίον
Διήλθετε μετά δακρύων
Εἰς τήν αἰσχίστην τυραννίδα,
Ὡς σάλου κυματοδιώξεις,
Εἰς λήθην τῆς ἀρχαίας δόξης,
Χωρίς τοῦ μέλλοντος ἐλπίδα·

Πρός σᾶς οἱ διαλογισμοί μου
Στρέφοντ’ ἐν μέσῳ τῆς ἐρήμου,
Ὦ γενεαί  παρῳχημέναι
Πλήν μέ ἡμᾶς διά παντοίων
Παθῶν καί συμφορῶν ὁμοίων
Διά παντός   συνδεδεμέναι!

(Ὦ συγγενεῖς ὁρμαί καί   πόθοι!)
Εἰς τήν ψυχήν μας μετεδόθη
Τοῦ βίου σας ἡ ἀθυμία.
Μέχρις ὀστέων διεισδύει,
Νά τήν   ἐκνίψῃ δέν ἰσχύει
Ἡ ἀτελής ἐλευθερία!

Ἰδού οἱ ταπεινοί σας τάφοι,
Τὰ δακρυπότιστα ἐδάφη,
Καὶ τοῦ ναοῦ ὁ μέλας θόλος,
Μὲ προσευχὰς θερμὰς καὶ γόους,
Καὶ ἀναστεναγμοὺς ἀθρόους
Ἀνάπλεως εἰσέτι ὅλος.

Ἁγιωσύνης πνέει μύρον.
Ἐν μέσῳ προφητῶν, μαρτύρων,
Θεὸς, εἰς καταδίκου σχῆμα,
Χεῖρας αἱμοσταγεῖς ἐκτείνει,
Καὶ κεφαλὴν βαρεῖαν κλίνει,
Ὑπὲρ παντὸς τοῦ κόσμου θῦμα!

Ἀπόστολοι τῆς Γαλιλαίας,
Διδάσκαλοι θρησκείας νέας,
Ἐν δέοντι καὶ καταλλήλως
Τῆς πίστεως τὴν θείαν δᾷδα
Ἐκόμισεν εἰς τὴν Ἑλλάδα
Ὁ εὐαγγελικός σας ζῆλος.

Τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τεθλιμμένους,
Τοὺς δούλους καὶ δεδιωγμένους
Τίς ἤθελε παρηγορήσει;
Ὁ ἐραστὴς θεὸς τῆς Λήδας
Τῶν καρδιῶν τὰς καταιγίδας
Ἠδύνατο ν’ ἀποσοβήσῃ;

Ὁ ἱμερόεις τῶν Χαρίτων
Γέλως πρὸς δυστυχεῖς θὰ ἦτον
Ἡ σκληροτάτη εἰρωνεία.
Τί πρὸς αὐτοὺς τῶν θαλασσίων
Καὶ οὐρανίων καὶ χθονίων
Δαιμόνων ἡ φαιδρὰ χορεία;

Ἢ, ἄν, Ἑλλὰς, ὁ τοῦ Ἀγνώστου
Θεοῦ δὲν ἔστελλε τὸ φῶς του
Ἀστὴρ ὃν ἔκπαλαι ἐζήτεις,
Καὶ εἰς δουλείας καὶ ἀπάτης
Σκότος διπλοῦν περιεπάτεις,
Ἀθλία, ὀρφανή, ἀλῆτις,

Ὡς ἡ ἀρχαία Ἀντιγόνη·
Λατρεία σου νὰ ἦναι μόνη
Ἔπρεπ’ ἐν ταῖς δειναῖς ἀνίαις,
Ἐξ ὅλων τῶν θεῶν τῶν πάλαι,
Ἡ Νέμεσις καὶ αἱ μεγάλαι
Θεαὶ τοῦ ᾍδου Ἐριννύες!

Ἡ Νέμεσις ἡ Ῥαμνουσία,
Θεὸς δεινὴ, θεὸς βαρεῖα
Εἰς ἀσεβεῖς καὶ εἰς τυράννους,
Ἥτις καὶ εἰς τὰ σκότη βλέπει,
Καὶ τὰς ἀνόμους ἀνατρέπει
Βουλάς των καὶ ὑπερηφάνους.

Ἀρχαῖοι τύραννοι καὶ νέοι,
Ποῦ οἱ στρατοί σας οἱ γενναῖοι,
Καὶ ὁ ἀχαλινός σας γέλως;
Καὶ σὺ ἰσχὺς τῆς Ἄγαρ, ἥτις
Ἐφαίνεσο ὡς ὁ γρανίτης
Ἀκράδαντος καὶ δίχως τέλος·

Ἰδοὺ ὡς ἡ χιὼν ἐτάκης,
Ἣν ἡ ψυχρὰ πνοὴ τῆς Θρᾴκης
Ἐπὶ τοῦ Πάρνηθος σωρεύει,
Ἢ καταιγὶς εἰς τὸν αἰθέρα
Ἐν μετοπωρινῇ ἡμέρᾳ
Μυκᾶται ἅμα καὶ διέβη!

Ἀλλ’ ἡ ψυχή μας εἰς τὸ πλῆθος
Τῶν πόνων ὡς πελείας στῆθος
Συνείθισε ν’ ἀναστενάζῃ.
Εὗρε δ’ ἂν ὄχι εὐτυχίαν,
Ἀρκοῦσαν ὅμως ἡσυχίαν
Νὰ μελετᾷ καὶ νὰ ῥεμβάζῃ.
✧ ✧ ✧ ✧

ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΩΝΙΑΝ.

Τίς τὴν ψυχήν μου θὰ ἡμερώσῃ;
Τίς εἰς τὸν πόθον μου θέλει δώσει
Πτερὰ Ζεφύρου;
Τίς εἰς τοὺς τόπους θέλει μὲ φέρει
Ὅπου ὁ Μέλης στιλπνὸς μαρμαίρει
Ὡς πλὰξ ἀργύρου;

Ἐκεῖ γλυκεῖαι πνέουσιν αὖραι,
Καὶ εἰς τὸ κῦμα δονοῦνται μαῦραι
Σκιαὶ πλατάνων.
Ἐκεῖ εὐώδης θάλλει μυρσίνη,
Ἐκεῖ τὰ πάντα τέρψις, γαλήνη,
Πλὴν τῶν τυράννων!

Ἡ τυραννία τὴν φρίκην σπείρει,
Καὶ τῆς ὡραίας φύσεως φθεῖρει
Τὴν ἁρμονίαν.
Αὐτὴ μαραίνει τὰ κάλλιστ’ ἄνθη,
Καὶ ἡ πνοή της κατελυμάνθη
Τὴν Ἰωνίαν.

Ἀλλ’ ἂν τὰ κάλλη της λαίλαψ τύπτῃ,
Ὑπὸ τὸ βάρος της ἀνακύπτει
Πλέον ὡραία,
Κ’ εἰς τὴν γλυκεῖαν μορφήν της ἔτι
Τὸ δουλικόν της πένθος προσθέτει
Θέλγητρα νέα.

Οὕτως εἰς ῥόδον πίπτει βαρεῖα
Ἡ ὁλολύζουσα τρικυμία
Μὲ ὄμβρου σάλον·
Πλὴν εἰς τὴν τόσην ἀνεμοζάλην
Ὑπερηφάνως ἐγείρει πάλιν
Μέτωπον θάλλον!

✧ ✧ ✧ ✧

ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Ιβάν Βάζοφ ( 9 Ιουλίου 1850 – 22 Σεπτεμβρίου 1921 )

 

Ο Ιβάν Βάζοφ ( 9 Ιουλίου 1850 – 22 Σεπτεμβρίου 1921 ) ήταν Βούλγαρος ποιητής, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στην πόλη Σόποτ (Sopot) στην Επαρχία της Φιλιππούπολης (Πλόβντιβ). Θεωρείται ο εθνικός ποιητής και θεμελιωτής της σύγχρονης βουλγαρικής λογοτεχνίας.
Οι γονείς του, Σούμπα και Μίντσο Βάζoφ, άσκησαν μεγάλη επιρροή στο νεαρό ποιητή. Έκανε τις πρώτες σπουδές του στο Σόποτ και τη Φιλιππούπολη (βουλγ. Plovdiv). Στη Ρουμανία, όπου πήγε αργότερα να σπουδάσει εμπορικές επιστήμες, ανέπτυξε σχέσεις με εξόριστους Βούλγαρους επαναστάτες. Η ζωή του, όπως και το έργο του, επηρεάστηκε από την πολιτικά ταραγμένη περίοδο 1890 έως 1920 και τις οδύνες των συμπατριωτών του υπό τον οθωμανικό ζυγό. Ιδεολογικά, μεγάλη επιρροή άσκησε στη μεταγενέστερη σταδιοδρομία του ο Χρίστο Μπότεφ (Hristo Botev, 1848 - 1876), ποιητής και αρχηγός του επαναστατικού βουλγαρικού κινήματος εναντίον της τουρκικής κυριαρχίας.
Μετά την απελευθέρωση της Βουλγαρίας από την οθωμανική κατοχή (1878), ο Βάζοφ ανέλαβε δημόσια αξιώματα, ασχολήθηκε με την πολιτική, εκλέχθηκε βουλευτής και χρημάτισε για κάποιο διάστημα υπουργός παιδείας. Λόγω όμως των πολιτικών πεποιθήσεών του, αυτοεξορίσθηκε στην Οδησσό (1886 - 1889), όπου άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία.
Ο Βάζοφ πέθανε στη Σόφια στις 22 Σεπτεμβρίου 1921, σε ηλικία 71 ετών. Στο πίσω μέρος του Ναού της Αγίας Σοφίας στη Σόφια, βρίσκεται ο τάφος του, που εντυπωσιάζει με το ογκώδες λιθάρι, φερμένο από το βουνό της Βίτοσα, που τον σκεπάζει. Στον κήπο μπροστά από την Αγία Σοφία, υπάρχει κι ένα επιβλητικό μπρούτζινο άγαλμά του, ενώ το σπίτι που έζησε, στη συμβολή των Οδών Ιβάν Βάζοφ και Γκεόργκι Ρακόφσκι, λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.

Το συγγραφικό έργο του

Η μεγάλη φήμη του Βάζοφ ξεκινά με την Εποποιία των Λησμονημένων (1881 - 1884), μια σειρά πατριωτικών ποιημάτων που εξυμνούν δοξασμένες μορφές του αγώνα του βουλγαρικού λαού για την ανεξαρτησία της χώρας του από την τουρκική κυριαρχία, όπως τους Στέφανο Καρατζά, Ρακόφσκι, Βασίλι Λέφσκι, Κότσο κ. ά. Το πιο σπουδαίο από τα ποιήματα αυτά περιγράφει την αυτοθυσία του υποδηματοποιού Κότσο, ο οποίος σκότωσε τη γυναίκα του και το παιδί του και στη συνέχεια αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Η " Εποποιία των Λησμονημένων" θεωρείται το πιο σημαντικό έργο της επικής ποίησης του Βάζοφ και το δημοφιλέστερο της βουλγαρικής λογοτεχνίας.

Το αριστούργημα όμως του Βάζοφ είναι το μεγάλο μυθιστόρημά του Κάτω από το ζυγό (βουλγ. "Под игото", αγγλ. μτφ. "Under the Yoke", 1894), που άρχισε να γράφει αυτοεξόριστος στην Οδησσό, που αφηγείται την καταπίεση των υποδουλωμένων Βουλγάρων από τους Οθωμανούς και έχει μεταφρασθεί σε στις πιο πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ιστορεί τις περιπέτειες του ήρωά του Ιβάν Πράλιτς, ενός φανταστικού Βούλγαρου πατριώτη, ο οποίος δραπετεύει από τις τουρκικές φυλακές, οργανώνει μιαν επαναστατική οργάνωση με σκοπό την εκδίωξη των Τούρκων, ερωτεύεται την όμορφη Ράντα, προδίδεται από ένα δήθεν φίλο, ο οποίος δουλεύει για τους Τούρκους, ανακαλύπτονται τελικά κι αυτός και η αγαπημένη του Ράντα σε έναν ερειπωμένο μύλο και μετά ηρωική αντίσταση υποκύπτουν στις μεγάλες αριθμητικά δυνάμεις των Τούρκων, με την ελπίδα μέσα τους μιας απελευθερωμένης πατρίδας.
Στα άλλα έργα του Βάζοφ περιλαμβάνονται τα μυθιστορήματα Νέα Χώρα (1894), Κάτω απ' τον Ουρανό μας (1900), Η Τσαρίνα του Κατσαλάρ (1902), Τραγούδια της Μακεδονίας (1914), Δε θα Χαθε'ι (1920) και τα θεατρικά έργα Κλέφτες (1894), Μπορισλάβ (1909), Προς την 'Αβυσσο (1910), Ιβάυλο (1911) και Κάτω από τη βροντή της νίκης (1914).


Στο μοναστήρι της Ρίλας

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου. Βουνά τριγύρω
και κορυφές ορθώνονται' ψηλά, άγρια δάση
θροΐζουν' νερά κρυστάλλινα, αφρισμένα, βουίζουν:
εδώ, παντού κοχλάζει η ζωή. Τρυφερή μάνα
γλυκά με νανουρίζει, η φύση, με τραγούδια,
κρατώντας με, με αγάπη, πάνω στην καρδιά της.

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου. Η κορφή του Ελένιν
τρυπά τον μπλε ουρανό και με καλεί κοντά της'
το Μπριτσεμπόρ, με τα έλατα και τα γιγάντια
πεύκα του, νέα μού δίνει ζωή, και, προς τον νότο,
τεράστια, η Τσάρεφ Βριχ, τη φαλακρή κορφή της
και την ανάμνηση του τσάρου ψηλά ορθώνει.

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου, στον δικό μου κόσμο, —
σε κόσμο προσφιλή, λαχταρισμένο. Εδώ
πιο ελεύθερα ανασαίνω, εδώ, στη Ρίλα, νιώθω
πιο καθαρός' ιερός, διαλεχτός, την ψυχή μου
γιομίζει ο κόσμος' ζωή καινούργια ορμά σαν κύμα
μέσα μου, και σκιρτώ όλος ρώμη και τραγούδια.

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου' τώρα δα είμαι πάλι
ποιητής, μες στην ιερή του δάσους ερημιά'
εννοώ το ερωτικό, γαλήνιο νεύμα του άλσους,
τον θρο, και των αβύσσων τους ψιθύρους, κ' ένα
με γη κι ουρανό γίνομαι, παραδομένος
σε τερπνή, μυστική συνομιλία μαζί τους.

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου' μες στην καρδιά 'μαι
της Ρίλας' τα δεινά, τα βάσανα, η αγωνία
του κόσμου, είναι μακρυά: γι' αυτά ύψωσε ένα τείχος
τεράστιο η Ρίλα' αθώος σχεδόν, αγαθός, νιώθω,
και γεύομαι γλυκιάν ειρήνη, με τραγούδια
και προσευχές, σαν ύστερα από μακρύ αγώνα.

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου' μακάριος, δίπλα
στο γάργαρο, που τραγουδά, ποτάμι, επί ώρες,
διαβάζω κι ονειροπολώ, ή σαν κουρνιασμένος
αητός, πάνω απ' τα βάραθρα στέκω, κι ο νους μου
περισκοπεί το χάος, εισδύει στης οικουμένης
τα μυστικά όλα κι ως τον Κύριο φτερουγίζει.

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου' δεν είμαι, εδώ, ένας
περίεργος επισκέπτης' πάντα η φύση, η φύση, η
έντονη — ελευθερία, τραγούδι, ζωή - 'τανε για μένα
το πλέον απλό και το πιο μέγα ιδανικό μου.
Σέβας σε σας, νερά και βάραθρα και βράχια
κ' ελάτια υψηλά κ' ύψη: απόψεις του κυκλώπιου!

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου, — ένας, κ' εγώ, φθόγγος
της μελωδίας της Ρίλας. Μ' αν το φως δεν είδα
εδώ, — να 'ταν εδώ να μ' έθαβαν! Στου δάσους
το θρόισμα, κάτω απ' τ' άγρυπνο βλέμμα του Ελένιν,
τάφο να βρω στα μεγαλειώδη μέσα στέρνα
της Ρίλας, — έπους μεγαλόπρεπου της φύσης.

Иван Вазов
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
(με τον έλεγχο του Stefan Getchev)
















ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ "ΑΡΙΑ(Από τον καιρό της καραντίνας)"

Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης 

Σε ένα στενό μπαλκόνι που βγαίνει μισό μέτρο από τον τοίχο στέκει μια γυναίκα στο σούρουπο. Φορά ένα απλό ριχτό φόρεμα και έχει τα μαλλιά της μαζεμένα πρόχειρα. Στο πλάι της ένα τετράχρονο αγόρι κρατάει ένα ηχείο από όπου ακούγεται μια συμφωνική ορχήστρα να παίζει ένα βαλς. Η γυναίκα στρέφεται προς το παιδί και σιγουρεύεται ότι κρατά σωστά το ηχείο και γυρίζει ένα κουμπί που αυξάνει την ένταση. Στρέφεται προς τα μπροστά της, παίρνει βαθιά ανάσα και αρχίζει να τραγουδάει μια γνωστή άρια μιας όπερας. Η φωνή της υψώνεται μέσα την υγρή ατμόσφαιρα του Μαρτίου και κατρακυλάει προς τους 10 ορόφους κάτω απ το μπαλκόνι της μα και προς τις άλλες πολυκατοικίες μπροστά της.
Όσο το λεπτό της σώμα κρέμεται σ αυτή την λουρίδα του μπαλκονιού, η φωνή της που πάλλεται γεμίζει τον αέρα .Ακούγονται φωνές και παλαμάκια από τα απέναντι μπαλκόνια, λες και προσπαθούν να αγκαλιαστούνε με αυτήν την άρια, τώρα που τα χέρια δεν αγγίζουν άλλα χέρια .
Το σούρουπο που βαθαίνει ξεβάφει το χρώμα από όλη την συνοικία, μόνο η σοπράνο φωνή τυλίγει την ατμόσφαιρα μαζί με τις επιδοκιμασίες των γειτόνων στα μπαλκόνια τους.
Το αγόρι κρατώντας το ηχείο κοιτάζει την μαμά του.
Σε μια στιγμή, το μπαλκόνι ξεκολλάει απ τον τοίχο και ενώ η γυναίκα εξακολουθεί να τραγουδάει Βέρντι, πετάει σαν ιπτάμενο χαλί πάνω από το Μιλάνο και ύστερα πάνω από την Ιταλία και η μουσική βρέχει όλη την γη.
Το παιδί έχει αφήσει το ηχείο κάτω και έχει αρχίσει να κλαίει .
Η μητέρα του σταματάει το τραγούδι ,και το παίρνει αγκαλιά.
‘’Τι έπαθες’’,το ρωτάει καθώς ανοίγει την μπαλκονόπορτα για να μπούνε μέσα.










Βίβιαν Μαίρη Χάρτλεϊ - Βίβιαν Λι ( 5 Νοεμβρίου 1913 – 8 Ιουλίου 1967)

 


Η Βίβιαν Μαίρη Χάρτλεϊ (Vivien Mary Hartley, 5 Νοεμβρίου 1913 – 8 Ιουλίου 1967), αργότερα γνωστή ως Βίβιαν Λι και Λαίδη Ολίβιε, ήταν Αγγλίδα ηθοποιός. Βραβεύθηκε με δύο Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου, το πρώτο για τον ρόλο της Σκάρλετ Ο'Χάρα στο Όσα παίρνει ο άνεμος (Gone With The Wind) το 1939 και το δεύτερο για τον ρόλο της Μπλανς Ντυμπουά στο Λεωφορείον ο Πόθος (A Streetcar Named Desire) το 1951, υποδυόμενη δύο καλλονές του αμερικανικού Νότου.

Η Βίβιαν Λι ήταν κυρίως θεατρική ηθοποιός και συνεργαζόταν συχνά με τον δεύτερο σύζυγό της, τον ηθοποιό Λόρενς Ολίβιε, που για σχεδόν μια εικοσαετία τη σκηνοθέτησε σε αρκετές από τις θεατρικές εμφανίσεις της, ενώ σε πολλές συμπρωταγωνίστησαν. Κατά τη διάρκεια της τριακονταετούς σταδιοδρομίας της στη σκηνή υποδύθηκε ποικίλους και διαφορετικούς ρόλους, σε έργα των δημοφιλέστερων θεατρικών συγγραφέων, όπως οι Νόελ Κάουαρντ, Τζορτζ Μπέρναρντ Σω και Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Η καριέρα της συνεχίσθηκε σποραδικά μετά το διαζύγιο της με τον Ολίβιε το 1960. Η Λι κέρδισε το Βραβείο Τόνυ Α΄ Γυναικείου Ρόλου σε Μιούζικαλ το 1963 για την εμφάνισή της στην παράσταση Τόβαριτς στο Μπρόντγουεϊ, που ήταν το κύκνειο άσμα της.

Θεωρούσε ότι η φυσική ομορφιά της δεν διευκόλυνε την αναγνώρισή των υποκριτικών της ικανοτήτων. Είχε προβλήματα υγείας από νεαρή ηλικία. Για μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής της, η Λι έπασχε από διπολική διαταραχή. Στα μέσα της δεκαετίας του '40 διαγνώστηκε με φυματίωση, μια ασθένεια που την ταλαιπώρησε χρόνια και προκάλεσε τελικά το θάνατό της το 1967.

Το 1999 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε 16η στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες κινηματογραφικές σταρ όλων των εποχών

Πρώτα χρόνια

Η Βίβιαν Μέρι Χάρτλεϊ (όπως ήταν το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στο Νταρτζίλινγκ της Ινδίας, όπου και έζησε μέχρι την ηλικία των 6 ετών. Ήταν κόρη του Βρετανού στρατιωτικού Έρνεστ Χάρτλεϊ και της Γκέρτρουντ Ρόμπινσον Γιάκτζι. Η μητέρα της προσπάθησε να την κάνει να εκτιμήσει τη λογοτεχνία και την έφερε σε επαφή με τα έργα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, του Λιούις Κάρολ, και του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, καθώς και με τους αρχαίους ελληνικούς μύθους. Η Βίβιαν Λι εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε παράσταση της θεατρικής ομάδας της μητέρας της απαγγέλοντας ένα παιδικό ποίημα. Οι γονείς της επέστρεψαν στην Αγγλία το 1919 και έστειλαν την μοναχοκόρη τους σε σχολείο που διοικείτο από καλόγριες. Μια από τις φίλες της στο σχολείο ήταν η μελλοντική ηθοποιός Μορίν Ο'Σάλιβαν, προς την οποία εξέφρασε την επιθυμία να γίνει μεγάλη ηθοποιός.

Η Λι διέκοψε τη φοίτηση της στο σχολείο εκείνο, όταν ο πατέρας της την πήρε μαζί του στην Ευρώπη, όπου φοίτησε σε διαφορετικά ευρωπαϊκά σχολεία, καθώς η οικογένειά της μετακινούνταν συνεχώς. Το 1931 επέστρεψε στην Αγγλία και αφότου παρακολούθησε μια ταινία της παλιάς της φίλης από το σχολείο, Μορίν Ο' Σάλιβαν, ανακοίνωσε στους γονείς της ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός. Ο πατέρας της την έγραψε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου.

Το 1931, γνώρισε και παντρεύτηκε το δικηγόρο Χέρμπερτ Λι Χόλμαν. Ο Χόλμαν που ήταν δεκατρία χρόνια μεγαλύτερός της, δεν ενέκρινε τις καλλιτεχνικές της ενασχολήσεις και την ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές της στη Βασιλική Ακαδημία του δράματος. Το 1933 το ζεύγος απέκτησε μια κόρη, τη Σούζαν.

Οι απαρχές της καριέρας της

Η Λι δεν ήταν ικανοποιημένη από την οικογενειακή ζωή. Κάποιοι φίλοι της πρότειναν έναν μικρό ρόλο στην ταινία Things Are Looking Up, η οποία σηματοδότησε το κινηματογραφικό της πρωτόλειο. Στη συνέχεια προσέλαβε έναν πράκτορα, τον Τζον Γκλίντον, ο οποίος της πρότεινε να αλλάξει το όνομά της, καθώς πίστευε ότι το Βίβιαν Χόλμαν δεν ήταν κατάλληλο για ηθοποιό. H ίδια απέρριψε το όνομα Έιπριλ Μορν που της πρότεινε ο Γκλίντον, διατήρησε το όνομά της και υιοθέτησε ως επίθετο το μεσαίο όνομα του συζύγου της. Ο Γκλίντον την συνέστησε στο σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κόρντα, αλλά ο Κόρντα έκρινε ότι δεν ήταν αρκετά ταλαντούχα ως ηθοποιός.

Η ερμηνεία της στη θεατρική παράσταση Masc Of Virtue το 1935, έλαβε εξαιρετικές κριτικές και ακολούθησαν συνεντεύξεις και άρθρα εφημερίδων. Η εφημερίδα Daily Express, αναφέρθηκε θετικά στις ταχείες αλλαγές της έκφρασης του προσώπου της, κάτι που στο μέλλον θα γινόταν χαρακτηριστικό της. Ο Αλεξάντερ Κόρντα, αφότου παρακολούθησε την παράσταση, παραδέχθηκε το σφάλμα του και την κάλεσε να υπογράψει συμβόλαιο για μια σειρά ταινιών με την ανεξάρτητη εταιρία του. Παράλληλα συνέχισε τις εμφανίσεις της στο θέατρο. Όταν όμως ο Κόρντα μετέφερε την παράσταση σε μεγαλύτερο θέατρο, η Λι δυσκολεύτηκε να τοποθετήσει σωστά τη φωνή της, εισπράττοντας την αδιαφορία του ακροατηρίου. Οι παραστάσεις του έργου σταμάτησαν λίγες μέρες αργότερα.Το 1960, η Λι αναφέρθηκε με ανάμεικτα συναισθήματα στην πρώτη εμπειρία με την ξαφνική φήμη και τις διθυραμβικές κριτικές, λέγοντας:

Μερικοί κριτικοί είχαν την ανοησία να πουν ότι ήμουν μεγάλη ηθοποιός. Τότε σκέφτηκα ότι ήταν το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσαν να μου κάνουν, καθώς έριξαν πάνω μου τέτοιο βάρος και τέτοια ευθύνη, που δεν ήμουν σε θέση να αντέξω. Μου χρειάστηκε καιρός για να μάθω να μην εντυπωσιάζομαι από εκείνες τις πρώτες εντυπώσεις των κριτικών. Το βρίσκω τόσο ηλίθιο. Θυμάμαι ακόμα πολύ καλά εκείνον τον κριτικό που το έκανε και δεν τον έχω συγχωρήσει.

Παρά τη σχετική απειρία της, η Λι επιλέχτηκε για να παίξει την Οφηλία στο θεατρικό του Σαίξπηρ Άμλετ (Hamlet), που ανέβασε ο Ολίβιε, το 1937, στο Old Vic Theatre. Χρόνια αργότερα ο Ολίβιε διηγήθηκε ένα περιστατικό που φανέρωνε την ψυχική της αστάθεια. Τη νύχτα της πρεμιέρας, λίγο πριν εμφανιστεί στη σκηνή, χωρίς προφανή λόγο, άρχισε να φωνάζει στον Ολίβιε κι έπειτα έμεινε σιωπηλή κοιτάζοντας αόριστα το χώρο. Ωστόσο, εμφανίστηκε στη σκηνή χωρίς κανένα πρόβλημα. Την επόμενη μέρα είχε ξεχάσει εντελώς το περιστατικό. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ολίβιε γινόταν μάρτυρας τέτοιας συμπεριφοράς από μέρους της. Οι δυο τους άρχισαν να συζούν, ενώ οι σύζυγοί τους αρνήθηκαν να τους παραχωρήσουν διαζύγιο.

Την επόμενη χρονιά, η Λι εμφανίστηκε στο πλευρό των Ρόμπερτ Τέιλορ, Λάιονελ Μπάριμορ και Μορίν Ο' Σάλιβαν στην ταινία Ατίθασα νιάτα (A Yank at Oxford, 1938). Πρόκειται για την πρώτη της ταινία που σημείωσε επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων κυκλοφόρησε η φήμη ότι ήταν δύσκολη και παράλογη και ο Κόρντα ζήτησε από τον ατζέντη της, να της κάνει συστάσεις προκειμένου να συμμορφωθεί. Έπειτα συμμετείχε στην ταινία St. Martin's Lane δίπλα στον Τσαρλς Λότον.

Η εξέλιξη της καριέρας της, η αναγνώριση και η ζωή με τον Ολίβιε (1937-1958)

Όσα παίρνει ο άνεμος

Ο Ολίβιε προσπαθούσε για καιρό να κάνει επιτυχία στον κινηματογράφο. Παρά την επιτυχία του στην Αγγλία, ήταν άγνωστος στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι προσπάθειές του στο παρελθόν να προσελκύσει το αμερικάνικο κοινό δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Του προσφέρθηκε ο ρόλος του Χίθκλιφ στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος της Έμιλι Μπροντέ Ανεμοδαρμένα Ύψη (Wuthering Heights) το 1939 (που προβλήθηκε στην Ελλάδα με τίτλο Ο πύργος των καταιγίδων) και ταξίδεψε στο Χόλιγουντ, αφήνοντας τη Λι στο Λονδίνο. Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Γουίλιαμ Γουάιλερ, προσέφερε στη Λι τον δευτερεύοντα ρόλο της Ισαβέλλας. Εκείνη όμως αρνήθηκε, καθώς προτιμούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, εκείνον της Κάθι, που είχε ανατεθεί στη Μερλ Όμπερον.

Εκείνη την περίοδο το Χόλιγουντ βρισκόταν στα μέσα αναζήτησης της ηθοποιού που θα απεικόνιζε τη Σκάρλετ Ο' Χάρα στην κινηματογραφική μεταφορά του Όσα παίρνει ο άνεμος. Ο Αμερικανός ατζέντης της Λι, ήταν ο αντιπρόσωπος στην Αγγλία του πρακτορείου ταλέντων του Μάιρον Σέλζνικ, αδελφού του παραγωγού του Όσα παίρνει ο άνεμος Ντέιβιντ Ο' Σέλζνικ. Τον Φεβρουάριο του 1938, η Λι ζήτησε να περάσει από ακρόαση για το ρόλο της Σκάρλετ. Ο Σέλζνικ, που είχε δει τη Λι στις ταινίες Μέσα από τις φλόγες και Ατίθασα νιάτα, τη θεωρούσε υπέροχη, αλλά η βρετανική της προφορά δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα της Σκάρλετ Ο' Χάρα. Η Λι ταξίδεψε στο Λος Άντζελες για να είναι μαζί με τον Ολίβιε και να προσπαθήσει να πείσει τον Σέλζνικ ότι ήταν η καταλληλότερη ηθοποιός για το ρόλο της Σκάρλετ. Όταν ο Μάιρον Σέλζνικ, που αντιπροσώπευε τον Λόρενς Ολίβιε, συναντήθηκε με τη Λι, κατάλαβε ότι διέθετε όλα τα χαρίσματα που απαιτούσε ο ρόλος. Ο Μάιρον κάλεσε τη Λι και τον Ολίβιε στο σετ, όπου κινηματογραφούσαν την πυρκαγιά της Ατλάντα. Εκεί ανάμεσα στις φλόγες, ο Μάιρον προσφώνησε τη Λι, λέγοντας στον αδελφό του: Έι ιδιοφυΐα! Σου παρουσιάζω τη Σκάρλετ Ο' Χάρα. Την επόμενη ημέρα, η Λι διάβασε μια σκηνή για το Σέλζνικ, ο οποίος έγραψε στη σύζυγο του: Από εκεί που δεν το περίμενε κανείς, βρέθηκε η Σκάρλετ και είναι πάρα πολύ καλή. Οι επικρατέστερες για το ρόλο αυτή τη στιγμή είναι: η Πολέτ Γκοντάρ, η Τζιν Άρθουρ, η Τζόαν Μπένετ και η Βίβιαν Λι. Ο σκηνοθέτης, Τζορτζ Κιούκορ, εντυπωσιάστηκε από τη ζωντάνια της Λι και συμφώνησε με το Σέλζνικ και λίγες μέρες αργότερα ο ρόλος ανατέθηκε στη Λι.

Τα γυρίσματα αποδείχθηκαν δύσκολα για εκείνη. Ο Κιούκορ απομακρύνθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Βίκτορ Φλέμινγκ, με τον οποίο η Λι είχε συνεχείς διενέξεις. Η Λι και η Ολίβια Ντε Χάβιλαντ συναντούσαν κρυφά τον Κιούκορ για να τους δώσει συμβουλές πάνω στους ρόλους τους. Σύναψε φιλικές σχέσεις με τον Κλαρκ Γκέιμπλ, με τη σύζυγό του Κάρολ Λόμπαρντ και με την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ αλλά φιλονικούσε με το Λέσλι Χάουαρντ, με τον οποίο ήταν υποχρεωμένη να ερμηνεύσει αρκετές ερωτικές σκηνές. Μερικές φορές αναγκαζόταν να εργάζεται επτά ημέρες την εβδομάδα, συχνά μέχρι αργά τη νύχτα, πράγμα που την κατέβαλε. Στο μεταξύ ο Ολίβιε, είχε αναλάβει δουλειά στη Νέα Υόρκη. Σε μια υπεραστική κλήση μεταξύ τους είπε:

Μισώ τα γυρίσματα των ταινιών! Τα μισώ τόσο ώστε να μη θέλω να γυρίσω άλλη ταινία!

Το 2006, η Ολίβια Ντε Χάβιλαντ υπερασπίστηκε τη συμπεριφορά της Λι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Όσα παίρνει ο άνεμος, λέγοντας:

Η Βίβιαν ήταν επαγγελματίας και απόλυτα πειθαρχημένη. Είχε δύο μεγάλα προβλήματα: Το γεγονός ότι έπρεπε να κάνει όσο το δυνατόν καλύτερη δουλειά, σε έναν εξαιρετικά δύσκολο ρόλο και το ότι ήταν μακριά από τον Ολίβιε που βρισκόταν στη Νέα Υόρκη.

Το Όσα παίρνει ο άνεμος απέφερε στη Λι άμεση φήμη και αναγνωρισιμότητα. Αλλά η ίδια υποστήριζε ότι:

Δεν είμαι σταρ, είμαι ηθοποιός! Οι ζωές των ατόμων που δηλώνουν αποκλειστικά και μόνο ότι είναι κινηματογραφικοί αστέρες, είναι βουτηγμένες μέσα στο ψέμα. Οι κινηματογραφικοί αστέρες ζουν για ψεύτικες αξίες και κυνηγούν τη δημοσιότητα. Ενώ οι ηθοποιοί έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και υπάρχουν πάντα καλοί ρόλοι για εκείνους.

Το Όσα παίρνει ο άνεμος έκανε παγκόσμια επιτυχία και έλαβε δεκατρείς υποψηφιότητες για Όσκαρ. Η Λι ήταν υποψήφια για όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, έχοντας ως αντιπάλους της τη Μπέτι Ντέιβις για την ταινία Το λυκόφως μιας ζωής (Dark Victory) και την Γκρέτα Γκάρμπο για το Νινότσκα (Ninotchka). Τελικά επικράτησε και των δύο και αναδείχτηκε νικήτρια τη νύχτα της απονομής στις 29 Φεβρουαρίου 1940. Το Όσα παίρνει ο άνεμος κέρδισε συνολικά δέκα βραβεία Όσκαρ, ενώ η Λι εκφώνησε ομιλία 30 δευτερολέπτων παραλαμβάνοντας το βραβείο της, για να ευχαριστήσει τον παραγωγό Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ.

Αστέρι πρώτου μεγέθους και καριέρα στον κινηματογράφο (1940-1951) 


Σε στιγμιότυπο της ταινίας Η γέφυρα της αμαρτίας (Waterloo Bridge, 1940)

Το 1940 ο Ολίβιε ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ Ρεβέκκα (Rebecca) και η Λι ήθελε να αναλάβει τον γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία. Πέρασε λοιπόν από ακρόαση, αλλά ο Χίτσκοκ την απέρριψε. Ο Σέλζνικ, παραγωγός και της εν λόγω ταινίας, τη θεώρησε και εκείνος ακατάλληλη για το ρόλο τονίζοντας ότι ήταν ακατάλληλη όσον αφορά την ειλικρίνεια ή την ηλικία ή την αθωότητα που απαιτούσε ο ρόλος. Ο Σέλζνικ παρατήρησε ότι δεν είχε δείξει ενθουσιασμό για το ρόλο, μέχρι τη στιγμή που ανέθεσαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Ολίβιε και προσέλαβε τη Τζόαν Φοντέιν. Της απαγόρευσε επίσης να παίξει πλάι στον Ολίβιε στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος της Τζέιν Όστεν Περηφάνια και προκατάληψη, που πρωτοπροβλήθηκε στην Ελλάδα με τίτλο Περηφάνια και προκατάληψη (Pride And Prejudice, 1940) και όπου τον πρωταγωνιστικό ανέλαβε τελικά η Γκριρ Γκάρσον. Η ταινία Η γέφυρα της αμαρτίας (Waterloo Bridge, 1940) επρόκειτο να αποτελέσει τη δεύτερη κινηματογραφική συνεργασία του ζευγαριού, ο Σέλζνικ όμως αντικατέστησε την τελευταία στιγμή τον Ολίβιε με τον Ρόμπερτ Τέιλορ. Η ταινία είχε τεράστια επιτυχία και έλαβε καλές κριτικές.

Ακολούθησε η συνεργασία του ζευγαριού στο Μπρόντγουεϊ, όπου ανέβασαν το Ρωμαίος και Ιουλιέτα, αλλά οι κριτικές ήταν εξαρχής αρνητικές. Ο τύπος ασχολήθηκε με την έναρξη της σχέσης τους, με το γεγονός ότι είχαν ερωτικές σχέσεις ενώ ήταν παντρεμένοι και με το γεγονός ότι δεν έσπευσαν να συνεισφέρουν με τον τρόπο τους στον πόλεμο που είχε ξεσπάσει στην Ευρώπη. Οι περισσότερες από τις ευθύνες για την αποτυχία της παράστασης, αποδόθηκαν στη σκηνοθεσία του Ολίβιε, αλλά και η Λι είχε επικριτές που σχολίασαν την άρθρωσή της. Το ζευγάρι είχε επενδύσει σχεδόν όλες τις οικονομίες τους στο σχέδιο, και η αποτυχία είχε σαν αποτέλεσμα την οικονομική τους καταστροφή.

Επέστρεψαν στην Αγγλία το 1941, όπου γύρισαν την ταινία Λαίδη Χάμιλτον (That Hamilton Woman). Η ταινία αυτή γυρίστηκε για να αφυπνίσει το πατριωτικό ένστικτο των Άγγλων και για να δημιουργηθεί κλίμα συμπάθειας για τους Άγγλους από πλευράς του Αμερικάνικου κοινού. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ οργάνωσε δεξίωση με προσκεκλημένο τον Φράνκλιν Ρούζβελτ, στην οποία κανόνισε να προβληθεί η ταινία. Στην δεξίωση παρευρίσκονταν και το ζεύγος Ολίβιε, που από εκείνη τη στιγμή και μετά απέκτησαν φιλικές σχέσεις με τον Τσώρτσιλ.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ ( 4 Αυγούστου 1792 - 8 Ιουλίου 1822 )


 Percy Bysshe Shelley, by Alfred Clint 


Ο Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ (αγγλ. Percy Bysshe Shelley) ήταν Άγγλος ποιητής, βασικός εκπρόσωπος του ρομαντισμού. Ανήκει, μαζί με τον λόρδο Βύρωνα και τον Τζον Κητς, στη δεύτερη γενιά των Άγγλων ρομαντικών. Ο Σέλλεϋ δεν γνώρισε την αναγνώριση που περίμενε ως ποιητής στη διάρκεια της ζωής του. Μετά τον θάνατό του, όμως, το έργο του έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές και επηρέασε πολλές γενιές ποιητών. Αν και η οικογένειά του ήταν αριστοκρατική, ο Σέλλεϋ είχε ριζοσπαστικές ιδέες και στράφηκε, με την ποίηση αλλά και με τον τρόπο ζωής του, εναντίον όλων των παραδοσιακών θεσμών. Ξεπέρασε την εσωστρέφεια του ρομαντικού ατομικισμού και εξέφρασε μέσω του έργου του το όραμά του για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Πέθανε, σε ηλικία 30 ετών, στον κόλπο Λα Σπέτσια στην Ιταλία.
Γεννήθηκε το 1792 στο Φηλντ Πλέις κοντά στο Χόρσαμ του Σάσεξ και βρήκε το θάνατο από πνιγμό στη θάλασσα στα ανοικτά του Λιβόρνο το 1822 σε ηλικία 30 ετών. Δεύτερη σύζυγός του ήταν η γνωστή συγγραφέας Μαίρη Σέλλεϋ. Ήταν πρωτότοκος γιος του, από το 1815, βαρωνέτου Τίμοθυ Σέλλεϋ, ο οποίος ήταν ένας από τους πλουσιότερους γαιοκτήμονες. Από το 1804 ως το 1808 σπούδασε στο Ήτον και τον Οκτώβριο 1810 άρχισε να φοιτά στο Γιουνιβέρσιτυ Κόλλετζ της Οξφόρδης όπου συνδέθηκε με στενή φιλία με έναν συμφοιτητή του και μετέπειτα βιογράφο του, τον Τόμας Τζέφερσον Χογκ. Διακρίνονταν και οι δύο για την εκκεντρικότητα τους και συμμερίζονταν τους ίδιους ενθουσιασμούς. Ένιωθαν ευτυχισμένοι με τις σπουδές τους και υπήρξε για αυτούς μεγάλο πλήγμα η αποβολή τους από το κολλέγιο όταν επέδειξαν απείθεια αρνούμενοι να απολογηθούν για ένα φυλλάδιο τους με τίτλο : "Η αναγκαιότητα του Αθεϊσμού" (The Necessity of Atheism), το οποίο έστειλαν σε επισκόπους, αρχιεπισκόπους και διευθυντές κολλεγίων.
Ο πρώτος του γάμος ήταν με τη Χάριετ Γουέστμπροουκ και έγινε στο Εδιμβούργο στις 29 Αυγούστου 1811 με την οποία απέκτησαν μια κόρη, την Ιάνθη, και έναν γιο τον Τσαρλς Μπυς. Τον Μάιο του 1814 και ενώ ο πρώτος του γάμος καρκινοβατούσε, ο Σέλλεϋ γνώρισε την κόρη του πνευματικού του μέντορα, φιλοσόφου Ουίλιαμ Γκόντγουιν, Μαίρη Γκόντγουιν (μετέπειτα Σέλλεϋ) με την οποία κατέφυγε για ένα εξάμηνο στην Ελβετία και Γαλλία και μετά από πολλές δυσκολίες και περιπέτειες ξεκίνησαν να ζουν μαζί από το 1815. Αξίζει να σημειωθεί πως το παράνομο ζεύγος συνοδευόταν από τη δεύτερη γυναίκα του Γκόντγουιν Κλερ Κλαίρμοντ ενώ ο Πέρσι την ίδια εποχή με επιστολές του, καλούσε την Χάριετ να αποτελέσουν μαζί με τη Μαίρη μια "συντροφιά αγάπης". Την ίδια εποχή κατάφερε να ξεπληρώσει τα χρέη του από κληρονομιά που του άφησε ο παππούς του Σερ Μπυς Σέλλεϋ. Στα 1816 αφού απέκτησε με την Μαίρη έναν γιό με το όνομα Ουίλιαμ (πέθανε τριών ετών) μετακόμισε σε μια εξοχική κατοικία στην Γενεύη όπου γνώρισε τον Λόρδο Βύρωνα με τον οποίο θα αναπτύξουν μια βαθιά και μακρόχρονη φιλία με περιπλοκές, όπως το γεγονός ότι η Κλαίρη Κλαίρμοντ (δεύτερη γυναίκα του πεθερού του) γέννησε την Αλέγκρα, κόρη του Λόρδου Βύρωνα. Την ίδια χρονιά (1816) αυτοκτονεί η επίσημη σύζυγός του Χάριετ, γεγονός που τον συγκλονίζει, όμως 15 ημέρες μετά νυμφεύεται τη Μαίρη. Την ίδια εποχή έχει αναπτύξει φιλία με τον Τζέημς Χένρυ Λη Χαντ ο οποίος θα τον στηρίξει σημαντικά, ως ποιητή. Την επόμενη χρονιά (1817) θα αποκτήσει το δεύτερο παιδί με την Μαίρη, την Κλάρα (πεθαίνει την ίδια χρονιά) ενώ αργότερα (1820) θα αποκτήσει και τρίτο παιδί τον Πέρσυ Φλόρενς (το μόνο παιδί που επιζεί).

Κύκλος της Πίζας και τραγικός επίλογος



Η Κηδεία του Σέλλεϋ από τον Louis Édouard Fournier (1889); Στην Εικόνα από τα δεξιά προς τα αριστερά είναι, Trelawny, Hunt and Byron

Κυρίως για λόγους υγείας, ο Σέλλεϋ θα αρχίσει ένα οδοιπορικό στις πόλεις της Ιταλίας ξεκινώντας από τη Ρώμη συνεχίζοντας στη Φλωρεντία και καταλήγοντας στην Πίζα, από την οποία εξορμούσε συχνά στο Λιβόρνο και στη Λούκκα. Στην Πίζα δημιουργήθηκε ο κύκλος της Πίζας ένα ρεύμα επιφανών Άγγλων, Ιρλανδών, και Ελλήνων (μεταξύ αυτών ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, στον οποίον ο Σέλλεϋ αφιέρωσε το δράμα του Hellas) και ο Λόρδος Βύρων. Τέλος θα εγκατασταθεί στη βίλα Κάζα Μάνι στο Σαν Τερέντσο απέναντι από το Λέριτσι στον κόλπο της Σπέτσια. Τον Ιούλιο μετέβη με το ιστιοφόρο του που είχε το όνομα Δον Ζουάν, στο Λιβόρνο να υποδεχθεί τον Λη Χαντ, όμως ένα μπουρίνι στην επιστροφή ανέτρεψε το σκάφος του, με αποτέλεσμα να πνιγεί. Η σορός του αποτεφρώθηκε στην παραλία παρουσία του Χαντ, του Μπάυρον και του Τρελώνυ. Μετά τον θάνατο του η Μαίρη Σέλλεϋ αφιέρωσε την ζωή της στην ταξινόμηση, διατήρηση και έκδοση των έργων του με αρκετά προβλήματα όπως την απαγόρευση της έκδοσης τους από τον πατέρα τού Πέρσι μέχρι το 1839.

Ο Πέρσι Σέλλεϋ από τη νεαρή του ηλικία διακρινόταν για τη λεπτότητα του συναισθηματικού του κόσμου την πρωτοτυπία και επαναστατικότητα των ιδεών του. Αυτά τα χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με την εξαίρετη κυριαρχία του στα εκφραστικά του μέσα, τού προσέδωσαν ιδιαίτερη θέση στην Αγγλική Λογοτεχνία. Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στα ιδεώδη της ειρήνης της αδελφοσύνης και της αγάπης. Τα ιδεώδη του ήταν συχνά πολύ προωθημένα, όπως η υποστήριξη του αθεϊσμού, ενώ υπήρξε αναμφισβήτητα φιλέλλην.



ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Αλκυόνες και γύπες

Φύγετε, φύγετε απ’ εδώ, ούτε στιγμή να μείνετε,
σεις, αλκυόνες, της γλυκιάς ενθύμησης πουλιά!
Σ’ άλλη καρδιά πιο ήσυχη ζητήσετε φωλιά·
η ρημασμένη μου καρδιά φωλιά σας πια δεν γίνεται.
Για λούλουδα της άνοιξης μην της κρυφομιλάτε·
με καλοκαίρι ψεύτικο δεν την ξαναγελάτε.
Μια που την παρατήσατε και σ’ άλλα μέρη πήγατε,
γιατί ξαναγυρίσετε; Να φύγετε, να φύγετε!

Σεις, σαρκοφάγα όρνια, σεις, αχόρταγα πουλιά,
που χτίζετε στου μέλλοντος τους πύργους τη φωλιά,
θα βρείτε ελπίδες άρρωστες, ελπίδες μου χαμένες,
χαρές μου που πεθαίνουνε, χαρές μου πεθαμένες,
να μπήγετε το νύχι σας, το ράμφος σας το κοφτερό,
να τρώτε, να χορταίνετε, να τρώτε για πολύν καιρό.
Μετάφραση: Δημ. Στάης

Το σύννεφο

Στα διψασμένα φέρνω εγώ λουλούδια τη βροχούλα
τη δροσερή, απ’ τις θάλασσες κι απ’ τα ποτάμια· φέρνω
στα φύλλα, καθώς γέρνουνε στα μεσημεριανά τους
ονείρατα, τον απαλό τον ίσκιο. Απ’ τα φτερά μου
ξεχύνονται οι δροσοσταλιές που τα γλυκά ξυπνάνε
μπουμπούκια, καθώς γέρνουνε, νανουρισμένα επάνω
στης μάνας των να κοιμηθούν τα στήθια, που έχει στήσει
χορό στον ήλιο γύρωθε. Τινάζω το δικράνι
του χαλαζιού π’ ορμητικά το χώμα μαστιγώνει
και δίνω κάτασπρη θωριά στους πράσινους τους κάμπους
κι ύστερα πάλι το διαλώ και σε βροχή το ρίχνω,
και μ’ ένα γέλιο προχωρώ κι αντιπερνάω βροντώντας.

Και κάτωθέ μου στα βουνά σκορπίζω εγώ το χιόνι,
και τα μεγάλα πεύκα τους στενάζουν φοβισμένα
κι είναι για μένα ολονυχτίς το προσκεφάλι το άσπρο,
ότα κοιμούμαι γέρνοντας στην αγκαλιά του ανέμου.
Η αστραπή, ο πιλότος μου, στων ουρανίων μου θόλων
τους πύργους κάθεται αψηλά, κι εκεί από κάτω, μέσα
σ’ ένα σπηλιάρι είν’ η βροντή διπλοφυλακισμένη,
κι ουρλιάζει κι αγωνίζεται μες στα τινάγματά της.

Πάνω από χώρες, ωκεανούς, ανάρια-ανάρια πάντα,
οδηγητής μου στέκεται αυτός μου ο τιμονιέρης,
’τί τον τραβά η αγάπη του για τα στοιχειά όπου πέρα
στης πορφυρένιας θάλασσας σαλεύουνε τα βάθη.
Πάνω από ρυάκια, από ψηλά βουνά, πάνω από λόφους,
όπου κι αν ονειρεύεται το Πνεύμα όπ’ αγαπάει
πως μένει, κάτω από βουνά ή ποτάμια κι εγώ ωστόσο
απ’ το γαλάζιο τ’ ουρανού το χαμογέλιο παίρνω
τη θέρμη, κι αυτός γύρωθε σκορπίζει τη βροχούλα.
Η ματωμένη ανατολή, με τα μετέωρα μάτια,
τα φλογισμένα της φτερά τα διάπλατα ανοιγμένα,
πηδάει πάνω στη ράχη μου την ταξιδεύτρα τότες
που της αυγής το λαμπερό τ’ αστέρι ξεψυχάει
όπως καθίζει ένας αητός για μια στιγμή στην άκρη
κάποιου βουνίσιου κι αψηλού που απ’ το σεισμό αργοτρέμει
βράχου, μες στων ολόχρυσων φτερών του τις ανταύγειες.
Κι όταν από τη θάλασσα τη φλογισμένη κάτω,
θε ν’ ανασαίνει τις ορμές τις διάπυρες η δύση
γεμάτη από έρωτα κι από γαλήνης πόθο,
κι ο πορφυρένιος, δειλινός μαντύας θε να ’χει απλώσει
από τα βάθη τ’ ουρανού ψηλά, με διπλωμένες
φτερούγες ξεκουράζομαι, μες στην αιθέρινή μου
φωλιά, και τη γαλήνη αυτή μιας περιστέρας έχω,
που μ’ απλωμένα τα φτερά θερμαίνει τα μικρά της.

Η κόρη εκείνη, με το φως που είναι γεμάτη το άσπρο,
η στρογγυλή, που οι άνθρωποι, τήνε καλούν σελήνη,
φεγγόβολη στο δώμα μου γλιστράει το πουπουλένιο,
στρωμένο απ’ του μεσονυχτιού τις απαλές τις αύρες·
κι όπου, το βήμα που πατάν τ’ αθώρητά της πόδια,
και στους αγγέλους μοναχά είν’ ακουστό, το φάδι
της ντελικάτης στέγης μου ραγίσει το κι ανοίξει,
ξοπίσω φανερώνουνται και λάμπουνε τ’ αστέρια·
κι εγώ γελώ που βλέπω τα σαν μελισσοκοπάδι
πολύχρυσο να τριγυρνάν και να τραβούνε πέρα,
όταν πλαταίνω τ’ άνοιγμα της ανεμοχτισμένης
της τέντας μου, ώσπου οι θάλασσες κι οι ποταμοί οι γαλήνιοι
κι οι λίμνες, απ’ των αστεριών το φως και της σελήνης
θε να στρωθούνε, μοιάζοντας με τ’ ουρανού κορδέλες
που από τα ύψη πέσανε, περνώντας από μένα.

Του ήλιου δένω το θρονί με ζώνη φλογισμένη,
και με κορδέλα γύρωθε το θρόνο της σελήνης
τυλίγω μαργαριταριών· των ηφαιστείων θαμπώνω
το φως, και τ’ άστρα τρέμουνε και κολυμπούνε, όταν
οι ανέμοι τη σημαία μου απλώνουνε φυσώντας.
Από ’να κάβο σ’ άλλονε, απέραστη απ’ του ήλιου
το φως, πάνω απ’ τη θάλασσα, που η τρικυμία τη δέρνει,
σαν γέφυρα είμαι κρεμαστή, σαν στέγη όπου κολόνες
τα κορφοβούνια την κρατάν. Το θριαμβικό το τόξο
π’ ακολουθώ διαβαίνοντας με χιόνι, ανεμοζάλη
και με φωτιά, σαν τα στοιχειά τ’ ανέμου είναι δεμένα
στο θρόνο μου, είναι το λαμπρό το ουράνιο τόξο που έχει
μυριοχρωμάτιστη θωριά· η σφαίρα η φλογισμένη
τα χρώματα του τ’ απαλά ψηλάθε εκέντησέ τα,
όταν η γη από κάτω της γελούσε η νοτισμένη.

Είμαι της γης και του νερού η θυγατέρα κι είμαι
βυζασταρούδι τ’ ουρανού, διαβαίνω από τους πόρους
τ’ ωκεανού κι απ’ της αχτής τους πόρους· πάντ’ αλλάζω,
μα να πεθάνω αδύνατο είναι για μένα ωστόσο.
Γιατ’ ύστερα από τη βροχή, χωρίς καμιά κηλίδα,
όταν ο θόλος τ’ ουρανού γυμνός απλώνει κι όταν
οι ανέμοι κι οι φεγγοβολιές των ηλιαχτίνων πάλι
αντάμα ξαναχτίζουνε το θόλο τον αιθέριο
και το γαλάζιο, σιωπηλά γελώ προς το δικό μου
το ίδιο κενοτάφιο, κι απ’ της βροχής τα σπήλια
σαν το παιδί απ’ την κοιλιά της μάνας του, σαν φάσμα
μέσ’ από τάφο υψώνομαι και τον γκρεμίζω πάλι.
Μετάφραση: Κώστας Παπαδάκης

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/