ΓΚΥ ΝΤΕ ΜΩΠΑΣΣΑΝ ( 5 Αυγούστου 1850 – 6 Ιουλίου 1893 )

 

Ο Γκυ ντε Μωπασσάν (Henry René Albert Guy de Maupassant, 5 Αυγούστου 1850 – 6 Ιουλίου 1893) ήταν Γάλλος συγγραφέας της νατουραλιστικής σχολής. Θεωρείται ο μεγαλύτερος διηγηματογράφος της Γαλλίας.
Γεννήθηκε στο Château de Miromesnil, κοντά στη Διέππη. Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τον χωρισμό των γονέων του. Έμεινε ως τα δεκατρία του με τη μητέρα του, στην οποία ήταν αφοσιωμένος, και έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τον πατέρα του (που προβάλλονται σε πολλά από τα έργα του) παρά την κάθε είδους βοήθεια που έπαιρνε από αυτόν.
Αποφοίτησε από το λύκειο της Χάβρης, αφού πρώτα φρόντισε να αποβληθεί από ένα ημιθρησκευτικό εκπαιδευτήριο, και το 1869 άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Παρίσι. Πολέμησε ως εθελοντής στον Γαλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870 στην πρώτη γραμμή αλλά ο πατέρας του πέτυχε τη μετάθεσή του σε λιγότερο επικίνδυνη μονάδα. Μετά την αποφοίτησή του από τη νομική σχολή, με τη βοήθεια πάντα του πατέρα του, ο Μωπασσάν διορίστηκε δημόσιος υπάλληλος.
Η μητέρα του ήταν γνώριμη του Φλωμπέρ, ο οποίος ανέλαβε τη λογοτεχνική αγωγή του. Στο σπίτι του Φλωμπέρ ο Μωπασσάν γνώρισε τον Ζολά, τον Τουργκένιεφ, τον Εντμόν ντε Γκονκούρ και τον Χένρυ Τζαίημς. Κάποια διηγήματά του δημοσιεύτηκαν με ψευδώνυμο σε επαρχιακά περιοδικά.
Το 1880 κυκλοφόρησε το βιβλίο Les Soirées de Médan που περιείχε έξι πολεμικές ιστορίες ισάριθμων συγγραφέων μεταξύ των οποίων και ο Ζολά. Την καλύτερη εντύπωση έκανε το Boule de Suif («Μπάλα από λίπος») του Μωπασσάν.
Αμέσως έγινε περιζήτητος από εφημερίδες και περιοδικά, όπου άρχισε να δημοσιεύει άρθρα και τις μάλλον πικάντικες ιστορίες του. Μεταξύ 1880 και 1890 δημοσίευσε 300 διηγήματα, τρία ταξιδιωτικά, μια ποιητική συλλογή και έξι μυθιστορήματα, με γνωστότερο το Bel-Ami (Ο Φιλαράκος). Σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, ο Μωπασσάν ταύτιζε τον εαυτό του με τον ασυνείδητο και αρριβίστα ήρωα του έργου του — ή τουλάχιστον θα ήθελε να ταυτιστεί.
Είχε πια μεγάλη οικονομική άνεση, άρχισε τα ταξίδια και αγόρασε θαλαμηγό την οποία ονόμασε «Bel-Ami». Οι σχέσεις του με τις γυναίκες έφταναν στα όρια της ερωτομανίας. Τακτικός θαμώνας των οίκων ανοχής (που περιγράφονται στην Μπάλα από λίπος και αλλού), άρχισε μετά την επιτυχία του να συναναστρέφεται τις εταίρες της εποχής, τις λεγόμενες horizontales, και προχώρησε σε κυρίες της υψηλής κοινωνίας.
Αλλά από τα 20 χρόνια του έπασχε από σύφιλη. Ίσως η ασθένεια να οφειλόταν στην σεξουαλική του ασυδοσία. Αλλά, το γεγονός ότι και αδελφός του έπασχε και πέθανε από αυτή, δείχνει ότι μάλλον ήταν κληρονομική. Όσο προχωρούσε η δεκαετία του 1880, τόσο τα συμπτώματα γίνονταν εντονότερα, ιδιαίτερα στον ψυχολογικό τομέα, με χαρακτηριστικότερο τη μανία μετακίνησης από το ένα μέρος της Γαλλίας στο άλλο. Ενδεικτικό της κατάστασης πανικού που τον διακατείχε και προφητικό ήταν το διήγημά του Le Horla. Έντονος άλλωστε ήταν ο πεσιμισμός του και φανερή η επίδραση του Σοπενχάουερ.
Το 1889 ο αδελφός του πέθανε σε άσυλο ψυχοπαθών. Η λύπη του Μωπασσάν και ο τρόμος για την δική του μοίρα επιδείνωσαν την κατάστασή του. Το 1892 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική όπου και πέθανε στα 43 του χρόνια.



ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ 

Εισέβαλα στο χώρο της λογοτεχνίας σαν μετέωρο και θα αποχωρήσω σαν κεραυνός.
I entered literary life as a meteor, and I shall leave it like a thunderbolt.
Δήλωσή του προς στον ποιητή Jose Maria de Heredia, όπως αναφέρεται από τον Pol Neveux στο Original Short Stories
Ένα νόμιμο φιλί δεν είναι ποτέ τόσο καλό όσο ένα κλεμμένο φιλί.
A legal kiss is never as good as a stolen kiss.
A Wife’s Confession
Ο πατριωτισμός είναι ένα είδος θρησκείας, είναι το αυγό απ' όπου εκκολάπτονται οι πόλεμοι.
Patriotism is a kind of religion; it is the egg from which wars are hatched.
My Uncle Sosthenes
Το πραγματικό μπορεί μερικές φορές να φαίνεται απίθανο.
Le vrai peut quelquefois n’être pas vraisemblable.
Pierre et Jean (Πέτρος και Γιάννης 1888), εισαγωγή xv
Ο καθένας από εμάς είναι απλώς μια ψευδαίσθηση του κόσμου, ποιητική ψευδαίσθηση, συναισθηματική, χαρούμενη, μελαγχολική, βρώμικη ή σκοτεινή ανάλογα με τη φύση του. Και ο συγγραφέας δεν έχει άλλη αποστολή από το να αναπαράγει αυτή τη ψευδαίσθηση.
Chacun de nous se fait donc simplement une illusion du monde, illusion poétique, sentimentale, joyeuse, mélancolique, sale ou lugubre suivant sa nature. Et l’écrivain n’a d’autre mission que de reproduire fidèlement cette illusion
Pierre et Jean (Πέτρος και Γιάννης 1888), εισαγωγή xviii

ΔΥΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 
Η ΔΙΑΘΗΚΗ

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑ ΣΕΡΜΠΟΥΑ αποτελείωναν το γεύμα τους, με ύφος δύσθυμο, ο ένας απέναντι στον άλλο.
Η κυρία Σερμπουά, μια μικροκαμωμένη ξανθούλα με ροδαλή επιδερμίδα, γαλανά μάτια, απαλές κινήσεις, έτρωγε αργά χωρίς να σηκώνει το κεφάλι της, σαν να την απασχολούσε μια θλιβερή κι επίμονη σκέψη.
Ο Σερμπουά, ψηλός, δυνατός, με φαβορίτες και ύφος υπουργού ή επιχειρηματία, φαινόταν νευρικός και συλλογισμένος.
Τελικά είπε, σαν να μονολογούσε:
«Είναι πολύ παράξενο στ’ αλήθεια!»
«Τι πράγμα, καλέ μου;» ρώτησε η γυναίκα του.
«Που ο Βωντρέκ δε μας άφησε τίποτα».
Η κυρία Σερμπουά κοκκίνισε· κοκκίνισε απότομα, σαν να απλώθηκε ξαφνικά ένα ροζ πέπλο στο δέρμα της από το λαιμό προς το πρόσωπο, και είπε:
«Ίσως υπάρχει καμιά διαθήκη στο συμβολαιογράφο. Μα πού να το ξέρουμε;»
Έδειχνε όμως στην πραγματικότητα να το ξέρει. Ο Σερμπουά απάντησε: «Ναι, είναι πιθανό. Γιατί εν τέλει ο εργένης μας αυτός ήταν ο καλύτερος φίλος και για τους δυο μας. Δεν ξεκολλούσε απ’ το σπίτι μας, έτρωγε εδώ τα βράδια μέρα παρά μέρα. Ξέρω πολύ καλά πως σου έκανε πολλά δώρα και πως αυτό ήταν ένας τρόπος, μεταξύ άλλων, να ξεπληρώνει τη φιλοξενία μας· όμως, μα την αλήθεια, όταν έχεις φίλους σαν κι εμάς, τους σκέφτεσαι στη διαθήκη σου. Είναι βέβαιο πως, εάν είχα αισθανθεί εγώ άρρωστος, θα είχα κάνει κάτι γι’ αυτόν, μολονότι εσύ είσαι η φυσική κληρονόμος μου».
Η κυρία Σερμπουά είχε τα μάτια κατεβασμένα. Και καθώς ο σύζυγός της λιάνιζε ένα κοτόπουλο, φύσηξε τη μύτη της όπως τη φυσάμε όταν κλαίμε.
Εκείνος εξακολούθησε: «Εν τέλει είναι πιθανό να υπάρχει μια διαθήκη στο συμβολαιογράφο και κάποιο μικρό κληροδότημα για μας. Δε θα μ’ ενδιέφερε κάτι το σπουδαίο· ένα ενθύμιο, απλώς ένα ενθύμιο, μια σκέψη, για να πειστώ ότι ένιωθε στοργή για μας».
Τότε η γυναίκα του είπε με διστακτική φωνή: «Εάν θέλεις, μετά το φαγητό, πάμε στου κυρίου Λαμανέρ και θα ξεκαθαρίσει το ζήτημα».
«Ναι, δεν βλέπω τίποτα καλύτερο» είπε εκείνος.
Και καθώς είχε δέσει μια πετσέτα γύρω απ’ το λαιμό του, για να μη λερώσει με σάλτσα τα ρούχα του, έμοιαζε μ’ έναν αποκεφαλισμένο που μιλούσε, με τις ωραίες φαβορίτες του να ξεχωρίζουν μαύρες πάνω στο λευκό ύφασμα και το πρόσωπό του σαν ενός μετρ ντ’ οτέλ σε μεγάλο οίκο.
Όταν μπήκαν στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ, παρατηρήθηκε κάποια μικρή αναστάτωση ανάμεσα στους υπαλλήλους, κι όταν ο κύριος Σερμπουά έκρινε σκόπιμο να πει το όνομά του, παρόλο που τον γνώριζαν πολύ καλά, ο πρώτος γραμματέας σηκώθηκε με ολοφάνερη προθυμία, ενώ ο δεύτερος χαμογελούσε.
Και οδήγησαν τον κύριο και την κυρία Σερμπουά στο γραφείο του αφεντικού.
Το αφεντικό ήταν ένα στρουμπουλό ανθρωπάκι, με κεφάλι σαν σφαίρα καρφωμένη σε μιαν άλλη σφαίρα, η οποία στηριζόταν σε δύο τόσο μικρά, τόσο κοντά πόδια, που σχεδόν έμοιαζαν κι αυτά με δύο σφαίρες.
Χαιρέτησε, τους κάλεσε να καθίσουν και, ρίχνοντας στην κυρία Σερμπουά ένα φευγαλέο συνωμοτικό βλέμμα, τους είπε:
«Τώρα μόλις εσκόπευα να σας γράψω για να σας παρακαλέσω να περάσετε από το γραφείο μου ώστε να σας γνωστοποιήσω τη διαθήκη του κυρίου Βωντρέκ που σας αφορά».
Ο κύριος Σερμπουά δεν άντεξε και είπε: «Το περίμενα».
Ο συμβολαιογράφος πρόσθεσε:
«Θα σας αναγνώσω αυτό το κείμενο, που είναι άλλωστε σύντομο».
Πήρε ένα χαρτί που βρισκόταν μπροστά του και διάβασε:
«Ο υπογεγραμμένος Πωλ Εμίλ Συπριέν Βωντρέκ, έχων σώας τας φρένας, εκφράζω εδώ την τελευταία μου θέληση.
»Επειδή ο θάνατος μπορεί να μας πάρει οποιαδήποτε στιγμή, επιθυμώ διά παν ενδεχόμενο να λάβω τα μέτρα μου, και γι’ αυτό συντάσσω τη διαθήκη μου, η οποία θα κατατεθεί στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ.
»Καθώς δεν έχω άμεσους κληρονόμους, αφήνω ολόκληρη την περιουσία μου, που αποτελείται από χρηματιστηριακές αξίες ύψους τετρακοσίων χιλιάδων φράγκων και ακίνητα ύψους εξακοσίων χιλιάδων περίπου φράγκων στην κυρία Κλαιρ Ορτάνς Σερμπουά, χωρίς καμιά εκ μέρους της υποχρέωση ή οποιονδήποτε άλλο όρο. Την παρακαλώ να αποδεχθεί τη δωρεά αυτή ενός πεθαμένου φίλου εις ένδειξιν μιας αφοσιωμένης, βαθιάς και προσήκουσας στοργής.
Εγένετο εν Παρισίοις τη 15η Ιουνίου 1883
υπογραφή: Βωντρέκ»

Η κυρία Σερμπουά είχε χαμηλώσει το κεφάλι και παρέμενε ακίνητη, ενώ ο άντρας της κοίταζε εμβρόντητος μια το συμβολαιογράφο και μια τη γυναίκα του.
Ο κύριος Λαμανέρ, ύστερα από μια στιγμή σιωπής, είπε:
«Εξυπακούεται, κύριε, ότι η σύζυγος σας δεν μπορεί να αποδεχθεί αυτό το κληροδότημα χωρίς τη συγκατάθεσή σας».
Ο κύριος Σερμπουά σηκώθηκε. «Ζητώ πίστωση χρόνου για να το σκεφθώ» είπε.
Ο συμβολαιογράφος, που χαμογελούσε με κάποια δόση πονηριάς, υποκλίθηκε: «Καταλαβαίνω τους λόγους που μπορεί να σας κάνουν να διστάζετε, αγαπητέ κύριε. Ο κόσμος κάνει μερικές φορές κακόβουλες κρίσεις. Θέλετε να ξανάρθετε αύριο, την ίδια ώρα, για να μου δώσετε την απάντησή σας;»
Ο κύριος Σερμπουά υποκλίθηκε: «Ναι, κύριε, ες αύριον».
Χαιρέτησε με τσιριμόνιες, πρόσφερε το μπράτσο του στη γυναίκα του, που ήταν κατακόκκινη σαν παπαρούνα και κρατούσε τα μάτια της πεισματικά χαμηλωμένα, και βγήκε με τόσο επιβλητικό ύφος που οι γραμματείς σάστισαν.
Μόλις επέστρεφαν στην κατοικία τους, ο κύριος Σερμπουά έκλεισε την πόρτα και είπε με στεγνή φωνή:
«Ήσουν ερωμένη του Βωντρέκ».
Η γυναίκα του, που έβγαζε το καπέλο της, στράφηκε με ένα τίναγμα:
«Τι; Εγώ;»
«Ναι, εσύ!... Δεν αφήνει κανείς ολόκληρη την περιουσία του σε μια γυναίκα χωρίς να...»
Εκείνη είχε γίνει κάτωχρη και τα χέρια της έτρεμαν λιγάκι καθώς προσπαθούσε να δέσει τις μακριές κορδέλες για να τις εμποδίσει να σέρνονται στο πάτωμα.
Μετά από λίγη σκέψη είπε: «Για στάσου... Είσαι τρελός... είσαι τρελός... Εσύ ο ίδιος δεν περίμενες, μόλις πριν από λίγο, ότι θα... θα σου... ότι θα σου άφηνε κάτι;...»
«Ναι, μπορούσε να μου αφήσει κάτι... εμένα,... τ’ ακούς; σ’ εμένα, αλλά όχι σ’ εσένα...»
Τον κοίταξε κατάματα με τρόπο βαθύ και παράξενο, σαν να ’θελε να βρει κάτι εκεί μέσα, να ανακαλύψει το άγνωστο εκείνο του Όντος που δεν εξιχνιάζεται ποτέ και μόλις που μπορούμε να μαντέψουμε αστραπιαία, σε στιγμές που ο άλλος δε φυλάγεται, έχει αφεθεί ή δεν προσέχει, και είναι σαν ν’ αφήνει μισάνοιχτες πόρτες προς τα μυστηριώδη εσώψυχά του· και είπε αργά:
«Νομίζω εντούτοις πως... αν..., πως θα φαινόταν τουλάχιστον παράξενο, ένα τόσο σπουδαίο κληροδότημα εκ μέρους του.. σ’ εσένα».
«Γιατί;» έκανε εκείνος απότομα, σαν άνθρωπος που διαψεύστηκε στις προσδοκίες του.
«Γιατί έτσι» είπε εκείνη κι έστρεψε το κεφάλι της, σαν να την είχε καταλάβει κάποια αμηχανία· ύστερα σώπασε.
Ο άντρας της άρχισε να πηγαινοέρχεται με γρήγορα βήματα.
«Δε θα δεχτείς κάτι τέτοιο, υποθέτω!» της είπε.
«Ασφαλώς» αποκρίθηκε εκείνη αδιάφορα. «Εν τοιαύτη περιπτώσει δεν αξίζει τον κόπο να περιμένουμε ως αύριο· μπορούμε να ειδοποιήσουμε αμέσως τον κύριο Λαμανέρ».
Ο Σερμπουά στάθηκε μπροστά της, κι έμειναν να αλληλοκοιτάζονται για λίγο στα μάτια από πολύ κοντά, προσπαθώντας να δουν, να μάθουν, να καταλάβουν, να ανακαλύψουν μέσα στον άλλο, να αναμετρηθούν ως τα μύχια της σκέψης, μέσα σε μιαν από αυτές τις εναγώνιες και βουβές αναζητήσεις δύο όντων που, αν και ζουν μαζί, εξακολουθεί να αγνοεί το ένα το άλλο, αλλά που το ένα υποψιάζεται, οσμίζεται, καραδοκεί ασταμάτητα το άλλο.
Ύστερα, απότομα, πλησίασε κοντά κοντά και της πέταξε με χαμηλή φωνή:
«Έλα, ομολόγησε πως ήσουν ερωμένη του Βωντρέκ».
Εκείνη σήκωσε τους ώμους: «Τι κουτός που είσαι!... Ο Βωντρέκ μ’ αγαπούσε, σίγουρα, όμως δε μ’ έκανε ποτέ δική του..., ποτέ».
«Λες ψέματα, δεν είναι δυνατό» είπε εκείνος χτυπώντας το πόδι.
«Όμως έτσι είναι» του απάντησε ήρεμα.
Εκείνος βάλθηκε πάλι να βαδίζει· ύστερα, σταματώντας και πάλι, είπε:
«Εξήγησέ μου τότε, γιατί αφήνει όλη του την περιουσία σ’ εσένα».
«Είναι πολύ απλό» είπε εκείνη νωχελικά. «Όπως έλεγες κι εσύ προ ολίγου, οι μόνοι φίλοι του ήμασταν εμείς, και ζούσε εξίσου στο σπίτι του και στο σπίτι μας, και τη στιγμή που έκανε τη διαθήκη του εμάς σκέφτηκε. Έπειτα, από αβροφροσύνη, έβαλε το όνομά μου στο χαρτί, αφού το όνομά μου του ήρθε, εντελώς φυσικά, την ώρα που έγραφε, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που σ’ εμένα έκανε δώρα κι όχι σ’ εσένα, έτσι δεν είναι; Είχε τη συνήθεια να μου φέρνει λουλούδια, να μου δίνει, κάθε 5 του μηνός, ένα μπιμπελό, επειδή γνωριστήκαμε κάποια 5η του Ιουνίου... Το ξέρεις καλά. Εσένα δεν σου έδινε σχεδόν ποτέ τίποτα· δεν του περνούσε καν από το νου. Στις γυναίκες και όχι στους συζύγους προσφέρουν δωράκια. Ε, λοιπόν, σ’ εμένα άφησε το τελευταίο του δώρο κι όχι σ’ εσένα, τίποτα το απλούστερο».
Ήταν τόσο ήρεμη, τόσο φυσική, που ο Σερμπουά προς στιγμήν αμφέβαλε, αλλά είπε: «Έτσι είναι. Όμως αυτό θα κάνει πολύ κακή εντύπωση. Οι πάντες θα πίστευαν πως κάτι τρέχει. Δεν μπορούμε να δεχθούμε».
«Τότε, λοιπόν, ας μη δεχθούμε, καλέ μου. Τούτο σημαίνει ένα εκατομμύριο λιγότερο για την τσέπη μας, αυτό είν’ όλο».
Εκείνος βάλθηκε να μιλάει, όπως σκέφτεται κανείς φωναχτά, χωρίς ν’ απευθύνεται άμεσα στη γυναίκα του.
«Μάλιστα, ένα εκατομμύριο —είναι αδύνατο—, θα χάναμε την υπόληψή μας —τόσο το χειρότερο—, θα ’πρεπε να μου είχε αφήσει εμένα το μισό, αυτό θα τακτοποιούσε τα πάντα».
Και κάθισε, σταύρωσε τα πόδια και βάλθηκε να πασπατεύει τις φαβορίτες του, όπως έκανε σε στιγμές μεγάλης περισυλλογής.
Η κυρία Σερμπουά είχε ανοίξει το καλαθάκι του εργοχείρου της, από το οποίο τράβηξε την άκρη ενός κεντήματος, και είπε ενώ άρχιζε να εργάζεται:
«Εμένα δε με νοιάζει. Πρέπει να το σκεφτείς εσύ».
Εκείνος έκανε πολλή ώρα ν’ απαντήσει, κατόπιν είπε διστακτικά:
«Να, θα υπήρχε, ας πούμε, ένας τρόπος, αν μου παραχωρούσες παραδείγματος χάριν τη μισή κληρονομιά, με δωρεά εν ζωή. Είμαστε άκληροι, μπορείς να το κάνεις. Έτσι θα κλείσουν τα στόματα του κόσμου».
«Δεν καταλαβαίνω πολύ καλά, πώς θα κλείσουν τα στόματα του κόσμου;» τον ρώτησε με σοβαρότητα.
Εκείνος θύμωσε απότομα: «Είσαι πραγματικά ανόητη. Θα πούμε πως κληρονομήσαμε εξ ημισείας. Και θα είναι αλήθεια. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε ότι η διαθήκη ήταν στο όνομά σου».
Εκείνη τον ξανακοίταξε με διεισδυτικό βλέμμα: «Όπως θέλεις, είμαι έτοιμη».
Τότε ο Σερμπουά σηκώθηκε και ξανάρχισε να περπατάει.
Έμοιαζε και πάλι να διστάζει, αν και το πρόσωπο του αχτινοβολούσε:
«Όχι... ίσως είναι προτιμότερο να αποποιηθείς εντελώς... είναι πιο αξιοπρεπές... ωστόσο... έτσι δε θα έχει κανείς τίποτα να πει... Οι πιο ενάρετοι άνθρωποι θα αναγκαζόντουσαν να κάνουν πίσω... Ναι, έτσι τακτοποιούνται τα πάντα...»
Στάθηκε μπροστά στη γυναίκα του: «Που λες, ελαφίνα μου, θα πάω μόνος μου στο συμβολαιογραφείο του κυρίου Λαμανέρ για να τον συμβουλευτώ και να του εξηγήσω το ζήτημα. Θα του πω ότι προτίμησες αυτή τη λύση από ευπρέπεια, για να μην μπορούν να κουτσομπολεύουν. Από τη στιγμή που αποδέχομαι το μισό αυτής της κληρονομιάς, είναι ολοφάνερο πως είμαι σίγουρος γι’ αυτό που κάνω, πως είμαι ενήμερος της κατάστασης, πως τη θεωρώ ξεκάθαρη, άμεμπτη. Είναι σαν να σου ’λεγα: "Αποδέξου την κι εσύ, καλή μου, αφού την αποδέχομαι εγώ, ο σύζυγός σου". Ειδάλλως, αληθινά, δε θα ’ταν σωστό».
«Όπως θέλεις» πρόφερε απλά η κυρία Σερμπουά.
Εκείνος συνέχισε, μιλώντας τώρα με στόμφο: «Ναι, μοιράζοντας την κληρονομιά, όλα εξηγούνται πολύ εύκολα. Κληρονομούμε ένα φίλο που δε θέλησε να κάνει διάκριση ανάμεσά μας, δε θέλησε να μας ξεχωρίσει, που δε θέλησε να μοιάζει πως έλεγε: "Προτιμώ τον ένα ή τον άλλο μετά το θάνατό μου, όπως έκανα κι όταν ζούσα". Και να ’σαι βέβαιη, πως αν το ’χε σκεφτεί, αυτό θα ’κανε. Δεν σκέφτηκε, δεν πρόβλεψε τις συνέπειες. Όπως το ’πες τόσο καλά, σ’ εσένα χάριζε πάντα τα δώρα του. Σ’ εσένα θέλησε λοιπόν ν’ αφήσει ένα τελευταίο ενθύμιο».
Εκείνη τον σταμάτησε έχοντας κάπως απαυδήσει: «Εντάξει, κατάλαβα. Δε χρειάζονται τόσες εξηγήσεις. Πήγαινε αμέσως στο συμβολαιογράφο».
«Έχεις δίκιο. Πηγαίνω» πρόφερε εκείνος κοκκινίζοντας, σαστισμένος ξαφνικά.
Πήρε το καπέλο του και. πλησιάζοντάς την, της πρότεινε τα χείλη για να τη φιλήσει, ενώ ψιθύριζε:
«Θα τα πούμε σε λίγο, χρυσή μου».
Ύστερα ο Σερμπουά έφυγε με χαρούμενο ύφος.
Και η κυρία Σερμπουά παράτησε το εργόχειρο της κι άρχισε να κλαίει.
μτφρ. Φοίβος I. Πιομπίνος



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΦΡΙΝΤΑ ΚΑΛΟ ( 6 Ιουλίου 1907 – 13 Ιουλίου 1954 )

 

Η Φρίντα Κάλο (Magdalena del Carmen Frida Kahlo y Calderón, η ορθή προφορά είναι Φρίδα Κάλο: ισπανική προφορά ΔΦΑ: [fɾiða 'kalo], 6 Ιουλίου 1907 – 13 Ιουλίου 1954), ήταν Μεξικάνα ζωγράφος. Στη ζωγραφική της κυριαρχούν τα έντονα χρώματα. Το στυλ που χρησιμοποιεί φαίνεται επηρεασμένο από τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στο Μεξικό αλλά φαίνεται να έχει δεχτεί και επίδραση Ευρωπαϊκών ρευμάτων στα οποία συμπεριλαμβάνονται ο Ρεαλισμός, ο Συμβολισμός και ο Υπερρεαλισμός. Αρκετά έργα της είναι αυτοπροσωπογραφίες, μέσα από τις οποίες εκφράζεται ο προσωπικός πόνος και η σεξουαλικότητά της.
Frida Kahlo Diego Rivera 1932

Το 1929 η Φρίντα Κάλο παντρεύτηκε το Μεξικάνο τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα, με τον οποίο μοιράζονταν τις ίδιες πολιτικές απόψεις. Ο Ντιέγκο Ριβέρα δώρισε το 1957 το "Γαλάζιο Σπίτι" της στο Κογιοακάν (Coyoacán), στην Πόλη του Μεξικού, και λειτουργεί πλέον ως μουσείο.

Νεανικά χρόνια

Γεννήθηκε από γερμανοεβραίο πατέρα και ισπανομεξικάνα μητέρα στο (Κογιοακάν) στην Πόλη του Μεξικού. Ο πατέρας της ήταν μορφωμένος, άθεος και είχε έρθει σε νεαρή ηλικία στο Μεξικό όπου είχε γίνει φωτογράφος. Η μητέρα της ήταν Καθολική.

Στην ηλικία των έξι αρρώστησε από πολιομυελίτιδα, με αποτέλεσμα το ένα της πόδι να είναι μικρότερο από το άλλο και ημιπαράλυτο. Παρακολούθησε την Escola Preparatoria μία από τα 35 κορίτσια ανάμεσα σε 2000 άτομα όπου και είδε για πρώτη φορά τον μετέπειτα σύζυγό της, τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα, ο οποίος ζωγράφιζε τους τοίχους της σχολής.

To 1925, στα 18 ένα τραμ συγκρούστηκε με το λεωφορείο στο οποίο επέβαινε. Υποβλήθηκε σε μεγάλο αριθμό εγχειρήσεων και έκτοτε η ζωή της σημαδεύτηκε από πόνο και θλίψη για την αδυναμία της να κάνει παιδιά.


Πρώτα Έργα

Το 1926, ενώ ανάρρωνε από το ατύχημα η Φρίντα Κάλο ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής. Η οικογένειά της δε μπορούσε να υποστηρίξει την καλλιτεχνική της δραστηριότητα οικονομικά, για αυτό και την προέτρεψαν να εικονογραφεί βιβλία ιατρικής. Το 1929 έδειξε τη δουλειά της στον Ντιέγκο Ριβέρα, τον οποίο είχε γνωρίσει στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μεξικού που σύχναζε. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκαν.

self portrait

Οι πίνακές της είναι αντιδιαμετρικοί από τους πίνακες του Ριβέρα. Eνώ ο Ριβέρα αντλούσε τα θέματά του από το Μεξικό της προκολομβιανής εποχής, η Φρίντα παρέμεινε πιστή στην τάση της mexicanidad, τη μεξικανική κουλτούρα που ανθούσε εκείνη την περίοδο. Συχνά οι πίνακές της επηρεάζονται τα δημοφιλή λαϊκά χριστιανικά τάματα (retablos) και αποτελούν ευχαριστία στην Παρθένο Μαρία για την πραγματοποίηση μιας ευχής.

Ο Ριβέρα ήταν ήδη αναγνωρισμένος ζωγράφος και οι τοιχογραφίες του είχαν μεγάλη ζήτηση στις Η.Π.Α.. Το ζευγάρι μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο και αργότερα στο Ντητρόιτ. Εκεί η Φρίδα απέβαλλε, η θλίψη της για τις αποβολές της αποτυπώνεται στους πίνακες "Αποβολή στο Ντητρόιτ" και "Νοσοκομείο Χένρι Φόρντ".

Αναγνώριση

Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Φρίντα Κάλο ήταν κυρίως γνωστή ως γυναίκα του Ριβέρα και όχι ως ξεχωριστή καλλιτέχνης. Το 1938 ο Αντρέ Μπρετόν γνώρισε την Κάλο και τον Ριβέρα κατά το ταξίδι του στο Μεξικό. Εκείνος εντυπωσιάστηκε από τη δουλειά της, την κάλεσε να πάρει μέρος στην έκθεση μαζί με άλλους σουρρεαλιστές ζωγράφους και οργάνωσε μια έκθεση της προσωπικής της δουλειάς στο Παρίσι. Εκείνη ωστόσο τόνισε πως οι πίνακές της δεν ήταν όνειρα, αλλά η δική της πραγματικότητα. Στη διάρκεια της ζωής της πραγματοποίησε τρεις μόνο εκθέσεις: στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και στο Μεξικό.

selfportrait 1926

Το 1939 χώρισε προσωρινά από τον Ριβέρα και αποσύρθηκε στο Μεξικό, στο "Γαλάζιο Σπίτι". Εκεί ζωγράφισε τον πίνακα "Οι δύο Φρίδες", στον οποίο απεικονίζει το δίλημμά της για το διαζύγιο. Σε όλη τη διάρκεια του 1939 διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με τον Νίκολας Μάρεϊ, τον οποίο είχε γνωρίσει μαζί με τον Ριβέρα στη Νέα Υόρκη. Σύντομα μετά το διαζύγιο, το 1940 χώρισε με τον Μάρεϊ και ξαναπαντρεύτηκε με τον Ριβέρα.

Το 2010, η κυβέρνηση του Μεξικού, σε αναγνώριση της συνεισφοράς της Φρίντα Κάλο αλλά και του Ντιέγκο Ριβέρα απεικόνισε τα πρόσωπά τους στις δύο όψεις του χαρτονομίσματος των 500 πέσος, στην έκδοση για τον εορτασμό της 200ής επετείου της ανεξαρτητοποίησης της χώρας και της 100ής επετείου της Μεξικανικής Επανάστασης.



La Casa Azul



Το Γαλάζιο Σπίτι της Φρίντα Κάλο (ισπανικά:La Casa Azul) όπου έζησε και δούλεψε στην Πόλη του Μεξικού είναι πλέον μουσείο, στο οποίο εκτίθενται προσωπικά της αντικείμενα. Η λήψη φωτογραφιών επιτρέπεται μόνο στο εξωτερικό του σπιτιού και στην αυλή του.

mydresshangsthere 1933



the dream 1940

moses 1945

the littledeer 1946

Διαβάστε περισσότερα   https://homouniversalisgr.blogspot.com/










ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ ( 5 Ιουλίου 1958 - 5 Οκτωβρίου 2005 ) - 4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος γεννήθηκε στην Άρτα το 1958 και υπέκυψε στα τραύματά του στην Αθήνα, στις 5 Οκτωβρίου του 2005, μετά από πτώση από το μπαλκόνι του. Εξέδωσε τα ποιητικά βιβλία: "Πρόοδοι εν προόδω", Ωλήν 1981, "Ασκήσεις Ι-ΙΧ", 1984 (με το ψευδώνυμο Αλέξης Φωκάς), "Τα κατά Αλέξιον και Μαρίαν", Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1990, "Συνεστίασις", 1991, "Η ιστορία της Λαίδης Οθέλλος", Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1992, "Το βιβλίο της Μαριάννας", Ίκαρος 1993, "Ο Μικρός Ήρως: το σκετσάκι", Αντί 1996, "Η έρημη γη", Ερατώ 1996, "Περί ζώου", Παρουσία 1996, "Μουζικούλες", Ερατώ 1997, "Της γυναικογυναίκας", Ερατώ 1998, "Το εικοσιτετράωρο της Δηούς", Καστανιώτης 1998, "Θεατρολογία", Καστανιώτης 1998, "Πράξη υποταγής", Ερατώ 2000, "Φεβρουάριος 2001", Ερατώ 2002, "Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία", Ερατώ 2004, και το "λαϊκό" αφήγημα "Η αρπαγή της κούτας", Ερατώ 2003. Συνέπραξε στις συλλογικές εκδόσεις: "Τριώδιο", Άγρα 1991 (με τους Διονύση Καψάλη και Γιώργο Κοροπούλη), "Ανθοδέσμη", Άγρα 1993 (με τους Μιχάλη Γκανά, Διονύση Καψάλη και Γιώργο Κοροπούλη). Επίσης, επιμελήθηκε τις εκδόσεις: Κωστής Παλαμάς, "Κ' έχω από σας μια δόξα να ζητήσω" (ανθολογία), Ερμής 2001, Στέλιος Ανεμοδουράς, "Ο μικρός ήρως", Κατάρτι 2001, Robert E. Howard, "Κόναν ο βάρβαρος", Κατάρτι 2001, Ιωάννης Γρυπάρης, "Σκαραβαίοι και τερρακόττες", Ίνδικτος 2002, Johnston McCulley, "Το σημάδι του Ζορρό", Κατάρτι 2003, Edgar Rice Burroughs, "Ο Ταρζάν στο κέντρο της γης", Κατάρτι 2003, Κωστής Παλαμάς, "Η ασάλευτη ζωή", Ιδεόγραμμα, 2004. 

Η αναπληρώτρια υπουργός πολιτισμού, κ. Φάνη Πάλλη Πετραλιά δήλωσε για τον θάνατό του: "Ο Ηλίας Λάγιος ήταν από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής ποίησης της γενιάς του '80". Ο πρόεδρος του ΣΥΝ Αλέκος Αλαβάνος δήλωσε: "Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος, ένα μεγάλο ποιητικό ταλέντο της εποχής μας [...] αφήνει το έργο του ως σημαντική παρακαταθήκη για όλους μας".

Η Μικέλα Χαρτουλάρη έγραψε στα "Νέα" της 6.10.2005: "Ένας ασυνήθιστα προικισμένος τεχνίτης της ποίησης, ένας "μπαταρισμένος ιχνηλάτης της αλήθειας" με βαθιά ανατρεπτικό λόγο, ο Ηλίας Λάγιος, πέθανε χθες στα 47 του, θύμα του βέβηλου εαυτού του. Βέβηλου, γιατί κοντραρίστηκε με την κατεστημένη τέχνη, με την "πολιτικώς ορθή" συμπεριφορά, με τη βουβή βία της καθημερινότητας, με την ίδια του την υγεία. Ξενύχτησε, ήπιε, πείνασε, εξαθλιώθηκε, παθιάστηκε, εγκαταλείφθηκε στον οίστρο του και... πέταξε. [...]" 

Ο Νίκος Γ. Ξυδάκης έγραψε στην "Καθημερινή" της 9.10.2005: "Τρυφερός έφηβος 47 ετών, ανήλικος και υπερώριμος μαζί, αστραφτερό ταλέντο, σπάταλος με τις λέξεις και τα αισθήματα, σπάταλος προ πάντων με τον εαυτό του. Ποιητής. [...]"http://www.biblionet.gr/

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Θεού πληρότης. Ο καφές μου, το τσιγάρο,
η κλινική που κάθε βράδυ με σταυρώνει
σ’ ενός τα χέρια, που κοιμάται στο τιμόνι.
Το μάννα εξ ουρανού που αρνήθηκαν να πάρω.

Ο τρόμος. Ο στρεβλός εφιάλτης. Ο ιδρώτας.
Μια ρίμα που σφυρίζει, βρίζει κι επιμένει
να’ ρθη γραφή μου, για να βγη ολικώς σβησμένη.
Ο έσω Καιάδας που τον δρόσιζ’ ο Ευρώτας

Σ’ ένα παράθυρο ανοιχτό, τ’ ανάστημά μου
αθώο, φυλλομετριέται μ’ ύφος ακακίας.
Θα εμψυχωθή στον κερασφόρο της κακίας
να σκούξουν τίποτε, επί εκτάσεως άσπρης άμμου.

Η ώρα κυλάς. Διαβάζω μιαν εφημερίδα˙
με δίχως τίτλους, γράμματα, μαντάτα, ελπίδα.

Ηλίας Λάγιος
από το βιβλίο: «Πράξη Υποταγής»
Εκδόσεις Ερατώ
****

04:49΄ Η ΔΗΩ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ

Αυτό το ποίημα είναι η Δηώ, με προεξάρχουσα
την υπόσταση της Δηούς.
Σ’ αυτό το ποίημα η Δηώ μια βάναυση είναι λυκοθυγατέρα
που φωνάζει.
Κόρη μου, σ’ ευγνωμονώ που μου έδωσες τόση από έλλαμψη πολλή•
στο άλλο ποίημα η Δηώ θρυμμάτιζε το φως καθώς λυκάκι.

Λυκάκι λοιπόν. Έτσι είπα σε κάποιο άλλο ποίημα
(ποτέ δεν το ’γραψα• προς τι; Επί ματαίω).
Κάτι τις αν τα ’παιρνα στα σοβαρά• θα θύμιζε ίδρυση της Ρώμης.
Πού να βρεις λεφτά για ν’ αναθρέψεις δίδυμα;

Ρώμος, Ρωμύλος• το λυκάκι ουρλιάζει•
δεν έχω αίμα και ψυχή, δεν έχω πρόσωπο•
δεν μπορεί να εκδώσει τίποτε από εμένα παρά,
ένα στοιχείο από αλατισμένο δάκρυ.
Η λύκαινα η κυρά μου τρέχει αναζητώντας τον χαμό•

χαμού χαμός, χαμότατος, δικός μου ή δικός της,
για μας αδιάφορο.

[Από τη συλλογή Το εικοσιτετράωρο της Δηούς, 1998.]



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/













ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ (5 Ιουλίου 1921 - 13 Σεπτεμβρίου 2019)

 


Ο Νάνος (Ιωάννης) Βαλαωρίτης (5 Ιουλίου 1921 - 13 Σεπτεμβρίου 2019) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και θεωρητικός της λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στη Λωζάνη, στην Ελβετία και ήταν δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Από την μητέρα του ήταν εγγονός του εφοπλιστή και πολιτευτή των Σπετσών Ιωάννη Λεωνίδα  Σπούδασε νομικά, φιλολογία (αγγλική και γαλλική) στα πανεπιστήμια των ΑθηνώνΛονδίνου, και Σορβόνης.
Γεννήθηκε στην Λωζάννη, στην Ελβετία και ήταν γιος του Διπλωμάτη Κωνσταντίνου Βαλαωρίτη, γιου του Ιωάννη Α. Βαλαωρίτη. Έγραφε από νέος — πρωτοδημοσιεύει στα Νέα Γράμματα το 1939. Το 1944 δραπετεύει απ' την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα μέσω του Αιγαίου στην Τουρκία, από εκεί στη Μέση Ανατολή και τελικά στην Αίγυπτο όπου συναντάει τον Σεφέρη ο οποίος υπηρετούσε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο. Το 1944 μετά από προτροπή του Σεφέρη ο Βαλαωρίτης ταξιδεύει στο Λονδίνο για να βοηθήσει στην ανάπτυξη λογοτεχνικών δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Συναντά τους Τ.Σ. ΈλιοτΓ.Χ. ΌντενΝτύλαν Τόμας και εργάζεται για τον Λούις ΜακΝις στο BBC. Εκτός από τη μελέτη αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, κάνει και μεταφράσεις (στα αγγλικά) Ελλήνων μοντερνιστών ποιητών, μεταξύ των οποίων του Ελύτη και του Εμπειρίκου. Το 1947 εκδίδει την Τιμωρία των Μάγων, την πρώτη του ποιητική συλλογή, στο Λονδίνο. Από το 1954 μέχρι το 1960 συμμετέχει στην ομάδα των σουρεαλιστών του Παρισιού. Στο Παρίσι γνώρισε την μελλοντική (1960) σύζυγό του, την Αμερικανίδα Μαρί Γουίλσον (1922-2017).
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα, και ανάμεσα 1963 και 1967 είναι ο εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Πάλι. Όταν η χούντα έρχεται στην εξουσία το 1967, νιώθει πως δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αυτοεξοριστεί, έτσι το 1968 ταξιδεύει στις ΗΠΑ όπου και διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργικό γράψιμο στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, μια θέση που κράτησε για 25 χρόνια. Το 1983 βραβεύεται με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μερικές γυναίκες (ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε επίσης αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών). Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολo του έργου του.
Το 2009 προκλήθηκαν αντιδράσεις όταν άφησε να εννοηθεί ότι στηρίζει ανοιχτά τον ΣΥΡΙΖΑ ,κάτι που αργότερα διέψευσε ο ίδιος με επίσημες δηλώσεις του. Είχε ταχτεί με το κόμμα των Οικολόγων Πράσινων  το οποίο τελικά ανακοίνωσε, τον Ιανουάριο του 2015, την συνεργασία του με τον Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς, με τη συμμετοχή μελών του στα ψηφοδέλτια των τελευταίων .
Θεατρικά του έργα έχουν παιχτεί σε ΠαρίσιΣπολέτοΏρχους και Αθήνα. Είχε συνεργαστεί με τα λογοτεχνικά περιοδικά ΤετράδιοΣήμαHorizonNew Writing και Daylight.

Έργα

Ποίηση

  • Η Τιμωρία των Μάγων, ιδιωτική έκδοση, Λονδίνο 1947
  • Κεντρική Στοά, ιδιωτική έκδοση 1958
  • Terre de Diamant, ιδιωτική έκδοση 1958, 2010
  • Κάποιος 1963
  • Hired Hieroglyphs, Kayak 1971
  • Diplomatic Relations, Panjandrum 1972
  • Ανώνυμο Ποίημα του Φωτεινού Αηγιάννη, Το καλώδιο, Σαν Φρανσίσκο 1974, Ίκαρος 1977
  • Εστίες Μικροβίων, Το καλώδιο, Σαν Φρανσίσκο 1977
  • Ο Ήρωας του Τυχαίου, Τραμ, Θεσσαλονίκη 1979
  • Flash Bloom, Wire Press, Σαν Φρανσίσκο 1980
  • Ο Διαμαντένιος Γαληνευτής , Ύψιλον 1981
  • Η Πουπουλένια Εξομολόγηση, Ίκαρος 1982
  • Μερικές Γυναίκες, Θεμέλιο, 1982, Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1983
  • Ποιήματα 1 (1944-1964), Ύψιλον, 1983, 2010
  • Στο Κάτω Κάτω της Γραφής, Νεφέλη 1984
  • Ο Έγχρωμος Στυλογράφος, Δωδώνη 1986
  • Ποιήματα 2 (1965-1974), Ύψιλον 1987, 2010
  • Ανιδεογράμματα, Καστανίωτης 1996
  • Ήλιος, ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης, Καστανιώτης 1996
  • Αλληγορική Κασσάνδρα, Καστανιώτης 1998
  • Η κάθοδος των Μ, Ύψιλον 2002
  • Μια αλφάβητος κωφαλάλων, Άγκυρα 2003
  • Άστεγος ο Μέγας, Ύψιλον 2004
  • Το ξανανοιγμένο κουτί της Πανδώρας, Άγκυρα 2006
  • Γραμματοκιβώτιον ανεπίδοτων επιστολών, Ύψιλον 2010
  • Άνθη του θερμοκηπίου, Απόπειρα 2010
  • Χρίσματα, Κοινωνία των (δε)κάτων 2011
  • Ουρανός χρώμα βανίλιας, Άγκυρα, 2011
  • Πικρό καρναβάλι, Ψυχογιός, 2013
  • Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα, Ψυχογιός 2015

Πεζά

  • Ο Προδότης του Γραπτού Λόγου, διηγήματα, Ίκαρος 1980
  • Απ' τα Κόκκαλα Βγαλμένη, μυθιστόρημα, Νεφέλη 1982,1999
  • Μερικές γυναίκες, Θεμέλιο 1982.
  • Ο Θησαυρός του Ξέρξη, μυθιστόρημα, Εστία 1984, Άγκυρα 2008
  • Η Δολοφονία, νουβέλα, Θεμέλιο 1984
  • Ο Ομιλών Πίθηκος ή Παραμυθολογία, Αιγόκερως 1986
  • My Afterlife Guaranteed, διηγήματα, City Lights, Σαν Φρανσίσκο 1990
  • Η Ζωή μου Μετά Θάνατον Εγγυημένη, διηγήματα, Νεφέλη 1995
  • Παραμυθολογία, Νεφέλη 1996
  • Ο Σκύλος του Θεού, Καστανιώτης 1998, 2004
  • Τα Σπασμένα Χέρια της Αφροδίτης της Μήλου, Άγρα 2002
  • Γνωρίζετε την Ελπινίκη; διηγήματα, Ηλέκτρα 2005
  • Μα το Δία, Ηλέκτρα, 2009

Δοκίμια

  • Ανδρέας Εμπειρικός, Ύψιλον 1989
  • Για μια Θεωρία της Γραφής, Εξάντας 1990
  • Μοντερνισμός, Πρωτοπορία και Πάλι, Καστανιώτης 1997
  • Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Ένας Ρομαντικός 1998
  • Αλληλογραφία Γ.Σεφέρη – Ν.Βαλαωρίτη 1945-1968 και επιστολές στον Γ. Κατσίμπαλη, Ύψιλον 2004
  • Για μια θεωρία της γραφής Β’, Ηλέκτρα 2006
  • Ο Όμηρος και το αλφάβητο, Ελληνοαμερικανική Ένωση 2010
  • Ή του ύψους ή του βάθους, Ψυχογιός 2013
  • Για μια θεωρία της γραφής Γ’, Ψυχογιός 2016


Εποχές και Συγγραφείς - Νάνος Βαλαωρίτης
Άδωνις

Στη μικρή παραθαλάσσια πόλη της Αχαΐας κοντά στην τοποθεσία Μπουράκι διαδραματίζονται συγκινητικές στιγμές την Άνοιξη. Όμως τηρείται γύρω του άκρα μυστικότης. Μερικά μόνον έμπιστα πρόσωπα ξεκινούν τα χαράματα και πηγαίνουν σε μια ερειπωμένη έπαυλη μέσα στις καλαμιές. Στο στόμιο της στέρνας σταματούν και ρίχνουν κάτω τους κουβάδες και τον ανεβάζουν επάνω. Τον αλείβουν με λάδι τού χτενίζουν τα μακριά μαύρα μαλλιά, τον τρίβουν σε όλο το κορμί με διάφορα αρωματικά βοτάνια και αλοιφές και τέλος ένας ένας φυσάνε μέσα στο στόμα του για να του δώσουν αναπνοή.

Όμως εκείνος κοιμάται. Δεν ξυπνάει εύκολα. Φέρνουν τότες τα τρυφερότερα κορίτσια επάνω ακριβώς στον οργασμό της ήβης τους, τα γδύνουν και τ’ αμολάνε σαν περιστέρια επάνω του. Όμως μάταια φτερουγίζουν γύρω του, μάταια ιδρώνουν λαχανιάζουν και βογκάνε όπως η θάλασσα στις σκοτεινές σπηλιές και στην αγκαλιά κατόπιν η μια της άλλης γυρεύουν να εκπληρώσουν τον τυφλό πόθο που του τρέφουν. Χαμπάρι δεν παίρνει από τη θύελλα των αισθήσεων που μαίνεται γύρω του, την απεγνωσμένη τρικυμία της σάρκας που πασκίζει να ξυπνήσει τη σάρκα τους. Τί κι αν χτυπάει που πάει να σπάσει σαν δυναμόμετρο η καρδιά τους; Τί κι αν βουίζει το αίμα στ’ αυτιά τους όπως ο άνεμος μέσα στα πεύκα. Τί κι αν σπαράζουν επάνω του σαν χέλια οι λυγερές. Τί κι αν προσφέρουν σαν ολοκαύτωμα το σγουρό το θηλυκότερο κομμάτι της νιότης τους; Τί κι αν παραδίνουν δίχως άλλες διαπραγματεύσεις τα χείλια της πιο κρυφής σχισμής που τρέλανε η λαχτάρα;

Τί κι αν παθαίνουν, μες στους πυκνούς ελαιώνες των τριχών που φυτρώνουν σαν παρθένο δάσος στην κοιλιά, τις φοβερές εκείνες σεισμικές δονήσεις που τραντάζουν και τα βαθύτερα θεμέλια της ύπαρξής τους;

Αυτός κοιμάται αναίσθητος και ωραίος. Μήτε θυσίες βοδιών μήτε εκατόμβες πουλιών ή ανθρώπων μπορούν να τον συνεφέρουν. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει να ξυπνήσει — όπως αποκοιμήθηκε κατά τύχην. Μά το Θεό δε γελάστηκα.

Κι από το πλήθος που θρηνούσε απελπισμένο γύρω του ένας μικρός ξεχώρισε και τον παρατηρούσε με περιέργεια. Σπάζοντας τότες ένα στάχυ από τη γης πλησίασε και του γαργάλησε το ρουθούνι. Όμως τη στιγμή που ορμούσαν οι παριστάμενοι να τον σκοτώσουν στο ξύλο ίσως και για να τον κάνουν κομμάτια, ακούστηκε ένα φτέρνισμα. Η χαρούμενη είδηση μεταδόθηκε σαν αστραπή. Ποιός φτερνίστηκε, ρώτησε ένας μαραγκός. Ο Θεός Άδωνις, του πέταξαν αστειευόμενοι μερικά πειραχτήρια που δεν είχαν ιδέα πως έλεγαν την αλήθεια. «Άδωνις;» επανέλαβε ο μαραγκός, δίχως να πολυπιστεύει. «Γιατί όχι;» του είπαν αυτοί; «Δίχως άλλο» είπε ο μαραγκός με ακόμη μεγαλύτερη δυσπιστία «Δίχως άλλο» για να τους ξεφορτωθεί και με το δίκιο του, νομίζοντας πως τον κορόιδευαν.

Λονδίνο 1948
Νάνος Βαλαωρίτης. Ο πύργος του Χαλεπιού. Αδημοσίευτη συλλογή. Στον τόμο: Νάνος Βαλαωρίτης. 1983. Ποιήματα, 1 (1944–1964). Αθήνα: Ύψιλον


Αλληγορική Κασσάνδρα Ι
(απόσπασμα)

[...]
Είμαι τρομερά προληπτική άμα θέλω να γίνει κάτι
Δεν τ’ αφήνω ποτέ στην τύχη· κάνω τ’ αδύνατα δυνατά

Να συμβεί. Μια προχθεσινή πρόθεση πραγματοποιήθηκε σήμερα
Δεν έχω τί να πω γι’ αυτά που ακούω και βλέπω κάθε μέρα

Με μαστιγώνουν οι τύψεις και με γανώνουν οι ελπίδες
Ο περιορισμός μιας έννοιας από τις δυνατότητές της.

Είμαι ολόκληρη σ’ ένα περασμένο εικοσιτετράωρο
Και νά που πεταλώνω ψύλλους και μαστιγώνω ουσίες.

Ανιχνεύω παρθένα νερά με το βυθοσκόπιο
Καλιγώνω ψείρες και μαζεύω πεταλίδες

Για δόλωμα, μα τί ψάρια με πολύχρωμα φτερά να πιάσω;
Συναντάω έναν γνωστό, μια δεύτερη, έναν τρίτο.

Παρόλο που είναι Δευτέρα σήμερα στα τεφτέρια
Της Αρχαίας των Ημερών, μας κοιτάει από μακριά.

Και τώρα που τρίτωσε το κακό...
Αναζητάω αλήθειες με το μικροσκόπιο

Και βρίσκω ένα τσουβάλι άχρηστες πληροφορίες.
Έχω μια μέθοδο που εφαρμόζω με μεγάλη αποτελεσματικότητα.

Παρασύρω ταμπέλες, σηματωρούς, ορόσημα, αφίσες
Δεν λιώνω στο διάβα του, δεν είμαι καμωμένη από λάσπη

Ούτε από άργιλο· μια φωνή μεταλλική ηχεί στ’ αυτιά μου
Στεντόρεια, απ’ την άλλη άκρη του πεδίου ασκήσεων.

***
«Περάστε, παρακαλώ, να δείτε τ’ αξιοθέατα από ψηλά
Η Πόλις έχει εξαπλωθεί έως τις παρυφές των ορέων...»

Και πάει να διεκδικήσει ένα μέρος της θάλασσας.
Από θάλασσα άλλο τίποτα, αλλά πού, πώς και πότε.

Ζητιανεύω φιλιά, αγκαλιές χάδια, εγχειρίζω αγάπες
Ξεχνάω την κακία, το τέρας, την κοσμογονία.

Ρωτάω να μάθω, αλλά κανένας δεν ξέρει τίποτα.
Ήταν άντρας μου, μα ήταν άτυχος και τον πλάκωσαν

Με το μαχαίρι στα δόντια, με το λοστό στην παλάμη.
Βαρούσαν μες στα όλα μπαρουτοκαπνισμένοι.

Άργησες και δεν περίμενα παραπάνω από είκοσι λεπτά
Τώρα είναι πια αργά για μετάνοιες...

Αν θέλεις να πιάσεις τον εχθρικό στόλο, πιάσ’ τον στο λιμάνι
Όπου δεν έχει χώρο για μανούβρες: Καντίζ, Αγκαντίρ, Αιγός Ποταμοί

Τραφάλγκαρ, Τάραντας, Ναβαρίνο, Ισταμπούλ, Οράν, Περλ Χάρμπορ.
Εξαιρέσεις: ναυμαχίες της Σαλαμίνας, των Σπετσών της Πόλης.

Με το υγρό πυρ, με τα μπουρλότα και την παλικαριά... ώς πότε
Θα ζούμε με ρευστά μηχανοποιημένα ειδύλλια;

Κοσμήτορες του πόνου και της τραγωδίας
Σκέπασαν τον κόσμο με τις σαπουνάδες τους.
Νάνος Βαλαωρίτης. 1998. Αλληγορική Κασσάνδρα. Αθήνα: Καστανιώτης.


Η μπαλάντα του ξενιτεμένου

για τον Κωσταντίνο Ν.

Βαρέθηκα τις φωνές των Ελλήνων
Βαρέθηκα τις φωνές των Σειρήνων
Με παρακολουθούνε άγρυπνα μάτια
Νύχτα μέρα με στοιχειώνουν οι Οδυσσείς
Με τα ψευδολογήματά τους
Με καρπαζώνουν οι αναμνήσεις
Σαν ρούχα που κρέμονται από σκοινί
Βαρέθηκα το Νέο Κόσμο κι ο Παλιός
Δεν μου ’δωσε σκοινί ν’ απλώσω τα αισθήματά μου.

Τα αισθήματά μου είναι βρεγμένα ακόμη
Απ’ το βροχερό ετούτο χειμώνα
Θέλω να πάω κάπου μα δεν ξέρω πού
Αφού δεν είμαι ούτε στη δύση ούτε
Στην ανατολή. Μπροστά μου ο ήλιος
Ανατέλλει και πίσω ο ήλιος βασιλεύει.
Πώς κατάντησα εδώ πέρα χοίρος
Στης Κίρκης το νησί; Πώς κατέληξα
Να γίνω Ελπήνορας και κολαζίστας
Που πέφτοντας έσπασε το κρανίο του
Απ’ τη σοφίτα του σπιτιού του;

Με τον Ερμή για γραφομηχανή
Γράφω να σκορπίσω μαύρες σκέψεις
Έρχεσαι εδώ να δρέψεις
Τους καρπούς του Ελδοράδο
Και σου μένει ο χρόνος ρέστος
Δυτικά του Κολοράντο.

Είμαι ένας μετατοπισμένος
Στα πλάτη της άλλης ηπείρου
Κάνω βόλτες πάνω κάτω
Πέντε επί δεκάξι μέτρα
Και περιμένω γράμματα
Για να διασχίσω τα γεράματα.

Έχω μια μικρή σκυλίτσα
Που την ονομάζω Λίτσα
Που χαίρεται όταν με βλέπει
Να ετοιμάζω μια βαλίτσα
Για να πάω στο Κολοράντο
Να διαβάσω ποιήματα
Με τον ποιητή Κορράντο.

Αχ κύριε κύριε Κωσταντίνε
Που όλο πίνε πίνε
Και σου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι
Σου άναψα ένα καντήλι
Στην καρδιά μου.
6.5.1983

Νάνος Βαλαωρίτης. 1996. Ανιδεογράμματα. Αθήνα: Καστανιώτης


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/