ΒΑΡΒΑΡΑ ΧΡΙΣΤΙΑ "Πρωτομαγιά"

Χαρακτικό του Τάσσου 


Πρωτομαγιά

Μέσα στα νύχια σου σκόνες αιώνων

παλιά καπνά απ΄ τη Δράμα

κι απ΄ τη Σαλονίκη.

Στα σταυροδρόμια οι επιτάφιοι στενάζουν

πάχνη βαριά στα βλέφαρα του κόσμου.

Πρώτη του Μάη,

έχει πιάσει πάλι κρύο

κι εσύ εργάτης το λησμόνησες πως είσαι;

Tον αλατζά πασχίζεις να πετάξεις

μα κείνοι ξέρουν πιο σφιχτά να σε φασκιώνουν.

Δειλά τα χέρια δεν τολμούν να διεκδικήσουν.

Θολές οι οθόνες

σου θαμπώθηκαν τα μάτια.

Σ΄ ηλεκτρικές Καισαριανές φυλακισμένος

με σιγαστήρα οι βολές που σ΄ εκτελούνε.

Απ΄ το Σικάγο, απ΄ τη Βαστίλη, απ΄ το Βραχώρι

ίδια αρμύρα του εργάτη ο ιδρώτας.

Σε ξηλωμένη πόρτα ξαπλωμένος

«μην παραδίνεσαι»

ψελλίζει ο Τάσος Τούσης.

Στα σταυροδρόμια

οι αναστάσεις καρτεράνε.

Πρωτομαγιά, Πρωτομηνιά, πρώτη απεργία.

Βαρβάρα Χριστιά








ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ "ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ"


Photographer Taylor Marie McCormick

Σαν έχει η μνήμη φρόνηση
σε αναδρομές και παραλλάξεις,
το χρόνο σπούδαγμα κι αναστροφή,
τα πρέπει της συμμόρφωσης
και της αποδοχής η ανάγκη,
δεν είναι υπακοή αστόχαστη
κι ανάρμοστη στάση υποταγής,
παρά γνώση και λογισμός προοπτικής,
υπέρβαση απ' τη θεωρία του εφικτού
κι απόδραση στην κοινή αλήθεια της κοινωνίας.

Σαν είναι ο φόβος πρόταγμα
σ' ανέστιες καταγραφές και ρήσεις,
η υποψία χωρίς αφορισμούς και δόγματα
για εποχές ανένταχτες και αξίες,
η κρίση και η ενσυναίσθηση,
η ένσταση κι η προβολή του άγχους,
δεν είναι αυτομόληση στη συνήθεια,
ούτε αυτάρεσκη επίδειξη στοχασμού
παρά πρόκληση ορισμού και συνέπειας
κι απόδραση στην ταύτιση συνείδησης και ήθους.

Σαν φέρνει το σήμερα ενοχές
και τ' αύριο ασύνορα κενά και απορίες
μέσα από απρόσωπες συμμετοχές,
ανήκουστες κι αλλότριες συμπεριφορές,
τ' αξόδευτου λόγου η άρνηση και η σιωπή,
τα πείσματα και οι επίμονες προφητείες
δεν είναι ψευδαίσθηση και πλάνης στίγμα
ούτε ευδοκίμηση στο βολικό το ψέμα,
παρά αποζήτηση και φανέρωμα λογικής

κι απόδραση στην αρμονία ύπαρξης και σκοπού.


29- 4- 2021









ΕΥΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ - ΛΙΑΝΟΥ "Πάσχα στα Κύθηρα" Παραμύθι

Πίνακας - Χρήστος Μποκόρος


Ενα παραμύθι για το Πάσχα

Οι ετοιμασίες για το ταξίδι μας είχαν ξεκινήσει από νωρίς. Φέτος όλη η οικογένεια θα περνούσε το Πάσχα στο νησί, στα Κύθηρα. Ήταν ο τόπος καταγωγής της μητέρας που, εδώ και πολλά χρόνια, δεν είχε κατέβει να δει το πατρικό της σπίτι.

Πρώτα ήταν οι ετοιμασίες του γάμου. Ο μπαμπάς, βέρος Αθηναίος, προτίμησε έναν γάμο απλό και ένα ταξίδι του μέλιτος στη μαγευτική Γαλλία. Μετά ήρθαμε εμείς, τα δίδυμα. Δυο αγόρια ξανθά, με χαμογελαστά προσωπάκια και ανυπόμονα να μεγαλώσουν, έτσι η μητέρα μου μ’ εκείνα και τα άλλα, δεν επέστρεψε στο πατρικό της.

Βέβαια είχε χάσει τους γονείς της σε μικρή ηλικία, τη μεγάλωσε μια μακρινή θεία. Η θεία Άννα, που από μικρή της είχε δώσει το μικρόβιο της ανεξαρτησίας, του ταξιδιού και της εξερεύνησης –γι’ αυτό το λόγο, ίσως, η μαμά σπούδασε αρχαιολόγος– αλλά όταν γνώρισε τον πατέρα στο δεύτερο έτος της σχολής, όπου σπούδαζε κι αυτός αρχαιολόγος, τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Άλλαξε ριζικά η ζωή της, έλεγε. Έτσι αποφάσισαν να παντρευτούν αμέσως.

Νομίζω πως η μαμά άφησε πολλά όνειρα απραγματοποίητα.

Το ταξίδι της οικογένειας στο νησί ήταν ένα από αυτά τα όνειρα, που σιγά-σιγά άρχισαν να παίρνουν σάρκα κι οστά.

Στο σπίτι επικρατούσε ένας πανικός, βαλίτσες παντού και μια ακαταστασία, αλλά η μητέρα-από μηχανής Θεός μέσα σε μια ώρα είχε τακτοποιήσει τα πάντα. Τα δωμάτια, τα ρούχα, τις βαλίτσες. Ήταν ένας σίφουνας αθόρυβος. Στο πι και φι τα έβαλε όλα σε τάξη. Και έκλεισε και τον γενικό.

Θα λείπαμε για δεκαπέντε μέρες.

Πήραμε το πλοίο στον Πειραιά, ήταν ένα όμορφο ταξίδι. Ο ήλιος ήταν τόσο ζεστός. Το καλοκαίρι μύριζε παντού. Η θάλασσα είχε ντυθεί με την ανοιξιάτικη φορεσιά της, ένα απαλό σιελ. Ήταν όλα τόσο ωραία, παίζαμε και κρυβόμασταν πότε στο πάνω κατάστρωμα, πότε στο κάτω κατάστρωμα.

Το πλοίο άρχισε να λιγοστεύει ταχύτητα, φτάναμε στο λιμάνι, το Διακόφτι.

Αντίκρισα για πρώτη φορά τα Κύθηρα, το νησί που τόσα μας είχε πει η μητέρα γι’ αυτό. Ήταν τόσο όμορφο. Σαν ζωγραφιά σ’ ένα τεράστιο καμβά.

Από το αυτοκίνητο διακρίναμε τόσα πολλά χωριά, σε κάθε βουνοπλαγιά, σε κάθε ρεματιά, μικρά λευκά σπίτια ξεπετιόντουσαν σαν μπουμπούκια ενός εκατόφυλλου τριαντάφυλλου.

«Σε λίγο θα φτάσουμε στα Κύθηρα, ή αλλιώς Τσιρίγο, όπως το λένε οι ντόπιοι», είπε η μητέρα. «Θα γνωρίσετε τη θεία Άννα». Αυτή μεγάλωσε τη μητέρα, όταν πέθαναν οι γονείς της σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Ήταν η πρώτη φορά που θα γνωρίζαμε τη θεία της μητέρας. Αλλά κι εμένα και τον αδερφό μου λίγο μας ένοιαζε για τους συγγενείς, νιώθαμε ήδη μαγεμένοι από το τοπίο των Κυθήρων.

«Αλέξη, Νάσο», μάταια φώναζε η μητέρα. Είχαμε κιόλας ξεχυθεί στους κάμπους, στη φύση, θέλαμε να τη μυρίσουμε, να την αγγίξουμε, να δούμε τα λιβάδια με τις παπαρούνες και τρέχαμε προς τη μαγευτική παραλία που απλωνόταν μπροστά μας.

«Άσε τα αγόρια, Μαρίνα, δε θα χαθούν. Άλλωστε οι διακοπές ξεκίνησαν για όλους!» είπε ο πατέρας.

Οι μέρες στο νησί περνούσαν υπέροχα, κάναμε και δυο φίλους, τον Σωτήρη και τον Νικόλα. Και οι τέσσερις περνούσαμε υπέροχα και μέναμε στη θάλασσα έως αργά το βράδυ, να παίζουμε μέχρι που σουρούπωνε και ο ήλιος κρυβόταν στα γαλάζια νερά της θάλασσας και μόνο τότε χωριζόμασταν. Επιστροφή στο σπίτι.

Ήταν ένας παράδεισος τα Κύθηρα. Ο Νάσος κι εγώ είχαμε κιόλας αποφασίσει να μη φύγουμε ποτέ από εκεί. Το αποφασίσαμε με τον αδερφό μου, δηλαδή, στους γονείς δεν είχαμε πει τίποτε ακόμη. Αλλά στο νησί, νιώθαμε… Νιώθαμε κάτι που το είχαμε μέσα μας αλλά το είχαμε χάσει μέσα στα τείχη της τσιμεντένιας πόλης. Γίναμε παιδιά πάλι. Ξενοιασιά. Παίζαμε και ποδόσφαιρο και δεν ανησυχούσαμε για την μπάλα ή εάν μας χτυπήσει κάνα αυτοκίνητο.

Μέναμε ώρες έξω από το σπίτι, χωρίς να κινδυνεύουμε. Κάναμε ποδηλατοδρομίες και γυρνούσαμε σε όλα τα χωριά, με τους δυο φίλους μας.

Είχαμε πάει σε όλες τις σπηλιές ψάχνοντας για θησαυρούς. Επιπλέον είχαμε ανακαλύψει διακόσια διαφορετικά μέρη για να θαυμάζουμε το ηλιοβασίλεμα.

Το Πάσχα ήταν υπέροχο.

Ήμασταν κιόλας στη Μεγάλη Βδομάδα. Ο πατέρας ήταν πιο ευδιάθετος και μερικά απογεύματα έπαιζε μαζί μας ντόμινο, ξερή και μονόπολη. Η μητέρα μας έκανε παρέα, και έπειτα ερχόταν η θεία Άννα. Αφού έπαιρνε τη «Σύνοψη» και ένα μικρό καρεκλάκι, έπαιρναν το αυτοκίνητο και ανηφόριζαν το δρομάκι για την εκκλησιά, την Παναγιά τη Μυρτιδιώτισσα.

Η μητέρα μας είχε πει μια πολύ όμορφη ιστορία για αυτή την εκκλησιά και την εικόνα της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας, που την είχε βρει ένας βοσκός.

Το Πάσχα για μένα δεν ήταν παρά άλλη μια αργία. Δεκαπέντε μέρες χωρίς σχολείο και διάβασμα. Φυσικά η μητέρα κι ο πατέρας μάς είχαν εξηγήσει το νόημα και τη βαθύτερη σημασία αυτής της χριστιανικής γιορτής.

Εκείνο όμως που με έκανε να νιώσω βαθιά στην καρδιά μου αυτό το Πάσχα και να κρατήσω την ανάμνηση από τις διακοπές στα Κύθηρα, ήταν η πρόταση που μας έκανε ο Σωτήρης κι όχι μόνο…

Βρισκόμασταν κάθε μέρα στην πλατεία και από εκεί με τα ποδήλατα τρέχαμε στην παραλία, αλλά και σε όλα τα γύρω χωριά. Πριν χωρίσουμε εκείνο το βράδυ, ο Σωτήρης μάς ανακοίνωσε ότι δε θα μπορούσε να έρθει την επόμενη. Θα ξημέρωνε Μεγάλη Πέμπτη.

«Δεν θα μπορέσω αύριο, παιδιά, θα πρέπει να πάω να βοηθήσω στην εκκλησιά τον πατέρα Μιχαήλ.» Αλλά έξυσε το κεφάλι του, σκέφτηκε και ύστερα μας είπε: «Γιατί δεν έρχεστε κι εσείς να με βοηθήσετε;»

«Μα τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε;» τον ρώτησα.

«Απλά πράγματα, ό,τι κάνει ένα παπαδοπαίδι.»

«Μα εμείς…» Και οι δυο κοκκινίσαμε. Είχαμε βέβαια όλη την κατήχηση από το σπίτι. Όμως, τι κάνει ακριβώς ένα παπαδοπαίδι, δεν το ξέραμε. «Μα δεν έχουμε ιδέα», του απαντήσαμε με μια φωνή. «Εξακολουθείς να πιστεύεις ότι μπορούμε να βοηθήσουμε; Άλλωστε δεν είμαστε καν από το νησί.»

«Δεν πειράζει. Ο πατήρ Μιχαήλ θα χαρεί. Υπάρχει δουλειά για όλους», είπε ο Σωτήρης. «Θα σας περιμένουμε κατά τις εφτά στην πλατεία. Εντάξει;»

Κοιταχτήκαμε και οι δύο μας στα μάτια. «Εντάξει», γνέψαμε με το κεφάλι.

Έτσι και έγινε. Μεγάλη Πέμπτη, ώρα εφτά το απόγευμα. Ντυθήκαμε με τα καλά μας. Δεν πήραμε τα ποδήλατα. Η μητέρα μας πήγε με το αυτοκίνητο και τους τέσσερις στην εκκλησιά, στην Παναγιά τη Μυρτιδιώτισσα. Έφυγε αμέσως, να πάει να πάρει τον πατέρα και τη θεία Άννα.

Ο Σωτήρης προχώρησε μπροστά, άλλωστε ήταν αυτός που ήξερε τι έπρεπε να γίνει. Τον ακολουθήσαμε σιωπηλά. Μπήκαμε στην εκκλησιά, μια μυρωδιά από λιβάνι μας συνεπήρε.

«Καλώς τα παιδιά.» Ο πατήρ Μιχαήλ, αγγελική μορφή. Μας καλωσόρισε με μια ευλογία. «Σήμερα ο Κύριός μας “σταυρώθηκε επί ξύλου”, είναι μια μέρα πένθους. Πρέπει να ετοιμάσουμε την εκκλησιά μας.»

Ο Σωτήρης έκλεισε τις πόρτες της εκκλησίας, τον ακολουθήσαμε και οι τρεις. Αρχίσαμε να κρεμάμε στους παλιούς πολυελαίους και στα πολυκάντηλα μαύρες και βιολετί κορδέλες, δέσαμε τα χέρια των αγγέλων με μαβιές ταινίες και είχαμε καρφώσει στα κεριά παντού στρογγυλές «κονκάρδες» με ασπρόμαυρες κορδέλες.

Στη μέση της εκκλησιάς, βάλαμε μια μεγάλη πέτρα σαν βάση για το Σταυρό. Με αρχηγό τον Σωτήρη και τις συμβουλές του πατρός Μιχαήλ τελειώσαμε σχετικά γρήγορα την πένθιμη διακόσμηση.

Έτρεφα μεγάλο θαυμασμό για το Σωτήρη. Ήταν πιο μεγάλος από εμάς, αλλά μας προστάτευε και μας έκανε να νιώσουμε ότι ανήκουμε στο νησί. Εκείνο λοιπόν το απόγευμα ετοιμάσαμε την εκκλησία για τα «Δώδεκα Ευαγγέλια». Είχε πια έρθει η ώρα.

Ανοίξαμε τις πόρτες.

Η ώρα ήταν οκτώ. Ό κόσμος γέμιζε την εκκλησιά. Οι επίτροποι προσπαθούσαν να βάλουν μια τάξη. Στα δεξιά οι άντρες, στα αριστερά οι γυναίκες και ο γυναικωνίτης, «πήχτρα» κι αυτός. Εμείς, τα «παπαδοπαίδια» τρέχαμε να προλάβουμε και τις επιπλέον δουλειές. Είχαμε να παραλάβουμε τα κεριά και τα «τάματα» που έφερναν οι ενορίτες για τον Σταυρό –λουλούδια, στεφάνια, γλάστρες– έπρεπε να σβήνουμε και τα κεριά στα μανουάλια, να φέρνουμε και καρέκλες στους γέροντες και σε ηλικιωμένες κυρίες, που δεν έβρισκαν πουθενά να κάτσουν.

Ο πατήρ Μιχαήλ μας βοηθούσε κι αυτός, έδινε τις εντολές στο Σωτήρη κι αμέσως αυτός μας έδινε το σήμα:

«Φέρτε κι άλλες καρέκλες από τον καφενέ του κυρ-Λουκά.»

«Λείπουν κεριά, πρέπει να γεμίσουμε το παγκάρι.»

Κι όλο τρέχαμε από εδώ κι από εκεί. Ήμουν χαρούμενος όμως, γιατί και οι δικοί μου έκατσαν και οι γονείς του Σωτήρη και του Νικόλα ακόμη και κάποιοι φίλοι που ήρθαν σχετικά αργά.

Περιποιηθήκαμε και τις μητέρες των γειτονισσών μας, της Αγγελικής και της Μάρθας.

Νομίζω ότι ήταν η άνοιξη, λίγο το τρέξιμο από τη δουλειά στην εκκλησία, η ψυχή μου, όμως, είχε σίγουρα μια ρομαντική και ιπποτική διάθεση, καθώς η Αγγελική μου χαμογέλασε και μου ψιθύρισε ένα «ευχαριστώ»… Κοκκίνισα ολόκληρος.

Όλοι κρατούσαμε τις «Συνόψεις» μας και με ένα κερί στο χέρι ψέλναμε, καθώς ο παπάς διάβαζε ένα-ένα τα Ευαγγέλια. Τα Ευαγγέλια των Παθών τα είχα ξανακούσει κι άλλες φορές στην Αθήνα. Ποτέ όμως δεν τα είχα νιώσει όπως εδώ στο νησί, στα Κύθηρα.

Ο πατήρ Μιχαήλ είχε μια φωνή που σε καθήλωνε. Είχε αυστηρή εμφάνιση με το μαύρο ράσο του, πένθιμο κι αυτό, έβγαινε κάθε τόσο στην Ωραία Πύλη και πάνω στο μαυροντυμένο αναλόγιο διάβαζε αφηγηματικά τα κείμενα των Ευαγγελίων: «Απεκρίθη ο Πιλάτος: – Μή τι εγώ Ιουδαίος ειμί; Το έθνος σου και οι Αρχιερείς παρέδωκάν σε εμοί, τι εποίησας;…» Ο κόσμος παρακολουθούσε σχεδόν αποσβολωμένος «τη δίκη», φανερά συγκινημένος. Θαρρούσε κανείς πως γινόταν πάλι, εδώ μπροστά σε όλους, για δεύτερη φορά. Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν, μόνο το «Κύριε ελέησον» από μερικές γερόντισσες. Όταν ο πατήρ Μιχαήλ έφτανε στο τέλος σήκωνε τη φωνή του, έτσι δήλωνε το τέλος του Ευαγγελίου κι έλεγαν τις τελευταίες λέξεις ψάλλοντας. Και οι ψάλτες αντιφωνούσαν κι έψελναν κι αυτοί:

«Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε, δόξα Σοι».

Η Μεγάλη Πέμπτη έχει μια ιδιαίτερη θέση στις καρδιές των Χριστιανών και στην μεγάλη εκκλησιά της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας, ένιωθα κι εγώ μια κατάνυξη.

Ένα αίσθημα θλίψης και συγκίνησης με είχε καταβάλει. Το ψάλσιμο του «Σήμερον κρεμάται». Μεγαλόπρεπη και κατανυκτική σκηνή. Ο πατήρ Μιχαήλ έβγαινε με τον Εσταυρωμένο στα χέρια του στην Ωραία Πύλη, κι εκεί στεκόταν ακίνητος, αμίλητος σεμνός…

Είχαμε σβήσει όλα τα φώτα της εκκλησίας, τους μεγάλους πολυελαίους, απέμειναν αναμμένα τα κεριά των πιστών και τα κεριά της Αγίας Τράπεζας. Σιγή απλώθηκε παντού. Μια γνωστή φυσιογνωμία στεκόταν στη θέση του αριστερού ψάλτη. Ήταν ο Σωτήρης. Τριγυρισμένος από τους υπόλοιπους ψάλτες, άρχιζε να ψέλνει τους πρώτους στίχους, συγκροτημένος αλλά και με μια φωνή αγγελική, το «Σήμερον κρεμάται». Ο τρόπος που ο Σωτήρης έψαλλε έκανε τον κόσμο να συγκινηθεί, η Μάρθα δάκρυσε κιόλας. Ήταν ένας μελωδικός θρήνος. Κράτησε για δέκα λεπτά. Οι λέξεις του Πάθους, κατανοητές, με μαεστρία, δεξιοτέχνης ο Σωτήρης. Έψαλλε… Έψαλλε και το κοινό τον άκουγε συνεπαρμένο.

Η μητέρα του, η Ευθαλία, είχε δακρύσει, και σίγουρα ήταν δάκρυα χαράς. Μόλις τελείωσε ο ύμνος, ο αριστερός ψάλτης έλεγε τα λόγια του και πάλι «Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε δόξα Σοι».

Ανάψαμε τα φώτα της εκκλησίας, βάλαμε κι άλλα κάρβουνα και λιβάνι στο θυμιατό, το κοινό ήταν ακόμη ζαλισμένο κι εγώ ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο περήφανος για ένα φίλο, όσο ένιωθα για το Σωτήρη. Ο πατήρ Μιχαήλ ξεκίνησε με το Σταυρό να τον τοποθετήσει στη βάση που είχαμε στήσει πιο πριν. Ο κόσμος σχημάτισε μια μεγάλη «ουρά» για το προσκύνημα.

Η ακολουθία κράτησε έως τις έντεκα και μισή τη νύχτα. Δεν ένιωθα κούραση κι ας τρέχαμε πάνω κάτω καθ’ όλη τη λειτουργία. Ο κόσμος προσκυνούσε τον Εσταυρωμένο κι έφευγε. Κάποιες γερόντισσες είχαν μείνει κι είχαν στα χέρια τους κλωστές και καθώς άκουγαν ένα-ένα τα Ευαγγέλια, έδεναν κι από ένα κόμπο σε αυτές. Έθιμο από το Αργοστόλι, το είχαν φέρει γυναίκες που παντρευτήκαν στο νησί. Μαζί με τα προικιά τους έφεραν και τα ήθη και τα έθιμα τους. Ήταν, λέει καλό να κρατήσουν στο σπίτι τους αυτή τη «δωδεκάκομπη κλωστή», να την κρεμάσουν στα εικονίσματα για όλο το χρόνο ή να τη βάλουν στο λαιμό των παιδιών για φυλαχτό.

Το τελευταίο Ευαγγέλιο ο πατήρ Μιχαήλ το είπε ολόκληρο ψάλλοντας. Με την καθαρή κρυστάλλινη φωνή του, και υψώνοντάς την στις τελευταίες φράσεις, έδινε το σήμα του τέλους. Ο κόσμος σηκωνόταν από τα καθίσματα, μάζευαν τα πράγματα τους κι ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Πολλοί από αυτούς πήγαν να χαιρετήσουν το Σωτήρη κι έδιναν συγχαρητήρια και μπράβο στους γονείς του. Παρ’ όλη την πένθιμη ατμόσφαιρα της Μεγάλης Πέμπτης, θα είναι η πιο όμορφη ανάμνηση για μένα από τις διακοπές του Πάσχα, ολόκληρης της οικογένειας στα Κύθηρα.


Το παραμύθι “Πάσχα στα Κύθηρα” παρουσιάστηκε  στη Λόγω Γραφής σε πρώτη δημοσίευση.



Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:

Η Εύα Πετροπούλου-Λιανού γεννήθηκε στο Ξυλόκαστρο όπου και ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές της. Αγαπούσε τη δημοσιογραφία από μικρή, οπότε αποφασίζει να κάνει επάγγελμα τη μεγάλη της αγάπη και παρακολουθεί μαθήματα δημοσιογραφίας στη σχολή του ΑΝΤ1. Τελειώνοντας τις σπουδές της, κάνει την πρακτική της ως ελεύθερη ρεπόρτερ σε διάφορες δημοσιογραφικές εκπομπές. Το 1994 φεύγει για τη Γαλλία όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος στη γαλλική εφημερίδα «Le LIBRE JOURNAL». Η αγάπη για την Ελλάδα όμως την κερδίζει. Επιστρέφει στην ηλιόλουστη πατρίδα κι από το 2002 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Τον Μάϊο του 2011 θα εκδοθεί το τρίτο βιβλίο της, «Η Ζεραλντίν και το Ξωτικό της Λίμνης», από τις εκδόσεις Έναστρον. Μάλιστα, το έργο αυτό ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία στην παιδική σκηνή «Ηλιότεχνο» (Ιανουάριος 2012), σε σκηνοθεσία του Θ. Bουρνά. Ακολούθησαν κι άλλες παραστάσεις σε σχολεία και πολιτιστικούς χώρους. Στη συνέχεια, θα εκδώσει ebooks «Εγώ κι ο άλλος μου εαυτός, η Σκιά μου» εκδόσεις Σαϊτα, «H Zεραλντίν και ο ξωτικό της λίμνης » στα ιταλικά καθώς και «Η κόρη της Σελήνης» (εκδόσεις Αναζητήσεις), σε 2 γλώσσες αγγλικά και ελληνικα στην amazon.com κι άλλα πολλά. Η Κόρη της Σελήνης , έχει ήδη κυκλοφορήσει απο τις εκδόσεις Οσελότος 2009 και 2010 και πήρε τις καλύτερες κριτικές για την εικονογράφηση και το στυλ γραφής της συγγραφέως. Είναι μέλος της Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά , των Κορινθίων Συγγραφέων Επίσης του οργανισμού Alia Mundi, Σερβία,της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ Ελλάδας. Πρέσβειρα Ειρήνης του οργανισμού IFCH Morocco για την Ελλάδα. Αντιπροσωπεύει τηνLiterary Union Usa.

Συνεντεύξεις και παραμύθια της φιλοξενούνται σε ηλεκτρονικές εφημερίδες της Ελλάδας και της Κύπρου. Πρόσφατα η έγκριτη εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση της αφιέρωσε ένα δισέλιδο, για την προσφορά της στην παιδική λογοτεχνία [τόμος 27 σελ 300]. Τα βιβλία της έχουν εκριθεί από το Υπουργείο Παιδείας Κύπρου.









ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΝΤΟΣ - ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ( Και πάλι Μόνος & Και διαμέλισαν τα ιμάτια Αυτού)



Και πάλι Μόνος


Κι αφού
Τον ψάλλανε
"αι γενεαί πάσαι" και "γλυκύ μου έαρ"
και Τον ξεπροβοδήσανε
λουλουδοστεφάνωτο
και μυρωμένο,
όλοι αποχώρησαν στα φωταγωγημένα σπίτια τους
κι η Εκκλησία απόμεινε
σκοτεινή,
θεοσκότεινη.
Μόνος του κείτεται
μέσα, νεκρός,
κι όλα τα περιμένουμε
έτοιμα απ'Αυτόν.
Μόνος να βγάλει την απέραντη νύχτα,
Μόνος Του να προσευχηθεί, Μόνος να σκίσει το σάβανό Του,
Μόνος να βρει την έξοδο
Μόνος μέχρι να αναστηθεί.
Και μόνο μια θορυβώδης συναυλία από βατράχια παραδίπλα,
κι ο γατούλης ο σπραϊτάκος
που ξεπρόβαλε
να πιεί νερό
Του κρατάνε συντροφιά,
ως Αύριο.
Πόσο κρατάει όμως αυτή η νύχτα;
Για μάς..
ένας ύπνος..
27/04/2019

Φωτογραφία : Θοδωρής Κοντός 


Και διαμέλισαν τα ιμάτια Αυτού

Πέταξαν το ένα κομμάτι στη θάλασσα.
Τυλίχτηκε γύρω απ τον αφρό,
έπλεξε τα φύκια ακρόδεσμο
και βούτηξε βαθιά στο μανιασμένο κύμα.
Κι απτό βυθό ανέσυρε τα ονόματα όλα,
μαζί με όλα τα δάκρυα
που χύθηκαν και που δε χύθηκαν
για αυτά.
Και τα σεργιάνισε μεσοπέλαγα,
κάτω απτό λαμπρό ήλιο
να στεγνώσουν,
πριν τα εναποθέσει
Ένα προς Ένα στην ακτή.
Ο Νίκος, Ο Γιάννης, Ο Αντρέας,
Ο Στίβεν , O Ανουαρ, Η Ερμελίντα, Η Όλγα,
Ο Αφσίν...

Το δεύτερο, το πήρε ο αέρας.
Ταξίδεψε μέσα στα σύννεφα
και ρούφηξε όλη την πίκρα,
όλη την εξατμισμένη αλμύρα,
από των αιώνων τα δάκρυα.
Και ύστερα τα άφησε ελεύθερα, να πέσουν δυνατή βροχή,
και να ξεπλύνουνε
αυλές, παλάτια, ξέφωτα,
πλαγιές, βουνά και παραλίες,
και Πρόσωπα,
ώσπου όλα ανέπεμψαν
λαμπρότητα
κάτω απ τον αστραφτερό ήλιο.

Το τρίτο έμεινε στο χώμα και
ξεχάστηκε.
Σκεπάστηκε από χαλίκι
και από σκόνη, μέσα στο Χρόνο.
Θαμμένο βαθιά,
προσμένει και τυλίγει
τους νεκρούς σαβανωμένους,
μέχρι που, σαν μωρά,
μες στο λευκό του
φασκιωμένοι,
να το ανασύρουνε μαζί τους,
μέσα στης Δόξας τη χαρά.
Ένας προς Έναν.


Πίνακας : Thomas Blackshear "forgiven"







ΓΙΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ "Για τη Μαρία Πολυδούρη"



Ανοίγεις και κλείνεις του χρόνου τις γρίλιες
στέκεσαι, αιωρείσαι
μα σβήνουν της μουσικής οι τρίλιες.
Πλήρης αναχωρήσεων και μάταιων σιωπών
θύμα της εγκαρτέρησης, θηρεύτρια των καιρών
ψελλίζεις μια αέναη ιστορία 
μπροστά στην καίρια θέαση των ρωγμών.

~ Γιάννα Βλάχου ~ © All rights reserved

ARTIST Pat Kelley












ΕΙΡΗΝΗ ΓΕΡΟΝΤΑΡΑ "ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ " Νέα Κυκλοφορία


Πίνακας εξωφύλλου: Λαμπρινή Μίχου

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ


…Απόψε ήθελα να ονειρευτώ χάρτινα πλοία
που αγκαλιά κρατούν μικρές Παναγιές
και ταξιδεύουν σε όνειρα παιδικά.
Μα με πρόλαβες.
Ανήμπορο το χάδι σου
ξεχάστηκε στου χρόνου την αδύναμη ανάσα.
Κι απόρησα.
Ήθελα να άντεχε

και να ήταν διαμαντένιο

κι όχι από στάχτη.
Νικήθηκε η ψευδαίσθηση από την αλήθεια της ζωής.
Το ήξερες;
«Η ζωή πάντα κερδίζει», σου είχα θυμίσει όταν γονάτιζες.
Μα δεν με πίστεψες.
Κοίτα τώρα πόση δύναμη.
Τα φτερά μιας πεταλούδας πάντα αντέχουνε.


Με τη δεύτερη προσωπική της ποιητική συλλογή, η Ειρήνη Γεροντάρα απευθύνεται στη συλλογική μας μνήμη, στις υπαρξιακές μας ανησυχίες και στους φιλοσοφικούς μας προβληματισμούς. Η ποίησή της «κρατάει αγκαλιά τις θύμησες» και «κάθε μέρα το ίδιο σκοτάδι αναμόχλευε. Φορούσε το λευκό και βυσσινί πουκάμισο και το καλό το τζιν το πανταλόνι, κρεμούσε το τσιγάρο απ’ το στόμα κι έμπαινε στ’ αμάξι». «Διάβαζε πίσω από τις λέξεις…», «μίκραιναν οι μέρες καθώς μεγάλωναν οι σιωπές…». Η ποιητική συλλογή «Χρονικές Δευτερεύουσες» είναι «της ζωής η ποίηση».



Η Ειρήνη Γεροντάρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Είναι μητέρα τριών παιδιών και ζει σε μια κωμόπολη του Κορινθιακού, κοντά στους Δελφούς. Εργάζεται ως καθηγήτρια αγγλικών κι έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία και Ιστορία στο Αμερικάνικο Κολέγιο Ελλάδας (Deree College). Η σχέση της με τη συγγραφή ξεκινά από τα σχολικά της χρόνια. Έχουν εκδοθεί δύο προσωπικές ποιητικές συλλογές και ένα ανθολόγιο ποίησης με δική της επιμέλεια και σε συνεργασία με άλλους 14 δημιουργούς. Το καλοκαίρι του 2019 εκδόθηκε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Τα προσωπεία των Θεών». Το 2021 κέρδισε έπαινο στον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Νίκος Καζαντζάκης» από τις Εκδόσεις Ραδάμανθυς και τα έργα της συμπεριλήφθηκαν στις εκδόσεις με τα βραβευθέντα έργα. Γράφει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με το ψευδώνυμο «Ρένα Γέρου». Έργα της, έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορα ανθολόγια ποίησης και πεζογραφίας. Έχει βραβευθεί και σε πολλούς ακόμα λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.


Η Λαμπρινή Μίχου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αντίκυρα Βοιωτίας. Αποφοίτησε το 1998 με «Άριστα» από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, στον τομέα της Ζωγραφικής. Το 2014 αποφοίτησε με «Άριστα» και από τον τομέα της Γλυπτικής. Έχει λάβει πολλές διακρίσεις ανάμεσα στις οποίες, επελέγη από την Επιτροπή Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων για την έκθεση «2004, Αναζητώντας την Ολυμπιακή Ιδέα», το 2002 ως προπομπή για την Ολυμπιάδα, στη Βiennale νέων καλλιτεχνών στο Σαράγιεβο (9η Διάκριση), εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 5η Συνάντηση Μεσογειακών Σχολών Τέχνης στην Αλγερία και με το εργαστήρι γλυπτικής του κ. Παπαγιάννη στο Διεθνές Φεστιβάλ Εικαστικών Τεχνών Charleville της Γαλλίας με θέμα «ΜΑΣΚΕΣ». Έλαβε επίσης έπαινο από το ίδρυμα Γ. Σπυρόπουλου και βραβεία εκθέσεων «HEINEKEN ART & INFO QUEST» και υποτροφία για το Δ΄ Έτος Σπουδών στην Α.Σ.Κ.Τ.













ΠΈΤΡΟΣ Κ. ΒΕΛΟΥΔΑΣ "ΑΠΟ ΤΑ ΣΕΠΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΟΛΓΟΘΑ ΣΤΟ ΘΕΙΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΦΩΣ"



Κύριε της Πίστεώς μας αρχηγέ
αγάπησες τον άνθρωπο
κατέβηκες ταπεινά στην γη
θεάνθρωπος για πάντα να μας σώσεις
από της αμαρτίας τα δεσμά
εδίδαξες αλήθειες ιερές λόγια
Αγια του Ευαγγελίου τα ιερά
Τα θάυματα σου ήταν πολλά
για αγάπη παντού ομιλούσες
ακόμη  "αγαπάτε και τους εχθρούς"
μεγάλη αγκαλιά η αγάπη  εσύ αγάπησες
και πόνεσες από κακών ανθρώπων τους χλευασμούς.
Και έφτασε μια ώρα που η προδοσία ξεκίνησε
από ένα άθλιο ανθρωποειδές
τα αργύρια τον ενοιάζαν κι όχι
οι προσευχές...
Φιλί-μαχαίρι στην καρδία
ανέβηκες μονάχος σου
με τον Σταυρό στον ώμο σου
δύσκολο Γολγοθά.
Την ώρα που σε σταυρώνανε
καρφιά  τα χέρια τα Αγια σου ματώνανε
φορώντας σου ακάνθινο στεφάνι
στην Αγια Σου την κεφαλή
Συγχωρέσες αυτούς που σε
σταυρώσαν "ου γαρ οίδασι τι ποιούσι"
υπέμεινες για την δικιά  μας σωτηρία Πάθη, πόνους, βρισιές
και χλευασμούς
Την ελπίδα όμως μας χάρισες
με της Ανάστασης το Θείο Φώς
νικώντας τον θάνατο ολοσχερώς
και το Αγιο αίμα που έχυσες για εμάς
Κύριε σε προσκυνώ πόσο πολύ μας αγαπάς;
Ελέησον μας τους αμαρτωλούς και ας
εχει η ζωή φουρτούνες και πίκρες ,εσύ πάντα
είσαι κοντά μας την προσευχή μας την ακούς
Δεν μας εγκατάλειψες ποτέ αυτό να το γνωρίζεις
άνθρωπε...χοϊκέ!

ΠΈΤΡΟΣ Κ ΒΕΛΟΥΔΑΣ-ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ,
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ.