Άρθουρ Έβανς ( 8 Ιουλίου 1851 - 11 Ιουλίου 1941 )

 

Ο Σέρ Άρθουρ Τζον Έβανς (Sir Arthur John Evans, 8 Ιουλίου, 1851 - 11 Ιουλίου 1941) ήταν Άγγλος αρχαιολόγος.
Αποκάλυψε στο σύνολό του τον πολιτισμό που ονόμασε "Μινωικό", ο οποίος ήταν στην εποχή του μόνο μια αμυδρή μυθική ανάμνηση. Ήταν γιος του Τζον Έβανς, ενός χαρτοβιομηχάνου και ερασιτέχνη αρχαιολόγου ουαλικής καταγωγής. Έλαβε την εκπαίδευσή του στο Σχολείο Χάροου (Harrow), στο κολέγιο Μπρέιζνοουζ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Ενστερνιζόμενος το ενδιαφέρον του πατέρα του στην αρχαιολογία ο Άρθουρ εργάστηκε στο Ασμόλειο Μουσείο, στην Οξφόρδη κατά την περίοδο 1884 - 1908.

Η Κρήτη

O Έβανς ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την Κρήτη ως πηγή σφραγίδων που περιείχαν πρώιμες επιγραφές μη αποκρυπτογραφημένες. Η αρχαία πόλη του Κεφαλά (Κνωσός) στη βόρεια ακτή της Κρήτης, κοντά στο Ηράκλειο, ήταν γνωστή στους ντόπιους, που ξέθαβαν αρχαία κεραμικά και νομισματικά τέχνεργα, καθώς καλλιεργούσαν τους αγρούς.
Ωστόσο, ο πρώτος που ανέσκαψε την Κνωσό ήταν ένας Ηρακλειώτης έμπορος και αρχαιοδίφης, ο Μίνως Καλοκαιρινός, ο οποίος το 1878 αποκάλυψε τα θεμέλια αποθηκευτικών χώρων γεμάτα πίθους. Η καταγραφή του έργου του Καλοκαιρινού από τον Γουίλιαμ Στίλμαν (William Stillman), πρόξενο των Η.Π.Α. στην Κρήτη εκείνη την εποχή, υποδεικνύει ότι τα ευρήματα ανήκαν στην δυτική πτέρυγα του ανακτόρου. Εκτός από τις αποθήκες ο Καλοκαιρινός ανέσκαψε και ένα τμήμα των θεμελίων της "αίθουσας του θρόνου".
Οι Τούρκοι ιδιοκτήτες της περιοχής, όμως, σύντομα σταμάτησαν τις έρευνες του Καλοκαιρινού. Λίγο μετά ο Γερμανός και ήδη διάσημος αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν (Heinrich Schliemann), προσπάθησε να αγοράσει τον 'λόφο του Κεφαλά' στην πραγματικότητα τούμπα δηλαδή τεχνητός γήλοφος που δημιουργήθηκε από αλλεπάλληλες κατοικήσεις της Κνωσού ήδη από την Νεολιθική. Εγκατέλειψε, όμως την προσπάθεια, γιατί θεώρησε τις τιμές που του πρόσφεραν εξοργιστικές. Το 1894 επισκέπτεται την Κρήτη ο Έβανς, για να μελετήσει και να αποκρυπτογραφήσει δύο τύπους άγνωστης γραφής που εμφανίζονταν σε κρητικές σφραγίδες. Ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε τα αποτελέσματα σε έκδοση του μουσείου Άσμολ με τίτλο Κρητικά εικονογράμματα και προ-Φοινικική γραφή (Evans 1895), αναγνωρίζοντας τα μινωικά ιερόγλυφα ως εικονογράμματα (πικτογράμματα) και τις συλλαβικές ή προαλφαβητικές ("προ-Φοινικικές") γραφές, που ονομάζονται πλέον Γραμμική Α και Γραμμική Β.

Οι Arthur Evans, Theodore Fyfe, και Duncan Mackenzie στην Κνωσσό το 1900

Η ανασκαφή

Οι πολιτικές αλλαγές ευνόησαν την πρόσθεση του Έβανς να ξεκινήσει ανασκαφές στην Κρήτη μετά την Κρητική Επανάσταση. Το 1899, χρησιμοποίησε τα χρήματα της πατρικής κληρονομιάς για να αγοράσει την περιοχή στον Κεφαλά. Χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο για την εποχή δυναμικό, ο Έβανς ξεκίνησε μιας μεγάλης κλίμακας συστηματική ανασκαφή. Στο τέλος του 1903 είχε αποκαλύψει ένα μεγάλο μέρος των θεμελίων ενός εκτεταμένου συμπλέγματος, το οποίο προσδιόρισε ως Ανάκτορο της Κνωσού κέντρο του Μινωικού πολιτισμού. Όχι μόνο αποκάλυψε τα θαμμένα ερείπια και τα δημοσίευσε σε 4 τόμους στο Το Παλάτι του Μίνωα στην Κνωσσό, (1921 - 1935), κλασικό έργο της αρχαιολογίας, αλλά τα συντήρησε ουσιαστικά με τις μεθόδους της εποχής του και τα αναστήλωσε εν μέρει.

Στην προσπάθεια της αναστήλωσης χρησιμοποίησε ξένα υλικά, σαν το τσιμέντο. Όπως είναι φυσικό, ασκήθηκε κριτική εναντίον του από εκείνους που πίστευαν ότι η αναστήλωση έπρεπε να γίνει με τα μέσα και τις τεχνικές εκείνης της εποχής, αλλά με την προσπάθειά του ο Έβανς βοήθησε και βοηθά ακόμη και σήμερα τον μέσο επισκέπτη να "διαβάσει" τον αρχαιολογικό τόπο. Έτσι, αν και τα αποτελέσματα για τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς ερευνητές είναι ενοχλητικά, τα κίνητρά του στην προκειμένη περίπτωση είναι δικαιολογημένα. Θα πρέπει να μη λησμονείται, άλλωστε, ότι όταν ο Έβανς εργαζόταν στην Κνωσό στην περίοδο 1899 - 1935, πολλοί από τους συγχρόνους του ασχολούνταν μόνο με την αφαίρεση ευρημάτων από τους αρχαιολογικούς τόπους που ανέσκαπταν.

Εκτός από το πρωτοποριακό για την εποχή ανασκαφικό του έργο στην περιοχή του ανακτόρου, σημαντική ανακάλυψη του Έβανς θεωρείται η αποκάλυψη περίπου 3.000 πινακίδων Γραμμικής Α και Γραμμικής Β. Η Γραμμική Β αποδείχθηκε ότι ήταν πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας κατά την Υστεροελλαδική/Υστερομινωική περίοδο. Η Γραμμική Α, η γλώσσα των Μινωιτών παραμένει έως σήμερα στο μεγαλύτερο τμήμα της μη αποκρυπτογραφημένη.

Ο Έβανς χρίστηκε ιππότης το 1911 για τις υπηρεσίες του στην αρχαιολογία, την Κνωσό και το Ασμόλειο μουσείο. Η ανασκαφή στην περιοχή της Κνωσού, (την οποία αγόρασε για να μπορεί να τη διατηρήσει από καταστροφές), συνεχίζεται ακόμα και σήμερα από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή στην Αθήνα.


Ο Έβανς με λευκό κοστούμι, πιθανότατα το 1905, επιθεωρεί τις εργασίες αποκατάστασης των ευρημάτων, photo credit: arthistoryresources.net Πηγή: www.lifo.gr







Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι - Artemisia Gentileschi ( 8 Ιουλίου 1593 - 1653 )

 

Selfportrait Martyr

Η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι (Artemisia Gentileschi, 8 Ιουλίου 1593 - 1653) ήταν Ιταλίδα ζωγράφος του μπαρόκ, θεωρούμενη ως μία από τους καλύτερους καλλιτέχνες της εποχής της.
Κόρη του ζωγράφου Οράτσιο Τζεντιλέσκι, μαθήτευσε δίπλα στον πατέρα της στη Ρώμη και το 1610 παρήγαγε το πρώτο της έργο η Η Σωσσάννα και οι γέροντες.
Το 1611 ο συνεργάτης του πατέρα της ζωγράφος Αγκοστίνο Τάσσι βίασε την Αρτεμίζια και εν συνεχεία της υποσχέθηκε γάμο, εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχιση των ερωτικών τους σχέσεων. Η υπόσχεση δεν εκπληρώθηκε και, εννέα μήνες μετά τον βιασμό, ο Οράτσιο Τζεντιλέσκι κίνησε δίωξη κατά του Τάσσι ο οποίος, ύστερα από επτάμηνη δίκη, καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους.
Ύστερα η Αρτεμίζια παντρεύτηκε τον ζωγράφο Πιεραντόνιο Στιαττέζι, εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία και είχε εξαιρετική σταδιοδρομία. Έγινε αυλική ζωγράφος, ευνοούμενη των Μεδίκων και ήταν η πρώτη γυναίκα που έγινε μέλος της Accademia delle Arti del Disegno (Ακαδημίας των Τεχνών της Σχεδίασης). Αλλά δημιούργησε πολλά χρέη, ο γάμος της διαλύθηκε και το 1621 επέστρεψε στην Ρώμη.
Το 1630 εγκαταστάθηκε στη Νάπολι, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της, εκτός από την περίοδο της παραμονής της στην Αγγλία, όταν συνεργάστηκε και πάλι με τον πατέρα της που είχε γίνει αυλικός ζωγράφος του Καρόλου Α΄ το 1638. Ο Οράτσιο πέθανε το 1639 και η Αρτεμίζια επέστρεψε στη Νάπολη.
Όλα σχεδόν τα έργα της Αρτεμίζια (που ήταν μια από τους καλύτερους Καραβατζίστι) έχουν γυναίκες πρωταγωνίστριες -με προτίμηση στις βιβλικές μορφές- που τις διακρίνει το θάρρος, η αποφασιστικότητα και η ισχυρή προσωπικότητα και όχι οι γυναικείες ιδιότητες της ευαισθησίας και της αδυναμίας. Ειδικά το έργο της Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη είναι ένας πίνακας αιματηρής αγωνίας και φρίκης. Το ζωγράφισε σε πολλές παραλλαγές αλλά αυτή του Ουφίτσι είναι η εντυπωσιακότερη. Είναι πολύ πιθανό να εμπνεύστηκε από την ανάμνηση του πρόσφατου βιασμού της.
Μυθιστορηματική βιογραφία της Αρτεμίζια έγραψε η Rauda Jamis : Artemisia ou La Renommèe (Αρτεμίζια ή Η ξακουστή, 1990) – ελλ. μετάφραση Μαρία Παγουλάτου ("ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ") https://el.wikipedia.org/

Η Σωσάννα και οι γέροι, 1610

Η Σαλώμη με το κεφάλι του Βαπτιστή, 1610-1615

Η Ιουδήθ και η υπηρέτριά της με το κεφάλι του Ολοφέρνη, 1615-1616

Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη, 1614-1620,

Η αγία Αικατερίνη της Αλεξανδρείας, 1615, 

Η Ιαήλ σκοτώνει τον Σισάρα, 1620

Η Εσθήρ ενώπιον του Αχασβήρου, 1628–1635

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Ν. ΞΥΛΟΥΡΗΣ (7 Ιουλίου 1936 - 8 Φεβρουαρίου 1980)


 Αναρωτιέμαι συχνά μήπως γίνομαι κοινότυπη, μήπως όταν κάθε φορά που πεθαίνει ένας μεγάλος, η φράση "γίναμε φτωχότεροι" καταντά κλισέ... Στην περίπτωση του Νίκου Ξυλούρη, δεν θα πω γίναμε φτωχότεροι... θα πω "μείναμε λειψοί¨" ...

Λειψοί από φωνή, από ποιότητα, από λεβεντιά, από περηφάνια και ήθος...τριάντα τόσα χρόνια μετά και είναι σα χθες που μείναμε λειψοί... Και τίποτα από όσα μας έδωσε δεν αντικαταστάθηκε... Μείναμε λειψοί...Αθηνά Κοτσόβολου

Ο Νίκος Ξυλούρης ή Ψαρονίκος,γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης) .








Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού,
σβήνω κυλώντας στα νερά.
Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς
σαλτάροντας με τις τριχιές
του λιβανιού,
πήρα το δρόμο της σποράς.
Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι
του σπαθιού,
είχα τον ύπνο του λαγού.
Αγνάντευα την πυρκαγιά
της θεμωνιάς
αμίλητος την ώρα της συγκομιδής,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.
Αντάμωσα τον χάρο της ξερολιθιάς,
το άλογο στ’ αλώνι να ψυχομαχεί,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.

Στίχοι:   Κ.Χ Μύρης
Μουσική:   Γιάννης Μαρκόπουλος
                                                  
        Η λύρα


Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο "Κάστρο". Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη "μόδα" της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές


                                           Επιστροφή στην Κρήτη
Γνώρισε την Ουρανία Μελαμπιανάκη, στις 21 Μαΐου του 1958 παντρεύτηκαν και τον ίδιο Σεπτέμβρη μετακόμισαν στο Ηράκλειο Κρήτης.
Σιγά σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και το Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο "Μια μαυροφόρα που περνά". Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης τη κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο "Ερωτόκριτος" και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.






Πώς να σωπάσω μέσα μου 
την ομορφιά του κόσμου;
Ο ουρανός δικός μου 
η θάλασσα στα μέτρα μου
Πώς να με κάνουν να τον δω
τον ήλιο μ’ άλλα μάτια;

Στα ηλιοσκαλοπάτια
Μ’ έμαθε η μάνα μου να ζω... 
Στου βούρκου μέσα τα νερά
ποια γλώσσα μου μιλάνε 
αυτοί που μου ζητάνε 
να χαμηλώσω τα φτερά;

Στίχοι:   Κώστας Κινδύνης
Μουσική:   Σταύρος Ξαρχάκος

                              Η αναγνώριση του στην Αθήνα  

Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο "Ανυφαντού" και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις όμως πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο "Χρονικό" και τα "Ριζίτικα". Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.

Για το ποιος «ανακάλυψε» το Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του κ. Ουρανίας Ξυλούρη όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» είναι διαφορετική από αυτήν που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη, ότι τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και έστειλε την κασσέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού Λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού»



 


Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
τις πόρτες σπάσαν οι οχτροί
κι εμείς γελούσαμε στις γειτονιές
την πρώτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
αδέρφια πήραν οι οχτροί
κι εμείς κοιτούσαμε τις κοπελιές
την άλλη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
φωτιά μας ρίξαν οι οχτροί
κι εμείς φωνάζαμε στα σκοτεινά
την τρίτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
σπαθιά κρατούσαν οι οχτροί
κι εμείς τα πήραμε για φυλαχτά
την άλλη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
μοιράσαν δώρα οι οχτροί
κι εμείς γελούσαμε σαν τα παιδιά
την πέμπτη μέρα

Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
κρατούσαν δίκιο οι οχτροί
κι εμείς φωνάζαμε ζήτω και γεια
σαν κάθε μέρα

Στίχοι: Γιώργος Σκούρτης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης & Μαρία Δημητριάδη ( Ντουέτο )


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΜΑΡΚ ΣΑΓΚΑΛ ( 7 Ιουλίου 1887 – 28 Μαρτίου 1985)

 

Ο Μωυσής και η φλεγόμενη βάτος (Moses and the burning bush), λιθογραφία του Μαρκ Σαγκάλ, μέρος ενός ευρύτερου κύκλου έργων με την επωνυμία «Η Ιστορία της Εξόδου» που δημοσιεύτηκε το 1966

O Μαρκ Σαγκάλ ( 7 Ιουλίου 1887 – 28 Μαρτίου 1985) ήτανΓάλλος ζωγράφος, Ρωσο-εβραϊκής καταγωγής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης.
Ο Σαγκάλ γεννήθηκε στο Βιτέμπσκ της σημερινήςΛευκορωσίας, πρωτότοκος γιος εβραϊκής οικογένειας με εννέα παιδιά. Φοίτησε στο εβραϊκό δημοτικό σχολείο και αργότερα συνέχισε τις σπουδές του σε δημόσιο γυμνάσιο, παρά το γεγονός πως οι Εβραίοι γίνονταν πολύ δύσκολα δεκτοί. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσικήμαθαίνοντας βιολί, καθώς και με το σχέδιο. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και φοίτησε στη σχολή ζωγραφικής του Γεχούντα Πεν, στο Βιτέμπσκ, με στόχο να ολοκληρώσει αργότερα τις σπουδές του στην πρωτεύουσα της Ρωσίας. Το χειμώνα του 1906, εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει την ειδική άδεια που έπρεπε να κατέχει κάθε Εβραίος, την εποχή εκείνη, προκειμένου να κατοικήσει μόνιμα στην πρωτεύουσα.
Στην Αγία Πετρούπολη κατάφερε να κερδίσει υποτροφία για σπουδές στη γνωστή σχολή Svanseva, όπου δίδασκε οΛέον Μπακστ, σχεδιαστής σκηνικών για το ρωσικό θέατροκαι εκπρόσωπος του συμβολισμού. Τα πρώτα έργα του Σαγκάλ χαρακτηρίζονταν από θέματα που επανήλθαν και σε μεταγενέστερους πίνακές του, όπως αγροτικές σκηνές ή θέματα εμπνευσμένα από τη ζωή στην ύπαιθρο και την επαρχία. Το φθινόπωρο του 1909 γνώρισε την Μπέλα Ρόζενφελντ, κόρη Εβραίου κοσμηματοπώλη από την πόλη του Βίτεμπσκ, την οποία παντρεύτηκε τελικά το 1915 και στην οποία είναι αφιερωμένοι αρκετοί από τους πίνακές του.
Το 1910, με τη βοήθεια του προστάτη του, Max Winawer, ταξίδεψε στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με το έργο πρωτοπόρων καλλιτεχνών της εποχής, όπως τωνιμπρεσιονιστών, του Πωλ Γκωγκέν, του Βίνσεντ βαν Γκογκ ή του Ανρί Ματίς. Εξίσου επιδραστική υπήρξε και η επίσκεψή του στο Λούβρο, η οποία όπως ο ίδιος σημειώνει στα απομνημονεύματά του, τον «σημάδεψε». Στο Παρίσι ο Σαγκάλ συνδέθηκε επίσης με τον Γάλλο ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ, ο οποίος προσπαθούσε να του εξασφαλίζει ευκαιρίες να εκθέτει τα έργα του. Εκείνος του αφιέρωσε με τη σειρά του τον πίνακα Φόρος τιμής στον Απολιναίρ (1911). Σε ορισμένους από τους πίνακες του Σαγκάλ εκείνης της περιόδου, όπως στο Αδάμ και Εύα (1912) διαφαίνεται η σχέση του με το κίνημα του κυβισμού, αν και θεωρείται πως επηρεάστηκε λιγότερο από τους θεμελιωτές του, δηλαδή τονΠάμπλο Πικάσσο και τον Ζωρζ Μπρακ, και περισσότερο από το έργο του Ρομπέρ Ντελωναί. Την Άνοιξη του 1914, μετά από πρόταση του Απολιναίρ, ο εκδότης του περιοδικούDer Sturm (Η Θύελλα) Χέρβαρτ Βάλντεν, ανέλαβε την οργάνωση της πρώτης ατομικής έκθεσης του Σαγκάλ στοΒερολίνο.

Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, επισκέφτηκε το Βιτέμπσκ. Η έναρξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου και το κλείσιμο των συνόρων παρέτειναν τελικά την παραμονή του στη Ρωσία. Παρά την επιθυμία του να αποφύγει τη στράτευση, τελικά τοποθετήθηκε σε μία νευραλγική οικονομική υπηρεσία στην Αγία Πετρούπολη, όπου η θητεία του αντιστοιχούσε σε υπηρεσία στο μέτωπο. Μετά τα γεγονότα της ρωσικής επανάστασης, ο Λένιν διόρισε ως υπεύθυνο για θέματα πολιτισμού τον Ανατόλι Λουνατσάρσκι, ο οποίος ήταν γνωστός του Σαγκάλ από την περίοδο που ζούσε στο Παρίσι. Χάρη στη γνωριμία τους, το Σεπτέμβριο του 1918, διορίστηκε επίτροπος Καλών Τεχνών στο Βιτέμπσκ. Στα πλαίσια των νέων καθηκόντων του, οργάνωσε εκθέσεις και επαναλειτούργησε τη Σχολή Καλών Τεχνών της πόλης, όπου κατόρθωσε να συγκεντρώσει σημαντικούς δασκάλους όπως ο Ελ Λισίτσκι και οΚαζιμίρ Μαλέβιτς. 
Έχοντας επιφυλάξεις για την επανάσταση και ειδικότερα σε ό,τι αφορούσε τις ιδέες της για την τέχνη, ο Σαγκάλ παραιτήθηκε το Μάιο του 1920 και μετακόμισε στη Μόσχα, όπου ανέλαβε τη διακόσμηση του Εβραϊκού Θεάτρου της πόλης. Την περίοδο εκείνη, η οικονομική βοήθεια τωνσοβιετικών καλλιτεχνών ήταν ανάλογη της «χρησιμότητας» του έργου τους ενώ και οι επιχορηγήσεις που αποσπούσε ο Σαγκάλ ήταν πενιχρές, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα, γεγονός που συνέβαλε στην απόφασή του να εγκατασταθεί στο Βερολίνο, όπου παλαιότερα ο Βάλντεν είχε πουλήσει πίνακές του. Τα χρήματα που είχε κερδίσει ο Σαγκάλ από τις πωλήσεις αυτές είχαν ωστόσο χάσει την αξία τους.
Το Σεπτέμβριο του 1923 εγκαταστάθηκε εκ νέου στοΠαρίσι και τον επόμενο χρόνο παρουσιάστηκε η πρώτη αναδρομική έκθεση έργων του και ακολούθησε η πρώτη του ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Σαγκάλ στα απομνημονεύματά του, η δεκαετία 1923-1933 υπήρξε η πιο ευτυχισμένη της ζωής του. Την περίοδο αυτή υπέγραψε συμβόλαιο με τον έμπορο τέχνης Bernheim, με αποτέλεσμα να απαλλαχθεί από οικονομικές έγνοιες αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστός σε διεθνές επίπεδο.
Όταν η γαλλική κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία συνθηκολόγησης με τη ναζιστική Γερμανία, ο Σαγκάλ δεν μπορούσε να παραμείνει ασφαλής στηΓαλλία. Συνελήφθη στη Μασσαλία και επρόκειτο να παραδοθεί στους Γερμανούς, ωστόσο τελικά σώθηκε από αμερικανική παρέμβαση. Χάρη στη φήμη του, ο ίδιος κατόρθωσε να ξεφύγει από την προοπτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης και στις 7 Μαΐου 1941 επιβιβάστηκε με την οικογένειά του σε πλοίο που τους μετέφερε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να εγκατασταθούν τελικά στην πόλη της Νέας Υόρκης. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 πέθανε η σύζυγός του Μπέλα Ρόζενφελντ και δύο χρόνια αργότερα ο Σαγκάλ επέστρεψε στην Ευρώπη.


Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία η φήμη του άρχισε να αυξάνεται σταθερά. Το 1959 έγινε επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων και στα επόμενα χρόνια διοργανώθηκαν αναδρομικές ή ατομικές εκθέσεις του σε διάφορες πόλεις, ενώ το 1973 εγκαινιάστηκε το Εθνικό Μουσείο Σαγκάλ στη γαλλική Νίκαια. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε εκτεταμένα με τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και υαλογραφήματα, με σημαντικότερες δημιουργίες το εσωτερικό της εκκλησίας στο Plateau d' Assy της Σαβοΐας (1957), τα βιτρώ του καθεδρικού ναού της πόλης Μετς και της συναγωγής της Πανεπιστημιακής Κλινικής της Ιερουσαλήμ (1962), τα παράθυρα του κτιρίου των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη και την οροφή της όπερας του Παρισιού (1964) καθώς και οι τοιχογραφίες για το κτίριο του κοινοβουλίου στην Ιερουσαλήμ (1966).
Πέθανε στις 28 Μαρτίου 1985 σε ηλικία 97 ετών, στην κοινότητα του Αγίου Παύλου, στη νοτιοανατολική Γαλλία. Το 1997 ιδρύθηκε το Μουσείο Σαγκάλ στη γενέτειρά του, το οποίο περιλαμβάνει αντίγραφα των έργων του.
α έργα του Σαγκάλ χαρακτηρίζονται έντονα από προσωπικά στοιχεία καθώς και από την «απλοϊκή» ιδιομορφία τους. Η θεματολογία του, κατά βάση ποιητική και φανταστική, είναι βασισμένη κυρίως σε προσωπικά βιώματα, άρρηκτα συνδεδεμένη επίσης με την εβραϊκή του καταγωγή, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως σπανίζουν οι προσωπογραφίες. Κινήθηκε συστηματικά γύρω από τον άξονα της εβραϊκής παράδοσης και του ρωσικού φολκλόρ, αν και στο ύστερο έργο του απομακρύνθηκε ελαφρά, χρησιμοποιώντας θέματα από την αρχαία Ελλάδα, όπως στους πίνακες Πτώση του Ίκαρου(1975) ή Ο μύθος του Ορφέα (1977), καθώς και απλές καθημερινές σκηνές.
Αν και έζησε παράλληλα με την εξέλιξη πολλών κινημάτων της μοντέρνας τέχνης, το έργο του δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο από αυτά.

La Mariee

Ποιήματα για την νεκρή σύντροφο

Τα χέρια μου διπλώνονται και σκύβουν
Για να ζωγραφίσουν τη σύντομη ζωή σου
Το στόμα μου και η καρδιά μου ανοίγουν
Ωστε η προσευχή μου να έρθει κοντά σου

Από τους πίνακές μου
Το όνειρό μου κυλάει
Στα πόδια σου
Αλλά πού είσαι.
___

Μερικές φορές θα ήθελα να φωνάξω κάποιον
Να ζητήσω να ανθίσουν τα τριαντάφυλλα
Στον ερχομό σου

Θα ήθελα να φωνάξω κάποιον
Να ζητήσω η αυγή
Να σκεπαστεί και πάλι
Με το μπλε της νύχτας.
____

Με βλέπω ακίνητο και καθ' οδόν
Χάνομαι
Μπροστά στη φωτιά που έρχεται από τον κόσμο
Η αγάπη μου είναι σαν σκορπισμένο νερό
Στις τέσσερις γωνίες

Πίσω μου έρχονται οι πίνακές μου.

(Ο Marc Chagall στην Ελλάδα, ποιήματα, μτφρ. Γιάννης Σουλιώτης,εκδ. Αρμός)
http://poemsgolitsis.blogspot.com/

The Three Candles, 1938-40




The Birthday

Les Mariés de la Tour Eiffel


Wedding. 1910

 LeViolonist Bleu 1947

Ο βιολιστής (1912-13)

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Γουίλιαμ Φώκνερ ( 25 Σεπτεμβρίου 1897 - 6 Ιουλίου 1962)

 

"Αν δεν νιωθεις ντροπή για τον εαυτό σου κάπου-κάπου, δεν είσαι τίμιος"

Ο Γουίλιαμ Φώκνερ (William Cuthbert Falkner, 25 Σεπτεμβρίου 1897 - 6 Ιουλίου 1962) ήταν Αμερικανός συγγραφέας από τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα της μεγάλης λογοτεχνικής παράδοσης του Αμερικανικού Νότου.

Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ένα θεατρικό έργο, ποιήματα, δοκίμια και σενάρια κινηματογραφικών ταινιών. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα γνωστός για τα μυθιστορήματά του που όλα διαδραματίζονται στο λογοτεχνικό σύμπαν της κομητείας «Γιοναπατόφα» του Μισισιπή που δημιούργησε ο συγγραφέας.Αν και άρχισε να δημοσιεύει τα έργα του από την δεκαετία του 1920, έγινε διάσημος με την κατάκτηση του Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1949. Με τα χρήματα του βραβείου δημιούργησε το "William Faulkner Foundation", που έδινε υποτροφίες σε νέους αξιόλογους αμερικανούς συγγραφείς.

Όλα σχεδόν τα έργα του έχουν αποσπάσει βραβεία, με σημαντικότερα τα δύο Πούλιτζερ που κατέκτησε το 1954 και το 1962, με τα μυθιστορήματά του «Ο φαύνος» ( "A Fable" ) και «Οι κλέφτες» ( "The Reivers" ) αντίστοιχα. Ο «Φαύνος» έχει τιμηθεί και με το «Εθνικό Βραβείο βιβλίου» (National Book Award). Το μυθιστόρημά του «Η βουή και η μανία» συγκαταλέχθηκε ανάμεσα στα 100 αριστούργηματα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Αλλά και τα μυθιστορήματά του, «Φως τον Αύγουστο», «Καθώς ψυχορραγώ» και «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» έχουν ενταχθεί σε παρόμοιες λίστες. Το 1962 τιμήθηκε με το «Χρυσό μετάλιο Λογοτεχνίας» της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών (American Academy of Arts and Letters). Προς τιμήν του, έχει θεσμοθετηθεί και το σημαντικό Βραβείο PEN/Faulkner.

Γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1897, στην πόλη Νιού Ώλμπανυ (New Albany) της πολιτείας του Μισισιπή, και ήταν ο πρωτότοκος γιός του Μάρεϊ Κάθμπερτ Φώκνερ και της Μωντ Μπάτλερ. Η οικογένεια απέκτησε ακόμα τρία αγόρια, τους αδερφούς του Μάρεϊ Τσάρλς "Τζάκ" Φώκνερ, τον επίσης συγγραφέα Τζων Φώκνερ και τον Ντην Σουίφτ Φώκνερ. Ο πρώτος γιος πήρε το όνομα του παππού του, του Γουίλιαμ Κλαρκ Φώκνερ, (William Clark Falkner), εξέχον μέλος της οικογένειας Φώκνερ αλλά και της περιοχής αφού υπήρξε εκτός των άλλων, και συνταγματάρχης κατά την περίοδο του Εμφύλιου πολέμου.

Σε ηλικία ενός έτους η οικογένεια μετακόμισε στην κοντινή πόλη Ρίπλεϊ (Ripley) του Μισισιπή, όπου ο πατέρας του εργάστηκε σαν ταμίας της οικογενειακής επιχείρησης σιδηροδρόμων "Gulf & Chicago Railroad Company". Όταν ο πατέρας του Μάρεϊ Φώκνερ, πούλησε την επιχείρηση αντί να την κληροδοτήσει στο γιό του, η οικογένεια του, μετακόμισε - στις 21 Σεπτεμβρίου 1902 - στην πόλη Όξφορντ του Μισισιπή, πόλη στην οποία παρέμεινε ο συγγραφέας μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η μητέρα του, έμαθε στα παιδιά της να γράφουν και να διαβάζουν πριν πάνε ακόμα στο σχολείο, και τους έμαθε να αγαπάνε τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Έτσι από νωρίς σε επαφή με τον κόσμο της κλασικής λογοτεχνίας, πρώτα ακούγοντας και μετά διαβάζοντας και ο ίδιος Κάρολο Ντίκενς και Αδερφούς Γκρίμ. Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου ήταν άριστος μαθητής. Ωστόσο σταδιακά, άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του για τα μαθήματα. Έγινε κακός μαθητής και τελικά εγκατέλειψε οριστικά το σχολείο πριν ολοκληρώσει τη γυμνασιακή εκπαίδευση. Το 1914 και σε ηλικία 17 ετών, θα γνωρίσει έναν σχεδόν συνομήλικό του, Φίλιπ Στόουν (Ρhilip Stone), ο οποίος πρώτος θα ανακαλύψει το συγγραφικό ταλέντο του νεαρού Γουίλιαμ, αλλά και θα καθοδηγήσει τα διαβάσματα του Φώκνερ. Ο Στόουν θα τον φέρει σε επαφή με την σύγχρονη λογοτεχνία της εποχής του, και ιδιαίτερα με τον Τζέημς Τζόυς, και ο Στόουν θα προσπαθήσει (ανεπιτυχώς) να βρει εκδότες για τα πρώτα γραπτά του φίλου του.

Όταν η Αμερική θα μπει στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Φώκνερ θα δοκιμάσει να καταταγεί, ωστόσο το ύψος του (ήταν 1.65') δεν επέτρεψε την στρατολογήσή του στις μάχιμες μονάδες. Όμως δεν το έβαλε κάτω και έκανε αίτηση στη RAF, στο σώμα διατηρούσε στο Τορόντο του Καναδά. Χαλκεύοντας έγγραφα και υιοθετώντας βρετανική προφορά, κατάφερε να ξεγελάσει τους υπεύθυνους και να περάσει για Βρετανός πολίτης. Όμως, λίγους μήνες μετά την αρχή της εκπαίδευσής του, ο πόλεμος τελείωσε. Όταν γύρισε στην πατρίδα του, έπεισε όλο τον κόσμο ότι είχε τελικά υπηρετήσει και εκμεταλλευόμενος έναν ευνοϊκό για τους βετεράνους του πολέμου νόμο κατάφερε να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή ("Ole Miss" το ονομάζουν οι νότιοι). Ωστόσο αφού παρακολούθησε μόνο τρία εξάμηνα, το εγκατέλειψε τον Νοέμβριο του 1920.
Όλα αυτά τα χρόνια, έγραφε ποίηση κατά κύριο λόγο, και κάποια ποιήματά του είχε καταφέρει να εκδώσει στο περιοδικό του Πανεπιστημίου. Το 1925 έγραψε το πρώτο μυθιστόρημά του, "Soldiers' Pay", (Η πληρωμή του στρατιώτη), το διάστημα που ζούσε στην Νέα Ορλεάνη, θέμα που εμπνεύστηκε από την υπηρεσία του στη RAF.

Το 1927 θα είναι η πρώτη χρονιά που θα παρουσιάσει την κομητεία Γιοναπατόφα, στο μυθιστόρημα "Flags in the Dust". Αν και ήταν περήφανος για το δημιούργημά του, το βιβλίο δεν βρήκε εκδότες. Ξανα - επεξεργασμένο το βιβλίο θα κυκλοφορήσει τελικά, το 1929 με τίτλο "Sartoris", Σαρτόρις. Εν αντιθέσει, το άλλο βιβλίο που έγραψε το 1927, το "Mosquitoes" (Κουνούπια) θα κυκλοφορήσει αμέσως, και συγκεκριμένα στις 30 Απριλίου του 1927 από τον εκδοτικό οίκο "Boni & Liveright" Το Φθινόπωρο του 1928 και σε ηλικία 31 ετών, αρχίζει το γράφει το έργο του "The Sound and the Fury", (Η βουή και η μανία) ενώ το 1929 θα παντρευτεί τον εφηβικό του έρωτα, την Estelle Oldham στην Οξφόρδη του Μισισίπι. Εκείνο το διάστημα, όπου εργαζόταν νυχτερινή βάρδια στον ηλεκτρικό σταθμό του Πανεπιστημίου του Μισισιπή, μέσα σε έξι βδομάδες του καλοκαιριού, από τα μεσάνυχτα ως τις τέσσερις το πρωί, γεννήθηκε το "As I Lay Dying", (Καθώς ψυχορραγώ) που κυκλοφόρησε την αμέσως επόμενη χρονιά (1930). Ακολούθησε το "Sanctuary", (Το άδυτο) το 1931 - το μόνο βιβλίο του που έκανε καλές πωλήσεις την εποχή που κυκλοφόρησε. Ωστόσο τα χρήματα δεν έφταναν για να ζήσει η οικογένεια πλέον Φώκνερ, - η Εστέλ είχε ήδη δυό παιδιά από τον προηγούμενο γάμο της- και έτσι στράφηκε στην μεγάλη πλουτοπαραγωγική πηγή του Χόλυγουντ, και βρήκε δουλειά σαν σεναριογράφος στην Metro-Goldwyn-Mayer.

Τον Ιανουάριο του 1931 η γυναίκα του θα γεννήσει το πρώτο τους παιδί, ένα κορίτσι που όμως πέθανε 5 μέρες μετά τη γέννησή του. Το 1932 θα γράψει και θα εκδώσει το "Light in August", (Φως τον Αύγουστο). Το 1933 και αφού η οικογένεια Φώκνερ είχε επιστρέψει στο Όξφορντ ύστερα από την εξάμηνη διαμονή στην Καλιφόρνια, γεννήθηκε το μοναδικό επιζών παιδί τους, η κόρη του, Τζιλ. Απο εδώ και πέρα θα βιοπορίζεται από την συγγραφή σεναρίων ενώ ταυτόχρονα θα εκδώσει το "Pylon", το 1935, το Absalom, Absalom! - (Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! το 1936 και το The Unvanquished το 1938.

Μια πτώση που είχε από το άλογό του το 1959 ήταν η αρχή των προβλημάτων υγείας που θα οδηγήσουν στο θάνατό του. Μια δεύτερη πτώση στις 17 Ιουνίου του 1962 και οι επιπλοκές της, θα του προκαλέσουνε θρόμβωση. Πέθανε - σαν συνέπεια της θρόμβωσης- από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 64 χρόνων, στις 6 Ιουλίου 1962 στο νοσηλευτήριο Μπαχέϊλια του Μισισίπι. Ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο των Φώκνερ, στο νεκροταφείο του Αγίου Πέτρου, στο Όξφορντ.

Το σπίτι του Γουίλιαμ Φώκνερ, στην Οξφόρδη του Μισισιπή, ιδιοκτησία πλέον του Πανεπιστημίου του Μισισιπή, μουσείο του συγγραφέα


Κριτική αποτίμηση του έργου του

Ο Γουίλιαμ Φώκνερ ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς μυθιστοριογράφους και ανανεωτής της αφηγηματικής τέχνης στον 20ο αιώνα. Κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας (1950), η Σουηδική Ακαδημία αναφέρθηκε στη δημιουργία, από τον Φώκνερ, ενός απέραντου παγκόσμιου θεάτρου της ανθρωπότητας, μαγικά φωτισμένου και γεμάτου χαρακτήρες μεγαλύτερους από τη ζωή.

Αν και αναγνωρισμένος συγγραφέας, κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Έδωσε ελάχιστες συνεντεύξεις και οι επιστολές του είναι στεγνές και αυστηρά επαγγελματικές. Στον κόσμο του, παρά την επικέντρωση στον αμερικανικό νότο, η αφήγηση έχει οικουμενική σημασία και στάση απέναντι σε προβλήματα όπως οι φυλετικές διακρίσεις.

Ο Φώκνερ στην Ελλάδα

Από τη δεκαετία του 1950 -και λόγω της βράβευσης του Φώκνερ με το Νόμπελ - αυξάνει το ενδιαφέρον των Ελλήνων λογοτεχνών για το έργο του αλλά και για την αμερικανική πεζογραφία γενικότερα.
Ο Στέλιος Ξεφλούδας στο δοκίμιό του «Το σύγχρονο μυθιστόρημα» (εκδ. «Ίκαρος», 1955) ξεχωρίζει μια τάση της Αμερικανικής πεζογραφίας που την ονομάζει ποιητικό μυθιστόρημα και θεωρεί τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και τον Φώκνερ αντιπροσώπους της :«Μια από τις ισχυρές τάσεις της νέας μυθιστορηματικής λογοτεχνίας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι η απολύτρωση από τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα κι η επιστροφή στο ποιητικό μυθιστόρημα. Υπάρχει σ’ αυτή τη στροφή φανερή η επίδραση του Φίτζεραλ και του Φώκνερ. Πρόκειται για μια επιστροφή στο μυθιστόρημα που οι συγγραφείς του ήταν αληθινά ποιητές.»(σελ.83). Ο Ξεφλούδας - από τους πρώτους μελετητές του Φώκνερ στην Ελλάδα - προτάσσει την τεχνική του Φώκνερ, έναντι της θεματικής του, γράφοντας ότι στα έργα του το θέμα δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για να αναπτύξει την τεχνική του η οποία στηρίζεται στη δύναμη του ανέκφραστου.
Ο μελετητής και λογοτέχνης Γιώργος Δέλιος θεωρεί τον Φώκνερ «ακρογωνιαίο λίθο του οικοδομήματος της σύγχρονης Αμερικανικής λογοτεχνίας, με τον Έρνεστ Χεμινγουέι να αποτελεί τον άλλο». 
Ο Φώκνερ σύμφωνα με τον μελετητή Δημήτρη Τζιόβα  επηρέασε όσο λίγοι, τους νεότερους Έλληνες μυθιστοριογράφους: ενδεικτικά αναφέρουμε τον Νίκο Μπακόλα, που μετά τη μετάφραση του «Η βουή και το πάθος» το 1963, γράφει το μυθιστόρημά του «Ο κήπος των πριγκίπων» (1966), σαφώς επηρεασμένος από τον Φώκνερ. Αλλά και ο Στρατής Τσίρκας όπως το δηλώνει ο ίδιος, επηρεάστηκε από τον Φώκνερ. Στην τριλογία του «Ακυβέρνητες πολιτείες» υιοθετεί την φωκνερική τεχνική της πολλαπλής εστίασης. Αλλά και το έργο αρκετά μεταγενέστερων μυθιστοριογράφων όπως «Ο Λούσιας» (1979) του Νίκου Χουλιαρά, φαίνεται επηρεασμένο από τον Αμερικανό συγγραφέα.
Η πρώτη μετάφραση έργου του Φώκνερ στην Ελλάδα γίνεται από την συγγραφέα Κωστούλα Μητροπούλου, που μετέφρασε τον διήγημά του "Dry September" («Άνυδρος Σεπτέμβρης») το 1953. Από το 1960 οι μεταφράσεις πολλαπλασιάζονται αλλά πάντοτε ο Φώκνερ, δεν είχε τόσο μεγάλη απήχηση στο ελληνικό κοινό, (εν αντιθέσει ας πούμε με τον Χεμινγουέι ή τον Στάινμπεκ), όσο στους Έλληνες συγγραφείς. 
Η Ντόρα Τσιμπούκη -καθηγήτρια της Αμερικανικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών - σχολιάζοντας τις ελληνικές μεταφράσεις των έργων του, ξεχωρίζει αυτή του λογοτέχνη Νίκου Μπακόλα, του μυθιστορήματος «Η βουή και το πάθος», ο οποίος σκύβει με αγάπη και σεβασμό στο κείμενο και πετυχαίνει να κρατήσει ζωντανή τη διαφορά ανάμεσα στις τέσσερις αφηγήσεις, σε ένα βιβλίο που χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς τόσο ηθελημένα δυσνόητο που «μόνον ο Θεός και ο δημιουργός του μπορούν να το καταλάβουν». Αριστοτεχνική θεωρεί και τη μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα στο «Καθώς ψυχορραγώ» που κατορθώνει να ξεπεράσει με επιτυχία της δυσκολίες της μετάφρασης ενός ακόμα δύσκολου και απαιτητικού μυθιστορήματος. Όσο για το «Φως στον Αύγουστο», παραδέχεται ότι η μεταφράστρια Βικτώρια Τράπαλη, έχει κάνει σοβαρή δουλειά, ωστόσο θεωρεί ατυχή τον εξελληνισμό των ονομάτων, και την απόδοση της επαρχιώτικης προφοράς των ηρώων. Τέλος, για το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!», θεωρεί ότι η μετάφραση της Έλλης Μαρμαρά όντας πιστά προσηλωμένη στο πρωτότυπο κείμενο χάνει σε ένταση και πάθος γιατί Ενα τέτοιο βιβλίο απαιτεί, εκτός από γνώση της αγγλικής, γνώση του συνολικού έργου του Φόκνερ και του πολιτισμικού υπόβαθρου που το γεννά. 

Ο Φώκνερ επισκέφτηκε την Ελλάδα, τον Μάρτιο του 1957 ύστερα από πρόσκληση της Ακαδημίας Αθηνών και υπό την αιγίδα της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα στις 17 Μαρτίου του 1957 παραλαμβάνει σε ειδική εκδήλωση το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας των Αθηνών για την γενικότερη προσφορά του στη λογοτεχνία. Τις επόμενες μέρες θα παραχωρήσει μια συνέντευξη τύπου με σκοπό να γνωριστεί με τους Έλληνες διανοούμενους θα παρακολουθήσει την παράσταση του έργου του, «Ρέκβιεμ για μια μοναχή» που ανέβασε ο θίασος Κοτοπούλη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυράτ, θα επισκεφτεί τους Δελφούς και τις Μυκήνες,και θα κάνει μια μίνι-κρουαζιέρα στις Κυκλάδες στο γιωτ του βιομήχανου Μποδοσάκη.



Ελληνικές εκδόσεις των έργων του

Σε αυτό το τμήμα αναγράφονται μόνο όσα έργα του έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά.

Μυθιστορήματα

1926Soldier’s pay - (Η πληρωμή του στρατιώτη)
—μτφ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος (εκδ. «ΑΓΚΥΡΑ», 1998)
—μτφ. Εύη Γεωργούλη (εκδ. «ΙΝΔΙΚΤΟΣ», 2001)
1929: The Sound and Fury - (Η βουή και η μανία)
—μτφ. Τάκης Μενδράκος (με τίτλο Η βουή και η αντάρα, εκδ. «ΠΑΠΥΡΟΣ», α΄ εκδ. 1974)
—μτφ. Παύλος Μάτεσις (εκδ. «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ», 2002)
—μτφ. Νίκος Μπακόλας - (με τίτλο Η βουή και το πάθος, α΄ εκδ. «ΓΚΟΝΗΣ» 1963, και εκδ. «ΕΞΑΝΤΑΣ», 1993)
1929: Sartoris - (Σαρτόρις)—μτφ. Εύη Γεωργούλη (εκδ. «ΙΝΔΙΚΤΟΣ»,2001)
1930: As I Lay Dying - (Καθώς ψυχορραγώ)
—μτφ. Μένης Κουμανταρέας (εκδ. «ΚΕΔΡΟΣ», α΄ έκδ. 1970)
1931: Sanctuary - ( Ιερό)
—μτφ. Γιάννης Λάμψας («ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ», 1965)
—μτφ. Ιωάννα Καρατζαφέρη (εκδ. «ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ», 2011)
—μτφ. Τάσος Δαρβέρης και Κώστας Νικολαϊδής (με τίτλο Άδυτο, εκδ. «ΜΕΔΟΥΣΑ», 1993)
1932: Light in August - (Φως τον Αύγουστο)
—μτφ. Βικτώρια Τράπαλη (εκδ. «ΕΞΑΝΤΑΣ»)
—μτφ. Σταμάτη Ντώνια (με τίτλο Φως Αυγούστου, εκδ. «ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΩΝΙΑ», 1982)
1936: Absalom, Absalom ! - (Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!)
—μτφ. Έλλη Μαρμαρά (εκδ. «ΟΔΥΣΣΕΑΣ», 1997)
1938: The Unvanquished - (Οι Ακατανίκητοι)
—μτφ. Ντίνα Σάπκα (εκδ. «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ», 1991)
1939: The Wild Palms - (Άγρια φοινικόδεντρα)
—μτφ. Κοσμάς Πολίτης (εκδ. «ΦΟΝΤΑΝΑ», 1971 - επανέκδοση εκδ. «ΓΡΑΜΜΑΤΑ», 1986)
1940: The Hamlet - (Το Χωριό)
—μτφ. Δ.Π. Κωστελένος (εκδ. «ΔΙΔΥΜΟΙ», 1969)
«Μακρύ καλοκαίρι» (το τρίτο μέρος του μυθιστορήματος «Το χωριό», που κυκλοφόρησε αυτόνομα σε μετάφραση Δ. Π. Κωστελένου από τις εκδ. εκδ.«ΠΕΛΛΑ», το 1984)
«Οι χωριάτες» (το τέταρτο μέρος του μυθιστορήματος «Το χωριό», που κυκλοφόρησε αυτόνομα σε μετάφραση Δ. Π. Κωστελένου από τις εκδ. εκδ.«ΠΕΛΛΑ», το 1984)
1948: Intruder in the Dust - (Ο ξένος στο χώμα)
—μτφ. Αύγουστος Κορτώ (εκδ. «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ», 2014)
1962: The Reivers - (Οι Κλέφτες)
—μτφ. Βασίλης Καζαντζής (εκδ. «ΦΕΞΗ», 1966 - επανέκδοση εκδ.«ΚΑΡΑΝΑΣΗ» με τίτλο Οι αλήτες , 1982 - επανέκδοση εκδ.«ΠΕΛΛΑ», 1983)
—μτφ. Εύη Γεωργούλη (εκδ. «ΙΝΔΙΚΤΟΣ», 2004)Διηγήματα
1930 : A rose for Emily - (Ένα ρόδο για την Έμιλυ)
—μτφ. Νίκος Μπακόλας (εκδ. «ΚΕΔΡΟΣ», 1995)
—μτφ. Άννα Παπασταύρου (Τζέφρι Ευγενίδης: «Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε», εκδ. «Libro», 2009)
—μτφ. Κώστας Παπαπάνος ( περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Τέσσερα αμερικανικά διηγήματα» με τίτλο Ένα ρόδο για την Αιμιλία, εκδ. «ΓΡΑΜΜΑΤΑ», 1983)
—χωρίς όνομα μεταφραστή («Αμερικάνικα διηγήματα 1900 - 1950», εκδ. «ΊΚΑΡΟΣ», α' έκδοση 1953)
—μτφ. Λίνα Κάσδαγλη (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Καινούρια Εποχή», τχ. 1, 1956)
1931 : Dry September - (Άνυδρος Σεπτέμβρης)
—Κωστούλα Μητροπούλου (εκδ. «ΠΑΪΡΙΔΗΣ», 1953 - επίσης δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό «Νέα Εστία» στις 15 Αυγούστου 1962)
—μτφ. Κίρα Σίνου («Δεκατέσσερα ερωτικά διηγήματα», εκδ. «ΓΛΑΡΟΣ», 1992)
1931 : Hair - (Μαλλιά)
—μτφ. Κωστούλα Μητροπούλου (δημοσίευση στο περιοδικό «Νέα Εστία» στο τεύχος της 1ης Αυγούστου του 1963)
1932 : Centaur in Brass - (Χάλκινος κένταυρος)
—μτφ. Εύη Γεωργούλη («Χάλκινος κένταυρος και άλλα διηγήματα», εκδ. «ΠΑΤΑΚΗΣ», 1996)
1932: Smoke - (Καπνός),
—μτφ. Βαγγέλης Παραμπούκης («Αστυνομικές ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς», εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ», 1995)
—μτφ. Βασίλης Καζαντζής («Ο καπνός και άλλα διηγήματα», εκδ. «ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ», χ.χ.
1933: There Was a Queen - (Ήτανε μια βασίλισσα)
—μτφ. Κώστας Παπαπάνος (δημοσιευμένο στο περιοδικό «Νέα Εστία» στο τεύχος της 15ης Ιουλίου του 1955)
1941: Go down, Moses - (Πορεύου, Μωυσή)
—μτφ. Αντώνης Σακελλαρίου («Τέσσερα Αμερικανικά διηγήματα», εκδόσεις «ΠΑΤΑΚΗΣ», 2004, 
1942: The Bear - (Η Αρκούδα)
—μτφ. Βασίλης Καλλιπολίτης (εκδ. «ΕΞΑΝΤΑΣ», α΄ έκδ. 1980)
1949: Knight's Gambit - (Έξι ιστορίες μυστηρίου)
—μτφ. Στέλλα Τσίρκα (εκδ. «ΓΡΑΜΜΑΤΑ», 1988)
1954: Mississippi - (Ο Γέρος) 
—μτφ. Μαρία Γεωργουσοπούλου (εκδ. «ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ», 1998)
1967: The Wishing Tree - (Το μαγικό δέντρο), - διήγημα για παιδιά
—μτφ. Κυριάκος Ντελόπουλος (εκδ. «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ», 1997)

https://el.wikipedia.org/



Καθώς Ψυχορραγώ 

Από ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ 

Σε μτφ Μένη Κουμανταρέα 

Ένας πατέρας και τα πέντε παιδιά του -τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι- μαστορεύουν το κιβούρι της πεθαμένης γυναίκας του και της μητέρας τους για να το μεταφέρουν από τη μια άκρη στην άλλη της επαρχίας Γιοκναπατάουφα του Αμερικάνικου Νότου, μέσα από χίλιες περιπέτειες, κινδύνους και κωμικοτραγικά περιστατικά, όπου η βρομιά και η απανθρωπιά που συγκλόνιζαν το Νότο δίνονται ανάγλυφα. Το έργο αυτό ο Φώκνερ το έγραψε νέος (το 1929 ), δουλεύοντας νυχτοφύλακας, ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στις τέσσερις το πρωί, μέσα σε 6 βδομάδες. Σήμερα θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Όπως και σε κάθε του βιβλίο, ο Φώκνερ δημιουργεί ένα συγκλονιστικό ανάγλυφο του αμερικανικού Νότου, μέσα από τις σχέσεις της οικογένειας της νεκρής, τους γείτονες, τους τόπους της μεγάλης τους διαδρομής, ταυτόχρονα με την εσωτερική ταραχή της ύπαρξης, όταν ο θάνατος πλησιάσει τόσο κοντά μέσω της απώλειας ενός συγγενικού προσώπου. (Ξ. ΜΠΡΟΥΝΤΖΑΚΗΣ, Το Ποντίκι, 20/1/2012)

Ένα βιβλίο για την πτώση και τη λύτρωση. Με όρους που καθορίζονται από το στερνό φιλί και την οδύνη των ατέλειωτων αποχωρισμών. (Ν. ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ, Η Αυγή, 24/4/2012)

✽✽✽✽

Γραμμένο σε μόλις 6 βδομάδες το 1929, το μυθιστόρημα που ο ίδιος ο Φώκνερ θεωρούσε «το αριστούργημά» του, αφηγείται το οδοιπορικό μιας αγροτικής οικογένειας, που παλεύει με τα στοιχεία της φύσης και του ασυνείδητου, για να φτάσει από την επαρχία που διαμένει στη μεγάλη πόλη του Τζέφερσον, προκειμένου να ενταφιάσει τη νεκρή μητέρα στον οικογενειακό τάφο. Στη διάρκεια του ταξιδιού, οι Μπάντρεν (πατέρας, 4 γιοι και 1 κόρη) συναντούν πολλούς ανθρώπους και πολλά εμπόδια, που διαταράσσουν τη συγκρότηση και τις σχέσεις της οικογένειας. Απληστία, αθωότητα, απομάκρυνση από τις ρίζες, εισβολή του πολιτισμού στην επαρχία, φτώχεια, αντοχή και αξιοπρέπεια, όλα εμπλέκονται σ' αυτό το «επικό, τραγικό και συνάμα γελοίο» ταξίδι. Ταυτόχρονα, εναλλάσσονται η νατουραλιστική γραφή με μοντερνιστικά μορφολογικά στοιχεία, το επικό με το λυρικό, και το λογικό με το άλογο. Μέσα από τα 59 κεφάλαια που αφηγούνται 15 διαφορετικοί χαρακτήρες με μορφή εσωτερικού μονολόγου (η νεκρή μητέρα, τα 5 παιδιά, ο σύζυγος, οι γείτονες), ο Φώκνερ πετυχαίνει να φιλοτεχνήσει μια μνημειώδη τοιχογραφία του αμερικανικού Νότου. (από εφημερίδα ΚΑΘΗMEΡΙΝΗ) 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 

Καθισμένη πλάι στο δρόμο, η Λένα κοιτάει το κάρο που σκαρφαλώνει στο λόφο και συλλογιέται: "Έρχομ' από πέρα, απ' την Αλαμπάμα. Δεν είν' και λίγο. Από την Αλαμπάμα με τα πόδια - δεν είν' και λίγο." Και συλλογιέται, ούτ' ένα μήνα δεν έχω που 'φυγα και να 'μαι κιόλας στο Μισισιπή, μακρύτερα από ποτέ απ' το σπίτι μου. Από δώδεκα χρονώ παιδί, δεν έχω βρεθεί άλλη φορά τόσο μακριά από το Ντόανς Μιλ. Και στο Ντόανς Μιλ, μετά που πέθαναν οι γονείς της είχε πρωτοπάει, παρότι κατέβαινε στην πόλη έξι ή οκτώ Σάββατα το χρόνο, με το κάρο, φορώντας τα παραγγελμένα με το ταχυδρομείο φουστανάκια της, τα πόδια ξυπόλητα πάνω στο τραχύ ξύλο και τα παπούτσια της τυλιγμένα σ' ένα κομμάτι χαρτί, πλάι της στο κάθισμα. Φορούσε τα παπούτσια της μόλις προτού φτάσει το κάρο στην πόλη. Αφότου έγινε μεγάλο κορίτσι, ζητούσε από τον πατέρα της να κάνει μια στάση στα πρώτα σπίτια και να την αφήσει να κατέβει για να περπατήσει λίγο. Δεν του 'λεγε γιατί προτιμούσε το περπάτημα παρά να συνεχίσει με το κάρο. Εκείνος θαρρούσε πως ήταν εξαιτίας των καλοστρωμένων δρόμων, των πεζοδρομίων. Μα η Λένα το ήθελε επειδή λογάριαζε πως όσοι την έβλεπαν να πηγαίνει με τα πόδια θα νόμιζαν ότι έμενε κι αυτή στην πόλη.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/