Tάσος Λούκος – single “ Το Χιτάκι Του Δίσκου ”…+ Official Video Clip © 2020

 


Tάσος Λούκος – Το Χιτάκι Του Δίσκου - Official Video Clip © 2020
(Δείτε το εδώ)



Στίχοι-Μουσική-Ενορχήστρωση: Τάσος Λούκος
Ηχογράφηση & Μίξη: Studio In Verba
από τον Χρήστο Ζαντιώτη
Mastering: Siopis Masters
Σκηνοθεσία video clip & Μοντάζ: Alkis Dimos Visuals
Youtube thumbnail editing : Χρύσα Χρυσοχού

Έπαιξαν οι μουσικοί:
Ερασμία Μαρκίδη: φωνητικά
Τάσος Λούκος: τύμπανα, κρουστά, ηλεκτρικό μπάσο, ηλεκτρικές-ακουστικές κιθάρες, προγραμματισμός πλήκτρων

Υποκρίθηκαν οι:

“Covid-Buster” : Χρήστος Ζαντιώτης
“Πίστας” : Μάνος Μανιός
“Κουλτουριάρης” : Θοδωρής Ξενάκης
Πληκτράς: Θάνος Λούκος
Μπασίστας: Σίμος Μελισσουργός
Ντράμερ: Κώστας Σπυράτος

Κοινό:

Lena Avlin, Στάθης Δάρας, Νικόλ Κανδυλιώτη, Δημήτρης Κούβαρης, Χρήστος Κυρκιλής,
Γιώργος Κύρκος, Χρήστος Λιώλης, Στέλλα Λούκου, Κώστας Λούκος, Ζέλια Μακρή, Δημήτρης Σαραφούδης

Ευχαριστούμε θερμά το Riviera Beach House για την παραχώρηση του χώρου κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων

O Τάσος Λούκος γεννήθηκε Σεπτέμβρη του 89'. Ακούει μουσική εξ αρχής λόγω πατέρα. Παίζει κιθάρα από τα 10 λόγω μεγάλου αδερφού. Γράφει τραγούδια από τα 15 για να εκφράσει αυτά που δεν μπορεί να πει με λόγια.

Τον Απρίλιο του 2020 κυκλοφόρησε το single “Γιατί Δεν Μιλάς Μωρό Μου”, ενώ το καλοκαίρι του 2020 μας παρουσίασε το single “Το Χιτάκι Του Δίσκου” τηρώντας όλα τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας και προστασίας που απαιτούνται για ένα χιτ εν μέσω πανδημίας!


Official links:






















Ρενέ Ντεκάρτ ( 31 Μαρτίου 1596 – 11 Φεβρουαρίου 1650)



Ο Ρενέ Ντεκάρτ - René Descartes ( 31 Μαρτίου 1596 – Στοκχόλμη, 11 Φεβρουαρίου 1650), πολύ γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Καρτέσιος, ήταν Γάλλος φιλόσοφος, μαθηματικός και επιστήμονας φυσικών επιστημών.

Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της φιλοσοφίας, καθώς φέρεται ως δάσκαλος και ταυτόχρονα θύμα του Διαφωτισμού. Αναφέρεται συχνά ως εκείνος που συνέλαβε την πιο ακραία μορφή σκεπτικισμού. Προσπάθησε και κατόρθωσε να απεγκλωβίσει τη φιλοσοφία από τον σχολαστικισμό, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου και να απελευθερώσει το ανθρώπινο πνεύμα από την αυθεντία του παρελθόντος. Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές του ηπειρωτικού-ευρωπαϊκού ορθολογισμού. Οι ιδέες του, όμως, έγιναν στόχος του εμπειρισμού που επικράτησε μακροπρόθεσμα. Αλλά και οι βασικές ιδέες του λειτούργησαν σε πείσμα των προθέσεών του. Θέτοντας τα όρια μεταξύ πνευματικού και υλικού κόσμου και αντιμετωπίζοντάς τον ως επαρκές και αυτόνομο αντικείμενο μελέτης, βοήθησε στην επικράτηση του υλισμού έναντι της πνευματοκρατίας. Υλιστές του 18ου αιώνα όπως ο Ντήτριχ Χόλμπαχ (Dietriech von Holbach, 1723–89) και ο εγκυκλοπαιδιστής Ντενί Ντιντερό, χρησιμοποίησαν τη γεωμετρική αντίληψη του Θεού που αποσύρεται μετά τη δημιουργία. Συνδυάζοντας την άποψή του με τη μηχανιστική ερμηνεία του ζωικού βασιλείου, προώθησαν την υλιστική θεώρηση του κόσμου

Ο Καρτέσιος γεννήθηκε το 1596, στην Λα (Χ)άιγ αν Τουραίν (La Haye en Touraine, σήμερα μετονομασμένη σε Ντεκάρτ), της Γαλλίας. Όταν ήταν ενός έτους η μητέρα του πέθανε από φυματίωση. Ο πατέρας του, δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο είχε λίγο χρόνο να αφιερώσει στην οικογένειά του. Στην ηλικία των δέκα ετών, εισήλθε στο Ιησουϊτικό Κολλέγιο Ρουαγιάλ Ανρί-Λε-Γκραν στη Λα Φλες. Στη Λα Φλες ο Ντεκάρτ φέρεται ότι ήλθε σε επαφή με τον ερμητικό μυστικισμό, όντας ελευθεροτέκτονας, αλλά αργότερα εγκατέλειψε αυτές τις ενασχολήσεις χάριν της ορθολογικής έρευνας. Μετά την αποφοίτησή του μελέτησε στο πανεπιστήμιο του Πουατιέ όπου έλαβε το Μπακαλορεά του και Άδεια (εξασκήσεως επαγγέλματος) στη Νομική το 1616, σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του.

Ο Καρτέσιος δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα και το 1618 εισήλθε στην υπηρεσία του πρίγκηπα Μωρίς του Νασσάου, κυβερνήτη των Ενωμένων Επαρχιών των Κάτω Χωρών. Πρόθεσή του ήταν να δει τον κόσμο και να ανακαλύψει την αλήθεια.

Εκεί συνάντησε τον Ισαάκ Μπέεκμαν (Isaac Beeckman), ο οποίος έστρεψε το ενδιαφέρον του προς τα Μαθηματικά και τη νέα (τότε) Φυσική. Στις 10 Νοεμβρίου 1619, ταξιδεύοντας προς τη Γερμανία και σκεπτόμενος πώς θα χρησιμοποιήσει τα μαθηματικά για να επιλύσει προβλήματα της φυσικής, ο φιλόσοφος είχε ένα όραμα σε ένα όνειρο, μέσω του οποίου «ανακάλυψε τα θεμέλια μιας θαυμαστής επιστήμης». Σημείο αναφοράς στη ζωή του νεαρού Καρτέσιου, το όραμα έγινε το θεμέλιο πάνω στο οποίο ανέπτυξε την αναλυτική Γεωμετρία. Αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του ερευνώντας τη σχέση μαθηματικών και φύσης.

Το 1622 επέστρεψε στη Γαλλία, και για τα επόμενα χρόνια μοίρασε τον χρόνο του ανάμεσα στο Παρίσι και άλλα σημεία της Ευρώπης. Έφθασε στη Λα Αι το 1623, για να πουλήσει όλη την περιουσία του και να επενδύσει τα χρήματά του σε ομόλογα, που του εξασφάλισαν καλό εισόδημα για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Καρτέσιος ήταν παρών στην πολιορκία της Λα Ροσέλ από τον Αρμάν Ζαν ντυ Πλεσί, Καρδινάλιο Ρισελιέ το 1627. Έφυγε για την Ολλανδία το 1628, όπου έζησε αλλάζοντας συχνά τόπο διαμονής έως το 1649.

Το 1633, ο Γαλιλαίος καταδικάστηκε από την Καθολική Εκκλησία και ο Καρτέσιος εγκατέλειψε τα σχέδιά του για την έκδοση του Πραγματεία επί του Κόσμου, σύνοψη του έργου του των προηγούμενων τεσσάρων χρόνων.

Αν και δεν παντρεύτηκε ποτέ, είχε μια κόρη, καρπό της σχέσης του με μια κυρία ονόματι Ελέν. Η Φρανσίν Ντεκάρτ γεννήθηκε το 1635 και βαπτίστηκε στις 7 Αυγούστου του ίδιου έτους. Προς μεγάλη θλίψη του Καρτέσιου, πέθανε το 1640.

Ο φιλόσοφος συνέχισε να εκδίδει έργα σχετικά με τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1643, η Καρτεσιανή φιλοσοφία καταδικάστηκε στο πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης και ο Καρτέσιος ξεκίνησε τη μακρά αλληλογραφία του με την Ελισάβετ της Βοημίας. Το 1647, του αποδόθηκε σύνταξη από τον Βασιλιά της Γαλλίας.

Ο φιλόσοφος πέθανε στις 11 Φεβρουαρίου, 1650 στη Στοκχόλμη, της Σουηδίας, όπου είχε προσκληθεί ως διδάσκαλος της βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας. Ως αιτία του θανάτου του φέρεται η πνευμονία, αν και επιστολές που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα προς και από τον ιατρό Έικε Πίες (Eike Pies) υποδεικνύουν ότι ο Καρτέσιος πιθανώς δηλητηριάστηκε από τη χρήση αρσενικού.

Το 1667 το Βατικανό περιέλαβε τα έργα του στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων.

Index Librorum Prohibitorum

Έργο

Η καρτεσιανή μέθοδος γνώσης

Ο Καρτέσιος υποστήριξε ότι η μέθοδος πρέπει να οδηγεί σε μία μοναδική αρχή (Prinzip), για την οποία είμαστε απόλυτα σίγουροι. Χρησιμοποιώντας αυτή τη θεμελιακή αρχή, θα μπορούσαμε σύμφωνα με τον φιλόσοφο να ερμηνεύσουμε τον κόσμο της εμπειρίας σε όλη του την έκταση. Σε τούτη την άποψη θεμελιώνεται πιθανώς η ανατροπή του μεσαιωνικού σχολαστικού πνεύματος που επεδίωξε και σε ένα βαθμό κατόρθωσε μαζί με τους άλλους διανοητές της εποχής του ο Καρτέσιος .

Πριν, λοιπόν, οποιαδήποτε καταγραφή των επί μέρους στοιχείων του καρτεσιανού δένδρου της γνώσης, χρειάζεται συζήτηση περί της μεθόδου του. Η μέθοδος ήταν το σημείο στο οποίο εστιάστηκαν τα πρώιμα κείμενά του οι Κανόνες για την Καθοδήγηση του Πνεύματος και εμφανίστηκαν κυρίως στο Λόγος περί της Μεθόδου. Στο δεύτερο μέρος του Λόγου, η μέθοδος παρουσιάζεται να έχει τέσσερις κανόνες: Καταρχήν, δε δεχόμαστε κάτι ως αληθινό, αν δεν υπάρχει εμφανής γνώση της αλήθειάς του, αποφεύγοντας βιασύνες και προκαταλήψεις. Κατόπιν διαιρούμε κάθε μια από τις δυσκολίες σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη. Τρίτον, κατευ­θύνουμε τις σκέψεις μας με τρόπο παρατακτικό, ξεκινώντας με τα απλούστερα και τα ευκολότερα γνωστά αντικείμενα, για να καταλήξουμε σταδιακά στη γνώση των συνθέτων και τέλος επανελέγχουμε τη συλλογιστική πορεία μας για να βεβαιωθούμε ότι δεν υπάρχουν παραλείψεις.

Οδηγίες για την ακριβή παρακολούθηση της μεθόδου του δίνει στον πέμπτο Κανόνα όπου λέγει: «Θα ακολουθούμε αυτή τη μέθοδο ακριβώς αν αρχικά ανάγουμε τις περίπλοκες και σκοτεινές προτάσεις βαθμιαία σε απλούστερες, και κατόπιν, αρχίζοντας από τη διαίσθηση της απλούστερης όλων, προσπαθήσουμε να φθάσουμε μέσω των ίδιων βημάτων στη γνώση όλων των υπολοίπων». Το παράδειγμα του συγκεκριμένου ιδεολογήματος φαίνεται στον όγδοο Κανόνα. Εκεί ο Καρτέσιος εξετάζει το πρόβλημα της ανάκλασης, το σχήμα ενός φακού που εστιάζει τις παράλληλες φωτεινές γραμμές σε ένα ενιαίο σημείο. Το πρώτο βήμα στη λύση του προβλήματος, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, είναι να δει ότι ο προσδιορισμός αυτής της γραμμής εξαρτάται από την αναλογία των γωνιών διάθλασης και των γωνιών πρόσπτωσης. Αυτό με τη σειρά του εξαρτάται από τις αλλαγές σε αυτές τις γωνίες που επέρχονται εξαιτίας διαφορών στα χρησιμο­ποιούμενα μέσα. Όλες αυτές οι αλλαγές με τη σειρά τους εξαρτώνται τελικά από τον τρόπο με τον οποίο διαπερνά η ακτίνα το μέσο. Αυτού του είδους η γνώση προϋποθέτει γνώση της φύσης του φωτός, κ.ο.κ., για να καταλήξει ότι η έσχατη γνώση μας είναι η γνώση του τι είναι το φυσικό φαινόμενο. Αυτή η τελευταία ερώτηση μπορεί, πιθανώς, να απαντηθεί από τη διαίσθηση (ενόραση) μόνο, δηλαδή μια καθαρά ορθολογιστική αντίληψη της αλήθειας μιας πρότασης για την οποία –όπως είπαμε- είμαστε απόλυτα βέβαιοι. Γνωρίζοντας τη φύση της φυσικής δύναμης, μπορούμε αναγωγικά να απαντήσουμε σε όλες τις πιθανές ερωτήσεις ή ζητήματα που μπορεί να προκύψουν. Οι διαδοχικές απαντήσεις συνδέονται αναγωγικά με την πρώτη διαίσθηση.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










MARIALENA – single “VANITY” από το ομώνυμο άλμπουμ…..+Official video clip.



MARIALENA – single “VANITY” από το ομώνυμο άλμπουμ…..+Official video clip


VANITY – OFFICIAL VIDEO CLIP
(Δείτε το εδώ)


Filmed and edited by Vangelis Yalamas
Composed - mixed and mastered by Vangelis Yalamas at Fragile Studios
Lyrics written by Marialena Trikoglou
Make up by Maria Pappa
Costume by Fotini Dere
Guitar: Panagiotis Leontaritis (Leon P. Music)
Bass: Jørgen Kaar
Drums: Manos Agouridis
Also huge thanks to my sister Danai Trikoglou
and my best friend Alexandra Panagiotopoulou.

Η λυρική σοπράνο MARIALENA παρουσίασε πριν λίγο καιρό το πρώτο full-length metal άλμπουμ της με τίτλο “VANITY”.

Ήδη έχουν ξεχωρίσει με μεγάλη επιτυχία τα τραγούδια “Prophesies” και “Salvation”.

Η παραγωγή, το mix και το master έγινε από τον Βαγγέλη Γιαλαμά στο Fragile studio.

Στο “VANITY” συμπεριλαμβάνονται 8 τραγούδια, ανάμεσα τους και το ομώνυμο “Vanity”.




VANITY – OFFICIAL VIDEO CLIP

SALVATION – OFFICIAL LYRIC VIDEO

PROPHECIES – OFFICIAL LYRIC VIDEO

THE PROMISE - Marialena Trikoglou (Within temptation cover HD)

















Σαρλότ Μπροντέ (21 Απριλίου 1816 - 31 Μαρτίου 1855)

 

Η Σαρλότ Μπροντέ (Charlotte Brontë, 21 Απριλίου 1816 - 31 Μαρτίου 1855) ήταν Αγγλίδα συγγραφέας. Ήταν η μεγαλύτερη από τις Αδελφές Μπροντέ.

Γεννήθηκε στο Θόρντον του Γιορκσάιρ (Αγγλία) το 1816 και ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά του Ιρλανδού κληρικού Πάτρικ Μπροντέ και της Μαρία Μπράνγουελ.

Μετά το θάνατο της μητέρας της από καρκίνο, την ανατροφή της καθώς και των αδελφών της ανέλαβε η θεία της, ενώ τον Αύγουστο του 1824, η Σαρλότ, μαζί με την Έμιλι, τη Μαρία και την Ελίζαμπεθ, στάλθηκαν σε εκκλησιαστικό σχολείο στο Λάνκασαϊρ. Οι κακές συνθήκες του σχολείου επηρέασαν την υγεία και τη φυσική κατάσταση της Σαρλότ, ενώ επέσπευσαν το θάνατο των δυο μεγαλύτερων αδελφών της (Μαρία και Ελίζαμπεθ) από φυματίωση το 1825.

Άνγκρια και Γκόνταλ
Στο πατρικό τους σπίτι, η Σαρλότ μαζί με τα αδέλφια της, Μπράνγουελ, Έμιλι και Άννα, άρχισαν να γράφουν για τη ζωή και τα έργα των κατοίκων των φανταστικών βασιλείων τους: η Σαρλότ κι ο Μπράνγουελ για το βασίλειο της Άνγκρια, η Έμιλι κι η Άννα για το βασίλειο του Γκόνταλ
.
Εργασία σε οικοτροφείο

Η Σαρλότ συνέχισε την εκπαίδευσή της κι έγινε δασκάλα. Από το 1839 ως το 1841 δούλεψε ως οικονόμος σε αρκετές οικογένειες, ενώ το 1842 μαζί με την Έμιλι εργάστηκαν σε ένα οικοτροφείο στις Βρυξέλλες, μέχρι το θάνατο της θείας τους το 1842.
Το 1843, η Σαρλότ επέστρεψε στο οικοτροφείο, όπου έγινε μοναχικός χαρακτήρας, νοσταλγούσε το πατρικό της σπίτι κι ήταν ιδιαίτερα δεμένη με τον εργοδότη της, Κονσταντέν Εζέ. Επέστρεψε το 1844 και τα βιώματά τής ενέπνευσαν κάποια από τα μετέπειτα έργα της.

Τα χρόνια της συγγραφής

Το 1846, η Σαρλότ, η Έμιλι κι η Άννα εξέδωσαν μια ποιητική συλλογή με τα ψευδώνυμα Κάρερ, Έλλις και Άκτον Μπελ.

Έγραψε τα εξής μυθιστορήματα :
*Jane Eyre "Τζέιν Έιρ" (1847)
*Shirley "Σίρλεϊ" (1849)
*Villette "Βιλέτ" (1853)
*The Professor "Ο Καθηγητής" (1857)

Τα έργα της δεν βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση από τους κριτικούς, ενώ υπήρξαν αρκετές συζητήσεις για την πραγματική ταυτότητα του "Κάρερ Μπελ". Το πρώτο της βιβλίο, "Ο Καθηγητής", ήταν εμπνευσμένο από τον έρωτα της για τον Εζέ, ενώ μεγάλη επιτυχία κι αναγνώριση της έφερε η Τζέιν Έιρ, που ήταν ουσιαστικά σαν αυτοβιογραφία της.

Όλα τα έργα της χαρακτηρίζονται από έντονο ρομαντισμό και λυρισμό και είναι κυρίως εμπνευσμένα από τις προσωπικές της εμπειρίες.

Πέθανε το 1855 ένα χρόνο μετά τον γάμο της με τον Άρθουρ Μπελ Νικόλς και κατά την διάρκεια εγκυμοσύνης. Τα περισσότερα στοιχεία για τη ζωή της είναι γνωστά από τη βιογραφία της, από την Ελίζαμπεθ Γκάσκελ. ("Η ζωή της Σαρλότ Μπροντέ", εκδ. Ίνδικτος, 2005, μετάφραση Εύη Γεωργούλη . ISBN 960-518-208-4. 

Τζέιν Έιρ 

Η Τζέιν Έιρ είναι μυθοπλαστικός χαρακτήρας μυθιστορήματος περίπου εκατόν πενήντα χρόνων. Πρόκειται για ένα ορφανό κορίτσι που μένει τελικά με τον αδερφό της μητέρας της. Όμως αυτός πεθαίνει κάποια στιγμή και αφήνει τη μικρή στα χέρια της γυναίκας του, μιας σκληρής κυρίας. Εκείνη είχε και δικά της παιδιά όμως δε φερόταν καλά στην Τζέιν. Σε ηλικία δέκα χρονών μπαίνει σε ορφανοτροφείο με εντολή της θείας της όμως και εκεί στερείται αγάπης. Όταν μεγαλώνει γίνεται δασκάλα και πηγαίνει σε ένα πύργο να αναλάβει την ανατροφή ενός κοριτσιού. Όμως η μοίρα δε την αφήνει σε ησυχία καθώς όταν είναι να παντρευτεί με τον κύριο του σπιτιού, αποκαλύπτεται ένα μυστικό που ακυρώνει το γάμο. Η ηρωίδα κρυφά φεύγει από το σπίτι σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση, βρίσκει καταφύγιο σε άλλο σπίτι και αφήνει πίσω το παρελθόν. Το μυθιστόρημα της Σάρλοτ Μπροντέ θίγει τις έννοιες της εσωτερικής δύναμης και της αξιοπρέπειας οι οποίες είναι ικανές να ξεπεράσουν πολλές δυσκολίες

Η Τζέιν Έιρ έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία όσον αναφορά τα μυθιστορήματα και τη λογοτεχνία. Και αυτό γιατί αποτελεί μια εξιστόρηση βιωματικών γεγονότων μιας συγγραφέα που πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια και πέθανε από φυματίωση. Όπως καταδεικνύουν οι πηγές, η Τζέιν Έιρ λαμβάνει χώρα στην βικτωριανή Αγγλία και αποτελεί ένα γοτθικό επίτευγμα της λογοτεχνίας. Καταφέρνει έτσι να συγκινήσει ακόμη και σήμερα, ίσως γιατί το ύφος της αφήγησης είναι τόσο βιωματικό που πάει κατευθείαν στην καρδιά του αναγνώστη. Με λίγα λόγια κατατάσσεται στα δημοφιλέστερα μπεστ σέλερ όλων των εποχών. Η έκδοσή του έγινε το 1847 και η συγγραφέας χρησιμοποίησε το αντρικό ψευδώνυμο Currer Bell για να μην λογοκριθεί. 

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











Οctavio Paz ( 31 Μαρτίου 1914 - 19 Απριλίου 1998 )


Ο Οκτάβιο Λοσάνο Πας (Οctavio Lozano Paz, Πόλη του Μεξικού, 31 Μαρτίου 1914 - Πόλη του Μεξικού, 19 Απριλίου 1998), υπήρξε ποιητής, συγγραφέας και διπλωμάτης, κάτοχος Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας (1990). Θεωρείται από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα και τους μεγαλύτερους ισπανόφωνους ποιητές όλων των εποχών. Υπήρξε πολύ παραγωγικός συγγραφέας τού οποίου η δουλειά εκτείνεται σε πολλές γενιές και τα έργα του περιλαμβάνουν ποιητικά θέματα, δοκίμια και μεταφράσεις.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 


ΥΜΝΟΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΕΡΕΙΠΙΩΝ

    όπου αφρισμένη η θάλασσα η σικελική…
               Γόνγορα

Αυτοστεφανωμένη η μέρα απλώνει τα φτερά της.
Κραυγή κίτρινη μεγάλη βγαίνει,
πίδακας θερμός

στο κέντρο κάποιου
αμερόληπτου και τα μάλα ευεργετικού ουρανού!
Τα φαινόμενα είναι όλα τους ωραία σε τούτηνε
      τη στιγμιαία αλήθεια.
Η θάλασσα καβαλάει την ακτή,
γαντζώνεται στα βράχια, αράχνη απαστράπτουσα:
η πελιδνή του βουνού πληγή φεγγοβολάει·
μια χούφτα γίδια είν’ ένα κοπάδι πέτρες·
ο ήλιος κάνει το χρυσό του αβγό και χύνεται
      καταπάνω στη θάλασσα.
Θεός το παν!
Άγαλμα σπασμένο,
κίονες φαγωμένοι από το φως
ερείπια ζώντα σ’ έναν κόσμο μέσα με ζωντανούς νεκρούς!

Πέφτει η νύχτα στο Τετιουακάν.
ψηλά στην πυραμίδα φουμάρουν τα παιδιά μαριχουάνα,
κιθάρες παίζουνε βραχνές.
Ποιό χόρτο και ποιο αθάνατο νερό θα μας χαρίσει τη ζωή,
απ’ όπου θε να ξεθάψουμε τη λέξη,
την αναλογία που κυβερνάει τον ύμνο και τον λόγο,
τον χορό, στην πόλη, αλλά και στης ζυγαριάς τους δίσκους;
Ίδια βρισιά το μεξικάνικο ξεσπάει τραγούδι,
αστέρι πάγχρωμο που αχνοσβήνει,
πέτρα που μας σφαλίζει της επαφής τις θύρες.
Γνωρίζει η γη τη γη τη γηρασμένη.

Τα μάτια βλέπουνε, τα χέρια αγγίζουν.
Εδώ σου φτάνουν λίγα μόνο πράγματα – δεν θες πολλά:
φραγκοσυκιά, πλανήτης κοραλλιογενής ακάνθινος,
σύκα καλυπτοφόρα,
σταφύλια έχοντα γεύσιν αναστάσεως,
αχιβάδες, παρθενίες απροσπέλαστες,
αλάτι και τυρί, και κρασί και ηλιόψωμο.
Από τα ύψη της μαυρίλας της με θωρεί μια νησιώτισσα,
μητρόπολη κομψή και λυγερή και σβέλτη
      με το φως ντυμένη.
Πύργοι αλάτινοι κι αγνάντι τους πεύκα στην όχθη πράσινα
αναδύονται τ’ άσπρα πανιά απ’ όλες τις βαρκούλες.
Ναούς στη θάλασσα χτίζει το φως.

Νέα Υόρκη, Μόσχα, Λονδίνο.
Ο ίσκιος σκεπάζει τον κάμπο – κισσός το φάντασμά του,
πανίδα ριγηλή η ανατριχίλα του,
χνούδι πυκνό και μιά ασπαλάκων συμμορία.
Και κάθε τόσο τα δόντια κάποιου κροταλίζουνε ήλιου αναιμικού.
Γερμένος σε βουνά που χτες ακόμα είσαν πόλεις
      χασμουριέται τώρα ο Πολύφημος.
Κάτω, ανάμεσα στους λάκκους, σέρνεται το ανθρωπολόι.
(Δίποδα ζώα οικόσιτα: το κρέας τους, που
το βαραίνουν οι πρόσφατες θρησκευτικές απαγορεύσεις,
το προτιμούν έναντι παντός οι πλούσιες τάξεις.
Μέχρι και πριν λίγο τα θεωρούσε ο όχλος ζώα βδελυρά.)

Να βλέπεις, ν’ αγγίζεις σχήματα όμορφα του καθ’ ημέραν βίου.
Το φως βομβίζει, βέλη και φτερά.
Απάνω στο τραπεζομάντηλο ο κρασολεκές μυρίζει αίμα.
Όπως το κοράλλι τα κλαδιά του στο νερό,
απαράλλαχτα κι εγώ στη σφύζουσα από ζωντάνια ώρα
      απλώνω τις αισθήσεις μου,
και κίτρινη εναρμόνιση γεμίζει ώς επάνω η στιγμή,
ω μεσημβρία, ω άγανο γεμάτο με λεπτά,
ω της αιωνιότητας ποτήρι!

Οι σκέψεις μου διχάζονται, έρπουν, και συγχέονται, και
      ξαναρχίζουν,
μέχρι που ακινητούν στο τέλος, ποτάμια πια που δεν
      εκβάλλουνε ποτέ και πουθενά,
ίδιες δέλτα του αίματος, κάτω από έναν ήλιο δίχως βασίλεμα.
Να σταματήσουν άραγε όλ’ αυτά σε τούτο ’δώ το τσαλαβούτημα
      σε στάσιμα νερά;

Μέρα, μέρα στρογγυλή, γλαφυρό
πορτοκάλι πάμφωτο με τις εικοσιτέσσερείς του φέτες,
από την ίδια υποτεινόμενες όλες τους κίτρινη γλύκα!
Η ευφυΐα παίρνει επί τέλους σάρκα και οστά,
τα δύο εχθρικά συμφιλιώνονται ημίση,
και η συνείδηση-καθρέφτης τρέπεται πλέον σε υγρό
και γίνεται ξανά πηγή, σιντριβανίζει μύθους:
Άνθρωπος, δέντρο μεστό εικόνων, μες στις
λέξεις που είναι άνθη που είναι καρποί που είναι πράξεις.
Νάπολη, 1948
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

♡  ♡  ♡  ♡

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ

Η πολιτεία ξάγρυπνη τρέχει στο αίμα μου, κυκλοφορεί σα μέλισσα.
Και το αεροπλάνο που χαράσσει έναν λυγμό σαν σίγμα λατινικό κεφαλαίο, τα τραμ που γκρεμίζονται σε κάτι προκεχωρημένες γωνίες,
το δέντρο τούτο το κατάφορτο με ύβρεις, που το ταρακουνάνε στην πλατεία, όταν χτυπάει μεσάνυχτα,
οι θόρυβοι που σηκώνονται και εκρήγνυνται, αλλά κι εκείνοι οι άλλοι που γλιστρούν και ψιθυρίζουνε στ’ αφτί κάποιο ερεθιστικό μυστικό τους,
όλα τούτα ανοίγουν το σκότος, βάραθρα των άλφα και των όμικρων, σήραγγες φωνηέντων σιωπηλών,
στοές που διατρέχω με τα μάτια δεμένα, αποκοιμισμένη η αλφάβητος εκβάλλει στα φρέατα σαν άλλος ποταμός μελάνης,
και η πολιτεία πάει κι έρχεται, και το λίθινο κορμί της γίνεται κομμάτια και θρύψαλα, σαν φτάνει στους κροτάφους μου,
όλη τη νύχτα, το κάθε κομμάτι, ένα-ένα, άγαλμα το άγαλμα, πηγή την πηγή και πέτρα την πέτρα, όλη τη νύχτα,
τα κομμάτια της γυρεύουνε στο μέτωπό μου τό ’να τ’ άλλο, όλη τη νύχτα η πολιτεία, ενώ κοιμάται, μιλάει με το στόμα μου,
και είναι λόγος ακατάληπτος και λοίσθιος, ψέλλισμα νερών και πέτρα που πολεμάει, η ιστορία της είναι.

Να σταματήσει μια στιγμή, να σταματήσει το αίμα μου, να το κάνει να σταθεί, να σταθεί που πηγαινοέρχεται, που όλο πηγαινοέρχεται και τίποτα δεν λέει,
ενώ κάθεται πάνω μου, και πάνω μου καθισμένο σαν γιόγκι στον ίσκιο της συκιάς, σα Βούδας στου ποταμού την όχθη, ω, ναι, να σταματήσει μια στιγμή,
μία μόνο στιγμή να σταματήσει, και, καθισμένο στου χρόνου την όχθη, την εικόνα να μου σβήσει του ποταμού που, ενώ ομιλεί κοιμώμενος, δεν λέει τίποτα και όλο με σέρνει και με τραβάει
μαζί του,
καθισμένο στην όχθη να σταματήσει τη ροή του ποταμού, ν’ ανοίξει τη στιγμή, να διαπεράσει τις αίθουσές της τις έκθαμβες και να φτάσει στων υδάτων το κέντρο,
να πιεί στην πηγή την ακένωτη, να γίνει γαλάζιων συλλαβών καταρράχτης που γκρεμίζεται από πάνω από πέτρινα χείλη,
καθισμένο στην όχθη της νύχτας σα Βούδας που κάθεται στου ίδιου του εαυτού του την όχθη, το άνοιξε-κλείσε όντας της στιγμής,
η πυρκαγιά και ο όλεθρος και η γέννηση της στιγμής και η ανάσα της νύχτας που φτεροκοπάει τεράστια, καθώς χιμάει προς την όχθη του χρόνου,
να πει ό,τι λέει και ο ποταμός, λόγος μέγας γόνιμος πανόμοιος με χείλη, λόγος μέγας γόνιμος που ουδέποτε κενούται,
να πει ό,τι λέει και ο χρόνος με φράσεις λίθινες σκληρές, με νεύματα αχανή θαλάσσης που κόσμους υπερκατακλύζει πάντοτε, κόσμους και κόσμους.

Πάντα στα μισά του ποιήματος κατακυριεύομαι από απελπισία μεγάλη, τα πάντα μ’ εγκαταλείπουνε μόνον μου,
κανείς δεν είναι στο πλευρό μου, ούτε καν τα μάτια εκείνα που από πίσω απ’ την πλάτη μου βλέπουν εκείνα που γράφω,
και ούτε πίσω υπάρχει ούτε εμπρός, η γραφίδα εξεγείρεται, δεν υπάρχει αρχή και τέλος, ούτε καν ένας τοίχος τουλάχιστον για να πηδήξω,
σπιανάδα παντέρμη είναι το ποίημα, τα λεκτά δεν είναι λεκτά και τα μη λεκτά είναι άλεκτα,
πύργοι, δώματα ερειπωμένα, βαβυλωνίες, θάλασσα με αλάτι μαύρο, βασίλειο τυφλό,
όχι,
να σταματήσω, να σωπάσω, να κλείσω τα μάτια μέχρι να βγει ν’ αναπηδήσει από μέσ’ απ’ τα μάτια μου ένα στάχυ, ένα σιντριβάνι ήλιοι
και η αλφάβητος να κυματίσει διάπλατη κάτω απ’ τον άνεμο του ονείρου, και η παλίρροια να φουσκώσει, να γίνει κύμα, και το κύμα να σπάσει το φράγμα,
να περιμένω ίσαμε να σκεπαστεί με αστέρια το χαρτί και δάσος να γίνει το ποίημα από λέξεις που ’ναι αναρριχητικές περιπλοκάδες,
όχι,
τίποτα να πω δεν έχω εγώ, κανείς δεν έχει να πει τίποτα, κανείς και τίποτα εκτός από το αίμα,
τίποτ’ άλλο εκτός απ’ αυτό το πηγαινέλα του αίματος, απ’ αυτή τη γραφή για ό,τι γραμμένο και από την επανάληψη της ίδιας λέξης στα μισά του ποιήματος,
συλλαβές του χρόνου, γράμματα σπασμένα, σταξιές μελάνης, αίμα που πάει κι έρχεται και δεν λέει τίποτα, και όλο με σέρνει και με τραβάει μαζί του.

Και λέω το πρόσωπό μου σκυμμένο πάνω απ’ το χαρτί, και κάποιος από πλάι μου γράφει, ενώ το αίμα έρχεται συνέχεια και πάει,
και η πόλη πάει κι έρχεται συνέχεια και συνέχεια μέσ’ απ’ το αίμα του, και θέλει κάτι να πει, ο χρόνος θέλει κάτι να πει, η νύχτα θέλει να πει, να μιλήσει,
όλη νύχτα ο άντρας θέλει να πει μία και μόνο μία λέξη, να πει επί τέλους τον λόγο του, που ’χει με πέτρες φτιαχτεί από κατεδάφιση,
και ακονίζω το αφτί, ν’ ακούσω θέλω ο άντρας τί λέει, να επαναλάβω τί λέει η πόλη, τί λέει η πόλη και μένει μετέωρη,
κι όλη τη νύχτα εντελώς στα τυφλά οι σπασμένες ψάχνονται πέτρες στο μέτωπό μου επάνω, όλη τη νύχτα το νερό παλεύει την πέτρα,
οι λέξεις τη νύχτα, η νύχτα τη νύχτα, και τίποτα πια δεν φωτίζει τη θαμπή ετούτη εδώ τη μάχη,
η ταραχή των όπλων δεν πετάει αστραπές στην πέτρα, ούτε καν σπίθα στη νύχτα, και εκεχειρία δεν γίνεται,
είναι μάχη μεταξύ αθανάτων θανάσιμη,
όχι,
να γυρίσουν πίσω, ν’ ανακόψουν το ποτάμι του αίματος, τον ποταμό της μελάνης,
να σταματήσουν τη ροή και τη νύχτα, να τις γυρίσουν και τις δύο τους πίσω, να εκθέσουν τα σπλάχνα τους,
να δείξει το νερό την καρδιά του που ’ναι ένα σμάρι πνιγμένοι καθρέφτες, δέντρο κρυστάλλινο που το ξεριζώνει ο άνεμος
(και κάθε φύλλο του πετάει και μαρμαίρει και χάνεται μέσα σ’ ένα βάναυσο φως, όπου οι λέξεις χάνονται μονίμως μέσα στου ποιητή την εικόνα),
να κλείσει ο χρόνος και να γίνει ουλή αθέατη η πληγή του, κομψή γραμμή ανεπαίσθητη στο δέρμα του κόσμου,
ν’ αποθέσουν οι λέξεις το όπλα και να γίνει το ποίημα μιά λέξη μοναδική με ύφανση πυκνότατη,
και να γίνει η ψυχή χωράφι μετά από το καψάλισμα, στήθος φεγγαρίσιο κάποιας απολιθωμένης θάλασσας, όπου δεν καθρεφτίζεται πλέον τίποτα
εκτός από μιαν έκταση εκτεταμένη, το διάστημα απλωμένο επάνω στον εαυτό του, τα απέραντα φτερά φαρδια-πλατιά ξεδιπλωμένα,
και να γίνουν τα πάντα σα φλόγα που σμιλεύεται και ψύχεται στο βράχο με τα διάφεγγα σπλάχνα,
λάμψη σκληρή που έγινε κιόλας κρύσταλλο και διαύγεια ειρηνική, διαύγεια γαλήνια.

Και ο ποταμός ανεβαίνει ξανά τη ροή του, διπλώνει ξανά τα πανιά του, μαζεύει ξανά τις εικόνες του και ύστερα ξανακλείνεται στον εαυτό του.
Γενεύη 1953
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







PENTESILEA ROAD – single “Shades Of The Night” από το άλμπουμ “Pentesilea Road”.


PENTESILEA ROAD - Shades Of The Night (Bonus Track feat. Ray Alder)
(Δείτε το εδώ)



Οι "Pentesilea Road" είναι ένα post-progressive rock συγκρότημα, που δημιουργήθηκε αρχικά ως προσωπικό project του Ιταλού κιθαρίστα Vito F. Mainolfi το 2014. Μέχρι το 2019, το συγκρότημα κυκλοφόρησε πολλά demos, κυρίως instrumental, μέσω του SoundCloud και του BandCamp.

Το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ "Pentesilea Road" κυκλοφόρησε στις 26 Φεβρουαρίου 2021. Το όνομα του συγκροτήματος αναφέρεται στην Pentesilea, την αλληγορική πόλη που περιγράφεται στο βιβλίο του Italo Calvino "Invisible Cities".

Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε ως συνεργασία εξ αποστάσεων από αρκετούς μουσικούς, ο καθένας ηχογράφησε στη χώρα διαμονής του, λόγω της πανδημίας COVID-19 (κιθάρες / μπάσο ηχογραφημένα στην Ολλανδία, φωνητικά στην Ιταλία και Ισπανία, Πλήκτρα στην Ιταλία, Drums στην Ιταλία και τις ΗΠΑ).

Το μουσικό στυλ είναι μια μίξη από κάποια είδη, συμπεριλαμβανομένων σαφών επιρροών από τις μονοπάτια του progressive, Post-Rock και Metal.

Το άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει είναι self-released, το συγκρότημα είναι ανεξάρτητο και χωρίς υπογραφή και κυκλοφόρησε αρχικά μόνο σε ψηφιακή έκδοση (η πρώτη φυσική παρτίδα ήταν έτοιμη κατά την ημερομηνία κυκλοφορίας).

Οι Pentesilea Road είναι οι:

Vito F. Mainolfi – Guitars, Bass, Backing Vocals, Programming & whatever else
Ezio di Ieso – Pianoforte & Keyboards
Alfonso Mocerino – Drums
Lorenzo Nocerino – Vox

Special Guests:

Ray Alder – Vox on Shades of the Night, Noble Art
Mark Zonder – Drums on Memory Corners, Spectral Regrowth, Give Them Space
Michele Guaitoli – Vox on Stains
Paul Prins – First solo on Give Them Space

Μουσική, στίχοι, παραγωγή και artwork από τον Vito F.Mainolfi

Στο άλμπουμ συμπεριλαμβάνεται και το τραγούδι “Shades Of The Night” με συμμετοχή του Ray Alder στα φωνητικά.


Official links








ΙΩΑΝΝΑ ΞΕΡΑ - Ζωγράφος της ιστορίας και της παράδοσης.

Η Ζωγράφος της Ρούμελης


Όταν δει κανείς για πρώτη φορά μια έκθεση ζωγραφικής της Γιάννας Ξέρα, χωρίς να γνωρίζει κανένα άλλο στοιχείο γι’ αυτήν, θα υποθέσεις ότι πρόκειται για μια μεγάλη στην ηλικία αυτοδίδακτη λαϊκή ζωγράφο που αποτυπώνει στο μουσαμά τα προσωπικά της βιώματα. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν ανακάλυψα ότι αυτή η ναϊφ ζωγράφος είναι μια νέα δυναμική γυναίκα που δημιουργεί με το χρωστήρα έναν κόσμο που, ουσιαστικά, δεν γνώρισε ποτέ, που τον είδε μόνο με τα μάτια της φαντασίας της από διηγήσεις, αναγνώσματα και έρευνες. Γεννήθηκε το 1956 στην Σπερχειάδα της Λαμίας από γονείς αγρότες. Από μικρή ερωτεύτηκε το σχέδιο, το παιχνίδι με τα χρώματα, τη ζωγραφική. Απ’ το χαρτί του τετραδίου πέρασε γρήγορα στο μουσαμά,. Στην αρχή της καριέρας της πειραματίστηκε με τη μοντέρνα ζωγραφική, τάση που γρήγορα εγκατέλειψε. «Νιώθω να χάνω το γνώριμο τόπο της πατρίδας μου», λέει η ίδια. «Η σύγχρονη εποχή μας που χαρακτηρίζεται από το πάθος για την ηλεκτρονική και την εμμονή στα τσιμεντόκτιστα κτίρια, στερεί από τα μάτια μου την απόλαυση των παλιών περήφανων αρχοντικών μας, των χαμηλών σπιτιών με τις ασβεστωμένες αυλές και τα χίλια δυο λουλούδια, των γειτονιών με τους καημούς, τις γκρίνιες και τις χαρές τους».

«Η νοσταλγία για τα βουνά, τη φύση, την παλιά ανθρώπινη ζωή είναι τόσο έντονη μέσα μου, που εδώ και λίγα χρόνια, με συντροφιά την ποίηση του Κρυστάλλη και το γνήσιο δημοτικό τραγούδι, περιπλανιέμαι σε χωριά της Ρούμελης. Ζωγραφίζω αυτό που βλέπω, δίνοντας τον τόνο στη εγκατάλειψη αυτών των τόπων, παρουσιάζοντας έτσι ένα δικό μου κόσμο».
Δύσκολη η προσπάθεια για τη νέα ζωγράφο.
Το πείσμα της όμως τη δυναμώνει.
Αντέχει ακόμα, τρέχει, ρωτάει, δημιουργεί και παρουσιάζει σε μας μια αξιέπαινη από κάθε άποψη δουλειά. Χωρίς βοήθεια όμως από πουθενά, μέχρι πότε θα τρέχει;
«Η Γιάννα κάνει μια προσπάθεια που δεν την συναντάς εύκολα», λέει ο φωτογράφος της Εθνικής Αντίστασης Σπύρος Μελετζής, τον οποίο συναντήσαμε στην τελευταία έκθεσή της στην Αθήνα και συνεχίζει: «Παρ’ όλες τις απογοητεύσεις έχει το κουράγιο να ζωγραφίζει ακόμα. Δουλεύει ασταμάτητα και αποτυπώνει δημιουργικά αυτά που βλέπει. Είναι πραγματικά αξιέπαινη».
Τα τοπία της Γιάννας Ξέρα, συνδυασμένα με σκηνές του καθημερινού βίου, της αγροτικής ζωής μιας προβιομηχανικής περιόδου, αποτυπώνουν εικαστικά τον υπαιθριστικό χαρακτήρα και το ύφος μιας Ελλάδας που διατηρείται περισσότερο στις μνήμες, καθώς μέρα με την ημέρα φθίνει. Οι μορφές ωστόσο και τα χρώματα ξαναζωντανεύουν εκείνες τις εικόνες που επιζητούν μιαν ανάλογη διαπραγμάτευση.

Η Γιάννα Ξέρα με τον τρόπο της στιγμιοτυπικής μνημείωσης, ανάλογο με εκείνον που επιχειρούσαν σε υφάντρες του αργαλειού, αλλά και με τον άλλον, που θα επέλεγε η αθωότητα του παιδικού βλέμματος, αναθυμάται τις αλλοτινές ώρες της χαράς και της λύπης, του μόχθου και της ευδαιμονίας, της γιορτής και του πένθους, που εναλλάσσονταν αλληλοδιαδεχομένες η μια την άλλη, όπως οι εποχές του χρόνου ή τα καιρικά φαινόμενα.
Οι ήχοι και οι μυρωδιές στα ζωγραφικά έργα της Γιάννας Ξέρα γίνονται χρώματα, λαμπυρισμοί κ αρώματα μιας συμφιλιωτικής φύσης, που εμπερικλείει όλες τις αντιθέσεις. Τα κοντικά και μακρινά πλάνα των κάμπων, των βουνών και ανθρώπων που έδεσαν τη ζωή τους με τη ζωή των ρυθμών και των αναγκών της γης τους, η ζωγράφος τα επεξεργάζεται όπως και οι μικροτέχνες, προσφέροντάς μας την αισθαντικότητα και την φωταύγεια, μέσα από την ποικιλία των τόνων και των σχεδιαστικών σχηματισμών.
Η αλήθεια γίνεται μύθος στα έργα της και ο μύθος ένα θωπευτικό και οικείο παραμύθι, με τις συμβάσεις και τις παραδοξότητές του, τις αντιθέσεις και τις υπερβάσεις του, μεταγγίζοντάς μας τις αρμονικές ισορροπίες μιας ελεγείας για έναν κόσμο που εξαφανίζεται, παραμένοντας, πλέον στις νοσταλγίες της γαλήνης του.
Αθηνά Σχινά
Κριτικός & Ιστορικός Τέχνης



Ρώμη 28 Νοεμβρίου 2015: Η ελληνίδα ζωγράφος Iωάννα Ξέρα, υπήρξε η ειδικά τιμούμενη καλεσμένη της τελετής έναρξης του Ακαδημαϊκού Έτους 2015-2016, το 66ο έτος, από την ίδρυση της Ακαδημίας επιστημών γραμμάτων και τεχνών της Ρώμης, Accademia Angelica Costantiniana.Στο τέλος του εναρκτήριου λόγου, ο Πρόεδρος της Ακαδημίας Πρίγκηπας Αλέξιος Άγγελος Κομνηνός της Θεσσαλίας (Principe Alessio Angelo-Comneno di Tessaglia), δώρησε στην καλλιτέχνιδα Ιωάννα ΞΕΡΑ, το χάλκινο μετάλλιο ισάξιας ανταπόδωσης της Οικίας των Αγγέλων-Κομνηνών της Θεσσαλίας και της Ηπείρου με αξιέπαινο σφραγισμένο έγραφο: πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα άξιας ανταπόδωσης επαίνου, που ο Ανώτατος κύριος του Οίκου και του Ιπποτικού Εμβλήματος, χορηγεί σε όποιον επιφέρει παγκοσμίως, αίγλη και δόξα στην Οικογένεια.


Accademia Angelica Costantiniana Γ. Ξέρα , Πύλη Παναγιά


Ιστορικές Ιερές Μονές και Τόποι Αγώνων 


Οσιος Λουκάς Βοιωτίας ..2,50 Χ1,50



Μονή Ευαγγελιστρίας Σκιάθου


Ιερά Μονή Οσίου Σεραφείμ Δομπούς ..1,20 Χ 80 

Μοναστήρι του Προφ.Ηλιου Παρνασσίδος 

Ιερά Μονή Αγάθωνος 1,20 Χ 80 

Ολοκαύτωμα της λευτεριάς -  Παναγία Βαρνάκοβα


Μονή του Προυσσού


Προφήτης Ηλίας Παλαιοχωρίου ...1,20 Χ 80 



Ιερά Μονή Λιγοβίτσι 1,20 Χ 80


Παναγία Ιερουσαλήμ Δαύλειας .1,20 Χ80...



Μονή Αντίνιτσας


Ι
ερά Μονή Λυκούρεση Βοιωτίας 

.

Ιερά Μονή Δαδιού -Αμφίκλειας ..1,20 Χ 80


Ιερά Μονή Μεταμόρφωσης Λειβανατών


Μοναστήρι του Αγίου Συμεώνος


Ιερά Μονή Δαμάστας


Ιερά Μονή Δαμάστας


Μονή της ''Ακαταμαχήτου ''της Πόρτας Παναγιάς 
Πύλης Τρικάλων 


Μάχη της Κλείσοβας -  25 Μαρτιου 1826,



Τιθορέα 2,50 Χ 2


Βίνιανη Ευρυτανίας 2,50 Χ 1,40


Παλαιά Βίνιανη Ευρυτανίας 

Παλιά Λαμία 2,30 Χ1,40 


Μενδενίτσα. .1,50 -2,50


Γραβιά 2,50 Χ1,50.


Τοπία του φθινοπώρου

Κορυσχάδες Ευρυτανίας ..









  Καστρί-Σπερχειός ποταμός 







Σπερχειός ποταμός




Τηλεοπτική εκπομπή - Πατριδογνωσία, Κώστας Ζουράρις - ΕΡΤ3


Ζωγραφιές μέσα από την λαϊκή ποίηση και το δημοτικό τραγούδι


Οι επιλογές των ποιημάτων είναι της ίδιας της ζωγράφου 


Οι κάμποι επρασίνησαν γιέ μ’ και γέμισαν λουλούδια
γειά σου αγάπη μου καινούργια 
κι εσύ δε βγαίνεις να σε ιδώ κι εγώ μέσα δε μπαίνω 
γιατ’είναι η μάνα σου κακιά κι αδερφή σου σκύλα 
και με παίρνουν με τα ξύλα.


Μάνα μου τα λουλούδια σου συχνά να τα ποτίζεις μάνα μ' έχε γεια.
Συχνά να τα ποτίζεις μάνα μου γλυκιά.
Φεύγω μάνα μ' μανούλα πάω στη ξενιτειά.
Δώσε μου την ευχή σου δεν θα με βλέπεις πια.
Αφήνω γεια στις όμορφες σ' όλες τις μαυρομάτες
μάνα μ' έχε γεια.
Σ' όλες τις μαυρομάτες μάνα μου γλυκιά.
Αφήνω και στην αγάπη μουτρία γυαλιά φαρμάκια
μάναμ' έχε γεια.
Τρία γυαλιά φαρμάκι μάνα μου γλυκιά


-Αφήνω γεια στις έμορφες και γεια στις μαυρομάτες
κι εγώ θα πάω στα Γιάννενα στου μπέη τα σαράγια
-Γεια σου χαρά σου μπέη μου, καλώς τηνε τη βλάχα 
-Εγώ είμαι η βλάχα η έμορφη η βλάχα η παινεμένη 
πό 'χω τα χίλια πρόβατα τα πεντακόσια γίδια 
σ 'ένα βουνό τα πρόβατα σ' άλλο βουνό τα γίδια, 
λύκος να φάει τα πρόβατα και τσάκαλος τα γίδια 
να μείνει η βλάχα μοναχή στου μπέη τα σαράγια.


Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρυσό κριάρια 
Και στης Μαρίας την ποδιά σφάζονται παλληκάρια.



Μην με πεθαίνεις αρανέ ,μη με σκεπάζεις χώμα 
ν' ακόμη δεν εχάρηκα στεφάνι κι αρηβόνα
ν' ακόμη τούτ' την άνοιξη τούτο το καλοκαίρι
να πάω να βρώ να παντρευτώ,να βρω ν'αρηβονιάσω..


Μάνα με κακοπάντρεψες και μ’έδωσες στους βλάχους 
Οι βλάχοι φ’λάνε πρόβατα, οι βλάχοι φ’λάνε γίδια
τρείς μήνους κάνουν στο βουνό και τέσσερις στο δρόμο
κι άλλοι πεντέξι στο μαντρί, κι όντας διαβαίνει ο χρόνος
και παν’οι βλάχοι στα βουνά και πάνε στα λιβάδια
κι εγώ αναμένω μοναχή σαν καλαμιά στο κάμπο



Ξύπνα πουλάκι μ' την αυγή ,κι ανέβα σε κλαράκι 
και τίναξ ΄τα φτερούγια σου να πέσουν οι δροσιές σου
για να λουστούν οι έμορφες, κι αυτές οι μαυρομάτες
για να λουστεί και μια ξανθιά μιας χήρας θυγατέρα


Μαρ' νύχτωσε και σήμερα ,πάει και τούτ 'η μέρα 
ας τραγουδήσω κι ας χαρώ ,
του χρόνου ποιος το ξέρει
αν θα πεθάνω η θα ζώ η ' θά΄μαι σ΄αλλα μέρη .


Μια βοσκοπούλα αγάπησα,
μιά ζηλεμένη κόρη
και την αγάπησα πολύ
ήμουν αλάλητο πουλί,
δέκα χρονών αγόρι.
Μιά μέρα που καθόμαστε
στα χόρτα τ' ανθισμένα,
-Μάρω, ένα λόγο θα σου πώ,
Μάρω, της είπα, σε αγαπώ,
τρελαίνομαι γιά σένα.
Από τη μέση με άρπαξε,
με φίλησε στο στόμα
και μού' πε: Γιά αναστεναγμούς,
γιά της αγάπης τους καημούς
είσαι μικρός ακόμα.
Μεγάλωσα και την ζητώ...
άλλον ζητά η καρδιά της
και με ξεχνάει τ' ορφανό...
Εγώ όμως δεν το λησμονώ
ποτέ το φίλημά της.


Τρύγος


 Θερισμός 


Παρελθόν και παρόν


Χρόνια με παίδευε μια φυγή ,πέρα από τα συνηθισμένα ,πέρα από μέρη γνώριμα κι ανθρώπους
αναζητούσα ,την πόλη των ονείρων μου .
Κάποιο πρωί του Μαγιού άνοιξα τα φτερά μου
αφήνοντας πίσω μου την άνοιξη
Βρέθηκα σ΄ένα βρώμικο ουρανό και ψηλά τσιμεντένια κτίρια
χωρίς κόκκινα κεραμίδια και χρωματιστά παράθυρα ,
χωρίς ν' ανθίζουν στα περβάζια τους βασιλικοί και δυόσμοι .
Γκρίζες μοντέρνες φυλακές ,στολισμένες αντί με τριανταφυλλιές ,
διαφημιστικές ταμπέλες και συνθήματα ..
Μπερδεύομαι στους δρόμους ,τόσο μεγάλοι ,
σε προκαλούν να τρέξεις μα την ελευθερία σου την σταματούν
στολές και κόκκινα φανάρια ..
Θαρρώ τ' αυτοκίνητα αμέτρητα σαν κοπάδια
,ατίθασα ,αγκομαχούν στριγγλίζουν
και ξεφυσούν τον βρώμικο καπνό τους .
Γύρω μου μαύροι ,κόκκινοι, κίτρινοι και άσπροι ,
φάτσες χαμογελαστές ,σκυθρωπές και αδιάφορες ,
μικροπωλητές ,οδηγοί διαβάτες τροχονόμοι
φωνές διαμαρτυρίας κι ατέλειωτο βρίσιμο .
Αυτή ήταν η πόλη των ονείρων μου .
η πραγματικότητα δεν ήταν το παραμύθι της φυγής μου ...

Κι ενώ κάποτε ,οι γιαγιάδες οι παππούδες και γονείς
'κει που βραδιές ατέλειωτες στο φως του λυχναριού ,
στα παραμύθια μίλαγαν για ήρωες σαράντα και εικοσιένα
για μάρτυρες της πίστης μας ,για Αγίους σουβλισμένους
και φονικά που γίνονταν στο μίλημα της κόρης
την παρθενιά ,το πάντρεμα και τα πολλά παιδιά .
Κάστρα παράδοσης φτιαγμένα απ' τα παλιά της κλεφτουριάς,
και της σκλαβιάς,στα λεύτερα τα χρόνια , μ' αίμα,
θυσία κι αγώνα ,γίνανε χόμπι στις συνήθειες του εικοστού αιώνα .
Κουλτούρα ευρωπαική τις στάχτες τους κοιτάει ,
ταμπού προκαταλήψεις ,τα λέει και γελάει ...

Κι όμως ..
στης επαρχίας την ερημιά εκεί που η νιότη σύντομα
περνά στην μοναξιά της καθημερινότητας
έμαθα τη βρώμικη πόλη ν' αγαπώ .
Εκεί που τα μηχανήματα έγιναν άνθρωποι ,
και οι άνθρωποι μηχανήματα ,
εκει που 'χάσαν τη αξία λέξεις και συναισθήματα ,
εκεί που ο έρωτας λέγεται πήδημα ,η αγάπη συνήθεια
και η φιλία συμφέρον ,
εκεί που που συντροφεύουν τη μοναξιά άγνωστο πλήθος
και πολύχρωμα φώτα ,κρύβοντας τη βρωμιά και τη σαπίλα
έμαθα να ζω... .Αθήνα ΄82
Ιωάννα Ξέρα 


Περισσότεροι πίνακες της Ιωάννας Ξέρα εδώ