Η Δροσινιώ μεγάλωσε σε μια καλύβα χωρίς φως, νερό, τηλέφωνο. Φως είχε άφθονο απ’ τον ήλιο και το φεγγάρι· νερό απ’ τις νεροσυρμές και τα ρυακούδια· τηλέφωνο; δεν ήξερε καν τη λέξη. Μηνύματα έστελνε με τα ταξιδιάρικα πουλιά και τα λάβαινε με τα σύννεφα και τον άνεμο. Η Δροσινιώ ήταν αερικό του βουνού· μιλούσε με τα απέθαντα δεντρά και τα αγριολούλουδα· τρεφόταν με νέκταρ από αγριομελίσσια και με γάλα αγριμιών· γιατρευόταν με βοτάνια και χυμούς· ερωτευόταν με ξανθόμαλλα αγόρια στον ίσκιο μιας βελανιδιάς και ξέπλενε το λυγερό κορμί της στα κρυσταλλένια νερά μιας δρακόλιμνης.
Η Δροσινιώ άνθισε σαν ροδόδεντρο και κάρπισε σαν αγριοκερασιά. Με το μικρό αγοράκι της να ζουζουνίζει ολόγυρα πιασμένο από τη φούστα της, ζούσε ανέμελη στον ουράνιο παράδεισό της.
Κάποιο πρωί φάνηκε ένα άλογο με καβαλάρη να ανεβαίνει προς τον ουρανό της. Το άλογο, που ήταν γυμνό, τη χαιρέτησε με ένα ζωηρό χλιμίντρισμα. Ο καβαλάρης φορούσε ένα επίσημο καπέλο και μια στολή με κορδόνια, σιρίτια κι άλλα παράξενα στολίδια.
-Καλημέρα! της φώναξε και σήκωσε λίγο το καπέλο. Μα κείνη ένιωσε ένα σφίξιμο καθώς η μέρα μόνο καλή δεν έμοιαζε.
-Το παιδάκι σας πώς το λένε; ρώτησε.
-Παιδάκι, απάντησε.
Ο καβαλάρης το σημείωσε σ’ ένα τεφτέρι.
-Τον πατέρα του, πώς τον λένε; ρώτησε πάλι.
-Δροσινιώ, απάντησε και ανασήκωσε τους ώμους χαμογελώντας.
Κι ενώ ο καβαλάρης σημείωνε στο τεφτέρι, εκείνη πήρε το αγοράκι και μπήκε στην καλύβα.
-Θα έρθω πάλι σε είκοσι χρόνια, της είπε και τράβηξε τα γκέμια του αλόγου.
Πέρασαν χειμώνες και καλοκαίρια, άνοιξες και φθινόπωρα. Το αγόρι άνθιζε και η Δροσινιώ καμάρωνε. Το αγόρι σκαρφάλωνε στα κλαδιά, κυνηγούσε τις πεταλούδες και τραγουδούσε με τα τζιτζίκια. Καθρεφτιζόταν στα νερά και γελούσε με τις νεράιδες.
Πέρασαν κι άλλοι χειμώνες κι άλλα καλοκαίρια. Το αγόρι μέστωσε, τα μπράτσα του δυνάμωσαν και τα μεριά του σφίχτηκαν. Οι νεράιδες χόρευαν γύρω του αραχνοντυμένες, άγγιζαν το στήθος του με τα νερένια τους δάχτυλα, τύλιγαν τις φαρδιές του πλάτες με τα μεταξωτά υφάδια τους και τον τραβούσαν απαλά προς τον ίσκιο της βελανιδιάς.
Το αγόρι αρνήθηκε μια, αρνήθηκε δυο, στην τρίτη αφέθηκε στον τρελό χορό τους κι έσμιξε μαζί τους κάτω από τα φυλλώματα. Και η Δροσινιώ καμάρωνε για το αγόρι της, που δεν ήταν αγόρι πλέον.
Κάποιο πρωί φάνηκε πάλι το γυμνό άλογο με τον καβαλάρη ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό τους. Και πάλι το άλογο χαιρέτισε με ένα χαρούμενο χλιμίντρισμα. Και πάλι ο καβαλάρης, που φορούσε τη στολή με τα σιρίτια, τα κορδόνια και τα παράξενα μπιχλιμπίδια, σήκωσε λίγο το καπέλο και είπε «καλημέρα». Και πάλι η Δροσινιώ ένιωσε κάτι να της σφίγγει το στήθος, αφού η μέρα μόνο καλή δεν έμοιαζε.
-Εσύ είσαι το Παιδάκι της Δροσινιώς; ρώτησε ο καβαλάρης σκύβοντας βλοσυρός με τα γυαλιά του προς το τεφτέρι του.
Το αγόρι, που έκοβε ξύλα για τη φωτιά, τον κοίταξε στα μάτια με αφέλεια κι έγνεψε «ναι» με το ιδρωμένο κεφάλι του. Ο καβαλάρης, σοβαρός κι αμίλητος, πλησίασε· μέτρησε το ηλιοκαμένο κορμί του από τα δάχτυλα των ποδιών ως την άκρη των μαλλιών του· μέτρησε το άνοιγμα των χεριών του και τη δύναμη που είχε η γροθιά του· μέτρησε αν έβλεπαν καθαρά τα μάτια του κι αν ακούγανε καλά τ’ αυτιά του· ακόμα κι αν δούλευε η πιστόλα στα σκέλια του μέτρησε. Κι αφού τα σημείωσε όλα στο τεφτέρι του, αποφάνθηκε, ενώ η Δροσινιώ είχε πανιάσει:
-Μού κάνεις!
Το αγόρι, που δεν ήταν αγόρι πλέον, τον κοίταξε με απορία.
-Τι εννοείς; ρώτησε.
-Πάρε νερό κι ένα καρβέλι και πάμε, απάντησε ο καβαλάρης.
-Να πάμε πού; αναρωτήθηκε τ’ αγόρι. Δεν μπορώ να φύγω, πρέπει να κόψω τα ξύλα.
-Δεν γίνεται, πρέπει να έρθεις μαζί μου, επέμεινε ο καβαλάρης. Αυτός είναι ο κανόνας. Πρέπει να πολεμήσεις για τον άρχοντα. Όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα γυρίσεις, αν το θες ακόμα.
Η Δροσινιώ έπεσε στα πόδια του. Τα μακριά μαλλιά της λύθηκαν και τα δάκρυά της μούσκεψαν τις σκληρές του μπότες, μα δεν τις μαλάκωσαν.
-Μόνο αυτό το αγόρι έχω, δεν ζήτησα ποτέ τίποτε από κανέναν, μην το πάρεις! ικέτεψε.
Το άλογο συμφώνησε και χλιμίντρισε συμπονετικά, μα ο καβαλάρης έσβησε την ελπίδα ξεφυσώντας.
-Δεν γίνεται, εκτελώ εντολές.
Το αγόρι έσκυψε και πήρε τη μάνα στην αγκαλιά του.
-Θα γυρίσω, την καθησύχασε. Δες! θα κόψω τούτο το δεντρί και θα το βάλω δίπλα στην εμπασιά. Τα Χριστούγεννα θα έρθω να το στολίσουμε μαζί.
Εκείνη τον έσφιξε όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Ήθελε να νιώσει το καρδιοχτύπι του, την ανάσα απ’ τα πλεμόνια του, να αντλήσει κουράγιο από τα δυνατά μπράτσα του, μπας κι αντέξει την προσμονή.
Πέρασαν άνοιξες και φθινόπωρα, χειμώνες και καλοκαίρια. Κάθε Χριστούγεννα ξεσκόνιζε το δεντρί, το καθάριζε από τα ξερά φύλλα κι έδιωχνε τις αράχνες από τα κλαριά του. Μάζευε σκληρά καρύδια και γυαλιστερά βαλανίδια, έκοβε μυρωδάτες σμυρτιές και αγκαθωτά λιόπρινα, διάλεγε κλαδιά από κουκουναριές και τριμιθιές και τα σώριαζε στην εμπασιά της καλύβας, προσμένοντας το αγόρι. Και οι χειμώνες περνούσαν και οι άνοιξες και τα φθινόπωρα, ξανά και ξανά. Το δεντρί αστόλιστο μαράζωνε, μα δεν παραπονιόταν για να μη χαθεί η ελπίδα της μάνας.
Κάποιο πρωί φάνηκε πάλι το γυμνό άλογο από μακριά ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό της· χωρίς καβαλάρη αυτή τη φορά. Σίμωσε και χαιρέτισε μ’ ένα χλιμίντρισμα στενάχωρο. Έσκυψε το όμορφο κεφάλι του κι ένα δάκρυ κύλησε από τα καλοσυνάτα μάτια του πάνω στο μαλλί της Δροσινιώς. Εκείνη σηκώθηκε, το αγκάλιασε κι έκλαψε μαζί του. Τάισε το ζωντανό και το έστειλε στο καλό.
Το δεντρί, που αγνάντευε από τη μισάνοιχτη πόρτα, κατάλαβε.
Πέρασαν κι άλλες άνοιξες κι άλλα καλοκαίρια. Τα καρύδια και τα βαλανίδια έγιναν τροφή για τα ζούδια του βουνού· οι σμυρτιές και τα λιόπρινα, φωλιές για τα πουλιά· οι κουκουναριές κι οι τριμιθιές, καταφύγιο για τα ελάφια. Η Δροσινιώ μαράθηκε μαζί με το καλύβι της. Μάδησε τα μαλλιά της και τ’ άφησε στα δεντρά να τα πάρουν τα χελιδόνια. Κι ένα φθινόπωρο πέταξε μαζί τους, στο μακρινό ταξίδι τους, αναζητώντας το αγόρι της.
Το δεντρί στυλώθηκε στο πιο γερό κλαδί του, σκαρφάλωσε στον τοίχο και ξάπλωσε πάνω στα ξύλινα δοκάρια της σκέπας. Γνώριζε από καιρό πως τα Χριστούγεννα δεν θα ’ρθούν ποτέ στον ουρανό του.
Θοδωρής Μπελίτσος, Δεκέμβρης 2020
Η φωτογραφία ανήκει στον Θοδωρή Μπελίτσο