NEO single "Venus Quake" για τους KILLIGION!

 




NEO single "Venus Quake" για τους KILLIGION!


ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΠΑΝΤΑ:
Το Killigion είναι ένα όνομα που αποτελείται από τις λέξεις kill και religion,
νομίζω δεν υπάρχει λόγος να εξηγήσω περισσότερα, η μπάντα προέκυψε από τα υπολείμματα των διαλυμένων Havoc
που το 2007 έφτασαν στο απόγειο και την πτώση τους με το άλμπουμ «Elimination process»
από την American Line και ξεχώρισε στη σειρά του ωμού, βίαιου και άμεσου thrash metal.
Στις αρχές του 2018, προορίζονταν να επαναδραστηριοποιηθούν οι Havoc με ένα δεύτερο άλμπουμ,
αλλά η αποξένωση και η ανενεργή κατάσταση ορισμένων μελών οδήγησε στο δημιουργία αυτού του νέου project.
Για 3 χρόνια δουλέψαμε για να δημιουργήσουμε τον ομώνυμο δίσκο που είδε το φως
στη φυσική μορφή του πριν από την ψηφιακή στο τέλος του πανδημικού 2020, ένα άλμπουμ που αποτελείται
από 10 κομμάτια διαφορετικά μεταξύ τους και που δεν είναι καθόλου βαρετά,
ο ήχος που περιγράφεται στην κριτική του Metal Hammer Portugal στοχεύει σε πινελιές
 από σουηδικό death metal και ίχνη από groove metal εμποτισμένο με thrash metal,
 στοιχεία που σου μένουν και ξεχωρίζουν.
Νιώθουμε πολύ ικανοποιημένοι με τη δουλειά που επιτεύχθηκε, μουσικά, γραφιστικά
 και στιχουργικά, αυτό το έργο αντικατοπτρίζει τις πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες που περνάει η κοινωνία
και μας παρακινεί να παράγουμε νέο υλικό, το πάθος μας
για τη μουσική δεν θα μας άφηνε χωρίς να το κάνουμε, Αν και περνάμε στιγμές κατά τις οποίες
δεν επιτρέπονται οι ζωντανές παρουσιάσεις, μια μορφή άμεσης διάχυσης
που λατρεύει το κοινό που ασχολείται με αυτό το στυλ, μας το επέτρεψε η ψηφιακή τεχνολογία
για να φτάσει με κάποιο τρόπο στους λάτρεις του metal.







KΩΣΤΑΣ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗΣ – νέο τραγούδι «Δεν πουλάω την ψυχή μου» από την Spider Music

 




«Δεν πουλάω την ψυχή μου» 

(Δείτε το Official Lyric Video εδώ) 

https://www.youtube.com/watch?v=ydV9mWcrBek 




  

Μουσική: Τέρρυ Γοντικάκης 

Στίχοι : Eρασμία Πεδιαδιτάκη 

Ενορχήστρωση : Nίκος Κουσβίδης 

Κιθάρα: Aντώνης Τζώρτζης 

Κρητική Λύρα : Κώστας Γοντικάκης 

Φωνητικά: Ιfigenia 

Παραγωγή : Κώστας Γοντικάκης 

Mix-Master : Aντώνης Τζώρτζης 

 

 

Η Spider Music με ιδιαίτερη χαρά σας παρουσιάζει το νέο τραγούδι του Κώστα Γοντικάκη με τον τίτλο «Δεν πουλάω την ψυχή μου». 

Ο Κώστας Γοντικάκης ένα διαμάντι που έχουμε την τιμή να συνεργαζόμαστε από την μέρα της δημιουργίας της εταιρίας μας ξεδιπλώνει για μια ακόμη φορά το πολυδιάστατο του ταλέντο ως ερμηνευτής, σκηνοθέτης, συνθέτης και παραγωγός. 

Ποτέ δεν είναι αρκετό για εμάς και πάντα θέλουμε κάτι ακόμη, το γνωρίζει αυτό και ποτέ δεν μας απογοητεύει είναι χαρισματικός και η φωνή του όσο και αν ο  ίδιος δεν το πολυπιστεύει έχει μια μοναδική χροιά με την Κρητική του χροιά, ως λυράρη δεν τον συστήνουμε ποτέ, λάθος μας είναι και υπέροχος μουσικός. 

Ο Κώστας στο καινούργιο του τραγούδι σε μουσική του Τέρρυ Γοντικάκη και στίχους της Ερασμίας Πεδιαδιτάκη μας ερμηνεύει ένα τραγούδι που τα λόγια του μιλούν στην καρδιά μας. 

Στα φωνητικά η υπέροχη Ιφιγένεια που την ευχαριστούμε πολύ για την συμμετοχή της. 

 

Καλή σας ακρόαση! 

  

  


Official links 

https://www.facebook.com/SpiderMusicLBL/ 

www.spider-music.com 

https://www.youtube.com/channel/UCkMfQaoZAfJVGftW6SejM3w 

 









ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΔΙΓΛΩΣΣΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ «ΠΡΕΛΟΥΔΙΑ-PRELUDES» Ποίηση: Γιώργος Λουτσέτης Μετάφραση: Ιφιγένεια Φόστερ-Στεφάνου


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΔΙΓΛΩΣΣΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ

«ΠΡΕΛΟΥΔΙΑ-PRELUDES»

Ποίηση: Γιώργος Λουτσέτης Μετάφραση: Ιφιγένεια Φόστερ-Στεφάνου


Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022
Ώρα: 18:30 – Είσοδος Ελεύθερη
Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά
Φίλωνος 29 (Μετρό γρ. 3 - «Δημ. Θέατρο»)


Η Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά, το “NestStudio&Productions” και ο ιστότοπος“e-musa.gr”παρουσιάζουν τηδίγλωσση ποιητική συλλογή «Πρελούδια-Preludes», του συνθέτη και πιανίστα Γιώργου Λουτσέτη, σε μετάφραση της Ιφιγένειας Φόστερ-Στεφάνου και εξώφυλλα από την Μαρία Σπανουδάκη.

Με τη μουσική να αποτελεί την κύρια καλλιτεχνική του έκφραση, ο συγγραφέας διοχετεύει στο ποιητικό του περίγραμμαμια νέα έκφανση των πηγώνέμπνευσής του.

Η «Ύπαρξη», η «Φύση», ο «Έρωτας», η «Ωραιότητα» και το «Σύμπαν», ως πέντε πυλώνες της ζωής, αποτυπώνονται στο μεστό και λιτό λόγο των ποιημάτων της έκδοσης, με την μετάφραση στην αγγλική γλώσσα να μετουσιώνει την επιθυμία του συγγραφέα να διαβαστούν και να επικοινωνηθούν δίχως σύνορα.

Υποστηρίζοντας την ισότιμη πρόσβαση όλων στη γνώση και τη μάθηση, οι συντελεστές του βιβλίουπαραχωρούν 1€ από εκατό αντίτυπα που θα αγοραστούν(από την αρχική κυκλοφορία της έκδοσης - Δεκέμβριος 2020), για τις ανάγκες του οργανισμού «Διαβάζω για τους άλλους».





Συντελεστές της παρουσίασης:


ΟΜΙΛΗΤΡΙΑ

Ευμορφία Καλύβα

(Ποιήτρια – εμπνεύστρια του ιστότοπουe-musa.gr)


ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

Αντώνης Σαμιωτάκης

(Ποιητής – Ιδρυτής του Πειραματικού Μουσείου Λογοτεχνίας)

Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου

(Καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας

Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών)


ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ «ΠΡΕΛΟΥΔΙΑ»

Ιφιγένεια Φόστερ-Στεφάνου

(Ιστορικός τέχνης – μεταφράστρια του βιβλίου)


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ

Δημοσθένης Αμπράζης (Ηθοποιός)

Ιφιγένεια Φόστερ-Στεφάνου (Μεταφράστρια)



Στο πιάνο θα βρίσκεται ο Γιώργος Λουτσέτης, συνθέτης και συγγραφέας του βιβλίου.


Στοιχεία επικοινωνίας:

Nest Studio & Productions: gluznest@gmail.com / 6948481525


Γιώργος Λουτσέτης


Ιφιγένεια Φόστερ-Στεφάνου





Παρουσίαση του βιβλίου "Με μποτίνια, με γοβάκια και σπορτέξ" της Νέλλας Συναδινού


". Ο τίτλος είναι συμβολικός και σηματοδοτεί την πορεία δέκα μυθοπλαστικών γυναικών στις δέκα δεκαετίες του 20ού αιώνα. Στο φόντο διατρέχουν τα μικρά και τα μεγάλα γεγονότα των εποχών, σε άρρηκτη σύνδεση με τη ζωή των ατόμων, μέσα σε ένα αστικό περιβάλλον που μεταλλάσσεται. Στο Καφέ Κήπου του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθήνας, Κυριακή μεσημεράκι, στις 20 του μηνός.

 Οι καίριες ομιλίες θα φωτίσουν, καθεμιά ξεχωριστά, μια διαφορετική πλευρά των σπονδυλωτών αφηγημάτων: τη γυναίκα στο διάβα του 20ού αιώνα, την Ιστορία που ξετυλίγεται στο φόντο των ιστοριών, μια θεατρικότητα που αναδύεται, το άστυ στη διαχρονική εξέλιξή του και, βέβαια, τη μυθοπλασία δέκα ηρωίδων που διαβαίνουν κλιμακωτά στον χρόνο και στον χώρο.

Οι θεατρικές αναγνώσεις θα δραματοποιήσουν αποσπάσματα. Τα τραγούδια με κιθάρα, βγαλμένα από την αφήγηση, θα μας ταξιδέψουν στο παρελθόν.







Short story by Vu ThanhHoa from Vietnam

 

Her biography:

Born in 1969 in Hanoi, Vietnam
Managing editor of BaRia-VungTau Literature and Art Magazine

Poetry books published:
The pain of leaves (Poetry, Writers' Association Publishing House 2006) -
There is another woman in me (Poetry, Writers' Association Publishing House, 2009)
The one who can see the soul (A collection of stories, Writers' Association Publishing House, 2011)
A proposal of last night (Volume of Poetry, Writers' Association Publishing House, 2012)
Six-eight poetry (Volume of Poetry, Writers' Association Publishing House, 2015)
Poetry and story book coming soon

Literary Awards:
Award of Green Age literature work of Tien Phong newspaper in 1993
Award of New World Magazine's Best Short Story in 1993
Award of Ba Ria-Vung Tau Province's Arts and Culture in the years 2000-2005, 2004-2009
Award of first prize for the best short story on the 2007
Award of good poetry Nguyen Tieu 2021 of Ho Chi Minh City Writers’ Association
Poetry Prize "Humanism in the Southern Land" in 2021 of Ho Chi Minh City Writers' Association.


Her short story:The elevator

(Translated from Vietnamese into English by Hanoi Female Translators)

He couldn't remember how hard he had to work to get a job in that skyscraper. He submitted all kinds of certificates, took many entrance exams, interviewed up and down, and when he thought he was desperate, then was accepted for a completely random reason: The director of human resources recognized his father were classmate in High School since they were in the poor countryside.

Everyday in a hurry,he gets up early to squeeze in the bus on time, lines up to buy snacks at a cheap restaurant in the center, he has exactly 9 minutes to get into the elevator, pressing the button number 28 to the floor where he works. Then he tries again to shrink to the minimum of the packed crowd, enough for the overcrowding alarm not to sound a warning. The elevator soared away and then stopped in front of the default numbers.

The day flies by, morning and evening are so fast that he is not enough to be happy before was sad, and the sadness is never complete.

One day, the alarm clock broke, causing him to oversleep. Fasting for breakfast, he rushed to the company and was still late. No one jostled the elevator with him anymore, they took their seats. He pressed the button. The door was open, there was only one girl in the elevator. Glancing over her, he noticed an extraordinary, magical beauty as fragile as smoke. He dared to get acquainted:

- Do you work here too?
The girl smiled, not sure whether her pretty little head nodding or shaking.
- I am late. Anyway, my boss is angry but I am still happy because I am lucky to meet you.
- People are enslaved to their own fears.

He was a bit surprised. He has flirted with many girls but that kind of reply was probably the first time he met. He looked at her, amused by her mysterious charm both childish and womanly. The elevator stopped at number 28 and the doors opened. He stepped out and regretted not being able to ask her name and place of work.

Because he was late to work, so to please his boss, he came back quite late. When the stack of files was folded, tiny clusters of stars flashed in the dark purple cloud outside the building windows. It was quite quiet around, he walked towards the elevator and pressed the button. The door was opened. He was startled and delighted. The girl he'd met in the morning had been standing there ever since, still in a white dress, black coat and red bag, she looked at him and smiled. The door was closed, he did not miss the precious moment, expressed to her:

- Today is your lucky day. If only every day was as lucky as this, how much less boring your life would be.

- Boring? I had to pay a lot for this dullness?

She asked softly but quite intimately, as if they had been close friends.

For a moment, it reminded of his mother's hardships, his father's patience. Through so many hard gates, it seemed like a waste and then suddenly luck fell from the sky, he was able to creep into this building. He confessed:

- I could not understand myself either. Previously, I only wished when he graduated from university that can have a stable job in a luxurious and prestigious office. But then from morning to night working like a robot, I find all my emotions are fading...

He looked into her eyes, the elevator lit in shining magical, enchanting eyes. She laughed. The elevator stopped at the ground floor. He gave her way stepping forward, watched her figure from behind, more and more ecstatic by a beautiful body. Still followed her closely, he timidly suggested:

- Is your house far away? Will you have dinner with me and then come back?
She looked embarrassed and replied:
- My house is far away, I only go with you for a while and then have to return.

That was great for the first time, he told himself. They walked side by side, the street lights stretched on the street made him thinking of romantic scenes in a distant movie...
Suddenly he wanted to open up to her, something that had never happened before with the young lady he had just met.

- I am a poor province boy, my parents worked hard and amazingly saved hard all their lives, only let see me stepping into a high-rise building, opening the elevator door and taking a small part in there. And I can do it. But every time the elevator rushing to reach the predetermined number, I feel alone, terribly alone like a lost soul in this emotionless world...

He turned to look at her, afraid that the strange things he had just said would upset her, but her sympathetic listening made him very emotional, he boldly took her small hand, the hand that was unusually soft made him feel she was an artist. Waiting for him to finish speaking, she gently said:
- Only fools don't see death by their sides. They struggle to win momentary pleasures without realizing the solitude that slowly gnaw the mankind...
- Why didn't I meet you sooner, every day I suffocate in the sea of jostling people and never see you?
- I am afraid of them, afraid of the struggle in their order, the helpless fight in the elevator box that cannot exceed the number of prescribed people. Afraid of the default short path up and down. I don't go with them.

At this point, she hurriedly looked at her watch, and said to him:
- Oh, it's too late, I have to go home.
- When can I see you again?
He still hasn't let get off her hand. She looked up at him, a smile like the wind and clouds, vaguely mysterious, she said:
- When you are in the elevator alone...

Then she withdrew her hand very quickly, grabbed a taxi that had just arrived, sat on it and the car rushed into the crowded traffic of the prosperous city...

From that day on, he fell in love with that girl. He determined to pursue her to the end and, if possible, to marry her. After the day he met her, he found each day less boring, more worth living because he seemed to have found a soul mate. He deeply regretted not ask her name and address or phone number. He didn't understand why every time he met her, he kept catching up in magical philosophies and forgot about that essentials. He promised himself that the next time, he would find a way to know where she was, no matter where she lived on this earth.

But in the following days, whether he left early or late, crowded or sparse, was never seen her again. He was sad and wanted to cry and then laughed at himself for being stupid. Perhaps he was too sentimental to fall into a joke? Today he came back very late, hoping to meet her in the sparse elevator… But then he was disappointed. She had completely disappeared like a short dream.

He stepped out of the gate, the old security guard, who was preparing a simple dinner, looked up and said:
- You're late, are you busy?
- Uncle...
He hesitated for a moment and then asked:
- I'm waiting for the girl who I haven't asked her name, she seems to work in this building...
- Well, you're so romantic!
The security guard laughed.
- No, I'm not kidding, I hope you know something about her, please help me, I… love her!

The security guard peeped at him, not sure if he was touched or pitied, and asked in a low voice;
- Can you describe her figure?
-Her hair is long, her face is very pretty, especially her eyes are so magical.
The guard shook his head:
- If you describe it like that, I cannot help, every day there are hundreds of girls going in and out here, they are all beautiful, but I can't have time to see their eyes!
- And this detail
He was patient
- She never takes the elevator with many people, she goes alone and is often very late...
This time, the security guard paused for a moment and then asked:
- Is she wearing a white dress, a black coat, and a red bag?
- That's right, that's right
He said happily. The security guard looked around and whispered in his ear:
- Dear boy, you must have seen a ghost.
- What do you say?

He was annoyed, curious, and a little scared.

- A few years ago, a beautiful young girl exactly like the one you described came here to work, but then the pressure of work and the hustle of life made her depressed and stuck, so she always avoided around. One evening when everyone had left, she climbed up to the rooftop and threw herself down, wearing a white dress, a black coat, and carrying a red bag…

He was silent, quickly thanked the security guard, and then walked slowly along the street where he used to be with her. Surrounded by noisy traffic, busy people, but he thought it was a dead city, as if the humanity had come to an end, he kept walking and believed that the beautiful girl was not a ghost in the elevator. …








ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΑΛΑΣ - ΣΤΟΝ ΚΑΙΑΔΑ (Ηλικιακός ρατσισμός)

  


 Δυο γεροντάκια κίνησαν το καφεδάκι τους να πιούνε,

όπως πάντοτε στη γειτονική πλατεία τραβούνε.

Μια πλατεία που περιλαμβάνεται

ανάμεσα στις 10 ωραιότερες της  Ευρώπης!

Κάθονται και περιμένουν να παραγγείλουν,

σε λίγο όμως καταφτάνει μια γκαρσόνα

και τους ανακοινώνει δεν τους θέλει στο καφέ,

δεν σερβίρει ηλικιωμένους, είναι  ανεπιθύμητοι!

Ο ένας παππούς αρπάζεται,  διαμαρτύρεται,

ο άλλος προσπαθεί να τον ηρεμήσει,

τελικά τον πείθει και αποχωρούν.

Προέχει να μη χαλάσει το προφίλ του μαγαζιού,

 οι ηλικιωμένοι κακοταιριάζουν στην πελατεία του!

Δεν τους απασχολεί η προσβολή προς τους παππούδες,

είναι ασέβεια  προς όλους τους ηλικιωμένους,

δεν σέβονται  τ’ άσπρα μαλλιά και τα τρεμάμενα πόδια

που μόχθησαν ολάκερη ζωή να μπορούν μια στιγμή,

να απολαύσουν αμέριμνοι τον καφέ τους.

Ντροπή για το διωγμό και την απρέπεια του καφέ.

Μάλλον θα μπουν στα τραπεζάκια τους ταμπέλες,

απαγορεύεται να κάθονται ηλικιωμένοι!

Δεν σκέπτονται οι νεότεροι σερβιτόροι,

πως θα έρθει αναπόφευκτα

κι η δικιά τους σειρά ό,τι κι εκείνοι θα γεράσουν.

Γι αυτό μη στέλνουν στον Καιάδα τους ηλικιωμένους πελάτες!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΑΛΑΣ

Νέα Σμύρνη 13 του Νοέμβρη 2022


Η εικόνα είναι από http://www.emotionalworld.gr/




ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ "Το φιλί"


 The Kiss - Gustav Klimt 


Όταν το φιλί έγινε θανάσιμο αμάρτημα δια νόμου
Νηστικά μάτια ναυαγούσαν στον ορίζοντα των Συμπληγάδων
Φλεγόμενα στου πάθους την ακμή .

Της ψυχής των τυράννων τα κακουργήματα έναν ακόμη θεό προσθέτοντας στο δικό τους πάνθεον
Σταυρώσεις φιλημένων οργάνωναν
Που βλασφήμησαν,τα χείλια ενώνοντας με των ανθρώπων τις πληγές.

Γλίτωσαν μόνο Ιούδες κι Εφιάλτες σε κήπους της Γεσθημανής
Με φιλιά λόγχες θύματα συλλέγοντας να εκτεθούν για παραδειγματισμό
Με τριγμούς και βρυγμούς οδόντων φοβερίζοντας τους αμνούς του Θεού .

Όταν το φιλί έγινε έτσι θανάσιμο αμάρτημα
Άρχισαν με θραύσματα μυστικών φιλιών να γράφονται χρονικά αντίστασης
Και με τη σμίλη να σαρκώνονται συμπλέγματα Ερώτων και Ψυχών
Τους φιλισταίους της ζωής να πολεμούν , άφιλους να τους παραδώσουν στην κρίση την αιώνια.