Ήλιε μου σαν όνειρο με προσπερνάς
καθώς αγγίζεις ψιθυριστά
τα μισόκλειστα μάτια μου.
το καυτό σου φιλί καίει τις νύχτες μου
σε κάθε λυκόφως.
Αφυπνίζομαι στη σιωπή
Σε κοιτάζω μέσα από τα θολά
σύννεφα καθώς εκ τείνεσαι
στο παντού στο κενό στα πάντα
και οι μνήμες να έρχονται απανωτά
σαν χτύποι ρολογιού με σπασμούς διαύγειας.
Στο φθινόπωρο τις τραγουδάς εν αγνοία
της συνείδησης κάνοντας περιπολία
στις χιονισμένες κορυφές αυτού του κόσμου
δοκιμάζεις την εξουσία του χρόνου.
Ποιος θα μας σώσει από τα άδεια τοπία του;
Κανένας ουρανός δεν τ΄αποκάλυψε
γιατί δουλέψαμε πιο πολύ για την άγνοια
στις πλάνες τ΄ουρανού στεγάζοντας όνειρα
πόθου ουτοπίας,
μόνο μια βουή ακούω ξεκάρφωτη στην ερημιά
του δημόσιου βίου μας.
Στήνοντας μικρά αυτοσχέδια καρεκλάκια
καθισμένοι κλαίμε την μοίρα μας
παίρνουμε πέτρες και σημαδεύουμε
των ημερών την επανάληψη
μιας στάσιμης πραγματικότητας.