Πεθαίνω σαν χώρα - από την ομάδα Knot στο Bios
Διάρκεια: 70'
Κείμενο: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθέτης: Αλίκη Στενού
Σκηνογραφία: Σοφία Παπαγεωργίου
Κοστούμια: Σοφία Παπαγεωργίου
Φωτισμοί: Θωμάς Οικονομάκος
Κίνηση: Λίνα Κομνηνού
Ερμηνεύουν: (αλφαβητικά) Λίνα Κομνηνού, Συμεών Κωστάκογλου, Δήμητρα Νταντή, Αντώνης Σανιάνος, Αλίκη Στενού
Παίζουν μουσική: Νίκος Τουλιάτος (Κρουστά)
Το έργο «Πεθαίνω σαν χώρα», γραμμένο το 1978 από τον Δημήτρη Δημητριάδη, μας ταξιδεύει σε μια χώρα που καταρρέει ολοκληρωτικά, σε μια ιστορική στιγμή -χρονικά αδιευκρίνιστη- όπου οι γυναίκες είναι ανίκανες να κυοφορήσουν και οι άνδρες ανήμποροι να τις γονιμοποιήσουν, [… όλο το σπέρμα όλων των αντρών της γης, δεν θα μπορούσε να ζωντανέψει εκείνη την κόχη του κορμιού μου απʼ όπου ξεκινάει η ανθρώπινη ζωή… Έχεις αδειάσει όλη τη ζωή σου μέσα μου, μ’ έχεις σπείρει μα ο σπόρος σου δεν πρόκειται ποτέ να πιάσει…].
Μοιάζει, λοιπόν, λες και η αναγέννηση της ζωής έχει καταπαύσει, και της έχει απομείνει μονάχα, η δυνατότητα να ακολουθεί την αναπόφευκτη πορεία της προς τον θάνατο και τον αφανισμό. Και ο θάνατος είναι καθολικός, ατομικός, ψυχολογικός, υπαρξιακός, (…οι πολίτες, μαθημένοι στην εγκράτεια, χαλιναγωγούσαν την απελπισία τους και περιόριζαν σε ιδιωτικούς χώρους τα ξεσπάσματα του πανικού τους, που τους έκανε να ξεσχίζουν την νύχτα τα μαξιλάρια με τα δόντια τους), μα συνάμα και συλλογικός, εθνικός, κρατικός.
Η καταγραφή αυτού του θανάτου είναι γλαφυρή, χειμαρρώδης, σπαρακτική, με γλώσσα ανηλεή, που αποδίδει ωμότατα τους αποκρουστικούς προθανάτιους ρόγχους της «Χώρας», την αποκτήνωση των πολιτών της, την ηθική κατάπτωση, την υπαρξιακή παρακμή, την αηδία που προκαλεί η παραμονή στη «ζωή», ενός οργανισμού σε ολική σήψη, όπου ο θάνατός του θα αποτελέσει λύτρωση για τον ίδιο και δικαίωση για τη ζωή.
Η επιθανάτια αγωνία της «Χώρας» και των πολιτών της, μεταφέρεται άψογα από την Σκηνοθεσία της Αλίκης Στενού και τις ερμηνείες των ηθοποιών (Λίνα Κομνηνού, Συμεών Κωστάκογλου, Δήμητρα Νταντή, Αντώνη Σανιάνο) που βαδίζουν αποφασιστικά επάνω στη σκηνή, κατορθώνοντας να μεταδώσουν την απελπιστική διαβίωση των ανθρώπων στην υπό πολιορκία «Χώρα» τους, με την ένταση της ερμηνείας τους, τις συναισθηματικές τους εξάρσεις, τη στάση, τη μελετημένη κίνησή τους και τη χειμαρρώδη εκφορά του λόγου τους. Το νοηματικό φορτίο του έργου, ενισχύεται και από το εξαιρετικά προσεγμένο, μινιμαλιστικό σκηνικό, και την καταπληκτική -επί σκηνής- ζωντανή μουσική υπόκρουση του Νίκου Τουλιάτου, ο οποίος κατορθώνει, δανειζόμενος όργανα και αντικείμενα από το ίδιο το σκηνικό, να διαμορφώσει ένα ηχητικό περιβάλλον που απογειώνει την παράσταση.
Μια παράσταση εκρηκτική και καθηλωτική, με ερμηνευτές που πάλλονται από ενέργεια ασταμάτητα και κινούνται ορμητικά αδιάκοπα. Μια παράσταση, που φαινομενικά έχει ως κύριο θέμα τον Θάνατο, μα δεν γίνεται ποτέ πένθιμη, ούτε προκαλεί την απόγνωση, γιατί οι επιθανάτιοι σπαραγμοί του Παλιού, αποτελούν ταυτόχρονα, την έναρξη της επώδυνης γέννησης του νέου. Του νέου που δεν θα θυμίζει σε τίποτα το παλιό, […Το όνομα της χώρας άλλαξε. Το νέο δεν θύμιζε σε τίποτα το παλιό...].
[Πάνω από χίλια χρόνια έχει διαρκέσει ο πόλεμος…] Έτσι ξεκινά η αφήγηση, παρουσιάζοντάς μας μια χώρα που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση και πολιορκείται για μια χιλιετία από κάποιο απροσδιόριστο εξωτερικό εχθρό, αφήνοντας αδιευκρίνιστα τα αίτια ή τα ιστορικά δρώμενα που οδήγησαν στην κατάσταση που περιγράφεται, γιατί, απλούστατα, κάθε αναφορά στις επιμέρους «αιτίες» της παρακμής θα ήταν αποπροσανοτιλιστική.
Ο θάνατος της χώρας δεν προκαλείται από κάποιο εξωτερικό παράγοντα (τους επιτιθέμενους βαρβάρους), κάποια ηθική παρέκκλιση ή οικονομική χρεωκοπία, είναι ο ολιστικός θάνατος ενός συγκεκριμένου τύπου συλλογικής οντότητας που προετοιμάστηκε υπομονετικά και προκλήθηκε νομοτελειακά, εξαιτίας της ίδιας της δομής και λειτουργικότητάς της. Είναι το αναπόφευκτο τελικό στάδιο, της συλλογικής ύπαρξης που αποκαλούμε έθνος ή χώρα, μία κατάσταση στην οποία θα περιέλθουν όλες οι χώρες και οι συλλογικές οντότητες που δημιουργήθηκαν ως εθνικά κράτη καπιταλιστικού τύπου.
Όπως σε κάθε θάνατο-γέννηση, σε κάθε πέρασμα προς κάτι ιστορικά ανώτερο, έτσι κι εδώ, η «Χώρα» δεν θνήσκει ησύχως, δεν περνά στην ανυπαρξία αφήνοντας έναν ηδύ αναστεναγμό, αλλά σπαράζει, οδύρεται και κατατρώγει τις σάρκες της για να κρατηθεί στη ζωή. Συνεπώς, η κατάστασή της είναι κυριολεκτικά τραγική, η εσωτερική παρακμή και ο εκφυλισμός έχει φτάσει σε τέτοια σημεία, που ο αφανισμός της «Χώρας» είναι πια προτιμότερος από τη συντήρησή της, και αυτό κάνει τον θάνατό της να μοιάζει τελικά με αυτοχειρία.
Για αυτό, μάλιστα, κανείς από τους πολίτες της δεν είναι διατεθειμένος να υπερασπίσει τη «Χώρα» του, να προστατεύσει την Πατρίδα -που μέχρι τώρα λογιζόταν πιο σημαντική από τα άτομα που την απάρτιζαν-, αλλά αντίθετα προσδοκά την τελική νικηφόρα επίθεση του εχθρού […έναν ολόκληρο λαό εξουθενωμένο κι ανίκανο πια ν’ αντισταθεί στα πιεστικά κελεύσματα μιας ανεξέλεγκτης αλλά συνειδητής περιφρόνησης προς καθετί που συνεργούσε στην επιβίωση του έθνους, πράγμα που έφτανε στα όρια της προμελετημένης πατριδοκτονίας και σήμαινε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η έννοια του έθνους είχε από την στιγμή εκείνη κιόλας χαθεί οριστικά…]
Να υπερασπίσει τι, άλλωστε; Αφού πιά, η ίδια η ζωή έχει χάσει τη ζωτικότητα της. […Την χρονιά εκείνη καμιά γυναίκα δεν έπιασε παιδί. Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, μέχρι που συμπληρώθηκε γενιά χωρίς καμιά καινούργια γενιά να 'ρθει στον κόσμο…]. Ο άνθρωπος έχει απωλέσει την ανθρώπινη υπόστασή του, έχει αλλοτριωθεί και νοσήσει ψυχικά σε τέτοιο βαθμό, που η συνέχεια της επιβίωσής του (στην υπάρχουσα συνθήκη) φαντάζει πράξη που αντιστρατεύεται τη ζωή.
Πλέον, το σώφρον, το ωφέλιμο και το ηθικό, είναι η «Χώρα» να αφανιστεί, και είναι ελαχίστου σημασίας, το αν αυτό που την καταστρέφει είναι ο εξωτερικός εχθρός ή η συστημική σήψη που έχει προκαλέσει γάγγραινα σε ολάκερο το σώμα της κοινωνίας, με αποτέλεσμα, οι άνθρωποι να έχουν αποκτηνωθεί και να ξεσπούν όπου βρουν. […πυρπολισμοί δημόσιων κτηρίων, καταστροφές μνημείων και εθνικών συμβόλων, δολοφονικές επιθέσεις εναντίον προσώπων που οι επιτιθέμενοι τα θεωρούσαν υπεύθυνα για το κακό που τους είχε βρει...]
Η «Χώρα» του Δημητριάδη πεθαίνει, και ο θάνατός της, επιφέρει και τον θάνατο των πολιτών της ή αντίθετα, ο θάνατος των πολιτών, συμβάλει στο θάνατο της χώρας […το αδιέξοδο της χώρας ήταν στις ψυχές των κατοίκων της και η ψυχή των κατοίκων της δεν ήταν παρά το δικό της αδιέξοδο. Γιατί η μετάβαση από τον έναν ιστορικό κύκλο στον άλλον είχε εξαντλήσει και την τελευταία της περιστροφή...].
Το αδιέξοδο της «Χώρας» δεν είναι οικονομικό ή τεχνοκρατικό, δεν προκλήθηκε από έλλειψη φυσικών πόρων ή κακή διαχείριση, είναι αδιέξοδο κοινωνικόπολιτικό, που οδηγεί σε μια αφόρητη ανθρωπολογική κατάσταση. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι καν ο θάνατος μια συγκεκριμένης χώρας ή ενός ορισμένου έθνους, αντίθετα είναι ο επικήδειος μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής, το κλείσιμο ενός ιστορικού κύκλου. Είναι η άρνηση του υπαρκτού και η εξέλιξή του σε κάτι το νέο, όπου η νέα χώρα δεν θα είναι πια η «Χώρα», ο νέος λαός δεν θα είναι έθνος και ο νέος άνθρωπος δεν θα είναι ο κατ’ ευφημισμόν άνθρωπος που γνωρίζουμε σήμερα. Μια ολική ανατροπή του τρόπου οργάνωσης των κοινωνιών, όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα (όπου τα άτομα συγκροτούσαν λαούς, που αποκαλούνταν -υπό προϋποθέσεις- έθνη, τα οποία δημιουργούσαν κρατικές ολότητες, που ονομαζόντουσαν Χώρες, οικοδομημένες επάνω σε εκμεταλλευτικού τύπου συστήματα παραγωγής).
Για να οδηγηθεί, όμως, κάποιος στην αυτοκτονία ή την πατριδοκτονία, πρέπει να έχει φτάσει σε ακραία επίπεδα εξαθλίωσης. Πρέπει η ζωή του να έχει καταστεί αβίωτη, να έχει αποσείσει κάθε πλάνη, ελπίδα, και υπερφυσική προσδοκία. Μόνο τότε, έχοντας φτάσει στα κατάβαθα του ξεπεσμού και στην εσχατιά της απελπισίας, θα αρνηθεί την κατάστασή του και θα βρει την αποφασιστικότητα να την ανατρέψει.
Για να μετεξελιχθεί, όμως, ο λαός σε κάτι άλλο, που θα οδηγήσει στην δημιουργία μιας άλλης «Χώρας», που θα πραγματώσει μια νέα ανθρώπινη κατάσταση, θα πρέπει το υπάρχον να πεθάνει αμετάκλητα και το νέο να αποτελεί άρνηση και υπέρβαση της προηγούμενης συνθήκη, που όριζε την ύπαρξη του ανθρώπου στο παρελθόν([…Το όνομα της χώρας άλλαξε. Το νέο δεν θύμιζε σε τίποτα το παλιό...]).
Κων/νος Λίχνος