Τα τελευταία χρόνια κουραζόταν εύκολα στο μάζεμα της ελιάς. Το κατσώνι δεν υπάκουε πλέον πρόθυμα στα κελεύσματά του. Το χάραμα, αντί να τον βρίσκει στο δρόμο για το Μούσκοβο, καβάλα στον Ντορή, όπως παλιά, τον έβρισκε στο τζάκι, να πυρώνεται και να γκρινιάζει με τη Βασίλω, τη γριά του, τάχα γιατί είχε αργήσει να του ψήσει τον καφέ. Εκείνη τον συγχωρούσε. Είχε υπομονή. Μια ζωή υποχωρούσε. Είχε μάθει να τον καταφέρνει με τον τρόπο της, όχι με συγκρούσεις και εκνευρισμούς.
Αλλά και στο χωράφι πετούσε τη σκούφια του για χασομέρι. Τη Βασίλω δεν την πρόφταινε στη δουλειά. Μέχρι να ραβδίσει αυτός τις κορφές και τους αϊτούς και να κόψει δυο-τρία παραφορτωμένα κλαριά, εκείνη είχε ξεφυλλίσει, είχε αδειάσει τα λιόπανα και είχε σχεδόν στρώσει την επόμενη ρίζα. Από μικρή στο χωράφι. Όταν πέθανε ο πατέρας της κι απόμεινε ορφανή με τις αδερφές της, ήταν δεν ήταν πέντε χρονώ. Ύστερα έχασαν και τη μάνα τους. Έτσι το χωράφι έγινε το σπίτι της. Αυτό τη μεγάλωσε, αυτό τη ζούσε.
-Σιγά! βρε Βασίλω, της φώναζε. Θα ξεμεσιαστείς κακομοίρα! Τάχα ότι νοιαζόταν για κείνη, ενώ στην πραγματικότητα ήταν η ενοχή του, που δεν άντεχε στο ρυθμό της.
Δυο φορές την ώρα θα πήγαινε προς νερού του και τρεις φορές ως το βράδυ προς χοντρού του, ότι κάτι τον πείραξε, δήθεν.
-Το κατούρημα και το χέσιμο δεν σπρώχνουν τη μέρα, Θανάση, του φώναζε εκείνη, όταν τον έβλεπε να παρατάει την ελιά και να κρύβεται πίσω από τους θάμνους.
Μέσα του καταριόταν που ’χε κόψει το κάπνισμα. Έτσι δεν μπορούσε να πάρει μιαν ακόμα ανάσα, με τη δικαιολογία ενός τσιγάρου. Το μεσημέρι, στο διάλειμμα του φαγητού, καθυστερούσε όσο γινόταν περισσότερο, ενώ το βράδυ, μόλις ο ήλιος έπαιρνε τον κατήφορο για τη θάλασσα, άρχιζε τη μουρμούρα:
-Μη στρώνεις άλλη ρίζα, μωρή. Πότε θα τις σακιάσουμε, πότε θα τις πάω στο εργοστάσιο; Θα νυχτώσουμε! της φώναζε. Να πάω και στον καφενέ μια βόλτα, συμπλήρωνε ψιθυριστά.
Τη ζήλευε και λίγο. Η Βασίλω δεν ήξερε από ξεκούραση. Αχάραγο ξυπνούσε, άναβε τη φωτιά, ετοίμαζε τα πράγματα που θα ’παιρναν στο χτήμα, τάιζε τις κότες και τη γίδα κι όταν σηκωνόταν ο αφέντης της, του τα ’χε όλα έτοιμα και τον καφέ ψημένο. Και τι καφέ! Σκέτο βαρύ σε μισό φλιτζάνι. Τρόμαξε να της τον μάθει τα πρώτα χρόνια.
-Εγώ πίνω καφέ, όχι νερόπλυμα, της φώναζε. «Σκέτο βαρύ, μισό φλιτζάνι. Να πατάει βόιδι και να μη βουλιάζει», απάγγελνε, καμαρώνοντας, το δίστιχο που είχε σκαρώσει.
Άκουγε και τη γκρίνια του από πάνω. Αλλά τον είχε μάθει. Δεν του κρατούσε κακία. Του δούλευε σα σκυλί. Στο χωράφι, μέχρι εκείνος να δέσει τον Ντορή, εκείνη είχε απλώσει τα λιόπανα, είχε στρώσει για το σάκιασμα και με την τέμπλα στο χέρι είχε αρχίσει τη δουλειά. Όλη την ημέρα ούτε προς νερού της ούτε προς χοντρού της πήγαινε. Και το απόβραδο, στο σάκιασμα και στο φόρτωμα του Ντορή, βοηθούσε σαν άντρας. Αλλά μήπως το βράδυ, στο σπίτι, ξεκουραζόταν. Όσο εκείνος να πάει και να ’ρθει από το εργοστάσιο, είχε αρμέξει τη γίδα, είχε μαζέψει τ’ αυγά, είχε μαγειρέψει για την επόμενη μέρα και την έβρισκε να μπαλώνει τις κάλτσες του και το παλιοπαντέλονο που φορούσε στο χτήμα.
-Μπράβο μωρή Βασίλω! Σκέφτηκε φωναχτά καθώς περπατούσε πίσω από το φορτωμένο Ντορή, στο δρόμο για το εργοστάσιο του συνεταιρισμού.
Το μυαλό του ξαναγύρισε στα νιάτα του. Την εποχή που την είχε ζητήσει από τη γιαγιά της. Είχε τις αντιρρήσεις του, τότε. Βλέπεις, ήταν λίγο μεγαλύτερή του, ήταν και φτωχιά. Μα ήταν ζυμωμένη στη δουλειά. Από μικρή σε ξένα σπίτια και χωράφια.
-Να συγχωράει ο Θεός τη θεια-Αντιγόνη τη μακαρίτισσα, μονολόγησε ψιθυριστά. Χωρίς την επιμονή της, δεν θα σ’ έπαιρνα. Αλλά χαλάλι! Μου στάθηκες καλά.
Ο Ντορής άκουγε παραξενεμένος το μονόλογο του αφεντικού του. Όμως δεν είχε καιρό να δώσει προσοχή. Έτσι όπως ήταν φορτωμένος με δυο παραγεμισμένα σακιά ελιές, το μόνο που νοιαζόταν ήταν να φτάσει μιαν ώρα αρχύτερα στο λιοτρίβι, για ν’ αλαφρώσει. Όλη την ημέρα είχε καλοχορτάσει από το πλούσιο τριφύλλι που φύτρωνε στο λαγκάδι του Μούσκοβου -ήταν άλλωστε Δεκέμβρης. Αλλά τα πόδια του ήταν παγωμένα από την υγρασία. Ευτυχώς τώρα είχε ανεβεί μια-δυο λούρες προσηλιακές και είχε γλυτώσει από αυτό το βάσανο. Το άλλο όμως -το φορτίο με τις ελιές- τον τυραννούσε ακόμα. Κάποια στιγμή, μετά τη λαχίδα του Τζανέτου, φάνηκε από μακριά το φως στο προαύλιο του εργοστάσιου.
-Άιντε, Ντορή, κουράγιο, του φώναξε ο μπάρμπα-Θανάσης και του ’δωσε ένα σκαμπίλι στα καπούλια.
Στο συνεταιρισμό βρήκαν πολλή κίνηση. Πλησίαζαν οι γιορτές και όλοι είχαν στριμωχτεί να τελειώσουν το μάζεμα. Τα αγροτικά αυτοκίνητα περίμεναν στην ουρά για να ζυγίσουν τον καρπό. Ο μπάρμπα-Θανάσης ήταν από τους λίγους που είχε κουβαλήσει τις ελιές με μουλάρι. Κατάλαβε ότι θ’ αργήσει. Άθελά του θυμήθηκε τη σούστα του.
-Να ’την είχαμε τώρα, Ντορή, είπε προς το ζώο, σα να μπορούσε να τον καταλάβει.
-Θα τη φορτώναμε δυο φορές την εβδομάδα και δεν θα ’ρχόμαστε κάθε μέρα ποδαρόδρομο, όπως τώρα.
Φυσικά ο μπάρμπα-Θανάσης εννοούσε ότι θα ξεκουραζόταν ο ίδιος και όχι το ζώο, το οποίο αν μπορούσε ν’ απαντήσει θα του ’λεγε πως του ήταν αδιάφορο αν θα τον φόρτωνε στο σαμάρι ή αν θα έσερνε τη φορτωμένη σούστα.
-ο-ο-ο-
Μάρτης του ’43. Καταμεσής της Κατοχής. Ένα κρύο απόβραδο η σούστα κατεβαίνει την Τσακώνα σιγά-σιγά. Στα γκέμια ο μπάρμπα-Θανάσης. Βάζει όλη του τη δύναμη να συγκρατήσει το ζώο, να μη τους παρασύρει και τους δυο η κατηφόρα. Είναι παραφορτωμένος και το ξέρει. Έχει πουλήσει λάδι στη Μεγαλόπολη και στην Τρίπολη και φέρνει πορτοκάλια και μήλα. Δύσκολο και μακρύ το αγώι. Το μακρύτερο που έχει τολμήσει. Ένα σωρό αναποδιές τον δυσκόλεψαν. Χιόνι στην Τρίπολη, ομίχλη στον κάμπο της Μεγαλόπολης. Μάρτης, γδάρτης, που λένε. Και σα να μη φτάνανε όλα τ’ άλλα, τον σταμάτησε κι ένα γερμανικό μπλόκο στο Δερβένι. Του άδειασαν την καρότσα ψάχνοντας για όπλα και ασυρμάτους και αφού καλοχόρτασαν, τον άφησαν μόνο να ξαναφορτώσει. Αφού τη γλύτωσε, πάλι ευχαριστημένος είναι.
Αλλά ας είναι. Τούτο το δρομολόγιο πήγε καλά. Πούλησε όλο το λάδι και ας ήταν χαμολογίσιο. Οι Μεγαλοπολίτες το ψώνισαν χωρίς γκρίνιες. Ενώ την προηγούμενη φορά, που ’χε φέρει παρθένο, αγουρόλαδο, δεν το παίρνανε. Άμαθοι στο καλό λάδι, σ’ άλλους μύριζε, σ’ άλλους έκαιγε το στόμα. Ίδρωσε να το δώσει.
Αυτές οι σκέψεις του δίνουν κουράγιο. Σε λίγο τα βάσανά του τελειώνουν. Άλλη μια στροφή και η κατηφοριά σταματά. Και μετά, ένα τσιγάρο δρόμος και θα φτάσει στο χάνι της Αλλαγής. Εκεί θα ’χει την ευκαιρία να ξεκουραστεί. Θα πλυθεί και θα κοιμηθεί σαν άνθρωπος. Θα φάει ζεστό φαγί, θα πιει και κανένα ποτηράκι. Μπορεί να ’χει ξεπέσει κι η Μαριγώ, η χήρα απ’ το Ζευγολατιό με τα χοντρά καπούλια, να τον ξαλαφρώσει λίγο.
-Σχώρα με, βρε Βασίλω, μονολογάει. Λείπω κοντά τρεις βδομάδες και θα κάνω άλλες τόσες να γυρίσω στη Μαντίνεια. Άντρας είμαι, δεν αντέχω άλλο, θα σκάσω.
-ο-ο-ο-
-Αϊ, μπάρμπα-Θανάση. Τον σκουντήξανε στον ώμο.
-Αποκοιμήθηκες; Θα παγώσεις κακομοίρη. Φέρ’ το μουλάρι να ζυγίσουμε.
Σηκώθηκε σιγά-σιγά βογκώντας. Ένα θλιμμένο χαμόγελο είχε παγώσει στα χείλια του στη θύμηση της νιότης του. Έτριψε τον πιασμένο σβέρκο του κι έλυσε τον Ντορή, που ’χε πιάσει γνωριμίες μ’ ένα-δυο άλλα υποζύγια κι έλεγαν τον πόνο τους. Καθώς του ’δωσε μια στα πισωκάπουλα για να ξεκινήσει, αχνογέλασε. Στο νου του ξαναγύρισε η εικόνα της χήρας από το Ζευγολατιό.
-Θιός σχωρέσ’ την, μουρμούρισε. Πήγε απ’ την κακιά αρρώστια αλλά πρόλαβε να εξυπηρετήσει πολύν κόσμο.
Ζύγισε τα σακιά και πήγε στα γραφεία να βρει το γραμματέα. Ήθελε να τον δει να σημειώνει τα ζύγια. Το μολύβι κλέβει εύκολα κι οι γραμματιζούμενοι δεν το ’χουνε δύσκολο να του φάνε τους κόπους ολόκληρης μέρας.
-Πόσα έχω, Νικήτα;
-Με τα σημερινά είκοσι δύο, μπάρμπα-Θανάση, αλλά φέτο δε βγάνουν λάδι τα λαγκάδια. Οι προχτεσινές σου βγάλανε σαράντα οχτώ. Για να δούμε αυτές.
-Καλά Νικήτα, καληνύχτα.
-Καληνύχτα.
Καβάλησε τον Ντορή και πήρε το δρόμο για το σπίτι.
-Τ’ άκουσες Ντορή; Σαράντα οχτώ στο γέναμα φέτο. Κάθε πέρσι και καλύτερα. Και μετά σου λέει σύγχρονο, φυγοκεντρικό εργοστάσιο. Βάλαμε και χρέος. Αλλά πώς θα φάνε; Νομίζουν ότι δεν καταλαβαίνουμε. Αγράμματοι είμαστε, όχι όμως και χαζοί. Ας ήμουνα δέκα χρόνια πιο νέος και θα τους έδειχνα εγώ. Ε, Ντορή;
Αλλά ο Ντορής αλλού είχε το μυαλό του. Πώς να φτάσει γρήγορα στο σπίτι και στο παχνί του. Και καταριόταν εκείνον που είχε εκνευρίσει το αφεντικό του, με αποτέλεσμα να ξεσπά κλωτσώντας τον στα πλευρά του.
Βρήκε τη Βασίλω να πλένει τα εσώρουχά του. Σ’ όλη της τη ζωή έπλενε ξένα ρούχα αυτή η γυναίκα. Από την κοιλιά της μάνας της ακόμα.
-Θανάση, ήρθες; του φώναξε. Πήρε ο Γιάννης από την Αθήνα. Θα ’ρθούνε τις γιορτές. Μάλλον τ’ Άγιο-Βασιλιού.
Χάρηκε μέσα του. Θα ζωντάνευε πάλι το σπίτι για μερικές μέρες με τον ερχομό της φαμελιάς του γιου του. Μονάκριβο τον είχε και του ’χε φύγει από τα δεκαοχτώ του. Μόνο για διακοπές ερχόταν. Το χωριό δεν τον κράτησε. Ονειρευόταν τη μεγάλη πόλη. Δεν τους ξεχνούσε, δεν παραπονιόταν γι’ αυτό. Όμως τη μοναξιά δεν την μπορούσε τώρα στα γεράματα. Καλή η Βασίλω, καλό το καφενείο, αλλά με το Θανασάκη, τον εγγονό του, γινόταν άλλος άνθρωπος. «Από δω ο γνήσιος Αθανάσιος Κοντέας του Ιωάννη», τον σύστηνε με καμάρι.
-Κοίτα να ζυμώσεις κανένα χριστόψωμο, φώναξε στη γυναίκα του. Για το Θανασάκη, θυμάσαι πέρσι πόσο του άρεσε;
-Ε, κι ας σταματήσουμε το ράβδο αυτή την εβδομάδα, συνέχισε. Να ετοιμαστούμε να υποδεχτούμε τα παιδιά. Να πάμε κι αύριο και μετά τέρμα. Να τις αφήσουμε για μετά τις γιορτές. Να ξεκουραστούμε κιόλας, βρε αδερφέ!
Τα τελευταία λόγια τα είπε πιο σιγά, γιατί είδε τη Βασίλω να χαμογελάει κάτω από τα γεροντίστικα μουστάκια της.
-Ετοίμασέ μου να φάω τώρα, της είπε απότομα κάνοντας τον άγριο.
-Ή, μάλλον, άσε καλύτερα. Πάω να βρω το Σταύρο στο καφενείο, να παίξουμε καμιά πρέφα και τρώω αργότερα.
Βγήκε γρήγορα για να μην πάρει απάντηση. Όπως κατέβαινε τη σκάλα, άκουσε τη Βασίλω να γκρινιάζει. Του έλεγε κάτι για τις ελιές, να μη διακόψουν ακόμα ή κάτι τέτοιο. Αλλά είχε φτάσει πια στο δρόμο και η φωνή της χάθηκε στο σφύριγμα του βοριά.
Θοδωρής Μπελίτσος (1990)
«Ιθώμη» Καλαμάτας 33-34 (Ιούλιος 1992) σσ. 96-98.
Από το βιβλίο «Κυνηγός ονείρων» (2014).
*Πίνακας: Vincent van Gogh “An Old Man Putting Dry Rice on the Hearth”, 1881 (από τη Βικιπαίδεια).
https://belitsosquarks.blogspot.com/
,