ΑΛ.ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ "ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ"
ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
- Κάλαντα Αν. Θράκης
"΄Πόψε Χριστός γεννήθηκε κι ο κόσμος δεν το νιώθει
κι ο κόσμος και τα οικούμενα κι ο βασιλιάς Ηρώδης
Κι εκεί που ακούμπησε ο Χριστός, χρυσό δεντράκι βγήκε
Χρυσό δεντρί, χρυσό κλωνί, χρυσό μαργαριτάρι
Το δέντρο ήταν ο Χριστός, τα κλώνια οι αποστόλοι
Και τα γαρουφαλλάκια του ήταν οι προφητάδες
Που προφητούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη.
Κι εμείς Χριστόν εψάλλαμε, Χριστός να μας φυλάει
Όσ’ άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα τα δεντράκια
Τόσα καλά να δωσ’ η Θιός σ’ αυτό το νοικοκύρη"
- Κάλαντα Πόντου
Χριστός γεννέθεν χαρά σον κόσμον
Χα καλήν ωράν καλήν ημέραν
Χα καλόν παιδίν οψέ εγεννέθεν.
Οψέ εγεννέθεν ουράνος άθεν
τον εγέννεσεν η Παναγία
τον ανέστεσεν Αϊ Παρθένος.
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
εκατήβεν σο σταυροδρόμι
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Ερπαξάν ατόν χίλοι Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μυρ Εβραίοι.
Ας α τέρμητα και ας ην καρδίαν
αίμαν έσταξεν χολή κι εφάνθεν
αίμαν έσταξεν και μύρος έτον
μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστενατο ο κόσμος όλον
για μυρίστετο και συ αφέντα
συ αφέντα καλέμ αφέντα.
Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρε
και θυμίζνε τον νοικοκύρην
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δέβα σο ταρέζ και έλα σην πόρταν
δώσ’ μας ούγας και λεφτοκάρε
κι αν ανοίγμας χαράν σην πόρταν.
- Κάλαντα Θράκης
Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο,
χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια.
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες,
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.
Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε,
τους αρχαγγέλους , τους ιεράρχες.
-Σεις αρχαγγέλοι και ιεράρχες,
στη Σμύρνη πηγαίν΄τε , μαμμές να φέρ΄τε.
Άγια Μαρίνα, άγια Κατερίνα,
στη Σμύρνη πάνε , μαμμές να φέρουν.
Όσο να πάνε κι όσο να έρθουν,
η Παναγιά μας ηληυτηρώθη.
Στην κούνια τό ΄βαλαν και το κουνούσαν,
και το κουνούσαν , το τραγουδούσαν.
Σαν ήλιος λάμπει ,σα νιο φεγγάρι,
σα νιο φεγγάρι, το παλληκάρι.
Φέγγει σε τούτον το νοικοκύρη,
με τα καλά του, με τα παιδιά του,
με την καλή τη νοικοκυρά του...
- Κάλαντα Πελοποννήσου
Χριστούγεννα , Πρωτούγεννα , πρώτη γιορτή του χρόνου,
για βγάτε , δέτε , μάθετε , πως ο Χριστός γεννάται .
Γεννάται κι αναθρέφεται με μέλι και με γάλα ,
το μέλι τρων οι άρχοντες , το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο να νίβοντ' οι κυράδες!
Κυρά ψηλή ,κυρά λιγνή , κυρά γαϊτανοφρύδα ,
κυρά μου οτάν στολίζεσαι να πας στην εκκλησιά σου ,
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη
και τον καθάριο αυγερινό τον βάζεις δακτυλίδι .
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε,
παρά σας αγαπούσαμε κι ηρθαμε να σας δούμε !
Δώστε μας και τον κόκκορα , δώστε μας και την κότα !
Δώστε μας και πέντ' έξι αυγά , να πάμε σ΄ άλλη πόρτα!
Ελάτε εδώ γειτόνισσες
Και εσείς γειτονοπούλες,
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν΄ αλλάξουμε.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
Ελάτε όλες σας εδώ.
Να πάμε να γυρίσουμε
Και βάγια να σκορπίσουμε .
Να βρούμε και την Παναγιά
οπού μας φέρνει τη χαρά.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.
Κοιμάται στα τριαντάφυλλα,
γεννιέται μες στα λούλουδα.
Γεννιέται μες στα λούλουδα ,
κοιμάται στα τριαντάφυλλα.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν΄ αλλάξουμε.
- Βυζαντινά Κάλαντα Δωδεκανήσου
«Αυτή είναι η ημέρα, όπου ήρθ’ ο λυτρωτής,
από Μαριάμ μητέρα, εκ παρθένου γεννηθείς.
ναρχος, αρχήν λαμβάνει και σαρκούται ο Θεός,
Ο Αγέννητος γεννάται εις την φάτνην ταπεινός.
γγελοι το νέον λέγουν εις ποιμένας και βοσκούς,
Ο αστήρ το θαύμα δείχνει εις τους μάγους και σοφούς.
Όσοι έχετε στα ξένα, να δεχθείτε με καλό
και του χρόνου με υγεία το Θεό παρακαλώ.
Επειδή και πλησιάζει ο πλανήτης της αυγής
Σας ευχόμαστε υγεία και να είστε ευτυχείς»
- Κάλαντα Κύπρου
«Καλήν εσπέραν θα σας πω κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικόν σας
Χριστός γεννιέται σήμερον στην Βηθλεέμ την πόλην,
Οι ουρανοί αγάλλονται, μαζί κι η φύσις όλη
Γεννιέται μες στο σπήλαιον, στην φάτνην των αλόγων
Ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων
Αγγέλοι εις τον ουρανόν ψάλουν τον εν υψίστοις
Και κάτω φανερώνεται η των ποιμένων πίστις
Έναν αστέριν λαμπερόν τους οδηγεί στην χώραν
Όταν εφτάσασι κι οι τρεις, με πόθον ερωτόυσιν
Που εγεννήθη ο Χριστός, να παν να τόνε βρούσιν…»
-Κάλαντα Κέρκυρας
«Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ιορισμός σας
Χριστού τη Θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας:
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βυθλεέμ τη πόλει,
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρετ΄η φύσις όλη
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων
Ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων…
Χρόνια πολλά ευχόμαστε στην οικογένειά σας,
Και του Χριστού η γέννησις να ΄ναι βοήθειά σας»
Σήμερα οι μάγοι έρχονται στη χώρα του Ηρώδη
και ο Ηρώδης ταραχθείς έγινε θηριώδης.
Κράζει τους μάγους και ρωτά: «Μάγοι, πού θε να πάτε».
Εις Βηθλεέμ το σπήλαιο την πόλη την αγία
Που εκεί γεννάει το Χριστό η Δέσποινα Μαρία.
- Κάλαντα Κρήτης
«Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννιέται σήμερον εν Βυθλεέμ την πόλη,
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρετ’ η φύσις όλη,
Κυρά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
Απού τον έχεις τον υγιό, τον μοσχοκανακάρη.
Λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σκολειό τον πέμπεις
Κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ’ ένα χρυσό βεργάλι
Και η κυρά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.
Είπαμε δα για την κερά, ας πούμε για τη Βάγια.
ψε Βαγίτσα το κερί, άψε και το λυχνάρι
Και κάτσε και ντουχιούντηζε ήντα θα μας εβγάλεις
Γι απάκι, για λουκάνικο, για χοιρινό κομμάτι
Κι από τον πύρο ου βουτσού να πιούμε μια γιομάτη
Κι από την μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι
Κι από το πιθαράκι σου ένα κουρούπι λάδι
Κι αν είναι κι απκροπλιάτερο, βαστούμε και τα’ ασκάκι
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα
Και φέρε και γλυκό κρασί να πιούν τα παλληκάρια
Κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα,
Ανοίξετε την πόρτα σας, να πούμε καλησπέρα
Κι ακόμα δεν τον ηύρηκες τον μάνταλο ν’ ανοίξεις
Να μας κεράσεις μια ρακή κι ύστερα ν’ ασφαλίξεις….»
- Κάλαντα Ξάνθης
«Χριστούγεννα, Πρωτούγιννα, τώρα Χριστός γιννιέτι
γιννιέτι κι βαφτίζιτι στους ουρανούς απάνου
όλοι οι αγγέλοι χαίρουντι κι όλοι δοξολογιούντι
κι τα δαιμόνια σκάζουνι, τα σίδερα ταράζουν
Σι τούτ΄ το σπίτι που ΄ρθαμι, μι μάρμαρου στρωμένου,
Εδώ ‘χουν κόρη για παντρειά, κόρη για αρρεβώνα
Της τάζουν τιο του βασιλιά, της τάζουν γιο του ρήγα
Δεν θέλει γιο του βασιλιά, δεν θέλει γιο του ρήγα
Μον θέλει τα’ αρχοντόπουλο, που πιρπατεί καβάλα
Σι τούτ’ το σπίτι που ΄ρθαμι πέτρα να μην ραγίσει
Κι ου νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει»
«Καλημέρα, καλημέρα και πάντα καλημέρα
να τον καλημερήσουμε αυτόν τον νιον αφέντη
αφέντη μου πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη
πέντε βαστούν το μαύρο σου κι οχτώ το σαλιβάρι
και δέκα σε παρακαλούν αφέντη καβαλλάρη
εδώ σε τούτες τις αυλές τις μαρμαροστρωμένες
κοιμάται κύμα το φλουρί και κύμα το λογάρι
και στον αφρό του λογαριού κοιμάται νιος αφέντης.
Τονε ξυπνήσω με νερό φοβούμαι μην κρυώσει
Τονε ξυπνήσω με κρασί φοβούμαι μη μεθύσει
Εσένα πρέπει αφέντη μου στα πεύκα να κοιμάσαι,
Με βελουδένιο πάπλωμα να μην κρυολογάσαι
Και πάλι ξαναπρέπει σου καρέκλα καρυδένια
Για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια
Και πάλι ξαναπρέπει σου στις λίρες να καθίζεις
Με το ΄να χέρι να μετράς, με τα’ άλλο να δανείζεις
Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,
Δώστε μας και δυο τρεις κλωτσιές να φύγομ’ απ’ την πόρτα.»
Τα φυτά ΓΚΥ και ΟΥ στη Λαογραφία
ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Το «μοιρολόγι της φώκιας» και τα πάθη από τον κορωνοϊό (Τα πάθια και οι καημοί του κόσμου)"
α. «Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε
ποια είναι η τελευταία».(Ελύτης)
β.«Δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο».(Σολωμός)
Σε καθημερινό επίπεδο τείνει να γίνει συνήθεια η απογευματινή ενημέρωση από τους υπεύθυνους του Εθνικού Οργανισμού Υγείας (Ε.Ο.Δ.Υ.). Σε ανακοινώσεις του τύπου «Βαρύ και σήμερα το ιικό φορτίο με 6.393 κρούσματα, 43 θανάτους και 459 διασωληνωμένους…»άλλοτε ως ακροατές κι άλλοτε ως αναγνώστες αντιδρούμε με μία περίεργη αμφιθυμία. Μία αμφιθυμία που άλλοτε εμπεριέχει συναισθήματα αγωνίας, φόβου και ανασφάλειας για το αύριο κι άλλοτε μία απάθεια του τύπου «αυτό είναι αναμενόμενο, αφού δεν βρέθηκε ακόμη το κατάλληλο φάρμακο».
Η λεπτομερής περιγραφή από τα Μ.Μ.Ε. του αριθμού και του τρόπου θανάτου των θυμάτων του κορωνοϊού προκαλεί έντονο προβληματισμό τόσο για την επιβίωσή μας – που δεν είναι καθόλου δεδομένη – όσο και για τη φύση της ανθρώπινης μοίρας. Άλλοι τρομάζουν με τους αριθμούς ανθρώπων που καθημερινά χάνονται από τον κορωνοϊό κι άλλοι μακαρίζουν τον εαυτό τους που ακόμη ζουν. Δεν λείπουν, βέβαια, κι εκείνοι που αφορμώμενοι από την φονική επέλαση του covid 19 φιλοσοφούν πάνω στο ευμετάβλητο της ανθρώπινης ύπαρξης και στο αβέβαιο της ζωής.
Η ψυχρή φωνή του εκφωνητή της ανακοίνωσης των θανάτων – σε αντίθεση με το δάκρυ του Σ. Τσιόρδα των πρώτων ημερών – υπόρρητα δημιουργεί ένα κλίμα συμβιβασμού με την σκληρή πραγματικότητα που επιβάλλει η δύναμη του κορωνοϊού. Και η σκληρή πραγματικότητα είναι το εφήμερον της ανθρώπινης ύπαρξης και η άνιση μάχη μεταξύ Ζωής και Θανάτου.
Ωστόσο η καθημερινή θανατολογία ή θανατογραφία νομοτελειακά μάς οδηγεί σε διαπιστώσεις για το εύθραυστον και την τραγικότητα της ανθρώπινης ζωής που μόνιμα είναι εκτεθειμένη σε ένα αόρατο και απροσδιόριστο πλέγμα κινδύνων και παθών. Αυτό το πλέγμα της αβεβαιότητας και τα ατέλειωτα πάθη του ανθρώπου κεντρίζουν καθημερινά τις ανασφάλειές μας και ανακαλούν στη μνήμη μας το «μοιρολόγι της φώκιας» που συνιστά την πιο μεγάλη και διαχρονική αλήθεια δοσμένη με τον πιο απλό και λυρικό τρόπο.
«Σα να ‘χαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθια και οι καημοί του κόσμου»
Ο θάνατος ως φυσική αναγκαιότητα
Η παραπάνω φιλοσοφική τοποθέτηση του Παπαδιαμάντη με την επικουρία ενός ποιητικού ευρήματος – της φώκιας – καταγράφει με περισσή ενάργεια την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας γενικεύοντας μία ειδική περίπτωση (θάνατος – πνιγμός της Ακριβούλας).
Στο διήγημα«Το μοιρολόγι της φώκιας» ο συγγραφέας σκιαγραφεί ένα τοπίο – μοτίβο θανάτου που ωστόσο συμπλέει με ένα ανάλογο μοτίβο ζωής. Θάνατος και Ζωή, λύπη και χαρά, απελπισία και ελπίδα, πόνος και λύτρωση συνυπάρχουν, συγκρούονται, συμπλέκονται και τελικά οδηγούν σε μία εύθραυστη ισορροπία – αρμονία που αποτελεί και τον απόλυτο συμπαντικό νόμο. Ο Ηράκλειτος τον νόμο αυτόν τον απέδωσε με τη γνωστή του θεωρία: Η παλίντονος αρμονία.
Το μοιρολόγι της φώκιας είναι ένα διαχρονικό και πικρό τραγούδι για την ανθρώπινη ζωή. Μέσα από αυτό αναδύονται αλήθειες που επικυρώνει η πραγματικότητα και που είναι δύσκολο να τις παραβλέψουμε. Δεν ζούμε χρόνια παρά μόνο στιγμές… Τα «πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου» δεν πρόκειται να σταματήσουν όσο θα υπάρχει άνθρωπος.
Ο θάνατος στο διήγημα του Παπαδιαμάντη συνιστά μία φυσική αναγκαιότητα. Η μη αποδοχή αυτής της αναγκαιότητας θα παρέπεμπε σε μία ρομαντική ανταρσία ατελέσφορη. Η κοσμική τάξη δεν ανατρέπεται με την ασύγγνωστη εθελοτυφλία του ανθρώπινου ναρκισσισμού. Το γεγονός του θανάτου, ως σκληρή άρνηση και ακύρωση της ζωής, σκοτεινός και ανερμήνευτος, δεν βιώνεται ούτε και εξηγείται με τους κωδικούς της κοινής ανθρώπινης λογικής. Ο θάνατος συνιστά μία αταξία και πηγή εντροπίας.
Κριτική και μία έμμεση αμφισβήτηση της εξουσίας του θανάτου μόνον ο Καζαντζάκης τόλμησε με το παροιμιώδες:
«Απάνω στην κοπριά του κόσμου ετούτου κάθεται ο νους μου, σαν τον Ιώβ, και φωνάζει: Είναι άδικο, άδικο, δεν το δέχομαι».
Πολλοί αναγνώστες του διηγήματος «Το μοιρολόγι της φώκιας» διαβλέπουν μια απαισιόδοξη θεώρηση της ζωής, μία άμετρη μοιρολατρία και θανατολογία του Παπαδιαμάντη. Ωστόσο ο συγγραφέας περισσότερο διαπιστώνει και λιγότερο θρηνολογεί. Κι αυτό γιατί η ανθρώπινη ζωή συντίθεται από ένα πλήθος παθημάτων και πόνων – δυστυχιών. Είναι αυτά που τη νοηματοδοτούν σε μια προοπτική χρόνου. Ο Παπαδιαμάντης τονίζει με έναν ρεαλιστικό τρόπο μία σκληρή πραγματικότητα που φαίνεται να συνοδεύει τον άνθρωπο μετά την έξοδο - εκδίωξή του από τον παράδεισο.
Ο τρόπος που καταγράφει αυτήν την πραγματικότητα δεν συνιστά κατ’ ανάγκην και μία απαισιόδοξη αποτίμηση της ζωής ή ένα κάλεσμα για παραίτηση και μοιρολατρία. Είναι μία βιοθεωρία, μία αντίληψη για το περιεχόμενο της ζωής, την πορεία του ανθρώπου και την απόλυτη κυριαρχία του κακού, του θανάτου, της λύπης και της δυστυχίας δίπλα στην επιθυμία και προσπάθεια του ανθρώπου να επιβιώσει – ζήσει. Κάπου και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης διερωτάται για το άδικο του θανάτου:
«Αλλά τώρα θα είπωσι: πού το δίκαιον; Και δεν είναι όλα τυφλή ειρμαμένη; Και κατά τι είχε πταίσει η κόρη δια να τιμωρηθεί τόσον σκληρώς;».
Η δύναμη της ζωής
Παρόλα αυτά η ζωή στο διήγημα έχει τη δική της δύναμη και δυναμική που αισθητοποιείται μέσα από το λεκτικό εφεύρημα του πεζογράφου «Εξηκολούθει…». Όσο κι αν η ζωή σύμφωνα και με τη διαπίστωση του Καζαντζάκη «Ερχόμαστε από μία σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μία σκοτεινή άβυσσο, το φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή» είναι βραχύχρονη, δεν παύει να αποτελεί «μέγα καλό και πρώτο».
Ο Παπαδιαμάντης με έναν αξιωματικό κι απόλυτο τρόπο δηλώνει πως μπορεί ο θάνατος να κυριαρχεί, ωστόσο η ζωή συνεχίζεται… Μέσα σε ένα οδοιπορικό και τοπίο θανάτου με βάσανα, αδιέξοδα, παγιδεύσεις και λύπες η ζωή αντιστέκεται και διεκδικεί τα «δικαιώματά» της στο κοσμικό σύμπαν. Η επανάληψη του «εξηκολούθει» αυτό υπονοεί. Την αέναη προσπάθεια της ζωής ενάντια στο πεπρωμένο…
«Κι εξηκολούθει τον δρόμον της (η γριά Λούκαινα). Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολνταντζάρη… Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του…»
Η επανάληψη του «εξηκολούθει» συνιστά την άλλη νομοτέλεια που αποτελεί και το κυρίαρχο στοιχείο της ζωής. Η πίστη στη ζωή είναι και η δύναμή της. Αυτό το διδάσκει και η ίδια η φύση που αντιπαλεύει με όλες τις δυνάμεις χωρίς να «φοβάται».
«Βίος βίου δεόμενος ουκ έστω βίος»
(Η ζωή που φοβάται τη ζωή δεν είναι ζωή, Μένανδρος)
Από https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/