Ωγκύστ Ροντέν -Auguste Rodin ( 12 Νοεμβρίου 1840 - 17 Νοεμβρίου 1917 )

 

Rodin observing work on the monument to Victor Hugo at the studio of his assistant Henri Lebossé in 1896

Ο Φρανσουά Ωγκύστ Ρενέ Ροντέν (François-Auguste-René Rodin, 12 Νοεμβρίου 1840 - 17 Νοεμβρίου 1917) ήταν Γάλλος γλύπτης, που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη γλυπτική του 20ού αιώνα με τα έργα του. Αρνήθηκε να αγνοήσει τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις περιέγραψε όσο καλύτερα μπόρεσε στην τέχνη του, με ρεαλισμό και δύναμη. Περιέγραψε επίσης και την ερωτική αδυναμία, με πάθος κι ομορφιά.
Γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου του 1840 στο Παρίσι, δεύτερος γιος του Ζαν Μπατίστ Ροντέν (Jean-Baptiste Rodin) και της Μαρί Σεφέρ (Marie Cheffer). Από νεαρή ηλικία επέδειξε ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και δέκα ετών παρακολούθησε τα πρώτα του μαθήματα. Στα 14 χρόνια του εισήχθη στη σχολή École Impériale de Dessin, γνωστή και ως Petite École (Μικρή Σχολή) σε αντιδιαστολή με την μεγαλύτερου κύρους Σχολή Καλών Τεχνών (École des Beaux-Arts), όπου επιχείρησε να σπουδάσει αλλά απορρίφθηκε συνολικά τρεις φορές. Την περίοδο αυτή μελετά εντατικά και επισκέπτεται μουσεία παρατηρώντας με ενδιαφέρον γλυπτά της αρχαιότητας ανακαλύπτοντας παράλληλα και την προσωπική του κλίση στη γλυπτική.

 M. Auguste Rodin
 - photo by Edward Steichen,
 ca. 1911
Σε ηλικία 18 ετών αρχίζει να εργάζεται στο Παρίσι προκειμένου να συντηρήσει την οικογένειά του. Η πόλη του Παρισιού του προσφέρει αυτή τη δυνατότητα, καθώς την εποχή αυτή πολλά αγάλματα και διακοσμητικά γλυπτά κατασκευάζονται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε δημόσιους χώρους. Παράλληλα, ο Ροντέν παράγει και προσωπικά έργα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο θάνατος της αδελφής του, Μαρί, τον τραυματίζει πολύ και τίθεται υπό θεραπευτική παρακολούθηση. Ο πατέρας του αναγνωρίζει το ταλέντο του και τον ενθαρρύνει να συνεχίσει.
Το 1864 συναντά την Ροζ Μπερέ (Rose Beuret), η οποία γίνεται σύντροφός του και ποζάρει σε πολλά έργα του. Την ίδια χρονιά απορρίπτεται δύο φoρές στο Σαλόν του Παρισιού το έργο του Άντρας με Σπασμένη Μύτη, που ο ίδιος ο Ροντέν θεωρεί ως το πρώτο του σημαντικό γλυπτό, αλλά αργότερα, το 1875, γίνεται δεκτό με τον διαφορετικό τίτλο Πορτρέτο Ρωμαίου και αποτελεί παράλληλα το πρώτο έργο του Ροντέν που εκτίθεται στο Σαλόν.
Το 1875 ταξιδεύει στην Ιταλία και επηρεάζεται βαθιά από το έργο του Μιχαήλ Αγγέλου. Την ίδια περίοδο επεξεργάζεται ένα άγαλμα μεγάλων διαστάσεων, προκειμένου να το εκθέσει στο Σαλόν του Παρισιού. Για το έργο αυτό, που αργότερα θα ονομαστεί Εποχή του Χαλκού, χρησιμοποιεί ένα ανδρικό μοντέλο και ακολουθεί τα πρότυπα των αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών γλυπτών. Το 1877 εκτίθεται στο Σαλόν αλλά, αν και αναγνωρίζεται η υψηλή αισθητική του, οι κριτικοί αδυνατούν να πιστέψουν πως το έργο αποτελεί δημιουργία του και τον κατηγορούν πως χρησιμοποίησε ένα "καλούπι" ώστε να επιτύχει μια τόσο ρεαλιστική απόδοση.
Το 1880 του ανατίθεται να διακοσμήσει την πύλη του Μουσείου Καλών Τεχνών. Για το συγκεκριμένο έργο, που αργότερα ονομάστηκε Οι Πύλες της Κολάσεως, ο Ροντέν βασίστηκε στη Θεία Κωμωδία του Δάντη και προσπάθησε να αποδώσει το ταξίδι του Δάντη στον Κάτω Κόσμο. Στα τέλη του 1880 η κατασκευή του μουσείου εγκαταλείφθηκε, ωστόσο ο Ροντέν συνέχισε να επεξεργάζεται περιοδικά το έργο του μέχρι και το τέλος της ζωής του. Αναπαραστάσεις και στοιχεία από τις Πύλες της Κολάσεως αποτέλεσαν τη βάση για μερικά από τα δημοφιλέστερα έργα του Ροντέν, όπως ο Σκεπτόμενος ή το Φιλί.

Rodin circa 1862.
Κατά τη διάρκεια της εργασίας του για τις Πύλες, ο Ροντέν αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ως σημαντικός δημιουργός αναλαμβάνοντας περισσότερες παραγγελίες. Την ίδια περίοδο, αναπληρώνοντας τον φίλο του και δάσκαλο γλυπτικής Αλφρέντ Μπουσέ (Boucher), γνωρίζεται με την δεκαοκτάχρονη σπουδάστρια Καμίλ Κλοντέλ, η οποία σύντομα θα αποτελέσει μαθήτρια, μοντέλο, συνεργάτιδα και ερωτική σύντροφο του Ροντέν, ο οποίος ωστόσο ουδέποτε εγκατέλειψε την Ροζέ Μπερέ. Η Κλοντέλ θα αποτελέσει σημαντική πηγή έμπνευσης για τον Ροντέν μέχρι το 1898, οπότε διακόπτεται και η σχέση τους.
Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880 ο Ροντέν ανέλαβε μερικές σημαντικές παραγγελίες. Μεταξύ αυτών και δύο έργα προς τιμή του ζωγράφου Κλωντ Λοραίν και του λογοτέχνη Βικτόρ Ουγκό. Το 1891 ανέλαβε και την δημιουργία ενός μνημείου για τον Μπαλζάκ. Για το έργο αυτό ο Ροντέν εργάστηκε συνολικά επτά χρόνια. Παρουσιάστηκε δημόσια το 1898 αλλά η υποδοχή που επιφύλαξε το κοινό ήταν αρνητική, γεγονός που οδήγησε τον Ροντέν στην αφαίρεση της προτομής, την οποία τοποθέτησε στο εργαστήριο του απαγορεύοντας την περαιτέρω δημόσια έκθεσή της.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Ροντέν είναι αναγνωρισμένος ως ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες και στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού ένα τμήμα αφιερώνεται αποκλειστικά σε έργα του. Παράλληλα ο ίδιος συνεχίζει να εργάζεται και είτε επεξεργάζεται παλαιότερες δημιουργίες του είτε ολοκληρώνει άλλα μακρόχρονα σχέδια. Εικάζεται πως την περίοδο αυτή ο Ροντέν διαθέτει μερικές δεκάδες βοηθών προκειμένου να αντεπεξέλθει στην πληθώρα των παραγγελιών που αναλαμβάνει.
Το 1908 ο Ροντέν μετακομίζει στο ξενοδοχείο Biron, κατοικία και άλλων γνωστών καλλιτεχνών, όπως του ζωγράφου Ανρί Ματίς. Το 1912, το γαλλικό κράτος σχεδιάζει την κατεδάφιση του ξενοδοχείου αλλά ο Ροντέν πείθει τις αρχές να διατηρηθεί το κτήριο με αντάλλαγμα την παραχώρηση εκ μέρους του όλων των έργων του στη γαλλική κυβέρνηση. Αργότερα, το κτήριο μετατράπηκε στο Μουσείο Ροντέν.
Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του παντρεύτηκε τη σύντροφό του, Ροζ Μπερέ. Πέθανε στις 17 Νοεμβρίου του 1917, σε ηλικία 77 ετών και τάφηκε στο Μεντόν (Meudon).




Rodin (right hand) on the international exhibition in Düsseldorf, 1904


  Η χάλκινη εποχή, 1877

 Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, 1878, 

 Η πύλη της Κόλασης, μεταξύ 1880 και 1917

Le Penseur (Ο σκεπτόμενος) , 1882, 

Ο ίδιος ο Ωγκύστ Ροντέν, είχε πει γι’ αυτό το γλυπτό του(1880):

«Η αναπαράσταση της απόλυτης ακινησίας είναι πολύ σπάνια στα έργα μου.
Πάντοτε προσπάθησα να δείξω τη ζωή της ψυχής, μέσα από την κίνηση των μυών»
https://beatrikn.wordpress.com/
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Πωλ Σινιάκ - Paul Signac ( 11 Νοεμβρίου 1863 – 15 Αυγούστου 1935 )

 

Paul Signac, The Port at Sunset, Saint-Tropez, 1892.

Ο Πωλ Σινιάκ (Paul Victor Jules Signac, 1863-1935) ήταν Γάλλος νεο-ιμπρεσσιονιστής ζωγράφος, εισηγητής, μαζί με το Ζωρζ Σερά, του πουαντιγισμού (στιγματογραφίας).*

Θαυμαστής των εμπρεσιονιστών, στην αρχή επηρεάστηκε ιδιαίτερα από το Μονέ. Το 1884 ίδρυσε, μαζί με τον Ανρί Εντμόν Κρος κ.ά., την Εταιρεία των Ανεξάρτητων (της οποίας έγινε πρόεδρος το 1908), όπου εξέθεσε για πρώτη φορά τους πίνακες του.

Δυο χρόνια αργότερα έλαβε μέρος στην 9η έκθεση των εμπρεσιονιστών πλάι τους Ντεγκά, Πισαρό, Γκωγκέν και Σερά. Με τον τελευταίο ο Σ. συνδέθηκε με μακρά και γόνιμη φιλία, δεχόμενος τη στιγματογραφική τεχνική που εκπροσωπούσε τότε κυρίως ο Σερά.
Paul Signac with his palette,
 ca. 1883
Ο Σ., ξεπερνώντας την εμπρεσιονιστική αντίληψη της ανάλυσης των τόνων του φωτός σύμφωνα με ατομικά κριτήρια, μελέτησε και διατύπωσε θεωρητικά την ανάλυση των τόνων σύμφωνα με συγκεκριμένους επιστημονικούς νόμους, χρησιμοποιώντας, τις θεωρίες του Σεβρέν. Ο Σ. ανάλυσε το θέμα αυτό στο βιβλίο του Από τον Ευγένιο Ντελακρουά στο νεοεμπρεσιονισμό (1899), που έγινε με ενθουσιασμό δεκτό από την παράταξη εκείνη των καλλιτεχνών που ονομάζονταν ακριβώς νεοεμπρεσιονιστές. 
Ο Σ. εφαρμόζοντας την τεχνική της διαίρεσης των τόνων του φωτός σε στοιχεία καθαρού χρώματος, πέτυχε να δώσει στις ελαιογραφίες και στις ακουαρέλες του εξαιρετικά έντονη φρεσκάδα και φωτεινότητα.
Η αγάπη του για τη θάλασσα (το αγαπημένο θέμα του) τον έκαμε να ταξιδέψει στις ακτές της Γαλλίας, της Ολλανδίας και της Ανατολικής Μεσογείου.

Από τα έργα του πρέπει να αναφέρουμε: Βάρκα στον ήλιο, Αντίμπ, Το Πον-Νεφ, Βενετία, Μασσαλία. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η μεγάλη διακοσμητική σύνθεση στο Σπίτι του Λαού στις Βρυξέλλες που τιτλοφορείται Την εποχή της Αρμονίας. « Η Αντίμπ το βράδυ»: Πολ Σινιάκ (Μουσείο Καλών Τεχνών, Στρασβούργο). Πολ Σινιάκ: «Είσοδος του λιμανιού της Μασσαλίας».

Ο Σινιάκ συμμεριζόταν με τον Σερά, που ήταν στενός φίλος του, τις στιγματογραφικές αντιλήψεις (Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης).

*Δείτε :



Σιδηροδρομική διασταύρωση κοντά στο Bois-Colombes, 1885

Το Boulevard de Clichy με χιόνι, 1886

 Les Andelys, 1886

Η «Γέφυρα της Ευτυχίας» στην Asnière, 1886

Άποψη του Collioure, 1887

 Η τραπεζαρία,1887

Το λιμάνι του Saint-Cast, 1890

Γυναίκες στο πηγάδι,1892

ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/











Φίοντορ Ντοστογιέφσκι ( 11 Νοεμβρίου 1821 - 9 Φεβρουαρίου 1881)

 

Ο Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι ( 11 Νοεμβρίου 1821 - 9 Φεβρουαρίου 1881) ήταν Ρώσος συγγραφέας, κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1821 στη Μόσχα. Ο πατέρας του ήταν γιος κληρικού, και δεν ήταν αριστοκράτης. Σύμφωνα με την παράδοση της εποχής θα έπρεπε να γίνει και αυτός κληρικός, κατόρθωσε όμως να σπουδάσει ιατρική, έγινε στρατιωτικός γιατρός και με τη σταδιοδρομία του αυτή μπήκε στην κληρονομική αριστοκρατία. Φεύγοντας από τη στρατιωτική υπηρεσία τελείωσε την καριέρα του ως διευθυντής ενός πτωχοκομείου στη Μόσχα. Έτσι η κοινωνική αφετηρία του Ντοστογιέφσκι βρισκόταν κατά κάποιον τρόπο στο σύνορο της αριστοκρατίας και των Rasnotchinzen, (που κατά λέξη μεταφράζεται άνθρωποι από άλλη τάξη) οι οποίοι είναι άτομα του μη αριστοκρατικού μεσαίου στρώματος, με προσωπικές ικανότητες και επιτεύγματα, τα οποία είχαν κατορθώσει να αποκτήσουν πρόσβαση στο ανώτερο στρώμα, κυρίως ως καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, δάσκαλοι (ιδίως οικοδιδάσκαλοι), γιατροί, επίσης σε άλλα επαγγέλματα διανοουμένων που ως προϋπόθεση είχαν ένα υψηλότερο πνευματικό επίπεδο. Έτσι, ο πατέρας του ήταν «ευγενής πρώτης γενιάς κι από νομική άποψη ανήκε στα προνομιούχα ανώτερα στρώματα, χωρίς όμως κοινωνικό κύρος.»Ο πατέρας του Ντοστογιέφσκι θα αγοράσει το 1831 ένα μεγάλο αγρόκτημα με τρία χωριά και για να εξασφαλίσει την οικογένειά του και για να έχει πρόσβαση στην αριστοκρατία. Έτσι ο νεαρός Φιοντόρ «δεν μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και στη στέρηση» αλλά μέσα σε συνεχείς οικονομικούς υπολογισμούς και παρατηρώντας την πραγματική φτώχεια στους ασθενείς του πτωχοκομείου.Ο πατέρας του θα δολοφονηθεί το 1839 επειδή ήταν ιδιαίτερα μισητός από τους χωρικούς λόγω του σκληροτράχηλου και αυταρχικού του χαρακτήρα. Ο Ντοστογιέφσκι ύστερα από μία αρχική κατ΄οίκον διδασκαλία πήγε οικότροφος σε δύο σχολεία στη Μόσχα, ένα από τα οποία γαλλικό. Όταν τέλειωσε το σχολείο συνέχισε τις σπουδές του στην Πετρούπολη σε κρατική στρατιωτική σχολή μηχανικών και για σύντομο χρονικό διάστημα άσκησε αυτό το επάγγελμα. Το 1843 αποχωρώντας οριστικά από αυτό το επάγγελμα έλαβε την απόφαση να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Αυτό δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα μίας μακράς πορείας, η οποία ξεκινούσε από τα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσής του: σταθερός ήταν ο προσανατολισμός του στη λογοτεχνία.

Η οικογένειά του
Η Άννα με τα παιδιά τους: Fyodor Fyodorovich and Lyubov Fyodorovna.


H σύλληψη, η δίκη και η καταδίκη του σε εξορία

Τον Απρίλιο του 1849 ο Ντοστογιέφσκι συνελήφθη και πέρασε από έκτακτο στρατοδικείο. Η κατηγορία ήταν για συμμετοχή σε προδοτική συνωμοσία. Την άνοιξη του 1849 είχε προσχωρήσει σε μια πολιτικοφιλοσοφική λέσχη που έγινε γνωστή ως κίνηση Πετρασέφσκι ή οι Πετρασέφσκηδες. Η ποινή που επιβλήθηκε στον Ντοστογιέφσκι ήταν τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα και στρατιωτική υπηρεσία ως απλός στρατιώτης για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Στο δικαστήριο δεν αρνήθηκε ούτε τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις του ούτε το ενδιαφέρον του για τον ουτοπικό σοσιαλισμό, ιδιαίτερα για τις ιδέες του Σαρλ Φουριέ ή τη διαμαρτυρία του για πολλά φαινόμενα της ρωσικής πραγματικότητας. Παρουσίασε τον εαυτό του ως έναν «αφελή-έντιμο ανθρωπιστή και λόγιο ο οποίος απέβλεπε στο γενικό καλό της ανθρωπότητας», κυρίως όμως ήθελε μέσα από την πλούσια βιβλιοθήκη των Πετρασέφσκι «να γνωρίσει τα νεότατα λογοτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης»Το δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτή του την εξήγηση και «ίσως είχε τους λόγους του να είναι δύσπιστο»Έτσι από μεταγενέστερες μαρτυρίες είναι λ.χ. γνωστό ότι συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια λειτουργίας παράνομου τυπογραφείου, ενώ «ευκαιριακά είχε δηλώσει πως ήταν διατεθειμένος να πάρει μέρος εν ανάγκη και σε μια ένοπλη εξέγερση»Στις 16 Νοεμβρίου 1849 ο Ντοστογιέφσκι και οι σύντροφοί του δικάστηκαν και καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Ακολούθησε ένας πόλεμος νεύρων με εικονικές εκτελέσεις και ατέλειωτες ώρες παραμονής σε μια πλατεία της Πετρούπολης, στις 22 Δεκεμβρίου του 1849, σε αναμονή του εκτελεστικού αποσπάσματος. Η ποινή του μετατράπηκε τελικά σε τετραετή εξορία και καταναγκαστικά έργα στο Ομσκ της Σιβηρίας. Το φθινόπωρο του 1855 έγινε υπαξιωματικός και τον επόμενο χρόνο προήχθη σε αξιωματικό. Τον Μάρτιο του 1859 του επιτράπηκε να επιστρέψει στην Ευρωπαϊκή Ρωσία, όχι όμως ακόμα στις μεγάλες πόλεις. Αυτό θα γίνει τον Δεκέμβριο του 1859. Την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας θα κάνει τον πρώτο του γάμο: γνωρίζει και παντρεύεται τον Φεβρουάριο του 1857 την Μαρία Ισάγιεβα που λίγο πριν είχε χηρέψει. Ήταν «μία πραγματικά μορφωμένη και με τον τρόπο της γοητευτική γυναίκα, συνάμα όμως έπασχε από ανίατο πνευμονικό νόσημα, νευρική και ευερέθιστη, προφανώς υστερική, αν όχι ψυχοπαθής.»

Μετά την επιστροφή του από την εξορία

Το 1859 επέστρεψε στην Πετρούπολη και εξέδωσε μαζί με τον αδελφό του δύο περιοδικά τα οποία, όμως, δεν σημείωσαν επιτυχία με αποτέλεσμα ο Ντοστογιέφσκι να βρεθεί καταχρεωμένος. Ο μόνος τρόπος για να συγκεντρώσει χρήματα και να ξεπληρώσει τα χρέη του ήταν η συγγραφή. Την ίδια περίοδο εκδηλώθηκε το σχεδόν νοσηρό του πάθος για τα τυχερά παιχνίδια-ακριβώς ως αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής δυσχέρειας- που τον έφερε στο χείλος της υλικής και της σωματικής καταστροφής. Σε αυτό το διάστημα έγραψε τα καλύτερα του έργα: Ο παίκτης, Οι αδερφοί Καραμαζώφ, Έγκλημα και Τιμωρία, Ο Ηλίθιος, Οι δαιμονισμένοι. Όταν κατάφερε πλέον να ανασάνει από το βάρος των χρεών ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού "Πολίτης" και λίγα χρόνια αργότερα εξέδωσε το δικό του περιοδικό, Το Ημερολόγιο Ενός Συγγραφέα, που σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκδοτικές εμπειρίες σημείωσε τεράστια επιτυχία. Πέθανε το 1881 στην Πετρούπολη σε ηλικία 60 ετών.



Εργογραφία

Μυθιστορήματα

Oι φτωχοί (1846)
Ο σωσίας (1846)
Νιετόσκα Νιεζβάνοβα (1849)
Το όνειρο του θείου μου (1859)
Το χωριό Στεπαντσίκοβο και οι κάτοικοί του (1859)
Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων (1860-1862)
'Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι (1861)
Σημειώσεις από το υπόγειο (1864)
Ο παίκτης (1866)
Έγκλημα και τιμωρία (1866)
Ο ηλίθιος (1868)
Ο αιώνιος σύζυγος (1870)
Οι δαιμονισμένοι (1871-1872)
Ο έφηβος (1875)
Αδελφοί Καραμαζώφ (1879-1880)

Διηγήματα

Ο κύριος Προχάρτσιν (1846)
Μυθιστόρημα σε εννέα γράμματα (1847)
Η σπιτονοικοκυρά (1847)
Η γυναίκα ενός άλλου και ο άντρας κάτω απ’το κρεβάτι (1848)
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο και ο γάμος (1848)
Λευκές νύχτες (1848)
Πολζούνκωβ (1848)
Μια αδύναμη καρδιά (1848)
Ένας τίμιος κλέφτης (1848)
Ο μικρός ήρωας (γραμμένο το 1849 και δημοσιευμένο το 1857)
Μια αξιοθρήνητη ιστορία (1862)
Ο κροκόδειλος (1865)
Μπόμποκ* (1873)
Μικρές εικόνες*(1873)
Το παιδί στο δένδρο του Χριστού* (1876)
Μια γλυκιά γυναίκα* (1876)
Ο χωρικός Μάρεϊ* (1876)
Η αιωνόβια* (1876)
Το όνειρο ενός γελοίου* (1877)
*Σημ. Δημοσιεύτηκαν μέσα από «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα»

Δοκίμια

Χειμερινές σημειώσεις σε καλοκαιρινές εντυπώσεις (1863)
Το Ημερολόγιο Ενός Συγγραφέα (1873-1877)
Ο λόγος για τον Πούσκιν (1880)


https://el.wikipedia.org/



ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ 


Το Έγκλημα και τιμωρία (ρώσικα: Преступлéние и наказáние) εκδόθηκε πρώτη φορά το 1866 σε δώδεκα μηνιαία τμήματα στο περιοδικό λογοτεχνίας Ру́сский ве́стник («Ο Ρώσος αγγελιοφόρος»
Ο Ρασκόλνικωφ, φοιτητής της Νομικής στην Αγία Πετρούπολη διαπράττει ένα διπλό φόνο μιας γριάς τοκογλύφου και της αφελούς αδελφής της. Κίνητρο της δολοφονίας ήταν η ληστεία, αλλά, εσωτερικά, ο Ρασκόλνικωφ νιώθει μια βαθιά θέληση να ξεπεράσει τον εαυτό του και να υπερβεί τα όρια που του προβάλει η κοινωνία, με σκοπό να την αλλάξει.
Μετά τη δολοφονία, ο Ρασκόλνικωφ αρχίζει και κατακλύεται από αντιφατικά αισθήματα, τύψεις και παράνοιας, που εντείνονται όταν στη ζωή του μπαίνουν αρχικά ο Ραζουμίχιν, συμφοιτητής του που ανησυχεί για την υγεία του και του συμπαραστέκεται, η αδελφή του, Ντουνιά, και η μητέρα του, που έρχονται από το χωριό τους για τον γάμο της πρώτης. Ο Ρασκόλνικωφ διώχνει τον γαμπρό διαλύοντας τον αρραβώνα. Παράλληλα, αναπτύσσει σχέσεις με μία ορφανή νεαρή πόρνη, τη Σόνια, που εργάζεται για να θρέψει τα μικρότερα αδέλφια της και τη φυματική Κατερίνα Ιβάνοβνα, τη μητριά της. Καταδιώκεται από τον δαιμόνιο Πορφύρη Πετρόβιτς, ο οποίος ξέρει από την αρχή πως είναι ο ένοχος, και σπρώχνει τον Ρασκόλνικωφ να κάνει τρομερά λάθη.
Εμφανίζεται ο Σβιντριγκάιλωφ, χήρος κτηματίας από το χωριό του Ρασκόλνικωφ, ο οποίος είχε κάνει ανήθικες προτάσεις στην αδελφή του, και τώρα, γνωρίζοντας πως ο Ρασκόλνικωφ είναι δολοφόνος, τον εκβιάζει. Ο Ρασκόλνικωφ αρνείται να του δώσει την αδερφή του και ο Σβιντριγκάιλωφ κάνει απόπειρα βιασμού προς εκείνη. Όταν όμως διαπιστώνει τη φρίκη με την οποία τον αντιμετωπίζει, αυτοκτονεί.
Ο Πορφύρης λέει στον Ρασκόλνικωφ να παραδοθεί για να μειώσει την ποινή του. Ο Ρασκόλνικωφ συναντά τη Σόνια και της ομολογεί τα εγκλήματά του. Τότε εκείνη τον παροτρύνει με τη σειρά της να παραδοθεί. Τελικά, λυγίζει και παραδίδεται στην αστυνομία, όπου καταλήγει στη Σιβηρία. Ο Ρασκόλνικωφ, ωστόσο, μετανιώνει για το έγκλημα και συνειδητοποιεί τον έρωτα του για τη Σόνια, που τον ακολουθεί ως τη Σιβηρία. Και οι δύο ενωμένοι περιμένουν να τελειώσουν τα επτά χρόνια φυλακής για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή.https://el.wikipedia.org/


Η σκηνή του εγκλήματος στο `Εγκλημα και τιμωρία, εικονογράφηση του Νικολάι Καράζιν

Απόσπασμα 

Ο Ρασκόλνικοφ έμεινε στο νοσοκομείο όλη τη Σαρακοστή και τη βδομάδα του Πάσχα. Στην ανάρρωση, θυμήθηκε τα όνειρα που έβλεπε όταν ήταν στο κρεβάτι με πυρετό και παραλήρημα. Έβλεπε στον άρρωστο ύπνο του πως τάχα όλος ο κόσμος είχε καταδικαστεί να πεθάνει εξαιτίας μιας τρομερής κι ανήκουστης αρρώστιας που ερχόταν απ’ τα βάθη της Ασίας και κατέκλυζε την Ευρώπη. Όλοι έπρεπε να χαθούν εκτός από μερικούς, πολύ λίγους, εκλεκτούς. Κάποιοι καινούριοι μικροσκοπικοί βάκιλλοι προσβάλλανε το σώμα του ανθρώπου. Οι βάκιλλοι όμως αυτοί ήταν πνεύματα που είχαν λογικό και θέληση. Οι άνθρωποι που προσβάλλονταν απ’ αυτά τα μικρόβια, γίνονταν αμέσως δαιμονισμένοι και τρελοί. Ποτέ όμως, ποτέ, οι άνθρωποι δεν πίστευαν τόσο μυαλωμένο τον εαυτό τους, ποτέ δεν είχαν πιστέψει τόσο σταθερά πως είχαν βρει την αλήθεια, όσο αυτοί οι προσβλημένοι απ’ την αρρώστια. Ποτέ δεν είχαν νομίσει πιο ατράνταχτα τα συμπεράσματά τους, τις επιστημονικές τους θεωρίες, τις ηθικές τους θεωρίες. Ολόκληροι συνοικισμοί, ολάκερες πολιτείες και λαοί μολύνονταν και τρελαίνονταν. ΄’Ολοι βρίσκονταν σε ταραχή και δεν καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον, ο καθένας τους νόμιζε πως μονάχα αυτός κατέχει την αλήθεια και υπόφερε κοιτάζοντας τους άλλους, χτυπούσε το στήθος του, έκλαιγε και σύστρεφε τα χέρια του. Δεν ξέρανε ποιον και πώς έπρεπε να κρίνουν, δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν τι έπρεπε να θεωρούν καλό και τι κακό. Δεν ξέρανε ποιον να κατηγορήσουν και ποιον ν’ αθωώσουν. Οι άνθρωποι σκοτώνονταν μεταξύ τους με κάποιο άσκοπο μίσος. Μαζεύονταν ολόκληρα στρατεύματα και ρίχνονταν στους άλλους, μα οι φαντάροι, στην πορεία τους ακόμα, άρχιζαν ξαφνικά να χτυπιούνται και να πετσοκόβονται μεταξύ τους· η παράταξη χαλούσε, λογχίζανε και σφάζανε, δαγκώνανε και τρώγανε ο ένας τον άλλον. Στις πολιτείες χτύπαγαν όλη μέρα οι καμπάνες· τους καλούσαν όλους, μα ποιος τους καλούσε και γιατί τους καλούσε, κανείς δεν το ‘ξερε κι ήταν όλοι τους ανήσυχοι. Είχαν παρατήσει τα κοινά επαγγέλματα, γιατί ο καθένας πρότεινε μετατροπές και βελτιώσεις και δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν· είχε παραμεληθεί κι η γεωργία. Εδώ και κει οι άνθρωποι μαζεύονταν μπουλούκια-μπουλούκια, συμφωνούσαν να κάνουν κάτι, ορκίζονταν να μη χωρίσουν ποτέ, αμέσως όμως άρχιζαν κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που μόλις τώρα είχαν οι ίδιοι υπολογίσει, άρχιζαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλον, έρχονταν στα χέρια και σφάζονταν. Άρχισαν οι πυρκαγιές, άρχισε η πείνα. Όλοι χάθηκαν, το παν καταστράφηκε. Η αρρώστια όλο και προχωρούσε. Σ’ όλο τον κόσμο λίγοι μονάχα μπορούσαν να σωθούν· ήταν οι αγνοί κι οι εκλεκτοί, προορισμένοι να θεμελιώσουν ένα νέο ανθρώπινο γένος και μια καινούρια ζωή, ν’ ανανεώσουν τους ανθρώπους, κανείς δεν είχε ακούσει τα λόγια τους και τη φωνή τους.
Τον Ρασκόλνικοβ τον βασάνιζε το ότι αυτός ο χωρίς νόημα εφιάλτης ξαναρχόταν τόσο μελαγχολικά και τυραννικά στη θύμησή του, κι ότι τόσον καιρό τώρα δεν πέρναγε η εντύπωση των πυρετικών του ονείρων. Ήταν πια η δεύτερη βδομάδα μετά το Πάσχα. Οι μέρες ήταν ζεστές, ξάστερες, ανοιξιάτικες· στο θάλαμο των καταδίκων είχαν ανοίξει τα παράθυρα (είχαν κάγκελα κι από κάτω έκοβε βόλτες ένας σκοπός). Η Σόνια, σ’ όλη τη διάρκεια της αρρώστιας του, δυο φορές μονάχα μπόρεσε να τον επισκεφθεί στο θάλαμο· κάθε φορά έπρεπε να πάρει άδεια, κι αυτό ήταν δύσκολο. Ερχόταν όμως συχνά στην αυλή του νοσοκομείου, κάτω απ’ τα παράθυρα, ιδιαίτερα κατά το βραδάκι, και καμιά φορά έτσι μονάχα για να σταθεί λίγη ώρα στην αυλή και να κοιτάξει έστω κι από μακριά τα παράθυρα του θαλάμου. Ένα απόγευμα ο Ρασκόλνικοβ, που είχε γίνει σχεδόν εντελώς καλά, αποκοιμήθηκε· σαν ξύπνησε, πλησίασε τυχαία στο παράθυρο και ξάφνου είδε μακριά, κοντά στην εξώπορτα του νοσοκομείου, τη Σόνια. Στεκόταν εκεί σαν κάτι να περίμενε. Σαν κάτι να τρύπησε κείνη τη στιγμή την καρδιά του· ανατρίχιασε και βιάστηκε να φύγει απ’ το παράθυρο. Την άλλη μέρα η Σόνια δεν ήρθε, ούτε και την παράλλη. Τότε ο Ρασκόλνικοβ παρατήρησε πως την περίμενε με ανησυχία. Τέλος πήρε το εξιτήριό του. Σαν πήγε στη φυλακή, έμαθε απ’ τους κατάδικους πως η Σόνια Σεμιόνοβα είχε αρρωστήσει, ήταν στο κρεβάτι και δεν έβγαινε καθόλου.
Ήταν πολύ ανήσυχος, κι έστειλε να ρωτήσουν πώς πάει. Γρήγορα έμαθε πως η αρρώστια της δεν είναι σοβαρή. Η Σόνια, μαθαίνοντας πως την πεθύμησε τόσο κι ανησυχεί, του ‘στειλε ένα σημείωμα γραμμένο με μολύβι και του ‘λεγε πως είναι πολύ καλύτερα, πως δεν είχε παρά ένα ελαφρό κρυολόγημα και πως θα ‘ρχόταν γρήγορα, πολύ γρήγορα, να τον δει στο συνεργείο. Διαβάζοντας αυτό το σημείωμα, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και πονεμένα.
Η μέρα ήταν πάλι ξάστερη και ζεστή. Νωρίς το πρωί, κατά τις έξι, ξεκίνησε για τα έργα, στην όχθη του ποταμού όπου σε μιαν αποθήκη είχαν χτίσει ένα καμίνι και καίγανε αλάβαστρο και το κοπάναγε να γίνει σκόνη. Στείλανε εκεί τρεις μονάχα εργάτες. Ένας κατάδικος πήρε μαζί του τον φρουρό και πήγε στο φρούριο να πάρει κάποιο εργαλείο· ο άλλος άρχιζε να ετοιμάζει τα ξύλα και να τα στοιβάζει στο καμίνι. Ο Ρασκόλνικοβ βγήκε απ’ την αποθήκη και κατέβηκε στον όχτο· εκεί έκατσε στα στοιβαγμένα δοκάρια κι άρχισε να κοιτάζει το φαρδύ κι ερημικό ποτάμι. Πάνω απ’ τον ψηλό όχτο, ξανοιγόταν μπροστά του μια μεγάλη θέα. Απ’ τον μακρινό απέναντι όχτο, έφτανε αχνό ένα τραγούδι. Εκεί, στην ηλιόλουστη, απέραντη στέπα, μόλις φαίνονταν σα μικρές τελείες οι συνοικισμοί των νομάδων. Εκεί υπήρχε λευτεριά και ζούσαν άλλοι άνθρωποι που δεν έμοιαζαν καθόλου με τούτους εδώ· εκεί σα να σταμάταγε κι ο ίδιος ο χρόνος, ήταν σα να μην είχαν περάσει οι αιώνες του Αβραάμ και των κοπαδιών του. Ο Ρασκόλνικοβ καθόταν ακίνητος και κοίταζε επίμονα· οι σκέψεις του σιγά-σιγά έσβηναν μέσα στην ονειροπόληση, στην ενατένιση· δε σκεφτόταν τίποτα, κάποια θλίψη όμως τον ανησυχούσε και τον βασάνιζε.
Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά του η Σόνια. Είχε πλησιάσει αθόρυβα και κάθισε δίπλα του. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα και το πρωινό αγιάζι ήταν τσουχτερό. Φορούσε το φτωχικό, παλιό πανωφόρι της κι ένα πράσινο μαντίλι. Το πρόσωπό της φαινόταν ακόμα άρρωστο, ήταν χλωμό, αδύνατο και τραβηγμένο. Του χαμογέλασε γλυκά και χαρούμενα μα, όπως το ‘χε συνήθειο, το χέρι της του το άπλωσε δειλά.
Πάντα του ‘δινε δειλά το χέρι της, μερικές φορές μάλιστα δεν του το ‘δινε καθόλου, σα να φοβόταν πως θα το απόσπρωχνε. Πάντα σα να ‘παιρνε το χέρι της με κάποια αποστροφή, πάντα φαινόταν θυμωμένος που την έβλεπε και μερικές φορές δεν έβγαζε λέξη απ’ το στόμα του σ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψής της. Μερικές φορές εκείνη έτρεμε μπροστά του κι έφευγε βαθιά λυπημένη. Τώρα όμως τα χέρια τους δε χώρισαν. Της έριξε ένα γρήγορο βλέμμα και χαμήλωσε αμέσως τα μάτια του — κοίταζε χάμω και δε μιλούσε. Ήταν μόνοι, κανένας δεν τους είχε δει. Ο φρουρός κοίταζε αλλού κείνη τη στιγμή.
Δεν ήξερε πώς έγινε. Μα μονομιάς, σαν κάτι να τον άρπαξε και να τον έριξε στα πόδια της. Έκλαιγε κι αγκάλιασε τα γόνατά της. Στην αρχή η Σόνια τρόμαξε φοβερά και χλώμιασε. Πετάχτηκε πάνω και τον κοίταζε τρέμοντας. Μα την ίδια στιγμή τα κατάλαβε όλα, κι ένα φως απέραντης ευτυχίας έλαμψς στα μάτια της. Το ‘ξερε πια και δεν είχε καμιάν αμφιβολία πως την αγαπούσε πέρα απ’ το κάθε τι και πως επιτέλους είχε έρθει εκείνη η στιγμή… Θέλανε να μιλήσουν μα δεν μπορούσαν. Δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια τους. Ήταν κι οι δυο τους χλωμοί κι αδύνατοι· όμως αυτά τα άρρωστα, χλωμά πρόσωπα τα φώτιζε τώρα η καινούρια ζωή. Είχαν ξαναγεννηθεί με την αγάπη· η καρδιά του καθενός είχε αποχτήσει μιαν αστείρευτη πηγή ζωής για την καρδιά του άλλου.
Αποφάσισαν να περιμένουν και να ‘ναι υπομονετικοί. Έπρεπε να περάσουν άλλα εφτά χρόνια· τι τρομερά βάσανα και τι ατέλειωτη ευτυχία τους περίμεναν! Όμως αυτός είχε ξαναγεννηθεί και το ‘ξερε και το ‘νιωθε σ’ όλο του το είναι, ενώ αυτή — αυτή ζούσε μονάχα απ’ τη δική του ζωή.
Το ίδιο βράδυ, όταν κλείδωσαν τους θαλάμους, ο Ρασκόλνικοβ ξάπλωσε στο σανιδένιο του κρεβάτι και τη σκεφτόταν. Του φάνηκε μάλιστα κείνη τη μέρα πως όλοι οι κατάδικοι που ήταν εχθροί του, τον έβλεπαν τώρα διαφορετικά. Έπιασε μάλιστα κουβέντα μαζί τους και του απάντησαν φιλικά. Τα θυμόταν όλ’ αυτά και σκεφτόταν πως δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μην τάχα δε θ’ άλλαζαν όλα από δω και μπρος;

Σκεφτόταν εκείνη. Θυμήθηκε πόσον καιρό την είχε βασανίσει και της πλήγωνε συνεχώς την καρδιά. Θυμήθηκε το χλωμό κι αδύνατο προσωπάκι της. Μα οι θύμησες αυτές δεν τον στεναχωρούσαν καθόλου τώρα: Ήξερε με τι απέραντη αγάπη θα εξαγόραζε τώρα όλα της τα βάσανα. Και τη σημασία είχαν πια όλες, ό λ ε ς οι αγωνίες του παρελθόντος! Όλα, ακόμα και το έγκλημά του, η καταδίκη του κι η φυλακή, του φαίνονταν τώρα σαν ένα ξένο, παράξενο γεγονός, που δεν είχε καμιά σχέση μαζί του. Δεν μπορούσε όμως να σκεφτεί τίποτα για πολλήν ώρα κείνο το βράδυ κι ούτε μπορούσε ν’ αναλύσει ή να συνειδητοποιήσει τίποτα· απλώς αισθανόταν. Η ζωή είχε μπει στη θέση της διαλεκτικής και κάτι εντελώς διαφορετικό άνοιγε τώρα το δρόμο του μες στο μυαλό του.
Κάτω απ’ το μαξιλάρι του βρισκόταν το Ευαγγέλιο. Το πήρε μηχανικά. Το βιβλίο ήταν της Σόνιας· απ’ αυτό του είχε διαβάσει την ανάσταση του Λαζάρου. Στην αρχή είχε φοβηθεί πως η Σόνια θα τον ενοχλούσε μιλώντας του για τη θρησκεία, το Ευαγγέλιο, και θα τον παραφόρτωνε με βιβλία. Μα για μεγάλη του έκπληξη ούτε μια φορά δεν του ‘κανε λόγο γι’ αυτό κι ούτε καν του είχε προτείνει το βιβλίο αυτό. Της το ‘χε ζητήσει μόνος του λίγο πριν αρρωστήσει και του το ‘χε φέρει χωρίς να του πει λέξη. Ως τα τότε δεν το ‘χε καν ανοίξει.
Δεν το άνοιξε ούτε και τώρα, μια σκέψη όμως πέρασε απ’ το μυαλό του: “Μπορεί οι πεποιθήσεις της να μην είναι τώρα και δικές μου; Τα αισθήματά της, οι πόθοι της τουλάχιστον…”
Κι η Σόνια είχε ταραχτεί πολύ κείνη τη μέρα και τη νύχτα ξανάπεσε άρρωστη. Ήταν όμως τόσο ευτυχισμένη —τόσο αναπάντεχα ευτυχισμένη— που τρόμαζε σχεδόν απ’ την τόση ευτυχία. Εφτά χρόνια, μ ο ν ά χ α εφτά χρόνια! Στην αρχή της ευτυχίας τους ήταν στιγμές που αντιμετώπιζαν κι οι δυο τους τα εφτά αυτά χρόνια σα να ‘ταν εφτά μονάχα μέρες. Ο Ρασκόλνικοβ δεν ήξερε πως η καινούρια ζωή δε θα του δινόταν χωρίς αντάλλαγμα, πως θα ‘χε να πληρώσει ακριβά για να την αποχτήσει, πως θα του κόστιζε πολλές στεναχώριες, πολλά βάσανα…
Όμως εδώ αρχίζει μια άλλη ιστορία — η ιστορία ενός ανθρώπου που ξαναγεννήθηκε σιγά-σιγά, που έγινε καινούριος άνθρωπος, που πέρασε από έναν κόσμο σ’ έναν άλλον, που μυήθηκε σε μια νέα, άγνωστη πραγματικότητα. Αυτό μπορεί να ‘ναι το θέμα μιας άλλης ιστορίας, μα η δική μας ιστορία τελειώνει εδώ.

Από το βιβλίο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι Έγκλημα και Τιμωρία, μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη.       http://popaganda.gr/  



ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/













Λώρενς Ντάρελ (27 Φεβρουαρίου 1912 – 7 Νοεμβρίου 1990)

 

Ο Λώρενς Τζωρτζ Ντάρελ (Lawrence George Durrell, 27 Φεβρουαρίου 1912 – 7 Νοεμβρίου 1990), ήταν εκπατρισμένος Βρετανός μυθιστοριογράφος, ποιητής, θεατρικός, ταξιδιωτικός συγγραφέας και πράκτορας. Αντιστεκόταν στη σύνδεσή του με τη Μεγάλη Βρετανία και προτιμούσε να λογίζεται ως «πολίτης του κόσμου»: χαρακτηρίσθηκε ως «άπατρις» το 1968, με την τροποποίηση της Commonwealth Immigrants Act του 1962. Για τον λόγο αυτό του αρνήθηκαν το δικαίωμα εισόδου ή εγκατάστασης στη Βρετανία με τις νέες διατάξεις και ήταν υποχρεωμένος να κάνει αίτηση για βίζα για κάθε του είσοδο στη χώρα.

Το γνωστότερο έργο του είναι η τετραλογία Αλεξανδρινό κουαρτέτο, ενώ μεγάλο μέρος της δημιουργίας του έχει επηρεασθεί από τη μακρόχρονη διαμονή του στην Ελλάδα.

Ο Ντάρελ γεννήθηκε στο Τζαλαντάρ, των τότε Βρετανικών Ινδιών ως ο πρωτότοκος γιος επίσης γεννημένων στην Ινδία Βρετανών αποίκων: της Λουίζας (Louisa Dixie Durrell) και του Λώρενς Σάμουελ Ντάρελ (Lawrence Samuel Durrell). Το πρώτο του σχολείο ήταν το Κολέγιο του Αγίου Ιωσήφ στο Νταρτζίλινγκ. Σε ηλικία 11 ετών στάλθηκε στην Αγγλία, όπου παρακολούθησε για λίγο μαθήματα στο γυμνάσιο St. Olave's πριν εγγραφεί στο St. Edmund's School του Καντέρμπουρυ. Η εκπαίδευσή του ήταν τυπικά «αποτυχημένη», καθώς απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, αλλά άρχισε να γράφει ποίηση από την ηλικία των 15 ετών και η πρώτη του ποιητική συλλογή, το Quaint Fragment, εκδόθηκε το 1931.

Στην Κέρκυρα

Στις 22 Ιανουαρίου 1935 ο Λώρενς Ντάρελ νυμφεύθηκε τη Νάνσυ Μάγιερς (Nancy Isobel Myers) στον πρώτο από τους 4 συνολικά γάμους του. Ο Ντάρελ δεν αισθάνθηκε ποτέ ευτυχής στην Αγγλία και τον Μάρτιο του ίδιου έτους έπεισε τη σύζυγό του, τη μητέρα του και τα αδέλφια του (μεταξύ των οποίων ήταν και ο Τζέραλντ Ντάρελ, αργότερα σημαντικός υπέρμαχος της προστασίας των άγριων ζώων και δημοφιλής συγγραφέας ο ίδιος), να μετακομίσουν σε ένα ελληνικό νησί, συγκεκριμένα στην Κέρκυρα, όπου θα μπορούσαν να ζήσουν πιο οικονομικά και να ξεφύγουν τόσο από το αγγλικό κλίμα όσο και από την «απολιθωμένη» αγγλική κουλτούρα — αυτό που ο Ντάρελ αποκαλούσε και «αγγλικό θάνατο»

Το 1935 εκδόθηκε και το πρώτο μυθιστόρημα του Ντάρελ, το Pied Piper of Lovers, από τον εκδοτικό οίκο Κάσελ. Την ίδια περίοδο διάβασε τυχαία το μυθιστόρημα του Χένρι Μίλερ Ο Τροπικός του Καρκίνου και του έγραψε εκφράζοντας τον θαυμασμό του για το έργο. Η επιστολή του Ντάρελ ξεκίνησε μια μακρά φιλία και αμοιβαία κριτική που κράτησε 45 χρόνια. Οι δύο συγγραφείς εξερευνούσαν παρόμοια θέματα στα έργα τους και το επόμενο μυθιστόρημα του Ντάρελ, το Panic Spring, ήταν βαθιά επηρεασμένο από το έργο του Μίλερ.

Στην Κέρκυρα ο Λώρενς και η σύζυγός του έζησαν μαζί σε μποέμικο στιλ. Τους πρώτους μήνες το ζεύγος έμεινε με την υπόλοιπη οικογένεια Ντάρελ στη Βίλα Ανεμογιάννη στο Κοντόκαλι. Στις αρχές του 1936 όμως το ζευγάρι μετακόμισε στο «`Ασπρο Σπίτι», την καλύβα ενός ψαρά στη βορειοανατολική ακτή της Κερκύρας, στο Καλάμι. Ο φίλος του Ντάρελ Θεόδωρος Στεφανίδης τους επισκεπτόταν συχνά, ενώ ο ίδιος ο Χένρι Μίλερ έμεινε στο `Ασπρο Σπίτι το 1939. Αυτή η περίοδος της παρεπιδημίας του στην Κέρκυρα περιγράφεται κάπως με λυρικό τρόπο στο Prospero's Cell, που είναι χρήσιμο να συγκριθεί με τις αναμνήσεις από την κερκυραϊκή εμπειρία που έγραψε ο Τζέραλντ Ντάρελ και επίσης εκδόθηκαν, κυρίως στο Η οικογένειά μου και άλλα ζώα και στα άλλα δύο έργα της αποκαλούμενης «Κερκυραϊκής Τριλογίας». Ο Τζέραλντ εκεί γράφει ότι ο Λώρενς έμενε μόνιμα με τη μητέρα και τα αδέρφια του (η Νάνσυ δεν αναφέρεται καθόλου), ενώ η αφήγηση του Λώρενς περιέχει αντιθέτως λίγες μόνο αναφορές σε μόνο ένα από τα αδέρφια του, τον Λέσλι, και δεν αναφέρει ότι η μητέρα του και δύο ακόμα αδέρφια έμεναν επίσης στο νησί. Οι αφηγήσεις καλύπτουν πάντως κάποια κοινά θέματα: π.χ. τόσο ο Τζέραλντ όσο και ο Λώρενς περιγράφουν τους ρόλους του Κερκυραίου ταξιτζή Σπύρου Αμερικάνου και του γιατρού, θετικού επιστήμονα και ποιητή Θεόδωρου Στεφανίδη στη ζωή τους εκεί. Στην Κέρκυρα απέκτησαν και μία άλλη φίλη, τη Μαρία Ασπιώτη, με την οποία ο Λώρενς συνεργάσθηκε στην έκδοση του Lear's Corfu.

Στο Παρίσι

Τον Αύγουστο 1937 ο Λώρενς και η Νάνσυ ταξίδεψαν στη Βίλα Σερά (Seurat) στο Παρίσι για να συναντήσουν τον Μίλερ και την Αναΐς Νιν. Μαζί με τον Άλφρεντ Perles, οι Νιν, Μίλερ και Ντάρελ «άρχισαν μία συνεργασία με σκοπό τη δημιουργία δικού τους λογοτεχνικού κινήματος». Επίσης άρχισαν τη «Σειρά της Βίλας Σερά» προκειμένου να εκδώσουν το Μαύρο Βιβλίο του Ντάρελ, τον Μαξ και τα λευκά φαγοκύτταρα του Μίλερ και το Winter of Artifice της Νιν με τον Jack Kahane του εκδοτικού οίκου Obelisk Press.

Το πρώτο αξιόλογο μυθιστόρημα του Ντάρελ, το Μαύρο Βιβλίο, ήταν έντονα επηρεασμένο από τον Χένρι Μίλερ και εκδόθηκε στο Παρίσι το 1938, αλλά κυκλοφόρησε στη Βρετανία μόλις το 1973. Στην υπόθεσή του, ο βασικός ήρωας Λώρενς Λούσιφερ παλεύει για να δραπετεύσει από την πνευματική στειρότητα της Αγγλίας και βρίσκει τη ζεστασιά και τη γονιμότητα της Ελλάδας.

Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η μητέρα και οι αδελφοί του Ντάρελ επέστρεψαν στην Αγγλία, ενώ εκείνος και η Νάνση παρέμειναν στην Κέρκυρα. Το 1940 απέκτησαν μία κόρη, την Πηνελόπη-Βερεγγαρία. Μετά την έναρξη της γερμανικής κατοχής η οικογένεια διέφυγε μέσω Κρήτης στην Αλεξάνδρεια. Ωστόσο ο γάμος τους ήδη αντιμετώπιζε προβλήματα και οι Ντάρελ και Νάνσυ χώρισαν το 1942, με τη Νάνσυ να παίρνει τη μικρή Πηνελόπη στην Ιερουσαλήμ.

Στα χρόνια της παραμονής του στην Κέρκυρα ο Ντάρελ είχε κρατήσει σημειώσεις για ένα βιβλίο για το νησί, αλλά μόλις στο τέλος του πολέμου στην Κέρκυρα μπόρεσε να το γράψει. Στο βιβλίο Prospero's Cell ο Ντάρελ περιγράφει την Κέρκυρα ως «αυτό το λαμπερό κομματάκι νησιού στο Ιόνιο» με νερά «σαν τον χτύπο της καρδιάς του ίδιου του κόσμου».

Στην Αίγυπτο

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ντάρελ υπηρέτησε ως ακόλουθος τύπου στη βρετανική πρεσβεία στην Αίγυπτο, πρώτα στο Κάιρο και μετά στην Αλεξάνδρεια. Στην Αλεξάνδρεια συνάντησε την Εύα (Υβέτ) Κοέν, μία Αλεξανδρινή Εβραία, που θα γινόταν η έμπνευσή του για τον χαρακτήρα της Ζυστίν στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλεξανδρινού κουαρτέτου. Το 1947, αφού εκδόθηκε το διαζύγιό του με τη Νάνσυ, η Εύα παντρεύτηκε τον Ντάρελ και το 1951 απέκτησαν μαζί μία κόρη, τη Σαπφώ-Τζέιν, που ονομάσθηκε προς τιμή της αρχαίας Ελληνίδας ποιήτριας Σαπφούς. (Η Σαπφώ Ντάρελ αυτοκτόνησε το 1985.)


Το σπίτι του Ντάρελ στη Ρόδο, με κίτρινο επίχρισμα και μεσογειακή αρχιτεκτονική (με τα δύο αυτοκίνητα μπροστά). Εδώ έμεινε από τις 20 Μαΐου 1945 μέχρι τις 10 Απριλίου 1947.

Στη Ρόδο

Τον Μάιο του 1945 ο Ντάρελ γνώρισε ένα ακόμα ελληνικό νησί όταν αποσπάσθηκε από την υπηρεσία του στη Ρόδο. Τα Δωδεκάνησα είχαν δοθεί στην Ιταλία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Με την παράδοση των Ιταλών το 1943 οι μέχρι τότε σύμμαχοί τους Γερμανοί κατέλαβαν τα περισσότερα από αυτά και τα κράτησαν, όπως και την Κρήτη, μέχρι το τέλος του πολέμου. Η ηπειρωτική Ελλάδα ήταν παγιδευμένη τότε στον εμφύλιο πόλεμο και έτσι τα Δωδεκάνησα περιήλθαν υπό προσωρινή βρετανική στρατιωτική διοίκηση μέχρι που τα νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα το 1947.

Ο Ντάρελ εγκαταστάθηκε στο σπιτάκι του φύλακα του παλιού τουρκικού νεκροταφείου, καθώς βρισκόταν ακριβώς απέναντι του δρόμου από το κτίσμα που χρησιμοποιούσε η βρετανική διοίκηση (σήμερα στεγάζει το Καζίνο της Ρόδου). Εκεί συγκατοικούσε με την Εύα Κοέν.

Από εκείνη την εποχή χρονολογείται το βιβλίο του Reflections on a Marine Venus, μία λυρική εξύμνηση του νησιού, στην οποία ο Ντάρελ τείνει να αποφεύγει κάτι περισσότερο από μία περαστική αναφορά στην ταραχή των καιρών.

Στην Αργεντινή και στο Βελιγράδι

Το 1947 ο Ντάρελ διορίσθηκε διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου στην Κόρντομπα της Αργεντινής, όπου για τους επόμενους 18 μήνες έδινε διαλέξεις πάνω σε πολιτιστικά θέματα. Επέστρεψε στο Λονδίνο με την Εύα το καλοκαίρι του 1948, περί την εποχή που ο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας στρατάρχης Τίτο διέκοψε τους δεσμούς με την COMINFORM του Στάλιν, οπότε ο Ντάρελ αποσπάσθηκε στο Βελιγράδι, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1952. Αυτή η περίοδος του έδωσε υλικό για το βιβλίο του Λευκοί αετοί πάνω από τη Σερβία (1957).

Στην Κύπρο

Το 1952 η Εύα νοσηλεύθηκε στην Αγγλία. Ο Ντάρελ μετακόμισε στην Κύπρο με την κόρη τους Σαπφώ, όπου αγόρασε σπίτι και πήρε θέση καθηγητή των αγγλικών στο Παγκύπριο Γυμνάσιο για να στηρίξει οικονομικά τη συγγραφική του δραστηριότητα, ενώ εργάσθηκε και ως διευθυντής του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της αποικιοκρατικής διοίκησης (1954-1956). Για την περίοδο της Κύπρου έγραψε στο έργο του Bitter Lemons, που κέρδισε το Βραβείο Duff Cooper το 1957. Το 1954 Ο Λώρενς Ντάρελ έγινε μέλος (Fellow) της Βασιλικής Εταιρείας Λογοτεχνίας. Ο Ντάρελ εγκατέλειψε την Κύπρο τον Αύγουστο 1956, όταν η αναταραχή είχε εξελιχθεί στον κυπριακό αντιαποικιακό αγώνα και η θέση του ως κυβερνητικού υπαλλήλου οδήγησε σε επανειλημμένες δολοφονικές απόπειρες εναντίον του.

Τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία

Ο Ντάρελ πήρε διαζύγιο από την Εύα Κοέν το 1955 και ξαναπαντρεύτηκε το 1961 μία άλλη Αλεξανδρινή Εβραία, την Κλωντ-Μαρί Βενσεντόν (Vincendon), που την είχε γνωρίσει στην Κύπρο. Ο Ντάρελ κατέρρευσε όταν η Κλωντ-Μαρί πέθανε από καρκίνο το 1967. Ο τέταρτος και τελευταίος γάμος του έγινε το 1973, με μία Γαλλίδα, την Γκισλαίν ντε Μποϋσσόν (Ghislaine de Boysson), από την οποία πήρε διαζύγιο το 1979.

Ο Ντάρελ εγκαταστάθηκε στο Σομιέρ (Sommières), ένα μικρό χωριό στο Λανγκεντόκ της Γαλλίας, όπου αγόρασε ένα μεγάλο σπίτι, απομονωμένο πίσω από τη μεγάλη περίφραξή του στην άκρη του χωριού. Εδώ συνέγραψε το The Revolt of Aphrodite με δύο μέρη, το Tunc (1968) και το Nunquam (1970), καθώς και το Κουιντέτο της Αβινιόν, που επιχειρούσε να επαναλάβει την επιτυχία του Αλεξανδρινού κουαρτέτου και στο οποίο ο συγγραφέας επισκέπτεται και πάλι πολλά από τα μοτίβα και τα στιλ του Κουαρτέτου. Το μεσαίο από τα 5 βιβλία του Κουιντέτου, το Κονστάνς, που απεικονίζει τη Γαλλία υπό τη γερμανική κατοχή, χρίσθηκε υποψήφιο για το Βραβείο Μπούκερ το 1982, ενώ το πρώτο του βιβλίο, το Monsieur, τιμήθηκε το 1974 με το James Tait Black Memorial Prize. Το 1974 ο Ντάρελ πήρε την υποτροφία Andrew Mellon για επισκέπτης καθηγητής των επιστημών του ανθρώπου στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια.

Την ίδια αυτή τελευταία περίοδο της ζωής του έγραψε τα έργα Sicilian Carousel (που εξυμνεί τη Σικελία), τα Ελληνικά νησιά και το Caesar's Vast Ghost, που αφορά κυρίως τη γαλλική επαρχία της Προβηγκίας.

Ο Ντάρελ υπέφερε από εμφύσημα για πολλά χρόνια. Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στο σπίτι του Σομιέρ σε ηλικία 78 ετών. Ο φίλος του Άλαν Τόμας δώρησε μία συλλογή βιβλίων και περιοδικών που σχετίζονται με τον Ντάρελ στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, συλλογή η οποία διατηρείται ως η ξεχωριστή Lawrence Durrell Collection.

Ο Τόμας υπήρξε επίσης επιμελητής μιας ανθολογίας πρόσθετων κειμένων, επιστολών και ποιήσεως υπό τον γενικό τίτλο "Spirit Of Place," η οποία περιέχει πολλά που συμπληρώνουν τα βιβλία του Ντάρελ.

Ποίηση

Η ποίηση του Ντάρελ επισκιάσθηκε από τα μυθιστορήματά του. Ο ποιητής Πίτερ Πόρτερ γράφει στην εισαγωγή του στα «Επιλεγμένα ποιήματα του Λώρενς Ντάρελ» για τον Ντάρελ ως ποιητή: «`Ενας από τους καλύτερους των τελευταίων εκατό ετών. Και ένας από τους πλέον «απολαύσιμους»... ...(η ποίησή του) είναι πάντοτε όμορφη ως ήχος και σύνταξη. Η καινοτομία του έγκειται στην άρνησή του να είναι περισσότερο υψιλόφρων από ό,τι το θέμα του, μαζί με τον χειρισμό που επιφυλάσσει σε ολόκληρο το λεξικό της γλώσσας.»


Εργογραφία

Μυθιστορήματα
Pied Piper of Lovers (1935) 
Panic Spring, υπό το ψευδώνυμο Charles Norden (1937) 
The Black Book (1938) 
Cefalu (1947 - επανεκδόθηκε το 1958 με τον τίτλο The Dark Labyrinth) 
White Eagles Over Serbia (1957) 
The Alexandria Quartet (1962) 
Justine (1957) 
Balthazar (1958) 
Mountolive (1958) 
Clea (1960) 
The Revolt of Aphrodite (1974) 
Tunc (1968) 
Nunquam (1970) 
The Avignon Quintet (1992) 
Monsieur: or, The Prince of Darkness (1974) 
Livia: or, Buried Alive (1978) 
Constance: or, Solitary Practices (1982) 
Sebastian: or, Ruling Passions (1983) 
Quinx: or, The Ripper's Tale (1985) 
Ταξιδιωτικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα] 
Prospero's Cell: A guide to the landscape and manners of the island of Corcyra [Corfu] (1945, επανέκδοση το 2000 με ISBN 0-571-20165-2) 
Reflections on a Marine Venus (1953) 
Bitter Lemons (1957 - επανεκδόθηκε το 2001 με τον τίτλο Bitter Lemons of Cyprus 2001) 
Blue Thirst (1975) 
Sicilian Carousel (1977) 
The Greek Islands (1978) 
Caesar's Vast Ghost (1990) 

Ποίηση
Quaint Fragments (1931) 
Ten Poems (1932) 
Transition: Poems (1934) 
A Private Country (1943) 
Cities, Plains and People (1946) 
On Seeming to Presume (1948) 
Selected Poems: 1953–1963 (επιμέλεια Άλαν Ρος, 1964) 
The Ikons (1966) 
The Suchness of the Old Boy (1972) 
Collected Poems: 1931–1974 (επιμέλεια Τζέιμς Α. Μπράιαμ, 1980) 
Selected Poems of Lawrence Durrell (επιμέλεια Πίτερ Πόρτερ, 2006) 

Θεατρικά έργα
Bromo Bombastes, υπό το ψευδώνυμο Gaffer Peeslake (1933) 
Sappho: A Play in Verse (1950) 
An Irish Faustus: A Morality in Nine Scenes (1963) 
Acte (1964) 

Χιουμοριστικά
Esprit de Corps (1957) 
Stiff Upper Lip (1958) 
Sauve Qui Peut (1966) 
Antrobus Complete (1985), μία συλλογή διηγημάτων που είχαν δημοσιευθεί παλαιότερα σε διάφορα περιοδικά, με θέμα τη ζωή στο διπλωματικό σώμα. 

Επιστολές και δοκίμια
A Key to Modern British Poetry (1952) 
Lawrence Durrell and Henry Miller: A Private Correspondence (1962, επιμέλεια George Wickes) 
Spirit of Place: Letters and Essays on Travel (1969, επιμέλεια Alan G. Thomas) 
Literary Lifelines: The Richard Aldington—Lawrence Durrell Correspondence (1981, επιμέλεια Ian S. MacNiven και Harry T. Moore) 
A Smile in the Mind's Eye (1982) 
"Letters to T.S. Eliot" (1987) στο Twentieth Century Literature, τόμος 33, No. 3 σσ. 348–358 
The Durrell-Miller Letters: 1935–80 (1988, επιμέλεια Ian S. MacNiven) 
Letters to Jean Fanchette (1988, επιμέλεια Jean Fanchette) 

Μεταφράσεις και επιμέλειες
Wordsworth; Selected by Lawrence Durrell (1973), επιμέλεια 
New Poems 1963: A P.E.N. Anthology of Contemporary Poetry (1963), επιμέλεια 
The Best of Henry Miller (1960), επιμέλεια 
The Curious History of Pope Joan (1954), μετάφραση της Πάπισσας Ιωάννας του Εμμανουήλ Ροΐδη
The King of Asine and Other Poems (1948), μετάφραση ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη μαζί με τους Μπέρναρντ Σπένσερ και Νάνο Βαλαωρίτη
Six Poems From the Greek of Sikelianós and Seféris (1946), μετάφραση 

Ελληνικές εκδόσεις
Η Θαλάσσια Αφροδίτη, εκδ. Κανάκη, 2000 ISBN 960-7420-61-6
Αλεξανδρινό κουαρτέτο, εκδ. Μεταίχμιο 
Η σπηλιά του Πρόσπερου 
Τα ελληνικά νησιά, εκδ. Μεταίχμιο, 2006 ISBN 960-455-074-8
Πικρολέμονα, εκδ. Γρηγόρης 
Το ουράνιο τόξο, εκδ. Κριτική 
Ο σκοτεινός Λαβύρινθος, εκδ. Κανάκη 
Προπάντων τα προσχήματα, εκδ. ΟΛΚΟΣ 

Το Αλεξανδρινό κουαρτέτο


Το 1957 ο Ντάρελ δημοσίευσε το μυθιστόρημα Ζυστίν, που θα γινόταν το πρώτο μέρος του γνωστότερου έργου του, του Αλεξανδρινού κουαρτέτου, τα 4 μέρη του οποίου, τα Ζυστίν, Μπαλτάζαρ (1958), Mountolive (1958) και Κλέα (1960), αφηγούνται γεγονότα που διαδραματίζονται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Τα πρώτα τρία βιβλία αφηγούνται ουσιαστικά την ίδια ιστορία από διαφορετικές πλευρές, μία τεχνική που ο Ντάρελ χαρακτήρισε στην εισαγωγική σημείωσή του στο Μπαλτάζαρ ως «σχετικιστική». Μόνο στο τελευταίο μέρος, το Κλέα, προχωρεί την ιστορία στον χρόνο και φθάνει σε μία κατάληξη.

Το Αλεξανδρινό κουαρτέτο εντυπωσίασε τους κριτικούς με τον υφολογικό πλούτο του, την ποικιλία και τη ζωηράδα των χαρακτήρων του, τις εναλλαγές του ανάμεσα στο προσωπικό και στο πολιτικό στοιχείο, καθώς και τις εξωτικές τοποθεσίες μέσα και γύρω από την πόλη, τις οποίες ο Ντάρελ παρουσιάζει ως τον πρωταγωνιστή: «Η πόλη, που μας χρησιμοποίησε σαν την πανίδα της, έβρεξε μέσα μας συγκρούσεις που ήταν δικές της και που τις πήραμε για δικές μας: αγαπημένη Αλεξάνδρεια!» Η παρουσίαση του Κουαρτέτου στο The Times Literary Supplement σημείωνε: «Αν ποτέ ένα έργο έφερε μία άμεσα αναγνωρίσιμη υπογραφή σε κάθε του φράση, τότε είναι αυτό». Υπήρχε κάποια πρόταση να προταθεί ο Ντάρελ για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά αυτό δεν υλοποιήθηκε.

Με δεδομένο το πολυσύνθετο του έργου, ήταν πιθανώς αναπόφευκτο ότι η απόπειρα του Τζωρτζ Κιούκορ το 1969 να μεταφέρει το έργο στον κινηματογράφο (ως Ζυστίν) απλοποίησε την ιστορία σε βαθμό μελοδράματος και απέτυχε.https://el.wikipedia.org/

✦    ✦    ✦    ✦

Το αριστούργημα του Λόρενς Ντάρελ, ενός από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς του β’ μισού του 20ου αιώνα, είναι ένα ολοζώντανο έργο το οποίο επαινέθηκε όσο λίγα. Τζάστιν, Μπαλτάζαρ, Μαουντόλιβ και Κλέα, τα πρόσωπα που δίνουν το όνομά τους στα βιβλία αυτής της τετραλογίας, διαπλέκονται μεταξύ τους ενώ πέμπτη πρωταγωνίστρια η πόλη της Αλεξάνδρειας, εξωτική και παρηκμασμένη, γεμάτη ομορφιά και γραφικότητα, σύμβολο ενός κόσμου κατεξοχήν ερωτικού. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Κοσμοπολίτης -αλλά Δυτικός- ο συγγραφέας καταφεύγει στον Φρόιντ για να μεταβεί από τη σχετικότητα των μεγεθών στη σχετικότητα της προσωπικότητας που τα ψυχικά της κοιτάσματα είναι συστατικά στοιχεία της ατμόσφαιρας, μέρος μιας νέας αρμονίας, περίπλοκων παθών αλλά και μικρών πολλαπλών δραμάτων που συνθέτουν μια ολόκληρη εποχή. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία είναι τόσα που οδηγούν στον πειρασμό να διαβάσει κανείς το βιβλίο ως ένα είδος έμμεσης αυτοβιογραφίας του Ντάρελ. Ωστόσο αυτό είναι κάτι που δεν θα το συνιστούσα γιατί έτσι χάνεται η μαγεία του βιβλίου, η διαβρωτική επίδρασή του που πολύ συχνά θυμίζει Προυστ και το δηκτικό του χιούμορ, αναπόσπαστο τμήμα μιας ποιητικής του Ντάρελ όπου η ευαισθησία και η κριτική αποτίμηση προσώπων, καταστάσεων και συμβάντων εναλλάσσονται πολλές φορές στην ίδια παράγραφο. Το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο αποτελεί έναν ύμνο, όπως και έναν αποχαιρετισμό προς το ύφος, από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα ατμόσφαιρας της μεταπολεμικής εποχής, η σημασία του οποίου μάλιστα είναι ακόμη μεγαλύτερη αν σκεφθεί κανείς ότι η εποχή στην οποία παραπέμπει αναδύεται μέσα από το προοίμιό της. Ειδικά για μας έχει ειδικότερη σημασία αφού ενέπνευσε ένα από τα καλύτερα έργα της μεταπολεμικής πεζογραφίας μας: τις Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα. (Αναστάσης Βιστωνίτης, Το Βήμα, 7/2/2010)


ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/