Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, πρωτότοκος γιος του κερκυραίου γιατρού Ιωάννη Κάλβου και της ζακύνθιας αριστοκράτισσας Αδριανής Ρουκάνη. Μετά τη διάλυση του γάμου των γονιών του ο πατέρας του έφυγε για την Ιταλία, και ο ποιητής αναχώρησε το 1802 με το μικρότερο αδερφό του Νικόλαο, για να ζήσουν μαζί του. Το 1805 η μητέρα του χώρισε και επίσημα από τον πατέρα του και παντρεύτηκε στη Ζάκυνθο τον Κωνσταντίνο Καλέκα. Ο Κάλβος έμαθε τα πρώτα γράμματα στη Ζάκυνθο (σύμφωνα με ανεξακρίβωτη πληροφορία το 1800 ήταν μαθητής του Αντωνίου Μαρτελάου) και συνέχισε τις σπουδές του στην ελληνική παροικία στο Λιβόρνο και στη Φλωρεντία, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Ανδρέα Λουριώτη (1808). Εκεί έγραψε στα ιταλικά το (αποκηρυγμένο αργότερα και χαμένο εκτός του προλόγου) Άσμα στο Ναπολέοντα (1811). Το 1812 γνωρίστηκε στη Φλωρεντία με τον Ugo Foscolo, ο οποίος τον προσέλαβε αντιγραφέα του και δάσκαλο του προστατευομένου του Στέφανου Βούλτσου. Ακολούθησε συγκατοίκησή του με το Foscolo και βραχύ διάστημα παραμονής των δυο φίλων στην Ελβετία. Την περίοδο εκείνη έγραψε τρεις τραγωδίες στα ιταλικά: τον Θηραμένη (1812-13), μια αγνώστου τίτλου (1812-13) και τις Δαναϊδες (1815). Το 1816 φιλοξενήθηκε από τον Foscolo στην Αγγλία και πήρε μέρος στην προσπάθεια του τελευταίου για έκδοση έργων κλασικών συγγραφέων και μετέφρασε στα νέα ελληνικά το Βιβλίο κοινών προσευχών της Αγγλικανικής Εκκλησίας και ποιήματα (1819-1820). Ακολούθησε ρήξη στις σχέσεις του με το Foscolo και το 1819 γάμος του με την αγγλίδα Maria Teresa Josephine Thomas, η οποία πέθανε τον ίδιο χρόνο. Την περίοδο αυτή (1818-1819) ο Κάλβος έδωσε διαλέξεις στο πνευματικό κέντρο Argyll Rooms του Λονδίνου με θέμα την ελληνική γλώσσα. Μετά το θάνατο της γυναίκας του συνδέθηκε με την παλιά του συμμαθήτρια Susan F.Ridout, σχέση που δεν ευδοκίμησε. Την περίοδο εκείνη είχε επανασυνδεθεί μέσω των μεταφράσεων και κάποιων διαλέξεων με την ελληνική γλώσσα, είχε ωστόσο ιταλική συνείδηση και είχε ως πρότυπο τον Alfieri. Το φθινόπωρο του 1820 μετά από σύντομη παραμονή στο Παρίσι επέστρεψε στη Φλωρεντία και εντάχθηκε στο κίνημα των Καρμπονάρων. Ως την άνοιξη του 1821 συνέχισε να γράφει στα ιταλικά και συνέθεσε δύο τραγωδίες ακόμα. Την ίδια χρονιά συνελήφθη από την αστυνομία και απελάθηκε στη Γενεύη. Πληροφορίες αναφέρουν πως την περίοδο εκείνη έγραφε ένα ποίημα για την ελληνική εξέγερση στη Μολδαβία. Στη Γενεύη έμεινε από το 1821 ως το 1824 και έγραψε τις δέκα πρώτες Ωδές, τις οποίες τύπωσε το 1824 με τον τίτλο Λύρα. Το 1825 ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου πήρε μπήκε στους φιλελληνικούς κύκλους και συνδέθηκε με έλληνες λογίους. Εκεί πραγματοποιήθηκε η έκδοση της νέας σειράς των Ωδών το 1826, με γαλλική μετάφραση του φίλοι του ποιητή και φιλέλληνα Panthier de Censay μαζί με τα Λυρικά του Αθανάσιου Χριστόπουλου. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1826, έμεινε για λίγο στο Ναύπλιο και κατόπιν πήγε στην Κέρκυρα, όπου ανέλαβε την καθηγεσία στην Ιόνιο Ακαδημία και ανακηρύχτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο λόγω αντιδράσεων των πανεπιστημιακών κύκλων και ασχολήθηκε με ιδιαίτερα μαθήματα, συγγραφή φιλοσοφικών συγγραμμάτων και μεταφράσεις, κυρίως φιλοσοφικών πραγματειών. Στην Ακαδημία επαναδιορίστηκε το 1836 ως καθηγητής της Ιδεολογίας. Η διδασκαλία του στα ελληνικά προκάλεσε αντιδράσεις και εχθρικό κλίμα. Την περίοδο 1840-1841 επανήλθε στη διδασκαλία της Φιλοσοφίας και το Γενάρη του 1841 έγινε διευθυντής στο Κερκυραϊκό Λύκειο, θέση από την οποία παραιτήθηκε το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Μετάξης Κερκύρας (1845) και της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας (1848). Με την ποίηση δεν ασχολήθηκε ξανά ως το θάνατό του. Το 1852 εγκατέλειψε την Κέρκυρα για την Αγγλία με τη μέλλουσα δεύτερη γυναίκα του Charlotte Augusta Wadams (την οποία γνώρισε κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στην Κέρκυρα και παντρεύτηκε το 1853 στο Λονδίνο). Στην Αγγλία η Chrlotte εργάστηκε σε σχολεία του Essex και του Λονδίνου και το 1865 ανέλαβε τη διεύθυνση οικοτροφείου θηλέων στο Louth, όπου δίδαξε και ο Κάλβος. Εκεί πέθανε από πνευμονία. Ως ποιητής ο Κάλβος συμπίπτει χρονικά με την Επτανησιακή Σχολή, αποτελεί ωστόσο μια μοναχική περίπτωση δημιουργού, που συνδυάζει στοιχεία διαφόρων ρευμάτων (κλασικιστικά, ρομαντικά) και διαφοροποιείται από την Επτανησιακή Σχολή, κυρίως λόγω της ιδιομορφίας της γλώσσας του, η οποία διαθέτει σπουδαία εκφραστική και εικονοπλαστική δύναμη. Στην Ελλάδα έγινε γνωστός μετά το 1889 με αφορμή τη γνωστή διάλεξη του Παλαμά για την ποίησή του. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ασχολήθηκαν κυρίως με τις Ωδές του, τα τελευταία χρόνια ωστόσο η έρευνα στρέφεται και γύρω από τα ιταλόφωνα έργα του.
Η Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη (3 Νοεμβρίου 1895 - 16 Μαρτίου 1979) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια
Η Δώρα Μοάτσου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και μαθητικά της χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Καταγόταν από την Κρήτη. Αποφοίτησε από τη Ζάππειο Σχολή, σπούδασε γαλλική φιλολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Σορβόννης και εργάστηκε ως καθηγήτρια φιλόλογος στην Κρήτη και την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον Κώστα Βάρναλη, τον οποίο παντρεύτηκε το 1929 στην Αθήνα. Πέθανε στην Αθήνα από πνευμονικό οίδημα. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε από τις σελίδες του Νουμά και το 1927 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της, που είχε τίτλο Στίχοι. Επίσης πεζογραφήματα, στίχους για παιδιά, μελέτες και το θεατρικό έργο Κάτω από το λιοντάρι της Βενετίας, που βραβεύτηκε στον Καλοκαιρίνειο διαγωνισμό του 1958.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση
• Στίχοι. 1927.
• In memoriam. 1938.
• Καϋμοί κι αγάπες. 1956.
• Καημοί κι αγάπες. 1958.
• Ποιήματα. 1963.
• Ποιήματα· Σονέτα. Αθήνα, Κέδρος, 1976.
ΙΙ.Παιδική λογοτεχνία
• Τραγούδια για παιδιά. 1954.
ΙΙΙ.Θέατρο
• Κάτω από το λιοντάρι της Βενετίας. 1958.
ΙV. Πεζογραφία
• Κόρη της Εύας. 1960.
• Κόρη της Εύας στο Παρίσι.
• Ταξίδι αναψυχής. 1962.
• Συζυγική ζωή.
V. Μελέτες
• Ο ελληνικός στίχος από τους βυζαντινούς χρόνους ως σήμερα.
Σκορπάει το κλήμα γύρω τους χυμούς του, τρυγούν μέσα στ’ αμπέλι τα σταφύλια κι απ’ τη γερτή του μπαλκονιού μας γρίλλια, μέσα στ’ απομεσήμερο του Αυγούστου,
η μυρουδιά του πατημένου μούστου στην κάμαρά μας μπαίνει την ανήλια, κι ηδονικά χαϊδεύει μας τα χείλια. Το κλήμα με τους ώριμους καρπούς του
τριγύρω μας απλώνει πονηρά τη μέθη με τα φλόγινα φτερά… Δε φταίμε εμείς, αν μέσα στις καρδιές μας
ξυπνούν αμαρτωλές οι επιθυμιές μας… Ζεστό τ’ απομεσήμερο του Αυγούστου, μεθυστικιά κι η μυρουδιά του μούστου.
(Χανιά 1917, δημοσιεύτηκε στον Νουμά)
ΣΤΕΡΝΗ ΒΡΑΔΙΑ
Βάλε την πλουμιστή σου φορεσιά, Μαριώ, και στο λαιμό σου τα φλωριά, και δυο πλεξίδες ρίξε τα μαλλιά σου. Απόψε είν’ η στερνή μας η βραδιά θε να ’ρθουμε, με τ’ άλλα τα παιδιά για ξεφαντώματα στη γειτονιά σου.
Στου κύρη σου κι εσύ το καπηλειό θα χύνεις, στα ποτήρια μας παλιό κρασάκι, χρυσοκόκκινο μοσχάτο. Στην πυρή τη ματιά μου θε να κλειώ λαχτάρα των τρελώ σου τω φιλιώ, πόθο για το κορμάκι σου τ’ αφράτο.
Την ώρια πλουμιστή σου φορεσιά βάλε, Μαριώ, και κέρνα τα κρασιά με τα γερά σου ηλιοκαμένα χέρια. Τι ο πόλεμος μας στήνει μακελειά κι είμαστε εμείς της πλέμπας τα παιδιά που πάμε στου θανάτου τα λημέρια. (Αθήνα, Μάης 1922, δημοσιεύτηκε στον Νουμά
Ο Μπενβενούτο Τσελίνι (Benvenuto Cellini, 3 Νοεμβρίου 1500 - 13 Φεβρουαρίου 1571) ήταν Ιταλός χρυσοχόος, γλύπτης, ζωγράφος, σχεδιαστής, στρατιώτης και μουσικός, ο οποίος έγραψε επίσης μία διάσημη αυτοβιογραφία. Πολλά έργα του εκτιμήθηκαν και του χάρισαν μεγάλη φήμη, όπως το τεραστίων διαστάσεων γλυπτό, που απεικονίζει τον Περσέα να κρατά το κεφάλι της Μέδουσας και κοσμεί την Πιάτσα ντε λα Σινιορία της Φλωρεντίας. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους της Ιταλικής Αναγέννησης, όχι μόνο για το έργο του αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο έδειχνε να απολαμβάνει τη ζωή.
Παρά το γεγονός ότι πιθανότατα μολύνθηκε από σύφιλη, αλλά και το ότι ορισμένοι πλούσιοι επιχειρηματίες της εποχής επιχείρησαν ανεπιτυχώς να τον δολοφονήσουν, ο Τσελίνι πέθανε διάσημος σε ιδιαίτερα μεγάλη για την εποχή ηλικία 71 ετών.
Περίφημη είναι η αυτοβιογραφία του, που αποκαλύπτει τον εριστικό του χαρακτήρα, την περιπετειώδη του διάθεση και την μεγάλη ιδέα που είχε για τον εαυτό του (La vita di Benvenuto di Maestro Giovanni Cellini, Fiorentino, scritta per lui medesimo) ― ελλην. μετάφρ. Γ.Λεωτσάκος, "ΑΓΡΑ"
Ο γλύπτης είναι ο ήρωας της όπερας του Εκτόρ Μπερλιόζ Benvenuto Cellini (1838)
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι (Pier Paolo Pasolini, 5 Μαρτίου 1922 – 2 Νοεμβρίου 1975) ήταν Ιταλός ηθοποιός, ποιητής, συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης.
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι γεννήθηκε στην Μπολόνια της Ιταλίας στις 5 Μαρτίου του 1922, χρονιά που ανεβαίνει στην εξουσία ο Μουσολίνι. Το γεγονός αυτό αποτελεί σταθμό και για την κοινωνική διάρθρωση της Ιταλίας που αλλάζει μορφή χάνοντας σιγά σιγά την αναγεννησιακή της παράδοση και καταντώντας χώρα μιας μάζας μικροαστών στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου και των μεγαλογαιοκτημόνων.
Γι'αυτό το λόγο κιόλας ο Παζολίνι υπήρξε δηλωμένος Μαρξιστής και αμετανόητος Αντιφασίστας.Σχεδόν όλες οι ταινίες του περιέχουν κοινωνικά και πολιτικά σχόλια για τα λαϊκά και αστικά στρώματα,τα οποία συμβαδίζουν με τις αρχές του Μαρξισμού,όπως Το θεώρημα(1968) και το Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο.
Πατέρας του ήταν ο Κάρλο Παζολίνι, υπαξιωματικός του πεζικού, γόνος παλιάς οικογένειας της Ραβέννας, της οποίας κατασπατάλησε τη μικρή περιουσία και κατατάχτηκε στο στρατό ως μοναδική λύση. Μητέρα του η Σουζάνα Κολούσι, από οικογένεια εύπορων αγροτών, δασκάλα, απ' την Καζάρσα του Φριούλι, ακριτική περιοχή της Ιταλίας στα σύνορα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το επάγγελμα του Κάρλο Παζολίνι ως στρατιωτικού υποχρεώνει την οικογένειά του σε συνεχείς μετακινήσεις. Στο Κονιλιάνο του Μπελούνο γεννιέται, το 1925, ο αδερφός του Γκουίντο-Αλμπέρτο.
Γράφει ο Παζολίνι στον Αιρετικό Εμπειρισμό:Την εποχή εκείνη τα πήγαινα ακόμα καλά με τον πατέρα μου. Ήμουνα ιδιαίτερα πεισματάρης και καπριτσιόζος (δηλαδή νευρωτικός), αλλά κατά βάθος καλός. Με τη μητέρα μου (έγκυο αλλά δεν το θυμάμαι) ήμουνα, όπως και σ' όλη μου τη ζωή, δεμένος με μια παθιασμένη αγάπη χωρίς ελπίδα.
Είναι αλήθεια ότι μάνα και πατέρας απ' τη νηπιακή ηλικία επηρεάζουν διαμετρικά αντίθετα και με καθοριστικό τρόπο την ψυχοσύνθεση του παιδιού. Ο πατέρας διοικεί την οικογένεια με στρατιωτικό τρόπο. Τυραννικός κι αυταρχικός προκαλεί μόνο φόβο. "Γεμάτος πάθος, σεξουαλικότατος, βίαιος σαν χαρακτήρας" γράφει γι' αυτόν ο γιος του, "κατέληξε στη Λιβύη, χωρίς δεκάρα· έτσι άρχισε τη στρατιωτική καριέρα που τον καταπίεσε και τον παραμόρφωσε ψυχολογικά τόσο ώστε να τον σπρώξει στον έσχατο συντηρητισμό. Είχε ποντάρει τα πάντα πάνω στη φιλολογική μου καριέρα, από τότε που ήμουνα ακόμα παιδί, μιας και τα πρώτα μου ποιήματα τα έγραψα σε ηλικία εφτά χρονών. Είχε διαισθανθεί, ο κακομοίρης, αλλά δεν είχε προβλέψει τις ταπεινώσεις που θα συνόδευαν την επιτυχία μου". Αλλά το καθοριστικό πρόσωπο στη ζωή του είναι η γλυκύτατη μητέρα, μόνιμο αντικείμενο λατρείας, στην οποία θα αφιερώσει μερικούς απ' τους πιο δυνατούς του στίχους. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε, έστω κι απ' αυτές τις λίγες ενδείξεις, τα σημάδια ενός τεράστιου οιδιπόδειου συμπλέγματος, του οποίο ο Παζολίνι είχε μια σπάνια όσο και ακραία επίγνωση.
Τα πρώτα του ποιήματα γράφηκαν στο Σάτσιλε όπου ο Παζολίνι έβγαλε το δημοτικό σχολείο. Ύστερα ακολούθησαν άλλες μετακινήσεις: Κρεμόνα, Ρέτζο Εμίλια, όπου παρακολούθησε το γυμνάσιο και, τελικά, στη Μπολόνια το λύκειο Γκαλβάνι και κατόπιν το πανεπιστήμιο. "Ένα πανεπιστήμιο με δομή φασιστική", θα σχολιάσει αργότερα. "Εξαιρείται μόνο η προσωπικότητα του Λόνγκι που εκείνα τα χρόνια στην Μπολόνια πρόσφερε πολλά σε μένα και σε πολλούς άλλους, συνομήλικους και πιο μεγάλους από μένα"
Το 1942, ενώ ο πατέρας του βρίσκεται αιχμάλωτος στην Κένυα, ο Πιερ Πάολο με τη μητέρα του και τον αδερφό του καταφεύγουν στο σπίτι των Κολούσι στην Καζάρσα. Τα χρόνια εκείνα, με δικά του έξοδα, ο νεαρός Παζολίνι εκδίδει την ποιητική συλλογή Ποιήματα στην Καζάρσα, γραμμένα στη διάλεκτο του Φριούλι. Τον επόμενο χρόνο κάνει τη στρατιωτική του θητεία στο Λιβόρνο· λιποτακτεί μετά τις 8 Σεπτεμβρίου και ξαναγυρίζει στην Καζάρσα.
Το 1945 ο αδερφός του Γκουίντο δολοφονείται μαζί με άλλους συντρόφους του της αντάρτικης ομάδας Όζοπο, από Γιουγκοσλάβους αντάρτες.Το θάνατο του Γκουίντο τον κάνει ακόμα τραγικό το γεγονός ότι σε μια πρώτη φάση κατορθώνει να ξεφύγει πληγωμένος, αλλά προδίνεται, μπλοκάρεται και τελικά σκοτώνεται. Στα έργα του Παζολίνι βρίσκουμε μνήμες, πόνο, οίκτο και πένθος για το θάνατο εκείνο, ενώ ο θάνατος του παλικαριού είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και πονεμένα του θέματα στο Τα Παιδιά της Ζωής και στο Μια Ζωή Γεμάτη Βία, τα δύο μυθιστορήματα που έγραψε σε ρομανέσκο.
Τα χρόνια του Φριούλι
Με το τέλος του πολέμου ο πατέρας γυρίζει στην Καζάρσα. Το χάσμα ασυννενοησίας μεταξύ πατέρα απ' τη μια και μητέρας-γιου απ' την άλλη γίνεται ακόμα βαθύτερο. Την ίδια χρονιά ο Πιερ Πάολο παίρνει το δίπλωμα φιλολογίας απ' το πανεπιστήμιο της Μπολόνια με μια διατριβή πάνω στον Πάσκολι. Απ' το 1945 ως το 1949 διδάσκει στο γυμνάσιο του Βαλβασόνε, ενός μικρού χωριού κοντά στην Καζάρσα. Στις 18 Φεβρουαρίου 1945, ιδρύει με νεαρούς φοιτητές την Academiuta de lenga Furlana, μια μικρή ακαδημία σπουδών για τη γλώσσα και την κουλτούρα του Φριούλι. Η περίοδος του Φριούλι είχε σημαντική επίδραση στη ζωή του Παζολίνι ως διανοούμενου και ως ατόμου. Τα νεανικά αυτά χρόνια που έζησε στην αγαπημένη ατμόσφαιρα του χωριού, μελετώντας με πραγματικό ενδιαφέρον τις διάφορες εκδηλώσεις και εκφράσεις του αγροτικού κόσμου, θα τα μυθοποιήσει αργότερα (όπως θα μυθοποιήσει και τη νιότη του) και θα τα νιώσει αρχαϊκά, ιερά, αμόλυντα.
Αυτή την αρχαϊκή φρεσκάδα του κόσμου που έρχεται σε άμεση επαφή με τη φύση θα κάνει μοντέλο και σκοπό του και θα προσπαθήσει να τα μεταδώσει στους άλλους. Απ' τα βάθη των ημερών εκείνων από εκείνες τις ρίζες θα ξεκινήσει να ζωγραφίσει μια Ιταλία ταπεινή, πραγματική, καθημερινή, και στα τελευταία του πια γραπτά θα διαπιστώσει και θ' ανακοινώσει την εξαφάνιση της με τρόπο που συχνά θα ξεσηκώσει θύελλες αποδοκιμασίας και θα δημιουργήσει σκάνδαλο.
Στενά συνδεδεμένος με τον τρόπο που αυτός ένιωθε τον αγροτικό κόσμο είναι και ο τρόπος που παρατηρεί τον κόσμο του Προλεταριάτου των συνοικισμών της Ρώμης. Σε μια συνέντευξή που δίνει στη La Stampa την Πρωτοχρονιά του 1975 μιλάει γι' αυτούς ακριβώς τους συνοικισμούς. "Ήταν ένας κόσμος περιθωριακός και τρομερός στη σκληρότητά του, αλλά διατηρούσε ένα δικό του κώδικα τιμής και γλώσσας ο οποίος δεν αντικαταστάθηκε με τίποτα. Σήμερα τα παιδιά των συνοικισμών τρέχουν με μηχανές και βλέπουν τηλεόραση αλλά δεν ξέρουν να μιλάνε, μόλις που καταφέρνουν να τραυλίζουν πια. Είναι το βασικό πρόβλημα όλου του αγροτικού κόσμου ή τουλάχιστον της κεντρικής και νότιας Ιταλίας". Σε γενικές λοιπόν γραμμές η λογοτεχνική και πολιτιστική ένταξη του Παζολίνι διαμορφώθηκε στην Καζάρσα. Τα ποιήματα που έγραψε ανάμεσα στα 1943 και 1949 με το γενικό τίτλο Το αηδόνι της Καθολικής Εκκλησίας, φανερώνουν όλα αυτά και ταυτόχρονα την πολιτική και πολιτιστική εξέλιξη του νεαρού συγγραφέα.
Την ίδια εκείνη περίοδο, μετά τους αγώνες των εργατών γης στο Φριούλι, γράφει την πρόζα Οι Μέρες του Αγαθού Ντε Γκάσπερι που αργότερα θα γίνει μυθιστόρημα και θα εκδοθεί το 1962 με τίτλο Το Όνειρο μιας Υπόθεσης.
Η φυγή στη Ρώμη
Τα χρόνια λοιπόν της Καζάρσα θα μείνουν αξέχαστα κι ανεπανάληπτα. Το ίδιο και η μετακίνηση ή η φυγή, όπως θα τη χαρακτηρίσει ο ίδιος, απ' τα μέρη εκείνα. Τις παραμονές των εκλογών του 1948 ένα αγόρι εξομολογείται στον παπά της Καζάρσα ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με τον Παζολίνι. Αυτόματα η ζωή του νεαρού καθηγητή γίνεται αδύνατη στο στενό περίγυρο του χωριού. Φεύγει με τη μητέρα του στη Ρώμη κι εκεί, ζει χρόνια πάρα πολύ δύσκολα. "Υπήρξα ένας απ' αυτούς τους άνεργους που καταλήγουν στην αυτοκτονία" θα πει αργότερα.
Στην αρχή έμενε στην Πιάτσα Κοσταγκούτι, μετά στο συνοικισμό Σαν Μάμολο, κοντά στις φυλακές Ρεμπίμπια. Ίσως αυτές οι αλλαγές διευθύνσεων για ένα άλλο συγγραφέα δε θα είχαν καμμιά σημασία, αλλά αυτοί οι τόποι, αυτά τα ονόματα είναι πολύ γνωστά στους αναγνώστες του καθώς και η Βία Φοντανεϊάνα όπου πήγε να κατοικήσει αμέσως μόλις καλυτέρεψαν λίγο οι οικονομικές του συνθήκες.
Το 1954 εκδίδονται τα ποιήματα που είχε γράψει στο Φριούλι, σε μια συλλογή με τίτλο Η Πιο Ωραία Νιότη. Δύο χρόνια πριν είχε δημοσιευτεί μια σημαντική μελέτη του πάνω στην ποίηση με διάλεκτο του 19ου αιώνα, που είχε γράψει σε συνεργασία με τον Μάριο Ντ' Άρκο. Το 1955, ο Παζολίνι ιδρύει και δουλεύει μαζί με τους Ροβέρσι, Λεονέτι, Ρομάνο και Φορτίνι το φιλολογικό περιοδικό Οφιτσίνα (Officina) που παρά τη μικρή διάρκεια (κλείνει οριστικά το 1959 μετά από ένα άρθρο που έγραψε ο Παζολίνι εναντίον του Πάπα Πίου ΧΙΙ) παραμένει μια σπουδαία μαρτυρία μιας μερίδας Ιταλών διανοούμενων απέναντι σε προβλήματα που αντιμετωπίζoνταν απ' τους περισσότερους συντηρητικά και μονόπλευρα, χωρίς καμιά εναλλακτική λύση. Το δοκίμιο Πάθος και Ιδεολογία και τα λυρικά κομμάτια του Η Θρησκεία των Καιρών μου, που εκδίδονται αντίστοιχα το 1960 και 1961, παραμένουν η σημαντικότερη συμβολή του Παζολίνι στο Οφιτσίνα. Το 1955 εκδίδεται το μυθιστόρημα Τα Παιδιά της Ζωής, που υπήρξε η πρώτη του συγγραφική επιτυχία.
Ο θάνατος του Παζολίνι
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι πέθανε στις 2 Νοεμβρίου 1975 στην παραλία της Όστια, κοντά στη Ρώμη, σε μια θέση χαρακτηριστική των μυθιστορημάτων του. Ο θανατός του ήταν πολιτική δολοφονία, πιθανώς από φασίστες που ενοχλήθηκαν από την τελευταία του αντιφασιστική ταινία Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα. Ο Πίνο Πελόζι, συνελήφθη και ομολόγησε τη δολοφονία. Τριάντα χρόνια μετά, το 2005, απέσυρε την ομολογία του, και υποστήριξε ότι άγνωστοι είχαν σκοτώσει τον Παζολίνι. Είπε ότι αναγκάστηκε να ομολογήσει γιατί υπήρχαν απειλές κατά του ίδιου και της οικογένειάς του. Η έρευνα σχετικά με τη δολοφονία Παζολίνι άρχισε εκ νέου μετά την αναίρεση του Πελόζι.
Είναι θαμμένος στην Καζάρσα, στο αγαπημένο του Φριούλι.
Φιλμογραφία
Ακατόνε (Accattone, 1961)
Μάμα Ρόμα (Mamma Roma, 1962)
Η Ρικότα, επεισόδιο απ' τη συλλογή RoGoPaG, (La ricotta, 1963)
La rabbia, 1963)
Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (Il vangelo secondo Matteo, 1964)
Πουλιά παλιόπουλα (Uccellacci e uccellini, 1966)
Οιδίπους (Edipo re, 1967)
Οι Μάγισσες (Le streghe — La Terra vista dalla Luna, 1967)
Θεώρημα (Teorema, 1968)
Χοιροστάσιο (Porcile, 1969)
Μήδεια (Medea, 1969)
Το Δεκάμερο (Il Decameron, 1971)
Οι Μύθοι του Καντέρμπουρι (I Racconti di Canterbury, 1972)
Χίλιες και Μία Νύχτες (Il fiore delle Mille e una Notte, 1974)
Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα (Salò o le 120 giornate di Sodoma, 1976)
Εργογραφία
Πεζογραφία
Τα Παιδιά της Ζωής (Ragazzi di vita, 1955) ― ελλην. μετάφρ. Β.Ηλιόπουλος ("Οδυσσέας")
Μια Βίαιη Ζωή (Una vita violenta, 1959)
Πετρέλαιο, ανολοκλήρωτο (Petrolio, 1992)
Ποίηση
Η Πιο Ωραία Νιότη (La meglio gioventù, 1954)
Οι Στάχτες του Γκράμσι (Le ceneri di Gramsci, 1957)
Το Αηδόνι της Καθολικής Εκκλησίας (L'usignolo della chiesa cattolica, 1958)
Η Θρησκεία των Καιρών μου (La religione del mio tempo, 1961)
Ποίηση σε Σχήμα Ρόδου (Poesia in forma di rosa, 1964)
Πρόκειται για την πρώτη ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι, με τίτλο "Ακατόνε". Ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης είχε γράψει αρκετά σενάρια για ταινίες άλλων, πριν ξεκινήσει να σκηνοθετεί ο ίδιος ταινίες.
Την αρχή λοιπόν στην πλούσια φιλμογραφία του κάνει με αυτό εδώ το λιτό, υποβλητικό, ασπρόμαυρο αριστούργημα.
Υπόθεση:
Ο ήρωας, Vittorlo Accattone, κοιταγμένος από τη γωνία λήψης του αστισμού, δεν είναι παρά ο τυπικός εκπρόσωπος των εξαχρειωμένων, ένας σωματέμπορος που κάνει το λάθος να ερωτευθεί, να επιχειρήσει ν’ αλλάξει. Θα συναντήσει το θάνατο, έτσι άδοξα όπως κυλούσαν και οι μέρες της ζωής του. Από μιαν άλλη γωνία, όμως, ο ίδιος διεφθαρμένος παραμένει άδολος και «αθώος». Στην πρώτη του ταινία ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης κινηματογραφεί με πρωτόγονα μέσα, όπως «πρωτόγονη και αρπακτική» -σύμφωνα με τον ίδιο- είναι η ψυχή και η συνείδηση του πρωταγωνιστή του. Η ταινία, βασισμένη στο μυθιστόρημά του «Μια βίαιη ζωή», παραμένει ένα ντοκουμέντο πάνω σε μια μερίδα ανθρώπων, όπου η ρεαλιστική περιγραφή του άγονου βίου και της «αμαρτωλής» πολιτείας των λούμπεν, συνδυάζεται έξοχα με μια σπουδή της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς τους.
Εκείνη την εποχή που ο Παζολίνι κάνει το "Ακατόνε" ο ρεαλισμός υπάρχει ήδη στον Ιταλικό κινηματογράφο. Ο Παζολίνι όμως προσθέτει στον υπάρχοντα ρεαλισμό τη δική του, υπέροχη ποιητική ματιά, δίνοντας έτσι μια ελεύθερη απόδοση της πραγματικότητας και με την οποία κάνει ακόμη πιο έντονο το ρεαλισμό με τον οποίο κινηματογραφεί τη ζωή του ήρωα του και κατ΄ επέκταση σε κάθε περιθωριακή γωνιά του κουρελοπρολεταριάτου της Ρώμης, σε κάθε εξαθλιωμένη κοινωνική ομάδα της εποχής.
Μια απόλυτη καταγραφή της ιταλικής κοινωνίας.
Η ταινία ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην Ακροδεξιά και καθιέρωσε με το καλημέρα στο χώρο του κινηματογράφου, τον Παζολίνι ως έναν πρωτότυπο και σημαντικό δημιουργό
To 1960, που γύρισε τούτη την πρώτη του ταινία, ο μακαρίτης Πιερ Πάολο Παζολίνι ήταν ήδη γνωστός ποιητής και δοκιμιογράφος και λιγότερο γνωστός μυθιστοριογράφος. Έχοντας περάσει κι ο ίδιος τρομερές μέρες φτώχειας, είχε την ευκαιρία τότε να γνωρίσει καλά τους λούμπεν προλετάριους και να μελετήσει την «ποιότητα» της δυστυχίας τους. Την 1η Νοεμβρίου 1975, αυτοί ακριβώς οι λούμπεν τον σκότωσαν στα 53 του χρόνια, ίσως γιατί πολύ τους αγάπησε.
Το μυθιστόρημα του Μια βίαιη, ζωή, απ’ όπου είναι παρμένο το σενάριο του Ακατόνε — πρόκειται για το παρατσούκλι του κύριου ήρωα—, είναι περισσότερο μια ποιητική σπουδή της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς του λούμπεν και λιγότερο μια ρεαλιστική περιγραφή του άγονου βίου του και της «αμαρτωλής» πολιτείας του.
Για τον Παζολίνι, οι λούμπεν δεν είναι διεστραμμένα τέρατα αλλά άνθρωποι με υποσταθμισμένη την κοινωνική τους συνείδηση στο «βαθμό μηδέν», αποκομμένοι τελείως από το ιστορικό-κοινωνικό γίγνεσθαι στο οποίο αρνούνται να μετάσχουν, δημιουργώντας έτσι μια παρακοινωνία που ενεργεί στο περιθώριο της κοινωνίας — και εναντίον της.
Η κοινωνική συνείδηση επικαθορίζεται από τις παραγωγικές σχέσεις. Συνεπώς, ο «τέλειος λούμπεν» δεν πρέπει να έχει ούτε άμεση ούτε έμμεση σχέση με την παραγωγή. (Ο κλέφτης έχει έμμεση σχέση με την παραγωγή: οικειοποιείται το προϊόν της δουλειάς άλλων.) Η πόρνη και κυρίως ο «προστάτης» της είναι ριζικά και ολικά ξεκομμένοι από την παραγωγή: είναι τα τέλεια παράσιτα.
Τούτο τον πλήρη παρασιτισμό μελετάει ο Παζολίνι στο Ακατόνε. Οι λούμπεν του ούτε καν σαν νταβατζήδες δεν είναι ιδιαίτερα δραστήριοι. Ακόμα και το «νταβατζιλίκι» το αντιμετωπίζουν σαν μια βαριά δουλειά. Η πλήρης αδράνεια και η απόλυτη παραίτηση είναι το μεγάλο «ιδανικό» τους.
Το μέγεθος της επιτυχίας του Παζολίνι εδώ, προσδιορίζεται από την προσπάθεια του να περιγράψει την αδράνεια μέσα από μια δράση. Και η δράση αυτή όντας ουσιαστικά «μη δράση» έπρεπε να φορτιστεί με συμπεριφοριακές λεπτομέρειες απόλυτης ακρίβειας και αποτελεσματικότητας. Έτσι, το Ακατόνε δομείται εξ ολοκλήρου πάνω στην οξύτατη ματιά ενός μελετητή που τυχαίνει να ‘ναι και ποιητής: η λεπτομέρεια χάνει τη σχολαστική της επιστημοσύνη και γίνεται διάσταση της «καθαρής» ποίησης. Πριν απ’ το καθετί, το Ακατόνε είναι η ταινία ενός ποιητή.’
Το Θεώρημα είναι ιταλική ταινία του 1968 σε σκηνοθεσία και σενάριο του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Στην ταινία υπάρχουν πολλοί συμβολισμοί και αρκετές σουρεαλιστικές σκηνές.
Πλοκή
Στο σπίτι μιας μεγαλοαστικής οικογένειας ζουν ο εργοστασιάρχης πατέρας, η σύζυγος, η κόρη, ο γιος και η υπηρέτρια. Μια μέρα έρχεται απρόσκλητος και χωρίς προφανή λόγο ένας νεαρός επισκέπτης. Μένει μαζί τους για ένα χρονικό διάστημα και κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του συνευρίσκεται ερωτικά με όλα τα μέλη του σπιτιού. Στη συνέχεια φεύγει όπως ήρθε, απροειδοποίητα.
Μετά τη φυγή του επισκέπτη, σε όλους συμβαίνει μια σημαντική αλλαγή στη ζωή τους. Η υπηρέτρια φεύγει από το σπίτι και επιστρέφει στο χωριό της. Η κόρη παθαίνει ψυχολογική κατάρρευση. Ο γιος ανακαλύπτει την κλίση του στην τέχνη. Η μητέρα αρχίζει να έχει σεξουαλικές επαφές με μικρότερους άντρες και ο πατέρας φεύγει από το εργοστάσιο, αφήνοντάς το στους εργάτες, και φεύγει γυμνός στην έρημο. https://el.wikipedia.org/
Το «Θεώρημα», σύμφωνα με το λεξικό, είναι μια πρόταση ή μια αλήθεια που ζητάει αποδείξεις! Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι στο δικό του «Θεώρημα» έκανε τη δική του πρόταση, έδωσε τη δική του απόδειξη στη δική του αλήθεια. Η αστική τάξη, λέει ο ποιητής -σκηνοθέτης, είναι ένα εύθραυστο οικοδόμημα που μόλις δεχτεί μια δυνατή γροθιά - παρέμβαση θα γκρεμιστεί. Και θα γκρεμιστεί γιατί η «σύνθεσή» της, ο τρόπος που ενώνονται τα μέλη της, η έλλειψη ισχυρών ηθικών αξιών που τη διακρίνει, προδικάζουν και τη συντριβή της.
Η ταινία δεν είναι «εύκολη». Γι' αυτό άλλωστε πολλοί, κατά καιρούς, έδωσαν πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Μερικοί, μάλιστα, έφτασαν να την ερμηνεύσουν σαν μια μεταφυσική ταινία και μια αλληγορία για την άφιξη του Ιησού, δήθεν! Κάποιοι άλλοι την είδαν σαν μια προκλητική ερωτική ιστορία. Αυτές οι σκόπιμα λαθεμένες ερμηνείες σκοπό έχουν να αποδυναμώσουν πολιτικά την ταινία. Το «Θεώρημα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι είναι καθαρό! Τα σχόλια του διανοούμενου Ιταλού αριστερού σκηνοθέτη για την αστική τάξη, αμέσως με την έναρξη της ταινίας, αποδεικνύουν τη θέλησή του να «κατευθύνει» το θεατή προς τα πού να κοιτάξει!
Η παρουσία του «Ξένου», η εισβολή καλύτερα του «Ξένου», μέσα στο αστικό σπίτι - οικοδόμημα, η φιλοσοφία του, ο τρόπος σκέψης του, η συμπεριφορά του γενικά, η ελευθερία του προκαλεί τριγμούς. Τα μέλη της οικογένειας είναι τόσο ευάλωτα, άλλωστε. Ολόκληρη η οικογένεια, άντρες - γυναίκες, υποκύπτουν στη γοητεία του «Ξένου», του παραδίδονται ερωτικά. Σε πολύ λίγο όλη αυτή η γνωστή γυαλιστερή αστική επιφάνεια θα γίνει συντρίμμια. Οταν ο ξένος φύγει, πίσω του δε θα έχει μείνει τίποτα όρθιο! Η παρουσία του ήταν, πράγματι, καταλυτική. Το σπίτι - οικοδόμημα έχει αποσαθρωθεί!
Αλλά το «Θεώρημα» δεν είναι μόνον περιεχόμενο. Είναι και φόρμα! Μια γοητευτική κινηματογραφική φόρμα. Με θαυμάσια φωτογραφία, με πλάνα - κάδρα, πίνακες μοντέρνας αναγεννησιακής ζωγραφικής, με μουσική Μότσαρτ και Μορικόνε! Και, κυρίως, με υπέροχες ποιητικές σιωπές. Θερμή παράκληση: ξεχάστε το κινηματογραφικό fast food. Η πρόσκληση σε «γεύμα» του Παζολίνι απαιτεί όλες τις αισθήσεις σας.