ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ - ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 


 ''Ο Δημιουργητής''

Στην πλάση γεννιούνται νότες και πεθαίνουν από τη φύση τους
δίχως ποτέ να κηδευτούν

πεινασμένα γεράκια παρασύρονται από τους ήχους
ψάχνοντας την τροφή τους στα βράχια

ερπετοειδή, σαύρες, μαζεύονται για λίγα αποφάγια πλάι στις καλαμιές

ασυνόδευτες, λησμονημένες νότες αναζητούν πεντάγραμμο
για να έχουν λόγο ύπαρξης

αιχμηρά παπούτσια σέρνονται στις παραλίες
και κατατροπώνουν την μοίρα των ερώτων

ενίοτε ένας εκσκαφέας των παλινδρομήσεων των ήχων
που απορροφώνται στα έγκατα

- χλωμός, ρακένδυτος στρατιώτης, υπηρέτης της αλήθειας -

ορκισμένος αρνητής υπό τους ήχους των κυμβάλων
σηκώνει το μολύβι, σημαδεύει στην πληγή
κι ας σμίγουνε τα όρνεα μπροστά του

στα χέρια μάζευε τις λέξεις της αυγής
που μίλαγαν τα βότσαλα κι η αλμύρα

ικέτης των ερώτων, της γαλήνης μαχητής
των απομακρυσμένων εργαλείων της γλώσσας ένας δημιουργητής
να ζωγραφίζει καστροπολιτείες σε αμμουδιά
όπου πολλοί ταξιδευτές κουρσέψαν πριν εκείνος αγαπήσει

και πήρε ένα στίχο από το χώμα
κανείς δεν τον λαμβάνει αληθινά

νομίζουν πως απώλεσε τα αλλότρια
μα το μελάνι σφίγγει και γεμίζει η χαρακιά
όπου απ’ τη μοίρα είχε η πραμάτεια του αφήσει

πρόθυμος την τελευταία πνοή ν’ αφήσει
κι η νύχτα κατατρώγει τα ψωμιά του
των απομακρυσμένων φθόγγων της γλώσσας, ο συγγραφέας-ποιητής
και να που απολαμβάνει τη σειρά του

κοίτα να τον δεις, πιο χαμηλά απ’ τη θωριά σου
μπλέκεται στα κάλλη σου και χάνει τη ζαριά
τα πάντα που απ’ τη φύση του έχει χάσει.

(22/08/2021)

                🍁  

''Άτιτλο''

Θέλω να σου πω
πως φτάνει κάπου εδώ και σώνεται η ζωή
κι αν πεις πως δεν χόρτασα, να θυμάσαι πως δεν την ευχαριστήθηκα
γιατί είναι δύσκολο να αποχωρίζεσαι τα ηλιοβασίλεματα
την πρωϊνή βροχή, τις στάλες στο παραθύρι
την υγρασία. Το φως, στο σκοτάδι της νύχτας.
Είναι δύσκολο να έχεις όλα αυτά που σου λείπουν
για να τα εγκαταλείπεις δίχως σφάλμα
να τα αφήνεις να μεγαλώνουν αυτούσια
να τα μοιράζεσαι με τις ενοχές σου
να μαρτυράς για τις υπερβολές σου
κι ύστερα να ξεχύνεσαι στο σύμπαν.
Εδώ, που τώρα δα σταματούν οι χτύποι
αρχίζει μια κοσμο-συμπαντική γενετική ιστορία
το στίγμα μιας πιθαμής σώματος
που χωρά ανάμεσα στη συζυγία του Κρόνου με τον Δία.
Και οι μέρες μας έτσι θα κυλούν. Τι νόμιζες;
πότε αναλαμπές και πότε σκοτάδι
λίγο να μπαίνει το φως και λίγο θάνατος
και στο τέλος να μένει μονάχα μια γλυκιά ανάμνηση..

(25/12/2020)

                  🍁  

''Ξεκίνησε να βρέχει''

Ξεκίνησε να βρέχει
πάει καιρός που τώρα βρέχει κάθε μέρα
να δεις τις στάλες πως διασπώνται στα πλακάκια που βαδίζαμε

βαδίζαμε σκυφτοί και σιωπηλοί
άυλοι άνθρωποι, αδειανοί
σα να μην είχαμε ανταλλάξει μια κουβέντα
ένα χάδι, μια αγκαλιά ή ένα φιλί
μες στον πολύπαθο έρωτά μας

σα να μην ήμασταν εμείς, οι τελευταίοι μιας στιγμής
που ερωτικά σ’ ένα κορμί είχαμε ενώσει
- πώς είχες νιώσει; -

νιώθω απίστευτη οργή, θλίψη κι ανάγκη και θυμό
νιώθω αμέτρητα "γιατί" να μ’ έχουν ζώσει
πως θέλω κάπου να μιλήσω, να ξεσπάσω
νιώθω εγκατάλειψη μ’ απίστευτο λυγμό

- κι αντιλαμβάνομαι πως όλα έχουν τελειώσει -

πάει καιρός που βρέχει τώρα κι απ’ τα μάτια μου
αυτά τα μάτια αν θυμάμαι είχες λατρέψει
βλέπεις, τα πίστευα όλα ο τρελός, πολλά τα λόγια
και ό,τι άκουγα και μ’ άγγιζε είχα κλέψει

- πολλές θυσίες για να κλέψω κομματάκι-κομματάκι την καρδιά σου -

πολλές οι μέρες και τα δάκρυα με πνίγανε κι υπέμενα
πολλά μου κάτσαν’ στο λαιμό και τα κατάπινα
κι όλα που είχαν μαζωχτεί με κατατρώγανε
μα απαντούσα, πως εσένα είχα διαλέξει

ευχαριστώ λοιπόν, που χόρτασα με κλάματα
κι απ’ την ανάγκη ν’ αποδείξω τις αξίες μου
λυπάμαι μόνο - και κοίτα με κατάματα -
αν κάπου έσφαλα ... και σου ζητώ συγνώμη

θέλω να φύγω από ‘δω με καθαρή συνείδηση
και για τα λάθη μου συγνώμη να ζητήσω
από τον φίλο, τον εχθρό ή τη γυναίκα μου
ό,τι κι αν πλήγωσα ζητώ να το εξαγνίσω

βλέπεις, εκεί που θα ανταμωθούμε πάλι
μόνο γαλήνη θα υπάρχει και τα αισθήματα
δε θα μπορείς να διασκεδάζεις με τα χρήματα
θα ‘σαι ένα ράκος απ’ τη μέρα που θα φύγω

- σημάδι δείχνει ο καιρός κι είναι ευκαιρία να διακόψει αυτή η αγάπη -

αυτή η πολύπαθη, η αγνή, αυτή που είχαμε ορκιστεί
πως θα κρατούσε μια ζωή, μέσα απ’ τα λάθη

άλλο να μη μακρηγορώ
δε ψάχνω μέσα από τους στίχους μου να κλαίγομαι
απλά θυμήσου ταχτικά, να μου προσέχεις τα παιδιά
κι όσο για μένα ... ε! βγήκα λίγο να ξεσκάσω.

(21/11/2014)

               🍁  

''Παραμονή Χριστούγεννα''

Ανάμεσα στο ψέμα κι η αλήθεια μας
εκεί είναι κρυμμένο το καλό μες το κακό
της έχθρας τα παιχνίδια στη μαγεία μας
αιώνιο το αποτέλεσμα για κάποιον χωρισμό

αγάπη που χωρίστηκε στα δύο
παλάτι που γκρεμίστηκε κι απόμεινε μισό
φεγγάρι π’ αποκόπηκε να γίνει φυλαχτό

οι στίχοι σου αγάπη μου, κορδέλα στο λαιμό
μαντήλι στα μαλλάκια σου, λουράκι στον καρπό
να μ’ έχεις κάπου επάνω σου να φέγγω
- ιδού η τιμωρία μας -
μα τώρα είναι το φως μου λιγοστό.

Τα μάτια μου γερμένα, κουρασμένα απ’ το κρύο
στην άκρη π’ ανταμώσαμε τα δυο
γνέθω απόψε ένα δικό μας παραμύθι
- παραμονή Χριστούγεννα -
να έχει όσο γίνεται πιο μαυρισμένη τύχη

ο χάρος με αντάμωσε στην πόρτα
τις περασμένες τις φορές, του γλύτωσα από θαύμα
μα σήμερα ζητούσε την ψυχή μου ή εσένα
κι αντάλλαγμα δε βρήκα να του δώσω. Διάλεξα εμένα.

Η όμορφη ψυχή σου έρωτά μου, έτσι απλά δε χαραμίζεται
δε δίνεται γι’ αστείο, δε χαλιέται
δε σπαταλιέται η αγάπη ν’ απογίνει μαύρο κλάμα
ούτε κυλάει σα νεκρώσιμο ποτάμι
που αδειάζει σε μια λίμνη με ξερόχορτα, η αγάπη

εμμένει, επιμένει, παραμένει και διαχέεται
και βρίσκει τρόπο όταν φτάσει η στιγμή να μεταλαμπαδεύεται
- για όλα σου, του έδωσα εμένα, έρωτά μου -

εμένα που με πρόδωσε η αχάριστη ζωή
ζωή φέρνει τα όνειρα κι εκείνη μας τα παίρνει
ζωή γεννά ο έρωτας κι αν κάποτε χαθεί
νομίζεις πως δεν πρόλαβες, δεν ένιωσες ακόμα
της ευτυχίας τις στιγμές, ποτέ να τις γευτείς.

- Του έδωσα εμένα, έρωτά μου, μη θυμώνεις -
νιώθω απλά πως δε γεννήθηκα, δεν έφτασα στη γη
μισός τί να πρωτόμαθα, μισός τί χάρες είδα;
μονάχα ένα χάροντα να μου ζητάει ψυχή

κι αυτή που παραδίδω εδώ δεν είναι η ψυχή μου
πλαστή είναι και κάλπικη, αέρινη ψυχή
κούφια και άδεια, μάτια μου, γιομάτη από λύπη
για λύπηση, για πέταμα, μία και μοναδική.

(24/12/2008)

              🍁  

''Σημαίνεις πολλά''

Σημαίνεις πολλά
έχεις χαράξει μια πορεία στο νου, που τα βράδια αγρυπνώντας
η μνήμη τρελαίνει τις σκέψεις. Ίσως το χθες να μην έσβησε
κι ίσως να άντεξε έτσι το βλέμμα, να περιφέρεται
ανάμεσα στους διαδρόμους της φαντασίας
τρία χρόνια γύρω-γύρω από τη θύμηση και την απόγνωση
δε μου ‘λειψε ούτε μια στιγμή απ’ τα περασμένα
όλα φωτογραφήθηκαν στη συνείδηση
κι εγώ συνέχιζα τη ζωή μου βήμα-βήμα, ολομόναχος όπως πάντα
γνώρισα κόσμο, γυναίκες που με λαχταρούσαν
θαυμάστριες της ψυχής μου. Ποθούσα το σώμα τους. Μα όχι τα μάτια τους
τα δικά σου έμεναν καρφωμένα στην καρδιά, σαν βέλη που τη μάτωναν απ’ τον έρωτα
Σε σκεφτόμουν στο κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε και παραμιλούσα
δεν αισθανόμουν ότι έλειπες. Ήσουνα δίπλα μου, στο πλευρό μου, φύλακας άγγελος
η καλή νεράιδα του παραμυθιού. Χαριτωμένη και πανέμορφη όπως πάντα
με τα διάφανα φτερά σου πετούσες ψηλά
κι ερχόσουν κατευθείαν στην αγκαλιά μου να ξαποστάσεις
εύθραυστη, λεπτεπίλεπτη, διάφανη και κρυστάλλινη
κάποιο πρωινό, θα έφευγα μαζί σου, για το ταξίδι στον Έρωτα
εγώ ρακένδυτος όπως με γνώρισες
- παιδί του δρόμου και των επαναστάσεων -
Όλοι με μπερδεύουν τώρα με εικοσάχρονο φοιτητή
γεννήθηκα λίγο πιο ανώριμος απ’ τους άλλους
ευφάνταστος, που ψοφάει για τα παραμύθια με τις νεράιδες
ήθελα βλέπεις τα αισθήματά μου να ξεχειλίζουν, από τα μάτια, τη μιλιά, τα χέρια
ήθελα πάντα να ‘μαι ο σκλάβος της γοητείας σου
να προσκυνώ το κορμί σου, να το φιλάω πόντο-πόντο
κι εσύ να χαίρεσαι, να γελάς, να διατάζεις πάνω στο μαρμάρινο βάθρο σου
να εξουσιάζεις τη ζωή μου. Με κάρφωναν οι ματιές σου
με εξουσίαζαν τα βέλη του βλέμματός σου, όπως σπινθηροβολούσαν σαν τις αστραπές
ώρες που με κοιτούσες μες τα μάτια. Ξεχύνονταν και πλήγωναν τα φυλλοκάρδια
- και τα στόχευαν ακαριαία -
είχες για όπλο, μια φαρέτρα με βέλη και τη γοητεία σου
για να τραβάς τ’ αρσενικά απ’ το μανίκι
μα εγώ σ’ αγάπησα και σε πόνεσα. Ήθελα να σ’ έχω μέσα στα χέρια
να γεμίζεις την αγκαλιά μου, τη ζωή μου ολάκερη
να σου χαϊδεύω τα μαλλιά, την ώρα που διηγούμαι ιστορίες για μάγους και ιππότες
με πανοπλίες και ξίφη - Το δικό μου μαγικό ραβδάκι, είναι το μολύβι μου -
το στόμα το κρατώ ερμητικά κλειστό, μήπως και ξεχάσει με το χρόνο να μιλάει για σένα
έμαθα να οσφρίζομαι με τα μάτια και τη φαντασία
ν’ αλητεύω στο κορμί σου κάνοντας κύκλους με το μαρκαδόρο
πάνω στο μπλοκ της ιχνογραφίας - Το χαρτί δεν ξεχνά ποτέ -
μένουν τυπωμένες οι λέξεις πάνω του, να θυμίζουν κάτι απ’ την αγάπη
ό,τι κι αν πει κανείς, θα ξεχαστεί. Κι αν βρίσει, ο θυμός θα ημερέψει
πού να ‘σαι τώρα αγαπημένη; Εσύ θα με εντοπίσεις, θα με διαβάσεις, θα με ανακαλύψεις
μα εγώ θα σε θυμάμαι όπως σε γνώρισα. Αέρινη!
κι η ζωή θα συνεχίζεται σαν τα παραμύθια δίχως τέλος. Καληνύχτα!
τραβάω ανηφόρα γι’ απόψε, μα σ’ έχω στο πλευρό μου και δε φοβάμαι. Καληνύχτα!
Σημαίνεις πολλά…

(21/05/2007)

               🍁  

''Τα βράδια που κυοφορούνται οι μεγάλες ιδέες''

Διπλώσανε οι στίχοι μου σε κάτασπρο πανί
στο πιο υψηλό, με εξόρισαν, της λησμονιάς κατάρτι
με τα μαλλιά μου ξέπλεκα και σείονταν οι ιστοί
κι απάνω που τα έλυσα, τυλίχτηκα μ’ εφιάλτες
μια μελωδία με νότες στο κορμί να συγγραφεί

τουλάχιστον να ‘χει ένα μέρος να κρυφτεί η αλήθεια
τα βράδια που κυοφορούνται οι μεγάλες ιδέες
τα βράδια ξεμυτούν και οι αλήτισσες ώρες
που σέρνουν τους μεθυστικούς τους στίχους
με φθόγγους και αλαλαγμούς αφύσικους
βγαλμένους από λυπημένες απορίες..

Συγκίνηση, θα πει κανείς. Συμπόνοια. Σύμπνοια;
Η εύνοια των προνομιούχων συρφετών
των όχλων, δύστυχων ιστοριών μας
των αλληλουχιών που δέσανε ακατάλληλη στιγμή
κι ακούμπησε ημίγυμνη η περηφάνια στο οδόστρωμα
κι απώλεσε κάθε ίχνος αξιοπρέπειας ανθρώπινης.

Ντροπή μας ! Φώτα ρε, για τους πεζούς
Φώτα για τους περαστικούς και για τον ποδηλάτη
Φώτα για τον ηθοποιό που σχίζεται για να Ποιήσει ήθος
Φώτα και για τον Καλλιτέχνη που πλημμύρισε με στίχους τα τραπέζια
[και με μπογιές πασάλειψε την πολυθρόνα της γιαγιάς.
Φώτα ρε, γι’ αυτή τη νότα που αβοήθητη ψυχορραγεί
[λίγο πριν πέσει απ’ το πεντάγραμμο αναίσθητη.
Φώτα και για τον προβολέα, στην οθόνη
που μόλις παίχτηκε το έργο της ζωής μας
και γύρισε κακήν κακώς τ’ ανάποδα η ταινία
κι απ’ το φινάλε φτάσαμε στα κρεμαστά πανό.

Διπλώσανε οι στίχοι μου σε κάτασπρο πανί
στο πιο υψηλό, με δέσανε, της λησμονιάς κατάρτι
με τα μυαλά τ’ ανέμελα και σείονταν οι ιστοί
κι άξαφνα κατέπεσα στο πιο βαθύ αμπάρι
τουλάχιστον να ‘χει ένα μέρος να κρυφτεί η αλήθεια
τα βράδια που κυοφορούνται οι μεγάλες ιδέες.

(08/05/2020)

               🍁  

''Οδηγός Marketing και προώθησης προϊόντος''

‘’..έξω αφήκαν το κλειδί του Μανωλιού
έξω απ’ την κάμαρα του δόλιου κι ορφανού
κι η αδερφή του η Κατίνα, κοίμισε όλη την Αθήνα..’’

φτιάξε ένα καινούργιο προϊόν
συσκεύασέ το, στόλισέ το, γνωστοποίησέ το
προώθησέ το μ’ ένα εύπεπτο σιγκλάκι
πλήρωσε μερικούς διαφημιστές
ασήμωσε δικούς σου καλοθελητές
απηύθυνε ρητορική μίσους
φύτεψε έχθρες, να καρπίσεις πελατεία
να μαζέψεις ψήφους, να θερίσεις έσοδα
κι ας μην πουλάς με την Δημοκρατία, ιδεολογία
μιας και η Δημοκρατία ισοπεδώνει τις απόψεις
φτιάξε ένα brand name προϊόν
IDEOLOGIA ™®
κι αμόλησέ το ελεύθερο με άγνωστο περιεχόμενο
έχοντας εξωθήσει μερικές ελπίδες να πορεύονται
για το δικό σου νέο κι εύπεπτο προϊόν Δημοκρατίας

φυσάει απρόσμενα στην καινούργια γη
το μένος του ανέμου θεριεύει
θερίζει τα δένδρα που ξεγυμνώνονται
μπορείς να σπείρεις περιβόλια
να φτιάξεις κήπους με μενεξέδες
σε περιμένει η παρθένα γη να την κοιμίσεις
μέσα στα κάλλη της και τη θερμή αγκαλιά της
είναι πρωτόγνωρες οι ευθύνες
κι είναι πρωτόγονα τα αισθήματα
κάθε κορυφή να κατακτήσεις
- μη λησμονήσεις –

(04/03/2020)

               🍁  

''Χλωμό Σαββατόβραδο''

Και να μια μελωδία π’ ακούγεται, ξεχασμένη
καιρός πάει πολύς που άκουγα και διάβαζα για νέους κόσμους
εδώ να μασουλάω Μαγιάτικο ψωμί, με ελαιόλαδο και δυόσμο

πόσα φεγγάρια μάτια μου να περιμένεις ακόμα;
γεμίσανε τα φεγγάρια, αδειάσανε
περάσανε μήνες, χρόνια, δεκαετίες
γεμίσανε τα ποτήρια με πίκρες, φαρμάκι από χάπια και αηδία
σπάσανε τα ποτήρια με μια μανία τόση, σε ραγισμένους τοίχους
σπάσανε πάνω τους τα μπολ, τα πιατικά
σε στίχους που με κλάματα και με φωνές βαφτήκαν
και σκέπασε η ερημιά την πλάση κι όλα χαθήκανε...

και οι ψυχές ολούθε να περπατούνε, σα στοιχειωμένες οι κάμαρες
κι έξω και μέσα η ερημιά να πλανάται στον ορίζοντα
άγνωστες ψυχές να περπατάνε στο πλευρό σου ...τί φρίκη!
άλλες σ’ ακολουθήσανε και πήρανε το κατόπι σου
κι άλλες γίναν το έλκηθρο για την καταστροφή σου

κι όταν είδαν την ανημποριά που κουβαλάς στις πλάτες σου
εσύ που μόχθησες να τις κερδίσεις με τις βολές σου
εσύ που περπάτησες χιλιόμετρα, που έφτυσες αίμα
που κουβάλησες, που βράχηκες απ’ το χαλάζι
που ξεποδαριάστηκες να μαζεύεις και να μαζεύεις τόσα χρόνια
κι όταν είδαν την ψυχή σου ...λάκτισαν

κι όταν είδαν τη ζωή σου, τις ομορφιές σου, τα πάθη σου
όταν σε είδαν να κλαις απαρηγόρητος
ή άκουσαν τα επιβεβαιωμένα σου λόγια στην αφοσίωση
κι όταν γεύτηκαν τους εγωισμούς σου, τις αξίες σου, τις ιδέες σου
τότε ήταν που σ’ αποχαιρέτησαν κουνώντας στοργικά το μαντήλι

πόσα φεγγάρια περιμένεις ακόμα μάτια μου να γεμίσουν;

δώσαμε τα χέρια, δώσαμε την ψυχή μας
τις πενιχρές μας οικονομίες για την αγάπη μας
πουλήσαμε τα, δεδουλευμένα απ’ τα χρόνια μας, αποκτήματα
δώσαμε τη στοργή και υπομείναμε του κόσμου τις κατραπακιές
μέχρι που αρρωστήσαμε, δακρύσαμε, απελπιστήκαμε
στο τέλος σβήσαμε, πέφτοντας, σαν άλλα πεφταστέρια

καθόμαστε εδώ και συγκεντρώνουμε αναμνήσεις
συλλέγουμε όμορφες στιγμές, να μπουν στη βιβλιοθήκη με το τζάμι

πες μου! αλήθεια ναυαγήσαμε, άλλοτε σκληρέ και ψυχρέ κόσμε;
απόκοσμε πελαγίσιε ορίζοντα, μασουλάμε βότσαλα να ξεχάσουμε το θυμό μας

πονάω! μέσα μου, γύρω μου κι εκτός μου
εδώ που υπάρχω, πονάω ακόμα...
και νυχτιές σαν και τούτη, με ξαστεριά κι ομίχλη
- χλωμό Σαββατόβραδο -
ψάχνω εναγωνίως να δω αν γέμισε το φεγγάρι.

(02/05/2015)

               🍁  

''Πασχαλιά''

Ανοίξτε τα παράθυρα της Άνοιξης
μ' αγάπη να γιομίσουν τα κελιά μας
με χρώματα να βάψουν τα φιλιά μας
πιο ρόδινος να γίνει ο ουρανός

ανοίξτε τα παντζούρια στα υπόγεια
πολύτιμα αισθήματα να μάσουμε
πιο κόκκινη να φέγγει η καρδιά μας
περήφανος να στέκει ο Αυγερινός

στα γκρίζα πρωινά τα πικραμένα
ας διώξουμε τα δάκρυα της μοναξιάς
ας δώσουμε τα χέρια, στα όνειρά μας
τα χείλη πια να σμίγουν με φιλιά

στους άχρωμους καιρούς και τη μιζέρια
βοηθήστε ν' αγγίξουμε τ' αστέρια
τη λάμψη αυτή να βρούμε απ' τον Απρίλη
που σήμερα γιορτάζει η Πασχαλιά.

(20/04/2006)

               🍁  

''Σύννεφο''

Μακρύναν τα μαλλιά μου και γίνανε χιλιόμετρα
σε λίγο θ’ ακουμπήσουν το κατώφλι σου

να μην τρομάζεις απ’ το χτύπημα στην πόρτα
δώσε ένα σάλτο κι ανέβα στο χαλί
ακολούθησε εκείνο το περίεργο σύννεφο, με τ’ αξύριστο πρόσωπο
και τη μεγάλη μύτη

ακολούθησε τα σημάδια μου, μετρώντας τα βήματά σου
τα χνάρια που αφήνεις στο έδαφος, είναι πληγές
απ’ τον λαβωμένο μας έρωτα

σκίσαμε την αγάπη, σαν ένα χαρτόνι
κι από μέσα της πετάχτηκε
εκείνος ο κόκκινος διαβολάκος, με την τρίαινα
- χαμογέλασε αυθόρμητα κι έτριψε τα χέρια του -

με είδε που μακρύναν τα μαλλιά μου
στον ώμο κουβαλάω το σταυρό του μαρτυρίου μου
με πνίγει η αδικία
βήχω για να διώξω από πάνω μου κάθε ευθύνη

το βλέμμα μου χαμηλωμένο στη γη
κι έτσι όπως είμαι, δε θα ματαδείς τα μάτια μου

παρά μονάχα τα μακριά μαλλιά μου
και για οδηγό εκείνο το περίεργο σύννεφο
με τ’ αξύριστο πρόσωπο και τη μεγάλη μύτη.

(12/11/2007)


Γιώργος Σ. Κόκκινος

Ο Γιώργος Κόκκινος ξεκίνησε τη συγγραφική του δραστηριότητα το 2004 κι έκτοτε συνεχίζει να γράφει αποσπασματικά, στίχους, ποιητικά κείμενα και άρθρα αποκλειστικά στο διαδίκτυο ως διαδικτυακός εραστής της τέχνης του Λόγου. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (2007) και έχει στο ενεργητικό του το Γ΄ Βραβείο ποίησης του διαγωνισμού της ΠΕΛ για το έτος 2006. Είναι μέλος επίσης του σωματείου ''Το σπίτι του Καλλιτέχνη'' (2021). Γεννήθηκε στην Κηφισιά Αττικής τον Σεπτέμβρη του 1977 και ζει ακόμα στην Αθήνα, έχοντας επιπλέον στο ενεργητικό του συνεντεύξεις, δημοσιεύσεις σε περιοδικά (Λογοτεχνικά, Κινηματογράφου και ποικίλης ύλης) - έντυπα και του διαδικτύου: Περί-Γραφής, Εξιτήριον, Ποιείν, Βακχικόν, Λογοτεχνικά Επίκαιρα, FreeMinds, Se-Skepseis, Sparmatseto, Θεματοφύλακες Λογω-Τεχνών, Πνευματική Ζωή, Νέα Αριάδνη, Συμπαντικές Διαδρομές, Εκδοτικά Νέα, MusicHeaven, Apostaktirio, pontokomicom.blogspot, MemoryLife Magazine, Homo Universalis, Idimokratia, Εφημερίδα Κηφισιά, Εφημερίδα Αμαρυσία, Εφημερίδα Ευρυτανικά Νέα, Magazino1, Culture365, Depart, Your e-Articles, MyFilm και ShortFilm
Έχει συμμετοχές σε ετήσια ημερολόγια και ανθολογίες ποίησης:
''Ανθολογία - Ποιήματα και τραγούδια για την Φωτογραφία'' (Fotoart 2021)
"Μενεξέδες εφήμερη ομορφιά" (Κηφισιά 2009)
"Κι εγώ θα σ' αγαπάω κάθε μέρα 2008" (Εμπειρία Εκδοτική 2007)
"Τα λουλούδια της ψυχής μας" (Έκδοση stixoi.info 2006)
Διετέλεσε συντάκτης στο eBooks4Greeks από τον Αύγουστο του 2018 έως τον Απρίλιο του 2019, ενώ στο eBooks4Greeks, στο openbook, στο free-ebooks, στο Culture365 και στο Τwirpx, έχουν αναρτηθεί τμηματικά από τον Αύγουστο του 2018 έως σήμερα τα ηλεκτρονικά του βιβλία : "Φυγείν εστί", "Τα Λυρικά", "Πρότερον Θνητοί", "Πρότερον Θνητοί - μεταγραφή σε Μπράιγ", "Κατηγορώ", "Τα Ανένταχτα", "Τα Ανένταχτα II", καθώς και οι συλλογές "Σκάλες" και "Κλίμακες" με το φιλολογικό ψευδώνυμο Προκρούστης. Διανέμονται επίσης δωρεάν οι συλλογές στίχων του ''Άτλας'' και ''Παράθεση''. Η συλλογή "Φυγείν εστί" έχει αξιολογηθεί με κριτική αναφορά από τον Αντώνη Χαριστό για τα "Εκδοτικά Νέα" (Τεύχος 2ο, 4 Ιουνίου 2020). Το βιβλίο "Πρότερον Θνητοί" στην επίτομη έκδοσή του έλαβε μέρος, ως θεατρικό έργο γραμμένο στην Ελληνική γλώσσα, στο διαγωνιστικό τμήμα του ευρωπαϊκού προγράμματος θεατρικών έργων Eurodram 2020 European network for drama in translation.
Συμμετείχε στη δημιουργία της ταινίας μικρού μήκους "ΜΠΛΕ" (25 Απριλίου 2020) με την Σπυριδούλα-Υρώ Γιολδάση, με την ιδιότητα του Παραγωγού της ταινίας, του Κειμενογράφου/Σεναριογράφου και του Τεχνικού ήχου/μοντάζ. Η ταινία μικρού μήκους "ΜΠΛΕ" διαγωνίσθηκε στο International Film Festival of Larissa: ‘προβολές ταινιών από το διαγωνισμό με θέμα Unlocked 2020’. Συμμετείχε επίσης με τρία ποιήματα στην "Μικρή ανθολογία σύγχρονης ανέκδοτης ελληνικής σατιρικής ποίησης" σε επιμέλεια Βαγγέλη Παπαδιόχου (Τόμος συγκεντρωτικός, Ιούνιος 2020)
Το 1994 συνεργάστηκε με τον Βάσο Αδριανό και την Ρένα Βουτσινά για τις ανάγκες μαθητικής παράστασης στο 2ο Λύκειο Κηφισιάς, για το μονόπρακτο των Κιντέρο Σ., Κιντέρο Ι. "Ένα ηλιόλουστο πρωινό". Το πρόγραμμα της παράστασης διατίθεται στο Scribd.
Συνεντεύξεις του έχουν φιλοξενήσει οι ιστότοποι: Your e-Articles, Culture365, FreeMinds, Se-Skepseis, Θεματοφύλακες Λογω-ΤεχνώνΕίναι ιδιοκτήτης του Λογοτεχνικού ιστολογίου "Πορφυράδα" (στο BlogSpot) που βρίσκεται σε συνεχή λειτουργία από τον Μάρτιο του 2007, καθώς και της αντίστοιχης σελίδας Λογοτεχνικών έργων ‘Συμβατός Δότης Συναισθημάτων’ (στο FB). Διατηρεί επίσης την επαγγελματική του σελίδα στο Facebook "Γιώργος Σ. Κόκκινος/George S. Kokkinos".







ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ (Π.Ε.Λ.) - ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Την Τρίτη 19 /10/ και ώρα 6.30 μ.μ. ανοίγουμε επιτέλους τις πύλες και την αγκαλιά μας σε όλα τα μέλη μας και σε όλους εσάς τους φίλους και τις φίλες της Π.Ε.Λ. που θα τιμήσετε με την παρουσία σας την διαχρονική αίθουσα για να ακουστεί ο γραπτός λόγος σας,, βραβευμένος ή απλά γραμμένος σ' ένα φύλλο χαρτιού !
Όσο κι αν μας εγκλώβισε η πανδημία , η ψυχή μας ελεύθερη συνέχισε να γράφει για το όραμα της ελευθερίας ,της δικαιοσύνης και της αγάπης .
Αυτό φαίνεται από τις πάρα πολλές συμμετοχές στους 3 διαγωνισμούς της ιστορικής και σύγχρονης Π.Ε.Λ. που πάντα έδινε και θα δίνει βήμα στους νέους δημιουργούς .
Η Πανελλήνια Ενωση Λογοτεχνών ανανεωμένη έχει προγραμματίσει καινοτόμες ιδέες με σπουδαίες βραδιές , παρουσιάσεις συγγραφέων, ποιητών, ιστορικών γεγονότων, αφιερώματα κ.τ.λ. Για κάθε λεπτομέρεια και πληροφορία θα υπάρχει ανοικτή τηλεφωνική γραμμή με τα γραφεία της Π.Ε.Λ. στις ημερομηνίες και ώρες που σύντομα θα ανακοινωθούν .
Απαραίτητα το πιστοποιητικό εμβολιασμού ή rarid test καθώς και οι προβλεπόμενες διαδικασίες για μέτρα covid.
Ευχαριστούμε και σας περιμένουμε .
Για το Δ.Σ.
Η πρόεδρος
Αγγελική Ψακή Κωβαίου









Νέα Κυκλοφορία: C.O.D.E - No Excuses - Alternative Rock

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Culture Of Digital Elegance (C.O.D.E)
“No Excuses” (Alternative Rock)
Release Date: Oct 15, 2021

Έφτασε η ώρα για τους Culture Of Digital Elegance (C.O.D.E), να ολοκληρώσουν ένα ταξίδι το οποίο ξεκίνησαν να ξετυλίγουν μπροστά στα μάτια μας σχεδόν 2 χρόνια πριν. Αυτό δεν είναι άλλο από το νέο τους LP που φέρει τον τίτλο, “No Excuses”, το οποίο κυκλοφόρησε στις 15 Οκτωβρίου 2021.

To “No Excuses”, περιλαμβάνει 10 κομμάτια, εκ των οποίων τα τελευταία 4 (Words-City Polluted-Stain-No Excuses) έφτασαν σταδιακά στα αφτιά μας μέσω Singles και Lyric Videos, δίνοντάς μας μία εικόνα σχετικά με το ύφος και τη διάθεση του επερχόμενου album. Alternative Rock, αλλά σίγουρα όχι μόνο αυτό. Όλες οι μουσικές επιρροές των δημιουργών, όλες οι ηχητικές και ενορχηστρωτικές αναζητήσεις και οι πειραματισμοί τους, συνθέτουν μία κυκλοφορία με εξ’ ολοκλήρου φυσικά τύμπανα και μπάσο, πράγμα που τους διαφοροποιεί από το ηλεκτρονικό τους παρελθόν, χωρίς όμως να το αποβάλλει ολοκληρωτικά. Στο album περιλαμβάνονται συνεργασίες με εξαιρετικούς μουσικούς, όπως είναι αυτή με τον Raphael Weinroth -Browne (Leprous, The Visit, Kamancello, Musk Ox), ο οποίος παίζει τσέλο στο κομμάτι Begin!


Οι Culture Of Digital Elegance, σχεδόν επιβάλλουν στους εαυτούς τους το “No Excuses” ως αρχή ζωής, ως ανάγκη να ξεπεράσουν κάθε μούδιασμα και οποιαδήποτε αδράνεια προκαλεί αυτή η ακατανόητη εποχή που ζούμε. Η επιλογή και έμπνευση των στίχων, προφανώς και δεν θα μπορούσε να κινηθεί σε διαφορετικά μονοπάτια. Ανάλυση κοινωνικών ζητημάτων, αναφορές σε προσωπικά βιώματα, αλλά και στην εύθραυστη σχέση με την τέχνη τους. Κι ένας άγγελος στο εξώφυλλο, ταλαιπωρημένος και αδρανής, λίγο πριν κι αυτός αποφασίσει χωρίς δικαιολογίες, να ανοίξει επιτέλους τα φτερά του.

Οι C.O.D.E δημιουργήθηκαν το 2008 και αποτελούνται από τους Βίκυ Φυσίκα (φωνητικά, στίχοι), Γιάννη Κατσαρό (κιθάρες, β΄ φωνητικά, στίχοι), Μίλτο Σχηματαριώτη (Synthesizers) & Ηλία Γούλα (τύμπανα). Τσέλο στο κομμάτι Begin, έπαιξε ο Raphael Weinroth -Browne, ενώ μπάσο έπαιξαν οι: Χρήστος Κόλλιας (Sinner Art, Begin, Perfect Toy, Change, Stay Away, Prisoner), Βύρωνας Τσουράπης (Words, City Polluted) & Κυριάκος Ιγγλέσης (Stain, No Excuses). H φωτογραφία στο εξώφυλλο είναι δημιουργία του Τάσου Βρεττού. Την σύνθεση και παραγωγή του album την έχουν επιμεληθεί οι C.O.D.E, στίχοι από τους Γιάννη Κατσαρό και Βίκυ Φυσίκα (Sinner Art, City Polluted), η ηχογράφηση έγινε στα Northside Music Productions Studio & Sierra Studios, μίξη από τον Γιάννη Κατσαρό και mastering από τον Μίλτο Σχηματαριώτη στο Northside Music Productions Studio




Το “No Excuses”, κυκλοφορεί στις 15 Οκτωβρίου σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες, ενώ αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα και σε CD.

Album Tracks

1. Sinner Art

2. Begin

3. Perfect Toy

4. Change

5. Stay Away

6. Prisoner

7. Words

8. City Polluted

9. Stain

10. No Excuses

Για να παρακολουθείτε το ταξίδι των Culture Of Digital Elegance, πατήστε εδώ:

Ria Kalampali / One Woman Company
Artists Consultancy Services, Management, Administration & PR
Tel. 0030-6958.460770

One Woman Company
Marathon, Greece

Unsubscribe



Λουκίνο Βισκόντι (2 Νοεμβρίου 1906 - 17 Μαρτίου 1976)

 

Ο Λουκίνο Βισκόντι του Μοντρόνε (Luchino Visconti di Modrone, Μιλάνο, 2 Νοεμβρίου 1906 - Ρώμη, 17 Μαρτίου 1976), κόμης του Λονάτε Ποτσόλο, ήταν Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, του θεάτρου και της όπερας. Υπήρξε θεμελιωτής και βασικός εκφραστής του ρεύματος του ιταλικού νεορεαλισμού. Η θεματολογία του έργου είναι επηρεασμένη σημαντικά από προσωπικά βιώματα και επιμέρους πτυχές της προσωπικότητάς του, όπως η αριστοκρατική του καταγωγή, η μαρξιστική ιδεολογία του και οι ομοφυλοφιλικές του προτιμήσεις.

Ο Γατόπαρδος (1963), που βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών, και ο Θάνατος στη Βενετία (1970) είναι ορισμένες από τις ταινίες που σκηνοθέτησε και τον κατέστησαν ευρέως γνωστό. Στα έργα του πρωταγωνίστησαν αρκετοί γνωστοί ηθοποιοί όπως η Άννα Μανιάνι, ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι, ο Αλέν Ντελόν, η Κατίνα Παξινού, ο Μπάρτ Λάνκαστερ, η Κλαούντια Καρντινάλε και ο Χέλμουτ Μπέργκερ.

Νεανικά χρόνια

Ο Βισκόντι ήταν ένα από τα εφτά παιδιά μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειες της πόλης του Μιλάνου. Ο πατέρας του, Τζουζέπε Βισκόντι, καταγόταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Βισκόντι του Μοντρόνε.Η μητέρα του, Κάρλα Έρμπα, ήταν αστή κόρη αυτοδημιούργητων βιομηχάνων. Ο νεαρός Βισκόντι μεγαλώνει σε καλλιτεχνικό περιβάλλον και από μικρό παιδί παρακολουθεί παραστάσεις λυρικού θεάτρου στην περίφημη Σκάλα του Μιλάνου, ενώ στην οικογενειακή οικία παίζει μαζί με τα αδέλφια του σαιξπηρικά έργα. Ξεχωριστό θαυμασμό εκδηλώνει για το συνθέτη Τζιάκομο Πουτσίνι, το μαέστρο Αρτούρο Τοσκανίνι και το συγγραφέα Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο, με τους οποίους έχει την τύχη να συναναστραφεί, γεγονός που συμβάλλει στην απόφασή του να σπουδάσει μουσική και φιλοσοφία. Το 1926 υπηρετεί στο Ιταλικό Ιππικό και από το 1928 ασχολείται με την οργάνωση ιπποδρομιών.

Τα χρόνια στο Παρίσι

Το 1933 o Βισκόντι ταξιδεύει στη Γερμανία και ζει από κοντά την άνοδο του ναζισμού. Στη συνέχεια, εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου γνωρίζει και συναναστρέφεται με τον Ζαν Κοκτώ και την Κοκό Σανέλ. Παράλληλα, εργάζεται ως βοηθός του σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ στις ταινίες Toni (1935) και Γεύμα στην Εξοχή (Une Partie de Campagne) (1936).[4] Στο Παρίσι η συναναστροφή του με μαρξιστικούς κύκλους και ο ενθουσιασμός του Λαϊκού Μετώπου τον ωθούν, σε πρώτη φάση, να ασπαστεί τον Μαρξισμό και, ακολούθως, να γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Το 1937 ταξιδεύει στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ όπου επισκέπτεται το Χόλυγουντ.

Τζιανκάρλο Τζιανίνι και Λουκίνο Βισκόντι στα γυρίσματα του Αθώου (1976)

Έργο

Κινηματογράφος

Νεορεαλισμός

Το 1939, μετά το θάνατο της μητέρας του, ο Βισκόντι μετακομίζει από το Μιλάνο στη Ρώμη. Εκεί γνωρίζει ορισμένους νεαρούς διανοούμενους, μανιώδεις με τον κινηματογράφο και μαρξιστές. Πρόκειται για τον Μάριο Αλικάτα, τον Τζουζέπε Ντε Σάντις, τον Τζιάνι Πουτσίνι και τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, μαζί με τους οποίους γράφει στο περιοδικό "Cinema", που διευθύνει ο Βιτόριο Μουσολίνι, γιος του Μπενίτο Μουσολίνι. Με τα άτομα της ομάδας αυτής ο Βισκόντι θα γυρίσει την πρώτη του ταινία, Διαβολικοί Εραστές (Ossessione) (1943). Βασισμένη πάνω στο μυθιστόρημα του Τζέιμς Μ. Κέιν, Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει πάντα δυο Φορές, αποτελεί τη γενέθλια ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού, ενός όρου που καθιερώθηκε χάρη στον μοντέρ του φιλμ, Μάριο Σεραντρέι. Τα γυρίσματα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου, με αποτέλεσμα οι συντελεστές της ταινίας να αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσχέρειες: όλο το υλικό ελέγχεται από τη λογοκρισία του φασιστικού καθεστώτος, ενώ για να καλυφθούν τα έξοδα της ταινίας ο ίδιος ο Βισκόντι αναγκάζεται να διαθέσει ένα μέρος της οικογενειακής του περιουσίας.Το Ossessione ταράζει τα νερά στον ιταλικό κινηματογράφο και γρήγορα απαγορεύεται από τη λογοκρισία.

Με την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Βισκόντι αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην αντίσταση, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τους Ναζί. Τα γεγονότα αυτά αποτυπώνονται στο ντοκιμαντέρ του Μέρες Δόξας (1945). Το 1948 το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας του αναθέτει να γυρίσει μια τριλογία με θέμα τη ζωή των ψαράδων της Σικελίας, των ανθρακωρύχων και των αγροτών. Τελικά, μόνο το πρώτο μέρος της τριλογίας ολοκληρώνεται· πρόκειται για την ταινία Η Γη Τρέμει, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τζιοβάνι Βέργκα Οι Μαλαβόλιε. Γυρισμένη στο χωρίο Άτσι Τρέτσα της νότιας Σικελίας με ερασιτέχνες ηθοποιούς, κατοίκους του χωριού, θεωρείται χαρακτηριστικό δείγμα του ιταλικού νεορεαλισμού. Παρά τις αντιδράσεις που προκαλεί, η ταινία βραβεύεται με το Ειδικό βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας 1948. Ακολουθεί το Bellissima (1951) στο οποίο ξεχωρίζει η ερμηνεία της Άννας Μανιάνι.

Απομάκρυνση από το νεορεαλισμό

To Senso (1954) αποτελεί σημείο καμπής στο κινηματογραφικό έργο του Βισκόντι, ο οποίος, για πρώτη φορά, απομακρύνεται από τον νεορεαλισμό και υιοθετεί νέα θεματολογία που θα γίνει σήμα κατατεθέν των ταινιών του. Η ερωτική ιστορία μιας κόμισσας και ενός Αυστριακού αξιωματικού γίνεται η αφορμή για μια βαθιά ανάλυση της ιταλικής Ιστορίας και σημαντικών γεγονότων, όπως η ιταλική ενοποίηση, ο καταστροφικός πόλεμος του 1866 και η επιρροή της παρηκμασμένης αριστοκρατικής τάξης στα γεγονότα αυτά. Το σενάριο βασίζεται στην ομότιτλη νουβέλα του Καμίλο Μπόιτο, ενώ για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Βισκόντι αρχικά ζητά την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και τον Μάρλον Μπράντο, αίτημα που ο παραγωγός αρνείται.[13] Πρόκειται για την πρώτη έγχρωμη ταινία του Βισκόντι, την οποία οι κριτικοί έχουν επαινέσει για την πρωτότυπη φωτογραφία, την πλαστικότητα των εικόνων και την επιβλητική σκηνογραφία.

Το 1956 ο Βισκόντι αντιτίθεται δημόσια στη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία και το 1957 γυρίζει τις Λευκές Νύχτες, που αποτελούν διασκευή διηγήματος του Ντοστογιέφσκι και βραβεύονται με τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας του 1957. Η ταινία, όμως, που ο Βισκόντι αγαπούσε περισσότερο, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, είναι O Ρόκο και τα αδέρφια του (1960).[14] Με αυτήν επιστρέφει στο νεορεαλισμό και καταπιάνεται, για δεύτερη φορά μετά το έργο Η Γη Τρέμει, με το θέμα του ιταλικού Νότου: Τα μέλη μιας οικογένειας του Νότου μεταναστεύουν στο Μιλάνο, ελπίζοντας να ξεφύγουν από τη μιζέρια και να βρουν ένα καλύτερο μέλλον. Παρά, όμως, τις προσπάθειές τους, η βαθμιαία διάλυση της οικογένειας, η δυστυχία και η ηθική κατάπτωση είναι αναπόφευκτες.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1963, ο Βισκόντι βραβεύεται με το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία Ο Γατόπαρδος, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Ο Ιταλός σκηνοθέτης εστιάζει, για ακόμη μια φορά, σε ένα από τα αγαπημένα του θέματα: την παρακμή της αριστοκρατίας και την άνοδο της μεγαλοαστικής τάξης με φόντο τη Σικελία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό στοιχείο της ταινίας είναι τα εντυπωσιακά σκηνικά, καθώς ακόμη και τα συρτάρια ήταν γεμάτα με αυθεντικά αντικείμενα εποχής. Ξεχωριστή η ερμηνεία του Μπαρτ Λάνκαστερ που ενσαρκώνει τον πρίγκιπα Φαμπρίτσιο Σαλίνα.

Το 1965 ο Βισκόντι βραβεύεται εκ νέου στο Φεστιβάλ Βενετίας, κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα αυτήν τη φορά με την ταινία Μακρινά Αστέρια της Άρκτου. Ακολούθως, ο Βισκόντι αποφασίζει να μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ Ο Ξένος (1967), αλλά το αρχικό σενάριο συναντά την αντίδραση της χήρας του συγγραφέα, Φρανσίν Καμύ, που απαιτεί να τηρηθεί πιστά η πλοκή του μυθιστορήματος του συζύγου της. Τελικά, ο Βισκόντι αναγκάζεται να δεχθεί αλλαγές στο σενάριό του και να μην απομακρυνθεί από την αφηγηματική γραμμή του μυθιστορήματος.

Τα τελευταία χρόνια

Τα τελευταία έργα του Λουκίνο Βισκόντι διακρίνονται από έντονη εσωτερικότητα και αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η παρακμή, η αποσύνθεση και τα ομοφυλοφιλικά ένστικτα χαρακτηρίζουν όλες τις δημιουργίες της τελευταίας περιόδου του σκηνοθέτη. Με την ταινία Οι Καταραμένοι (1969), που προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου, κατακρίνει τα εγκλήματα του ναζισμού μέσα από την αποσύνθεση μιας ισχυρής οικογένειας Γερμανών βιομηχάνων τη δεκαετία του 1930. Η αίσθηση παρακμής, η οποία αναδεικνύεται και χάρη στη φωτογραφία της ταινίας, καθιστά το εν λόγω έργο χαρακτηριστικό δείγμα της κινηματογραφικής αισθητικής του Βισκόντι. Ο Θάνατος στη Βενετία (1971), που απέσπασε το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο Εικοσιπενταετίας του Φεστιβάλ των Καννών, αποτελεί μεταφορά της ομότιτλης νουβέλας του Τόμας Μαν και μια από τις πιο διάσημες ταινίες του, ενώ η "γερμανική τριλογία" ολοκληρώνεται με Το Λυκόφως των Θεών (Ludwig) (1972).

Το 1974 ο Βισκόντι, παρά την ήδη κλονισμένη υγεία του ολοκληρώνει μια ακόμα ταινία, τη Γοητεία της Αμαρτίας, που αποτελεί ίσως την πιο αυτοβιογραφική δημιουργία του.Οι παραγωγοί είχαν ορίσει ως "εφεδρικό" σκηνοθέτη τον πρωταγωνιστή Μπαρτ Λάνκαστερ, σε περίπτωση που η υγεία του Βισκόντι δεν του επέτρεπε να συνεχίσει τα γυρίσματα. Η πλοκή του έργου περιστρέφεται γύρω από έναν ηλικιωμένο και μοναχικό καθηγητή, ο οποίος αναστατώνεται όταν μια οικογένεια νεόπλουτων αστών και ένας διεφθαρμένος αλλά γοητευτικός νέος εισβάλλουν στη μονότονη ζωή του. Πρόκειται για μια σκληρή κριτική της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης της μεταπολεμικής Ιταλίας, ενώ σε δεύτερο επίπεδο η ταινία πραγματεύεται τον κρυφό ομοφυλοφιλικό ερωτισμό μεταξύ του καθηγητή και του νεαρού Κόνραντ.

Η τελευταία ταινία του Βισκόντι είναι Ο Αθώος (1976), που γυρίζεται ενώ ο σκηνοθέτης είναι πλέον σχεδόν παράλυτος. Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο αποτελεί μια σκληρή κριτική της αριστοκρατίας και της αλαζονείας της εξουσίας. Οι δύο κεντρικοί ήρωες της ταινίας (Τούλιο και Τζουλιάνα) δεν αναπαριστούν απλώς την παρακμή της οικογένειας, αλλά όπως ο ίδιος ο Βισκόντι δήλωσε: "αναπαριστούν μια συγκεκριμένη κοινωνία και μια συγκεκριμένη Ιταλία που ανήκει στη μεγαλοαστική τάξη η οποία είναι υπεύθυνη για την έλευση του Φασισμού". 

Ενώ τα γυρίσματα για το Ο Αθώος έχουν ολοκληρωθεί και η ταινία βρίσκεται στη φάση του μοντάζ, ο Λουκίνο Βισκόντι πεθαίνει στις 17 Μαρτίου του 1976 στη Ρώμη. Στο πλευρό του βρίσκεται η αδελφή του Ουμπέρτα, η οποία διηγήθηκε αργότερα τις τελευταίες στιγμές του: άκουσε τη Δεύτερη Συμφωνία του Μπράμς, μετά γύρισε προς το μέρος της και και είπε "Αρκετά. Είμαι κουρασμένος". 

Η τελευταία ταινία του ολοκληρώνεται από τους συνεργάτες του, με βάση τις δικές του υποδείξεις, και προβάλλεται στο Φεστιβάλ των Καννών της ίδιας χρονιάς ως φόρος τιμής στο σκηνοθέτη.

Θέατρο

Εκτός από τον κινηματογράφο, σημαντική είναι η προσφορά του Βισκόντι και στο θέατρο. Η πρώτη θεατρική παράσταση που ανέβασε ως σκηνοθέτης είναι το έργο Τρομεροί Γονείς του Ζαν Κοκτώ, που ανεβαίνει στο θέατρο Ελιζέο της Ρώμης τον Ιανουάριο του 1945. Η επαναστατική σκηνοθεσία του έργου, βασισμένη στο μοντέλο του νεορεαλισμού του Ossessione, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Ακολούθως, και ιδίως στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, ο Βισκόντι σκηνοθετεί αρκετές θεατρικές παραστάσεις, κυρίως έργα των Τσέχωφ, Σαίξπηρ, Τενεσί Ουίλιαμς και Άρθουρ Μίλερ, ενώ το 1953 ανεβάζει τη Μήδεια του Ευριπίδη. Συνεργάζεται επίσης με το θίασο της Ρίνα Μορέλι και του Πάολο Στόππα αλλά και με τον διάσημο ηθοποιό Βιτόριο Γκάσμαν.

Όπερα

Η αγάπη του Βισκόντι για την όπερα είναι εμφανής από την ταινία του 1954 Senso, η οποία ξεκινά με την τέταρτη πράξη του Τροβατόρε, γυρισμένη στο Θέατρο Λα Φενίτσε της Βενετίας. Η πρώτη όπερα που σκηνοθέτησε ήταν η Βεστάλε του Gaspare Spontini που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου τον Δεκέμβριο του 1954.
Ακολούθησαν δύο όπερες που άφησαν εποχή στη Σκάλα του Μιλάνου.Η Τραβιάτα το 1955 και η Άννα Μπολένα το 1957, με πρωταγωνίστρια και στις δύο τη Μαρία Κάλλας. Ο Βισκόντι, άλλωστε, επηρέασε βαθύτατα την καριέρα της μεγάλης ντίβας, αφού μέσα από τη συνεργασία τους τη βοήθησε να τελειοποιήσει το υποκριτικό της ταλέντο. Μετά την Ελβίρα ντε Χιντάλγκο, πρώτη δασκάλα της Κάλλας στο Ωδείο Αθηνών, και τον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν, κανένας άλλος δεν επηρέασε τόσο την καλλιτεχνική εξέλιξη της Κάλλας όσο ο Βισκόντι.

Το 1958 ακολούθησαν ο Ντον Κάρλος του Βέρντι από τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, ο Μάκβεθ του Βέρντι στο Σπολέτο και ο Τροβατόρε στο Κόβεντ Γκάρντεν το 1964. Το 1966 ο Φάλσταφ του Βέρντι στην Κρατική όπερα της Βιέννης απέσπασε διθυραμβικά σχόλια από τους κριτικούς, ενώ αντίθετα η όπερα του Βέρντι Σιμόν Μποκανέγκρα το 1969 με τους ηθοποιούς ντυμένους με γεωμετρικού τύπου κοστούμια προκάλεσε έντονες συζητήσεις.

Προσωπική ζωή

Ο Λουκίνο Βισκόντι δεν έκρυψε ποτέ πως είναι ομοφυλόφιλος.Η ομοφυλοφιλία του εκφράζεται ανοιχτά για πρώτη φορά την περίοδο που ζει στο Παρίσι, ενώ σύντροφοι του υπήρξαν ο σκηνοθέτης και συνεργάτης του Φράνκο Τζεφιρέλι και ο Αυστριακός ηθοποιός Χέλμουτ Μπέργκερ  που πρωταγωνιστεί στις ταινίες Οι Καταραμένοι, Το Λυκόφως των Θεών και Η Γοητεία της Αμαρτίας. Η ομοφυλοφιλία είναι ένα θέμα που απαντά σε αρκετές ταινίες του Βισκόντι, κυρίως σε αυτές της τελευταίας περιόδου. Πάντως, σε κανένα έργο του δεν πρωταγωνιστεί κάποιος ανοιχτά ομοφυλόφιλος χαρακτήρας, αλλά συχνά παρατηρείται ένας υφέρπων ομοφυλοφιλικός ερωτισμός και ανεκδήλωτα ομοφυλοφιλικά ένστικτα μεταξύ των ηρώων.

Από την οικογένεια του, ιδιαίτερη αδυναμία είχε στη μητέρα του, Κάρλα, αλλά και στην αδελφή του Ουμπέρτα.Η βίλα του στη νήσο Ίσκια λειτουργεί πλέον ως πολιτιστικό ίδρυμα και μουσείο αφιερωμένο σε αυτόν.

luchino visconti ed anna magnani

Φιλμογραφία

Ταινίες μεγάλου μήκους

1943 Ossessione Διαβολικοί Εραστές
1948 La terra trema Η Γη Τρέμει
1951 Bellissima Μπελίσιμα
1954 Senso Έτσι Τελείωσε Μια Μεγάλη Αγάπη
1957 Le notti bianche Λευκές Νύχτες
1960 Rocco e i suoi fratelli Ο Ρόκο και τ' Αδέλφια του
1963 Il gattopardo Ο Γατόπαρδος
1965 Vaghe stelle dell'Orsa Μακρινά Αστέρια της Άρκτου
1967 Lo straniero Ο Ξένος
1969 La caduta degli dei Οι Καταραμένοι
1971 Morte a Venezia Θάνατος στη Βενετία
1972 Ludwig Το Λυκόφως των Θεών
1974 Gruppo di famiglia in un interno Η Γοητεία της Αμαρτίας
1976 L'innocente Ο Αθώος

Άλλες ταινίες

1945 Giorni di gloria Μέρες Δόξας Ντοκιμαντέρ
1951 Appunti su un fatto di cronaca Σημειώσεις πάνω σε μια Είδηση Εφημερίδας Ντοκιμαντέρ - Μικρού μήκους
1953 Anna Magnani Άννα Μανιάνι Επεισόδιο της σπονδυλωτής ταινίας Εμείς οι Γυναίκες (Siamo donne)
1962 Il lavoro Η Δουλειά Επεισόδιο της σπονδυλωτής ταινίας Βοκκάκιος '70 (Boccaccio '70)
1967 La Strega Bruciata Viva Η Μάγισσα στην Πυρά Επεισόδιο της σπονδυλωτής ταινίας Οι Μάγισσες (Le Streghe)
1970 Alla ricerca di Tadzio Αναζητώντας τον Τάτζιο Ντοκιμαντέρ

Θεατρογραφία

Θέατρο

Τρομεροί Γονείς του Ζαν Κοκτώ (1945)
Η Πέμπτη Κολόνα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ (1945)
Η Γραφομηχανή του Ζαν Κοκτώ (1945)
Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ (1945)
Κεκλεισμένων των Θυρών του Ζαν-Πωλ Σαρτρ (1945)
Έγκλημα και Τιμωρία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1946)
Γυάλινος Κόσμος του Τενεσί Ουίλιαμς (1946)
Ευρυδίκη του Ζαν Ανούιγ (1947)
Όπως σας Αρέσει του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1948)
Λεωφορείον ο πόθος του Τενεσί Ουίλιαμς (1949)
Τρωίλος και Χρυσηίδα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1949)
Ο Θάνατος του Εμποράκου του Άρθουρ Μίλερ (1951)
Η Λοκαντιέρα του Κάρλο Γκολντόνι (1952)
Τρεις Αδελφές του Αντόν Τσέχωφ (1952)
Οι Βλαβερές Συνέπειες του Καπνού του Αντόν Τσέχωφ (1953)
Μήδεια του Ευριπίδη (1953)
Η Χοάνη του Άρθουρ Μίλερ (1955)
Θείος Βάνια του Αντόν Τσέχωφ (1955)
Δεσποινίς Τζούλια του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ (1957)
Ο Ιμπρεσάριος της Σμύρνης του Κάρλο Γκολντόνι (1957)
Ψηλά από τη Γέφυρα του Άρθουρ Μίλερ (1958)
Μετά την Πτώση του Άρθουρ Μίλερ (1965)
Βυσσινόκηπος του Αντόν Τσέχωφ (1965)
Έγκμοντ του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε (1967)

Όπερα

Βεστάλε του Gaspare Spontini (1954)
Υπνοβάτις του Βιντσέντζο Μπελίνι (1955)
Τραβιάτα του Τζουζέπε Βέρντι (1955)
Άννα Μπολένα του Γκαετάνο Ντονιτσέττι (1957)
Ιφιγένεια εν Ταύροις του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ(1957)
Ντον Κάρλος του Τζουζέπε Βέρντι (1958)
Μάκβεθ του Τζουζέπε Βέρντι (1958)
Ο Δούκας της Άλμπα του Γκαετάνο Ντονιτσέττι (1959)
Σαλώμη του Ρίχαρντ Στράους (1961)
Τραβιάτα του Τζουζέπε Βέρντι (1963)
Οι Γάμοι του Φίγκαρο του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1964)
Τροβατόρε του Τζουζέπε Βέρντι (1964)
Ντον Κάρλος του Τζουζέπε Βέρντι (1965)
Φάλσταφ του Τζουζέπε Βέρντι (1966)
Ιππότης με το Ρόδο του Ρίχαρντ Στράους (1966)
Τραβιάτα του Τζουζέπε Βέρντι (1967)
Σιμόν Μποκανέγκρα του Τζουζέπε Βέρντι (1969)
Μανόν Λεσκώ του Τζιάκομο Πουτσίνι (1973)


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ (1867- 1 Νοεμβρίου 1911 )

 

Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του πανεπιστημιακού Αθανάσιου Χρηστομάνου. Εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχε σε παιδική ηλικία έπασχε από κύφωση, ασθένεια που επηρέασε καθοριστικά την ψυχοσύνθεσή του. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διέκοψε όμως τις σπουδές του το 1887 και έφυγε για σπουδές Φιλολογίας στη Βιέννη. Το 1891 αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ και διορίστηκε δάσκαλος ελληνικών και συνοδός της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισσάβετ, θέση την οποία διατήρησε ως το 1893 συνεχίζοντας παράλληλα τις μελέτες του. Το καλοκαίρι του 1892 ασπάστηκε το καθολικό δόγμα κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στη βιβλιοθήκη του Βατικανού και ακολούθησαν πέντε μήνες μοναστικής ζωής (από το Νοέμβριο του 1892 ως το Μάρτιο του 1893) στο Μόντε Κασσίνο. Από το 1895 ως το 1899 παρέμεινε στη Βιέννη, όπου πραγματοποίησε πανεπιστημιακή καριέρα, αρχικά ως λέκτορας της ελληνικής γλώσσας και στη συνέχεια ως καθηγητής στο Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών. Έφυγε από τη Βιέννη έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του Βαρώνου-Ιππότη του τάγματος του Αγίου Ιωσήφ και δημοσιεύσει δύο έργα στα γερμανικά: την ποιητική συλλογή Orphische Lieder και το δράμα Die graue Frau, και τα δυο έντονα επηρεασμένα από το ρεύμα του συμβολισμού. Λόγος της αναχώρησής του από τη Βιέννη σε μια περίοδο κατά την οποία είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός στους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους ήταν η δημοσίευση του έργου του Tagebucher. Ο Χρηστομάνος δημοσίευσε το έργο μετά το φόνο της Ελισσάβετ από έναν Ιταλό αναρχικό στη Γενεύη, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Αυλής και την παραίτησή του από το Πανεπιστήμιο. Ταξίδεψε στη Γαλλία και την Ιταλία και εγκαταστάθηκε το Νοέμβριο του 1901 στην Αθήνα, όπου ίδρυσε τη Νέα Σκηνή, θίασο που συνέβαλε ουσιαστικά στην ανανέωση της ελληνικής σκηνικής πράξης. Οι σημαντικές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από την προσπάθειά του το 1905 και να αφοσιωθεί στη συγγραφή. Το 1908 κυκλοφόρησε στα ελληνικά το έργο του για την Ελισσάβετ με τίτλο Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισσάβετ. Σελίδες ημερολογίου με πρόλογο του Μ. Μπαρρές και άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες το μυθιστόρημα Η κερένια κούκλα στην εφημερίδα Πατρίς. Την ίδια χρονιά ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη ανέβασε χωρίς επιτυχία το έργο του Τα τρία φιλιά. Πέθανε στην Αθήνα το 1911. Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος υπήρξε ένας από τους πρώτους έλληνες αισθητιστές λογοτέχνες· συνδύασε επίσης στο έργο του συμβολιστικά, νεορομαντικά, ποιητικά και ρεαλιστικά στοιχεία, ενώ έντονη είναι η παρουσία του μελαγχολικού τόνου στα γραπτά του. Η σκηνοθετική του δράση στα πλαίσια της Νέας Σκηνής αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Ο Χρηστομάνος ανανέωσε τη θεατρική πράξη ακολουθώντας τα χνάρια των ευρωπαίων σκηνοθετών Αντρέ Αντουάν και Όττο Μπραμ, υπήρξε ένας από τους πρώτους έλληνες σκηνοθέτες με τη σύγχρονη σημασία του όρου και πρόβαλε ένα εντελώς νέο για τα ελληνικά δεδομένα υποκριτικό ύφος και έργα από το σύγχρονο διεθνές και ελληνικό ρεπερτόριο (Ίψεν, Τσέχωφ, Στρίντμπεργκ, Μαίτερλιγκ, Ξενόπουλου, Παλαμά και άλλων). Παρά την πτώση της ποιοτικής στάθμης του ρεπερτορίου του θιάσου υπό την πίεση των οικονομικών αναγκών, η Νέα Σκηνή διατήρησε ως το τέλος της την αξιόλογη αισθητική των παραστάσεών της και υπήρξε μεγάλο σχολείο για ηθοποιούς, σκηνογράφους, ενδυματολόγους οι οποίοι κυριάρχησαν αργότερα στην ελληνική σκηνή.

Εργογραφία

(πρώτες ελληνόφωνες αυτοτελείς εκδόσεις)

I.Πεζογραφία
• Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισσάβετ. Αθήνα, τυπ.Π.Δ. Σακελλαρίου, 1908.
• Η Κερένια κούκλα· Αθηναϊκό μυθιστόρημα. Αθήνα, Φέξης, 1911.
ΙΙ.Θέατρο 
• Die graue Frau. Βιέννη, 1898.
• Τα τρία φιλιά· Τραγική σονάτα σε τρία μέρη. Αθήνα, εκδ.Πανός, 1909.
• Η Σταχτυά γυναίκα. Αθήνα, χ.χ.
• Ο κοντορεβυθούλης. Αθήνα, 1909.
ΙΙΙ.Ποίηση
• Orphische Lieder. Βιέννη, 1899.
ΙV. Μελέτες
• Γενεαλογικά μελετήματαΑ΄ · Το γένος Λίμποβα. Αθήνα, 1897.



Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ 

Ο Κ Χρηστομάνος βρέθηκε το 1888 στη Βιέννη, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του -το 1891 αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ- και είχε την ευκαιρία να διευρύνει τα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Εκεί το Μάιο του 1891 ζητήθηκε αρχικά από τον αδελφό του και -κατόπιν της άρνησης του- από τον ίδιο το Χρηστομάνο να διδάξει ελληνικά στην αυτοκράτειρα Ελισσάβετ, περισσότερο γνωστή και ως πριγκίπισσα Σίσσυ. Τα αποσπασματικά τρία χρόνια (1891-1893) που πέρασε κοντά της ο Χρηστομάνος ως δάσκαλος αλλά και συνοδός της (ακόμα και σε σύντομο ταξίδι στο αυτοκρατορικό ανάκτορο της Κέρκυρας), θα τον σημαδέψουν βαθιά και θα τον ωθήσουν να διαμορφώσει λατρεία στο πρόσωπο της Σίσσυ.
Το 1898, λίγο μετά τη δολοφονία της αυτοκράτειρας, αποφάσισε να δημοσιεύσει ένα βιβλίο αφιερωμένο σ’ αυτήν, το «Tagebucher» («Φύλλα ημερολογίου»), το οποίο όμως προκαλέσε την έντονη δυσαρέσκεια των Ανακτόρων που, χαρακτηρίζοντας τον ως ανεπιθύμητο, τον υποχρεώνουν να παραιτηθεί από το Πανεπιστήμιο και να επιστρέψει στην Ελλάδα. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1867 - 1911), φύση ευαίσθητη, μελαγχολική, ρομαντική, αποζητούσε τη ρέμβη και τη μοναξιά και τρεφόταν από τους καρπούς των κήπων του αισθητισμού. Η ωραιοπάθεια και η ωραιολατρεία του, η εκλογή της σπάνιας λέξης και το κυνήγι του περίτεχνου ή του ασυνήθιστου στην έκφραση φανερώνουν πολύ καλά τι οφείλει το πνεύμα του και το ύφος του στους συγγραφείς του καλλιτεχνικού αυτού κινήματος, που βρισκόταν στην ακμή του ακριβώς στα χρόνια, κατά τα οποία ο ίδιος διαμορφωνόταν πνευματικά: στα 1891 - 1895 π.χ. ο Wilde και ο D' Annunzio είχαν φτάσει στο απόγειο της λογοτεχνικής τους δόξας. Έτσι, η ωραιολογία και η απαισιοδοξία αποτέλεσαν τα κύρια γνωρίσματα που σφράγισαν "Το Βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ" και την "Κερένια Κούκλα" - τα δυό βασικά δηλαδή βιβλία του. Γεννήθηκε αρτιμελής, αλλά ένα τραγικό ατύχημα στην παιδική του ηλικία στάθηκε η οδυνηρή αιτία του ραχητισμού του· στη δυσμορφία αυτή του σώματός του οφείλεται ο εγωκεντρικός και εσωστρεφής χαρακτήρας του. Ο πατέρας του, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διάσημος χημικός, τον έστειλε μαζί με τον αδελφό του Αντώνη στη Βιέννη γι' ανώτερες σπουδές. Εκεί σπούδασε φιλοσοφία, έμαθε ξένες γλώσσες, απέκτησε ευρύτατη μόρφωση. Εκεί έζησε την πιο σημαντική και την πιο συγκλονιστική εμπειρία της ζωής του: η αυτοκράτειρα της Αυστροουγγαρίας Ελισάβετ τον κάλεσε και τον διόρισε προσωπικό της συνοδό, για να έχει την ευκαιρία να μιλά ελληνικά. Όπως γράφει ο ίδιος: "Εκείνη μ' έμαθε να ξανοίγω μέσα μου την εικόνα του εγώ μου και να αφηγκράζωμαι τη μουσική των σκέψεών μου... Με τα δικά της μάτια ανακάλυψα την ωριοσύνη που κοίτεται κρυμμένη μέσα στη ζωή... Σ' Εκείνη χρωστώ ό,τι είμαι... Είναι αρκετή ευτυχία που έζησα για να αποκτήσω αυτό που για μένα ήτον Εκείνη... Φυσικά, ο ερχομός μου, η παρουσία μου, η αναχώρησίς μου δεν είναι για Εκείνην παρά ένα επεισόδιο... Αλλά για μένα αυτό το επεισόδιο έγινε η ίδια μου η ζωή". [...] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ  - ΣΤΗΝ ΑΔΡΙΑΤΙΚΗ

Empress Elizabeth of Austria,
 Benczúr Gyula, 1899
Τὸ θαλαμηγὸ τῆς Αὐτοκράτειρας εἶναι κομψὸ καὶ λουσσᾶτο. Οἱ καμπίνες ποὖναι προορισμένες γιὰ τὴ Μεγαλειότητά Της, πολὺ βαθιὰ στὴν καρίνα το πλοίου, ἔχουν τὰ ἰδιαίτερα γνωρίσματα τῆς κατοικίας ἑνὸς ναυτικοῦ. Εἶναι ἁπλούστατες καὶ πρακτικὰ βαλμένες, κι ὅμως μαντεύει κανεὶς ἀμέσως τὴ διαμονὴ μιᾶς ὑπέροχης προσωπικότητος. Κ' ἐδῶ ὅλα τὰ ἔπιπλα σκεπασμένα μὲ ἄσπρα λινὰ ντύματα ποὺ κάτω τους δὲ βάζει ὁ νοῦς τὸ μετάξι· καὶ παντοῦ λουλούδια. Ἡ καμπίνα τοῦ λουτροῦ εἶναι στἀλήθεια τὸ κυριώτερο διαμέρισμα καὶ μὲ περισσότερη εὐμάρεια ἀπὸ τἄλλα ταχτοποιημένο. Στὰ ταξίδια της ἡ Αὐτοκράτειρα κάνει μόνο θαλάσσια λουτρά: μιὰ βαρκοῦλα, ἐνόσῳ περπατεῖ τὸ πλοῖο, τραβᾷ ἀλάργα στὸ πέλαγος καὶ τῆς φέρνει τὸ νερὸ τἀμάλαγο ἀπ' τὰ βαθιὰ κι ἀπ' τἀμάλαγα. Στὸ κατάστρωμα ἐπάνω εἶναι στημένο ἕνα κιόσκι στρογγυλὸ ὅλο κρύσταλλα, ποὺ βλέπει ἀπ' ὅλες τὶς μεριὲς τὴ θάλασσα: εἶνε ντυμένο ἀπομέσα μὲ γαλάζιο μετάξι capitonné κ' ἔχει στόρια ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουν κ' ἕνα ντιβάνι ἡμικυκλικό, κι αὐτὰ ἀπὸ μετάξι ὁμοιόχρωμο. Ἐδῶ μέσα ἡ Αὐτοκράτειρα κάθεται καὶ τὴ χτενίζουν τὸ πρωῒ καὶ συνάμα διαβάζει ἢ γράφει μαζί μου: ἐνόσῳ βρίσκεται σ' αὐτὸ τὸ κιόσκι, ὅλα τὰ παραπετάσματα εἶναι κατεβασμένα. Ἐκτὸς ἀπ' αὐτὲς τὶς ὧρες, μόνον ὅταν βρέχῃ ἢ σὰν ἔρθῃ καμμιὰ φουρτοῦνα, ἀποτραβιέται ἐκεῖ μέσα, ἀλλὰ τότε ἡ θέα πρὸς τὴ θάλασσα μένει πάλιν ἀνοιχτὴ κ' ἐλευθερωμένη. Μόνη της μοῦ ἔδειξε καὶ μοῦ ἐξήγησε ὅλ' αὐτά.
− Ὅταν κάνῃ μεγάλη τρικυμία καὶ βρισκόμαστε στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος, βάζω συνήθως καὶ μὲ δένουνε μὲ σχοινιὰ σ' αὐτὴν ἐδῶ τὴν πολυθρόνα. Λαβαίνω, βλέπετε, τὶς ἴδιες προφυλάξεις μὲ τὸν Ὀδυσσέα, ἐπειδὴ τὰ κύματα μὲ τραβοῦν κ' ἐμένα τὸ ἴδιο.
Μὰ ἡ ξέχωρή της περιοχή, τὸ λημέρι της, ὅπως ἡ ἴδια μοὔλεγε, εἶναι ἡ πρύμη τοῦ πλοίου καὶ μὶα ἀπὸ τὶς γέφυρες τῆς βάρδιας· κι αὐτὲς ἔβαλε καὶ τὶς κλείσανε μὲ καραβόπαννα ἀπ' ὅλες τὶς μεριὲς μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴ φαίνεται πιὰ τίποτ' ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ μονάχα ἡ θάλασσα νὰ ξανοίγεται ἀπεριόριστη. Αὐτὴν τὴν τέντα τὴν περίφραχτη τὴ βάφτισα ἐγὼ «Τσαντήρι τῆς Ἰζόλδης», − ἐπειδὴ ἔτσι, σὲ τέτοιο μέσα πορφυρόφαντο τσαντήρι, ἀθώρητην ἀπ' τοὺς ναῦτες κι ἀπ' τὴν καρδιά του ἀκόμα, τὴν πήγαινε ὁ πιστὸς Τριστὰν τὴ γλυκειὰν ἀγάπη τῆς ψυχῆς του νύφη τοῦ βασιλιᾶ του. Αὐτὴ ἡ ὀνομασία πολὺ τῆς ἄρεσε τῆς Αὐτοκράτειρας. Κ' ἔχει μερικὲς ὧρες ποὺ προτιμᾷ τὴ γέφυρα τῆς βάρδιας, ἄλλες πάλι τὴν πρύμη: τὸ πρωῒ τὴ γέφυρα, τὸ μεσημέρι τὴν πρύμη, καὶ τὸ βράδυ πάλι τὴ γέφυρα. Ἀλλὰ πρὸς τὸ βράδυ ὅλες οἱ λινάτσες κατεβάζονται καὶ τότες οἱ ναῦτες καθὼς κι ὅσοι εἶναι στὸ καράβι χάνονται μπρὸς ἀπ' τὰ μάτια της καὶ προσπαθοῦν ὅσο μποροῦνε νὰ μένουν ἀόρατοι − − Ἀργὰ τὴ νύχτα μόνον, ὅταν τἄστρα τρεμοφέγγουν ἀμίλητα πάνω ἀπ' τὸ μαῦρο καραβι ποὺ πλέει σιγαλά, ἔρχεται ἀπ' τὴν πλώρη τὸ τραγούδι τῶν ναυτῶν ὣς μέσα στὸ ἔρημικὸ τσαντήρι τῆς ὀνειρεμένης Βασίλισσας, τῆς παραμυθένιας…
Σήμερα μόλις τελείωσαμε τὸ μάθημα μὲς τὸ κιόσκι, μὲ φώναξεν ἐπάνω στὴ γέφυρα. Στὸ τσαντήρι τῆς Ἰζόλδης μόνο ἕνα ἄνοιγμα ἦτον ἀφημένο ποὺ κι αὐτὸ ἔκλεινε μ' ἕνα κρεμαστὸ χαλί.
Μπροστὰ μας δὲν εἴχαμε παρὰ τὴ θάλασσα τὴν ἀτέρμονη, ἔρημη καὶ βουρκωμένη, βαθιόμαβια μολυβένια ποὺ τὸ χρῶμα της αὐτὸ ἔκανε σχεδὸν αἰσθητὸ τὸ βάρος τῶν νερένιων ὄγκων της· κι ἄσπρα γαϊτάνια ἀπὸ ἀφροὺς ρήγωναν καὶ πλούμιζαν αὐτὸ τὸ κρασᾶτο μαβὺ τὸ πένθιμο καὶ ἀπέραντο. Γλάροι μὲ σιγαλερὲς φτεροῦγες σὰν τόξα τανυσμένα πετοῦσαν πίσω μας· καὶ κάθε λίγο βγάζανε κάτι στριγγὲς κραυγές.
− Στὸ κάθε ταξίδι μου, οἱ γλάροι ἀκολουθοῦν τὸ πλοῖο μου, εἶπεν Ἐκείνη, καὶ πάντα βρίσκεται ἀνάμεσά τους κ' ἕνας βαθύχρωμος, σχεδὸν μαῦρος, σὰν κ' ἐκεῖνον ἐκεῖ.
Καὶ μοὔδειξε μὲ τὸ δάχτυλό της ἕνα γλάρο μαυρειδερὸ ποὺ πετοῦσε πιὸ μπρὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἔπειτα πρόσθεσε:
− Νὰ δῆτε ποὺ αὐτὸς θἄρθῃ μαζί μας σχεδὸν ἴσα μὲ κοντὰ στὴν Κέρκυρα. Πολλὲς φορὲς ὁ μαῦρος γλάρος μ' ἔχει ἀκολουθήσει ὁλόκληρη ἑβδομάδα ἀπὸ μιὰν ἤπειρο ὣς τὴν ἄλλη. Μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι ἡ Μοῖρα μου ποὺ μὲ παραφυλάει.
Τὸ «Μιραμάρε» ἔκαμε σταθμὸ στὴν Πόλα, ἐπειδὴ ἡ Αὐτοκράτειρα σκόπευε νὰ ἐπιθεωρήσῃ τὸ παλιὸ καταδρομικὸ «Πελεκάνος», ποὺ μετασκευαζότανε τώρα στὸ Ναύσταθμο σ' αὐτοκρατορικὸ θαλαμηγό. Τὸ πλοῖο ποὺ τὴν περίμενε αὐτὴ τὴν ἐπίσκεψη ἤτονε σημαιοστόλιστο. Καὶ πῆγε νὰ τὸ ἰδῇ μαζὶ μὲ τὴν Κυρία τῆς Τιμῆς της μέσα σὲ μιὰ δωδεκάκουπη βάρκα τοῦ «Μιραμάρε» καὶ στὰ μισὰ τοῦ δρόμου ἦρθε νὰ τὴν ὑποδεχθῇ μιὰν ἄλλη λέμβος τοῦ πολεμικοῦ, γεμάτη ναυάρχους καὶ διαφόρους βαθμοφόρους τοῦ λιμένος. Ἀπ' τὶς ἐρημιὲς τοῦ πνεύματος ὅπου πλανιότανε ξανάμπαινε τώρα μὲς τὴν ἀτμοσφαῖρα τῆς αὐτοκρατορικῆς περιωπῆς της μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ κ' ἐδῶ ἔφερνε μαζί της τὸ ἀλάλητο ὕψος, τὴν ἄφθαστη χάρη τῆς ξέχωρα δικιᾶς της φύσεως: σ' ὅλων αὐτῶν ποὺ γύρω της στέκονταν τὴν ὄψη ἔβλεπα περίχυτο τὸ μαγεμένο θάμπωμα ἀπ' τὴν ποίηση τῆς παρουσίας της, ἀλλὰ συνάμα ἔνοιωθα πὼς δὲν καταλάβαιναν τὴν αἰτία τὴ μοναδική, παρὰ ἐξηγούσανε σφαλερὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ αἰσθάνονταν τότε μὲ τὴν ἀψηλή της θέση.
Σήμερα εἶπε:
− Ἡ ζωὴ στὴ θάλασσα εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα ἁπλὸ ταξίδι: εἶναι μιὰ ζωὴ καλυτερεμένη, πιὸ βαθειὰ καὶ προπάντων πιὸ ἀληθινή· γι' αὐτὸ προσπαθῶ νὰ τὴν ἀπολαβαίνω ὅσο μπορῶ πιὸ τέλεια καὶ πιὸ πολὺν καιρό. Ἐδῶ στὸ ἀφρόζωστο καράβι βρίσκεται κανεὶς σὰν ἐπάνω σ' ἕνα νησὶ ἀπ' ὅπου ὅλες οἱ δυσαρέσκειες καὶ οἱ σχέσεις οἱ ἀνθρώπινες ἔχουν ἐξορισθῆ. Εἶναι μιὰ ζωὴ ἡδονική, λαγαρὴ καὶ κρυσταλλωμένη, χωρὶς πόθο καὶ χωρὶς συναίσθηση τοῦ χρόνου: − τὸ αἴσθημα τοῦ καιροῦ ποὺ περνᾷ εἶναι πάντα ὀδυνηρό, γιατὶ μᾶς κάνει νὰ αἰσθανόμαστε τὴ ζωή μας.
Στὴ γέφυρα ἐπάνω μοῦ εἶπε, δείχνοντάς μου παλι τὸ μαῦρο γλάρο ποὺ ὄλο καὶ σάλευε ἀθόρυβες μεγάλες φτεροῦγες, διάφεγγες στὸν ἥλιο, καὶ πότε δεξιά, πότε ἀριστερὰ τοῦ καραβιοῦ ἔλαμνε ἀπάνωθέ μας στὸν αἰθέρα:
− Μοῦ προφητεύει πὼς θὰ τελειώσω στὴ θάλασσα. Ὅταν ἄκουσα γιὰ πρώτη φορὰ πὼς πέθανε ὁ Σέλλεϋ, ἀμέσως μοὖρθε κ' ἐμένα αὐτὴ ἡ σκέψη ἢ .. αὐτὴ ἡ λαχτάρα!
Περνούσαμε μπρὸς ἀπ' τὰ νησιὰ τῆς Δαλματίας. Ἡ θάλασσα ἦτον τώρα ἡσυχώτερη. Πέρα οἱ ἀκρογιαλιὲς πρασίνιζαν. Τὴν ἀρώτησα, ἂν δὲν αἰσθανότανε τὴν ἐπιθυμία νὰ πατήσῃ πάλι τὸ πόδι της στὴ γῆς. Κ' ἐκείνη εἶπε:
− Ἡ ζωὴ στὸ πλοῖο ἔχει πολὺ μεγαλύτερη ὀμορφιὰ ἀπ' τὸ κάθε ἀκρογιάλι. Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ἐπιθυμῇ κανεὶς νὰ πάῃ πούποτα παρὰ μόνο ἐπειδὴ ἀνάμεσά μας καὶ τοῦ πόθου μας βρίσκεται τὸ ταξίδι. Ἂν πήγαινα σ' ἕναν τόπο ποὺ νἄξερα πὼς δὲ θὰ μποροῦσα πιὰ νὰ ξαναφύγω, καὶ Παράδεισος νὰ ἤτονε, θὰ μοῦ φαινότανε Κόλασις ἡ διαμονὴ σ' αὐτόν. Ἡ ἰδέα πὼς σὲ λιγάκι θἀφήσω πάλι κάποιο μέρος μὲ συγκινεῖ καὶ μὲ κάνει νὰ τἀγαπῶ. Κ' ἔτσι θάβω κάθε φορὰ ἕνα ὄνειρο ποὺ σβήνει πρόωρα γιὰ νἀρχίσω νὰ στενάζω γιὰ κάποιο ἄλλο ποὺ ἀκόμα δὲν ἔχει γεννηθῆ.
Στὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα τῆς φέρνουνε νὰ πιῇ γάλα ἀπὸ μιὰ γίδα Μαλτέζικη ποὺ τὴν ἔχουν πάρει μαζὶ ἀπ' τὴ Βιέννη.
− Κάνει τὸ ταξίδι χωρὶς κανέναν ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸ ὡραῖο, μοὖπε ἡ Αὐτοκράτειρα, καθὼς πήγαμε νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὴ βασιλικὴ κατσίκα στὸ ξύλινό της ἀνάχτορο. Ἀλλὰ ἔχει πολὺ ἀνεπτυγμένο τὸ αἴσθημα τοῦ καθήκοντος, γιατὶ εἶναι Ἀγγλίδα: αὐτὸ ἔχει πιὸ μεγάλη ἀξία ἀπὸ κάθε αἰσθητική. Γι' αὐτὸ κι' ἐγὼ τὴν πῆρα μαζί μου. Δὲν ὑπάρχουν καλύτερες «nurses» ἀπὸ τὶς Ἀγγλίδες.
Ὑστερώτερα μοῦ εἶπε:
− Οἱ ἄνθρωποι νομίζουν πὼς ἔχουν ὑποδουλώσει τὴ φύση καὶ τὰ στοιχεῖα μὲ τἀτμόπλοια καὶ τὰ ἐξπρὲς τραῖνα τους. Ἀπεναντίας ὅμως ἡ φύσις τώρα ἔχει βάλει τοὺς ἀνθρώπους στὸ ζυγό. Ἄλλοτε αἰσθανόταν κανεὶς τὸν ἑαυτό του θεὸ σὲ καμμιὰ βαθιὰ κρυμμένη λαγκαδιὰ ποὺ δὲν ἔβγαινε ποτέ του νὰ κάνῃ ἕνα βῆμα παραέξω ἀπὸ τὰ φρύδια της − σὰν τὸν ποντικό στὴν τρύπα του. Τώρα ποὺ γινήκαμε globertotters καὶ πήραμε σβάρνα τὴν ὑδρόγειο, κυλοῦμε σὰν τὶς σταγόνες μὲς τὴ θάλασσα καὶ στὰ τελευταία θὰ τὸ καταλάβωμε πὼς δὲν εἴμαστε τίποτα περισσότερο.
− Στὴ θάλασσα μέσα ἡ ἀναπνοή μου πλαταίνει, μοῦ εἶπε ἀκόμη ἐπάνω στὴ γέφυρα· ρυθμίζεται σύμφωνα μὲ τὸ σάλεμα τῆς θάλασσας: ὅσο πιὸ πλατιὰ ἁπλώνονται καὶ φουσκώνουν τὰ κύματα, τόσο βαθύτερα ἀνασαίνω ἐγώ.
− Ναί, Μεγαλειοτάτη, ἀνάμεσά μας, τῶν φτωχῶν θνητῶν ποὔμαστε, καὶ τῶν πραγμάτων ποὺ δὲν πεθαίνουν ὑπάρχουν κάποιες βαθειὲς σχέσεις ποὺ οἱ νόμοι τους μένουν κρυμμένοι σ' αἰώνια μυστήρια.
− Ἐγὼ φαντάζομαι, μοῦ εἶπε, πὼς ἡ θάλασσα μᾶς παίρνει ὅ,τι ἔχομε ἀνθρώπινο, πὼς δὲν ἀνέχεται μέσα μας τίποτα ἀπ'τὴν ἐπίγειο ζωοσύνη. Μέσα στὴν τρικυμία πολλὲς φορὲς θαρρῶ πὼς κ' ἐγὼ ἡ ἴδια ἔχω γίνει ἕνα κῦμα ποὺ ἀφρίζει.
Κ' ἐγὼ τὴν κύτταζα σὰ θαμπωμένος − −
Σήμερα πάλιν ἡ θάλασσα εἶναι κυματοῦσα κι ἀγριεμένη. Μοῦ ζήτησε νὰ τῆς διαβάσω μερικὲς σελίδες ἀπὸ τὸν «Κύκλο τῆς θάλασσας τοῦ Βοριᾶ» τοῦ Χάϊνε. Ἡ δεύτερη στροφὴ τῆς «Τρικυμίας» μ' ἔκαμε νἀνατριχιάσω καθὼς τὴ διάβαζα, τόσο μοῦ φάνηκε παρμένη ἀπὸ ἐπάνω της:
− O Meer! 
Mutter der Schönheit, der schaumentstieg' nen! 
Schon flattert, leichenwitternd, 
Die weisse, gespenstische Möwe 
Und wetzt an dem Mastbaum den Schnabel… [1]
Καὶ παρακάτω:
− Fern an schottischer Felsenküste..
Steht eine schöne kranke Frau, 
Zartdurchsichtig und marmorblass.. 
Und den Wind durchwühlt ihre langem Locken 
Und trägt ihr dunkles Lied 
Űber daw weite, stürmende Meer…[2]
Περίφοβα σήκωσα τὰ ματια μου πρὸς τὰ δικά της καὶ εἶδα τὰ βλέμματά της νὰ σέρνωνται μαζὶ μὲ τὸν ἀγέρα πάνω στὸ ἄραχνο καὶ μανιασμένο πέλαγος…
Κ. Χρηστομάνος, Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ, Αθήνα, τυπ, Σακελλαρίου, 1908, σσ. 136−145

1 Ὦ θάλασσα!
Μάννα τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς ἀφρογεννημένης!
Νὰ τὸν ποὺ μύρισε κιόλας τὸ Χάρο
Ὁ ἄσπρος γλάρος − τὸ βρυκολακιασμένο
Πουλί − καὶ στὸ κατάρτι ἀκονίζει τὸ ράμφος…

2 Μακριὰ στῆς Σκωτίας τοὺς θαλασσοδαρμένους βράχους 
Στέκεται μιὰν ὥρια κι ἄρρωστη γυναῖκα 
Χλωμὴ καὶ διάφανη σὰ μαρμαρένια.. 
Κι ὁ ἀγέρας ἀναδεύει τὰ μακριὰ μαλλιά της 
Καὶ παίρνει ἀπὸ τὸ στόμα της τὸ σκοτεινὸ τραγούδι 
Καὶ σέρνει τὸ πάνω στἄραχνο καὶ μανιασμένο πέλαγος…

http://www.greek-language.gr/


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/