Χαρίτα Μήνη "Σκαρί τρικούβερτο"

 


Να ζω μες την αλήθεια μου
αυτό ποθούσα πάντα
μέσα σε κόσμο ύπουλο
υποκρισίας βασίλειο.
«Πίστεψε αυτά που λέμε εμείς»
γλυκά μου ψιθυρίζει
τάζοντας ψεύτικες χαρές
και πλάνες υποσχέσεις.

Μα εγώ σκαρί τρικούβερτο
σαλπάρω γι' άλλους τόπους
βάζω σημαία άλικη
πολύχρωμο πανάκι
γεμίζω τα αμπάρια μου
με όνειρα και στίχους
και ψάχνω γι' άλλους ουρανούς
για πέλαγα καινούρια.

Φίλοι μου τα γλαρόπουλα
σύντροφοι τα δελφίνια
ανοίγομαι σ' ορίζοντες
που νους κανείς δεν βάζει
και πάνω στο κατάστρωμα
μαζεύω πεφταστέρια.

Φτάνω σε μακρινά νησιά
που αφέντη δεν γνωρίζουν
πιάνω σε τόπους λεύτερους
μες της ψυχής τα βάθη.
Μες στην αλήθεια κατοικώ
με δίχως αυταπάτες
πλέω σε διάφανα νερά
μακριά από τις πλάνες.

Στίχοι: Χαρίτα Μήνη, www.hmeenee.com
Βιντεοσκόπηση και επεξεργασία βίντεο: Ανδριάνα Μπιρμπίλη
Ερμούπολη, Σύρος, 2021 https://youtu.be/E_wF_dgsMw

Η Χαρίτα Μήνη, είναι κλασική φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στην ψυχολογία. Είναι δημιουργός πολλών βιβλίων, άρθρων και δοκιμίων στα ελληνικά και στα αγγλικά. Ασχολείται ακόμη με τη μετάφραση ποίησης και πεζογραφίας. Έχει δώσει πολλές διαλέξεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει εμφανιστεί σε εκπομπές στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Η ποίησή της είναι αφηγηματική, λυρική, προσωποκεντρική. Ο λόγος της είναι περίτεχνος, ζωντανός, με εντυπωσιακές εικόνες και ηχηρό συναίσθημα. Η γραφή της έχει έντονο προσωπικό στίγμα. Εμπνέεται από τον έρωτα, τη φύση, τις μορφές της μυθολογίας, τα κοινωνικά αιτήματα.




ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ "ΔΡΑΠΕΤΗΣ"



Φοβήθηκες
το χλωμό πρόσωπό μου.
Σαν το δραπέτη,
που συναντά το φακό
του δεσμοφύλακα,
ζήτησες ν' αποφύγεις
το βλέμμα μου.
'Ετρεμες.
Προσπάθησες να ξεφύγεις
ζητώντας καταφύγιο παντού.
Ήσουν δραπέτης
της αγάπης μου.

ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ







Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά "H Νίκη της Σαμοθράκης!"



Ήρθα ξανά μπροστά σου να σταθώ

και να παρατηρήσω πως ναι,

ολόρθη και με ολάνοιχτα φτερά

σαλπίζεις τη νίκη,

τώρα τη νίκη του ονόματός σου !

Σου έφερα του νησιού σου

το ανάλαφρο άρωμα

σαν αντίδωρο ,γιατί η καρτερία σου ,

φέρνει καθημερινά τη Σαμοθράκη

στο στόμα πολλών

κι εκείνων που αναρωτιούνται,

από πού κίνησες ορθόπλωρη

κι ήρθες εδώ ,που δε φτάνουν

οι θρήνοι των βράχων, των δέντρων,

των μαγεμένων πλαγιών ,του δικού σου Σάος!

Ακόμα θρηνούν την απουσία σου,

Τόσο, που θαρρώ πως σκεφτόμενη

-με τ’ απομεινάρια της λογικής

που πλημμύρισαν το σώμα σου

όταν κούρσεψαν το κεφάλι σου-

έγκλειστη εδώ και χρόνια,

σπαράζουν τα σπλάχνα σου

κάτω από το πετρωμένο- διάφανο σχεδόν -φόρεμα σου!

Σου έφερα δάκρυα απ’ το Αιγαίο, τα δάκρυά σου,

που πέφτανε, όταν αντιλαλούσαν τα φαράγγια

και το βουητό τ’ ανέμου έδειχνε,

ν’ ανεμίζει πιότερο το ρούχο

που περίτεχνα στολίστηκες απ’ το χέρι του γλύπτη.

Ήρθα ξανά, μπροστά σου να σταθώ

να αισθανθώ να μου γνέφεις,

ανυπόταχτη ,

και να σου πω, πως θρηνούμε όλοι

την ώρα που το «Σάος» ρίχνει τη ματιά του

στις έρημες πλατύφυλλες σκιές,

ανταριάζει και βρυχάται

και νιώθει βαριά τη σκιά του Ποσειδώνα,

που δε χτύπησε μια, να αγριέψει η θάλασσα

για να μείνεις εκεί, στο νησί

όπου ναι, ένα κομμάτι θρήνου απλώθηκε

σαν ένιωσε το χαμό σου !

Ήρθα εδώ για να βρέξω τα χείλη μου

που στέγνωσαν απ’ την απαντοχή,

να υψωθώ όσο μπορώ και να σου ψιθυρίσω:

η ελπίδα του γυρισμού σου

ζωντανεύει τα όνειρά μας,

τις παραδόσεις μας ,

τα τραγούδια μας,

………………………………….

Το νησί μας!


Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός









Μαίρη Ζαχαράκη - Ηλίας Παπακωνσταντίνου "Ρεμβάζοντας μέσα στο χρόνο" - Σχέδια: Mattia Manco

 


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ρεμβάζοντας μέσα στο χρόνο
Μαίρη Ζαχαράκη
Ηλίας Παπακωνσταντίνου
Σχέδια: Mattia Manco
ISBN: 978 618 5456 49 8
Λιανική τιμή 15 ευρώ + ΦΠΑ

Μπορεί μια ραδιοφωνική εκπομπή να χωρέσει στις σελίδες ενός βιβλίου;

Η Μαίρη Ζαχαράκη, ραδιοφωνική παραγωγός στο Ράδιο Αίγιο, ο ποιητής Ηλίας Παπακωνσταντίνου και ο μουσικός και εικαστικός Mattia Manco συνεργάστηκαν αρμονικά για την υλοποίηση της έκδοσης.

Κάθε θέμα παρουσιάζεται από ένα ποιητικό κείμενο της Μαίρης Ζαχαράκη, ένα ποίημα του Ηλία Παπακωνσταντίνου, ένα σχέδιο του Mattia Manco και το τραγούδι (σε qr code), που θα συνόδευε το λόγο σε μια ραδιοφωνική εκπομπή.

«Πολλά τα βράδια των ρεμβασμών και των διάφορων αφιερωμάτων, πολλές κι οι επ’ ευκαιρία συναντήσεις. Μία πολύτιμη απ’ αυτές και με τον καλό μου φίλο ποιητή-συγγραφέα Ηλία Παπακωνσταντίνου. Επέλεγα μία λέξη, ένα συναίσθημα, μία έννοια, μία συνθήκη κι αναζητούσα τραγούδια, κείμενα και ποιήματα, που να ψηλαφούν τις εκδοχές τους. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν εγώ το ζήτησα από τον Ηλία πρώτη φορά ή εκείνος με το πηγαίο ταλέντο του με αιφνιδίασε ευχάριστα στέλνοντας μου ένα ποίημα που άγγιζε το θέμα της εκπομπής. Δεν έχει και τόση σημασία πιά αυτό, όσο το γεγονός πως σύντομα συγκεντρώθηκε ένας σημαντικός αριθμός πρωτόλειων υπέροχων ποιημάτων». Μ.Ζ.

Όλα είναι δυνατά, γιατί όλα είναι ταξίδι, μικρά αναμνηστικά στο σάκο του χρόνου.


Βιογραφικά: 

Γεννήθηκα στην Άμφισσα αλλά μεγάλωσα και ζω στο Αίγιο, που είναι η πόλη της καρδιάς μου. Ο πατέρας μου ήταν ζαχαροπλάστης και αγαπούσε τη μουσική. Ένα ανοιχτό ραδιόφωνο τού κρατούσε συντροφιά τις μοναχικές ώρες της δημιουργίας. Μου τα κληροδότησε και τα δύο. Η μητέρα μου όμως ήταν εκείνη που έβαλε το πρώτο βιβλίο στα χέρια μου. Σήμερα, χαίρομαι τις συζητήσεις μας για βιβλία που έχουμε διαβάσει.
Έκανα τα πρώτα ραδιοφωνικά μου βήματα στο Ράδιο Αίγιο 99,2 με την εκπομπή Ονειροπολώντας, ταιριάζοντας στίχους ποιητών με έντεχνα τραγούδια.
Τελικά, ταξιδεύω στα ερτζιανά 30 χρόνια, μέσα από την συχνότητα του Ράδιο Αίγιο και την εκπομπή Ρεμβάζοντας μέσα στο χρόνο. Μαίρη Ζαχαράκη


Γεννήθηκα στη Δεσφίνα Φωκίδας, Άνοιξη. Η ομορφιά και η αγριάδα του τόπου, η θάλασσα και το βραχώδες τοπίο μαζί με τους Δελφούς, λίγο πιο πέρα, διαμόρφωσαν τον κόσμο μου.
Από μικρή ηλικία γεννιόντουσαν ποιητικές ιδέες στη σκέψη μου κι όσο περνούσε ο χρόνος φύτρωναν μέσα μου. Στην ποίηση υπάρχει η αλήθεια και η λύτρωση. Οι λέξεις έγιναν ποιητικές συλλογές, τραγούδια, μυθιστόρημα, θεατρικός λόγος, παραμύθι, μουσικοποιητικές εκδηλώσεις.
Κοιτώ στα μάτια τις αντιξοότητες, τις ανισότητες, το δίκαιο, την αγάπη και το φως και τους μιλώ με ποίηση. Η σύμπλευση με τους ανθρώπους της τέχνης, θέλω να έχει ουσία κι ένα ισχυρό αποτέλεσμα για δίκαιο και ανθρώπινο κόσμο, μακριά από εγώ, εσύ και επιτηδευμένα περιττά υλικά αγαθά. Γι΄ αυτό, οι συνεργασίες είναι πολύ σημαντικές για την επίτευξη δημιουργικού χρόνου και αποτελέσματος στο εμείς. Ηλίας Παπακωνσταντίνου


Ο Mattia Manco γεννήθηκε στη Γαλατίνα (Λέτσε) της νότιας Ιταλίας.
Από νεαρή ηλικία εκδήλωσε ένα έμφυτο πάθος για τη μουσική, τόσο έντονο, που έπεισε τον πατέρα του, στην τρυφερή ηλικία των επτά, να ξεκινήσει μαθήματα πιάνου. Στα δεκαεπτά του, μαζί με ένα φίλο, ιδρύει το συγκρότημα “Athanaton” και κυκλοφορούν το πρώτο τους CD με παραδοσιακή μουσική του Salento (Potaria, 2000).
Η ενασχόληση του με το πιάνο τού επιτρέπει να εξοικειωθεί εύκολα με άλλα μουσικά όργανα, όπως η κλασική κιθάρα, το φλάουτο αλλά κυρίως με το ακορντεόν. Και είναι η δεξιοτεχνία του αυτή, ως ακορντενίστας, που προσελκύει το ενδιαφέρον διαφόρων συγκροτημάτων παραδοσιακής μουσικής της Νότιας Ιταλίας (Coribanti, Uccio Aloisi Gruppu, Malarazza)
Το 2014, δημιούργησε μαζί με τον Beppe Branca το μουσικό ντουέτο “Taxidi”. Πέρα από κομμάτια δικής του σύνθεσης, δείχνει ενδιαφέρον γενικότερα στην ελληνόφωνη ιταλική μουσική παράδοση, παρουσιάζοντας στις παραστάσεις τους τόσο γνωστά παραδοσιακά κομμάτια όσο και σύγχρονα. Το συγκρότημα πραγματοποίησε πλήθος συναυλιών στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Το ‘Taxidi’, επίσης, πρωταγωνίστησε στο εθνογραφικό ντοκιμαντέρ ‘’Tria Loja’’, το οποίο αποτελεί ένα μουσικό και πολιτιστικό ταξίδι, που από την καρδιά του ελληνόφωνου Σαλέντο μάς μεταφέρει στις ακτές της Ελλάδας.
Ο Mattia Μanco είναι ένας από τους λίγους, που μιλούν τα Griko (αρχαία διάλεκτος, ελληνικής καταγωγής που ακόμα ομιλείται σε ορισμένα χωριά του Salento) και έχει αφιερώσει τη ζωή του στη σύνθεση νέων τραγουδιών στα Griko, προσπαθώντας να δώσει σ’ αυτή τη γλώσσα μία νέα πνοή, μέσα από τις τέχνες, μιας και η ίδια πλέον τείνει να εκλείψει.

Επικοινωνία βιβλίου: Ζωή Τριανταφυλλίδη.



Εκδόσεις Φίλντισι
Ξανθίππου 123,
Παπάγου, 15669
Τηλ.: 210 6540170
info@filntisi.gr









Carpe " Επί τον τύπον των ήλων..."

Wolfgang Lettl art

Απολαμβάνουν τη χαρά της εξουσίας
διαφεντεύουν ψυχές,
τις ρίχνουν στα τάρταρα.
Ο μίτος της Αριάδνης χάθηκε
τριγυρνάμε αδέσποτοι
στον λαβύρινθο της ζωής
ως την ανάλωσή μας.
Υπό των ήχων
κραυγών άναρθρων
ο σφαγιασμός των " κακών παιδιών" συνεχίζεται.
Οι "καλοί" μας νοιάζονται
κρατούν το είδος καθαρό
όπως ο ένδοξος πρόγονός τους,
όλοι τον γνωρίζετε,
τα κατορθώματα του
ομοιάζουν με το ζήλο σας
για κάθαρση.
Απαγορεύεται να αγωνιστείς
να είσαι ελεύθερος ,να ζεις,
βάζεις σε κίνδυνο
την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων.
Οι "καλοί " μας ηγεμόνες
θα μας σώσουν
στον σταυρό του μαρτυρίου μας 
 επί τον τύπον των ήλων!

Carpe.
...

Μιχάλης Γεωργούλης "Το ταξίδι"

Scott Naismith painting

..σαν αποφασίσεις
κάποια μέρα
τη μοίρα σου ν΄ αλλάξεις…
σαν ονειρευτείς
μια της ζωής σου αντιστροφή
στων επιθυμιών τη προσταγή
θάρρος βρεις
σε πέλαγος ν΄ ανοιχτείς…
σαν απoφασίσεις
κάποιο όνειρο
ν΄ ακολουθήσεις
με σχεδία πρόχειρα
φτιαγμένη
με απατηλά όνειρα
δεμένη.
για ανέμους..
οι φλόγες της ψυχής,
για σύννεφα
της φαντασίας οι καρποί,
οι σκέψεις συντροφιά
σαν σμήνος από πουλιά
να σε κυνηγά
με πλήθος αποχρώσεις
στα φτερά.
φωτεινές.. αρωγοί σε βοηθούν
σκοτεινές…μετέωρο σε κρατούν
Σμήνος οι σκέψεις
όλο σε τριγυρνούν
σου μιλάνε
όλο κάτι θέλουν
να σου πουν
συντροφιά μοναχική
στης ζωής σου
τη μεγάλη φυγή
και μ΄ έναν φόβο στη καρδιά
η έρημος που σ΄ ακολουθεί
τη συναντήσεις και..
στην απέναντι ακτή..
και μια συμβουλή παραίνεση
μα και προσταγή
στη μέση του πελάγους
μη σταθείς
να γυρίσεις πίσω
μη σκεφτείς
πιότερο συνέχισε
και ας είναι να χαθείς
μεγάλη θα είναι η τιμή..
μα στο ταξίδι..
ποτέ μη το σκεφτείς..
η σκέψη σου
μοναχά στην Εδέμ
που είχες ονειρευτεί…

Μιχάλης Γεωργούλης
Μ.Γ. …









ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ "Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας" - Πίνακες Ζωγραφικής για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο

 

Πίνακας - Αλέξανδρος Αλεξανδράκης



Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού

Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό 
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.


Πίνακας - Α.  Αλεξανδράκης 



Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·

O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!

Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

Πίνακας - Α. Αλεξανδράκης 
Γ´

Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...

Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια! 

Πίνακας - Α. Αλεξανδράκης 
Δ´

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα 
Kι η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή 
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!

Πίνακας - Α. Αλεξανδράκης 

Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!

Πίνακας - Α. Αλεξανδράκης 


ΣT´

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!

Πίνακας - Α. Αλεξανδράκης 



Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/