Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1940 ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΩΝ

 

Πίνακας - Α. Αλεξανδράκης

Νικηφόρος Βρεττάκος - Μάνα και γιος 

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να' χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: "Ίτε παίδες Ελλήνων ..."
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη 

Πίνακας - Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης


Νικηφόρος Βρεττάκος  - Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο 

Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε; 
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού: ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ' τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ' τ' αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο, διπλωμένος με το ντουφέκι μου, 
παγωμένος και ασταθής.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ' το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.
Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ' αμπριά.
εκεί μέσα μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ' ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας το κλουβί στο παράθυρο,
τα μάτια των κοριτσιών, το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορα μας, τ
ην Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα, που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ' το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ' το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Το ότι πέθαναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά, σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο) 

Πίνακας - Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης

Θωμάς Γκόρπας - 
Το αλβανικό

“Λένε κάποια τραγούδια και ιστορικά βιβλία
πως ο στρατός μας θαυματούργησε στην Αλβανία.
Αλλ’ ο πατέρας μου κανένα θαύμα δε θυμόταν
κι όταν τον ρώταγα τον πόλεμο τον καταριόταν.

– Ποιοι ήταν πατέρα οι νικηταί και ποιοι οι ηττημένοι;
– Στον πόλεμο, παιδί μου, υπάρχουν μόνο σκοτωμένοι…
Τα κρυοπαγήματα και τα κουρέλια του θυμόταν.
– Και τα ανδραγαθήματα; Ρωτούσα. Αποκρινόταν:

– Μπορεί οι νεκροί που τάφηκαν μέσα στο χιόνι
που πολεμήσαν μοναχοί και που πεθάναν μόνοι…
– Κ’ η Παναγία που σας προστάτευε πού ήτανε πατέρα
δεν ήταν δίπλα σας όταν φωνάζατε αέρα;

– Ίσως την έβλεπαν οι στρατηγοί την Παναγία
όταν μας ψάχνανε στους χάρτες μέσα στα γραφεία…”.

(Θωμάς Γκόρπας, Ποιήματα, Κέδρος)


Πίνακας - Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης

Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη - Οι γυναίκες της Πίνδου

Το χωριό, το Ηπειρώτικο χωριό δεχόταν με βόγκο το χιόνι που έπεφτε... έπεφτε... έπεφτε.
Το χιόνι έπεφτε... έπεφτε. Κόντευες να πιστεύεις πως δε θα μπορούσε η μέρα να διώξει τη νύχτα. Κι όμως ξημέρωσε και τότε τόλμησαν να ξεκινήσουν.
Μπρος ορθό εχθρικό το βουνό. Κάτω το Ηπειρώτικο χωριό, δεξιά ζερβά οι χαράδρες. Και το χιόνι να τους κόβει την ανάσα, να τους ζαλίζει, που τελειώνει το μονοπάτι, που αρχίζει η χαράδρα;
Και πάγος κάτω, πάγος που γλιστράει, τσουλήθρα θανάτου. Κι απάνω στο βουνό, 'κει προς την κορφή να καρτερούν τα πυρομαχικά -ζωή και θάνατος η έλλειψη τους -και τους είχαν τελειώσει. Κι αυτοί ανέβαιναν... ανέβαιναν κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο μέσα στην τόση παγωνιά είχαν ιδρώσει . Απ' το κόπο κι απ' τον φόβο...
Και 'κει ήταν που και τα μουλάρια σταμάτησαν. Ή πιο σωστά πήραν τα πόδια τους τη γλιστρά της κατηφοριάς, οι ασήκωτες κάσες που 'χαν στις πλάτες τους μετακινήθηκαν... κίνδυνος να γκρεμιστούν στο βάραθρο μαζί με τα μουλάρια. Κι απάνω στο βουνό εκεί προς την κορφή, να καρτερούν τα πυρομαχικά, ζωή και θάνατος η έλλειψη τους, και τους είχαν τελειώσει...


 Πυθαγόρας

Γυναίκες Ηπειρώτισσες
μέσα στα χιόνια πάνε
κι οβίδες κουβαλάνε.
Θεέ μου τι τις πότισες
και δεν αγκομαχάνε.

Γυναίκες Ηπειρώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δεν ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις.

Γιαννιώτισσες, Σουλιώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δεν ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις.

Γυναίκες από τα σύνορα
κόρες, γριές, κεράδες
φωτιά μες τους βοριάδες
Εσείς θα είστε σίγουρα
της λευτεριάς μανάδες.

Πίνακας -  Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης

Γιάννης Δάλλας  - Πίνδος  Στις γυναίκες της Ηπείρου

Μπροστά ουρανός παντού… Το καταράχι.
Πίσω γκρεμοί – το μάτι τούς φοβάται!
Και περπατάτε, ακόμα περπατάτε,
μια-μια, χιλιάδες ίσκιοι νυχτομάχοι.

Ψηλές, μαρμαροφάνταχτες κινάτε,
μ’ ένα ραβδί, με τ’ άρματα στη ράχη.
Η έγνια ενός λαού σάς επρομάχει,
καθώς σας κατευόδα εκεί που πάτε.

Γύρα τα χοροζάλογκα κι οι κάννες
φλέγονται, ιδές, καθώς από μια σ’ άλλη
περνάτε κορυφή, λεβεντομάνες.

Σαν πάνου απ’ όποια ξέρα και σπηλιάδα,
να κουβαλάτε, σ’ άγρυπνη μια πάλη,
στους ώμους σας ακέρια την Ελλάδα.

Πίνακας - Αλέξανδρος   Αλεξανδράκης


Οδυσσέας Ελύτης -   Πορεία στο μέτωπο

Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες

Πίνακας - Ουμβέρτος Αργυρός


Οδυσσέας Ελύτης - Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού

Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
 Διαβάστε περισσότερα εδώ 

Πίνακας -   Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης 


Ανδρέας  Εμπειρίκος - 28 Oκτωβρίου 1940

Ο ποταμός ξεχείλισε
Ο,τι κι αν γράψω σήμερα
Ο,τι κι αν πω την ώρα ετούτη
Ο,τι κι αν κάμω όπου κι αν πάω
Το παν θάναι για μένα
Ενα τουφέκι που κρατώ στα χέρια κι αλαλάζω
Κάτω τα χέρια από την μάνα μας Ελλάδα.

Είμαι φιλήδονος και σοσιαλιστής
Κ' έχω την γνώμη πως έτσι κάποτε θα μείνω
Μ' αυτά που γίνηκαν και γίνονται στον κόσμο
Και κάποτε να σηκωθώ και να φωνάξω
Κάτω οι Εθνικοσοσιαλισταί
Κάτω οι Φασισταί
Κάτω οι βδελυροί υποκριταί της Μόσχας
Πράγματι νυν υπέρ πάντων ο αγών
Ζήτω η Ελλάς
Ζήτω η Αγγλία
Που πολεμάν γι' αυτά που αγαπάμε
Ενάντια σε όσα μάς είναι μισητά.

Νυν υπέρ πάντων ο αγών
Η Ελευθερία δεν έγινε ποτέ
Με ψέμματα ούτε με σκέτες θεωρίες
Μα με τις πράξεις και οσάκις ήτο ανάγκη με το αίμα
Εμπρός λοιπόν και να χτυπάμε στην καρδιά
Σύντροφοι εμπρός
Φωνάζω αλληλούια.
(Ανέκδοτο ποίημα από το αρχείο του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο πολίτης, τ. 57, Οκτώβριος 1998]

Πίνακας -  Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης 

  
Γιάννης Μπεράτης

«Σε κάθε ελληνικό στήθος είχε ριζώσει μια βουβή αμε­τάκλητη απόφαση: Δεν θα περάσουν.
Εδώ και δυο-τρεις ώρες πιο πίσω από τις πρώτες γραμ­μές, η βοή της ακατάπαυτης μάχης μάς ερχότανε, σαν ένα βαρύ, μόνιμο, χωρίς καμιά διακοπή, εξακολουθητικό μπουμπουνητό.
Πίσω απ” το βουνό οι λάμψεις φωτίζανε τη νύχτα εκτυ­φλωτικά τον βαρυσυννεφιασμένο ουρανό κι οι νυχτερινές επιδρομές σε μας και στον από κάτω μας δρόμο, όπου πέρναγαν εσπευσμένως όλες οι εφοδιοπομπές μας, δεν παύανε μια στιγμή. Και το θαύμα έγινε! Χωρίς μεταγωγικά μέσα, με πεζοπορία ατέλειωτων ωρών, νηστικοί και άυπνοι έφθασαν οι άνδρες μας».
 


[Στα βουνά της Αλβανίας]

Ολος ο κάμπος ήτανε έρημος κι ο δρόμος, μακρύς-μακρύς και κατάλευκος, απλωνότανε μπροστά μας. Προχωρούσαμε γρήγορα με βήμα, και αμίλητοι. Από δω και πάνω, φαίνεται, ήταν τα τελευταία ελάχιστα χιλιόμετρα δρόμου που εξουσιάζαμε ακόμη εμείς, το ακρότατο όριο των δικών μας συγκοινωνιών, γιατί πιο πέρα ο ίδιος δρόμος χρησίμευε για τους Ιταλούς.
Κείνη την ώρα, μες στην απέραντη σιγή και τη νέκρα, ακούστηκε, πίσ' απ' τις πλάτες μας, η πρώτη κανονιά.
Σε μια στιγμή όλο το φεγγαρολουσμένο νεκρό τοπίο, από ανοιχτοφιστικί γινόταν άξαφνα κοκκινόμαυρο με τις εκρήξεις, με τις λάμψεις, με τους καπνούς που μας τυλίγανε δεξιά κι αριστερά. Δυο οβίδες είχαν σκάσει πολύ κοντά μας, μες στον κάμπο, δεξιά κι αριστερά του δρόμου, και σε λίγο άλλες δυο πέσανε κάπου εκεί. Μέναμε ακίνητοι, ορθοί, αποσβολωμένοι*, αλαλιασμένοι* μην ξέροντας όλοι μας τι να κάνουμε, πού να πάμε. «Πέστε κάτω! πέστε κάτω! Μην τρέχετε!», φώναξα για μια στιγμή, και πέσαμε όλοι μπρούμυτα, με το μούτρο πάνω στο χώμα. Ο βομβαρδισμός εξακολουθούσε με μια μαθηματική κανονικότητα και πρώτα έβλεπες τη λάμψη απ' τις απέναντι μπούκες των κανονιών κι ύστερα —δεν ξέρεις από πού— άκουγες πάνω, μα ακριβώς πάνω απ' το κεφάλι σου, αυτό το υστερικό σφύριγμα της οβίδας που σκίζει σαν αστραπή τον αέρα ή εκείνο το ακόμη χειρότερο βραχνιασμένο χρου-χρου-χρου, που κάνει σαν χάνει πια τη φόρα της και πρέπει να πέσει κάπου δίπλα σου.
Πέφτανε δίπλα μας, δεξιά, αριστερά, λίγο πιο μπρος, λίγο πιο πίσω. Το μεγάλο μαρτύριο, η μεγάλη αγωνία ήτανε πως στις ελάχιστες στιγμές ησυχίας που μεσολαβούσανε, αναρωτιόσουνα αγωνιωδώς αν πρέπει να μείνεις σ' αυτή τη θέση που βρίσκεσαι ή πρέπει να πας να πέσεις πάρα πέρα. Ναι, ήτανε ένα φοβερό παιγνίδι από πιθανότητες κι από τύχη, που δεν ήξερες να βρεις και να του δώσεις καμιά απάντηση.
Μα σιγά-σιγά, όσο ο βομβαρδισμός εξακολουθούσε, όσο έβλεπες πως —περίεργα! — δεν παθαίνεις τίποτα, όσο έβλεπες κι όλους τους άλλους γύρω σου άθικτους, που σε κάθε ανάπαυλα ανασήκωναν το κεφάλι και κάτι φώναζαν ο ένας στον άλλονε, άρχιζες σιγά-σιγά, ναι, να αισιοδοξείς — κι ενώ στην αρχή έλεγες πως κάθε οβίδα προορίζεται για σένα, πως έρχεται ίσια καταπάνω σου, τώρα άρχιζες κάπως να παρακολουθείς ένα θέαμα που σε περιστοιχίζει κι απλώς να φυλάγεσαι σε κάθε σφύριγμα. Δηλαδή η οβίδα κι ο θάνατος σου δεν ήταν πια αλληλένδετα όπως στην αρχή. Όλ' αυτά, βέβαια, δεν τα σκεφτόσουνα, όλ' αυτά τα λέω, ίσως, τώρα — μα είμαι βέβαιος πως ένστικτα έτσι τα 'νιωθες και τότε.
Έγινε για μια στιγμή μια μεγάλη ανάπαυλα. Περιμέναμε, περιμέναμε ακίνητοι αρκετή ώρα —κι επιτέλους σηκωθήκαμε. Είχε σταματήσει ο βομβαρδισμός; Η ώρα θα 'ταν περίπου μία.
Τραβήξαμε όλοι προς το μέρος που 'χαμε αφήσει τα μηχανήματα, μα δεν είχαμε κάνει μερικά μέτρα πάνω στο δρόμο, όταν το πανηγύρι ξανάρχισε.
Πέσαμε όπως-όπως ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο πλαϊνό χαντάκι του δρόμου — κι ήταν καιρός, γιατί η οβίδα έσκασε άξαφνα ακριβώς δίπλα μας και μας σκέπασε όλους με πέτρες και με χώματα. Στο χαντάκι που 'χαμε πέσει ήτανε στεκάμενα νερά, λάσπες, βόρβορος*. Είχαμε πασαλείψει τα μούτρα μας, τους μανδύες μας —όλη η μια πλευρά μου, όταν ανασηκώθηκα, ήταν μια πηχτή γλοιώδης* λάσπη, και τα γάντια ήτανε μούσκεμα απ' αυτό το ακαθόριστο υγρό που βρομούσε φοβερά μόλις έφερνες το χέρι σου κοντά στο πρόσωπο σου.
Φτάσαμε, επιτέλους, στα μηχανήματά μας. Η κατάστασή μας ήτανε πραγματικά φοβερή. Αν τώρα ήτανε έτσι, τι θα γινότανε σαν θα χάραζε και θα προχωρούσε η μέρα; Πώς θα καθόμαστε σ' αυτή τη Σούκα που δεν συναντούσες ψυχή ζώσα* και κάτω από ένα συνεχή βομβαρδισμό, τελείως ακάλυπτοι κι όλοι μας τελείως άπειροι;
Καθόμαστε αποκαμωμένοι πάνω στα κιβώτια και τα δέματα με τα μάτια μας κολλημένα στο απέναντι βουνό, για να δούμε τη λάμψη και να πέσουμε κάπου εγκαίρως. Ευτυχώς ο Νώντας είχε κι άλλο κονιάκ. Ας είναι ευλογημένος ο άνθρωπος. Ο Ανανίου όλο φώναζε μυτερά πως κάτι πρέπει να κάνουμε, πως δεν είναι κατάσταση αυτή. Βέβαια, είχε δίκιο. Αλλά τι; Τι; Η ώρα ήτανε δύο πια και το φεγγάρι φώτιζε πάλι σαν μέρα όλο αυτό το απονεκρωμένο τοπίο που είχε πάλι άξαφνα ηρεμήσει και που πάνω του βασίλευε μια απόλυτη σιωπή.


Πίνακας - Αλέξανδρος   Αλεξανδράκης


Στρατής Μυριβήλης 

Στις 15 Νοεμβρίου 1940 δημοσιεύεται άρθρο του Στρατή Μυριβήλη «Η ώρα της Ιστορίας» στο περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 334. Εκεί ο Μυριβήλης ανάμεσα στα άλλα θα γράψει: «...Αυτή η ομοθυμία των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, με την οποία αντίκρυσαν το φοβερό γεγονός του πολέμου, είναι θαρρώ το πιο σπουδαίο φαινόμενο στην ιστορία του έθνους μας ολόλκληρη. Η Ελλάδα σύσσωμη, σύψυχη, στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο της Μοίρας και υπαγορεύει το νέο κεφάλαιο της ιστορίας της (...) Αυτό το θάμα δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται μέσα στην ιστορία της φυλής. Δε θα ‘ναι και η στερνή. Γιατί η Ελλάδα, μέσα στο προνομιούχο κύτταρο της , είναι ένας αιώνια νέος και ολοζώντανος οργανισμός. Είναι η ίδια η έννοια της νιότης, ενσαρκωμένη σε μια ράτσα εύστροφη, ευφάνταστη, γεμάτη πείσμα και γοητευική τρέλα. Απ’ την άλλη μεριά των συνόρων μας χτυπά ένας λαός 45 εκατομμυρίων. Τον νικούμε γιατί είμαστε μια φυλή αρσενική και λεύτερη, κι είναι μια φυλή από 45 εκατομμύρια σκλάβους. Είναι ένας αγώνας άνισος αυτός και οι λαοί του κόσμου, οχτροί και φίλοι και αδιάφοροι, τον παρακολουθούν με κατάπληξη. Ποιο θα ‘ναι το τελος του; Ελάχιστα ενδιαφέρει αυτό το τέλος. Ολάκερη η δικαίωσή μας στέκεται στην αρχή...»




Πίνακας - Γεώργιος Προκοπίου

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Γεώργιος Θεοτοκάς ( 27 Αυγούστου 1906 - 30 Οκτωβρίου 1966 )

 

Ο Γεώργιος Θεοτοκάς (27 Αυγούστου 1906 - 30 Οκτωβρίου 1966) ήταν Έλληνας λογοτέχνης και δικηγόρος. Αποτέλεσε έναν από τους εκπροσώπους και τους κορυφαίους διανοητές της γενιάς του ’30, ίσως και το πιο πολύπτυχο μέλος της.
Οι γονείς του, Ανδρονίκη και Μιχάλης κατάγονταν από τη Χίο. Οι παλαιότερες αναφορές στην οικογένεια Θεοτοκά εντοπίζονται στον 17ο αι. σε κώδικες αγοραπωλησίας σπιτιών. Ο παππούς του Γεώργιος ήταν δημογέροντας και είχε έναν αδελφό,τον Κωνσταντίνο που έγινε ιερέας και ονομάστηκε Γερμανός, φτάνοντας να γίνει Μητροπολίτης Λέρου και Καλύμνου.
Ο πατέρας του λογοτέχνη, ήταν ο Μιχαήλ Θεοτοκάς (1872-1924) ο οποίος μετά από σπουδές νομικής στην Αθήνα εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί παντρεύτηκε την Ανδρονίκη Νομικού, κόρη εμπόρου από τα Νένητα της Χίου, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Μαρία -Ελένη. Το 1956 ήταν υποψήφιος βουλευτής της «Δημοκρατικής Ένωσης» στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Χίο.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Αυγούστου το 1906. Φοίτησε στη Σχολή Ζαμαρία την περίοδο 1911-1913 και κατόπιν στο Εθνικόν Ελληνογαλλικόν Λύκειον, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1922. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922, η οικογένεια Θεοτοκά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.  Στην πρωτεύουσα ο Θεοτοκάς φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγγραφόμενος σε αυτήν το 1922 από την οποία αποφοίτησε στις 26 Νοεμβρίου 1926. Τον Ιανουάριο του 1927 αναχώρησε για το Παρίσι με σκοπό την πραγματοποίηση ελεύθερων σπουδών στα αντικείμενα της νομικής, της ιστορίας και της φιλοσοφίας. To 1928 μετακομίζει από το Παρίσι στο Λονδίνο όπου μελετά το αγγλικό δίκαιο, την αγγλική φιλολογία και παρακολουθεί μαθήματα ιστορίας και πολιτισμού. Επέστρεψε λίγο αργότερα, το φθινόπωρο του 1929, στην Αθήνα και εργάστηκε ως δικηγόρος.Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε έντονα στον πνευματικό χώρο: Το 1929 εξέδωσε το δοκίμιό του «Ελεύθερο Πνεύμα», που εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε ως «μανιφέστο" της Γενιάς του '30» και συνεργαζόταν με λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ το 1933 κυκλοφόρησε το πρώτο λογοτεχνικό του έργο, το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος Αργώ.

Η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε με το «Bραβείο πεζογραφίας» το 1939 για το μυθιστόρημά του «Το Δαιμόνιο». Το έργο του διακόπηκε όμως προσωρινά λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940: στις 22 Νοεμβρίου 1940 παρουσιαζεται εθελοντής στο Γουδί αλλά του αρνούνται την κατάταξη.Στις 3 Δεκεμβρίου του 1940 κατατάχθηκε στο Έμπεδο και στις 17 Ιανουρίου 1941 αποστρατεύεται. Τον Φεβρουάριο του 1941 κατατάσσεται εκ νέου στον 12ο λόχο του ΓΕΑ, όπου θα εκπαιδευόταν στους όλμους. Τον Οκτώβριο του 1944 συναντά τον Γεώργιο Παπανδρέου ο οποίος του ζητάει να αναλάβει όποια δημόσια θέση επιθυμούσε. Αν και τελικά δεν ανέλαβε ο Θεοτοκάς συνέταξε Υπομνημα για την κατάσταση των πνευμάτων στην Αθήνα τπ Φθινόπωρο του 1944.Στις 10 Μαΐου 1948 παντρεύεται την βυζαντινολόγο Ναυσικά Στεργίου στη Θεσσαλονίκη.

Διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου τις περιόδους: 16 Φεβρουαρίου 1945-10 Μαΐου 1946 (αποπεμφθείς από την κυβέρνηση Τσαλδάρη, και 1952-1953. Ο Γεώργιος Θεοτοκάς ασχολήθηκε και με την πολιτική: υπήρξε υποψήφιος βουλευτής του Νομού Χίου το 1955, αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει την εκλογή του. Στις εκλογές του Μαΐου 1958 προσέφερε αυτήν την φορά τη δημόσια υποστήριξή του στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, χωρίς να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα. Από τον Αύγουστο του 1952 έως τις αρχές Φεβρουαρίου 1953 ταξιδεύει στις ΗΠΑ. Αφορμή του ταξιδιού του ήταν πρόσκληση του State Department, το οποίο μέσω του προγράμματος μορφωτικών ανταλλαγών Smith-Mundt, στόχευε στην βελτίωση της εικόνας των ΗΠΑ μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Η επιλογή του είχε να κάνει και με την ιδιότητά του ως διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Το 1960 επισκέπτεται την Αίγυπτο, το Όρος Σινά και το Άγιον Όρος. Το 1961 ταξίδεψε στο Λίβανο και τη Συρία, το 1962 τη Ρουμανία, τη Σοβιετική Ένωση και την Περσία.Τον Δεκέμβριο του 1962 επισκέπεται την ΕΣΣΔ ως μέλος μιας ομάδας Ελλήνων διανοουμένων, οι οποίοι είχαν προσκληθεί στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής προπαγάνδας: επισκέφθηκε την Οδησσό, τη Μόσχα και το Λένινγκραντ. Τον Σεπτέμβριο του 1963 συμμετείχε μαζί με τον Ευάγγελο Παπανούτσο στην Υποεπιτροπή Παιδείας της Ενώσεως Κέντρου, η οποία συνέταξε ένα πλήρες σχέδιο για το εκπαιδευτικό σύστημα σε περίπτωση που η Ένωση Κέντρου ανελάμβανε την εξουσία. Το 1964 διορίστηκε πρόεδρος του Δ.Σ. του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Το 1965 επισκέπεται τη Βουλγαρία. Η σύζυγός του Ναυσικά Στεργίου πέθανε τον Ιούλιο του 1959 μετά από νόσο που της είχε διαγνωσθεί από τα τέλη του 1956. Το 1966 ξαναπαντρεύτηκε, αυτή τη φορά την Κοραλία Ανδρειάδη. Πέθανε στις 30 Οκτωβρίου του 1966 στην Αθήνα, σε ηλικία 61 χρόνων, από καρκίνο στο συκώτι, ο οποίος δεν είχε διαγνωσθεί έγκαιρα.

 Κοραλία Ανδρειάδη - Γιώργος Θεοτοκάς


Πνευματική πορεία του Γιώργου Θεοτοκά

Από τα μαθητικά κι όλας χρόνια εκδηλώνει το πνευματικό στίγμα του ο Θεοτοκάς. Έτσι μαθητής έδωσε διαλέξεις σχετικά με την ιστορία του δημοτικισμού και το έργο του Διονύσιου Σολωμού, αποτελώντας προάγγελο των αγώνων του για τον δημοτικισμό. Στα φοιτητικά του χρόνια μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς δημοσιέυει με ευκαιρία την επίσκεψη στην Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα του τη Χίο του Γιάννη Ψυχάρη (27-29 Αυγούστου 1925) άρθρο στην εφημερίδα Νέα Χίος με τίτλο Η κοινωνική σημασία του έργου του Ψυχάρη. Υπό το ίδιο περιεχόμενο δίνει διάλεξη και προσφωνεί τον Ψυχάρη σε τιμητική εκδήλωση προς τιμήν του στην αίθουσα της Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών στις 20 Νοεμβρίου 1925. Παράλληλα αρθρογραφεί στην ομώνυμη εφημερίδα της Φοιτητικής Συντροφιάς με θέματα από το γλωσσικό ζήτημα και τη λογοτεχνία, έως το οικογενειακό δίκαιο. Αργότερα στο Παρίσι αρθρογραφεί από τις στήλες της εφημερίδας Αγών των αδελφών Καστανάκη. Την περίοδο αυτή διαμορφώνονται οι ιδέες που θα αποτυπώσει στο Ελεύθερο Πνεύμα, το οποίο αρχίζει να επεξεργάζεται στον επόμενο σταθμό των σπουδών του το Λονδίνο. To 1931 αρχίζει τη συνεργασία του με τα περιοδικά Νέα Εστία και Κύκλος. Επίσης από το 1929 έως το 1931 αρθρογραφεί στις εφημερίδες Πρωΐα και Εργασία. Λίγο πιο πριν αποπειράθηκε να εκδώσει το περιοδικό Οδυσσέας μαζί με τους Ν.Καλαμάτη, Κ.Θ.Δημαρά και Ηλ.Τσιριμώκο, αλλά απέτυχαν. Τον Ιανουάριο του 1932 εκδίδει το πολιτικό του πιστεύω, Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα.Από τον Ιανουάριο του 1933 έως τον Μάιο του 1934 αρθρογραφεί στο περιοδικό Ιδέα. Από το 1930 έως το 1935 αρθρογραφεί στο περιοδικό Νέα Γράμματα. Το 1931 εκδίδει το Ώρες αργίας και το 1933 το Αργώ. Μετά την εγκαθίδρυση της Μεταξικής δικτατορίας διέκοψε τη συνεργασία του με τα Νέα Γράμματα και άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 στρέφεται στο θέατρο: Αντάρα στ'Ανάπλι (1942), Το Γεφύρι της Άρτας (1942), Πέφτει το βράδυ (γραμμένο το 1941 και δημοσιευμένο το 1943). Το κάστρο της Ωριάς (1944) και το 1947 Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας. Το 1945 προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Sigfrid Siwertz.

Εργογραφία


Μυθιστορήματα

✦Αργώ, τόμος Α 1933, τόμος Β 1936, εκδ.Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1998
✦Το Δαιμόνιο, 1938 (βραβείο πεζογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών), εκδ. Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2012
✦Λεωνής, (1940), εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2004
✦Ασθενείς και Οδοιπόροι, μέρος Α (Ιερά Οδός) 1950, ολοκληρωμένη έκδοση 1964, εκδ.Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005
✦Οι Καμπάνες, 1970, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2002
Το 1985 δημοσιεύτηκε η πρώτη μορφή του Λεωνή μαζί με το ημερολόγιο εργασίας του Λεωνή και τα διηγήματα της «Παιδικής ηλικίας», με γενικό τίτλο Σημαίες στον ήλιο.

Διηγήματα

Ευριπίδης Πεντοζάλης και Άλλες Ιστορίες (1937)

Δοκίμια

✦Ελεύθερο Πνεύμα, 1929, με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1998
✦Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα, Αθήναι: Πυρσός, 1932
✦Στο κατώφλι των νέων καιρών, 1945
✦Προβλήματα του καιρού μας, 1956 (Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 1957)
✦Πνευματική Πορεία, 1961
✦Εθνική κρίση, 1966
✦Αναζητώντας τη διαύγεια. Δοκίμια για τη νεότερη ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005
✦Στοχασμοί και θέσεις. Πολιτικά κείμενα. 1925-1966, τομ. 2, πρόλογος Νίκος Αλιβιζάτος, επιμ. Νίκος Αλιβιζάτος, -Μ. Τσαπόγας, Αθήνα, Εστία, 1996

Θεατρικά έργα

✦Θεατρικά έργα Α΄, Νεοελληνικό θέατρο: Αντάρα στ' Ανάπλι, Το γεφύρι της Άρτας, Όνειρο του Δωδεκάμερου, Το κάστρο της Ωριάς, Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας, Συναπάντημα στην Πεντέλη, Το τίμημα της λευτεριάς, εκδ. Εστία 1965
✦Θεατρικά έργα Β΄, Έργα διάφορα: Πέφτει το βράδυ, Αλκιβιάδης, Ο τελευταίος πόλεμος, Λάκκαινα, Σκληρές ρίζες, Η άκρη του δρόμου, εκδ. Εστία 1966

Ταξιδιωτικά

✦Δοκίμιο για την Αμερική, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009
✦Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Άγιον Όρος, (1961)
✦Ταξίδια: Περσία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση, Βουλγαρία, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1971

Άλλα έργα

✦Ώρες Αργίας, 1931
✦Ημερολόγιο της «Αργώς» και του «Δαιμονίου», 1939
✦Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005
✦Στοχασμοί και Θέσεις, Πολιτικά Κείμενα: 1925-1949 Και 1950-1966, Τόμοι Α΄ Και Β΄, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996
✦Η Ορθοδοξία στον Καιρό Μας, εκδ. Εκδόσεις των Φίλων, 1975
✦Μια Αλληλογραφία

https://el.wikipedia.org/



 6 Ιανουαρίου 1941. Ο Γιώργος Θεοτοκάς με τη στολή του εθελοντή και ο Γιώργος Σεφέρης. Αναμνηστική φωτογραφία από πλανόδιο φωτογράφο, μπροστά στην  Εθνική Βιβλιοθήκη.Από http://www.kathimerini.gr/


Αργώ 

Εξώφυλλο της πρώτης
 οριστικής έκδοσης (1936)
Η Αργώ (τόμος Α΄ 1933, τόμος Β΄ 1936) είναι μυθιστόρημα του λογοτέχνη και νομικού Γεωργίου Θεοτοκά, ο οποίος θεωρείται από τους σημαντικότερους εκφραστές της «Γενιάς του ‘30». Ο πρώτος τόμος της κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πυρσός για πρώτη φορά το 1933, ενώ ο δεύτερος και τελευταίος το 1936. Το γενικό πλαίσιο του έργου, αφορά μια περιγραφή-τοιχογραφία της Ελλάδας και κυρίως του αστικού περιβάλλοντος της Αθήνας. Αναφέρεται στις κοινωνικές αναζητήσεις την εποχή του μεσοπολέμου, όπου μετά τη μικρασιατική καταστροφή, κυριαρχούν η ιδεολογικό-πολιτική αστάθεια.

Ήρωες και πλοκή

Εκτυλίσσεται κυρίως στο αθηναϊκό περιβάλλον. Υπάρχουν εκτενείς αναφορές στη Νομική Σχολή Αθηνών, το Σωματείο Φοιτητών Νομικής «Η Αργώ», την Αθηναϊκή Λέσχη, τη Βουλή, τις αστικές και λαϊκές γειτονιές της πρωτεύουσας. Περιγράφει ακόμη τα αδιέξοδα της νέας γενιάς, μετά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και της Μικρασιατικής Καταστροφής, την αδράνεια των ελίτ και τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα της εποχής, τις πολιτικές συγκρούσεις, το πελατειακό κράτος και το ζήτημα της πολιτικής ηγεσίας.

Ο ίδιος ο Θεοτοκάς στην εισαγωγή του πρώτο τόμου αναφέρει: «Σαν άρχισα αυτό το βιβλίο, η μοναδική μου πρόθεση ήταν να ζωντανέψω μερικά ανθρώπινα πλάσματα που τριγυρνούσανε στη φαντασία μου και βασάνιζαν τις ώρες της σχόλης μου. Κατόπι, σαν προχώρησε η δουλειά, μου ήρθε η όρεξη να δώσω με αυτήν την ευκαιρία, μια γενική κάπως έκθεση της ελληνικής ζωής και των προβλημάτων της εποχής μας. Έτσι η «Αργώ» πήρε διαστάσεις που δεν τις περίμενα».

Κάποιοι από τους χαρακτήρες είναι:

Νικηφόρος Νοταράς, λογοτέχνης, γόνος νομικής οικογένειας
Παύλος Σκινάς, πολιτικός
Λάμπρος Χρηστίδης
Δαμιανός Φραντζής, κομμουνιστής φοιτητής
Αλέξης Νοταράς
Μάριος Σφακοστάθης, πρώην διπλωμάτης
Μανώλης Σκυριανός, φοιτητής, πρόεδρος του Σωματείου «Η Αργώ»

Η Αργώ ως πολιτικό κείμενο

Πολλοί μελετητές επισημαίνουν πως το βιβλίο έχει πολιτική θέση και πως υπάρχουν πολιτικά μηνύματα στις γραμμές του.Κάποιοι αναφέρουν πως ο συγγραφέας «δεν εκδηλώνει καμία προτίμηση» ή ότι «η απόσταση του είναι ίδια για όλους»

Ο ίδιος ο Θεοτοκάς , αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπιστεί την επιλογή του να γράψει ένα πολιτικό μυθιστόρημα: «Επειδή συμβαίνει να βρίσκουμαι από καιρό αναστατωμένος σε ορισμένες ιδεολογικές διαμάχες και υποστηρίζω απόψεις με κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο, απόψεις άλλωστε απολύτως φιλελεύθερες (ο όρος αυτός χρησιμοποιείται εδώ με τη διεθνική σημασία του) , θεωρώ χρήσιμο να δώσω μια διασάφηση σχετικά με τον τρόπο που νιώθω τον προορισμό του μυθιστοριογράφου δεν αρμόζει, νομίζω, να χρησιμοποιεί κανείς την τέχνη για την υπεράσπιση μίας κοινωνικοπολιτικής θέσης. Τούτο νοθεύει την τέχνη και εξ άλλου αντιβαίνει στις αρχές του fair play, του τιμίου παιχνιδιού. Οι θεωρητικές συζητήσεις πρέπει να είναι ξερές , τα επιχειρήματα γυμνά και αγνά, δίχως καλλιτεχνικό επίχρισμα, να μιλούνε και να πείθουν από μόνα τους».

Από σύγχρονους μελετητές επισημαίνεται πως ναι μεν η στάση του Θεοτοκά στην «Αργώ» είναι έντιμη απέναντι σε όλες τις ιδέες, αλλά όχι ουδέτερη: «..οι αποστάσεις δεν είναι –και δεν θα μπορούσαν να είναι- ίδιες» και παρότι «δεν είναι ένα στρατευμένο βιβλίο, ένα μυθιστόρημα προπαγάνδας» αποτελεί ένα έργο του «φιλελεύθερου λόγου», ενός συγγραφέα που αποτελεί έναν από τους ιδρυτές «ενός ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος».

Οι αναφορές στα ζητήματα: της κατάργησης των διαχωρισμών του Εθνικού διχασμού, της σύγχρονης λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, των μηχανισμών της κοινωνικής κινητικότητας, του κοινωνικού κράτους, της ηγεσίας στην πολιτική, του σκεπτικισμού έναντι του κομμουνιστικού κινήματος, κατατάσσουν το έργο και τον συγγραφέα στο ριζοσπαστικό ρεύμα του ελληνικού φιλελευθερισμού

Αποσπάσματα

Για το Σωματείο η Αργώ: «Η ατμόσφαιρα της αίθουσας είταν πάντα βαριά από ηλεκτρισμό και η παραμικρή πρόκληση μπορούσε να ανάψει μονομιάς τη φωτιά –τις ζητωκραυγές, τους γιουχαϊσμούς, τα σφυρίγματα, τα θούρια τις βρισιές: άτιμοι, προδότες, δολοφόνοι… Το ξύλο έπεφτε για ψύλλου πήδημα και τα τζάμια αλλάζανε συχνά» (α΄τ., σελ.46)

Για την αδρανούσα ελίτ: (περιγραφή από την Αθηναϊκή Λέσχη) «Αρκετοί κύριοι τον τριγύριζαν και τον άκουαν, ξαπλωμένοι σε βαθιές πέτσινες πολυθρόνες, με ύφος πολυάσχολο και βαριεστημένο, μάλλον ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, κοιλαράδες, φαλακροί, κατακόκκινοι, νυσταλέοι όλοι τους. Έμοιαζαν χορτάτοι άνθρωποι, γεμάτα πουγγιά, καλοφτασμένες καριέρες, που δεν σκοτιζότανε για τίποτα στον κόσμο παρά μονάχα για την ακεραιότητα των εισοδημάτων τους» (α’,τ.σελ.201)

Για το θλιβερό περιβάλλον των λαϊκών γειτονιών: «Μα σ’ αυτή τη συνοικία του Σταθμού της Πελοποννήσου, ο Θεός, το Κράτος και ο Δήμος συνωμότησαν , θαρρείς για να μην αφήσουν καμμία παρηγοριά στις ψυχές των ανθρώπων. Εδώ όλα είναι γκρίζα και ανέκφραστα. Η φύση απουσιάζει και την αντικατασταίνουνε μερικές μαύρες καμινάδες εργοστασίων, που ξεπροβάλλουν δώθε-κείθε ανάμεσα από τα ντουβάρια» (α’ τ.140-142)

Για την πολιτική σύγκρουση: «-Ναι, σκέφτηκα, είπε ο Μανόλης Σκυριανός. Πρέπει να αλλάξουνε πολλά πράματα. Κανένας άνθρωπος λογικός και δίκαιος δεν μπορεί να δεχτεί το σημερινό καθεστώς ως οριστικό. Μα πρέπει να βαδίσουμε σιγά- σιγά, με πολλή φρόνηση, να διορθώνουμε πράγματα με τα μέσα που μας προσφέρει η πραγματικότητα. Δεν πρέπει να ξεπεράσουμε τα όρια του δυνατού και να ριχτούμε τυφλά σε καταστρεπτικές περιπέτειες. Κι’ ύστερα, η συνείδησή μου δε μου επιτρέπει εμένα να δεχτώ την ωμή βία. -Κι αν η βία είναι μοιραία; -Τίποτα δεν είναι μοιραίο. Πιστεύω στην ανθρώπινη θέληση.» (α’τ.73)


Απόσπασμα  { Θέλω γράμματα }

Το μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο και οι ήρωές του είναι στην πλειονότητά τους νέοι. Η δράση του ξετυλίγεται στην τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η εποχή, μετά το τέλος του Α' Μεγάλου Πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσιάζει, με τα κοινωνικά της προβλήματα και τις πολιτικές τους προεκτάσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πλαισίωση ενός μυθιστορήματος: το προσφυγικό πρόβλημα, η πολιτική αστάθεια και ο αριβισμός μιας μερίδας του πολιτικού κόσμου, το στρατιωτικό πραξικόπημα και η αβεβαιότητα για την επιβίωση του ελληνικού κράτους, αποτελούν το ιστορικό πλαίσιο της Αργώς. Ο συγγραφέας κινεί τα πρόσωπα του μυθιστορήματος σε δυο, κυρίως, περιβάλλοντα: στο αστικό οικογενειακό περιβάλλον του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόφ. Νοταρά και σε ένα φοιτητικό σύλλογο, την Αργώ, που τον αποτελούν φιλόδοξοι και ζωηροί νέοι όλων των πολιτικών αποχρώσεων της εποχής.

Ο Θεόφιλος Νοταράς ο Γ', απόγονος της καθηγητικής δυναστείας των Νοταράδων, που κατάγονταν από την ομώνυμη βυζαντινή οικογένεια, είναι αφοσιωμένος στην επιστήμη του και τα διδακτικά του καθήκοντα. Η γυναίκα του Σοφία, μια όμορφη γεμάτη ζωή νέα, ασφυκτιά στο αυστηρό και σκυθρωπό σπίτι των Νοταράδων. Αφού γέννησε τρία αγόρια, το Νικηφόρο, τον Αλέξη και το Λίνο, εγκαταλείπει την οικογενειακή στέγη. Τα ίχνη της χάθηκαν από τότε. Ο Θεόφιλος Νοταράς, για να γεμίσει την ψυχική του ερημιά μετά την εγκατάλειψή του από τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του, αφοσιώθηκε με μεγαλύτερη ένταση στο επιστημονικό του έργο. Τα παιδιά του μεγάλωναν στο ψυχρό περιβάλλον με την επίβλεψη της Λουκίας, ανύπαντρης εξαδέλφης του Νοταρά.

Κανένας από τους τρεις γιους του δεν είχε έφεση για επιστημονική καριέρα. Ο πρωτότοκος γιος, ο Νικηφόρος, ένας ακαταστάλαχτος νέος που φιλοδοξούσε να διαπρέψει στη λογοτεχνία, ζει μια άτακτη ζωή άλλοτε στο Παρίσι και άλλοτε στην Αθήνα. Αντίθετα ο Αλέξης Νοταράς είναι ένας ευαίσθητος νέος, κλεισμένος στον εαυτό του με τάση στο ρεμβασμό και τη μελαγχολία.

Ένα από τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι ο Δαμιανός Φραντζής· κατάγεται από παλιά οικογένεια εμπόρων της Πόλης, που έχει αυτή την περίοδο ξεπέσει οικονομικά.


Σαν ο Δαμιανός τελείωσε την τρίτη του ελληνικού, ο γερο-Φραντζής είπε πως αρκετά γράμματα είχε μάθει και ήτανε καιρός να πιάσει δουλειά. Ο μικρός θα ήτανε δεκατριώ ή δεκατεσσάρω χρονώ. Μόλις άρχιζε να αποκτά μια συνείδηση κάπως καθαρή του κόσμου και τον κατείχε κιόλας το πάθος της γνώσης. Ρουφούσε αχόρταστα ό,τι έντυπο του έπεφτε στα χέρια, λαϊκά αναγνώσματα, εφημερίδες, εκκλησιαστικά βιβλία. Το ασχημάτιστο και ερεθισμένο πνεύμα του δεν μπορούσε να σταματήσει πουθενά, γλιστρούσε απάνω απ' όλα αυτά τα απλοϊκά διαβάσματα προς όλες τις μεριές, προμάντευε θολά και λαχταρούσε κάποιες ανώτερες περιοχές της μάθησης. Δεν ήξερε βέβαια τι νόημα είχαν αυτά τα άγνωστα πράματα που τον σαγήνευαν τόσο. Ακολουθούσε αυθόρμητα την ορμή της ψυχής του, που τον έσερνε προς τα εκεί, και ονειρευότανε να γίνει μια μέρα ένας μεγάλος δάσκαλος που να κατέχει καλά, με τα δυο του χέρια, όλην τη σοφία των ανθρώπων, όλα τα βιβλία, όλα τα «γράμματα», και να μοιράζει γενναιόδωρα αυτούς τους θησαυρούς στους τριγυρινούς του. Η ικανότητά του να μαθαίνει ήτανε καταπληκτική κι η υπεροχή του αναγνωρισμένη σ' όλο το σχολειό από δασκάλους και μαθητές.

Μόλις πληροφορήθηκε τις προθέσεις του πατέρα του, ο μικρός έμπηξε τα κλάματα και τις φωνές. Δεν ήθελε, δεν μπορούσε να αρνηθεί τα βιβλία του και τα όνειρά του. Ζήτησε βοήθεια τριγύρω του, μα ούτε η μάνα του ούτε οι αδελφές του ήταν ικανές να καταλάβουν τον καημό του. Τον ψευτοπαρηγόρησαν λιγάκι κι ύστερα τον κορόιδεψαν και του γύρισαν τις πλάτες. Ο μικρός μαζεύτηκε σε μια γωνιά, χτυπούσε το στήθος του με τις γροθίτσες του και ούρλιαζε μες στους λυγμούς του:

— Θέλω γράμματα! Θέλω γράμματα!

Ο Παπασίδερος τόλμησε κάποτε να ανακατωθεί.

— Το παιδί αγαπά τα γράμματα, είπε. Πρέπει να σπουδάσει αφού είναι θέλημα Θεού.

— Το γένος δεν έχει ανάγκη από πολλά γράμματα, αποκρίθηκε απότομα και ξερά ο γερο-Φραντζής, το γένος έχει ανάγκη από παράδες. Με τους παράδες θα αρματώσουμε καράβια και θα κάνουμε στρατό και θα ξαναπάρουμε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά, να γίνει το θέλημα του Θεού.

Κι ενώ ο παπάς κάτι προσπαθούσε να αντιλογήσει, ο γέρος, βρόντησε τη γροθιά του απάνω στο τραπέζι και ξεφώνισε:

— Σκασμός, παπά! Αφέντης είμαι στο σπιτικό μου και δεν έχω να δώσω λόγο μηδέ σ' εσένα μηδέ στο ντοβλέτι.

Και με τη φωνάρα του ο Δαμιανός τρόμαξε τόσο πολύ που του κοπήκανε μονομιάς τα δάκρυα και τις γυναίκες τις έπιασε πανικός και βγήκανε στο δρόμο και κρυφομιλούσανε φοβισμένες με τις γειτόνισσες.

Ο Παπασίδερος μάζεψε τα ράσα του κι έφυγε αμίλητος. Ο γερο-Φραντζής ήτανε πρεσβύτερός του και το κάτω της γραφής αφέντης ήτανε, όπως έλεγε. Δικαίωμά του να κανονίζει κατά το κέφι του τις τύχες της γυναίκας του και των παιδιών του. Οι τριγυρινοί χρωστούσανε να σέβουνται τη νόμιμη εξουσία του οικογενειάρχη και να μην του δημιουργούνε ζιζάνια. Τέτοια ήτανε τότε, στις πολίτικες συνοικίες, η καθιερωμένη τάξη των πραγμάτων.

Ο μικρός στρώθηκε κάποτε στη δουλειά θέλοντας και μη. Βοηθούσε όλη μέρα τον πατέρα στο μαγαζί ή έτρεχε στα ψούνια και στα θελήματα από τη μιαν άκρη της Πόλης στην άλλη, φορτωμένος ζεμπίλια και μπόγους. Το βράδυ, σαν έκλεινε το μαγαζί, καθότανε με τις ώρες στο φως του κεριού, να μετρά τις εισπράξεις της ημέρας και να κρατά τα κατάστιχα. Γυρνούσε σπίτι του, αργά τη νύχτα, βουτηγμένος στη λάσπη, κατάκοπος, ζαλισμένος, μην ακούοντας ποτές έναν καλό λόγο από κανέναν. Μονάχα γρίνες, καβγάδες, κλαψιαρίσματα και το μουγγρητό του πατέρα, που τον κυνηγούσε παντού.

Αυτή η κατάσταση βάσταξε μερικούς μήνες. Ο Δαμιανός, παρά την κούρασή του και παρά τις φωνές, που δεν τον άφηναν ούτε μια μέρα να ηρεμήσει, δεν εννούσε να το βάλει κάτω. Στριφογύριζε συνεχώς τα μεγάλα σχέδιά του στο κεφάλι του και πάσχιζε να κλέψει καμιάν ώρα από τη δουλειά ή τον ύπνο για να την αφιερώσει στα αγαπημένα του «γράμματα». Είχε φτιάσει κρυψώνες στις πιο απόμερες γωνιές του σπιτιού, του μαγαζιού για να χώνει τις φυλλάδες του και τις ξέθαβε και τις μελετούσε σαν ήτανε μόνος. Άλλοτε πάλι κατόρθωνε να το σκάσει στις ακτές του Τοπχανά ή του Ντολμά-Μπαξέ, ξαπλωνότανε σε κανένα έρημο κήπο και διάβαζε ή ονειροπολούσε, κοιτάζοντας τα νερά του Βοσπόρου. Τον έπιανε τότες ένα βαρύ παράπονο κι έκλαιγε μοναχός του με το πρόσωπο χωμένο στα χορτάρια. Ο γερο-Φραντζής, σαν τον τσάκωνε να διαβάζει, τον έδερνε και του έσκιζε τα βιβλία, φωνάζοντάς τον τεμπέλη, χασομέρη και παράσιτο. Οι γυναίκες παρακολουθούσαν τις σκηνές από μακριά, χωρίς να μιλούν, μα, σαν ξεθύμαινε ο γέρος, μάλωναν κι αυτές το αγόρι με τη σειρά τους:

— Γιατί μωρέ πεισματάρικο, δεν κάνεις το θέλημα του αφέντη σου, να ησυχάσει κι αυτός, να ησυχάσουμε κι εμείς από τα νεύρα του και τις φωνάρες του, που πάει να μας ξεμυαλίσει; Γιατί, μωρέ μυξιάρικο, δε λυπάσαι τη μάνα σου και τις αδερφές σου;

— Θέλω γράμματα! αποκρινότανε κλαίγοντας το παιδί.

Ένα τέτοιο ξυλοκόπημα πιο γερό ίσως από τα άλλα, έκρινε την κατάσταση. Ο Δαμιανός, ένα βράδυ, το 'σκασε από το σπίτι του και κανείς δεν τον είδε τρεις ολόκληρες μέρες. Περιπλανήθηκε μες στην Πόλη, χειμώνα καιρό, σα χαμένο σκυλί, και κοιμήθηκε ο Θεός ξέρει πού. Μονάχα το τρίτο βράδυ πρόβαλε στην πύλη της Παναγιάς, κουρελιασμένος, καταλασπωμένος, δαρμένος από τον πυρετό κι από την πείνα. Η εκκλησία ήτανε σχεδόν άδεια και μισοσκότεινη. Μερικές γυναίκες του λαού και τρεις τέσσερις γέροι προσευχότανε και σταυροκοπιότανε εμπρός στο Ιερό, ενώ ο Παπασίδερος διάβαζε τον εσπερινό:

— Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ του αγίου Οίκου τούτου και των μετά πίστεως, ευλαβείας και φόβου Θεού εισιόντων εν αυτώ του Κυρίου δεηθώμεν.

Υπέρ της Πόλεως ταύτης, πάσης πόλεως, χώρας και των πίστει οικούντων εν αυταίς του Κυρίου δεηθώμεν...

Ο μικρός σταμάτησε στην είσοδο και δεν τολμούσε ή δεν είχε τη δύναμη να προχωρήσει. Στεκότανε και κοίταζε εκστατικά την ιεροτελεστία, χωρίς να σκέπτεται τίποτα, παραδομένος στην αργή ψαλμωδία και στη δυνατή μυρωδιά του θυμιάματος. Τα κεριά των πολυελαίων κι οι καντήλες σκορπούσανε στο Ιερό και στο κέντρο της εκκλησίας ένα δειλό, κοκκινοκίτρινο φως που έκανε να γυαλίζει το ασήμι των εικονισμάτων. Οι ίσκιοι των ανθρώπων έτρεμαν απάνω στο δάπεδο και στις κολόνες. Ένα ελαφρό, διάφανο σύννεφο αρωματισμένου καπνού τα σκέπαζε όλα και σα να τα εξαΰλωνε. Ο Παπασίδερος, μαύρος, μακρύς κι αδύνατος, ξεχώριζε απότομα, στο φόντο της σκηνής, απάνω στα θαμπά χρώματα της Ιερής Πύλης δεσπόζοντας από ψηλά τους σκυμμένους πιστούς. Κουνούσε μονάχα το κεφάλι και ολοένα προσφωνούσε τον Θεό του με βραχνή φωνή:

—Ότι αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων...

Το αστραφτερό μάτι του δεν άργησε να διακρίνει το Δαμιανό στην άλλην άκρη του ναού, μα δεν του έκανε κανένα νόημα. Τελείωσε την ακολουθία του ο παπάς χωρίς να βιαστεί κι ύστερα μπήκε στο Ιερό, περιμένοντας να αδειάσει ολότελα η εκκλησιά. Και σαν ξαναβγήκε, είδε το παιδί, που στεκότανε πάντα στην ίδια θέση, έρημο και θλιβερό, με γουρλωμένα τα μάτια κι ανοιχτό το στόμα, σαν αποβλακωμένο.

Ο Παπασίδερος βάδισε μονομιάς καταπάνω του. Το βλέμμα του γυάλιζε μες στο ημίφως. Ήτανε πολύ νευριασμένος κι έμοιαζε απειλητικός.

— Τι θες εδώ; ρώτησε βίαια.

— Θέλω γράμματα! αποκρίθηκε ο μικρός αυθόρμητα, μηχανικά, χωρίς να σκεφτεί τι έλεγε, με το ίδιο πάντα αφαιρεμένο και παράξενο ύφος.

— Γιατί έφυγες, μωρέ, από το σπίτι σου;

— Θέλω γράμματα! ξανά 'πε το παιδί.

— Πήγαινε να με περιμένεις στο προαύλιο! πρόσταξε ο παπάς.

Κι ενώ ο μικρός στεκότανε απολιθωμένος και τον κοίταζε κατάματα δίχως να καταλαβαίνει τα λόγια του, ο παπάς του φώναξε ακόμα πιο βίαια, σηκώνοντας κιόλας την κοκαλιάρικη χερούκλα του:

— Πήγαινε έξω αμέσως, να μη σε σπάσω στο ξύλο!

Ο μικρός, σαν να ξύπνησε από τη νάρκη του μπροστά στην απειλή του ξύλου, τινάχτηκε μονομιάς προφυλάγοντας το κεφάλι του με τα χεράκια του κι έτρεξε έξω. Ο Παπασίδερος στάθηκε μια στιγμή στη μέση της εκκλησίας, έβγαλε το καλυμμαύκι του, σφούγγισε τον ιδρώτα του προσώπου του με το ρασομάνικό του κι αναστέναξε βαθιά. Ύστερα βάδισε αργά προς την Ιερή Πύλη, σταμάτησε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και σωριάστηκε χάμω γονατιστός κρατώντας το κεφάλι του μες στις παλάμες του. Έμεινε έτσι λίγες στιγμές, τρέμοντας σύγκορμος. Σαν συνήρθε κάπως, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε την εικόνα.

— Παναγιά Μαρία, είπε, βοήθησε αυτό το έρημο πλάσμα του θεού. Προστάτεψέ το από τα χτυπήματα της μοίρας κι από τους πειρασμούς του Σατανά. Βοήθησε να γίνει άνθρωπος ενάρετος και περισπούδαστος και να δουλέψει για την πίστη του Χριστού και για τη δόξα του γένους. Σε υπηρέτησα πιστά όλην τη ζωή μου, Παναγιά μου, ας είναι αυτή η αμοιβή μου.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Έζρα Πάουντ - Ezra Weston Loomis Pound ( 30 Οκτωβρίου 1885 – 1 Νοεμβρίου 1972 )

 

Ο Έζρα Ουέστον Λούμις Πάουντ (Ezra Weston Loomis Pound, 30 Οκτωβρίου 1885 – 1 Νοεμβρίου 1972) ήταν Αμερικανός ποιητής και δοκιμιογράφος. Μαζί με τον Τ.Σ. Έλιοτ θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές του αγγλοαμερικανικού μοντερνισμού.
Ο Έζρα Πάουντ γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1885 στο Χάλεϊ του Αϊντάχο των Η.Π.Α.. Υπήρξε παιδί παλιάς αποικιακής οικογένειας: οι πρόγονοί του από την πλευρά του πατέρα του και της μητέρας του έφθασαν εκεί προερχόμενοι από την Αγγλία του 17ου αιώνα. Ήταν μοναχογιός του Χόμερ Λούμις από το Ουισκόνσιν, ομοσπονδιακού υπαλλήλου και της Ιζαμπέλας Γουέστον από τη Νέα Υόρκη. Στα δεκαπέντε του χρόνια γράφτηκε στην Στρατιωτική Ακαδημία του Τσέτελχαμ για να την εγκαταλείψει γρήγορα.
Το 1900-05 σπούδασε συγκριτική λογοτεχνία και ξένες γλώσσες στο πανεπιστήμιο της Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και στο Χάμιλτον Κόλετζ της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Αυτό το διάστημα συνδέθηκε φιλικά με τον Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς και την Χ.Ντ. (Χίλντα Ντούλιτλ).
Κατόπιν, διδάσκει στο Γουάμπας Κόλετζ του Κρόφορντσβιλ της Ιντιάνα για λιγότερο από ένα χρόνο, από το οποίο και φεύγει εξαιτίας ενός μικρού σκανδάλου. Το 1908 ταξιδεύει στην Ευρώπη και αρχικά μένει στη Βενετία. Από το 1909 μέχρι το 1920 ζει με διακοπές στο Λονδίνο, όπου και συγχρωτίζεται με τους σημαντικότερους ανθρώπους των αγγλικών γραμμάτων της εποχής, μεταξύ των οποίων οι Τζαίημς Τζόυς, Φόρντ Μάντοξ Φόρντ και Ουίνταμ Λιούις.
Από τη συνάντησή του με τον γλύπτη Χένρι Γκωντιέ-Μπρτζέσκα γεννήθηκε ο βορτισισμός*  (από τον αγγλικό όρο vortex).
Τα πρώτα ποιήματα του Πάουντ ήταν εμπνευσμένα απ' τους Προραφαηλίτες και άλλους ποιητές του 19ου αιώνα και τη μεσαιωνική λογοτεχνία, όπως και από τις αποκρυφιστικές/μυστικιστικές φιλοσοφίες. Όταν μετακόμισε στο Λονδίνο, υπό την επιρροή του Φ.Μ. Φόρντ και του Τ.Ε. Χιούλμ, άρχισε να απορρίπτει τα υπερβολικά αρχαϊκά στοιχεία της ποιητικής του γλώσσας σε μια προσπάθεια να μεταλλάξει τον ποιητικό του εαυτό. Πίστευε πως ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς ήταν ο μεγαλύτερος εν ζωή ποιητής, και έκανε παρέα μαζί του όταν έμενε στην Αγγλία. Μαζί, βοήθησε ο ένας τον άλλο να εκμοντερνίσει την ποίησή του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου έζησαν μαζί στο Στόουν Κότατζ στο Σάσεξ, μελετώντας ιαπωνικά, κυρίως θεατρικά έργα Νο. Έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στην εργασία του Έρνεστ Φενολλόζα, ενός αμερικανού καθηγητή στην Ιαπωνία, του οποίου την εργασία για τους κινέζικους χαρακτήρες ο Πάουντ ανέπτυξε σ' αυτό που ονόμασε Ιδεογραμμική μέθοδο. Το 1914, παντρεύεται την Ντόροθι Σαίξπηρ, καλλιτέχνη και κόρη της Ολίβια Σαίξπηρ, μυθιστοριογράφο και ερωμένη του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς.
Ο Πάουντ διόρθωσε την Έρημη Χώρα του φίλου του Τ.Σ. Έλιοτ, το ποίημα που ώθησε την καινούργια ποιητική ευαισθησία στην προσοχή του κοινού.

Εντούτοις, ο πόλεμος κατέστρεψε την πίστη του Πάουντ στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό και σύντομα εγκατέλειψε το Λονδίνο, αλλά όχι προτού δημοσιεύσει το Homage to Sextus Propertius (1919) και το Hugh Selwyn Mauberley (1920). Αν αυτά τα ποιήματα δίνουν σχήμα σ' ένα αποχαιρετισμό στα χρόνια του Πάουντ στο Λονδίνο, τα Κάντος, που αρχίζουν το 1915, δείχνουν το δρόμο μπροστά.
Το 1920, ο Πάουντ μετακόμισε στο Παρίσι όπου κινήθηκε μεταξύ ενός κύκλου καλλιτεχνών, μουσικών και συγγραφέων που ξεσήκωσαν ολόκληρο τον κόσμο της μοντέρνας τέχνης. Ήταν φίλος με ανθρώπους όπως ο Μαρσέλ Ντυσάν, ο Τριστάν Τζαρά, ο Φερνάν Λεζέ και άλλους ντανταϊστές και σουρεαλιστές. Συνέχισε να δουλεύει τα Κάντος, γράφοντας τον όγκο της ακολουθίας Μαλατέστα η οποία εισήγαγε μια από τις σημαντικότερες περσόνες του ποιήματος. Επίσης, το ποίημα έδειχνε όλο και περισσότερο τις ανησυχίες του με την πολιτική και τα οικονομικά. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγραψε επίσης κριτικά κείμενα, μεταφράσεις και συνέθεσε δύο πλήρεις όπερες (με τη βοήθεια του George Antheil) και διάφορα κομμάτια για σόλο βιολί. Το 1922 συναντήθηκε και συνδέθηκε με την Όλγα Ράντζ, μια βιολίστρια. Μαζί με την Ντόροθι Σαίξπηρ, διαμόρφωσαν ένα ταραγμένο ερωτικό τρίγωνο που επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι το τέλος της ζωής του ποιητή.
Στις 10 Οκτωβρίου 1924, ο Πάουντ αφήνει για πάντα το Παρίσι και μετακομίζει στο Ραπάλλο της Ιταλίας. Εκεί, αυτός και η Ντόροθι, μένουν για λίγο, μετά ταξιδεύουν στη Σικελία και τον Ιανουάριο του 1925 επιστρέφουν για να εγκατασταθούν στο Ραπάλλο. Στην Ιταλία συνέχισε να είναι ένας δημιουργικός καταλύτης. Ο νεαρός γλύπτης Χάινζ Χέντζις τον είδε να φτάνει αδέκαρος. Του δόθηκε κατάλυμα και μάρμαρο να σκαλίσει, και γρήγορα έμαθε να δουλεύει την πέτρα. Τον ίδιο καιρό, ο ποιητής Τζέιμς Λόφλιν ξεκίνησε τον εκδοτικό οίκο Νέοι Ορίζοντες που θα γινόταν όχημα για πολλούς νέους συγγραφείς.
Εκείνο τον καιρό, ο Πάουντ οργάνωσε επίσης μια ετήσια σειρά συναυλιών όπου εκτελούνταν ένα ευρύ φάσμα της κλασσικής και σύγχρονης μουσικής. Ειδικότερα αυτή η μουσική δραστηριότητα συνέβαλε στην αναβίωση στον 20ό αιώνα του ενδιαφέροντος για τον Αντόνιο Βιβάλντι, ο οποίος ήταν ξεχασμένος από τον καιρό του θανάτου του.
Στην Ιταλία ο Πάουντ έγινε ενθουσιώδης υποστηρικτής του Μουσολίνι και αντισημιτικά συναισθήματα αρχίζουν να εμφανίζονται στα γραπτά του. Έκανε το πρώτο ταξίδι στις ΗΠΑ μετά από πολλά χρόνια το 1939, την παραμονή του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, και σκέφτηκε να μείνει εκεί μόνιμα, αλλά στο τέλος επέλεξε να επιστρέψει στην Ιταλία.
Ο Πάουντ παρέμεινε στην Ιταλία μετά το ξέσπασμα του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έγινε κορυφαίος προπαγανδιστής του Αξονα. Συνέχισε επίσης να συμμετέχει σε φιλολογικές εκδόσεις, και έγραψε πολλά άρθρα στις εφημερίδες. Αποδοκίμασε την αμερικανική συμμετοχή στον πόλεμο και προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τις πολιτικές επαφές του στην Ουάσιγκτον για να την αποτρέψει. Μίλησε στο ιταλικό ραδιόφωνο και έδωσε μια σειρά συζητήσεων πάνω σε πολιτιστικά θέματα. Αναπόφευκτα, άγγιξε και πολιτικά θέματα, η αντίθεσή του στον πόλεμο και ο αντισημιτισμός του ήταν προφανή. Δεν είναι σαφές αν κάποιος στις Ηνωμένες Πολιτείες άκουσε τις ραδιοφωνικές εκπομπές του, δεδομένου ότι οι συσκευές αποστολής ραδιοφωνικού σήματος του ιταλικού ραδιοφώνου ήταν αδύνατες και αναξιόπιστες. Είναι σαφές, εντούτοις, ότι τα άρθρα του στις ιταλικές εφημερίδες (καθώς επίσης και διάφορα βιβλία και μπροσούρες) είχαν κάποια επιρροή στην Ιταλία.
Τον Ιούλιο του 1943 οι Συμμαχικές δυνάμεις εισέβαλαν στο νότιο μισό της Ιταλίας. Ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ ΙΙΙ απομάκρυνε, ύστερα από συνεδρίαση του Μεγάλου Φασιστικού Συμβουλίου τον Μουσολίνι από πρωθυπουργό του βασιλείου της Ιταλίας. Ο Μουσολίνι δραπέτευσε στο Βορρά, όπου αυτοανακηρύχθηκε Πρόεδρος της νέας Δημοκρατίας του Σαλό. Ο Πάουντ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις πολιτιστικές και προπαγανδιστικές δραστηριότητες στη νέα αυτή δημοκρατία, η οποία διήρκεσε μέχρι την άνοιξη του 1945.
Στις 2 Μαΐου 1945, συνελήφθη από τους Ιταλούς παρτιζάνους, και οδηγήθηκε (σύμφωνα με το Hugh Kenner) στη βάση τους στο Τσιάβαρι, όπου σύντομα απελευθερώθηκε μην παρουσιάζοντας κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Την επόμενη ημέρα, παραδόθηκε οικειοθελώς στις αμερικανικές δυνάμεις. Φυλακίστηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως του αμερικανικού στρατού έξω από την Πίζα, κλεισμένος για 25 μέρες σε ένα ανοικτό κλουβί πριν του δοθεί μια σκηνή. Εδώ υφίσταται νευρικό κλονισμό. Κατά τη διάρκεια της φυλακισής του συνέταξε τα Κάντος της Πίζας (The Pisan Cantos). Αυτό το τμήμα της ποίησης υπό εξέλιξη (work in progress) χαρακτηρίζει μια μετατόπιση στην ποίηση του Πάουντ· μια περισυλλογή στην καταστροφή τη δική του και της Ευρώπης, και στη θέση του στο φυσικό κόσμο. Τα Κάντος της Πίζας κέρδισαν το πρώτο βραβείο Bollingen από τη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου το 1948.
Στην πατρίδα του θα δικαστεί, αλλά με το ελαφρυντικό της ψυχικής διαταραχής του δεν θα του καταλογισθεί καμία ποινική ευθύνη. Όμως θα παραμείνει έγκλειστος έως το 1958 στο Ψυχιατρείο των ποινικών κρατουμένων στο Σαιντ Ελίζαμπεθ χόσπιταλ της Ουάσινγκτον. Εκεί θα συνεχίσει να γράφει τα Κάντος του, ενώ μετέφρασε αρχαία κινέζικη ποίηση και την τραγωδία του Σοφοκλή Τραχίνιαι.
Το 1958 θα αποφυλακιστεί με το αιτιολογικό της φρενοβλάβειας και θα επιστρέψει στην Ιταλία. Θα πεθάνει στη Βενετία την 1η Νοεμβρίου του 1972.



Έργα του Έζρα Πάουντ στα ελληνικά

Ποιητική τέχνη Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Ποιήματα. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις: Χρίστος Γούδης. Αθήνα: Νέα Θέσις, 2013.
32 ποιήματα. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις: Γιάννης Λειβαδάς. Αθήνα: Κουκούτσι, 2013. ISBN 978-618-80069-3-5.
Χιου Σέλγουιν Μώμπερλυ. Μετάφραση και επιμέλεια: Χάρης Βλαβιανός. Αθήνα: Πατάκης, 2010. ISBN 978-960-16-3633-7.
Τα 'Ασματα της Πίζας. Πρόλογος, μετάφραση και ερμηνευτικές σημειώσεις: Αντώνης Ζέρβας. Αθήνα: Ίνδικτος, 2003. Νέα αναθεωρημένη και διορθωμένη έκδοση (α' έκδ. Καστανιώτης, 1984). ISBN 960-518-216-5.
Κατάη. Μετάφραση: Κώστας Λάνταβος. Αθήνα: Αρμός, 2001. ISBN 960-527-185-0.
Κάντο xvii. Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς. Άκρον 2000 (Σειρά φυλλαδίων ποίησης).
Σπουδή των Κάντο Ι-XXX. Μετάφραση: Γιώργος Βάρσος. Αθήνα: Πατάκης, 1999. ISBN 960-600-231-4.
Σχεδιάσματα και αποσπάσματα των Κάντος CX-CXX (Τα τελευταία Κάντος). Πρόλογος: Mary de Rachewiltz. Εισαγωγή και μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός. Αθήνα: Νεφέλη, 1991. ISBN 960-211-107-0.
Personae, Τα Κάντο της Πίζας. Εκλογή απ' τα Κάντο. Μετάφραση: Ηλίας Κυζηράκος. Αθήνα: Δωδώνη, 1984. ISBN 960-248-155-2.
Ποιήματα. Μετάφραση: Ηλίας Κυζηράκος. Αθήνα: Τυπ. Π. Μπόλαρη, 1966.

https://el.wikipedia.org/



*Ο Βορτισισμός ή Βορτικισμός (Vorticism) αποτέλεσε καλλιτεχνικό κίνημα στις αρχές του 20ου αιώνα. Αν και διήρκεσε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, περίπου την τριετία 1912-1915, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα οργανωμένα ρεύματα αφηρημένης τέχνης που αναπτύχθηκαν στην Αγγλία και συγγενεύει με τα κινήματα του κυβισμού και του φουτουρισμού.
Ο όρος βορτισισμός αποδίδεται στον ποιητή Έζρα Πάουντ, ο οποίος τον χρησιμοποίησε το 1913.Κυρίαρχη φυσιογνωμία του κινήματος αποτέλεσε ο ζωγράφος και λογοτέχνηςWyndham Lewis. Ανάμεσα στους υπόλοιπους εκπροσώπους του ανήκουν οι ζωγράφοι William Roberts, Edward Wadsworth, David Bomberg, Jessica Dismorr, Frederick Etchells, Cuthbert Hamilton, Lawrence Atkinson, CRW Nevinson, οι γλύπτες Jacob Epstein και Henri Gaudier-Brzeska καθώς και οι συγγραφείς Έζρα Πάουντ και T. E. Hume.
Το 1914, τα μέλη του βορτισισμού δημοσίευσαν το πρώτο τεύχος του περιοδικού BLAST, στο οποίο αποτυπώνονται δείγματα της αισθητικής του βορτισισμού ενώ ακολούθησε και μια τελευταία δεύτερη κυκλοφορία το 1915.
Το κίνημα αναπτύχθηκε κατά κύριο λόγο στο χώρο της ζωγραφικής και της γλυπτικής -- με έντονες επιρροές και δάνεια από τα κινήματα του κυβισμού και του φουτουρισμού -- καθώς επίσης και στη λογοτεχνία κυρίως λόγω της σημαντικής παρουσίας τoυ Έζρα Πάουντ. Αξιοσημείωτη είναι και η επίδρασή του στη φωτογραφία, καθώς ο βορτισιστής Alvin Langdon Coburn επινόησε την πρώτη αμιγώς αφηρημένη φωτογραφία το 1917, η οποία και ονομάστηκε Vortograph. Οι φωτογραφίες αυτού του είδους απεικόνιζαν έναν αντικείμενο με τη βοήθεια καθρεφτών -- τριγωνικής συνήθως διάταξης -- και είχαν την μορφή ενός καλειδοσκοπίου.
Στην ιστορία του κινήματος καταγράφεται μόνο μία έκθεση, το 1915 στην Γκαλερί Doré. Το επόμενο διάστημα, κυρίως λόγω της έναρξης του Α' Παγκοσμίου πολέμου το κίνημα του βορτισισμού διαλύθηκε. Την περίοδο του 1920 προσπάθειες για την αναβίωσή του μέσω της καλλιτεχνικής ομάδας Group X απέτυχαν. Το 1956, η Tate Gallery φιλοξένησε επίσης έκθεση για τον βορτισισμό.
Αν και ως καλλιτεχνικό ρεύμα δεν κατατάσσεται στις κυρίαρχες τάσεις της μοντέρνας τέχνης, θεωρείται πως συνέβαλε γενικά στην διαμόρφωση των μεταγενέστερων κινημάτων της αφηρημένης τέχνης.

Εzra Pound -  Olga Rudge

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 


Με την Τοκογλυφία

Με την τοκογλυφία κανείς δεν έχει σπίτι πέτρινο
με κάθε πέτρα να σμιλεύεται σωστά και τέλεια να δένει
έτσι ώστε ένα σχέδιο να είναι δυνατό να περαστεί πάνω στην πρόσοψή του,

με την τοκογλυφία
κανείς δεν έχει έναν παράδεισο ζωγραφιστό
στους τοίχους του ναού του
άρπες και φλάουτα
ή την παρθένο εκεί που δέχεται το μήνυμα κι
η άλως να προβάλλεται απ΄ τη χαραγματιά,

με την τοκογλυφία
κανείς δεν βλέπει τον Γκοντσάγκα
με τους διαδόχους και τις παλλακίδες του
καμιά ζωγραφική δεν γίνεται να διαρκέσει ή να ζήσει,
γίνεται μόνο για να πουληθεί,
και μάλιστα στο άψε-σβήσε,

με την τοκογλυφία, αμάρτημα κατά της φύσης,
είν΄ το ψωμί σου ακόμα πιο μπαγιάτικο
ειν' το ψωμί ξερό σαν να ΄ταν χάρτινο,
χωρίς πληθώρα από σιτάρι, χωρίς αλεύρι δυνατό

με την τοκογλυφία γίνεται η γραμμή τραχιά
με την τοκογλυφία δεν υπάρχει σύνορο καθάριο
κανείς δεν βρίσκει μέρος για να κατοικήσει.
Ο λιθοξόος κρατιέται μακριά απ΄ την πέτρα του
κι ο υφαντής μακριά από τον αργαλειό του.

ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ
δεν έρχεται μαλλί στην αγορά
τα πρόβατα δεν φέρνουν κέρδος.
Είναι πανούκλα η τοκογλυφία,
αμβλύνει τη βελόνα στης κοπελιάς το χέρι
βάζει φραγμό στού υφαντή την τέχνη.
Ένας Πιέτρο Λομπάρδο δεν μας προέκυψε ποτέ από τοκογλυφία
και ένας Ντούτσιο δεν έγινε ποτέ από τοκογλυφία
ούτε Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα,
ούτε Μπελλίνι γίνανε ποτέ απ΄ την τοκογλυφία
ούτε και ζωγραφίστηκε ποτέ "Η Συκοφαντία".
Ένας Αντζέλικο δεν μας προέκυψε από τοκογλυφία,
ουτ' ο Αμπρότζιο ντε Πρέντις.
Ουτ΄ εκκλησιά με λαξευμένο λίθο
με χαραγμένο το "Αδάμ εποίει".
Ούτε ο Σαιντ Τροφίμ από τοκογλυφία.
Ούτε ο Σαιντ Ιλαίρ από τοκογλυφία.
Διάβρωσε την σμίλη η τοκογλυφία.
Διάβρωσε και τέχνη και τεχνίτη.
Ροκάνισε το νήμα τ΄αργαλειού
Καμιά δεν έμαθε να πλέκει το χρυσόνημα
με το πατρόν της
Το γαλανό πιάνει μελίγκρα απ΄ την τοκογλυφία,
και η πορφύρα μένει ακέντητη.
Και το σμαράγδι δεν συναντά κανέναν Μέμλινκ
Σκοτώνει το παιδί στη μήτρα η τοκογλυφία
Του νέου το φλερτάρισμα το σταματά
Έφερε την παραλυσία στο κρεβάτι, ξαπλώνει
ανάμεσα στη νεαρή τη νύφη και τον άντρα της
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ
Φέρανε πόρνες για την Ελευσίνα
Πτώματα στήθηκαν στο δείπνο
κατ΄ εντολήν της τοκογλυφίας.
μτφρ: Χρίστου Γούδη



✤  ✤  ✤  ✤

Η Εντολή

Πηγαίνετε τραγούδια μου
στους μοναχικούς και τους ανικανοποίητους

Πηγαίνετε σε αυτούς με τα σπασμένα νεύρα,
στους δούλους της συμβατικότητας
Χαρίστε τους την περιφρόνησή μου για τους δυνάστες τους.
Πηγαίνετε σαν μεγάλο κύμα από κρύο νερό
Κουβαλώντας την περιφρόνησή μου για τους δυνάστες.

Μιλήστε κατά της ασυνείδητης καταπίεσης

Μιλήστε κατά της τυραννίας των πεζών ανθρώπων
Μιλήστε ενάντια στους δεσμούς.

Πηγαίνετε στην αστή που πεθαίνει από πλήξη
Πηγαίνετε στις γυναίκες των προαστίων
Πηγαίνετε στους κακοπαντρεμένους

Πηγαίνετε σε αυτούς που η αποτυχία τους μένει κρυμμένη
Πηγαίνετε σε αυτούς που ζευγάρωσαν κακότυχα
Πηγαίνετε στην αγορασμένη σύζυγο
Πηγαίνετε στην γυναίκα με την προίκα

Πηγαίνετε σε αυτούς που έχουν λεπτούς τρόπους
Πηγαίνετε σε αυτούς που
οι λεπτές επιθυμίες τους δεν πραγματοποιούνται

Πηγαίνετε σαν σαράκι στην απραξία του κόσμου
Βαδίστε με την κόψη εναντίον της και δυναμώστε τις λεπτές χορδές
Γεμίζοντας εμπιστοσύνη τα φύκια και τις κεραίες της ψυχής.

Πηγαίνετε με φιλικό τρόπο
Πηγαίνετε με ανοιχτό λόγο
Ερευνήστε για καινά δαιμόνια και για καινά αγαθά
Σταθείτε αντίθετα σε κάθε μορφή καταπίεσης
Πηγαίνετε στους μεσήλικες που χόντρυναν
Και σε όσους έχασαν το ενδιαφέρον τους

Πηγαίνετε στους έφηβους που ασφυκτιούν μέσα στην οικογένεια
Ω πόσο απαίσιο είναι
Να βλέπεις τρεις γενιές κάτω από την ίδια στέγη
Είναι σαν δένδρο με νέα βλαστούς
Και με κλαδιά που πέφτουν σαπισμένα.

Πηγαίνετε να ταρακουνήσετε την κοινή γνώμη
Σταθείτε αντίθετα στη δουλεία του αίματος
Σταθείτε αντίθετα σε κάθε είδους χειραφέτηση.
Πηγαίνετε τραγούδια μου, αναζητήστε τον έπαινό σας από τους νέους
Και από τους αδιάλλακτους
Βαδίστε μόνο ανάμεσα στους εραστές της τελειότητας.
Επιδιώξτε ακόμα να στέκεστε κάτω από το σκληρό Σοφόκλειο φως
Και αποδεχθείτε με ευχαρίστηση τα τραύματά σας από αυτό.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/