Ο πατέρας του λογοτέχνη, ήταν ο Μιχαήλ Θεοτοκάς (1872-1924) ο οποίος μετά από σπουδές νομικής στην Αθήνα εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί παντρεύτηκε την Ανδρονίκη Νομικού, κόρη εμπόρου από τα Νένητα της Χίου, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Μαρία -Ελένη. Το 1956 ήταν υποψήφιος βουλευτής της «Δημοκρατικής Ένωσης» στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Χίο.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Αυγούστου το 1906. Φοίτησε στη Σχολή Ζαμαρία την περίοδο 1911-1913 και κατόπιν στο Εθνικόν Ελληνογαλλικόν Λύκειον, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1922. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922, η οικογένεια Θεοτοκά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα ο Θεοτοκάς φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγγραφόμενος σε αυτήν το 1922 από την οποία αποφοίτησε στις 26 Νοεμβρίου 1926. Τον Ιανουάριο του 1927 αναχώρησε για το Παρίσι με σκοπό την πραγματοποίηση ελεύθερων σπουδών στα αντικείμενα της νομικής, της ιστορίας και της φιλοσοφίας. To 1928 μετακομίζει από το Παρίσι στο Λονδίνο όπου μελετά το αγγλικό δίκαιο, την αγγλική φιλολογία και παρακολουθεί μαθήματα ιστορίας και πολιτισμού. Επέστρεψε λίγο αργότερα, το φθινόπωρο του 1929, στην Αθήνα και εργάστηκε ως δικηγόρος.Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε έντονα στον πνευματικό χώρο: Το 1929 εξέδωσε το δοκίμιό του «Ελεύθερο Πνεύμα», που εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε ως «μανιφέστο" της Γενιάς του '30» και συνεργαζόταν με λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ το 1933 κυκλοφόρησε το πρώτο λογοτεχνικό του έργο, το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος Αργώ.
Η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε με το «Bραβείο πεζογραφίας» το 1939 για το μυθιστόρημά του «Το Δαιμόνιο». Το έργο του διακόπηκε όμως προσωρινά λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940: στις 22 Νοεμβρίου 1940 παρουσιαζεται εθελοντής στο Γουδί αλλά του αρνούνται την κατάταξη.Στις 3 Δεκεμβρίου του 1940 κατατάχθηκε στο Έμπεδο και στις 17 Ιανουρίου 1941 αποστρατεύεται. Τον Φεβρουάριο του 1941 κατατάσσεται εκ νέου στον 12ο λόχο του ΓΕΑ, όπου θα εκπαιδευόταν στους όλμους. Τον Οκτώβριο του 1944 συναντά τον Γεώργιο Παπανδρέου ο οποίος του ζητάει να αναλάβει όποια δημόσια θέση επιθυμούσε. Αν και τελικά δεν ανέλαβε ο Θεοτοκάς συνέταξε Υπομνημα για την κατάσταση των πνευμάτων στην Αθήνα τπ Φθινόπωρο του 1944.Στις 10 Μαΐου 1948 παντρεύεται την βυζαντινολόγο Ναυσικά Στεργίου στη Θεσσαλονίκη.
Από τα μαθητικά κι όλας χρόνια εκδηλώνει το πνευματικό στίγμα του ο Θεοτοκάς. Έτσι μαθητής έδωσε διαλέξεις σχετικά με την ιστορία του δημοτικισμού και το έργο του Διονύσιου Σολωμού, αποτελώντας προάγγελο των αγώνων του για τον δημοτικισμό. Στα φοιτητικά του χρόνια μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς δημοσιέυει με ευκαιρία την επίσκεψη στην Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα του τη Χίο του Γιάννη Ψυχάρη (27-29 Αυγούστου 1925) άρθρο στην εφημερίδα Νέα Χίος με τίτλο Η κοινωνική σημασία του έργου του Ψυχάρη. Υπό το ίδιο περιεχόμενο δίνει διάλεξη και προσφωνεί τον Ψυχάρη σε τιμητική εκδήλωση προς τιμήν του στην αίθουσα της Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών στις 20 Νοεμβρίου 1925. Παράλληλα αρθρογραφεί στην ομώνυμη εφημερίδα της Φοιτητικής Συντροφιάς με θέματα από το γλωσσικό ζήτημα και τη λογοτεχνία, έως το οικογενειακό δίκαιο. Αργότερα στο Παρίσι αρθρογραφεί από τις στήλες της εφημερίδας Αγών των αδελφών Καστανάκη. Την περίοδο αυτή διαμορφώνονται οι ιδέες που θα αποτυπώσει στο Ελεύθερο Πνεύμα, το οποίο αρχίζει να επεξεργάζεται στον επόμενο σταθμό των σπουδών του το Λονδίνο. To 1931 αρχίζει τη συνεργασία του με τα περιοδικά Νέα Εστία και Κύκλος. Επίσης από το 1929 έως το 1931 αρθρογραφεί στις εφημερίδες Πρωΐα και Εργασία. Λίγο πιο πριν αποπειράθηκε να εκδώσει το περιοδικό Οδυσσέας μαζί με τους Ν.Καλαμάτη, Κ.Θ.Δημαρά και Ηλ.Τσιριμώκο, αλλά απέτυχαν. Τον Ιανουάριο του 1932 εκδίδει το πολιτικό του πιστεύω, Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα.Από τον Ιανουάριο του 1933 έως τον Μάιο του 1934 αρθρογραφεί στο περιοδικό Ιδέα. Από το 1930 έως το 1935 αρθρογραφεί στο περιοδικό Νέα Γράμματα. Το 1931 εκδίδει το Ώρες αργίας και το 1933 το Αργώ. Μετά την εγκαθίδρυση της Μεταξικής δικτατορίας διέκοψε τη συνεργασία του με τα Νέα Γράμματα και άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 στρέφεται στο θέατρο: Αντάρα στ'Ανάπλι (1942), Το Γεφύρι της Άρτας (1942), Πέφτει το βράδυ (γραμμένο το 1941 και δημοσιευμένο το 1943). Το κάστρο της Ωριάς (1944) και το 1947 Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας. Το 1945 προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Sigfrid Siwertz.
✦Ώρες Αργίας, 1931
✦Ημερολόγιο της «Αργώς» και του «Δαιμονίου», 1939
✦Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005
✦Στοχασμοί και Θέσεις, Πολιτικά Κείμενα: 1925-1949 Και 1950-1966, Τόμοι Α΄ Και Β΄, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996
✦Η Ορθοδοξία στον Καιρό Μας, εκδ. Εκδόσεις των Φίλων, 1975
✦Μια ΑλληλογραφίαΑργώ
|
Εξώφυλλο της πρώτης οριστικής έκδοσης (1936) |
Η Αργώ (τόμος Α΄ 1933, τόμος Β΄ 1936) είναι μυθιστόρημα του λογοτέχνη και νομικού Γεωργίου Θεοτοκά, ο οποίος θεωρείται από τους σημαντικότερους εκφραστές της «Γενιάς του ‘30». Ο πρώτος τόμος της κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πυρσός για πρώτη φορά το 1933, ενώ ο δεύτερος και τελευταίος το 1936. Το γενικό πλαίσιο του έργου, αφορά μια περιγραφή-τοιχογραφία της Ελλάδας και κυρίως του αστικού περιβάλλοντος της Αθήνας. Αναφέρεται στις κοινωνικές αναζητήσεις την εποχή του μεσοπολέμου, όπου μετά τη μικρασιατική καταστροφή, κυριαρχούν η ιδεολογικό-πολιτική αστάθεια.
Ήρωες και πλοκή
Εκτυλίσσεται κυρίως στο αθηναϊκό περιβάλλον. Υπάρχουν εκτενείς αναφορές στη Νομική Σχολή Αθηνών, το Σωματείο Φοιτητών Νομικής «Η Αργώ», την Αθηναϊκή Λέσχη, τη Βουλή, τις αστικές και λαϊκές γειτονιές της πρωτεύουσας. Περιγράφει ακόμη τα αδιέξοδα της νέας γενιάς, μετά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και της Μικρασιατικής Καταστροφής, την αδράνεια των ελίτ και τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα της εποχής, τις πολιτικές συγκρούσεις, το πελατειακό κράτος και το ζήτημα της πολιτικής ηγεσίας.
Ο ίδιος ο Θεοτοκάς στην εισαγωγή του πρώτο τόμου αναφέρει: «Σαν άρχισα αυτό το βιβλίο, η μοναδική μου πρόθεση ήταν να ζωντανέψω μερικά ανθρώπινα πλάσματα που τριγυρνούσανε στη φαντασία μου και βασάνιζαν τις ώρες της σχόλης μου. Κατόπι, σαν προχώρησε η δουλειά, μου ήρθε η όρεξη να δώσω με αυτήν την ευκαιρία, μια γενική κάπως έκθεση της ελληνικής ζωής και των προβλημάτων της εποχής μας. Έτσι η «Αργώ» πήρε διαστάσεις που δεν τις περίμενα».
Κάποιοι από τους χαρακτήρες είναι:
Νικηφόρος Νοταράς, λογοτέχνης, γόνος νομικής οικογένειας
Παύλος Σκινάς, πολιτικός
Λάμπρος Χρηστίδης
Δαμιανός Φραντζής, κομμουνιστής φοιτητής
Αλέξης Νοταράς
Μάριος Σφακοστάθης, πρώην διπλωμάτης
Μανώλης Σκυριανός, φοιτητής, πρόεδρος του Σωματείου «Η Αργώ»
Η Αργώ ως πολιτικό κείμενο
Πολλοί μελετητές επισημαίνουν πως το βιβλίο έχει πολιτική θέση και πως υπάρχουν πολιτικά μηνύματα στις γραμμές του.Κάποιοι αναφέρουν πως ο συγγραφέας «δεν εκδηλώνει καμία προτίμηση» ή ότι «η απόσταση του είναι ίδια για όλους»
Ο ίδιος ο Θεοτοκάς , αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπιστεί την επιλογή του να γράψει ένα πολιτικό μυθιστόρημα: «Επειδή συμβαίνει να βρίσκουμαι από καιρό αναστατωμένος σε ορισμένες ιδεολογικές διαμάχες και υποστηρίζω απόψεις με κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο, απόψεις άλλωστε απολύτως φιλελεύθερες (ο όρος αυτός χρησιμοποιείται εδώ με τη διεθνική σημασία του) , θεωρώ χρήσιμο να δώσω μια διασάφηση σχετικά με τον τρόπο που νιώθω τον προορισμό του μυθιστοριογράφου δεν αρμόζει, νομίζω, να χρησιμοποιεί κανείς την τέχνη για την υπεράσπιση μίας κοινωνικοπολιτικής θέσης. Τούτο νοθεύει την τέχνη και εξ άλλου αντιβαίνει στις αρχές του fair play, του τιμίου παιχνιδιού. Οι θεωρητικές συζητήσεις πρέπει να είναι ξερές , τα επιχειρήματα γυμνά και αγνά, δίχως καλλιτεχνικό επίχρισμα, να μιλούνε και να πείθουν από μόνα τους».
Από σύγχρονους μελετητές επισημαίνεται πως ναι μεν η στάση του Θεοτοκά στην «Αργώ» είναι έντιμη απέναντι σε όλες τις ιδέες, αλλά όχι ουδέτερη: «..οι αποστάσεις δεν είναι –και δεν θα μπορούσαν να είναι- ίδιες» και παρότι «δεν είναι ένα στρατευμένο βιβλίο, ένα μυθιστόρημα προπαγάνδας» αποτελεί ένα έργο του «φιλελεύθερου λόγου», ενός συγγραφέα που αποτελεί έναν από τους ιδρυτές «ενός ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος».
Οι αναφορές στα ζητήματα: της κατάργησης των διαχωρισμών του Εθνικού διχασμού, της σύγχρονης λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, των μηχανισμών της κοινωνικής κινητικότητας, του κοινωνικού κράτους, της ηγεσίας στην πολιτική, του σκεπτικισμού έναντι του κομμουνιστικού κινήματος, κατατάσσουν το έργο και τον συγγραφέα στο ριζοσπαστικό ρεύμα του ελληνικού φιλελευθερισμού
Αποσπάσματα
Για το Σωματείο η Αργώ: «Η ατμόσφαιρα της αίθουσας είταν πάντα βαριά από ηλεκτρισμό και η παραμικρή πρόκληση μπορούσε να ανάψει μονομιάς τη φωτιά –τις ζητωκραυγές, τους γιουχαϊσμούς, τα σφυρίγματα, τα θούρια τις βρισιές: άτιμοι, προδότες, δολοφόνοι… Το ξύλο έπεφτε για ψύλλου πήδημα και τα τζάμια αλλάζανε συχνά» (α΄τ., σελ.46)
Για την αδρανούσα ελίτ: (περιγραφή από την Αθηναϊκή Λέσχη) «Αρκετοί κύριοι τον τριγύριζαν και τον άκουαν, ξαπλωμένοι σε βαθιές πέτσινες πολυθρόνες, με ύφος πολυάσχολο και βαριεστημένο, μάλλον ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, κοιλαράδες, φαλακροί, κατακόκκινοι, νυσταλέοι όλοι τους. Έμοιαζαν χορτάτοι άνθρωποι, γεμάτα πουγγιά, καλοφτασμένες καριέρες, που δεν σκοτιζότανε για τίποτα στον κόσμο παρά μονάχα για την ακεραιότητα των εισοδημάτων τους» (α’,τ.σελ.201)
Για το θλιβερό περιβάλλον των λαϊκών γειτονιών: «Μα σ’ αυτή τη συνοικία του Σταθμού της Πελοποννήσου, ο Θεός, το Κράτος και ο Δήμος συνωμότησαν , θαρρείς για να μην αφήσουν καμμία παρηγοριά στις ψυχές των ανθρώπων. Εδώ όλα είναι γκρίζα και ανέκφραστα. Η φύση απουσιάζει και την αντικατασταίνουνε μερικές μαύρες καμινάδες εργοστασίων, που ξεπροβάλλουν δώθε-κείθε ανάμεσα από τα ντουβάρια» (α’ τ.140-142)
Για την πολιτική σύγκρουση: «-Ναι, σκέφτηκα, είπε ο Μανόλης Σκυριανός. Πρέπει να αλλάξουνε πολλά πράματα. Κανένας άνθρωπος λογικός και δίκαιος δεν μπορεί να δεχτεί το σημερινό καθεστώς ως οριστικό. Μα πρέπει να βαδίσουμε σιγά- σιγά, με πολλή φρόνηση, να διορθώνουμε πράγματα με τα μέσα που μας προσφέρει η πραγματικότητα. Δεν πρέπει να ξεπεράσουμε τα όρια του δυνατού και να ριχτούμε τυφλά σε καταστρεπτικές περιπέτειες. Κι’ ύστερα, η συνείδησή μου δε μου επιτρέπει εμένα να δεχτώ την ωμή βία. -Κι αν η βία είναι μοιραία; -Τίποτα δεν είναι μοιραίο. Πιστεύω στην ανθρώπινη θέληση.» (α’τ.73)
Απόσπασμα { Θέλω γράμματα }
Το μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο και οι ήρωές του είναι στην πλειονότητά τους νέοι. Η δράση του ξετυλίγεται στην τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η εποχή, μετά το τέλος του Α' Μεγάλου Πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρουσιάζει, με τα κοινωνικά της προβλήματα και τις πολιτικές τους προεκτάσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πλαισίωση ενός μυθιστορήματος: το προσφυγικό πρόβλημα, η πολιτική αστάθεια και ο αριβισμός μιας μερίδας του πολιτικού κόσμου, το στρατιωτικό πραξικόπημα και η αβεβαιότητα για την επιβίωση του ελληνικού κράτους, αποτελούν το ιστορικό πλαίσιο της Αργώς. Ο συγγραφέας κινεί τα πρόσωπα του μυθιστορήματος σε δυο, κυρίως, περιβάλλοντα: στο αστικό οικογενειακό περιβάλλον του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόφ. Νοταρά και σε ένα φοιτητικό σύλλογο, την Αργώ, που τον αποτελούν φιλόδοξοι και ζωηροί νέοι όλων των πολιτικών αποχρώσεων της εποχής.
Ο Θεόφιλος Νοταράς ο Γ', απόγονος της καθηγητικής δυναστείας των Νοταράδων, που κατάγονταν από την ομώνυμη βυζαντινή οικογένεια, είναι αφοσιωμένος στην επιστήμη του και τα διδακτικά του καθήκοντα. Η γυναίκα του Σοφία, μια όμορφη γεμάτη ζωή νέα, ασφυκτιά στο αυστηρό και σκυθρωπό σπίτι των Νοταράδων. Αφού γέννησε τρία αγόρια, το Νικηφόρο, τον Αλέξη και το Λίνο, εγκαταλείπει την οικογενειακή στέγη. Τα ίχνη της χάθηκαν από τότε. Ο Θεόφιλος Νοταράς, για να γεμίσει την ψυχική του ερημιά μετά την εγκατάλειψή του από τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του, αφοσιώθηκε με μεγαλύτερη ένταση στο επιστημονικό του έργο. Τα παιδιά του μεγάλωναν στο ψυχρό περιβάλλον με την επίβλεψη της Λουκίας, ανύπαντρης εξαδέλφης του Νοταρά.
Κανένας από τους τρεις γιους του δεν είχε έφεση για επιστημονική καριέρα. Ο πρωτότοκος γιος, ο Νικηφόρος, ένας ακαταστάλαχτος νέος που φιλοδοξούσε να διαπρέψει στη λογοτεχνία, ζει μια άτακτη ζωή άλλοτε στο Παρίσι και άλλοτε στην Αθήνα. Αντίθετα ο Αλέξης Νοταράς είναι ένας ευαίσθητος νέος, κλεισμένος στον εαυτό του με τάση στο ρεμβασμό και τη μελαγχολία.
Ένα από τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι ο Δαμιανός Φραντζής· κατάγεται από παλιά οικογένεια εμπόρων της Πόλης, που έχει αυτή την περίοδο ξεπέσει οικονομικά.
Σαν ο Δαμιανός τελείωσε την τρίτη του ελληνικού, ο γερο-Φραντζής είπε πως αρκετά γράμματα είχε μάθει και ήτανε καιρός να πιάσει δουλειά. Ο μικρός θα ήτανε δεκατριώ ή δεκατεσσάρω χρονώ. Μόλις άρχιζε να αποκτά μια συνείδηση κάπως καθαρή του κόσμου και τον κατείχε κιόλας το πάθος της γνώσης. Ρουφούσε αχόρταστα ό,τι έντυπο του έπεφτε στα χέρια, λαϊκά αναγνώσματα, εφημερίδες, εκκλησιαστικά βιβλία. Το ασχημάτιστο και ερεθισμένο πνεύμα του δεν μπορούσε να σταματήσει πουθενά, γλιστρούσε απάνω απ' όλα αυτά τα απλοϊκά διαβάσματα προς όλες τις μεριές, προμάντευε θολά και λαχταρούσε κάποιες ανώτερες περιοχές της μάθησης. Δεν ήξερε βέβαια τι νόημα είχαν αυτά τα άγνωστα πράματα που τον σαγήνευαν τόσο. Ακολουθούσε αυθόρμητα την ορμή της ψυχής του, που τον έσερνε προς τα εκεί, και ονειρευότανε να γίνει μια μέρα ένας μεγάλος δάσκαλος που να κατέχει καλά, με τα δυο του χέρια, όλην τη σοφία των ανθρώπων, όλα τα βιβλία, όλα τα «γράμματα», και να μοιράζει γενναιόδωρα αυτούς τους θησαυρούς στους τριγυρινούς του. Η ικανότητά του να μαθαίνει ήτανε καταπληκτική κι η υπεροχή του αναγνωρισμένη σ' όλο το σχολειό από δασκάλους και μαθητές.
Μόλις πληροφορήθηκε τις προθέσεις του πατέρα του, ο μικρός έμπηξε τα κλάματα και τις φωνές. Δεν ήθελε, δεν μπορούσε να αρνηθεί τα βιβλία του και τα όνειρά του. Ζήτησε βοήθεια τριγύρω του, μα ούτε η μάνα του ούτε οι αδελφές του ήταν ικανές να καταλάβουν τον καημό του. Τον ψευτοπαρηγόρησαν λιγάκι κι ύστερα τον κορόιδεψαν και του γύρισαν τις πλάτες. Ο μικρός μαζεύτηκε σε μια γωνιά, χτυπούσε το στήθος του με τις γροθίτσες του και ούρλιαζε μες στους λυγμούς του:
— Θέλω γράμματα! Θέλω γράμματα!
Ο Παπασίδερος τόλμησε κάποτε να ανακατωθεί.
— Το παιδί αγαπά τα γράμματα, είπε. Πρέπει να σπουδάσει αφού είναι θέλημα Θεού.
— Το γένος δεν έχει ανάγκη από πολλά γράμματα, αποκρίθηκε απότομα και ξερά ο γερο-Φραντζής, το γένος έχει ανάγκη από παράδες. Με τους παράδες θα αρματώσουμε καράβια και θα κάνουμε στρατό και θα ξαναπάρουμε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά, να γίνει το θέλημα του Θεού.
Κι ενώ ο παπάς κάτι προσπαθούσε να αντιλογήσει, ο γέρος, βρόντησε τη γροθιά του απάνω στο τραπέζι και ξεφώνισε:
— Σκασμός, παπά! Αφέντης είμαι στο σπιτικό μου και δεν έχω να δώσω λόγο μηδέ σ' εσένα μηδέ στο ντοβλέτι.
Και με τη φωνάρα του ο Δαμιανός τρόμαξε τόσο πολύ που του κοπήκανε μονομιάς τα δάκρυα και τις γυναίκες τις έπιασε πανικός και βγήκανε στο δρόμο και κρυφομιλούσανε φοβισμένες με τις γειτόνισσες.
Ο Παπασίδερος μάζεψε τα ράσα του κι έφυγε αμίλητος. Ο γερο-Φραντζής ήτανε πρεσβύτερός του και το κάτω της γραφής αφέντης ήτανε, όπως έλεγε. Δικαίωμά του να κανονίζει κατά το κέφι του τις τύχες της γυναίκας του και των παιδιών του. Οι τριγυρινοί χρωστούσανε να σέβουνται τη νόμιμη εξουσία του οικογενειάρχη και να μην του δημιουργούνε ζιζάνια. Τέτοια ήτανε τότε, στις πολίτικες συνοικίες, η καθιερωμένη τάξη των πραγμάτων.
Ο μικρός στρώθηκε κάποτε στη δουλειά θέλοντας και μη. Βοηθούσε όλη μέρα τον πατέρα στο μαγαζί ή έτρεχε στα ψούνια και στα θελήματα από τη μιαν άκρη της Πόλης στην άλλη, φορτωμένος ζεμπίλια και μπόγους. Το βράδυ, σαν έκλεινε το μαγαζί, καθότανε με τις ώρες στο φως του κεριού, να μετρά τις εισπράξεις της ημέρας και να κρατά τα κατάστιχα. Γυρνούσε σπίτι του, αργά τη νύχτα, βουτηγμένος στη λάσπη, κατάκοπος, ζαλισμένος, μην ακούοντας ποτές έναν καλό λόγο από κανέναν. Μονάχα γρίνες, καβγάδες, κλαψιαρίσματα και το μουγγρητό του πατέρα, που τον κυνηγούσε παντού.
Αυτή η κατάσταση βάσταξε μερικούς μήνες. Ο Δαμιανός, παρά την κούρασή του και παρά τις φωνές, που δεν τον άφηναν ούτε μια μέρα να ηρεμήσει, δεν εννούσε να το βάλει κάτω. Στριφογύριζε συνεχώς τα μεγάλα σχέδιά του στο κεφάλι του και πάσχιζε να κλέψει καμιάν ώρα από τη δουλειά ή τον ύπνο για να την αφιερώσει στα αγαπημένα του «γράμματα». Είχε φτιάσει κρυψώνες στις πιο απόμερες γωνιές του σπιτιού, του μαγαζιού για να χώνει τις φυλλάδες του και τις ξέθαβε και τις μελετούσε σαν ήτανε μόνος. Άλλοτε πάλι κατόρθωνε να το σκάσει στις ακτές του Τοπχανά ή του Ντολμά-Μπαξέ, ξαπλωνότανε σε κανένα έρημο κήπο και διάβαζε ή ονειροπολούσε, κοιτάζοντας τα νερά του Βοσπόρου. Τον έπιανε τότες ένα βαρύ παράπονο κι έκλαιγε μοναχός του με το πρόσωπο χωμένο στα χορτάρια. Ο γερο-Φραντζής, σαν τον τσάκωνε να διαβάζει, τον έδερνε και του έσκιζε τα βιβλία, φωνάζοντάς τον τεμπέλη, χασομέρη και παράσιτο. Οι γυναίκες παρακολουθούσαν τις σκηνές από μακριά, χωρίς να μιλούν, μα, σαν ξεθύμαινε ο γέρος, μάλωναν κι αυτές το αγόρι με τη σειρά τους:
— Γιατί μωρέ πεισματάρικο, δεν κάνεις το θέλημα του αφέντη σου, να ησυχάσει κι αυτός, να ησυχάσουμε κι εμείς από τα νεύρα του και τις φωνάρες του, που πάει να μας ξεμυαλίσει; Γιατί, μωρέ μυξιάρικο, δε λυπάσαι τη μάνα σου και τις αδερφές σου;
— Θέλω γράμματα! αποκρινότανε κλαίγοντας το παιδί.
Ένα τέτοιο ξυλοκόπημα πιο γερό ίσως από τα άλλα, έκρινε την κατάσταση. Ο Δαμιανός, ένα βράδυ, το 'σκασε από το σπίτι του και κανείς δεν τον είδε τρεις ολόκληρες μέρες. Περιπλανήθηκε μες στην Πόλη, χειμώνα καιρό, σα χαμένο σκυλί, και κοιμήθηκε ο Θεός ξέρει πού. Μονάχα το τρίτο βράδυ πρόβαλε στην πύλη της Παναγιάς, κουρελιασμένος, καταλασπωμένος, δαρμένος από τον πυρετό κι από την πείνα. Η εκκλησία ήτανε σχεδόν άδεια και μισοσκότεινη. Μερικές γυναίκες του λαού και τρεις τέσσερις γέροι προσευχότανε και σταυροκοπιότανε εμπρός στο Ιερό, ενώ ο Παπασίδερος διάβαζε τον εσπερινό:
— Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών του Κυρίου δεηθώμεν.
Υπέρ του αγίου Οίκου τούτου και των μετά πίστεως, ευλαβείας και φόβου Θεού εισιόντων εν αυτώ του Κυρίου δεηθώμεν.
Υπέρ της Πόλεως ταύτης, πάσης πόλεως, χώρας και των πίστει οικούντων εν αυταίς του Κυρίου δεηθώμεν...
Ο μικρός σταμάτησε στην είσοδο και δεν τολμούσε ή δεν είχε τη δύναμη να προχωρήσει. Στεκότανε και κοίταζε εκστατικά την ιεροτελεστία, χωρίς να σκέπτεται τίποτα, παραδομένος στην αργή ψαλμωδία και στη δυνατή μυρωδιά του θυμιάματος. Τα κεριά των πολυελαίων κι οι καντήλες σκορπούσανε στο Ιερό και στο κέντρο της εκκλησίας ένα δειλό, κοκκινοκίτρινο φως που έκανε να γυαλίζει το ασήμι των εικονισμάτων. Οι ίσκιοι των ανθρώπων έτρεμαν απάνω στο δάπεδο και στις κολόνες. Ένα ελαφρό, διάφανο σύννεφο αρωματισμένου καπνού τα σκέπαζε όλα και σα να τα εξαΰλωνε. Ο Παπασίδερος, μαύρος, μακρύς κι αδύνατος, ξεχώριζε απότομα, στο φόντο της σκηνής, απάνω στα θαμπά χρώματα της Ιερής Πύλης δεσπόζοντας από ψηλά τους σκυμμένους πιστούς. Κουνούσε μονάχα το κεφάλι και ολοένα προσφωνούσε τον Θεό του με βραχνή φωνή:
—Ότι αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων...
Το αστραφτερό μάτι του δεν άργησε να διακρίνει το Δαμιανό στην άλλην άκρη του ναού, μα δεν του έκανε κανένα νόημα. Τελείωσε την ακολουθία του ο παπάς χωρίς να βιαστεί κι ύστερα μπήκε στο Ιερό, περιμένοντας να αδειάσει ολότελα η εκκλησιά. Και σαν ξαναβγήκε, είδε το παιδί, που στεκότανε πάντα στην ίδια θέση, έρημο και θλιβερό, με γουρλωμένα τα μάτια κι ανοιχτό το στόμα, σαν αποβλακωμένο.
Ο Παπασίδερος βάδισε μονομιάς καταπάνω του. Το βλέμμα του γυάλιζε μες στο ημίφως. Ήτανε πολύ νευριασμένος κι έμοιαζε απειλητικός.
— Τι θες εδώ; ρώτησε βίαια.
— Θέλω γράμματα! αποκρίθηκε ο μικρός αυθόρμητα, μηχανικά, χωρίς να σκεφτεί τι έλεγε, με το ίδιο πάντα αφαιρεμένο και παράξενο ύφος.
— Γιατί έφυγες, μωρέ, από το σπίτι σου;
— Θέλω γράμματα! ξανά 'πε το παιδί.
— Πήγαινε να με περιμένεις στο προαύλιο! πρόσταξε ο παπάς.
Κι ενώ ο μικρός στεκότανε απολιθωμένος και τον κοίταζε κατάματα δίχως να καταλαβαίνει τα λόγια του, ο παπάς του φώναξε ακόμα πιο βίαια, σηκώνοντας κιόλας την κοκαλιάρικη χερούκλα του:
— Πήγαινε έξω αμέσως, να μη σε σπάσω στο ξύλο!
Ο μικρός, σαν να ξύπνησε από τη νάρκη του μπροστά στην απειλή του ξύλου, τινάχτηκε μονομιάς προφυλάγοντας το κεφάλι του με τα χεράκια του κι έτρεξε έξω. Ο Παπασίδερος στάθηκε μια στιγμή στη μέση της εκκλησίας, έβγαλε το καλυμμαύκι του, σφούγγισε τον ιδρώτα του προσώπου του με το ρασομάνικό του κι αναστέναξε βαθιά. Ύστερα βάδισε αργά προς την Ιερή Πύλη, σταμάτησε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και σωριάστηκε χάμω γονατιστός κρατώντας το κεφάλι του μες στις παλάμες του. Έμεινε έτσι λίγες στιγμές, τρέμοντας σύγκορμος. Σαν συνήρθε κάπως, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε την εικόνα.
— Παναγιά Μαρία, είπε, βοήθησε αυτό το έρημο πλάσμα του θεού. Προστάτεψέ το από τα χτυπήματα της μοίρας κι από τους πειρασμούς του Σατανά. Βοήθησε να γίνει άνθρωπος ενάρετος και περισπούδαστος και να δουλέψει για την πίστη του Χριστού και για τη δόξα του γένους. Σε υπηρέτησα πιστά όλην τη ζωή μου, Παναγιά μου, ας είναι αυτή η αμοιβή μου.