Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, πρωτότοκος γιος του εμποροκτηματία Μιχάλη Καζαντζάκη. Είχε δυο αδερφούς και μια αδερφή που πέθανε σε νηπιακή ηλικία. Τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια ως το 1902, οπότε τέλειωσε το Γυμνάσιο, τα πέρασε στο Ηράκλειο με ενδιάμεσα σύντομα διαστήματα παραμονής στον Πειραιά (το 1889 - έναρξη της Κρητικής Επανάστασης- για έξι μήνες) και τη Νάξο (1897-1899 - ο Καζαντζάκης φοίτησε στην εκεί Γαλλική Εμπορική Σχολή). Το 1902 έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε το 1906 με άριστα. Το 1906 σημειώθηκαν και οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων του στο περιοδικό Πινακοθήκη με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβανή, με το οποίο εξέδωσε και το πρώτο βιβλίο του Όφις και Κρίνο, αφιερωμένο στη Γαλάτεια Αλεξίου. Τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Μασονική Στοά Αθηνών και έφυγε για σπουδές νομικής στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε και μαθήματα φιλοσοφίας με τον Ανρί Μπεργκσόν. Από το 1907 ως το 1909 έγραψε τα πρώτα θεατρικά του έργα (ανάμεσά τους τα Ξημερώνει [έπαινος στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα] , Φασγά, Ο Πρωτομάστορας [ βραβείο στο Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα]) ,το μυθιστόρημα Σπασμένες ψυχές, καθώς επίσης μελετήματα και δοκίμια, όλα δημοσιευμένα σε περιοδικά της εποχής (Νουμάς, Παναθήναια). Το 1909 εξέδωσε στο Ηράκλειο τη εναίσιμη επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Το 1910 εγκαταστάθηκε με τη Γαλάτεια στην Αθήνα την οποία παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο στο Ηράκλειο και πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ως το 1915 ασχολήθηκε με τη μετάφραση έργων των Μπεργκσόν, Πλάτωνα, Νίτσε, Μπύχνερ, Ντάρβιν και άλλων, στρατεύτηκε εθελοντικά στους βαλκανικούς πολέμους και υπηρέτησε στο γραφείο του Βενιζέλου, έγραψε πέντε αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο με τη Γαλάτεια Αλεξίου ( η οποία και τα υπέγραφε ) και γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό με τον οποίο ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος. Το καλοκαίρι του 1907 προσπάθησε χωρίς επιτυχία να αξιοποιήσει ένα λιγνιτωρυχείο στη Μάνη μαζί με το μεταλλωρύχο Γιώργη Ζορμπά και το φθινόπωρο ταξίδεψε στην Ελβετία, όπου είχε ερωτικό δεσμό με την Ελένη Λαμπρίδου. Το 1919 ανέλαβε δράση υπέρ του επαναπατρισμού των ελλήνων του Καυκάσου από τη θέση του γενικού διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως και συναντήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο Παρίσι. Τα τρία επόμενα χρόνια ταξίδεψε ανά την Ευρώπη και την Ελλάδα. Πήρε μέρος στο Συνέδριο των Αναμορφωτών της Παιδείας στο Βερολίνο και στο Συνέδριο Σεξουαλικής Παιδαγωγικής στη Δρέσδη, μελέτησε έργα του Φρόυντ, γνωρίστηκε με το Λεό Σεστώβ και έγραψε την Ασκητική. Το 1924, επιστρέφοντας στην Ελλάδα ταξίδεψε στην Ιταλία και γνωρίστηκε στην Αθήνα με την Ελένη Σαμίου. Από τον Οκτώβριο του 1925 ως το Φεβρουάριο του 1926 έμεινε στη Ρωσία ως απεσταλμένος της εφημερίδας Ελεύθερος Λόγος. Ακολούθησαν δυο ακόμη ταξίδια του στη Ρωσία, ένα στα τέλη του 1927 μετά από πρόσκληση της Σοβιετικής Κυβέρνησης και ένα από τον Απρίλη του 1928 ως τον Απρίλη του 1929, ενώ με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα επισκέφτηκε επίσης την Ιταλία και την Ισπανία (1926, 1932-1933, 1936-1937, 1950), την Αίγυπτο και το Σινά (1927). Το 1926 πήρε διαζύγιο από τη Γαλάτεια και ταξίδεψε με την Ελένη στην Παλαιστίνη και την Κύπρο. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στο περιοδικό Αναγέννηση το πρώτο δείγμα από την Οδύσσεια, που ολοκλήρωσε σε πρώτη γραφή το 1927 στην Αίγινα και εξέδωσε μόλις το Δεκέμβρη του 1938, μετά από εφτά συνολικά γραφές. Το 1928 διώχτηκε δικαστικά με αφορμή τη διοργάνωση συγκέντρωσης για τη Σοβιετική Ένωση μαζί με τον ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι στο αθηναϊκό θέατρο Αλάμπρα και κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού ταξιδιού του στη Ρωσία συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Τον ίδιο χρόνο έγινε γνωστός στη Γαλλία μέσα από ένα άρθρο του Ιστράτι στο περιοδικό Monde . Η σχέση του Καζαντζάκη με τον Ιστράτι διακόπηκε το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου στη Σοβιετική Ένωση. Συνέχισε να ταξιδεύει με την Ελένη στη Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία, την Κίνα και την Αγγλία με ενδιάμεσες επιστροφές στην Αίγινα (1943-1944) και την Αθήνα (1945 - ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση, υπέβαλε υποψηφιότητα στην Ακαδημία Αθηνών, διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη και παντρεύτηκε την Ελένη) και το 1946 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, αρχικά στο Παρίσι (λογοτεχνικός σύμβουλος στην έδρα της Ουνέσκο) και στη συνέχεια στην Αντίμπ, από όπου ταξίδεψε στην Ευρώπη. Τον ίδιο χρόνο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας από κοινού με τον Άγγελο Σικελιανό. Στο διάστημα 1928-1944 εξέδωσε μεταξύ άλλων έργων τα Τόντα Ράμπα, Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας, Τερτσίνες, μια μετάφραση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη και μια του Φάουστ Α΄ του Γκαίτε, το Βραχόκηπο, την τραγωδία Μέλισσα, καθώς και αναμνήσεις από τα ταξίδια του. Στη Γαλλία έγραψε τις Αδερφοφάδες και τον Καπετάν Μιχάλη και το 1953 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, το οποίο κίνησε τις αντιδράσεις της ελληνικής Εκκλησίας και του Βατικανού. Την ίδια χρονιά νοσηλεύτηκε στο Παρίσι λόγω ανωμαλίας της λέμφου. Το 1954 το μυθιστόρημα Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά τιμήθηκε με το βραβείο του καλύτερου ξενόγλωσσου βιβλίου στη Γαλλία. Το 1955 ταξίδεψε στην Αλσατία και συναντήθηκε με τον Άλμπερτ Σβάιτσερ και στο Λουγκάνο. Εκεί ξεκίνησε να γράφει την Αναφορά στο Γκρέκο, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Το καλοκαίρι του 1956 το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη παρέστησε με επιτυχία τη θεατρική διασκευή του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και το 1957 προβλήθηκε στις Κάννες το, επίσης βασισμένο στο προηγούμενο έργο, φιλμ του Ζυλ Ντασσέν, Εκείνος που πρέπει να πεθάνει. Ο Καζαντζάκης ήταν παρών στην πρεμιέρα. Το καλοκαίρι ταξίδεψε στην Κίνα και κατά την επιστροφή μέσω Ιαπωνίας εμβολιάστηκε με αποτέλεσμα να προσβληθεί από γάγγραινα. Νοσηλεύτηκε αρχικά στην Κοπεγχάγη και στη συνέχεια στο Φράιμπουργκ, όπου προσβλήθηκε από Ασιατική γρίπη και πέθανε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων χρόνων. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και ενταφιάστηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, κοντά στο ενετικό κάστρο της πόλης.
1. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Πρεβελάκης Παντελής, Νίκος Καζαντζάκης· Συμβολή στη χρονογραφία του βίου του. Αθήνα, 1960, Πρεβελάκης Παντελής, «Καζαντζάκης Νίκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, «Νίκος Καζαντζάκης», Το χρονικό μιας δημιουργίας · Ανέκδοτη αλληλογραφία Καζαντζάκη - Μαρτινού · Επιμέλεια Γιώργος Ανεμογιάννης, σ.115-121. Βάρβαροι Κρήτης, έκδοση μουσείου Νίκου Καζαντζάκη, 1986, Πλάκας Δημήτρης, «Χρονολόγιο Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957)», Διαβάζω190, 27/4/1988, σ.26-33, Ζήρας Αλέξης, «Νίκος Καζαντζάκης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Δ΄, σ.126-171. Αθήνα, Σοκόλης, 1992, και Πάτροκλος Στάυρου, «Νίκος Καζαντζάκης• 883-1957», Ελίτροχος15, Καλοκαίρι 1998, σ.9-19.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1
Ι.Πεζογραφία
• Κάρμα Νιρβανή, Όφις και Κρίνο. Αθήνα, 1906.
• Τόντα Ράμπα. Αθήνα, Δίφρος, 1956. (μετάφραση από τα γαλλικά Γιάννη Μαγκλή)
• Le jardin des Rochers. 1939. (και σε μετάφραση Παντελή Πρεβελάκη με τίτλο Ο Βραχόκηπος. Αθήνα, Εστία, 1960.
• Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Αθήνα, Δημητράκος, 1946.
• Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Αθήνα, Δίφρος, 1954.
• Οι Αδερφοφάδες. Αθήνα, 1963.
• Ο Καπετάν Μιχάλης. Αθήνα, Μαυρίδης, 1953.
• Ο τελευταίος πειρασμός. Αθήνα, Δίφρος, 1955.
• Ο Φτωχούλης του θεού. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
• Αναφορά στο Γκρέκο. Αθήνα, χ.ε., 1961.
ΙΙ.Δοκίμια
• Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Ηράκλειο, Στ.Μ.Αλεξίου, 1909.
• H.Bergson . Αθήνα, τυπ.Μαίσνερ και Καργαδούρη, 1912.
• Salvatores Dei· Ασκητική. Αθήνα, 1927.
• Ιστορία της Ρώσικης λογοτεχνίαςΑ΄. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1930.
• Ιστορία της Ρώσικης λογοτεχνίαςΒ΄. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1930.
• Συμπόσιο. Αθήνα, Ελένη Καζαντζάκη, 1971.
ΙΙΙ.Θέατρο
• Πέτρος Ψειλορείτης, Ο Πρωτομάστορας. Αθήνα, έκδοση των Παναθηναίων, 1910.
• Νικηφόρος Φωκάς. Αθήνα, Στοχαστής,1927.
• Χριστός. Αθήνα, Στοχαστής, 1928.
• Οδυσσέας. Αθήνα, Στοχαστής, 1928.
• Νικηφόρος Φωκάς. Αθήνα, Πυρσός, 1939.
• Μέλισσα. Αθήνα, 1939. (ανατύπωση από τη Νέα Εστία)
• Ιουλιανός. Αθήνα, Ο Πιγκουίνος, 1945.
• Ο Καποδίστριας. Αθήνα, Νικ.Αλικιώτης, 1946.
• Σόδομα και Γόμορα. Αθήνα, 1949. (ανάτυπο από τη Νέα Εστιά)
ΙV. Ταξιδιωτική λογοτεχνία
• Τι είδα στη ΡουσίαΑ΄. Αθήνα, Στοχαστής, 1928.
• Τι είδα στη ΡουσίαΒ΄ - Γ΄. Αθήνα, Στοχαστής, 1928.
• ΤαξιδεύονταςΑ΄ · Ισπανία. Αθήνα, Πυρσός, 1956.
• ΤαξιδεύονταςΒ΄ · Ιαπωνία - Κίνα. Αθήνα, Πυρσός, 1938.
• ΤαξιδεύονταςΓ΄ · Αγγλία. Αθήνα, Πυρσός, 1941.
• Ταξιδεύοντας· Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά. Αλεξάνδρεια, εκδ. βιβλιοπωλείου Σεράπειον, 1927.
• Ταξιδεύοντας· Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, Κύπρος. Αθήνα, O Μοριάς, 1961.
V. Ποίηση
• Οδύσσεια. Αθήνα, Πυρσός, 1938.
• Τερτσίνες. Αθήνα, 1960.
VΙ. Αλληλογραφία
• Επιστολές προς τη Γαλάτεια. Αθήνα, Δίφρος, 1958.
• Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη. Αθήνα, Ελένη Καζαντζάκη, 1984.
• Ανέκδοτες επιστολές Καζαντζάκη · Από τα νεανικά έως τα ώριμά του χρόνια (1902-1956)· Με πρόλογο και σχόλια του Μηνά Δημάκη. Αθήνα, έκδοση του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη, 1979.
• Το χρονικό μιας δημιουργίας · Ανέκδοτη αλληλογραφία Καζαντζάκη - Μαρτινού · Επιμέλεια Γιώργος Ανεμογιάννης. Βάρβαροι Κρήτης, έκδοση μουσείου Νίκου Καζαντζάκη, 1986.
VΙΙ. Παιδική λογοτεχνία
• Μέγας Αλέξανδρος. Αθήνα, Ελένη Καζαντζάκη, 1979.
• Στα παλάτια της Κνωσσού. Αθήνα, Ελένη Καζαντζάκη, 1981.
VIIΙ. Μεταφράσεις
• William James , Η θεωρία της Συγκινήσεως. Αθήνα, Φέξης, 1911.
• Φρειδερίκου Νίτσε, Η γέννησις της τραγωδίας. Αθήνα, Φέξης, 1912.
• Φρειδερίκου Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρας. Αθήνα, Φέξης, 1913.
• T.P. Eckermann, Συνομιλίαι Έκκερμανν με τον Γκαίτε. Αθήνα, Φέξης, 1913.
• C.A. Laisant, Η Αγωγή επί τη βάσει της επιστήμης. Αθήνα, Φέξης, 1913.
• Μ.Μαίτερλιγκ, Ο θησαυρός των ταπεινών. Αθήνα, Φέξης, 1913.
• Ch. Darwin, Περί της γενέσεως των ειδών. Αθήνα, Φέξης, 1915.
• Louis Bόchner , Δύναμις και Ύλη. Αθήνα, Φέξης, 1915
• H. Bergson, Το γέλιο. Αθήνα, Φέξης, 1915.
• Ο Ηγεμόνας του Νικολό Μακιαβέλλι. Αθήνα, Γαλαξίας, 1961.
• Johanes Joergensen, Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης. Αθήνα, 1951.
• Πλάτων, Αλκιβιάδης δεύτερος. Αθήνα, Φέξης, 1912.
• Πλάτων, Ίων, Μίνως, Δημόδοκος, Σίσυφος, Κλειτοφών. Αθήνα, Φέξης, χ.χ.
• Όμηρος, Ιλιάδα. Αθήνα, 1955 (μετάφραση Ν.Καζαντζάκη - Ι.Θ.Κακριδή).
• Όμηρος, Οδύσσεια. Αθήνα, 1965 (μετάφραση Ν.Καζαντζάκη - Ι.Θ.Κακριδή).
• Δάντης, Η θεία Κωμωδία. Αθήνα, Κύκλος, 1934.
ΙΧ. Διασκευές
• Ιούλίος Βερν, Οι πειραταί του Αιγαίου. Αθήνα,Δημητράκος, 1931.
• Ιούλιος Βερν, Περιπέτειες Κινέζου στην Κίνα. Αθήνα, Δημητράκος, 1931.
• Ιούλιος Βερν, Η χώρα των αδαμάντων. Αθήνα, Δημητράκος, 1931.
• Ιούλιος Βερν, Ο γύρος του κόσμου εις 80 μέρες. Αθήνα, Δημητράκος, 1931.
• Ιούλιος Βερν, Η πλωτή πολιτεία. Αθήνα, Δημητράκος, 1942.
• Ιούλιος Βερν, Από τον Καύκασο στο Πεκίνο. Αθήνα, Δημητράκος, 1942.
• Ιούλιος Βερν, Μιχαήλ Στρογκώφ. Αθήνα, Δημητράκος, 1942.
• Ιούλιος Βερν, Ροβήρος ο κατακτητής. Αθήνα, Δημητράκος, 1943.
• Μπούλβερ - Λύττων, Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1933.
• Μαίην Ρυντ, Οι νέοι Ροβινσώνες. Αθήνα, Νίκας και Σία, χ.χ.
• Μπήτσερ Στόου, Το καλύβι του Μπαρμπα Θωμά. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 193;
• Μπόνσελς, Μάγια η Μέλισσα. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1931.
• Ντίκενς, Όλιβερ Τουίστ. Αθήνα, Ελευθερουδάκης [1933].
• Ντωντέ, Το μικρούλικο. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 193;
• Σουίφτ, Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 193;
• Γκοπάλ - Μουκέρι, Ο ελέφας Καρί. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, [1931].
Χ. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Θέατρο· Τραγωδίες με βυζαντινά θέματα. Αθήνα, Δίφρος, 1956.
• Θέατρο· Τραγωδίες με διάφορα θέματα. Αθήνα, Δίφρος, 1956.
• Ανέκδοτες επιστολές· Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει… Επιμέλεια – Εισαγωγή – Σχόλια Θανάσης Παπαθανασόπουλος. Βάρβαροι Ηρακλείου, έκδοση ιδρύματος Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, χ.χ.
1. Για εκτενέστερα βιβλιογραφικά στοιχεία βλ. Κατσίμπαλης Κ.Γ., Βιβλιογραφία Ν.ΚαζαντζάκηΑ’ 1906-1948. Αθήνα, 1958 και Καλαμαράς Βασίλης Κ., « Νίκου Καζαντζάκη», Διαβάζω190, 27/4/1988, σ.99-105.
30 από τις γνωστότερες φράσεις-αποφθέγματα του Νίκου Καζαντζάκη:
«Ξέρω τώρα. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λέφτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο»
«Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε»
«Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά»
«Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν' αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα»
«Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις – το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα 'ναι πολύ αργά»
«Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος»
«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή»
«Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ…»
«Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα»
«Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;»
«Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα»
«Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα»
«Η Κρήτη δεν θέλει νοικοκυραίους, θέλει κουζουλούς. Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη»
«Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: "Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;". Πολέμα!»
«Νίκησα; Νικήθηκα; Τούτο μόνο ξέρω: Είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος»
«Αν μπορείς, κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει»
«Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει»
«Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο»
«Κάθε Έλληνας που δεν παίρνει, ας είναι και μια φορά στη ζωή του, μια γενναία απόφαση, προδίνει τη ράτσα του»
«Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό»
«Σα δεν φτάσει ο άνθρωπος στην άκρη του γκρεμού, δεν βγάζει στην πλάτη του φτερούγες να πετάξει»
«Θεός δεν είναι; Ό,τι του καπνίσει κάνει. Αν δεν μπορούσε να κάμει αδικίες, τι παντοδύναμος θα ’ταν;»
«Ο,τι επιθυμείς να το φωνάζεις δυνατά, αγρίμι να γίνεσαι. Δεν ταιριάζει η μετριότητα με τη λαχτάρα»
«Η ζωή όλη είναι μια φασαρία. Μόνο ο θάνατος δεν είναι. Η ζωή είναι όταν λύνεις το ζωνάρι σου και ζητάς φασαρίες»
«Φτάσε όπου δεν μπορείς!»
«Δεν υπάρχει βαρύτερη τιμωρία από τούτη: Να απαντάς στην κακία με καλοσύνη»
«Το μεγαλύτερο ταξίδι μας το κάνουμε με την ψυχή μας»
«Αξιοπρέπεια δεν είναι στο να κατέχω τιμές, αλλά στο να τις αξίζω»
«Ποιο είναι πάνω από τα λόγια; Η πράξη. Ποιο είναι πάνω από την πράξη; Η σιωπή»
«Μπόρα είναι μαθές η ζωή, θα περάσει»
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
i.Ο Βραχόκηπος
Από τους τρεις δρόμους, ω ψυχή μου, που αρμενίζεις ανάμεσα στις Σειρήνες, από τους τρεις δρόμους, ω ψυχή μου:
να παραδοθείς ολόβολη στις χαρές της γης και να σαπίσεις·
ν’ απαρνηθείς κάθε χαρά και να πεθάνεις μέσα σε μύρο αγιότητας·
ο τρίτος δρόμος, ο δρόμος του Οδυσσέα, του αχόρταστου και πανούργου, παραμένει ακόμα ο καλύτερος! http://www.snhell.gr/
ii.Αναφορά στον Γκρέκο
Tι ευτυχία να μπορούσε ο Έλληνας να σεριανίζει στην Ελλάδα χωρίς ν’ ακούει φωνές, θυμωμένες, αυστηρές, από τα χώματα! Για έναν Έλληνα όμως το ταξίδι στην Ελλάδα καταντάει γοητευτικό κι εξαντλητικό μαρτύριο. Στέκεσαι σε μια πατημασιά ελληνικής γης και σε κυριεύει αγωνία: Μνήμα βαθύ, πατωσιές πατωσιές οι νεκροί, κι ανεβαίνουν παράταιρες φωνές και σε κράζουν, γιατί ό, τι μένει από το νεκρό, αθάνατο, είναι η φωνή του. Ποια απ’ όλες τις φωνές να διαλέξεις; Κάθε φωνή και ψυχή, κάθε ψυχή λαχταρίζει ένα σώμα δικό της, κι η καρδιά σου ακούει, ταράζεται και διστάζει να πάρει απόφαση, γιατί συχνά οι πιο αγαπημένες ψυχές δεν είναι πάντα κι οι πιο άξιες.
Όταν ένας Έλληνας ταξιδεύει στην Ελλάδα, το ταξίδι του μοιραία μετατρέπεται σ’ επίπονη αναζήτηση του χρέους. Πώς να γίνουμε κι εμείς άξιοι των προγόνων, πώς να τη συνεχίσουμε, χωρίς να την ντροπιάσουμε, την παράδοση της ράτσας μας; Μια αυστηρή ασίγαστη ευθύνη βαραίνει τους ώμους σου, βαραίνει τους ώμους όλων των ζωντανών Ελλήνων. Ακαταμάχητη μαγική δύναμη έχει το όνομα. Όποιος γεννήθηκε στην Ελλάδα έχει το χρέος να συνεχίσει τον αιώνιο ελληνικό θρύλο.
Ένα ελληνικό τοπίο δε δίνει σ’ εμάς τους Έλληνες μιαν αφιλόκερδη ανατριχίλα ωραιότητας. Έχει ένα όνομα το τοπίο – το λένε Μαραθώνα, Σαλαμίνα, Ολυμπία, Θερμοπύλες, Μυστρά – συνδέεται με μιαν ανάμνηση, εδώ ντροπιαστήκαμε, εκεί δοξαστήκαμε, και μονομιάς το τοπίο μετουσιώνεται σε πολυδάκρυτη, πολυπλάνητη ιστορία. Κι όλη η ψυχή του Έλληνα προσκυνητή αναστατώνεται. Το κάθε ελληνικό τοπίο είναι τόσο ποτισμένο από ευτυχίες και δυστυχίες με παγκόσμιο αντίχτυπο, τόσο γεμάτο ανθρώπινο αγώνα, που υψώνεται σε μάθημα αυστηρό και δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Γίνεται κραυγή, και χρέος έχεις να την ακούσεις.
Αληθινά τραγική είναι η θέση της Ελλάδας. Βαριά πολύ η ευθύνη του σημερινού Έλληνα. Απιθώνει στους ώμους μας επικίνδυνο, δυσκολοεκτέλεστο χρέος. Καινούριες δυνάμεις ανεβαίνουν από την Ανατολή, καινούριες από τη Δύση, κι η Ελλάδα, ανάμεσα πάντα στις δυο συγκρουόμενες ορμές, γίνεται πάλι στρόβιλος.
Η Δύση, ακολουθώντας την παράδοση της λογικής και της έρευνας, ορμάει να καταχτήσει τον κόσμο, κι η Ελλάδα, ανάμεσά τους, γεωγραφικό και ψυχικό σταυροδρόμι του κόσμου, χρέος έχει πάλι να φιλιώσει τις δυο τούτες τεράστιες ορμές, βρίσκοντας τη σύνθεση. Θα μπορέσει;
Ιερή, πικρότατη μοίρα. Το τέλος της περιοδείας μου στην Ελλάδα γέμισε τραγικά αναπάντητα ρωτήματα. Από την ομορφιά φτάσαμε στις σύγχρονες αγωνίες και στο σημερινό χρέος της Ελλάδας. Ένας ζωντανός άνθρωπος σήμερα που νοεί κι αγαπάει κι αγωνίζεται δεν μπορεί να σεριανίζει πια και να χαίρεται αμέριμνα την ωραιότητα. Σήμερα η αγωνία μεταδίδεται σαν πυρκαγιά, και καμιά πυρασφαλιστική εταιρεία δεν μπορεί να σε ασφαλίσει. Αγωνίζεσαι και καίγεσαι μαζί με όλη την ανθρωπότητα. Κι απάνω απ’ όλους αγωνίζεται και καίγεται η Ελλάδα, αυτή είναι η μοίρα της.
Έκλεισε ο κύκλος. Γέμισαν τα μάτια μου Ελλάδα. Ωρίμασε, μου φαίνεται, μέσα στους τρεις μήνες αυτούς ο νους. Ποια είναι τα πιο πολύτιμα λάφυρα της πνευματικής μου ετούτης εκστρατείας; Τούτα θαρρώ: Είδα καθαρότερα την ιστορική αποστολή της Ελλάδας ανάμεσα Ανατολής και Δύσης. Είδα πως ο ανώτατος άθλος της είναι όχι η ομορφιά παρά ο αγώνας για την ελευθερία. Ένιωσα βαθύτερα την τραγική μοίρα της Ελλάδας και πόσο βαρύ το χρέος του Έλληνα. Θαρρώ, ευτύς μετά το προσκύνημά μου στην Ελλάδα, ήμουν ώριμος να μπω στην αντρική ηλικία. Και δεν ήταν η Ομορφιά που πήγαινε μπροστά και μ’ έμπαζε στον αντρωνίτη. Ήταν η Ευθύνη.
Τον πικρό αυτό καρπό κρατούσα όταν γύρισα, ύστερα από την τρίμηνη πορεία, και μπήκα στο πατρικό σπίτι.
ii.Ασκητική
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.
Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.
Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.
Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.
Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.
[...]
Η ΣΙΓΗ
Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»
Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.
Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει· τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.
Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.
Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τί νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.
Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.
Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.
Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.
Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοι και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:
Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής· δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!
Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αιωνιότητα, το κάθε σημείο — θες έντομο, θες άστρο, θες Ιδέα· γίνεται χορός.
Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!
Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατί είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.
Σιγή θα πει: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας· πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει· ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.
Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.
Είναι πια η άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!
Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους· καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.
Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.
Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:
ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ’ ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ’ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ· ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.
«ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΚΟΥΩ.
ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.
ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.»
ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.»
ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:
ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!
ΤΕΛΟΣ
[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική. Salvatores Dei, χ.ε.ο., Αθήνα 1962, σ. 9-10 & 91-95]