Αγγέλικα Κάουφμαν - Angelika Kauffmann ( 30 Οκτωβρίου 1741 - 5 Νοεμβρίου 1807 )

 

Αυτοπροσωπογραφία

Η 
Αγγέλικα Κάουφμαν (Angelika Kauffmann30 Οκτωβρίου 1741 - 5 Νοεμβρίου 1807) ήταν Ελβετίδα ζωγράφος του νεοκλασικισμού.
Γεννήθηκε στο Κουρ αλλά μεγάλωσε στο Schwarzen της Ελβετίας από όπου καταγόταν η οικογένεια της. Το 1754 σε ηλικία δεκατριών ετών ακολούθησε τον πατέρα της στο Μιλάνο, όπου σπούδασε μουσική και ζωγραφική και επέδειξε το ταλέντο της. Το 1763 διέμεινε για ένα διάστημα στη Ρώμη και επισκέφθηκε την Μπολώνια και τη Βενετία και στη συνέχεια το 1773 πήγε στο Λονδίνο, όπου της ανατέθηκε μεταξύ άλλων καλλιτεχνών η διακόσμηση του Ναού του Αγίου Παύλου. Συμμετείχε από το 1769 έως το 1782 στις ετήσιες εκθέσεις της Βασιλικής Ακαδημίας με κλασικούς και αλληγορικούς πίνακες, όπως Τρωίλος και Χρυσηίδα, ο θάνατος της Άλκηστης, η κρίση του Πάρι, η μητέρα των Γράκχων, η ιστορίας της Ροδόπης κ.α.
Επίσης ζωγράφισε τον Γκαίτε σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών και ως Ορέστη στο κέντρο της εικόνας που έχουμε από την σκηνογραφία της πρεμιέρας της Ιφιγένειας εν Ταύροις που δόθηκε στην Βαϊμάρη το 1802  στην Ιφιγένεια εν Ταύροις.

Η Αφροδίτη πείθει την Ελένη ν΄ ακολουθήσει τον Πάρι


Portrait of Lady Clan Henderson

Τρωίλος και Χρυσηίδα


La Famille du comte de Gower wtnm


Cornelia presenting her children as her treasures


Countess Anna Protassowa with nieces

Jesus with the Samaritan Woman

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/




Μίμης Φωτόπουλος (20 Απριλίου 1913 - 29 Οκτωβρίου 1986)

 

Ο Μίμης (Δημήτρης) Φωτόπουλος του Νικολάου (20 Απριλίου 1913 - 29 Οκτωβρίου 1986) υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου.

Γεννήθηκε στη Ζάτουνα Γορτυνίας και ήταν γιος του Νικολάου Φωτόπουλου και της Άννας Παπαδοπούλου από το Αίγιο. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παρακολούθησε μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (μέχρι το β΄ έτος, 1933). Συμμετείχε στο ΕΑΜ, και για τη δράση του εξορίστηκε στην Ελ Ντάμπα στα Δεκεμβριανά.

Εργάσθηκε ως ηθοποιός - θιασάρχης από το 1952 και σκηνοθέτης από το 1960. Έγραψε 7 βιβλία (4 ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και ο «θάνατος των ημερών» 1976) και 3 αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα - Όμηρος των Εγγλέζων» 1965) και 2 θεατρικά έργα («Ένα κορίτσι στο παράθυρο» 1966 και «Πελοπίδας ο καλός πολίτης» 1976) που έχουν παιχτεί. Οργάνωσε 5 εκθέσεις ζωγραφικής (ιδιότυπης τεχνικής κολάζ γραμματοσήμων).

Υπήρξε μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου και Πρόεδρος του Δ. Σ. Άρματος Θέσπιδος. Έκανε θεατρικές περιοδείες στην Αμερική, Γερμανία, Αίγυπτο, Τουρκία και Κύπρο. Τιμήθηκε με τα παράσημα Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α΄ και Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.

Ο Μίμης Φωτόπουλος ασχολήθηκε για πολλά χρόνια και με αξιοσημείωτη επιτυχία με την τεχνική του κολάζ και μάλιστα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, τη χρήση «ψηφίδων» από γραμματόσημα με τις οποίες έφτιαξε μεγάλο αριθμό ζωγραφικών πινάκων.

Σημαντικότερες συμμετοχές του ήταν στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ, στις «Αγριόπαπιες» του Ίψεν στο θέατρο Τέχνης, στο «Όνειρο καλοκαιρινής νύκτας» του Σαίξπηρ στο θέατρο του Βασιλικού Κήπου (1956) και για πολλά χρόνια συνεργάστηκε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Εμφανίστηκε σε δεκάδες κωμωδίες φάρσες αλλά και δραματικούς ρόλους. Χαρακτηριστικές ερμηνείες στο «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» και «Δον Καμίλλο». Επίσης σε περισσότερες από 100 ταινίες με κωμικούς ρόλους όπως «Η Κάλπικη λίρα», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Τα κίτρινα γάντια», «Το σωφεράκι», «Ο Εμίρης και ο Κακομοίρης» (στην ταινία αυτή η Ελένη Προκοπίου αποτέλεσε την κινηματογραφική του κόρη), «Ο γρουσούζης» κ.ά.
Χαρακτηριστική του κινηματογραφική ατάκα που βρίσκουμε στην ταινία «Ο ουρανοκατέβατος»: «Και μετά θα κάααθεσαι!»

Πέθανε στην Αθήνα στις 29 Οκτωβρίου 1986.



Συγγραφικό έργο

«Το ποτάμι της ζωής μου» εκδ. Καστανιώτη : Αυτοβιογραφία όπου ο Μ. Φωτόπουλος μιλάει για το ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο της εποχής του, καθώς και για άλλες του επιδόσεις στις τέχνες, παράλληλα με τις διάφορες σχέσεις του με τους ανθρώπους. «Γεννήθηκα», γράφει, «ανήμερα Κυριακής των Βαΐων, σημαδιακή μέρα στη Ζάτουνα, χωριό που έγινε γνωστό όχι από μένα φυσικά, αλλά από τον Μίκη Θεοδωράκη που τον εξόρισε εκεί η εφταετία». Στο ποτάμι της ζωής του γράφουν επίσης οι Λάκης Λαζόπουλος, Γιάννης Σιδέρης, Κ. Γεωργουσόπουλος, Έλενα Ακρίτα, Μαρία Ρεζάν, Χρ. Βαλαβανίδης και Γιάννης Ξανθούλης. Το έργο συμπληρώνεται με πλούσια εικονογράφηση με έλλειψη όμως χρονολογίου στοιχείων φιλμογραφίας και θεατρικών παραστάσεων.

Πολιτική δράση και εξορία

Στη διάρκεια της κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση στις τάξεις του ΕΑΜ, θα συμμετάσχει στα Δεκεμβριανά όπου θα συλληφθεί από τις Βρετανικές μονάδες και θα εκτοπιστεί στο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα, από όπου θα επιστρέψει τον Μάρτη του 1945.


Ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Βασίλης Αυλωνίτης στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο»
ΒΙΒΛΙΑ

i. ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ




Η αυτοβιογραφία του σπουδαίου ηθοποιού Μίμη Φωτόπουλου με τίτλο «Το ποτάμι της ζωής μου». 
Το βιβλίο περιλαμβάνει πλούσιο φωτογραφικό υλικό, σπαρταριστές ιστορίες και σχόλια από τον μεγάλο καλλιτέχνη, που λάτρεψαν και λατρεύουν γενιές Ελλήνων.Είχε πρωτοεκδοθεί το 1984 από τις εκδόσεις Gutenberg και στη συνέχεια από τις εκδόσεις Καστανιώτη. 
Πρόκειται για ένα γλαφυρό αφήγημα για τη ζωή του στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την Κατοχή και την Αντίσταση στο οποίο αυτοβιογραφείται ο «μάγκας» του πολιτισμού, ο διανοούμενος ηθοποιός και ταλαντούχος καλλιτέχνης. 









δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






Σύλβια Πλαθ - Sylvia Plath ( 27 Οκτωβρίου 1932 – 11 Φεβρουαρίου 1963 )

 

Η Σύλβια Πλαθ (Sylvia Plath, 27 Οκτωβρίου 1932 – 11 Φεβρουαρίου 1963) ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος.
Γεννημένη στο Τζαμάικα Πλέιν της Μασαχουσέτης (τμήμα της Βοστώνης), η Πλαθ έδειξε από νεαρή ηλικία την κλίση της, όταν εξέδωσε το πρώτο της ποίημα σε ηλικία 8 ετών. Ο πατέρας της, Όττο, καθηγητής κολεγίου και σημαίνουσα αυθεντία σε ό,τι αφορά τις μέλισσες, πέθανε περίπου την ίδια εποχή, στις 5 Οκτωβρίου 1940. Η Πλαθ συνέχισε την προσπάθεια έκδοσης ποιημάτων και σύντομων ιστοριών σε Αμερικανικά περιοδικά, και πέτυχε κάποια μικρή αναγνώριση.
Υπέφερε από σοβαρή διπολική διαταραχή κατά τη διάρκεια της ενηλίκου ζωής της. Στο προτελευταίο έτος των σπουδών της στο Κολέγιο Σμιθ, η Πλαθ έκανε την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Αργότερα απεικόνισε την κατάρρευσή της στο ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Ο Γυάλινος Κώδων (The Bell Jar). Κλείστηκε σε ένα ψυχικό ίδρυμα (Νοσοκομείο ΜακΛίν), και άρχισε να φαίνεται πως πέτυχε μια ευπρόσδεκτη ανάνηψη, αποφοιτώντας από το Σμιθ με διακρίσεις το 1955.
Κέρδισε μια υποτροφία Φουλμπράιτ για το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου συνέχισε να γράφει ποίηση, περιστασιακά εκδίδοντας τη δουλειά της στην φοιτητική εφημερίδα Varsity. Στο Κέμπριτζ γνώρισε τον Άγγλο ποιητή Τεντ Χιούζ. Παντρεύτηκαν στις 16 Ιουνίου 1956. Η Πλαθ και ο Χιούζ πέρασαν την περίοδο από τον Ιούλιο του 1957 μέχρι τον Οκτώβριο του 1959 ζώντας και δουλεύοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Πλαθ δίδασκε στο Σμιθ. Έπειτα μετακόμισαν στη Βοστώνη, όπου η Πλαθ παρακολούθησε σεμινάρια με τον Ρόμπερτ Λόουελλ. Η σειρά αυτή σεμιναρίων επρόκειτο να έχει σημαντική επίδραση στην δουλειά της. Τα σεμινάρια παρακολουθούσε και η Ανν Σέξτον. Εκείνη την περίοδο επίσης οι Πλαθ και Χιούζ συνάντησαν για πρώτη φορά τον W. S. Merwin, ο οποίος θαύμασε τη δουλειά τους και παρέμεινε δια βίου φίλος. Όταν το ζευγάρι διαπίστωσε πως η Πλαθ ήταν έγκυος, μετακόμισαν πίσω στη Μεγάλη Βρετανία.
Έζησαν για λίγο στο Λονδίνο και έπειτα εγκαταστάθηκαν στο North Tawton, μια μικρή πόλη στο Ντέβον. Εξέδωσε τη πρώτη ποιητική συλλογή της, Ο Κολοσσός (The Colossus), στην Αγγλία το 1960. Τον Φεβρουάριο του 1961 απέβαλε. Ένας αριθμός από ποιήματα αναφέρονται στο γεγονός αυτό. Ο γάμος της άρχισε να συναντά δυσκολίες και χώρισαν λιγότερο από δύο χρόνια μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Ο χωρισμός του οφειλόταν κυρίως στη σχέση που είχε ο Χιούζ με την ποιήτρια Άσια Γουέβιλλ.
Η Πλαθ επέστρεψε στο Λονδίνο με τα παιδιά τους, την Φρίντα και τον Νίκολας (αυτοκτόνησε στις 16 Μαρτίου του 2009 καθώς έπασχε από κατάθλιψη). Νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο σπίτι όπου κάποτε έμενε ο Γέιτς. Ήταν πολύ ευχαριστημένη γι’ αυτό και το θεώρησε καλό οιωνό καθώς ξεκίνησε τις διαδικασίες νόμιμου χωρισμού. Ο χειμώνας 1962/1963 ήταν πολύ σκληρός. Στις 11 Φεβρουαρίου 1963, άρρωστη και με λίγα λεφτά, η Πλαθ αυτοκτόνησε εισπνέοντας φυσικό αέριο από τον φούρνο. Προτού πεθάνει, η Πλαθ τοποθέτησε φαγητό και γάλα στα παιδιά της. Είναι θαμμένη στο νεκροταφείο στο Χεπτονστάλλ, στο Γουέστ Γιορκσάιρ.

Έργο


Ως χήρος της, ο Χιούζ έγινε ο εκτελεστής της διαθήκης της και διαχειριστής της προσωπικής και λογοτεχνικής περιουσίας της Πλαθ. Επόπτευσε και προετοίμασε την έκδοση των χειρογράφων της. Επίσης κατέστρεψε τον τελευταίο τόμο του ημερολογίου της Πλαθ, όπου εξιστορούσε με λεπτομέρειες τον καιρό που πέρασαν μαζί. Το 1982, η Πλαθ έγινε η πρώτη ποιήτρια που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ μετά θάνατον. (Για Τα Συλλογικά Ποιήματα)
Πολλοί κριτικοί, συχνά φεμινιστές, έχουν κατηγορήσει τον Χιούζ πως προσπάθησε να ελέγξει τις εκδόσεις για δικούς του σκοπούς. Ο Χιούζ, από τη μεριά του, αρνήθηκε έντονα τις κατηγορίες αυτές. Στην τελευταία συλλογή του, Γράμματα Γενεθλίων (Birthday Latters), ο Χιούζ έσπασε τη σιωπή του για την Πλαθ. Σ’ αυτή, δεν απολογείται για τη συμπεριφορά του, αλλά παρόλ' αυτά είναι εξαιρετικά ειλικρινής. Το καλλιτεχνικό έργο στο εξώφυλλο ήταν δημιουργία της Φρίντα.
Αν και οι κριτικοί αντέδρασαν ευνοϊκά στο πρώτο βιβλίο της Πλαθ, τον Κολοσσό, έχει επίσης περιγραφεί ως συνηθισμένη και με έλλειψη δράματος στις μεταγενέστερες δουλειές της. Θέμα μεγάλης συζήτησης είναι και η έκταση της επιρροής του Χιούζ στο γράψιμό της. Είναι ξεκάθαρο, από τα ημερολόγια και τα γράμματά της, πως σεβόταν πολύ το ταλέντο του Χιούζ και μιλούσε με σεβασμό γι’ αυτό ακόμα και μετά το χωρισμό τους. Τα ποιήματα της Πλαθ, ωστόσο, είναι ξεκάθαρα γραμμένα στη δική της φωνή και οι ομοιότητες μεταξύ των έργων των δύο ποιητών είναι, στην επιφάνεια, ασήμαντες.
Τα ποιήματά της στην Άριελ οροθετούν μια φυγή από την πρότερη δουλειά της σε μια πιο εξομολογητική περιοχή ποίησης. Είναι πιθανό οι διδασκαλίες του Λόουελλ, που έδιναν έμφαση στον εξομολογητικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα, να διαδραμάτισαν μεγάλο ρόλο σ’ αυτή την αλλαγή. Ο αντίκτυπος της έκδοσης της Άριελ ήταν αρκετά δραματικός, με τις ειλικρινείς περιγραφές του μιας πτώσης προς την ψυχική ασθένεια και δριμεία αυτοβιογραφικά ποιήματα όπως το Daddy. Η ποίηση της Πλαθ έχει επίσης συνδεθεί με αυτή της Σέξτον. Και οι δύο έπασχαν από ψυχική ασθένεια και επίσης και οι δύο αυτοκτόνησαν, άρα οι συγκρίσεις είναι, ίσως, αναπόφευκτες.
Παρά το τεράστιο ποσό κριτικών και βιογραφιών που εκδόθηκαν μετά το θάνατό της, η συζήτηση γύρω από το έργο της Πλαθ μοιάζει συχνά με πάλη μεταξύ των αναγνωστών που παίρνουν το μέρος της και αναγνωστών που παίρνουν το μέρος του Χιούζ. Μια ένδειξη του επιπέδου της πικρίας που κάποιοι είχαν για τον Χιούζ είναι το γεγονός πως πολλοί άνθρωποι κατά καιρούς σκάλιζαν για να σβήσουν το όνομα Hughes από την επιτύμβιά της στήλη

Εκδόσεις

Ποίηση
The Colossus (1960)
Ariel (1965)
Crossing the Water (1971)
Winter Trees (1972)
The Collected Poems (1981)

Πεζά

The Bell Jar (1963) με το ψευδώνυμο 'Victoria Lucas'
Letters Home (1975) προς και επιμελημένα από τη μητέρα της
Johnny Panic and the Bible of Dreams (1977) (η Βρετανική έκδοση περιέχει δύο ιστορίες που δεν περιέχονται στην Αμερικανική έκδοση)
The Journals of Sylvia Plath (1982)
The Magic Mirror (1989), Η διατριβή της τελειόφοιτης Πλαθ στο Κολέγιο Σμιθ
The Unabridged Journals of Sylvia Plath, επιμελημένα από την Karen V. Kukil (2000)

Παιδικά

The Red Book (1976)
The It-Doesn't-Matter-Suit (1996)
Collected Children's Stories (UK, 2001)
Mrs. Cherry's Kitchen (2001)
https://el.wikipedia.org/


Ο Τεντ Χιουζ και η Σύλβια Πλαθ, στη Νέα Υόρκη, Ιούνιος 1958.



ΚΟΛΟΣΣΟΣ

Ποτέ δεν θα μπορέσω να σε συναρμολογήσω ολοκληρωτικά,
Κάθε κομμάτι, όπως πρέπει κολλημένο και συναρμοσμένο.
Γκαρίσματα, γρυλίσματα γουρουνιών και αισχρά κακαρίσματα
Εξέρχονται από τα παχιά σου χείλη..
Είναι χειρότερα κι από σταύλο.

Ίσως θεωρείς τον εαυτό σου ένα μαντείο,
Επιστόμιο για τους νεκρούς, ή για κάποια θεότητα.
Τριάντα χρόνια τώρα είναι που μοχθώ
Να στεγνώσω τις λάσπες από το λαιμό σου.
Δεν έγινα σοφότερη.

Αναρριχώμαι σε μικρές σκαλωσιές με τα δοχεία της κόλλας
 και τους κουβάδες με τη λαζολίνη
Έρπω σαν μυρμήγκι που θρηνεί
Πάνω από τις χορταριασμένες εκτάσεις των φρυδιών σου
Να επισκευάσω τις τεράστιες πλάκες του κρανίου σου
Και να καθαρίσω τους γυμνούς λευκούς τύμβους των ματιών σου.

Ένας γαλάζιος ουρανός βγαλμένος από την Ορέστεια
Ορθώνεται σαν αψίδα από πάνω μας . Ω πατέρα, είσαι από μόνος σου
Ρωμαλέος και ιστορικός σαν Ρωμαική Αρένα.
Στρώνω για το γεύμα μου πάνω σ` ένα λόφο με μαύρα κυππαρίσια.
Τα διαμπερή σου κόκκαλα και ακάνθινα μαλλιά είναι σκορπισμένα

Με την γνωστή τους αναρχία στην γραμμή του ορίζοντα.
Χρειάζεται κάτι πιο δυνατό από το χτύπημα ενός κεραυνού
Για να δημιουργήσει ένα τέτοιο ερείπιο.
Τις νύχτες, φωλιάζω στο κέρας της Αμάλθειας
Του αριστερού σου αυτιού, μακριά από τον άνεμο,

Μετρώντας τα κόκκινα άστρα κι εκείνα που έχουν το χρώμα του δαμάσκηνου.
Ο ήλιος ανατέλλει από την πύλη της γλώσσας σου.
Οι ώρες μου νυμφεύονται τη σκιά.
Δεν αφουγκράζομαι πια για το τρίξιμο μιας καρίνας
Πάνω στις γυμνές πέτρες της αποβάθρας.


ΜΑΥΡΟΣ ΚΟΡΑΚΑΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
Πάνω στο ξερό κλαδί εκεί ψηλά
Κουρνιάζει ένας βρεγμένος μαύρος κόρακας
Που στρώνει ξανά και ξανά το φτέρωμά του μες τη βροχή.
Δεν αναμένω ένα θαύμα
Ή ένα ατύχημα

Να πυροδοτήσουν την όραση
Μες τα μάτια μου,ούτε ψάχνω
Πια στον ανερμάτιστο καιρό κάποιο σχέδιο,
Μόνο αφήνω τα λεκιασμένα φύλλα να πέφτουν όπως πέφτουν,
Χωρίς τελετή, ή οιωνό.

Παρόλο που, το ομολογώ, κάποιες φορές επιθυμώ,
Κάποια ανταπόκριση απ` τον βουβό ουρανό,
Δεν έχω στ` αλήθεια παράπονο:
Κάποιο αμυδρό φως μπορεί ακόμα
Να ξεπηδήσει λευκόπυρο

Απ` της κουζίνας το τραπέζι ή την καρέκλα
Σαν μια ουράνια φωτιά που πότε πότε
Κατέχει τα πιο αμβλεία αντικείμενα–
Καθαγιάζοντας έτσι ένα διάστημα
Αλλιώς ασυνεπές

Επιδίδοντάς του γενναιοδωρία , τιμή,
Κάποιος ίσως πει αγάπη. Ούτως ή άλλως , τώρα περπατώ
Επιφυλακτική( γιατί θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και σ` αυτό το μουντό, 
ερειπωμένο τοπίο)~ δύσπιστη
Παρόλ` αυτά συνετή, αγνοώντας

Πως ένας άγγελος ίσως διαλέξει να φεγγοβολήσει
Άξαφνα δίπλα μου. Γνωρίζω μόνο πως ένας κόρακας
Που τακτοποιεί τα μαύρα φτερά του μπορεί να λάμψει τόσο
Ώστε ν` αδράξει τις αισθήσεις μου, ν` ανασηκώσει
Τα βλέφαρά μου, και να μου παραχωρήσει

Μια σύντομη ανάπαυλα από το φόβο
Της απόλυτης ουδετερότητας. Με λίγη τύχη ,
Μοχθώντας επίμονα μέσα απ` αυτή την εποχή
Της κόπωσης,
Θα συρράψω ένα κάποιο κίβδηλο,
Περιεχόμενο. Τα θαύματα συμβαίνουν,
Αν σ` αρέσει να αποκαλείς αυτά τα σπασμωδικά
Τεχνάσματα ακτινοβολίας θάυματα. Η αναμονή άρχισε ξανά,
Η μακριά αναμονή για τον άγγελο,
Γι` αυτή τη σπάνια , τυχαία κάθοδο.

Sylvia and her parents

 AYΠΝΟΣ
Ο ουρανός της νύχτας είναι σαν ένα φύλλο καρμπόν,
Μπλε – μαύρο , με τις πυκνοσημαδεμένες περιοχές των αστεριών
Που αφήνουν το φως να περνά, από τρύπα σε τρύπα–
Ένα φως οστέινο, λευκό σαν θάνατος, πίσω από κάθε πράγμα.
Κάτω απ` τα μάτια των αστεριών και του φεγγαριού το δαχτυλίδι
Υπομένει την έρημο του προσκεφαλιού του, η αυπνία
Απλώνει την λεπτή , ερεθιστική της άμμο προς όλες τις κατευθύνσεις

Ξανά και ξανά , η παλιά , κοκκώδης ταινία
Προβάλλει ντροπές – τις βροχερές ημέρες
Της παιδικής ηλικίας και εφηβείας, κολλώδεις από όνειρα,
Γονικά πρόσωπα πάνω σε ψηλά εδρανα, εναλλάξ αυστηρά και βουρκωμένα,
Ένας κήπος άρρωστα τριαντάφυλλα που του έφερναν κλάμμα.
Το μέτωπό του ανώμαλο σαν τσουβάλι με πέτρες.
Οι αναμνήσεις σπρώχνονται να βγουν στην επιφάνια σαν ξεπερασμένοι σταρ του σινεμά

Έχει πια ανοσία στα χάπια : κόκκινα , μωβ, μπλε-
Πως φωτίζουν την πλήξη ενός απογεύματος που δε λέει να περάσει!
Αυτοί οι ζαχαρένιοι πλανήτες, που η επίδρασή τους κέρδισε γι` αυτόν
Μια ζωή βαπτισμένη στη μη ζωή για λίγο,
Και το γλυκό, ναρκωμένο ξύπνημα ενός επιλήσμονος βρέφους.
Τώρα τα χάπια είναι εξαντλημένα και ανόητα σαν κλασσικοί θεοί.
Τα χαζά νυσταλέα τους χρώματα δεν τον ωφελούν.

Το κεφάλι του είναι ένας μικρός χώρος από γκρίζους καθρέφτες.
Κάθε χειρονομία δραπετεύει ακαριαία σε ένα σοκκάκι
Από συρρικνούμενες προοπτικές και η σημασία του
Στραγγίζεται σα νερό έξω από την οπή στην άλλη άκρη.
Ζει εκτεθειμένος σε ένα ξεσκέπαστο δωμάτιο,
Οι γυμνές σχισμές των ματιών του πέτρωσαν ορθάνοιχτες
Στο ακατάπαυστο ασταποβόλο πετάρισμα των καταστάσεων.

Οληνυχτίς, στην γρανιτένια αυλή , αόρατες γάτες
Ούρλιαζαν σαν γυναίκες , ή σαν κατεστραμένα όργανα.
Μπορεί κιόλας να νιώσει το φως της μέρας , τη λευκή του αρρώστια,
Να ξεπροβάλλει έρποντας μ` ένα καπέλο γεμάτο ασήμαντες επαναλήψεις.
Η πόλη είναι ένας χάρτης με χαρούμενους σφυριχτές τώρα,
Και παντού άνθρωποι , με τα μάτια τους διάφανα –ασημί και άδεια,
Καλπάζουν προς τις δουλειές τους στη σειρά , λες κι έχουν πρόσφατα υποστεί πλύση εγκεφάλου.


ΕΡΩΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ
Δεν είναι εύκολο να εκφράσω την αλλαγή που επέφερες.
Αν είμαι τώρα ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε,
Αν και, όπως μια πέτρα , αυτό δεν μ` ενοχλούσε,
Να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια
Δεν είναι ότι μ` έσπρωξες απλά μια ίντσα, όχι—
Ούτε ότι μ` άφησες να στηλώσω το μικρό γυμνό μάτι μου
Στον ουρανό ξανά, χωρίς ελπίδα, φυσικά,
Κατανόησης της κυανότητας , ή των αστεριών

Δεν ήταν αυτό. Ας πούμε πως κοιμήθηκα : ένα φίδι
Κρυμμένο ανάμεσα σε μαύρους βράχους σαν μαύρος βράχος
Στον λευκό υατό του χειμώνα—
Όπως οι γείτονές μου, δε μπορώ να χαρώ
Με τα εκατομμύρια τέλεια σμιλευμένα
Μάγουλα που ανάβουν κάθε στιγμή για να λειώσουν
Το μάγουλό μου από βασάλτη. Τους πήραν τα κλάμματα,
Άγγελοι θρηνούντες πάνω από φύσεις βουβές,
Αλλά δε με έπεισαν. Εκείνα τα δάκρυα πάγωσαν.
Κάθε νεκρό κεφάλι είχε ένα προσωπείο πάγου.

Και συνέχισα να κοιμάμαι σαν λυγισμένο δάχτυλο.
Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν καθαρός αέρας
Και οι εγκλωβισμένες σταγόνες που ανέβαιναν ως πάχνη
Διαφανείς σαν πνεύματα. Πολλές πέτρες κείτονταν
Πυκνές και ανέκφραστες ένα γύρω.
Δεν ήξερα τι να υποθέσω.
Έλαμπα, με γυάλινα – λέπια, και ξεδιπλώθηκα
Να εκρεύσω απ` τον εαυτό μου , σαν υγρό
Ανάμεσα από πόδια πτηνών και φυτών μίσχους.
Δεν ξεγελάστηκα .Σε γνώρισα αμέσως.

Δέντρο και πέτρα έλαμπαν, δίχως σκιές.
Το ανάστημά μου έγινε διαυγές σαν γυαλί.
Άρχισα να μπουμπουκιάζω σαν Μαρτιάτικο κλαδί:
Ένα μπράτσο κι ένα πόδι, ένα μπράτσο , ένα πόδι.
Από πέτρα σε σύννεφο, έτσι ανυψώθηκα.
Τώρα μοιάζω με ένα είδος θεότητας
Πλέοντας στον αέρα μες την καμιζόλα της ψυχής μου
Καθαρή σαν ένα θραύσμα πάγου. Είναι ένα δώρο.


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/





Νίκος Καζαντζάκης (18 Φεβρουαρίου /2 Μαρτίου 1883 – 26 Οκτωβρίου 1957)

 

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, πρωτότοκος γιος του εμποροκτηματία Μιχάλη Καζαντζάκη. Είχε δυο αδερφούς και μια αδερφή που πέθανε σε νηπιακή ηλικία. Τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια ως το 1902, οπότε τέλειωσε το Γυμνάσιο, τα πέρασε στο Ηράκλειο με ενδιάμεσα σύντομα διαστήματα παραμονής στον Πειραιά (το 1889 - έναρξη της Κρητικής Επανάστασης- για έξι μήνες) και τη Νάξο (1897-1899 - ο Καζαντζάκης φοίτησε στην εκεί Γαλλική Εμπορική Σχολή). Το 1902 έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε το 1906 με άριστα. Το 1906 σημειώθηκαν και οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων του στο περιοδικό Πινακοθήκη με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβανή, με το οποίο εξέδωσε και το πρώτο βιβλίο του Όφις και Κρίνο, αφιερωμένο στη Γαλάτεια Αλεξίου. Τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Μασονική Στοά Αθηνών και έφυγε για σπουδές νομικής στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε και μαθήματα φιλοσοφίας με τον Ανρί Μπεργκσόν. Από το 1907 ως το 1909 έγραψε τα πρώτα θεατρικά του έργα (ανάμεσά τους τα Ξημερώνει [έπαινος στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα] , Φασγά, Ο Πρωτομάστορας [ βραβείο στο Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα]) ,το μυθιστόρημα Σπασμένες ψυχές, καθώς επίσης μελετήματα και δοκίμια, όλα δημοσιευμένα σε περιοδικά της εποχής (Νουμάς, Παναθήναια). Το 1909 εξέδωσε στο Ηράκλειο τη εναίσιμη επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Το 1910 εγκαταστάθηκε με τη Γαλάτεια στην Αθήνα την οποία παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο στο Ηράκλειο και πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ως το 1915 ασχολήθηκε με τη μετάφραση έργων των Μπεργκσόν, Πλάτωνα, Νίτσε, Μπύχνερ, Ντάρβιν και άλλων, στρατεύτηκε εθελοντικά στους βαλκανικούς πολέμους και υπηρέτησε στο γραφείο του Βενιζέλου, έγραψε πέντε αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο με τη Γαλάτεια Αλεξίου ( η οποία και τα υπέγραφε ) και γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό με τον οποίο ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος. Το καλοκαίρι του 1907 προσπάθησε χωρίς επιτυχία να αξιοποιήσει ένα λιγνιτωρυχείο στη Μάνη μαζί με το μεταλλωρύχο Γιώργη Ζορμπά και το φθινόπωρο ταξίδεψε στην Ελβετία, όπου είχε ερωτικό δεσμό με την Ελένη Λαμπρίδου. Το 1919 ανέλαβε δράση υπέρ του επαναπατρισμού των ελλήνων του Καυκάσου από τη θέση του γενικού διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως και συναντήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο Παρίσι. Τα τρία επόμενα χρόνια ταξίδεψε ανά την Ευρώπη και την Ελλάδα. Πήρε μέρος στο Συνέδριο των Αναμορφωτών της Παιδείας στο Βερολίνο και στο Συνέδριο Σεξουαλικής Παιδαγωγικής στη Δρέσδη, μελέτησε έργα του Φρόυντ, γνωρίστηκε με το Λεό Σεστώβ και έγραψε την Ασκητική. Το 1924, επιστρέφοντας στην Ελλάδα ταξίδεψε στην Ιταλία και γνωρίστηκε στην Αθήνα με την Ελένη Σαμίου. Από τον Οκτώβριο του 1925 ως το Φεβρουάριο του 1926 έμεινε στη Ρωσία ως απεσταλμένος της εφημερίδας Ελεύθερος Λόγος. Ακολούθησαν δυο ακόμη ταξίδια του στη Ρωσία, ένα στα τέλη του 1927 μετά από πρόσκληση της Σοβιετικής Κυβέρνησης και ένα από τον Απρίλη του 1928 ως τον Απρίλη του 1929, ενώ με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα επισκέφτηκε επίσης την Ιταλία και την Ισπανία (1926, 1932-1933, 1936-1937, 1950), την Αίγυπτο και το Σινά (1927). Το 1926 πήρε διαζύγιο από τη Γαλάτεια και ταξίδεψε με την Ελένη στην Παλαιστίνη και την Κύπρο. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στο περιοδικό Αναγέννηση το πρώτο δείγμα από την Οδύσσεια, που ολοκλήρωσε σε πρώτη γραφή το 1927 στην Αίγινα και εξέδωσε μόλις το Δεκέμβρη του 1938, μετά από εφτά συνολικά γραφές. Το 1928 διώχτηκε δικαστικά με αφορμή τη διοργάνωση συγκέντρωσης για τη Σοβιετική Ένωση μαζί με τον ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι στο αθηναϊκό θέατρο Αλάμπρα και κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού ταξιδιού του στη Ρωσία συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Τον ίδιο χρόνο έγινε γνωστός στη Γαλλία μέσα από ένα άρθρο του Ιστράτι στο περιοδικό Monde . Η σχέση του Καζαντζάκη με τον Ιστράτι διακόπηκε το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου στη Σοβιετική Ένωση. Συνέχισε να ταξιδεύει με την Ελένη στη Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία, την Κίνα και την Αγγλία με ενδιάμεσες επιστροφές στην Αίγινα (1943-1944) και την Αθήνα (1945 - ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση, υπέβαλε υποψηφιότητα στην Ακαδημία Αθηνών, διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη και παντρεύτηκε την Ελένη) και το 1946 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, αρχικά στο Παρίσι (λογοτεχνικός σύμβουλος στην έδρα της Ουνέσκο) και στη συνέχεια στην Αντίμπ, από όπου ταξίδεψε στην Ευρώπη. Τον ίδιο χρόνο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας από κοινού με τον Άγγελο Σικελιανό. Στο διάστημα 1928-1944 εξέδωσε μεταξύ άλλων έργων τα Τόντα Ράμπα, Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας, Τερτσίνες, μια μετάφραση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη και μια του Φάουστ Α΄ του Γκαίτε, το Βραχόκηπο, την τραγωδία Μέλισσα, καθώς και αναμνήσεις από τα ταξίδια του. Στη Γαλλία έγραψε τις Αδερφοφάδες και τον Καπετάν Μιχάλη και το 1953 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, το οποίο κίνησε τις αντιδράσεις της ελληνικής Εκκλησίας και του Βατικανού. Την ίδια χρονιά νοσηλεύτηκε στο Παρίσι λόγω ανωμαλίας της λέμφου. Το 1954 το μυθιστόρημα Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά τιμήθηκε με το βραβείο του καλύτερου ξενόγλωσσου βιβλίου στη Γαλλία. Το 1955 ταξίδεψε στην Αλσατία και συναντήθηκε με τον Άλμπερτ Σβάιτσερ και στο Λουγκάνο. Εκεί ξεκίνησε να γράφει την Αναφορά στο Γκρέκο, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Το καλοκαίρι του 1956 το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη παρέστησε με επιτυχία τη θεατρική διασκευή του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και το 1957 προβλήθηκε στις Κάννες το, επίσης βασισμένο στο προηγούμενο έργο, φιλμ του Ζυλ Ντασσέν, Εκείνος που πρέπει να πεθάνει. Ο Καζαντζάκης ήταν παρών στην πρεμιέρα. Το καλοκαίρι ταξίδεψε στην Κίνα και κατά την επιστροφή μέσω Ιαπωνίας εμβολιάστηκε με αποτέλεσμα να προσβληθεί από γάγγραινα. Νοσηλεύτηκε αρχικά στην Κοπεγχάγη και στη συνέχεια στο Φράιμπουργκ, όπου προσβλήθηκε από Ασιατική γρίπη και πέθανε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων χρόνων. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και ενταφιάστηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, κοντά στο ενετικό κάστρο της πόλης.


1. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Πρεβελάκης Παντελής, Νίκος Καζαντζάκης· Συμβολή στη χρονογραφία του βίου του. Αθήνα, 1960, Πρεβελάκης Παντελής, «Καζαντζάκης Νίκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, «Νίκος Καζαντζάκης», Το χρονικό μιας δημιουργίας · Ανέκδοτη αλληλογραφία Καζαντζάκη - Μαρτινού · Επιμέλεια Γιώργος Ανεμογιάννης, σ.115-121. Βάρβαροι Κρήτης, έκδοση μουσείου Νίκου Καζαντζάκη, 1986, Πλάκας Δημήτρης, «Χρονολόγιο Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957)», Διαβάζω190, 27/4/1988, σ.26-33, Ζήρας Αλέξης, «Νίκος Καζαντζάκης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Δ΄, σ.126-171. Αθήνα, Σοκόλης, 1992, και Πάτροκλος Στάυρου, «Νίκος Καζαντζάκης• 883-1957», Ελίτροχος15, Καλοκαίρι 1998, σ.9-19.



Εργογραφία


(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1



Ι.Πεζογραφία
• Κάρμα Νιρβανή, Όφις και Κρίνο. Αθήνα, 1906.
• Τόντα Ράμπα. Αθήνα, Δίφρος, 1956. (μετάφραση από τα γαλλικά Γιάννη Μαγκλή)
• Le jardin des Rochers. 1939. (και σε μετάφραση Παντελή Πρεβελάκη με τίτλο Ο Βραχόκηπος. Αθήνα, Εστία, 1960.
• Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Αθήνα, Δημητράκος, 1946.
• Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Αθήνα, Δίφρος, 1954.
• Οι Αδερφοφάδες. Αθήνα, 1963.
• Ο Καπετάν Μιχάλης. Αθήνα, Μαυρίδης, 1953.
• Ο τελευταίος πειρασμός. Αθήνα, Δίφρος, 1955.
• Ο Φτωχούλης του θεού. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
• Αναφορά στο Γκρέκο. Αθήνα, χ.ε., 1961.
ΙΙ.Δοκίμια
• Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Ηράκλειο, Στ.Μ.Αλεξίου, 1909.
• H.Bergson . Αθήνα, τυπ.Μαίσνερ και Καργαδούρη, 1912.
• Salvatores Dei· Ασκητική. Αθήνα, 1927.
• Ιστορία της Ρώσικης λογοτεχνίαςΑ΄. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1930.
• Ιστορία της Ρώσικης λογοτεχνίαςΒ΄. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1930.
• Συμπόσιο. Αθήνα, Ελένη Καζαντζάκη, 1971.
ΙΙΙ.Θέατρο
• Πέτρος Ψειλορείτης, Ο Πρωτομάστορας. Αθήνα, έκδοση των Παναθηναίων, 1910.
• Νικηφόρος Φωκάς. Αθήνα, Στοχαστής,1927.
• Χριστός. Αθήνα, Στοχαστής, 1928.
• Οδυσσέας. Αθήνα, Στοχαστής, 1928.
• Νικηφόρος Φωκάς. Αθήνα, Πυρσός, 1939.
• Μέλισσα. Αθήνα, 1939. (ανατύπωση από τη Νέα Εστία)
• Ιουλιανός. Αθήνα, Ο Πιγκουίνος, 1945.
• Ο Καποδίστριας. Αθήνα, Νικ.Αλικιώτης, 1946.
• Σόδομα και Γόμορα. Αθήνα, 1949. (ανάτυπο από τη Νέα Εστιά)
ΙV. Ταξιδιωτική λογοτεχνία
• Τι είδα στη ΡουσίαΑ΄. Αθήνα, Στοχαστής, 1928.
• Τι είδα στη ΡουσίαΒ΄ - Γ΄. Αθήνα, Στοχαστής, 1928.
• ΤαξιδεύονταςΑ΄ · Ισπανία. Αθήνα, Πυρσός, 1956.
• ΤαξιδεύονταςΒ΄ · Ιαπωνία - Κίνα. Αθήνα, Πυρσός, 1938.
• ΤαξιδεύονταςΓ΄ · Αγγλία. Αθήνα, Πυρσός, 1941.
• Ταξιδεύοντας· Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά. Αλεξάνδρεια, εκδ. βιβλιοπωλείου Σεράπειον, 1927.
• Ταξιδεύοντας· Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, Κύπρος. Αθήνα, O Μοριάς, 1961.
V. Ποίηση
• Οδύσσεια. Αθήνα, Πυρσός, 1938.
• Τερτσίνες. Αθήνα, 1960.
VΙ. Αλληλογραφία
• Επιστολές προς τη Γαλάτεια. Αθήνα, Δίφρος, 1958.
• Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη. Αθήνα, Ελένη Καζαντζάκη, 1984.
• Ανέκδοτες επιστολές Καζαντζάκη · Από τα νεανικά έως τα ώριμά του χρόνια (1902-1956)· Με πρόλογο και σχόλια του Μηνά Δημάκη. Αθήνα, έκδοση του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη, 1979.
• Το χρονικό μιας δημιουργίας · Ανέκδοτη αλληλογραφία Καζαντζάκη - Μαρτινού · Επιμέλεια Γιώργος Ανεμογιάννης. Βάρβαροι Κρήτης, έκδοση μουσείου Νίκου Καζαντζάκη, 1986.
VΙΙ. Παιδική λογοτεχνία
• Μέγας Αλέξανδρος. Αθήνα, Ελένη Καζαντζάκη, 1979.
• Στα παλάτια της Κνωσσού. Αθήνα, Ελένη Καζαντζάκη, 1981.
VIIΙ. Μεταφράσεις
• William James , Η θεωρία της Συγκινήσεως. Αθήνα, Φέξης, 1911.
• Φρειδερίκου Νίτσε, Η γέννησις της τραγωδίας. Αθήνα, Φέξης, 1912.
• Φρειδερίκου Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρας. Αθήνα, Φέξης, 1913.
• T.P. Eckermann, Συνομιλίαι Έκκερμανν με τον Γκαίτε. Αθήνα, Φέξης, 1913.
• C.A. Laisant, Η Αγωγή επί τη βάσει της επιστήμης. Αθήνα, Φέξης, 1913.
• Μ.Μαίτερλιγκ, Ο θησαυρός των ταπεινών. Αθήνα, Φέξης, 1913.
• Ch. Darwin, Περί της γενέσεως των ειδών. Αθήνα, Φέξης, 1915.
• Louis Bόchner , Δύναμις και Ύλη. Αθήνα, Φέξης, 1915
• H. Bergson, Το γέλιο. Αθήνα, Φέξης, 1915.
• Ο Ηγεμόνας του Νικολό Μακιαβέλλι. Αθήνα, Γαλαξίας, 1961.
• Johanes Joergensen, Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης. Αθήνα, 1951.
• Πλάτων, Αλκιβιάδης δεύτερος. Αθήνα, Φέξης, 1912.
• Πλάτων, Ίων, Μίνως, Δημόδοκος, Σίσυφος, Κλειτοφών. Αθήνα, Φέξης, χ.χ.
• Όμηρος, Ιλιάδα. Αθήνα, 1955 (μετάφραση Ν.Καζαντζάκη - Ι.Θ.Κακριδή).
• Όμηρος, Οδύσσεια. Αθήνα, 1965 (μετάφραση Ν.Καζαντζάκη - Ι.Θ.Κακριδή).
• Δάντης, Η θεία Κωμωδία. Αθήνα, Κύκλος, 1934.
ΙΧ. Διασκευές
• Ιούλίος Βερν, Οι πειραταί του Αιγαίου. Αθήνα,Δημητράκος, 1931.
• Ιούλιος Βερν, Περιπέτειες Κινέζου στην Κίνα. Αθήνα, Δημητράκος, 1931.
• Ιούλιος Βερν, Η χώρα των αδαμάντων. Αθήνα, Δημητράκος, 1931.
• Ιούλιος Βερν, Ο γύρος του κόσμου εις 80 μέρες. Αθήνα, Δημητράκος, 1931.
• Ιούλιος Βερν, Η πλωτή πολιτεία. Αθήνα, Δημητράκος, 1942.
• Ιούλιος Βερν, Από τον Καύκασο στο Πεκίνο. Αθήνα, Δημητράκος, 1942.
• Ιούλιος Βερν, Μιχαήλ Στρογκώφ. Αθήνα, Δημητράκος, 1942.
• Ιούλιος Βερν, Ροβήρος ο κατακτητής. Αθήνα, Δημητράκος, 1943.
• Μπούλβερ - Λύττων, Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1933.
• Μαίην Ρυντ, Οι νέοι Ροβινσώνες. Αθήνα, Νίκας και Σία, χ.χ.
• Μπήτσερ Στόου, Το καλύβι του Μπαρμπα Θωμά. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 193;
• Μπόνσελς, Μάγια η Μέλισσα. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1931.
• Ντίκενς, Όλιβερ Τουίστ. Αθήνα, Ελευθερουδάκης [1933].
• Ντωντέ, Το μικρούλικο. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 193;
• Σουίφτ, Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 193;
• Γκοπάλ - Μουκέρι, Ο ελέφας Καρί. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, [1931].
Χ. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Θέατρο· Τραγωδίες με βυζαντινά θέματα. Αθήνα, Δίφρος, 1956.
• Θέατρο· Τραγωδίες με διάφορα θέματα. Αθήνα, Δίφρος, 1956.
• Ανέκδοτες επιστολές· Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει… Επιμέλεια – Εισαγωγή – Σχόλια Θανάσης Παπαθανασόπουλος. Βάρβαροι Ηρακλείου, έκδοση ιδρύματος Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, χ.χ.
1. Για εκτενέστερα βιβλιογραφικά στοιχεία βλ. Κατσίμπαλης Κ.Γ., Βιβλιογραφία Ν.ΚαζαντζάκηΑ’ 1906-1948. Αθήνα, 1958 και Καλαμαράς Βασίλης Κ., « Νίκου Καζαντζάκη», Διαβάζω190, 27/4/1988, σ.99-105.





 30 από τις γνωστότερες φράσεις-αποφθέγματα του Νίκου Καζαντζάκη:

«Ξέρω τώρα. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λέφτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο» 

«Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε»

«Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά»

«Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν' αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα»

«Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις – το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα 'ναι πολύ αργά»

«Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος»

«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή»

«Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ…»

«Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα»

«Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;»

«Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα»

«Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα»

«Η Κρήτη δεν θέλει νοικοκυραίους, θέλει κουζουλούς. Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη»

«Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: "Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;". Πολέμα!»

«Νίκησα; Νικήθηκα; Τούτο μόνο ξέρω: Είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος»

«Αν μπορείς, κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει»

«Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει»

«Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο»

«Κάθε Έλληνας που δεν παίρνει, ας είναι και μια φορά στη ζωή του, μια γενναία απόφαση, προδίνει τη ράτσα του»

«Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό»

«Σα δεν φτάσει ο άνθρωπος στην άκρη του γκρεμού, δεν βγάζει στην πλάτη του φτερούγες να πετάξει»

«Θεός δεν είναι; Ό,τι του καπνίσει κάνει. Αν δεν μπορούσε να κάμει αδικίες, τι παντοδύναμος θα ’ταν;»

«Ο,τι επιθυμείς να το φωνάζεις δυνατά, αγρίμι να γίνεσαι. Δεν ταιριάζει η μετριότητα με τη λαχτάρα»

«Η ζωή όλη είναι μια φασαρία. Μόνο ο θάνατος δεν είναι. Η ζωή είναι όταν λύνεις το ζωνάρι σου και ζητάς φασαρίες»

«Φτάσε όπου δεν μπορείς!»

«Δεν υπάρχει βαρύτερη τιμωρία από τούτη: Να απαντάς στην κακία με καλοσύνη»

«Το μεγαλύτερο ταξίδι μας το κάνουμε με την ψυχή μας»

«Αξιοπρέπεια δεν είναι στο να κατέχω τιμές, αλλά στο να τις αξίζω»

«Ποιο είναι πάνω από τα λόγια; Η πράξη. Ποιο είναι πάνω από την πράξη; Η σιωπή»

«Μπόρα είναι μαθές η ζωή, θα περάσει»



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 


i.Ο Βραχόκηπος

Από τους τρεις δρόμους, ω ψυχή μου, που αρμενίζεις ανάμεσα στις Σειρήνες, από τους τρεις δρόμους, ω ψυχή μου:
να παραδοθείς ολόβολη στις χαρές της γης και να σαπίσεις·
ν’ απαρνηθείς κάθε χαρά και να πεθάνεις μέσα σε μύρο αγιότητας·
ο τρίτος δρόμος, ο δρόμος του Οδυσσέα, του αχόρταστου και πανούργου, παραμένει ακόμα ο καλύτερος! http://www.snhell.gr/

ii.Αναφορά στον Γκρέκο

Tι ευτυχία να μπορούσε ο Έλληνας να σεριανίζει στην Ελλάδα χωρίς ν’ ακούει φωνές, θυμωμένες, αυστηρές, από τα χώματα! Για έναν Έλληνα όμως το ταξίδι στην Ελλάδα καταντάει γοητευτικό κι εξαντλητικό μαρτύριο. Στέκεσαι σε μια πατημασιά ελληνικής γης και σε κυριεύει αγωνία: Μνήμα βαθύ, πατωσιές πατωσιές οι νεκροί, κι ανεβαίνουν παράταιρες φωνές και σε κράζουν, γιατί ό, τι μένει από το νεκρό, αθάνατο, είναι η φωνή του. Ποια απ’ όλες τις φωνές να διαλέξεις; Κάθε φωνή και ψυχή, κάθε ψυχή λαχταρίζει ένα σώμα δικό της, κι η καρδιά σου ακούει, ταράζεται και διστάζει να πάρει απόφαση, γιατί συχνά οι πιο αγαπημένες ψυχές δεν είναι πάντα κι οι πιο άξιες.
Όταν ένας Έλληνας ταξιδεύει στην Ελλάδα, το ταξίδι του μοιραία μετατρέπεται σ’ επίπονη αναζήτηση του χρέους. Πώς να γίνουμε κι εμείς άξιοι των προγόνων, πώς να τη συνεχίσουμε, χωρίς να την ντροπιάσουμε, την παράδοση της ράτσας μας; Μια αυστηρή ασίγαστη ευθύνη βαραίνει τους ώμους σου, βαραίνει τους ώμους όλων των ζωντανών Ελλήνων. Ακαταμάχητη μαγική δύναμη έχει το όνομα. Όποιος γεννήθηκε στην Ελλάδα έχει το χρέος να συνεχίσει τον αιώνιο ελληνικό θρύλο.
Ένα ελληνικό τοπίο δε δίνει σ’ εμάς τους Έλληνες μιαν αφιλόκερδη ανατριχίλα ωραιότητας. Έχει ένα όνομα το τοπίο – το λένε Μαραθώνα, Σαλαμίνα, Ολυμπία, Θερμοπύλες, Μυστρά – συνδέεται με μιαν ανάμνηση, εδώ ντροπιαστήκαμε, εκεί δοξαστήκαμε, και μονομιάς το τοπίο μετουσιώνεται σε πολυδάκρυτη, πολυπλάνητη ιστορία. Κι όλη η ψυχή του Έλληνα προσκυνητή αναστατώνεται. Το κάθε ελληνικό τοπίο είναι τόσο ποτισμένο από ευτυχίες και δυστυχίες με παγκόσμιο αντίχτυπο, τόσο γεμάτο ανθρώπινο αγώνα, που υψώνεται σε μάθημα αυστηρό και δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Γίνεται κραυγή, και χρέος έχεις να την ακούσεις.
Αληθινά τραγική είναι η θέση της Ελλάδας. Βαριά πολύ η ευθύνη του σημερινού Έλληνα. Απιθώνει στους ώμους μας επικίνδυνο, δυσκολοεκτέλεστο χρέος. Καινούριες δυνάμεις ανεβαίνουν από την Ανατολή, καινούριες από τη Δύση, κι η Ελλάδα, ανάμεσα πάντα στις δυο συγκρουόμενες ορμές, γίνεται πάλι στρόβιλος.

Η Δύση, ακολουθώντας την παράδοση της λογικής και της έρευνας, ορμάει να καταχτήσει τον κόσμο, κι η Ελλάδα, ανάμεσά τους, γεωγραφικό και ψυχικό σταυροδρόμι του κόσμου, χρέος έχει πάλι να φιλιώσει τις δυο τούτες τεράστιες ορμές, βρίσκοντας τη σύνθεση. Θα μπορέσει;
Ιερή, πικρότατη μοίρα. Το τέλος της περιοδείας μου στην Ελλάδα γέμισε τραγικά αναπάντητα ρωτήματα. Από την ομορφιά φτάσαμε στις σύγχρονες αγωνίες και στο σημερινό χρέος της Ελλάδας. Ένας ζωντανός άνθρωπος σήμερα που νοεί κι αγαπάει κι αγωνίζεται δεν μπορεί να σεριανίζει πια και να χαίρεται αμέριμνα την ωραιότητα. Σήμερα η αγωνία μεταδίδεται σαν πυρκαγιά, και καμιά πυρασφαλιστική εταιρεία δεν μπορεί να σε ασφαλίσει. Αγωνίζεσαι και καίγεσαι μαζί με όλη την ανθρωπότητα. Κι απάνω απ’ όλους αγωνίζεται και καίγεται η Ελλάδα, αυτή είναι η μοίρα της.
Έκλεισε ο κύκλος. Γέμισαν τα μάτια μου Ελλάδα. Ωρίμασε, μου φαίνεται, μέσα στους τρεις μήνες αυτούς ο νους. Ποια είναι τα πιο πολύτιμα λάφυρα της πνευματικής μου ετούτης εκστρατείας; Τούτα θαρρώ: Είδα καθαρότερα την ιστορική αποστολή της Ελλάδας ανάμεσα Ανατολής και Δύσης. Είδα πως ο ανώτατος άθλος της είναι όχι η ομορφιά παρά ο αγώνας για την ελευθερία. Ένιωσα βαθύτερα την τραγική μοίρα της Ελλάδας και πόσο βαρύ το χρέος του Έλληνα. Θαρρώ, ευτύς μετά το προσκύνημά μου στην Ελλάδα, ήμουν ώριμος να μπω στην αντρική ηλικία. Και δεν ήταν η Ομορφιά που πήγαινε μπροστά και μ’ έμπαζε στον αντρωνίτη. Ήταν η Ευθύνη.
Τον πικρό αυτό καρπό κρατούσα όταν γύρισα, ύστερα από την τρίμηνη πορεία, και μπήκα στο πατρικό σπίτι.

ii.Ασκητική

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.

Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.
[...]

Η ΣΙΓΗ

Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»

Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.

Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει· τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.

Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.

Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τί νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.

Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.

Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.

Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.

Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοι και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:

Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής· δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!

Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αιωνιότητα, το κάθε σημείο — θες έντομο, θες άστρο, θες Ιδέα· γίνεται χορός.

Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!

Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατί είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.

Σιγή θα πει: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας· πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει· ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.

Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.

Είναι πια η άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!

Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους· καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.

Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.

Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.

Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:

ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ’ ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ’ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ· ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.

«ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΚΟΥΩ.

ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.»

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.»

ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!
ΤΕΛΟΣ

[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική. Salvatores Dei, χ.ε.ο., Αθήνα 1962, σ. 9-10 & 91-95]



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/