Νικηφόρος Βρεττάκος - Περιφρόνηση
Και τις αχτίδες σου, ήλιε, θα σ’ τις επιστρέψω.
Στου σύμπαντος τον οργασμό θα ζεσταθώ,
θα ‘χω εξοφλήσει πια στη γη κάθε μισθό –
και τις αχτίδες σου θα σου τις επιστρέψω.
Τίποτα λογαριάζω πως δεν σου χρωστώ.
Μέσα στον τάφο μου το σώμα θ’ αντιστρέψω
και τις αχτίδες σου θα σου τις επιστρέψω,
στη σκληρή πλάκα μου διαθλώντας σου το φως.
Από τη συλλογή Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων (1933) του Νικηφόρου Βρεττάκου
Νικηφόρος Βρεττάκος - Ο χορός του κορυδαλλού
Μου βάσταξες τις σκαλωσιές του ήλιου
– ώσπου αναλήφθηκα.
Είδα τον κόσμο από το ύψος του τελευταίου φωτός.
Είσαι συ, που με βοήθησες ν' ανακαλύψω λοιπόν
πως ο κ ό σ μ ο ς... γυρίζει έξω απ' τη νύχτα.
Πως ο ά ν θ ρ ω π ο ς είναι ένα σύστημα ήλιου.
Πως όλα τα κύτταρά μου είναι λίμνες...
που αναδίνουνε Φως.
Κι είσαι συ που με βοήθησες
ν' ανακαλύψω πως τ' αστέρια είναι πεντάγραμμα,
πως τ' αυτιά δεν ακούν, πως δε νιώθουν τα δάχτυλα
τη μωβ απόχρωση της πέτρας όταν δύει ο ήλιος.
Και πως ο Ή λ ι ο ς αυτός...
είναι ο Μέγας ε ξ ο υ σ ι ο δ ο τ η μ έ ν ο ς
του στερεώματος,
να 'ναι ο πανταχού παρών – σ' όλα τα βάθη του.
(απόσπασμα)
[…]
αντιστροφή
(the love of liberty brought us here)
τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad
(απόσπασμα)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
από την άκρη των ακρώ
κατηφοράει στο Ταίναρο
Φωτιά “ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πιρούνι του.
[…]
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
λίγο το στόμα του άνοιξε
κι ευθύς εμύρισε άνοιξη
Τα δέντρα κελαηδήσανε
τα ζωντανά σουνίσανε
κι οι άνεμοι χρωματιστούς
γεμίσανε χαρταετούς.
Ο ΗΛΙΟΣ
Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω
παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ
Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι
πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι
Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι
βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι
Στα χώματα όπου η ρίζα μ” αφουκράστηκε
γύρισε τ” άνθος κι από μένα πιάστηκε
Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά
το γιατρικό που σώζει κι όλ” η ομορφιά
Το φως όπου σηκώνω και τον έρωτα έννοια σας
Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα
του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ” άπλυτα
κι όσον περνώ στα μακρινά τα Τάρταρα
Τυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούς
τ” αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους
Τ” αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη
που “δωσε το σκοτάδι φως για να το πιει
Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου
Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου
Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται
Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε
Σ” ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό
σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο
Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση
όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση
Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή
δώσε την περηφάνια πάρε την οργή
Σ” όλα τα σπίτια σ” όλα τα παράθυρα
δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα
Σ” ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί
νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι
Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα
πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά
Ν” αρχίσει το τραγούδι ν” ανεβεί ο καημός
να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός
Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νται»
όλα του κόσμου τ” άδικα ξε-χά-νο-νται.
Πίνοντας ήλιο κορινθιακό
Διαβάζοντας τα μάρμαρα
Δρασκελίζοντας* αμπέλια θάλασσες
Σημαδεύοντας με το καμάκι
Ένα τάμα* ψάρι που γλιστρά
Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει*
Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται
Ν' ανοίγει.
Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε* τη γύρη της καλοκαιριάς
Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου
Φεύγω με μια ματιά
Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται
Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.
Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά
στον αιθέρα στέκει να και στη θάλασσα μόνη της!
Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός και δικού της μήτε αγάπη μια
μόνο πένθος αχ παντού και το φως ανελέητο!
Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό τα γυρίζω πίσω απ’ τον Καιρό
τους παλιούς φίλους καλώ με φοβέρες και μ’ αίματα!
Μα ’χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί
και στον έναν ο άλλος μπαίνουν εναντίον οι άνεμοι!
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!
«Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.
A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.
Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί•
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά• όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε•
κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.
Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι•
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.
…Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
για μια εβδομάδα μόνο … Aλλοίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.»
(από το ποίημα «Κατέβηκε τη φύση κι ανέβηκε την πράξη»)
Ο ήλιος είναι διχασμός και πόλεμος, είναι κ’ εχθρός των άστρων
είναι σα γέροντας με τη φωτιά γενειάδα χωρίς άνεμο
και στον ουράνιο αγρό πηγάδι για τις φλόγες
έρωτας στην ανατολή κι αγάπη προς τη δύση
το αίμα που τον απειλεί χάνεται στο σκοτάδι.
Σπαραγμένη μέρα σαν τον Πενθέα σαν τα σφάγια
τι να τον κάνουμε τον ήλιο μέσ’ στο αίμα
και τα χαράματα γιατί μονάχος να τ’ αποστηθίσω;
Φτωχά και τρίφτωχα μάτια
γυρεύω τον Πατέρα πέρ’ απ’ το φωστήρα
και δεν έχει μάτια κανένας
ούτε τα δέντρα που ’ναι πιο σοφά κι απορεμένα
φωνάζω στις γάτες ο Πόνος φωνάζω στα σκυλιά
μήπως εκείνα βλέπουν τίποτα
κι όλα τα ζώα που σύντυχα βαθιά τα ρώτησα μήπως εκείνα
κι όταν ένα ελάτι βουνίσιο αγριεύει στο ψήλος θα τυφλώνεται
και πάλι ο ήλιος περιγελαστής αόμματος με το μπαστούνι μαύρο
ή τραπεζίτης του πυρός μιλώντας τη γλώσσα μας
ο φωτοδότης και κάτοχος του χρυσίου.
(Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Α’, Ίκαρος)
Νίκος Καρούζος - Εκέκραξα
Ήλιε πατρίδα μεγάλη
εσύ ο πλωτός Όνειρος και των πτηνών ευτυχία
των δεινών ο ασσύριος
και στην έρημη γη το μεθυσμένο χόρτο
δράστης της ωραιότητας ο ποιητής.
Τα πάθη μʼ έχουν εύρει στην καρδιά
μέρες και νύχτες είμαι ο σωματικός που λιώνει
σε λαμπερά ποτάμια σε μαύρες φωνές
αγγίζοντας την ηλιόλουστη Ελένη
και μʼ ενʼ αγγελικό σπαθί
τον άρτο της χαράς έχω μοιράσει.
Εδώ είναι σκοτάδι κι όνειρο βαθύ
πέρα της άλλης νύχτας τα μαλάματα.
«Ο ήλιος ψηλότερα θ’ ανέβει σήμερα που ‘ναι Κυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει μια θημωνιά στο λόφο εκεί…
Τώρα καμπάνες που χτυπάνε είναι ο θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε και μεγαλώνει ο ουρανός.
Άσε τον κόσμο στη χαρά του κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό, ένα τραγούδι του θανάτου.»
«Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,
ο ήλιος που δένει τους καρπούς,
που σφίγγει το στάρι μες στα στάχια,
που ακονίζει τον αθέρα του σίδερου,
έπλασε και το έκπαγλο κορμί σου και τα πάμφωτα μάτια σου,
έπλασε και το στόμα σου με το νερένιο χαμόγελο.
Σκοτεινός, νυχτερινός ο ήλιος νανουρίζεται στους βοστρύχους
της αράπικης χαίτης σου, όταν ανοίγεις εσύ την αγκάλη σου.
Παίζεις με τον ήλιο σα να είναι ρυάκι που κυλάει
κι εκείνος σου αφήνει στα μάτια σου δυο σκούρους νερόλακκους.
Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,
τίποτα εδώ δεν με οδηγεί κοντά σου.
Σα πάντα σου με διώχνουνε μακριά, σαν σε καταμεσήμερο.
Είσαι η αλλοπαρμένη νιότη της μέλισσας.
η μέθη των κυμάτων, η ρώμη του καρπισμένου σταχιού.
Η έρημη καρδιά μου σ’ αναζητάει, χωρίς βαρκούλα και πανί.
το αγαπάω εγώ το έκπαγλο σώμα σου,
τη γλυκιά, την απαλή φωνή σου.
Σαρακηνή μου πεταλούδα εσύ, θωπευτική και άτρεπτη
σαν τα γεννήματα και σαν τον ήλιο, σαν παπαρούνα και σα νερό.»
άνασσα των φιδιών, σχισμή στον βράχο,
στήλη του ατμού, πηγή μέσ' απ' την πέτρα,
αυλή του φεγγαριού, αετοράχη,
σπέρμα γλυκάνισου, θανάτου αγκάθι
ελάχιστο που δίνει αθάνατα άλγη,
ποιμένισσα κοιλάδων υποβρύχιων,
επόπτρια μες στην κοιλάδα του Άδη,
λιάνα πιασμένη απ' τους γκρεμούς του ιλίγγου,
φυτό που αναρριχάται όλο φαρμάκι,
λουλούδι ανάστασης, ζωής σταφύλι,
κυρά της αστραπής και της φλογέρας,
βραγιά των γιασεμιών, στο τραύμα αλάτι,
μπουκέτο ρόδα στον τουφεκισμένο,
σελήνη της αγχόνης, χιόνι Αυγούστου,
γραφή θαλάσσης πάνω στον βασάλτη,
πάνω στην έρημο η γραφή του ανέμου,
μια διαθήκη του ήλιου, ρόδι, στάχυ,
όψη καμένη, καταφαγωμένη,
όψη εφηβική, κατατρεγμένη,
χρόνια φαντάσματα, κύκλιες ημέρες
που σ' ίδια αυλή οδηγούν, στον ίδιο τοίχο,
καίει η στιγμή, κι είναι μια όψη μόνο
οι όψεις οι διαδοχικές της φλόγας,
ένα όνομα όλα τα ονόματα είναι,
όλα τα πρόσωπα είναι ένα μόνο,
μονάχα μια στιγμή όλοι οι αιώνες,
και πάντα στους αιώνες των αιώνων
θα φράζουν του αύριο την οδό δυο μάτια,
μετάφραση-επίμετρο Κώστας Κουτσουρέλης
Μπρος στης φάμπρικας την πύλη
ο εργάτης άξαφνα σταματά
τον τράβηξε η καλοκαιριά απ’ το μανίκι
κι όπως γυρνάει
και κοιτάει τον ήλιο
ολοκόκκινο ολοστρόγγυλο
χαμογελώντας στο μολυβένιο του ουρανό
του κλείνει φιλικά
το μάτι
Λοιπόν σύντροφε Ήλιε
δε σου φαίνεται
ηλίθιο
τέτοια μέρα να τη δίνεις
στ΄ αφεντικό;