Ο Τάσος Αθανασιάδης γεννήθηκε στο Σαλιχλί της Μικράς Ασίας, γιος του επιχειρηματία Μιχαήλ Αθανασιάδη, που πέθανε όταν ο συγγραφέας ήταν ακόμη παιδί, και της Ανθής Παναγιωτοπούλου. Είχε τρεις μεγαλύτερες αδελφές. Μετά την καταστροφή του 1922 η μητέρα με τα τέσσερα παιδιά της εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου ο Τάσος σπούδασε νομικά, εργάστηκε για λίγα χρόνια ως δικηγόρος και ζει ως σήμερα. Παντρεύτηκε τη φιλόλογο Μαρία Δημητροπούλου Διετέλεσε διευθυντής γραμματείας, δραματολογίου, προσωπικού και γενικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, καθώς επίσης προϊστάμενος καλλιτεχνικού προγραμματισμού του οργανισμού των ελληνικών κρατικών θεάτρων, θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1972. Ταξίδεψε στην Ιαπωνία, την Ινδία, την Τουρκία, τη δυτική και κεντρική Ευρώπη, τον Καναδά και τις Η.Π.Α. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας (1955 για το Ο Ντοστογιέβσκι από το κάτεργο στο πάθος και 1963 για τον Αλβέρτο Σβάιτσερ), το βραβείο πεζογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (1959-1961 για τους Πανθέους), το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος (1969 για την Αίθουσα του θρόνου και 1978 για τους Τελευταίους εγγονούς), το Έπαθλο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1975 για τους Φρουρούς της Αχαΐας), το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας και ειρήνης Ιπεκτσί (1989 για τα Παιδιά της Νιόβης), το αργυρούν μετάλλιο του ιδρύματος της Γαλλικής Ακαδημίας Τέχνες-Επιστήμες-Γράμματα και το βραβείο Χέρντερ (1997). Από το 1986 είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ διετέλεσε επίσης ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα, πρόεδρος της επιτροπής κρατικών λογοτεχνικών βραβείων (1979-1980), της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Με τη λογοτεχνία άρχισε να ασχολείται από μαθητική ηλικία με δημοσιεύσεις διηγημάτων σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, τα Ελληνικά, η Πρωτοπορία και άλλα. Την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα γράμματα πραγματοποίησε το 1936 με τη δημοσίευση μιας μελέτης του για το Φώτο Πολίτη, την οποία διάβασε στην Αρχαιολογική Εταιρεία. Το 1943 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Θαλασσινοί προσκυνητές και ένα χρόνο αργότερα τη μυθιστορηματική βιογραφία Ταξίδι στη μοναξιά, έργα λυρικής υφής με έμφαση στην περιγραφή του εσωτερικού κόσμου των ηρώων τους. Γρήγορα ωστόσο στράφηκε στη μυθιστορηματική γραφή της κλασικής ρεαλιστικής τεχνοτροπίας, δείχνοντας ιδιαίτερη επιμέλεια στην περιγραφή του εξωτερικού κόσμου αλλά και στην ψυχογράφηση των προσώπων. Χαρακτηριστικά του έργου του είναι η προσπάθειά του να δείξει την επίδραση ενός συγκεκριμένου κάθε φορά κοινωνικού και πολιτικού πλαισίου στη ζωή και τον ψυχισμό μεμονωμένων προσώπων και να προβάλει έτσι τη γενικότερη θεωρία του για την εξέλιξη της ζωής ως αποτέλεσμα συνεχούς πάλης ανάμεσα στις δυνάμεις του Καλού και του Κακού. Η περίπτωση του Τάσου Αθανασιάδη καλύπτει χρονικά μια περίοδο που φτάνει ως τη σύγχρονή μας πεζογραφία, υφολογικά βρίσκεται στην πεζογραφική παράδοση της γενιάς του Τριάντα.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι. Διηγήματα
• Θαλασσινοί προσκυνητές. Αθήνα, Αετός, 1943.
• Αγία νεότητα. Αθήνα, Εστία, 1990.
• Μεσαιωνικό τρίπτυχο. Αθήνα, Εστία, 1998.
ΙΙ.Μυθιστορήματα
• Οι ΠανθέοιΑ’· Η χαρισάμενη εποχή. Αθήνα, Αετός, 1948.
• Οι ΠανθέοιΒ’· Μάρμω Πανθέου. Αθήνα, Αετός,1953.
• Οι ΠανθέοιΓ’· Η Κερκόπορτα. Αθήνα, 1962 (οριστική έκδοση των Πανθέων σε τέσσερις τόμους, Αθήνα, Εστία, 1976-1977.
• Η αίθουσα του θρόνου. Αθήνα, Εστία, 1969.
• Οι φρουροί της ΑχαΐαςΑ’-Β’. Αθήνα, Εστία, 1975.
• Οι τελευταίοι εγγονοίΑ’-Β’. Αθήνα, Εστία, 1984.
• Τα παιδιά της ΝιόβηςΑ’-Β’. Αθήνα, Εστία, 1988.
• Τα παιδιά της ΝιόβηςΓ’-Δ’. Αθήνα, Εστία, 1995.
ΙΙΙ.Μυθιστορηματικές βιογραφίες
• Ταξίδι στη μοναξιά (Ιωάννης Καποδίστριας). Αθήνα, Αετός, 1944 (και έκδοση γ’, οριστική, Αθήνα, Εστία, 1972).
• Ο Ντοστογιέβσκι από το κάτεργο στο πάθος. Αθήνα, Εστία, 1955 (και έκδοση β’, αναθεωρημένη και προλογισμένη, Αθήνα, Εστία, 1978).
• Τρία παιδιά του αιώνα τους. Αθήνα, 1957 (και έκδοση γ’, οριστική, Αθήνα, Εστία, 1973).
• Αλβέρτος Σβάιτσερ · Ο ποιητής της χριστιανικής δράσης · Βιογραφία. Αθήνα, Φέξης, 1963 (και έκδοση δ’, αναθεωρημένη, Αθήνα, Εστία, 1979).
• Ο γιος του ήλιου · Η ζωή του Ιουλιανού του Παραβάτη · Βιογραφία. Αθήνα, Εστία, 1978.
ΙV. Δοκίμια
• Πώς έβλεπε ο Φώτος Πολίτης τη νεοελληνική πραγματικότητα. Αθήνα, 1936.
• Αποστασία. Αθήνα, Ίκαρος, 1945.
• Αναγνωρίσεις. Αθήνα, Alvin Redman, 1965 (και έκδοση β’, οριστική, Αθήνα, Εστία, 1974).
• Βεβαιότητες και αμφιβολίες. Αθήνα, Εστία, 1980.
• Από τον εαυτό μας στους άλλους. Αθήνα, Εστία, 1993.
Πηγή φωτογραφίας :https://anemourion.blogspot.com/
ΒΙΒΛΙΑ
Τα παιδιά της Νιόβης
Τα παιδιά της Νιόβης είναι ένα τετράτομο μυθιστόρημα του συγγραφέα Τάσου Αθανασιάδη. Στο έργο του αυτό ο Αθανασιάδης περιγράφει τον τρόπο ζωής των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, μέσω του παραδείγματος της κλειστής κοινωνίας του Σαλιχλίου. Το έργο πιθανότατα έχει πάρει τον τίτλο του από τον μύθο της Νιόβης. Το 2003 έγινε τηλεοπτική μεταφορά του έργου.
Η εξιστόρηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο από τον συγγραφέα, αλλά και σε πρώτο πρόσωπο από τον Στέργιο Αναστασιάδη. Αν και με την τοποθέτηση πολλών χαρακτήρων ο συγγραφέας τοποθετεί την ιστορία του έργου στο επίκεντρο, εντούτοις με την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από τον μικρό Στέργιο μάς δίνει μια πιο αθώα και αρκετές φορές αφελή και εγωιστική περιγραφή κάποιων γεγονότων με την οικογένεια του Σαρρή στο επίκεντρο. Τέλος, σε αρκετά κεφάλαια του έργου έχουμε περιγραφή κάποιων γεγονότων μέσα από τις καταχωρίσεις του Τρύφωνα Ιωαννίδη στο προσωπικό του ημερολόγιο, που με τον ορθολογισμό του και τον ρόλο του στα περισσότερα γεγονότα ως παρατηρητής, βοηθάει τον αναγνώστη να εστιάσει στην ουσία των γεγονότων και να τα τοποθετήσει χρονικά. Η ιστορία του έργου αρχίζει την 26η Ιουνίου 1917, ενώ ο Τρύφωνας Ιωαννίδης αρχίζει τις ημερολογιακές εγγραφές του από την 27η Ιουνίου 1917.
Διαβάστε περισσότερα:https://homouniversalisgr.blogspot.com/2015/07/blog-post_12.html
Οι Πανθέοι
Οι Πανθέοι είναι μυθιστορηματική σύνθεση του Τάσου Αθανασιάδη. Μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση υπό τον ίδιο τίτλο.
Αρχικά Οι Πανθέοι εκδόθηκαν ως τρίτομη μυθιστορηματική σύνθεση μεταξύ 1948 και 1961. Στη συνέχεια ξαναπλασμένη εκδόθηκε σε β' έκδοση στα 1967-1968 σε τέσσερις τόμους.Η δημιουργία των Πανθέων κράτησε περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια (1954-1961), καθώς μάλιστα μετά την τμηματική έκδοση των τριών τόμων ακολούθησε το 1967-1968 νέα συνολική έκδοση με αλλαγές και διορθώσεις , που είχαν στόχο να αποκαταστήσουν την ενότητα του ύφους και να περιορίσουν τις περιγραφές, τις λεπτομέρειες και τις επαναλήψεις.Το 1948 συγκεκριμένα στην Νέα Εστία (τομ. 44, τχ.510-1η Οκτωβρίου 1948, σελ.1204-1208) ξεκινά με το Τα σχέδια του Φάνη Πανθέου. Το 1950 εκδίδει τον επόμενο τόμο της τρτολογίας με τίτλο Μάρμω Πανθέου.
Πρόκειται για την ιστορία τριών γενεών μιας οικογένειας, των Πανθέων, που εκτείνεται από το 1897 έως το 1940.
Φιλολογικά χαρακτηριστικά
Πρόκειται για πολυπρόσωπο αφήγημα εκτεινόμενο σε μεγάλο χρονικό διάστημα. Έχει σύνθετη πλοκή με επιμέρους υποθέσεις που διασταυρώνονται και αλληλοοεξαρτώνται. Ο Αθανασιάδης αποτυπώνει την τοιχογραφία της ελληνικής κοινωνίας από τις αρχές του 20ου αι. ως τις ημέρες μας με χαρακτηριστικούς σταθμούς : μακεδονικός αγώνας, επανάσταση στο Γουδί, βενιζελική εποχή, ελληνοϊταλικός πόλεμος. Οι ήρωες του έργου συνδέονται μεταξύ τους με οικογενειακούς δεσμούς. Δεσπ΄΄οζει η ομώνυμη οικογένεια, προβάλλεται η δράση των ανδρών μελών της με την εξαίρεση του πρωταγωνιστικού ρόλου της Μάρμως.μιας όμορφης και ερωτικής γυναίκας.Στους Πανθέους εξετάζεται η αμαρτία και η συγγνώμη στα πλαίσια της ηθικής τελείωσης του ανθρώπου που βάζει γενικά στα έργα του ο Αθανασιάδης. Επιλέγει εδώ όπως και στα περισσότερα έργα του την τριτοπρόσωπη αφήγηση με εξωτερική εστίαση. Άλλο τεχνικό χαρακηριστικό είναι η επανάληψη αλλεπάλληλων ερωτικών περιπετειών αρκετών από τα πρόσωπα του έργου, που σχηματίζουν μεγάλη σειρά από ερωτικά τρίγωνα Η ηρωίδα Μάρμω «είναι ο τραγικός τύπος της γενιάς του 1940[...] η γυναίκα που βρίσκεται όπως η ελληνική κοινωνία στο ιο ευαίσθητο σημείο της εξέλιξής της. Διαμορφώθηκε για να αρέσει, γαι να είναι μόνο γυναίκα: ένα πλάσμα διακοσμητικό, φτειαγμένο για να ευχαριστήσει, το πολύ να εξυπηρετήσει τον άνδρα»
Για τους Πανθεόυς τιμήθηκε με το βραβείο πεζογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών το 1959-1961.
Απόσπασμα
Τα δύο τάγματα απ’ τη μονάδα του Κίτσου, που προστατεύανε μια αλυσίδα με συνεχόμενα υψώματα νοτιοδυτικά του Καλπακιού, στις 5 Νοεμβρίου, το μεσημέρι, δέχτηκαν σφοδρές αλληλοδιάδοχες επιθέσεις από αεροπλάνα και πυροβολικό, γιατί ο εχθρός δοκίμαζε να τα παραπλανήσει με μια πίεση στα πλευρά προτού επιχειρήσει επίθεση κατά μέτωπο. Μα τα τάγματα αμύνονταν με πείσμα δίνοντας στο κέντρο την ευκαιρία να ενισχύσει την αντίστασή του, ενώ αναγκάζανε τον εχθρό ν’ αποκαλύψει τις δυνάμεις του. Έτσι, η νύχτα βρήκε τις θέσεις τους όπου τις είχε φωτίσει η αυγή.
Βαθειά μεσάνυχτα, πήρε και το τέγμα του Κίτσου διαταγή να προωθηθεί ως το βορεινό άκρο της κοιλάδας του Καλαμά. Μέσα του χιονοβρόχι οι άνδρες του λόχου του, χωμένοι κάτω απ’ το αντίσκηνα, ανηφορίζανε κάπου μια ώρα ανάμεσα στα βράχια, ώσπου χωθήκανε στα χαρακώματα τα σκαμμένα βαθειά σ’ ένα αντέρισμα, κοντά στους Νεγράδες. Όπως είτανε κατάκοποι, ποτισμένοι ως το κόκκαλο απ’ την υγρασία, πέσανε πάνω στους γεώσακους και λαγοκοιμήθηκαν.
Ο Κίτσος, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ακούοντας κάποια στιγμή μέσα στο βύθισμά του το σκοπό να φωνάζει «αλτ», πετάχτηκε έξω. Μέσα στην πρωινή αχλύ ξεχώρισε τρεις χωριάτισσες ν’ ανηφορίζουν για τα χαρακώματα.
-Είμαστε χωριανές από δω, απ’ τους Νιγράδς…, απαντούσανε στο σκοπό.
Σήκωναν κάτι στους ώμους τους, γι’ αυτό είχαν σταθεί να ξαποστάσουν.
-Και τι θέλετε; Τι γυρεύετε τέτοιαν ώρα στα χαρακώματα; Τους φώναξε ο Κίτσος δρασκελώντας στο μέρος τους.
Οι γυναίκες ξεφόρτωσαν τον ώμο τους κι ανηφορίσανε χωρίς ν’ απαντήσουν. Όταν φτάσανε μπρος του, είδε πως οι δυό ήταν ηλικιωμένες. Σήκωναν τενεκέδες.
-Είμαστε, γιόκα μου, χωριανές απ’ τους Νιγραδς και σας φέραμαν λίγο γάλα να πιείτε…, είπε η πιο γερόντισσα, ενώ τον κύτταζε γελαστή. Είταν ψηλόκορμη, μ’ ένα δίχτυ ρυτίδες στο στεγνό της πρόσωπο, που τέλειωνε σ’ ένα ξεδοντιασμένο στόμα.
Ο Κίτσος άπλωσε το χέρι στον ώμο της, συγκινημένος:
-Μα δεν έχομε αρρώστους, γιαγιά… Αυτά είναι για τα νοσοκομεία…
-Τι γι’ αρρώστους, μολογάς γιε μου; Ειν’ καλύτερη θρουφή για να βαστάξτι’, θα μπήτε σ’ αμάχη.
Τα μάτια του Κίτσου δάκρυσαν. Έσκυψε και της φίλησε το χέρι. Εκείνη σα να ντράπηκε με το φέρσιμό του. Τιε πήρε μαζί του στο καταφύγιο κι έστειλε στρατιώτες να φέρουν μέσα τους τενεκέδες. Ευθυμία απλώθηκε σ’ όλο το χαράκωμα. Οι γυναίκες απαντούσανε ντροπαλές στις ερωτήσεις του λοχαγού. Δεν δέχτηκαν τσιγάρο. Η μια είχε τον εγγονό της σε κάποιο σύνταγμα της Μεραρχίας, ο γιος της άλλης είχε χαθεί στη Μικρασία κι ήρθε με την κόρη της.
Φεύγοντας είπαν πως θα ξανανέβουν. Ότι θάχανε φτάσει στον κάμπο, το εχθρικό πυροβολικό άρχισε να σφυροκοπά την κοιλάδα. Οι έγχρωμες οβίδες, που έρριχνε για να του επισημαίνουμε τα ρήγματα, συχνά αντιφεγγίζανε πάνω απ’ τα χαρακώματα.
Προς το βράδι, ο λοχαγός κάλεσε τον Κίτσο στο τηλέφωνο. Ένας στρατιώτης έτρεξε και τον έβγαλε από το χαράκωμα, όπου κουβέντιαζε με τους ομαδάρχες του.
-Ο εχθρός μας ξαναπήρε στην Γραμπάλα, του είπε λαχανιαστά: Θα μεταβιβάσετε προσωπικώς και αυτολεξεί τη διαταγή του αρχηγού στο διοικητή της επιχειρήσως, να ενεργήσει στις πέντε το πρωί αντεπίθεση για την ανακατάληψή της…
Και του έδωσε κάπως αόριστες οδηγίες για την κατεύθυνση που θάπαιρνε.
Ο Κίτσος άρπαξε ένα βραχύκαννο και ξεκίνησε μεσ’ στο σκοτάδι. Βαδίζοντας, συχνά με πόδια και χέρια, ανάμεσα από θάμνους, βράχια, φαράγγα, όταν απόκαμνε, ακουμπούσε στο όπλο του κι έπαιρνηε βαθειά αναπνοή. Σε μια τέτοια στιγμή, αναδύθηκε ξαφνικά απ’ το σκοτάδι το πρόσωπο της Μάρμως, όπως του ψιθύριζε στο σταθμό με δειλή φωνή: «Κίτσο, θάμαι, θάμαι… τώρα εγώ η μητέρα σου…». Έβιασε τον εαυτό του να διώξει από μπρος του τη μορφή της, μα εκείνη τον ακολούθησε για κάμποσα ακόμη λεπτά: «Κίτσο… ήθελα από χτες να σου πω… θάμαι, θάμαι τώρα εγώ η μητέρα σου…».
Ξαφνικά, βρέθηκε μπροστά σε δύο ξιφολόγχες.. ένας τρίτος, προτείνοντας την κάννη του τον ρωτούσε ποιος είτανε.
-Ο αξιωματικός 145 Μ. Φέρνω εμπιστευτική διαταγή…, πρόφτασε να πει.
Τον οδήγησαν σ’ ένα εκκλησάκι χωμένο μέσα στα κέδρα. Κάτω απ’ το αντίφεγγο μιας καντήλας ένας πανύψηλος ασπρομάλλης, με ριγμένη πάνω του την τσοπανίσια κάπα, άφησε γύρω τους αξιωματικούς και τον τράβηξε σε μια γωνιά. Ο Κίτσος, καθώς του μεταβίβαζε λέξη προς λέξη τη διαταγή, δεν έπαιρνε από πάνω του το βλέμμα, γοητευμένος απ’ την τραχειά μεγαλοπρέπεια αυτού του αρχιτσέλιγκα συνταγματάρχη. «Αυθεντικός ήρωας του Εικοσιένα», συλλογίστηκε αδειάζοντας μονορούφι το παγούρι που του φέρνανε. Ένας αξιωματικός, βλέποντας τα ξεσκισμένα γάντια του, τούδωσε τα δικά του.
Γυρίζοντας, μια ώρα αργότερα, στο λόχο του, τους βρήκε να μοιράζουνε συσσίτιο πορείας. Είχε έρθει στο μεταξύ διαταγή βα προωθηθούν ως τα ριζά της Γραμπάλας, για να ενισχύσουν το τμήμα που το πρωί θα επιχειρούσε τηνεξόρμηση.
Όταν φτάσανε εκεί,ε ίτανε ακόμη βαθειά νύχτα. Κάτι σα μούχλα και πανί λαδωμένο από αρυκτέλαιο ανάδινε το νεό χαράκωμα. Πέσανε πάνω στους γεώσακους με τις ξιφολόγχες γυμνές. Το πιπεράτο αγιάζι έκανε τα μάτια τους να δακρύζουνε.
Ένας δεκανέας πέρασε μπρος απ’ τον Κίτσο σαν ίσκιος, τον πασπάτεψε κι άφησε στο χέρι του μια χούφτα σταφίδες με λίγη κουραμάνα.
-Έχετε ξαναπολεμήσει, κύριε ανθυπολοχαγέ; τον χαμηλορώτησε κάποιο λεπτόκορμο παλληκάρι με ροδαλό πρόσωπο και πρόωρα ασπρισμένο μαλλί, όπως περνούσε από μπρος του.
-Όταν κηρύχτηκε ο πρώτος πόλεμος είμουν τριώ χρονώ…, έσκυψε ο Κίτσος πάνω του.
-Εγώ, ως προχτές, ήμουν κλεισμένος στο εξοχικό μας στην Άρτα και διάβαζα τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια πασχίζοντας να μάθω απέξω τα άρθρα της. Τώρα καταλαβαίνω τι βλακεία έκανα…
σκύβοντας, γιατί ήταν ψιλόλιγνος σαν ελάτι, στάθηκε μπρος τους ο λοχαγός. Ήταν ένας καλόκαρδος μυτιληνιός, που είχε αρχίσε φανταράκι στη Μικρά Ασία για αν φτάσει σ’ αυτό το βαθμό. Απ’ το σκοτάδι δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τη νευρικότητα στο σταφιδιασμένο του πρόσωπο:
-Γεια σας, παιδιά…, έρριξε μιαν εξεταστική ματιά μέσα στο χαράκωμα κι άπλωσε τη χούφτα στο δεκανέα να του δώσει σταφίδες.
Βάλθηκε να τις μασουλάει χτυπώντας τα χείλη του: Να ξέρετε, παιδιά, δε σκοτώνουν όλες οι οβίδες κι οι σφαίρες. Σα θηλυκά που είναι, έχουν τις ιδιοτροπίες τους. Όταν μάλιστα έχετα την εξυπνάδα να εκμεταλλευθήτε το έδαφος, λιγοστεύουν πολύ οι πιθανότητες. Στο κάτω-κάτω, όμως, τι είμαστε κι εμείς; Άνθρωποι που θα πεθάνουμε. Μόνο η πατρίδα μας, η Ελλάδα, μένει αθάνατη. Αν είχατε τα μάτια του Άργου της Μυθολογίας μας, τότε θα βλέπατε πως όλη η πολιτισμένη ανθρωπότητα είναι τούτες τις μέρες σκυμμένη πάνω μας και μας θαυμάζει. Γιατί αψηφίσαμε μια ψευτομεγάλη δύναμη-τους Ιταλούς- τα βάλαμε μαζί τους κι αντιστεκόμαστε, όπως αντισταθήκανε οι αρχαίοι Έλληνες στους Πέρσες και τους νικήσανε στο Μαραθώνα, κι όπως πάλι, στο Εικοσιένα, νικήσαμε τους Τούρκους στο Βαλτέτσι, στους Μύλους και σε κάθε βουνοποριά. Έτσι, θα μας βοηθήσει ο θεός της Ελλάδας μας κι η Παναγιά, που μας παραστέκει στιον αγώνα αυτόν, να νικήσουμε τους Ιταλούς. Πρέπει ο ήλιος να μας βρει πάνω στη Γραμπάλα…
Ο Κίτσος τον ακολούθησε ως το τετράγωνο όρυγμα, όπου κλαδώνανε τα χαρακώματα. Εκεί έμεινε μόνος, με τη ρέχη ακουμπισμένη στο χωματένιο υγρό τοίχωμα απ’ όπου μόλις έβγαινε το κεφάλι του. Αισθανόταν κάτι τραχύ κι εξοσιαστικό, που εμπόδιζε τη δκέψη του να γυρίσει μια βδομάδα πίσω.. πολύτιμο για την αυτοσυντήρηση του, όπως ο θώρακας ή η νάρκωση, για να μη γίνεται ο πόνος αισθητός. Αυτή, λοιπόν, ήταν η τελειωτική μορφή, που θάπαιρνε ο εσωτερικός κόσμος του μπρος στο ενδεχόμενο στου θανάτου ή θα νιωθε ακόμη πολλές διάμεσες μεταμορφώσεις πριν το απρόβλεπτο; ρωτήθηκε. Έκλεισε τα μάτια προστάζοντας τον εαυτό του να μη σκεφτεί, ενώ η πιπεράτη χωματίλα, που ανάδωσε απότομα η μουλιασμένη γη , τούδωσε την εντύπωση μιας προθανάτιας αίσθησης. Κούμπωσε τη χλαίνη ως το λαιμό και ξαναχώθηκε στο χαράκωμα.
Ένα θρεμμένο παλληκάρι με ματογυάλια και μακριά μαλλιά, ιερομόναχος απ’ τη Βελλά, πασπάτευε το οπλοπολυβόλο του σιγοψέλνοντας «εκ κοιλίας μητρός μου ο θεός μου ει συ.. φυλάξον με ως κόρην οφθαλμού…».
-Κόψε, μωρέ, τις ψαλμουδίες σου. Φτάνουν όσα μας πιπίλισε εψές ο δεσπότης, φώναξε κάπιοος ηπειρωτάκος. Και μιμήθηκε, όπως το συνήθιζε, ο βέλασμα του γιδιού.
Μα τούτη τη φορά κανένας δε γέλασε.
Ο Κίτσος προχωρώντας μέσα στο χαράκωμα, κοντοστάθηκε σ’ ένα μικρόσωμι διαννιώτη, που δούλευε στη λίμνη με το σκαφίδι του.
-Την ακονίζω, κυρ ανθυπολοχαγέ, όπως το ξουράφι μου… ανασήκωσε εκείνος το κεφάλι κινώντας την ξιφολόγχη: Μου τόμαθε ένας μπιχιμίχος από την Αθήνα, που τον σιργιάναγα ένα σαββατοκύριακο με το κορίτσι του. Κι αληθινά, από τότες ξεχνώ ν’ αγοράσω ξουράφι. Να έτσι δα… πέρασε το δάχτυλο πάνω απ’ την κόψη της λόγχης.
-Οικονομία, λοιπόν, και στην ξιφολόγχη…, αποκρίθηκε ο Κίτσος μηχανικά.
-Κύριε ανθυπολλοχαγέ, το μαχαίρι είναι πιο τίμιο όπλο…, πετάχτηκε ένας πειραιώτης: Δε λαθεύει ποτές.. σου δίνει θάνατο κάντιο και χωρίς φασαρία…
-Μιλάς, βλέπω, σα να τόχεις δουλέψει πολύ… κίνησε την άδεια σακκούλα πάνω απ’ το κεφάλι του ο δεκανέας, ένα δασκαλάκι απ’ το Μέτσοβο.
-Και βέβαια, κυρ’ δάσκαλε. Δεν έκρυψα την αμαρτία μου ούτε σαν πήγα για κατάταξη. Τόπα πως έκανα φόνο. Πως ήταν «εν βρασμώ» κι έμεινα λίγα χρονάκια μέσα, είναι υπόθεση του δικηγόρου μου.. μούφαγε, γι’ αυτό, ολόκληρο χωράφι…
Μέσα στο σκοτάδι, ο Κίτσος έφερε μπρος του το αδύνατο πρόσωπο του πειραιώτη με το κατάμαυρο μουστάκι και τα εκφραστικά πεσμένα βλέφαρα του τοξικομανή.
-Έκανες φόνο, Γαρίτση; ρώτησε σκύβοντας πάνω του.
-Σκότωσα την αρρεβωνιαστικιά μου, κυρ’ ανθυπολοχαγέ… Δεν ήτανε γκομενίτσα, ήτανε αρρεβωνιαστικιά… Τη σκότωσα μέσα στο φούρνο τους, όπου δούλευα. Την είχα πιάσει μ’ άλλον, όπως άντρας με γυναίκα, κυρ ανθυπολοχαγέ. Το λοιπόν, τι θες νάκανα; Δε λέω πως δε μετάνιωσα την ίδια ώρα.. μα είχε δένει πια το κακό. Πάντα την αθυμάμαι. Πάνε δυο χρόνια από τότες και δε μένω με γυναίκα πιότερο από μήνα. Με διώχνουνε, είτε τις αποδιώχνω… Το λοιπόν, έτσι θα γένει και με τις σφαίρες αφού, όπως είπε ο κύριος λοχαγός, είναι γυναίκες…
Ο Κίτσος προχώρησε χωρίς να δώσει απάντηση και ξαναβγήκε στο όρυγμα. Εν αβέβαιο αντίφεγγο σπάθιζε τον ουρανό αποκαλύπτοντας σα σκιά μπρος του το φονικό όγκο της Γραμπάλας. «Άραγε θα με βρει η ζωή πίσω απ’ το ύψωμα; Η ζωή! Όλα, λοιπόν, εδώ κάτω είναι μέσα για να σωθεί εκείνη; Ήταν η μητέρα μου, είναι η Μάρμω, είναι τέχνη ταυτόσημο μ’ αυτό που εννοώ τούτη τη στογμή;».
-«Όχι!», τον αντίσκοψε με βεβαιότητα η μυστική του φωνή. «Σίγουρα αυτή είναι μια νέα εσωτερική μου μεταμόρφωση ενώπιον του θανάτου», συλλογίστηκε ξανά ο Κίτσος. Και τινάχτηκε από αντίδραση, γιατί είχε σκεφτεί.
Πλησίαζε ένας ομαδάρχης του τελωνειακός απ’ το Καρπενήσι. Ο λοχίαςέσκυψε κοντά του:
-Κύριε ανθυπολοχαγέ, το Γκόρδα τον έπιασε νευρικό και τρέμει, σα ναχει θέρμη. Φαίνεται νάχει χάσει, πώς να το π, το ηθικό του ο μπάσταρδος… Έχετε κανένα τσιγάρο να του δώσω;
-Τσιγάρο: Αδύνατο, κίνησε ο Κίτσος το χέρι θυμωμένος.
-Μου ο ζήτησε ο ίδιος. Θα τον στυλώσει. Θα του το κρύβω, όσο θα καπνίζει, μέσα στη χούφτα μου. Το κατάλαβαν και τον πονούν… Μου υποσχέθηκαν να βαστάξουν…
Ο Κίτσος έβγαλε το πακέτο με διστεγμό και τούδωσε ένα τσιγάρο. Μα δεν έκρυψε το κουτί. Έκοψε το καπάκι του κι ακουμπώντας μπρούμυτα στο τοίχωμα έγραψε χωρίς να καλοβλέπει στο χαρτονάκι: «Σε λίγα λεπτά θα κάνουμε εξόρμηση, για να ξανακαταλάβουμε το ύψωμα Γραμπάλα. Παίρνω το πρώτο βάπτισμα του πυρός. Δεν ξέρω ακόμη τι είναι πόλεμος. Κι αν είναι η προαιώνια κυριαρχία του ενστίκτου πάνω στο νου, το διαισθάνομαι πως δεν μπορεί να είναι κάτι ποταπό, ούτε κάτι πρόστυχο. Όμως θα δούμε…». Και το πέταξε έξω απ’ το όρυγμα, όπως ο ναυαγός το μποτιλιαρισμένο γράμμα του στα κύματα.
-Βαστάς, βλέπω, ημερολόγιο σαν τον αδελφό μου… τον χτύπησε ο λοχαγός στον ώμο.
Ο Κίτσος κούνησε αμήχανος το κεφάλι.
-Εύχομαι να το διαβάσεις κάποτε… Τούτη όμως την ώρα είναι καλύτερα να πιστεύεις στην τύχη. Κάτι ήξερε ο Μωάμεθ γι’ αυτό το «κισμέτ». Εμείς οι μυτιληνιοί είμαστε λίγο τουρκομερίτες. Εγώ τον είδα πολλές φορές το χάρο με μούτρο μεμέτη, στη Μικρασία… Έσκυψε στο ρολόϊ του, που ήταν φωσφορικό: Κοντεύομε…, ψιθύρισε σαν αφηρημένος κι ανασήκωσε το βλέμμα στον ουρανό.
Ο Κίτσος αισθανότανε ξαλαφρωμένος με την ανακοίνωση πούχε κάνει στον ενδεχόμενο παραλήπτη του.
Έτσι, ήρθε κάποια στιγμή σε κείνο το φιδουλυγιστό λαγούμι, που έγινε εντάφια σιγή. Νευρωμένος ο ηπειρώτης, μιμήθηκε το μαντρόσκυλο του κοπαδιού του, κανένας όμως σε γέλασε. Γιατί όλοι, ανακαθισμένοι στους γεώσακκους με τις ξιφολόγχες γυμνές, νιώθανε τους χτύπους της καρδιάς τους να συγχρονίζονται με τους δείχτες ενός αόρατου ρολογιού, που από λεπτό σε λεπτό θα σήμαινε έφοδο.
Σε λίγο, στον τεφρό πάνω τους ουρανό, άρχισε να χαράζει κάτι πιο βέβαιο. Ήτανε φως…
Ο Κίτσος, βυθισμένος, άκουσε ν’ αργοστάζει πίσω του το υγρό τοίχωμα με πνιχτές, ισόχρονες σταλαξιές. Κάποια στιγμή, όπως έφερνε μπρος του τον αρχιτσέλιγκα με την τσοπανίσια του κάπα κι ύστερα τις γυναίκες απ’ τους Νεγράδες, του φάνημε πως η σταγόνα είχε αλλάξει απόηχο. Βάλθηκε, τότε, αν μετρά: «ένα -δύο-τρία», ώσπου να ξανακούσει τη σταλαγματιά. «Ένα-δύο-τρία», κι η σταγόνα ξανάπεφτε ολοένα πιο πνιχτά: «Φαίνεται πως η χαραματιά της πέτρας, όπου πέφτουν οι σταγόνες, ξεχείλισε…», συλλογίστηκε. Έκανε να μετρήσει πάλι: «Ένα-δύο-τρία. Ένα-δύο…», όταν ξεχύθηκε το σάλπισμα «Έφοδος! Έφοδος!». Ασυναίσθητα έκανε το σημείο του σταυρού στο μέρος της καρδιάς.
-Εμπρός παιδιά! Δια της λόγχης! Σαν αητοί στην κορφή! Φώναξε ο λοχαγός απ’ το κέντρο του ορύγματος: Η πρώτη διμοιρία κατά πάνω, η δεύτερη απ’ τα δεξιά, η Τρίτη απ’ τ’ αριστερά. Η τέταρτη μαζί μου, εδώ…
Ο Κίτσος πετάχτηκε με το πιστόλι στο χέρι και τον ακολούθησε.
«Αέρα! Αέρα!», ξεχύθηκε η ιαχή απ’ όλα τα στόματα.
Οι ξιφολόγχες στράφτανε, όπως το μούχρωμα έζωνε το βράχο σ’ ένα δίχτυ από μενεξελιές σκιές. Οι χειροβομβίδες μαζί με τις πτερυγοφόρες ολμομβίδες, που άρχισε να κατρακυλά ο εχθρός απ’ τη στρογυλή κορυφή, σκάζοντας πάνω στο βραχώδες έδαφος σήκωναν πίδακες με φλόγες και θράυσματα. Οι ακροβολιστές της τρίτης διμοιρίας αιφνιδιασμένοι απ’ το φραγμό, που στην απότομη βορεινή πλαγιά ήτανε πιο έντονος, χάσανε για μια στιγμή το συντονισμό τους. Γρήγορα όμως τους συνεπήρε η ανταριασμένη φωνή του διμοιρίτη τους, ενός έφεδρου γεωπόνου από την Αμφιλοχία: «Παιδιά, στην κορφή! Φτάνουμε στην κορφή!».
Και σκαρφαλώσανε φτερωμένοι.
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/