ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ (1880 – 13 Σεπτεμβρίου 1915)

 

Πεζογράφος και ποιητής των αρχών του αιώνα μας, που ανήκει στη λεγόμενη ηθογραφική σχολή του Κρυστάλλη. Γεννήθηκε στο χωριό Γρανίτσα της Ευρυτανίας και καταγόνταν από οικογένεια αγωνιστών. Από πολύ νέος διακρίθηκε για την έφεσή του στα Γράμματα και το ήθος του. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο στην Άρτα, ήρθε στην Αθήνα, το 1899, και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα άρχισε ν’ ασχολήται με τη δημοσιογραφία. Τα πρώτα αξιόλογα δημοσιεύματά του φάνηκαν απ’ τις σελίδες του περιοδικού «Παναθήναια», ώσπου τελικά έγινε αρχισυντάκτης του «Χρόνου».
Στα 1911, μόλις ενηλικιώνεται, εκλέγεται βουλευτής Ευρυτανίας και παίρνει μέρος σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός στον πόλεμο του 1912-13. Μετά τον πόλεμο άρχισε να δημοσιεύη στην «Εστία» τη σειρά των πεζογραφημάτων που τον έκαναν γνωστό και που για μισόν αιώνα αργότερα υπήρχαν σ’ όλα τα σχολικά μας αναγνώσματα: είναι τα περίφημα «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου». Ο Στεφ. Γρανίτσας πέθανε νέος πολύ, από μιά επιδημία τύφου που τον προσέβαλε στην Καλαμάτα, το καλοκαίρι του 1915, όταν πήγε να δη έναν αδελφό του εγκατεστημένο εκεί. Τα πεζογραφήματα αυτά συγκεντρώθηκαν αργότερα και κυκλοφόρησαν σ’ έναν τόμο το 1921. Μεγάλο μέρος από το υπόλοιπο έργο του παραμένει εγκατεσπαρμένο στις εφημερίδες της εποχής. Ο Γρανίτσας έγραψε ακόμη και μιά θεατρική ηθογραφία, με τίτλο «Ο Μήτσελος» που ανέβηκε στο θέατρο «Ομονοίας».
Η προσωπικότητα του Στέφανου Γρανίτσα, οι γνώσεις του και το λογοτεχνικό του ταλέντο υπόσχονται πολλά για την αναγεννημένη Ελλάδα, μετά την Επανάσταση του 1909. Ήταν τόσες οι πληροφορίες του για την αγροτική ζωή και τις ανάγκες της ελληνικής επαρχίας, που ο Έλ. Βενιζέλος (ο Γρανίτσας ήταν βουλευτής του) του ανάθεσε τη σύνταξη όλων των αγροτικών νομοσχεδίων. Σαν λογοτέχνης ο Γρανίτσας έφερε μιάν αγροτική δροσιά, την καθαρότητα του βουνήσιου αγέρα στην αποπνιγμένη απ’ την καθαρεύουσα Λογοτεχνία μας. Ο Παύλος Νιρβάνας τον χαρακτήριζε «ο πεζογράφος Κρυστάλλης», κι ο Βλάσης Γαβριηλίδης έλεγε για τα χρονογραφήματα του Γρανίτσα: «Τα ρουφάω σαν δροσιστικό κάθε πρωί».
Δ.Π. ΚΩΣΤΕΛΕΝΟΣ / ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ / ΕΚΔΟΣΕΙΣ Κ. ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΥ / ΑΘΗΝΑ / 1976

ΠΟΙΗΜΑ - Απριλιάτικο βράδυ

Απόψε λες και γιόμισαν την κάθε βρύση μάγια
κι ήπιαν οι ράθυμοι βοσκοί κι αγάλιασαν τα πλάγια
χορός στο κάθε ανάραχο, αχός στο κάθε ρέμα
χίλιες μορφές υφαίνονται σε μεταξένιο γνέμα
πάνω στους λόγγους τους γλαρούς και στων γκρεμών τ’ απόσκια
και τα ‘λιοβασιλέματα στερνοφιλούν τα μόσκια.


‘Ως και τα κυπροκούδουνα κ’ οι γκιώνηδες κ’ οι γρύλλοι
εμέθυσαν απ’ τη χαρά τ’ αποψινού τ’ Απρίλη
κ’ εσώπασαν το κλάμα τους το πικρολάλημά τους,
να τραγουδήσουν οι καλοί τις νιες στο πέρασμά τους
απ’ τα ψηλά τα διάσελα στ’ ανάρια μονοπάτια,
με το γοργό περπάτημα, τα χαμηλά τα μάτια.



πηγή φωτογραφίας 

ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΓΟΥ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το βιβλίον αυτό μας φέρνει εις τας δροσεράς και βαθείας πηγάς της ζωολογικής επιστήμης. Την ζωολογίαν την έκαμαν οι γεωργοί, οι κυνηγοί και οι ψαράδες. Υποθέσατε, ότι κάποιος εξ αυτών, με μνήμην ακριβή, με συνείδηαιν, με βλέμμα καθαρόν και γοργόν, με ποίησιν, με ακίνδυνον φανταοίαν και με αγαθήν ειρωνείαν, αποφασίζει να μας διηγηθή, εμπρός εις πελωρίαν φωτιά του χειμώνος, τας γνωριμίας του με τα ζώα, ό,τι ξεύρει το μάτι του, η αφή του, η ακοή του δια τους κατωτέρους αδελφούς του ανθρώπου. Αυτός είναι ο Γρανίτσας. Άνθρωπος του υπαίθρου με ανεπτυγμένην την επιστημονικην περιέργειαν, στήνων δόκανα και παραμονεύων εις την λόχμην. Ηθέλησε να ιδή ο ίδιος, ν’ ακούση ο ίδιος τα ζώα, να θησαυρίση τας γενικεύσεις που έκαμαν ολόκληροι γενεαί δι’ αυτά. Και πραγματικώς είδε και ήκουσε. Διηγείται και παριστάνει ωσάν άνθρωπος της φύσεως διαθέτων οξυτάτας αισθήσεις. Εις τας σελίδας του υπάρχει ένας θη­σαυρός από παρατηρήσεις παρθένους και ωραίας. Είναι πιθανόν η λαϊκή παράδοσις, την οποίαν τόσον προσέ­χει, να έρχεται κάποτε εις αντίφασιν με τα αυστηρά πορίσματα της ζωολογίας. Πιθανόν να εισέδυσαν εδώ πλάνοι, τας όποιας η επιστήμη είναι ελευθέρα να απορρρίψη ή να αναιρέση. Εν πάσει όμως περιπτώσει αι σελίδες αυταί παρέχουν πλούσιον υλικόν εις την επιστήμην. Συγκεντρώνουν τας παρατηρήσεις ενός Έλληνος φυσιολάτρου επί του συνόλου των ζώων που συντηρεί η Στερεά Ελλάς, επί της ελληνικής faune. Μας πα­ρουσιάζουν πολύ από την ελληνικήν χλωρίδα με τον ζωικόν της κόσμον. Μας δίδουν ταυτοχρόνως άφθονον λαογραφικόν υλικόν. Είναι μία εργασία που εθεωρήθη ως ευεργεσία ενός ανθρώπου προς το κοινόν, όταν εδημοσιεύθη εις την «Εστίαν». Πρώτην φοράν λογογράφος Έλλην απεφάσιζε να ξυπνήση την κοινωνίαν από τον αστικόν της ύπνον, προσφέρων μέσα εις τα κομμωτήριά της ολόκληρον δάσος της Ευρυτανίας με τα τετράποδα και τα πτερωτά του.

Μεταξύ της μεγαλειώδους φύσεως και τον κοινού ο Γρανίτσας εφρόντισε να μη εμφανίση τον εαυτόν τον. Δεν έχει εδώ την φιλαρέσκειαν του συγγραφέως. Διη­γείται για να εκθέση τας παρατηρήσεις του, να πληρο­φορήση και - ας ειπώ την τιμίαν αυτήν λέξιν - να ωφελήση. Απησχολημένος εις αυτό το αγαθόν έργον, παρεσύρθη εδώ και εκεί εις ταχυγραφίας και ανεμίχθηααν κάποτε εις τας σελίδας του δημοσιογραφικαί επικαιρότητες, όπου τώρα ξαφνίζουν δυσαρέστως. Ο θάνατος δεν τον αφήκε να ρίξη δεύτερον βλέμμα εις την ωραίαν συλλογήν τον. Μας παραδίδεται όπως εγράφη τότε. Αλλά τούτο δεν θα ελαττώση καθόλου την σημασίαν και την γοητείαν της ειλικρινούς αυτής εργασίας. Η λαογραφική ζωολογία του Γρανίτσα λάμ­πει ολόκληρος από το υγιές και δροσερόν γέλιο του. Εγράφη από συγγραφέα, ο οποίος δεν έχει πολύν σεβασμόν εις τονάνθρωπον, αλλά θεωρεί τα ζώα ως αδελφούς του αξίους πάσης υπολήψεως, οι οποίοι αν δεν κατέχουν το αριστοκρατικόν προνόμιον του λόγου, γνωρίζουν όμως να χαίρωνται και να λυπούνται και επί τέλους γνωρίζουν να σιωπούν. Ο γελαστός πεσιμισμός του λογογράφου, η κρυμμένη πικρία του, η αγαθότης του ευρήκαν εδώ μίαν ικανοποίησιν. Το καλ­λιτέχνημα της εξελίξεως, του ανθρώπου, το πλέον προχωρημένον των ζώων, αλλά και διά τούτο όχι ολιγώτερον ζώον, τον περιφέρει εις το δάσος διά να ιδή τους συγγενείς του που άφησε πίσω. Είναι ευτυχής όταν μας δείξη ότι τα ζώα του έχουν τας ιδικάς μας εγκεφαλικάς ευγενείας. Η Χαρά και η Λύπη, το ευχάριστον και το δυσάρεστον, αυτοί οι δύο κεφαλαιώδεις τύποι της συναισθητικότητος, οι οποίοι εδημιούργησαν τον πολιτισμόν μας, υπάρχουν και εις τα ζώα του Γρανίτσα. Η τέχνη; Διαβάστε το «Αηδόνι» του. Η ηθική; Και αυτήν ακόμη την γνωρίζει ο «Κότσυφάς» του, φιλάνθρωπος όσον όλαι ομού αι κυρίαι της αστικής τάξεως, όπως απέδειξεν η διήγησις του λοχαγού Μανωλίδη, ο οποίος τον έτρεφεν εις το κλουβί. Δεν μένει εις τον άνθρωπον παρά ο λόγος και η γραφή. Όλα τα άλλα τα έχομεν κοινά με τα ζώα. Ψαυόμεθα με αυτά, σκουντούμεθα μαζί των εις τον ατελεύτητον και θεοσκότεινον δρόμον μεταξύ ενστίκτου και νοήοεως.
Εις τον δρόμον αυτόν σκορπίζει στιγμιαίους και εντόνους φωτισμούς ο Γρανίτσας. Είναι ματεριαλιστής διατεθειμένος να τονίση ό,τι δυνατόν ή ωραίον δημι­ουργεί εις τα ζώα η ανάγκη να ζήσουν, η αντίδρααις κατά τον περιβάλλοντος. Και το κάμνει ο Γρανίτσας με όλον το κελάδημα της αγροτικής ευθυμίας του. Η ζούγ­κλα του έχει το σκεπτόμενον Μυστικτόν της, έχει τα συμφέροντά της και τα αισθήματα της, την σοφίαν της και την τέχνην της, τους πολιτισμούς της και τους αλτρουισμούς της. Εις κάθε ευκαιρίαν ο συγγραφεύς, ζωγραφίζων τα ζώα του, μας πληροφορεί, ότι ο διανοητικός μηχανισμός δεν είναι αποκλειστικόν προνόμιον του ανθρωπίνου εγκεφάλου. Το δάσος του έχει φωσφορισμούς ανθρωπινής νοήσεως. Αλλά και το άνθισμα της λαϊκής παραδόσεως, την οποίαν τόσον επρόσεξεν ο συγ­γραφεύς, γύρω εις τας ζωολογικάς παρατηρήσεις δίδει εις το βιβλίον αυτό εξαιρετικόν ενδιαφέρον και, χωρίς βλάβην της επιστήμης, δημιουργεί μίαν γοητευτικήν ισοπολιτείαν ανθρώπων και ζώων, πλήρη Αισωπικής σοφίας και μέθης.

Σπανίως άνθρωπος ανεζητήθη τόσον πολύ όσον ο Στέφανος Γρανίτσας. Κάνεις δεν θέλει να συνειθίση με τον θάνατόν του. Το πέρασμά του από τας Αθήνας αφήκε την χαρμόσυνον ανάμνησιν αγρίου και θαλερού δένδρου, το οποίον σαλεύει και πρασινίζει χίλια μέτρα υπέρ την θάλασσαν. Το δένδρον αυτό εσκόρπιζεν ημέραν και νύχτα εδώ εις την πρωτεύουσαν διηγήσεις διά τα θαυμάσια της φύσεως. Ολίγων λεπτών συνομιλία με αυτόν άφηνε φυσιολατρικήν χαράν εις τον ακροατήν. Την φιλολογίαν του δεν επρόφθασε να την γράψη, την είπεν όμως. Ήτο άσωτος εις αυτό. Εσκόρπιζε παντού το πλούσιον υλικόν που του έδωσεν η γέννησις και η ζωή του εις την κορυφήν της αγρίας Ευρυτανίας, εις την Γρανίτσαν των Απεραντίων. Εκεί επάνω ησθάνθη, εκεί επήρε τας εικόνας, τους τύπους, την ανάμνησιν των μαχών μεταξύ των στοιχείων, τας βιβλικάς σελί­δας που μας διηγείτο. Εκεί επήρε την ρουμελιώτικην αγνότητα της ψυχής του. Η μουσικότης της πεζογρα­φίας του είναι και αυτή δώρον της πατρίδος του. Και εις το γέλιο των σελίδων του περί των ζώων δεν είναι δυνατόν παρά να αναγνωρίσωμεν τον ιδιαίτερον χαρακτήρα των συνδημοτών του Απεραντίων, ανθρώπων ιδιαιτέρως φημιζομένων εις τον νομόν Αιτωλοακαρ­νανίας διά την ιλαράν αντίληψιν που έχουν της ζωής. Με αυτά τα στοιχεία και με το πολύχρωμον τάλαντόν τον, ο Γρανίτσας ήτο για τους κύκλους που ευτύχησαν να τον γνωρίσουν μία ζωντανή λαογραφία. Εξεφράζετο με την γνωμικήν σοφίαν του λαού. Κατήντησε να ομιλή με λαϊκούς μύθους. Αντί γνώμης, για πολλά ζητήματα παρουσίαζεν ένα μύθον της Ευρυτανίας. Οι μύθοι του είτε απλοί, όπως τους έπαιρνεν είτε διασκευα­σμένοι από τον ίδιον, ήσαν εξαίσιοι. Χίλια άρθρα δεν λέγουν ό,τι ο μύθος του Γρανίτσα διά τον άγρυπνον σκύλον με το λυκοξύγκι, με τον οποίον εχαρακτήρισε το γλωσσικόν ζήτημα. Κατά τον ίδιον τρόπον εξεφράζετο για ολοκλήρους καταστάσεις, Ήτο ριζωμένος εις την ελληνικήν Γην. Εσυλλογίζετο αυτήν και εσκέπτετο δι’ αυτής. Αυτή τον απησχόλησε και ως πολιτευόμενον. Εις την Βουλήν ήτο ο πρώτος ασχοληθείς, με πρωτοτυπίαν και οξύτητα, εις τα πλουτοπαραγωγικά ζητήματα της ελληνικής γης. Ακόμη και εις τας σελί­δας αυτάς τον παρακολουθούν αι παραγωγικαί του απασχολήσεις.
Δεν επρόφθασε να κάμη τίποτε από όσα ήθελε. Εχάθη αιφνιδίως. Εις την θλίψιν μας διά το δόλιον κτύπημα, είναι μία παρηγοριά, ότι έχομεν αρπάξει από τα χέρια του θανάτου, την λαογραφικήν αυτήν ζωολογίαν, όπου το οξύ και δροσερόν πνεύμα του κατα­σκοπεύει το μυστήριον της ζωικής φύσεως μέσα εις τα άγρια ελληνικά τοπία που το ελίκνισαν.
Ζ. Λ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ





Η ΑΡΚΟΥΔΑ

Ιδού και ένα δημιούργημα της πεθεράς.
Η Αρκούδα.
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μια πεθερά που βα­σάνιζε τη νύφη της. Ο ελληνικός λαός δεν παραδέ­χεται καθόλου πως υπάρχει πεθερά κακή για τον γαμ­βρό της. «Ίσια ίσια γι’ αυτόν γεννάει κι ο κόκορας της πεθεράς αυγό».
Αν ιδής μάλιστα εις ένα σπίτι πεθερά, λέγει ο λαός, κοίταξε πως είναι σκουπισμένη η σκάλα, για να καταλάβης αν είναι πεθερά του ανδρός ή της γυναικός του. Αν είναι πεθερά του γαμβρού, τουτέστι μητέρα της νύφης, η σκάλα είναι κακοσαρωμένη. Από φόβο μήπως χαλάση τον πρωινόν ύπνο του γαμβρού και της κόρης της, ίσια, που εγγίζει τη σκούπα στα σανίδια. Αν είναι όμως μητέρα του γαμβρού, τότε χτυπάει τόσο δυνατά για να ξυπνήση τη νύφη της, ώστε κάνει τη σκάλα καθρέφτη.
Η λαϊκή κακογλωσσιά δεν δέχεται γεράματα της γυναικείας φιλαρεσκείας. Θα έχετε ακούσει, βέβαια, πως ρώτησαν μια φορά κάποια πεθερά αν θέλη μέλι ή γαμβρό και εκείνη απήντησε:
- Που έχω ’γω, παιδιά μου, δόντια για μέλι...

Η πεθερά λοιπόν, που εβασάνιζε τη νύφη της, έδωκε σ’ αυτήν ένα πρωί μαύρα μαλλιά για να πάη στη βρύση να τα πλύνη όσο το δυνατό να γίνουν άσπρα.

- Μπορεί, μάνα, τα μαύρα μαλλιά να γίνουν ά­σπρα;…
-Μπορεί και παραμπορεί… Η άξια γυναίκα ό,τι δε θέλει δεν μπορεί.....

Η νύφη πήρε τα μαύρα μαλλιά και πήγε στη βρύση. Έπλυνε, ξέβγανε αλλά τα μαλλιά έβγαιναν πάντα μαύρα. Έφτασε το βράδυ κι η νύφη απόκαμε:

-Τώρα, είπε, τι να κάμω;.... Όπου κι αν είναι θα κουβαληθή ο Ιούδας εδώ και θα με γέψη... Λυπήσου με, Παναγιά μου, κάνε με έν’ αγρίμι να την πνίξω άμα έρθη να με βασανίση....

Η Παναγία την εψυχοπόνεσε και την έκαμε αρ­κούδα.

-Τώρα, Παναγιά μου, είπε και σου την σιγυρίζω...

Παραμέρισε σε μια κουφάλα και περίμενε την πε­θερά της. Εκείνη ήρθε και καθώς δεν είδε τη νύφη της δίπλα στα κανάλια, πήρε ένα ξύλο κι άρχισε να ψάχνη δεξιά και αριστερά στα πλατάνια. Την ώρα όμως που η Αρκούδα ήταν έτοιμη να της ριχθή και να την σχίση, εκείνη επρόλαβε και φώναξε:

-Αχ ετούτο τ’ αγρίμι έφαγε τη νυφούλα μου. ..

Κι έβαλε τέτοια κλάματα, ώστε η Αρκούδα είδε ή θάρρεψε πως την επονούσε στ’ αλήθεια. Και έτσι δεν την επήραξε, αλλά έφυγε στα βουνά».

Η παράδοσις είναι Ηπειρωτική. Θαύμα αβρότητος προς την πεθεράν εις τους μύθους του, εις τας παροιμίας του, εις τα τραγούδια του ο λαός αυτός. Ηπειρω­τικοί είναι και αυτοί οι στίχοι:

Κι η σκύλα πεθερά σου
θέλει μαχαίρωμα
μες το ξημέρωμα!...

Έως τώρα την Αρκούδα την εγνωρίζαμε από τους πρώην συμμάχους μας και από τα δημοτικά τραγούδια:

Κι όπ’ εύρης λάφια σκότωσ’ τα
κι αρκούδια ημέρωσέ τα
κι όπ’ εύρης και τον άνδρα μου
ρίξε και σκότωσέ τον,
μη τον βαρέσης σε πλευρό
κι αργήση να πεθάνη.

Ποιος είδε τον Αμάραντο
σε τι γκρεμνό φυτρώνει,
Τον τρων τα ’λάφια και ψοφούν
τ’ αρκούδια κι ημερεύουν.

Συντρόφοι μη μ’ αφήσετε
σε τούτον έρμο τόπο,
εδώ ’ν’ αγρίμια να με φαν
κι αρκούδια να με σχίσουν,
εδώ ’ναι φίδια με φτερά
με δεκοχτώ κεφάλια.

Με τας νέας όμως επαρχίας εγίναμε πλούσιοι αρκουδοπαραγωγοί. Τα Ηπειρωτικά όπως και τα Μακεδονικά ορεινά δάση κρύβουν αρκετόν πλήθος. Εν­νοείται, ότι καμμίαν αξίαν δεν προσθέτουν εις την γουνοπαραγωγήν μας, διότι η άσπρη αρκούδα, της οποίας έχει αξίαν το δέρμα, είναι σπάνιον φαινόμενον εις την Βαλκανικήν. Πού και πότε να ξεκόψη καμμία από την Ρωσσίαν.
Έχομεν λοιπόν μόνον το βάσανόν των, βάσανον της βλαστήσεως, εν μέρει της στάνης, αλλά μέγα βάσανον για τα μελισσομάντρια, διότι το μέλι είναι η μεγάλη αδυναμία της και το μελισσοτρύγισμα το κύριον ταλάν της. Ως και η Αλεπού ακόμη της ανεγνώρισε αυτήν την ειδικότητά της.
Μια φορά είχαν κάμει συντροφιά για να χαλούν μελίσσια. Η Αλεπού είχε τη βάρδια κι η Αρκούδα το χάλασμα της κυψέλης. Έτρωγεν όσο ήθελε και όταν έφευγε, έπαιρνε μαζί της ένα κομμάτι για κείνην αλλά μετ’ ολίγον η Αλεπού επίστεψεν, ότι μπορεί να χαλάση και μόνη της μελίσσια.
Επήρε λοιπόν τα Αλεπόπουλα, τα έβαλε στα κα­ραούλια (σκοπούς) και διηυθύνθη μόνη της στο μελισσομάντρι. Αλλά συνηθισμένη από τα κοτέτσια, ήρχισε ν’ αναποδογυρίζη ένα ένα τα μελίσσια· πετάχτηκαν σύννεφα οι μέλισσες, της έζωσαν το κορμί της ως την ουρά και δεν είδε από ποια πόρτα έφυγε. Άμα έφθασε στα παιδιά της είπε:
- Πάμε, παιδιά μου, δεν είμαστε για μεγάλες δου­λειές εμείς σαν την Αρκούδα. Είμαστε μόνον για καραούλια καλοί....
Για ποια μεγάλη δουλειά δεν είναι άξια η Αρ­κούδα; Δαμάζει θηρία, σκαρφαλώνει στα πλέον υψηλά δένδρα για να φάη καρπούς, πετροβολά με θαυμασίαν δεξιότητα και μόνον μίαν αδυναμίαν της ευρήκαν οι βοσκοί του Ζαγορίου, όπως μου έλεγαν: Τη φωτιά.
Άμα ιδή δαυλί, φεύγει σαν η Αλεπού τα μελίσσια. Αν οι βοσκοί δεν έχουν αναμμένη φωτιά τσακμακίζουν τα στουρνάρια τους και την προγγούν με τις σπίθες! Πώς αυτό το παντοδύναμο και άτρομο ζώο επήρε με τόσο φόβο τη φωτιά; Να της θυμίζη το σπίτι της, τουτέστι την πεθερά της;

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/














ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ (13 Σεπτεμβρίου 1908 - Αθήνα 14 Φεβρουαρίου 1987)

 


Ο Κάρολος Κουν του Ερρίκου, ήταν κορυφαίος Έλληνας θεατρικός σκηνοθέτης.
Φοίτησε στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης και σπούδασε αισθητική στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Το 1929 διορίστηκε καθηγητής αγγλικών στο Κολλέγιο Αθηνών. Η πρώτη του εμφάνιση ως σκηνοθέτη ήταν στο Τέλος του ταξιδιού του Σέριφ και με μαθητές του, από το Κολλέγιο, παρουσίασε έργα του Αριστοφάνη (Όρνιθες, Βάτραχοι, Κύκλωπας, Πλούτος) και του Σαίξπηρ (Όνειρο Θερινής Νυκτός). Ίδρυσε τη Λαϊκή Σκηνή (1934-36) και συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους (Κατερίνας, Κοτοπούλη, κ.ά.).


Το 1942 ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης όπου και ανέβασε Ίψεν, Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, Πιραντέλλο και μετά την απελευθέρωση για πρώτη φορά στην Ελλάδα Λόρκα, Τένεσι Ουίλιαμς, Μίλερ κ.ά. Επίσης το ίδιο έτος (1942) ίδρυσε τη Δραματική Σχολή του θεάτρου του, στην οποία μαθήτευσαν οι σημαντικότεροι σκηνοθέτες και ηθοποιοί της μεταπολεμικής γενιάς.
 Οικονομικές όμως δυσχέρειες ανάγκασαν το Θέατρο Τέχνης να διαλυθεί (1949) το οποίο άνοιξε πάλι το 1954 σε μορφή κυκλικού θεάτρου. Τη περίοδο εκείνη (1950-53) ο Κουν συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, σκηνοθετώντας Τσέχοφ (Ο θείος Βάνιας, Οι τρεις αδερφές), Πιραντέλο (Ερρίκος Δ΄), κ.λπ.
  Με μαθητές της Δραματικής Σχολής του όταν συγκρότησε και πάλι το 1954 το Θέατρο Τέχνης, με τη μορφή κυκλικού θεάτρου, εκτός τους παλαιούς συγγραφείς ο Κουν παρουσίασε τα καινούργια ρεύματα του ξένου μεταπολεμικού θεάτρου (ΜπρεχτΙονέσκοΜπέκετΠίντερΝτάριο Φο, Αραμπάλ κ.ά.) και παράλληλα παρουσίασε έργα πολλών νέων Ελλήνων προικισμένων συγγραφέων - Σεβαστίκογλου, Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, Σκούρτη, Αναγνωστάκη και Ευθυμιάδη επιστρέφοντας σε έργα των αρχαίων τραγικών και του Αριστοφάνη.

  Από το 1957 ανεβάζει αρχαίο δράμα, αρχικά στο θέατρό του παρουσίασε τον Πλούτο και το 1959 τους Όρνιθες του Αριστοφάνη, που θεωρήθηκε παράσταση-σκάνδαλο λόγω της πρωτοποριακής της μορφής, και στη συνέχεια στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, για να συνεχίσει στο "Θέατρο των Εθνών" του ΠαρισιούΛονδίνοΖυρίχηΜόναχοΜόσχαΛένινγκραντΒαρσοβίαΒενετία, Φεστιβάλ Βιέννης, Διεθνές θεατρικό Φεστιβάλ Βελιγραδίου, Ελληνική Εβδομάδα του Ντόρτμουντ, Φεστιβάλ Φλάνδρας και σκανδιναβικές πρωτεύουσες με τα έργα "Όρνιθες", "Πέρσες", "Επτά επί Θήβας", "Αχαρνής", "Οιδίπους Τύραννος", "Λυσιστράτη", "Βάκχες" και "Ειρήνη".
Επίσης, παρουσίασε έργα ξένων συγγραφέων, όπως των Ουάιλντερ (Μικρή μας πόλη), Σαρτρ (Κεκλεισμένων των θυρών), Πάτρικ (Αυγουστιάτικο φεγγάρι), Ουίλιαμς (Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, Τριαντάφυλλο στο στήθος, Καλοκαίρι και καταχνιά), Μπρεχτ (Ο κύκλος με την κιμωλία, Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν), Ιονέσκο (Ρινόκερος), Μίλερ (Ο θάνατος του εμποράκου), Ο' Νιλ (Ο παγοπώλης έρχεται), Μπέκετ (Περιμένοντας τον Γκοντό), Πίντερ, Άλμπι, Αραμπάλ, Ζενέ, Βάις, κ.ά. Οι περισσότεροι μάλιστα απ' αυτούς τους συγγραφείς πρωτοπαρουσιάστηκαν στην Ελλάδα από το Θέατρο Τέχνης. Παράλληλα, σκηνοθέτησε έργα νέων Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, όπως των Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, Σκούρτη, Σεβαστίκογλου, Αρμένη, Λ. Αναγνωστάκη (Η αυλή των θαυμάτων, Αγγέλα, Η πόλη, Βαβυλωνία, κ.λπ.).


Απ' τα έργα που σκηνοθέτησε τα τελευταία χρόνια ξεχωρίζουν: Το παιχνίδι της σφαγής του Ε. Ιονέσκο (1970-71), Τρωίλος και Χρυσηίδα του Σαίξπηρ (1972-73), Ο τρόμος και η αθλιότητα του Γ΄ Ράιχ του Μπ. Μπρεχτ (1974-75), Τρεις αδερφές του Α. Τσέχοφ (1975-76), Η αληθινή απολογία του Σωκράτη του Κ. Βάρναλη (1976-77), Ο αυτόχειρ του Ν. Έρντμαν (1977-78), Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού του Ι. Καμπανέλλη (1978-79), Δάφνες και Πικροδάφνες των Δ. Κεχαΐδη - Ε. Χαβιαρά (1979-80), Το σόι του Γ. Αρμένη (1980-81), Το Πιστοποιητικό του Ν. Έρντμαν (1981-82), Το Πανηγύρι του Δ. Κεχαΐδη (1982-83), Θαμμένο παιδί του Σ. Σέπαρντ (1983-84), Ούτε κρύο ούτε ζέστη του Φ. Κρετς (1984-85), Ριχάρδος Γ΄ του Σαίξπηρ (1985-86), Εσωτερικές φωνές του Ε. ντε Φιλίππο (1986-87), Ο ήχος του Όπλου της Λ. Αναγνωστάκη (1986-87). Το Θέατρο Τέχνης συμμετείχε σε πολλά ελληνικά (Αθηνών, Επιδαύρου, Φιλίππων κ.ά.) και ξένα (Λονδίνου, Παρισιού, Μονάχου, Βιέννης κ.ά.) φεστιβάλ.
Το 1984 το ελληνικό κράτος παραχώρησε έναν χώρο στην Πλάκα, για την ανέγερση του θεάτρου Κ. Κουν.
Τιμήθηκε με το παράσημο Φοίνικα, το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο Θεάτρου των Εθνών. Με τη διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε λίγες μέρες μετά το θάνατό του τον Φεβρουάριο του 1987, κληροδότησε τον τίτλο Θέατρο Τέχνης στους Γ. Λαζάνη, Μ. Κουγιουμτζή και Γ. Αρμένη με την προτροπή να συνεχίσουν τη συνεργασία τους στο Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν.

 από http://www.ethnos.gr/default.asp?catid=22733

 Έγραψε τις μελέτες "Η αρχαία τραγωδία-κωμωδία" και "Ο σκηνοθέτης και το αρχαίο δράμα". Υπήρξε γεγονός πως ως σκηνοθέτη τον Κουν απασχολούσε το σύγχρονο νεοελληνικό έργο, η νεοελληνική θεατρική παράσταση, το αρχαίο δράμα και το κλασσικό θέατρο σε σύγχρονη απόδοση.
Ο Κάρολος Κουν ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (οδό Λυκαβηττού) και μιλούσε επίσης αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


                      δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΗ

 Ένας από τους λαμπρότερους μαθηματικούς, έχει ουσιαστικά εμπλουτίσει και επηρεάσει αποφασιστικά την επιστήμη. Ένας άνδρας με ασυνήθιστη και πλατιά παιδεία, ως ανήκων στο Ελληνικό έθνος με το υψιπετές πνεύμα του και την ουσιαστική αναζήτηση της γνώσης, συνέχισε την παράδοση και την κληρονομιά της κλασικής Ελλάδος 

(ακαδημαϊκός Oscar Perron). 



Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή  (Βερολίνο, 13 Σεπτεμβρίου 1873 – Μόναχο, 2 Φεβρουαρίου 1950)   ήταν κορυφαίος σύγχρονος Έλληνας μαθηματικός που διακρίθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Καραθεοδωρή ήταν γνωστός εκτός Ελλάδας ως Constantin Carathéodory και συχνά αναφέρεται (λανθασμένα) ως Καραθεοδωρής. Το επιστημονικό έργο του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή επεκτείνεται σε πολλούς τομείς των Μαθηματικών, της Φυσικής και της Αρχαιολογίας. Είχε σημαντικότατη συνεισφορά ιδιαίτερα στους τομείς της πραγματικής ανάλυσης, συναρτησιακής ανάλυσης και θεωρίας μέτρου και ολοκλήρωσης.



Οι γονείς του  Στέφανος και  Δέσποινα  

Ο Κ.Καραθεοδωρή γεννήθηκε στο Βερολίνο στις 13 Σεπτεμβρίου του 1873. Ο πατέρας του Στέφανος (Φαναριώτης) η γενέτειρά είναι το Μποσνοχώρι της Ανδριανούπολης της Ανατολικής Θράκης, ήταν διπλωμάτης της Οθωμανικής κυβέρνησης, έτσι η οικογένεια του έζησε κυρίως στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Το 1975 ο πατέρας του τοποθετήθηκε πρεσβευτής της Τουρκίας στις Βρυξέλλες. Σε ηλικία 6 ετών χάνει την μητέρα του και την ανατροφή του και της 8χρονης αδελφής του Ιουλίας αναλαμβάνει η γιαγιά του Ευθαλία Πετροκοκκίνου. Σπουδάζει όπως ο ίδιος γράφει 2 χρόνια στο ιδιωτικό σχολείο Βάντερστοκ, 2 χρόνια ζει για λόγους υγείας στην Γαλλική και Ιταλική Ριβιέρα και μετά πήγε 1 χρόνο σε Βελγικό γυμνάσιο, μέχρι το 1891 σπούδασε στο Athenee Royal d' Ixelles, το 1890 και 1891 πήρε μέρος σε μαθηματικούς διαγωνισμούς που διεξάγονταν μεταξύ των μαθητών όλων των γυμνασίων του Βελγίου και πήρε και στις δύο φορές το πρώτο βραβείο, την δεύτερη μάλιστα πήρε μόνο αυτός βραβείο, διότι δεν έλυσε τις ασκήσεις κανείς άλλος. Το 1891 μετά από εξετάσεις γράφτηκε στην στρατιωτική σχολή Ecole Militaire de Belgique στο τμήμα των μηχανικών σαν αλλοδαπός μαθητής, απoφοιτεί το 1895 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του μηχανικού, τον βαθμό διατήρησε μια ημέρα γιατί ήταν αλλοδαπός. 

Ο Κωνσταντίνος δέκα χρόνων


Τον Ιούλιο του 1895 ο θείος του Αλέξανδρος Καραθεοδωρή που ήταν γενικός διοικητής της Κρήτης τον προσκαλεί στα Χανιά όπου γνωρίζει τον Ελευθέριο Βενιζέλο με τον οποίο θα τον συνδέσει μια μακροχρόνια φιλία. Ακολούθως επισκέπτεται την Λέσβο, όπου ο μηχανικός εξάδελφός του Ιάκωβος Αριστάρχης πραγματοποιούσε έργα οδοποιίας και μετά πάει στην Σάμο. Τον πόλεμο του 1897 τον παρακολουθεί από την Αθήνα και το επόμενο έτος προσλαμβάνεται από αγγλική εταιρεία σαν βοηθός μηχανικός για την κατασκευή του φράγματος του Ασουάν, όπου και έμεινε 2 χρόνια εκεί μεταξύ των άλλων μυήθηκε σε θέματα αρχαιολογίας. Αλλά πήρε και την απόφαση να σπουδάσει μαθηματικά και, αφού εγκατέλειψε την εργασία του, πήγε σε ηλικία 27 ετών στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και γράφτηκε στο μαθηματικό τμήμα. Το 1902 σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Γκέτιγκεν κοντά στους Φ.Κλάιν και Ν.Χίλμπερτ, εκεί τελείωσε τις σπουδές του και έκανε την διατριβή του με άριστα, σε 9 μήνες παρουσίασε την υφηγεσία του που γίνηκε δεκτή από ακροατήριο με παρατεταμένα χειροκροτήματα, έτσι το 1905 έγινε υφηγητής στο Γκέτινγκεν, ενώ ήταν ακόμα στο 9ο εξάμηνο σπουδών του. Έκτοτε ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Ευρώπης. 

Με τα ξαδέλφια του στην Κωνσταντινούπολη

Η πρώτη επαφή του με την ελληνική πραγματικότητα
    Το 1908 ζήτησε από την Ελληνική πολιτεία εργασία στο Πανεπιστήμιο ή στην σχολή Ευελπίδων, οι αρμόδιοι του απάντησαν ότι θα μπορούσε να διοριστεί μόνο ελληνοδιδάσκαλος σε επαρχιακό σχολείο και τίποτα παραπάνω! Έφυγε απογοητευμένος στην Γερμανία όπου και έγινε τακτικός καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Ανόβερου, 2 χρόνια αργότερα τακτικός καθηγητής στο Πολυτεχνείου του Μπρεσλάου. Επιτέλους οι Έλληνες ξυπνούν και το 1911 η Ελληνική κυβέρνηση τον καλεί να μετάσχει στην κριτική επιτροπή των υποψηφίων καθηγητών της Φυσικομαθηματικής σχολής. Ο Καραθεοδωρή που ποτέ δεν έπαψε να ενδιαφέρεται και να αγαπά την Ελλάδα δέχεται. Το 1913 προτείνει να δημιουργηθεί το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, η ιδέα προχωράει, αλλά το 1914 αρχίζει ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος. Τα χρόνια που ακολουθούν επιτυγχάνει στην Γερμανία και καταλαμβάνει την μία μετά την άλλη θέση. Επισκέπτεται το ένα μετά το άλλο τα Πανεπιστήμια, από τα οποία δέχεται προσκλήσεις να διδάξει και στην Αμερική. αλλά και στην Ευρώπη. Κατά την άνοδο ναζισμού, τον μεσοπόλεμο, φυγαδεύει πολλούς Εβραίους κυρίως επιστήμονες στην Αμερική. Πέθανε το 1950 και τάφηκε στο νεκροταφείο του Μονάχου. 

Φωτογραφία μετά από το διεθνές συνέδριο. Ο Καραθεοδωρή μαζί με τον πατέρα του, την αδελφή του και το γαμπρό του Γεώργιο Στρέιτ.



Οργανωτής του Πανεπιστημίου της Σμύρνης
Όταν η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να φτιάξει δεύτερο Πανεπιστήμιο στην Σμύρνη που είχε απελευθερώσει από τις 2-5-1919, υπέβαλε παράκληση στον Κ.Καραθεοδωρή να γίνει τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα να οργανώσει το Πανεπιστήμιο της Σμύρνης. Ο Καραθεοδωρή, από φιλοπατρία μόνο, δέχεται την πρόταση του Ελ.Βενιζέλου, εγκαταλείποντας την λαμπρή καριέρα του. Το Πανεπιστήμιο θα περιελάμβανε: 

· Γεωπονικής και Φυσικών επιστημών 
· Ανατολικών γλωσσών και πολιτισμού 
· Σχολή δημοσίων υπαλλήλων 
· Εμπορική 
· Χωροσταθμών και εργοδηγών 
· Μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο 
· Ινστιτούτο υγιεινής 
· Δημόσια βιβλιοθήκη. 
Ήδη αγοράστηκαν σπουδαία συγγράμματα που στάλθηκαν στην Σμύρνη σε 36 μεγάλα κιβώτια, που αργότερα προστέθηκαν και άλλα σπάνια βιβλία σχετικά με την Μ.Ασία.

 
Εν τω μεταξύ βρέθηκαν άξιοι καθηγηταί για την επάνδρωση των σχολών όπως: 
ο Γεώργιος Ιωακείμογλου καθηγητής Πανεπιστημίου Βερολίνου για την έδρα της Μικροβιολογίας. 
· ο επί 12ετία υπάλληλος της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Βερολίνου δρ. J.Ausserer (ο οποίος ήξερε και Τούρκικα). 
· ο Φρίξος Θεοδωρίδης διπλωματούχος του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης για την έδρα της Φυσικής. 
· ο Π.Κυρόπουλος για πολλά χρόνια βοηθός του σπουδαιότερου φυσικοχημικού της εποχής Α.Tamann για την έδρα της Χημείας. 
· ο Θεολόγος Κεσίσογλου από την Καισάρεια με σπουδές στο Βέλγιο και είχε οργανώσει γεωργικές σχολές στην Κίνα, Κολομβία και Ουραγουάη με αξιόλογο συγγραφικό έργο, για την έδρα Αγρονομικής Επιστήμης. 
· ο Ε.Πάσκεβιτς για μηχανουργός για την οργάνωση εργαστηρίων. 
· ο Νικόλαος Κριτικός, που τότε υπηρετούσε στην μεραρχία Κυδωνιών, για γραμματέας του Πανεπιστημίου. 
· η Κ.Γιωτούλα στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Πανεπιστημίου. 

Δηλαδή όρισε ότι καλύτερο ήταν διαθέσιμο στην Ευρώπη από προσωπικό για το Πανεπιστήμιο που ονόμασε ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ. Όταν καταστράφηκε το Μικρασιατικό όνειρο, συντεταγμένα φυγάδεψε το υλικό της σχολής, που θα ήταν το στολίδι της Ανατολής, πήρε το κλειδί, το οποίο συμβολικά αργότερα παρέδωσε στον Ν.Πλαστήρα, και έφυγε από την πόλη από τους τελευταίους, με κίνδυνο ένας τέτοιος επιστήμονας να πέσει στα χέρια των Τούρκων. Τα βιβλία και τα όργανα του πανεπιστημίου της Σμύρνης φυλάσσονται στο μουσείο του Πανεπιστημίου των Αθηνών. 

το πανεπιστήμιο της Σμύρνης

Ο αναδιοργανωτής των Ελληνικών Πανεπιστημίων

Το 1930 η Ελληνική κυβέρνηση ζήτησε να οργανώσει το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, πάντα πρόθυμος στα καλέσματα της πατρίδας ήρθε στην Αθήνα και για 2 χρόνια έφτιαξε μελέτη που αποτέλεσε την βάση του Ν. 5343/32. 

Ο χαρακτήρας του από διηγήσεις

Χαρακτηριστικά στοιχεία του Κ Καραθεοδωρή: Πηγαία και άδολη ευγένεια, σεμνότητα, μετριοφροσύνη, πραότητα, χιούμορ, αξιαγάπητος και γλυκομίλητος, πατριώτης λάτρης της μεγάλης Ελλάδος και των ελληνοχριστιανικών ιδεωδών, ευσεβής Χριστιανός, εξαίρετος άνθρωπος, με ανατροφή ελληνοπρεπή. 

· Στις 10-12-1923 δίδασκε σε πρωτοετείς φοιτητές, οι οποίοι παρακολουθούσαν αδιάφορα, ένας φοιτητής γιος ναυάρχου κληρονόμος μεγάλης περιουσίας τον διέκοψε με την φράση Noch ein mal (ακόμα μια φορά). Τότε ο ήρεμος και ευγενέστατος αυτός άνθρωπος κυριολεκτικά εξεμάνη και κραυγάζοντας «Είμαι Έλλην, είμαι Έλλην» βγήκε από το αμφιθέατρο. 

· Την περίοδο 1938-1944 περιορίστηκε μόνο στην επιστημονική του εργασία, αρνήθηκε να υπηρετήσει το ναζιστικό καθεστώς και δεν έκρυβε την αντίθεσή του προς τον ναζισμό.

·Κατά την διάρκεια του πολέμου όταν οι σειρήνες κτηπούσαν συναγερμό ποτέ δεν διέκοπτε την εργασία του για να πάει σε καταφύγιο. 
·Το 1922 μετά την Μικρασιατική καταστροφή εισηγείται την ίδρυση του Πανεπιστημίου με την ονομασία Πανεπιστήμιο του Αιγαίου με έδρα την Μυτιλήνη ή την Σάμο, σκέψη που πραγματοποιήθηκε πολλές δεκαετίες αργότερα. 
·Αρνήθηκε την πρόσκληση του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ γιατί δεν ήθελε να «αμερικανοποιηθούν» τα παιδιά του Δέσποινα και Στέφανος. 

· Όταν μιλούσε για το θεώρημα Καραθεοδωρή έλεγε «σύμφωνα με το θεώρημα που έχω την τιμή να φέρω το όνομα του». 
· Κάθε φορά που μάθαινε ότι στο Πανεπιστήμιο που δίδασκε φοιτούσε Έλληνας, τον καλούσε στο σπίτι του και πατριωτικό και πατρικό ενδιαφέρον του παρείχε πάσα δυνατή διευκόλυνση, στις συνομιλίες του εξεφράζετο με θαυμασμό για την αιωνία Ελλάδα, για τις προόδους της και τις επιτυχίες στους διαφόρους πολέμους. 
· Στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, αν και έμενε στην Γερμανία, αρνήθηκε να υπογράψει μανιφέστο υπέρ των θέσεων του Γερμανικού μιλιταρισμού, προέβλεψε την ήττα της Γερμανίας, πίστευε στην είσοδο της Ελλάδος με την Αντάντ και μιλούσε με θαυμασμό για τον Ελληνικό στρατό που τον θεωρούσε καλύτερο του Πρωσσικού.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Κλάρα Σούμαν - Clara Schumann ( 13 Σεπτεμβρίου 1819 – 20 Μαΐου 1896 )

 

Η Κλάρα Σούμαν (Clara Josephine Schumann, 13 Σεπτεμβρίου 1819 – 20 Μαΐου 1896) ήταν Γερμανίδα πιανίστρια και συνθέτρια. Ήταν σύζυγος του συνθέτη Ρόμπερτ Σούμαν
Γεννήθηκε στη Λειψία, από πατέρα μουσικό (Friedrich Wieck) και μητέρα τραγουδίστρια και πιανίστα (Marianne Troplitz). Οι γονείς της χώρισαν το 1824. Την ανατροφή της ανέλαβε ο αυστηρός και απαιτητικός πατέρας της, ο οποίος, όταν ανακάλυψε το εξαιρετικό μουσικό ταλέντο της, φρόντισε να το καλλιεργήσει και την κάνει διάσημη ως παιδί-θαύμα. Την δίδασκε ο ίδιος, επέβλεπε και διοργάνωνε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις της και καθόριζε το ρεπερτόριό της. Η πρώτη της εμφάνιση στο κοινό έγινε το 1829, σε κομμάτι για τέσσερα χέρια, μαζί με μια άλλη μαθήτρια. Έκτοτε έκανε πολλές περιοδείες στη Γερμανία και στο εξωτερικό.
Καθοριστική για την εξέλιξη της ζωής της ήταν η γνωριμία της με τον Ρόμπερτ Σούμαν. Ο νεαρός τότε συνθέτης ήταν μαθητής του Wieck και μάλιστα για ένα διάστημα έμενε και στο σπίτι του. Εκείνος ήταν τότε 20 ετών και η Κλάρα 11. Η σχέση τους ξεκίνησε όταν η Κλάρα ήταν 16 ετών. Ο πατέρας της δεν αποδέχθηκε τον δεσμό και επέβαλε τον χωρισμό του ζευγαριού. Πίστευε ότι ο γάμος θα ήταν εμπόδιο στην καριέρα της κόρης του και επιπλέον θεωρούσε τον Σούμαν ακατάλληλο, επειδή ήταν πολύ νέος και δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να ακολουθήσει καριέρα πιανίστα εξαιτίας ενός τραυματισμού στο δεξί χέρι.
Παρά την απαγόρευση της σχέσης το ζευγάρι συνέχισε να αλληλογραφεί κρυφά και τελικά το 1839 έκανε αίτηση στο δικαστήριο της Λειψίας, ζητώντας είτε να υποχρεώσει τον Wieck να δώσει την άδειά του είτε να επιτρέψει να γίνει ο γάμος χωρίς την άδειά του. Το δικαστήριο έδωσε την άδεια τον Αύγουστο του 1840 και τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς έγινε ο γάμος.
Για την Κλάρα ο γάμος αυτός σήμαινε την απελευθέρωση από τον αυταρχικό πατέρα, δεν την απάλλαξε όμως από τα προβλήματα. Είχε βέβαια πλέον τη δυνατότητα να επιλέγει το ρεπερτόριό της (άρχισε να μελετά τα έργα των Μπετόβεν, Μπαχ, Σοπέν), ο σύζυγός της όμως δεν ήταν υπέρ της συνέχισης της σολιστικής καριέρας της. Αρχικά περιόρισε τις ώρες μελέτης της για να μην ενοχλεί τον Σούμαν και επιπλέον οι πολλές εγκυμοσύνες (απέκτησαν οκτώ παιδιά) προκαλούσαν περισσότερες δυσκολίες.
Robert Schumann -  Clara,
1847
Αργότερα όμως άρχισε ξανά τις περιοδείες με πολύ μεγάλη επιτυχία. Αυτό το επέβαλε η οικονομική κατάστασή τους αλλά και η ανάγκη να ερμηνεύει τα έργα του Σούμαν, αφού εκείνος εξ αιτίας του τραυματισμού του δεν μπορούσε να παίξει πιάνο. Αυτό το γεγονός προκαλούσε βέβαια και τη ζήλεια του συνθέτη για τη μεγάλη επιτυχία της συζύγου του.
Η χρονιά 1854 ήταν πολύ δύσκολη για το ζευγάρι: Ο Σούμαν παρουσίασε ψυχικές διαταραχές, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στον Ρήνο και τελικά νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική μέχρι το 1856, όταν πέθανε. Αιτία της ασθένειάς του ήταν η σύφιλη.
Μετά τον θάνατο του συζύγου της η Κλάρα συνέχισε τις επιτυχημένες περιοδείες. Παράλληλα δίδασκε πιάνο και εξέδιδε τις συνθέσεις του Σούμαν. Έδωσε την τελευταία της συναυλία το 1891 σε ηλικία 71 ετών. Πέθανε το 1896 έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Αδιευκρίνιστη παραμένει η σχέση της με τον συνθέτη Γιοχάνες Μπραμς, μετά τον θάνατο του Σούμαν. Ο νεαρός Μπραμς γνώριζε το ζεύγος Σούμαν από το 1853 και ο Σούμαν είχε παρουσιάσει το έργο του στο μουσικό περιοδικό που διηύθυνε. Από το 1854 οι σχέσεις του Μπραμς με την Κλάρα έγιναν αρκετά στενές και όπως μαρτυρείται από την αλληλογραφία τους, ο συνθέτης ήταν ερωτευμένος μαζί της.



Έργο

Ο Friedrich Wieck μερίμνησε ώστε η Κλάρα να παρακολουθήσει από νωρίς μαθήματα σύνθεσης. Τα μαθήματα αυτά βέβαια δεν ήταν πολύ εντατικά και στα πρώτα της έργα παρατηρήθηκε απουσία θεωρητικής υποδομής. Η σύνθεση πιθανότατα δεν ήταν στις προτεραιότητές της και γι' αυτό δεν συνέθεσε άλλα έργα μετά το 1856.

Το έργο της περιλαμβάνει:
Κοντσέρτο για πιάνο op.7 (1833-1835)
Τρεις romances για βιολί και πιάνο op. 22
Τρίο για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο op. 17
Lieder με συνοδεία πιάνου
πολλά κομμάτια για σόλο πιάνο, όπως romances, scherzi, παραλλαγές κ.α.







Adolph von Menzel -  Clara Schumann and Josep Joachim in concerto