Πεζογράφος και ποιητής των αρχών του αιώνα μας, που ανήκει στη λεγόμενη ηθογραφική σχολή του Κρυστάλλη. Γεννήθηκε στο χωριό Γρανίτσα της Ευρυτανίας και καταγόνταν από οικογένεια αγωνιστών. Από πολύ νέος διακρίθηκε για την έφεσή του στα Γράμματα και το ήθος του. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο στην Άρτα, ήρθε στην Αθήνα, το 1899, και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα άρχισε ν’ ασχολήται με τη δημοσιογραφία. Τα πρώτα αξιόλογα δημοσιεύματά του φάνηκαν απ’ τις σελίδες του περιοδικού «Παναθήναια», ώσπου τελικά έγινε αρχισυντάκτης του «Χρόνου».
Στα 1911, μόλις ενηλικιώνεται, εκλέγεται βουλευτής Ευρυτανίας και παίρνει μέρος σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός στον πόλεμο του 1912-13. Μετά τον πόλεμο άρχισε να δημοσιεύη στην «Εστία» τη σειρά των πεζογραφημάτων που τον έκαναν γνωστό και που για μισόν αιώνα αργότερα υπήρχαν σ’ όλα τα σχολικά μας αναγνώσματα: είναι τα περίφημα «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου». Ο Στεφ. Γρανίτσας πέθανε νέος πολύ, από μιά επιδημία τύφου που τον προσέβαλε στην Καλαμάτα, το καλοκαίρι του 1915, όταν πήγε να δη έναν αδελφό του εγκατεστημένο εκεί. Τα πεζογραφήματα αυτά συγκεντρώθηκαν αργότερα και κυκλοφόρησαν σ’ έναν τόμο το 1921. Μεγάλο μέρος από το υπόλοιπο έργο του παραμένει εγκατεσπαρμένο στις εφημερίδες της εποχής. Ο Γρανίτσας έγραψε ακόμη και μιά θεατρική ηθογραφία, με τίτλο «Ο Μήτσελος» που ανέβηκε στο θέατρο «Ομονοίας».
Η προσωπικότητα του Στέφανου Γρανίτσα, οι γνώσεις του και το λογοτεχνικό του ταλέντο υπόσχονται πολλά για την αναγεννημένη Ελλάδα, μετά την Επανάσταση του 1909. Ήταν τόσες οι πληροφορίες του για την αγροτική ζωή και τις ανάγκες της ελληνικής επαρχίας, που ο Έλ. Βενιζέλος (ο Γρανίτσας ήταν βουλευτής του) του ανάθεσε τη σύνταξη όλων των αγροτικών νομοσχεδίων. Σαν λογοτέχνης ο Γρανίτσας έφερε μιάν αγροτική δροσιά, την καθαρότητα του βουνήσιου αγέρα στην αποπνιγμένη απ’ την καθαρεύουσα Λογοτεχνία μας. Ο Παύλος Νιρβάνας τον χαρακτήριζε «ο πεζογράφος Κρυστάλλης», κι ο Βλάσης Γαβριηλίδης έλεγε για τα χρονογραφήματα του Γρανίτσα: «Τα ρουφάω σαν δροσιστικό κάθε πρωί».
Δ.Π. ΚΩΣΤΕΛΕΝΟΣ / ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ / ΕΚΔΟΣΕΙΣ Κ. ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΥ / ΑΘΗΝΑ / 1976
ΠΟΙΗΜΑ - Απριλιάτικο βράδυ
Απόψε λες και γιόμισαν την κάθε βρύση μάγια
κι ήπιαν οι ράθυμοι βοσκοί κι αγάλιασαν τα πλάγια
χορός στο κάθε ανάραχο, αχός στο κάθε ρέμα
χίλιες μορφές υφαίνονται σε μεταξένιο γνέμα
πάνω στους λόγγους τους γλαρούς και στων γκρεμών τ’ απόσκια
και τα ‘λιοβασιλέματα στερνοφιλούν τα μόσκια.
‘Ως και τα κυπροκούδουνα κ’ οι γκιώνηδες κ’ οι γρύλλοι
εμέθυσαν απ’ τη χαρά τ’ αποψινού τ’ Απρίλη
κ’ εσώπασαν το κλάμα τους το πικρολάλημά τους,
να τραγουδήσουν οι καλοί τις νιες στο πέρασμά τους
απ’ τα ψηλά τα διάσελα στ’ ανάρια μονοπάτια,
με το γοργό περπάτημα, τα χαμηλά τα μάτια.
ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΓΟΥ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το βιβλίον αυτό μας φέρνει εις τας δροσεράς και βαθείας πηγάς της ζωολογικής επιστήμης. Την ζωολογίαν την έκαμαν οι γεωργοί, οι κυνηγοί και οι ψαράδες. Υποθέσατε, ότι κάποιος εξ αυτών, με μνήμην ακριβή, με συνείδηαιν, με βλέμμα καθαρόν και γοργόν, με ποίησιν, με ακίνδυνον φανταοίαν και με αγαθήν ειρωνείαν, αποφασίζει να μας διηγηθή, εμπρός εις πελωρίαν φωτιά του χειμώνος, τας γνωριμίας του με τα ζώα, ό,τι ξεύρει το μάτι του, η αφή του, η ακοή του δια τους κατωτέρους αδελφούς του ανθρώπου. Αυτός είναι ο Γρανίτσας. Άνθρωπος του υπαίθρου με ανεπτυγμένην την επιστημονικην περιέργειαν, στήνων δόκανα και παραμονεύων εις την λόχμην. Ηθέλησε να ιδή ο ίδιος, ν’ ακούση ο ίδιος τα ζώα, να θησαυρίση τας γενικεύσεις που έκαμαν ολόκληροι γενεαί δι’ αυτά. Και πραγματικώς είδε και ήκουσε. Διηγείται και παριστάνει ωσάν άνθρωπος της φύσεως διαθέτων οξυτάτας αισθήσεις. Εις τας σελίδας του υπάρχει ένας θησαυρός από παρατηρήσεις παρθένους και ωραίας. Είναι πιθανόν η λαϊκή παράδοσις, την οποίαν τόσον προσέχει, να έρχεται κάποτε εις αντίφασιν με τα αυστηρά πορίσματα της ζωολογίας. Πιθανόν να εισέδυσαν εδώ πλάνοι, τας όποιας η επιστήμη είναι ελευθέρα να απορρρίψη ή να αναιρέση. Εν πάσει όμως περιπτώσει αι σελίδες αυταί παρέχουν πλούσιον υλικόν εις την επιστήμην. Συγκεντρώνουν τας παρατηρήσεις ενός Έλληνος φυσιολάτρου επί του συνόλου των ζώων που συντηρεί η Στερεά Ελλάς, επί της ελληνικής faune. Μας παρουσιάζουν πολύ από την ελληνικήν χλωρίδα με τον ζωικόν της κόσμον. Μας δίδουν ταυτοχρόνως άφθονον λαογραφικόν υλικόν. Είναι μία εργασία που εθεωρήθη ως ευεργεσία ενός ανθρώπου προς το κοινόν, όταν εδημοσιεύθη εις την «Εστίαν». Πρώτην φοράν λογογράφος Έλλην απεφάσιζε να ξυπνήση την κοινωνίαν από τον αστικόν της ύπνον, προσφέρων μέσα εις τα κομμωτήριά της ολόκληρον δάσος της Ευρυτανίας με τα τετράποδα και τα πτερωτά του.
Μεταξύ της μεγαλειώδους φύσεως και τον κοινού ο Γρανίτσας εφρόντισε να μη εμφανίση τον εαυτόν τον. Δεν έχει εδώ την φιλαρέσκειαν του συγγραφέως. Διηγείται για να εκθέση τας παρατηρήσεις του, να πληροφορήση και - ας ειπώ την τιμίαν αυτήν λέξιν - να ωφελήση. Απησχολημένος εις αυτό το αγαθόν έργον, παρεσύρθη εδώ και εκεί εις ταχυγραφίας και ανεμίχθηααν κάποτε εις τας σελίδας του δημοσιογραφικαί επικαιρότητες, όπου τώρα ξαφνίζουν δυσαρέστως. Ο θάνατος δεν τον αφήκε να ρίξη δεύτερον βλέμμα εις την ωραίαν συλλογήν τον. Μας παραδίδεται όπως εγράφη τότε. Αλλά τούτο δεν θα ελαττώση καθόλου την σημασίαν και την γοητείαν της ειλικρινούς αυτής εργασίας. Η λαογραφική ζωολογία του Γρανίτσα λάμπει ολόκληρος από το υγιές και δροσερόν γέλιο του. Εγράφη από συγγραφέα, ο οποίος δεν έχει πολύν σεβασμόν εις τονάνθρωπον, αλλά θεωρεί τα ζώα ως αδελφούς του αξίους πάσης υπολήψεως, οι οποίοι αν δεν κατέχουν το αριστοκρατικόν προνόμιον του λόγου, γνωρίζουν όμως να χαίρωνται και να λυπούνται και επί τέλους γνωρίζουν να σιωπούν. Ο γελαστός πεσιμισμός του λογογράφου, η κρυμμένη πικρία του, η αγαθότης του ευρήκαν εδώ μίαν ικανοποίησιν. Το καλλιτέχνημα της εξελίξεως, του ανθρώπου, το πλέον προχωρημένον των ζώων, αλλά και διά τούτο όχι ολιγώτερον ζώον, τον περιφέρει εις το δάσος διά να ιδή τους συγγενείς του που άφησε πίσω. Είναι ευτυχής όταν μας δείξη ότι τα ζώα του έχουν τας ιδικάς μας εγκεφαλικάς ευγενείας. Η Χαρά και η Λύπη, το ευχάριστον και το δυσάρεστον, αυτοί οι δύο κεφαλαιώδεις τύποι της συναισθητικότητος, οι οποίοι εδημιούργησαν τον πολιτισμόν μας, υπάρχουν και εις τα ζώα του Γρανίτσα. Η τέχνη; Διαβάστε το «Αηδόνι» του. Η ηθική; Και αυτήν ακόμη την γνωρίζει ο «Κότσυφάς» του, φιλάνθρωπος όσον όλαι ομού αι κυρίαι της αστικής τάξεως, όπως απέδειξεν η διήγησις του λοχαγού Μανωλίδη, ο οποίος τον έτρεφεν εις το κλουβί. Δεν μένει εις τον άνθρωπον παρά ο λόγος και η γραφή. Όλα τα άλλα τα έχομεν κοινά με τα ζώα. Ψαυόμεθα με αυτά, σκουντούμεθα μαζί των εις τον ατελεύτητον και θεοσκότεινον δρόμον μεταξύ ενστίκτου και νοήοεως.
Εις τον δρόμον αυτόν σκορπίζει στιγμιαίους και εντόνους φωτισμούς ο Γρανίτσας. Είναι ματεριαλιστής διατεθειμένος να τονίση ό,τι δυνατόν ή ωραίον δημιουργεί εις τα ζώα η ανάγκη να ζήσουν, η αντίδρααις κατά τον περιβάλλοντος. Και το κάμνει ο Γρανίτσας με όλον το κελάδημα της αγροτικής ευθυμίας του. Η ζούγκλα του έχει το σκεπτόμενον Μυστικτόν της, έχει τα συμφέροντά της και τα αισθήματα της, την σοφίαν της και την τέχνην της, τους πολιτισμούς της και τους αλτρουισμούς της. Εις κάθε ευκαιρίαν ο συγγραφεύς, ζωγραφίζων τα ζώα του, μας πληροφορεί, ότι ο διανοητικός μηχανισμός δεν είναι αποκλειστικόν προνόμιον του ανθρωπίνου εγκεφάλου. Το δάσος του έχει φωσφορισμούς ανθρωπινής νοήσεως. Αλλά και το άνθισμα της λαϊκής παραδόσεως, την οποίαν τόσον επρόσεξεν ο συγγραφεύς, γύρω εις τας ζωολογικάς παρατηρήσεις δίδει εις το βιβλίον αυτό εξαιρετικόν ενδιαφέρον και, χωρίς βλάβην της επιστήμης, δημιουργεί μίαν γοητευτικήν ισοπολιτείαν ανθρώπων και ζώων, πλήρη Αισωπικής σοφίας και μέθης.
Σπανίως άνθρωπος ανεζητήθη τόσον πολύ όσον ο Στέφανος Γρανίτσας. Κάνεις δεν θέλει να συνειθίση με τον θάνατόν του. Το πέρασμά του από τας Αθήνας αφήκε την χαρμόσυνον ανάμνησιν αγρίου και θαλερού δένδρου, το οποίον σαλεύει και πρασινίζει χίλια μέτρα υπέρ την θάλασσαν. Το δένδρον αυτό εσκόρπιζεν ημέραν και νύχτα εδώ εις την πρωτεύουσαν διηγήσεις διά τα θαυμάσια της φύσεως. Ολίγων λεπτών συνομιλία με αυτόν άφηνε φυσιολατρικήν χαράν εις τον ακροατήν. Την φιλολογίαν του δεν επρόφθασε να την γράψη, την είπεν όμως. Ήτο άσωτος εις αυτό. Εσκόρπιζε παντού το πλούσιον υλικόν που του έδωσεν η γέννησις και η ζωή του εις την κορυφήν της αγρίας Ευρυτανίας, εις την Γρανίτσαν των Απεραντίων. Εκεί επάνω ησθάνθη, εκεί επήρε τας εικόνας, τους τύπους, την ανάμνησιν των μαχών μεταξύ των στοιχείων, τας βιβλικάς σελίδας που μας διηγείτο. Εκεί επήρε την ρουμελιώτικην αγνότητα της ψυχής του. Η μουσικότης της πεζογραφίας του είναι και αυτή δώρον της πατρίδος του. Και εις το γέλιο των σελίδων του περί των ζώων δεν είναι δυνατόν παρά να αναγνωρίσωμεν τον ιδιαίτερον χαρακτήρα των συνδημοτών του Απεραντίων, ανθρώπων ιδιαιτέρως φημιζομένων εις τον νομόν Αιτωλοακαρνανίας διά την ιλαράν αντίληψιν που έχουν της ζωής. Με αυτά τα στοιχεία και με το πολύχρωμον τάλαντόν τον, ο Γρανίτσας ήτο για τους κύκλους που ευτύχησαν να τον γνωρίσουν μία ζωντανή λαογραφία. Εξεφράζετο με την γνωμικήν σοφίαν του λαού. Κατήντησε να ομιλή με λαϊκούς μύθους. Αντί γνώμης, για πολλά ζητήματα παρουσίαζεν ένα μύθον της Ευρυτανίας. Οι μύθοι του είτε απλοί, όπως τους έπαιρνεν είτε διασκευασμένοι από τον ίδιον, ήσαν εξαίσιοι. Χίλια άρθρα δεν λέγουν ό,τι ο μύθος του Γρανίτσα διά τον άγρυπνον σκύλον με το λυκοξύγκι, με τον οποίον εχαρακτήρισε το γλωσσικόν ζήτημα. Κατά τον ίδιον τρόπον εξεφράζετο για ολοκλήρους καταστάσεις, Ήτο ριζωμένος εις την ελληνικήν Γην. Εσυλλογίζετο αυτήν και εσκέπτετο δι’ αυτής. Αυτή τον απησχόλησε και ως πολιτευόμενον. Εις την Βουλήν ήτο ο πρώτος ασχοληθείς, με πρωτοτυπίαν και οξύτητα, εις τα πλουτοπαραγωγικά ζητήματα της ελληνικής γης. Ακόμη και εις τας σελίδας αυτάς τον παρακολουθούν αι παραγωγικαί του απασχολήσεις.
Δεν επρόφθασε να κάμη τίποτε από όσα ήθελε. Εχάθη αιφνιδίως. Εις την θλίψιν μας διά το δόλιον κτύπημα, είναι μία παρηγοριά, ότι έχομεν αρπάξει από τα χέρια του θανάτου, την λαογραφικήν αυτήν ζωολογίαν, όπου το οξύ και δροσερόν πνεύμα του κατασκοπεύει το μυστήριον της ζωικής φύσεως μέσα εις τα άγρια ελληνικά τοπία που το ελίκνισαν.
Ζ. Λ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
Η ΑΡΚΟΥΔΑ
Ιδού και ένα δημιούργημα της πεθεράς.
Η Αρκούδα.
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μια πεθερά που βασάνιζε τη νύφη της. Ο ελληνικός λαός δεν παραδέχεται καθόλου πως υπάρχει πεθερά κακή για τον γαμβρό της. «Ίσια ίσια γι’ αυτόν γεννάει κι ο κόκορας της πεθεράς αυγό».
Αν ιδής μάλιστα εις ένα σπίτι πεθερά, λέγει ο λαός, κοίταξε πως είναι σκουπισμένη η σκάλα, για να καταλάβης αν είναι πεθερά του ανδρός ή της γυναικός του. Αν είναι πεθερά του γαμβρού, τουτέστι μητέρα της νύφης, η σκάλα είναι κακοσαρωμένη. Από φόβο μήπως χαλάση τον πρωινόν ύπνο του γαμβρού και της κόρης της, ίσια, που εγγίζει τη σκούπα στα σανίδια. Αν είναι όμως μητέρα του γαμβρού, τότε χτυπάει τόσο δυνατά για να ξυπνήση τη νύφη της, ώστε κάνει τη σκάλα καθρέφτη.
Η λαϊκή κακογλωσσιά δεν δέχεται γεράματα της γυναικείας φιλαρεσκείας. Θα έχετε ακούσει, βέβαια, πως ρώτησαν μια φορά κάποια πεθερά αν θέλη μέλι ή γαμβρό και εκείνη απήντησε:
- Που έχω ’γω, παιδιά μου, δόντια για μέλι...
Η πεθερά λοιπόν, που εβασάνιζε τη νύφη της, έδωκε σ’ αυτήν ένα πρωί μαύρα μαλλιά για να πάη στη βρύση να τα πλύνη όσο το δυνατό να γίνουν άσπρα.
- Μπορεί, μάνα, τα μαύρα μαλλιά να γίνουν άσπρα;…
-Μπορεί και παραμπορεί… Η άξια γυναίκα ό,τι δε θέλει δεν μπορεί.....
Η νύφη πήρε τα μαύρα μαλλιά και πήγε στη βρύση. Έπλυνε, ξέβγανε αλλά τα μαλλιά έβγαιναν πάντα μαύρα. Έφτασε το βράδυ κι η νύφη απόκαμε:
-Τώρα, είπε, τι να κάμω;.... Όπου κι αν είναι θα κουβαληθή ο Ιούδας εδώ και θα με γέψη... Λυπήσου με, Παναγιά μου, κάνε με έν’ αγρίμι να την πνίξω άμα έρθη να με βασανίση....
Η Παναγία την εψυχοπόνεσε και την έκαμε αρκούδα.
-Τώρα, Παναγιά μου, είπε και σου την σιγυρίζω...
Παραμέρισε σε μια κουφάλα και περίμενε την πεθερά της. Εκείνη ήρθε και καθώς δεν είδε τη νύφη της δίπλα στα κανάλια, πήρε ένα ξύλο κι άρχισε να ψάχνη δεξιά και αριστερά στα πλατάνια. Την ώρα όμως που η Αρκούδα ήταν έτοιμη να της ριχθή και να την σχίση, εκείνη επρόλαβε και φώναξε:
-Αχ ετούτο τ’ αγρίμι έφαγε τη νυφούλα μου. ..
Κι έβαλε τέτοια κλάματα, ώστε η Αρκούδα είδε ή θάρρεψε πως την επονούσε στ’ αλήθεια. Και έτσι δεν την επήραξε, αλλά έφυγε στα βουνά».
Η παράδοσις είναι Ηπειρωτική. Θαύμα αβρότητος προς την πεθεράν εις τους μύθους του, εις τας παροιμίας του, εις τα τραγούδια του ο λαός αυτός. Ηπειρωτικοί είναι και αυτοί οι στίχοι:
Κι η σκύλα πεθερά σου
θέλει μαχαίρωμα
μες το ξημέρωμα!...
Έως τώρα την Αρκούδα την εγνωρίζαμε από τους πρώην συμμάχους μας και από τα δημοτικά τραγούδια:
Κι όπ’ εύρης λάφια σκότωσ’ τα
κι αρκούδια ημέρωσέ τα
κι όπ’ εύρης και τον άνδρα μου
ρίξε και σκότωσέ τον,
μη τον βαρέσης σε πλευρό
κι αργήση να πεθάνη.
Ποιος είδε τον Αμάραντο
σε τι γκρεμνό φυτρώνει,
Τον τρων τα ’λάφια και ψοφούν
τ’ αρκούδια κι ημερεύουν.
Συντρόφοι μη μ’ αφήσετε
σε τούτον έρμο τόπο,
εδώ ’ν’ αγρίμια να με φαν
κι αρκούδια να με σχίσουν,
εδώ ’ναι φίδια με φτερά
με δεκοχτώ κεφάλια.
Με τας νέας όμως επαρχίας εγίναμε πλούσιοι αρκουδοπαραγωγοί. Τα Ηπειρωτικά όπως και τα Μακεδονικά ορεινά δάση κρύβουν αρκετόν πλήθος. Εννοείται, ότι καμμίαν αξίαν δεν προσθέτουν εις την γουνοπαραγωγήν μας, διότι η άσπρη αρκούδα, της οποίας έχει αξίαν το δέρμα, είναι σπάνιον φαινόμενον εις την Βαλκανικήν. Πού και πότε να ξεκόψη καμμία από την Ρωσσίαν.
Έχομεν λοιπόν μόνον το βάσανόν των, βάσανον της βλαστήσεως, εν μέρει της στάνης, αλλά μέγα βάσανον για τα μελισσομάντρια, διότι το μέλι είναι η μεγάλη αδυναμία της και το μελισσοτρύγισμα το κύριον ταλάν της. Ως και η Αλεπού ακόμη της ανεγνώρισε αυτήν την ειδικότητά της.
Μια φορά είχαν κάμει συντροφιά για να χαλούν μελίσσια. Η Αλεπού είχε τη βάρδια κι η Αρκούδα το χάλασμα της κυψέλης. Έτρωγεν όσο ήθελε και όταν έφευγε, έπαιρνε μαζί της ένα κομμάτι για κείνην αλλά μετ’ ολίγον η Αλεπού επίστεψεν, ότι μπορεί να χαλάση και μόνη της μελίσσια.
Επήρε λοιπόν τα Αλεπόπουλα, τα έβαλε στα καραούλια (σκοπούς) και διηυθύνθη μόνη της στο μελισσομάντρι. Αλλά συνηθισμένη από τα κοτέτσια, ήρχισε ν’ αναποδογυρίζη ένα ένα τα μελίσσια· πετάχτηκαν σύννεφα οι μέλισσες, της έζωσαν το κορμί της ως την ουρά και δεν είδε από ποια πόρτα έφυγε. Άμα έφθασε στα παιδιά της είπε:
- Πάμε, παιδιά μου, δεν είμαστε για μεγάλες δουλειές εμείς σαν την Αρκούδα. Είμαστε μόνον για καραούλια καλοί....
Για ποια μεγάλη δουλειά δεν είναι άξια η Αρκούδα; Δαμάζει θηρία, σκαρφαλώνει στα πλέον υψηλά δένδρα για να φάη καρπούς, πετροβολά με θαυμασίαν δεξιότητα και μόνον μίαν αδυναμίαν της ευρήκαν οι βοσκοί του Ζαγορίου, όπως μου έλεγαν: Τη φωτιά.
Άμα ιδή δαυλί, φεύγει σαν η Αλεπού τα μελίσσια. Αν οι βοσκοί δεν έχουν αναμμένη φωτιά τσακμακίζουν τα στουρνάρια τους και την προγγούν με τις σπίθες! Πώς αυτό το παντοδύναμο και άτρομο ζώο επήρε με τόσο φόβο τη φωτιά; Να της θυμίζη το σπίτι της, τουτέστι την πεθερά της;