Ελεύθερε άνθρωπε, πάντα θα λατρεύεις τη θάλασσα!
Charles Baudelaire
The Cliff Walk Pourville by Claude Oscar Monet
Εκείνο το τρελό κορίτσι που αυτοσχεδιάζει τη μουσική του
Την ποίησή του, χορεύοντας στην ακροθαλασσιά
Με την ψυχή του τώρα διχασμένη
Και σκαρφαλώνει, πέφτει, δίχως να ξέρει πού…
Με γόνατο σπασμένο, η κόρη αυτή, δηλώνω εγώ
Είναι κάτι ωραίο και υψηλό, κάτι
Ηρωικά χαμένο που ηρωικά έχει βρεθεί.
Δεν έχει σημασία ποια συμφορά το βρήκε
Την τύλιξε μια μουσική απελπισμένη
Και τυλιγμένη, τυλιγμένη μες στο θρίαμβό της
Εκεί που στοίβαζαν δεμάτια και καλάθια
Έβγαλε μια φωνή παράξενη, τραγουδιστή:
«Ω θάλασσα που θάλασσα ποθείς, θάλασσα πεινασμένη».
Μτφ. Σπ. Ηλιόπουλος
Walt Whitman - Song for all seas, all ships
To-day a rude brief recitative,
Of ships sailing the seas, each with its special flag or ship-signal,
Of unnamed heroes in the ships—of waves spreading and spreading far as the eye can reach,
Of dashing spray, and the winds piping and blowing,
And out of these a chant for the sailors of all nations,
Fitful, like a surge.
Of sea-captains young or old, and the mates, and of all intrepid sailors,
Of the few, very choice, taciturn, whom fate can never surprise nor death dismay.
Pick'd sparingly without noise by thee old ocean, chosen by thee,
Thou sea that pickest and cullest the race in time, and unitest nations,
Suckled by thee, old husky nurse, embodying thee,
Indomitable, untamed as thee.
(Ever the heroes on water or on land, by ones or twos appearing,
Ever the stock preserv'd and never lost, though rare, enough for seed preserv'd.)
Flaunt out O sea your separate flags of nations!
Flaunt out visible as ever the various ship-signals!
But do you reserve especially for yourself and for the soul of man one flag above all the rest,
A spiritual woven signal for all nations, emblem of man elate above death,
Token of all brave captains and all intrepid sailors and mates,
And all that went down doing their duty,
Reminiscent of them, twined from all intrepid captains young or old,
A pennant universal, subtly waving all time, o'er all brave sailors,
All seas, all ships.
Leaves of Grass, 1855
Fishing boats By Leonid Afremov
Ουώλτ Ουίτμαν - Άσμα Για Όλες Τις Θάλασσες Και Όλα Τα Καράβια
Θάναι τραχιά και σύντομα τα σημερνά τα λόγια μου,
Για τα καράβια που αρμενίζουν μέσ’ τις θάλασσες, καθένα με την ίδια του σημαία, και με το σήμα,
Για τους αγνώστους ήρωες πούναι μέσ΄ τα καράβια – για τα κύματα που απλώνονται, κι απλώνονται, πιο πέρα κι απ΄ το μάτι,
Για τη νερόσκονη που σπάει και τους αγέρηδες οπού σφουράνε και φυσάν,
Και θέλω να υψωθεί μέσ΄ απ΄ τα λόγια μου, κι ένα τραγούδι για τους ναύτες όλων των εθνών,
Απότομο ως το κύμα.
Θέλω να υμνήσω τους πρώτους καπετάνιους, τους γέρους ή τους νέους, και τους δεύτερους, κι όλους τους ατρόμητους τους ναύτες,
Τους λίγους κι εκλεχτούς, τους σιωπηλούς, που η μοίρα δεν μπορεί να τους ξαφνιάσει, μήτε και να τους σκιάξει ποτέ ο θάνατος.
Προσεχτικά από σένα, μαζωμένοι, γέρικε ωκεανέ, και διαλεγμένοι,
Από σένα, θάλασσα, που διαλές και ξεδιαλές τη ράτσα μέσ’ απ΄ τους καιρούς, κι ενώνεις όλα τα έθνη.
Θρεμένοι από τα σένα, γριά παραμάνα δύστροπη, και που να σ΄ ενσαρκώνουν,
Ατίθασοι, άγριοι, σαν και σένα.
(Πάντα να βγαίνουν ήρωες σε στεριά και θάλασσα, μονάχοι, καν δυο - δυο, –
Πάντα η γενιά τους να βαστάει, δίχως ποτέ της να σωθεί – αν κι είναι σπάνιοι, μ΄ αρκετοί, το σπέρμα να φυλάξουν).
Άπλωνε, ω θάλασσα, τις χωριστές σημαίες των εθνών!
Άπλωνε, πάντα φανερά, τα χώρια σήματά τους!
Μόν’ βάστα, σε παρακαλώ, για σένα και για του ανθρώπου την ψυχή, κάποια σημαία που νάναι παραπάνου απ΄ όλες,
Σήμα νοερό, υφασμένο για όλα τα έθνη, σήμα του ανθρώπου που αίρεται πιο πάνου κι απ΄ το θάνατο,
Μνημόσυνο όλων των γενναίων καπεταναίων, των πρώτων και των δεύτερων, και των γενναίων ναυτών,
Κι όλων όσοι έχουν χαθεί, κάνοντας το καθήκον,
Που να βαστάει τη μνήμη τους και νάχει στο ύφασμά της, άτι απ΄ τους αφόβους καπεταναίους, τους νέους και τους γέρους,
Ένα παγκόσμιο λάβαρο, που πάντα μαλακά να κυματίζει, απάνω απ΄ όλους τους αντρείους τους ναύτες,
Σ΄ όλες τις θάλασσες και σ΄ όλα τα καράβια.-
[*Ποίημα από την συλλογή «Φύλλα Χλόης»,
1855 σε μετάφραση Ναπολέοντα Λαπαθιώτη]
Edvard Munch - Summer Night on the Beach
Walt Whitman - Song for all seas, all ships
To-day a rude brief recitative,
Of ships sailing the seas, each with its special flag or ship-signal,
Of unnamed heroes in the ships—of waves spreading and spreading far as the eye can reach,
Of dashing spray, and the winds piping and blowing,
And out of these a chant for the sailors of all nations,
Fitful, like a surge.
Of sea-captains young or old, and the mates, and of all intrepid sailors,
Of the few, very choice, taciturn, whom fate can never surprise nor death dismay.
Pick'd sparingly without noise by thee old ocean, chosen by thee,
Thou sea that pickest and cullest the race in time, and unitest nations,
Suckled by thee, old husky nurse, embodying thee,
Indomitable, untamed as thee.
(Ever the heroes on water or on land, by ones or twos appearing,
Ever the stock preserv'd and never lost, though rare, enough for seed preserv'd.)
Flaunt out O sea your separate flags of nations!
Flaunt out visible as ever the various ship-signals!
But do you reserve especially for yourself and for the soul of man one flag above all the rest,
A spiritual woven signal for all nations, emblem of man elate above death,
Token of all brave captains and all intrepid sailors and mates,
And all that went down doing their duty,
Reminiscent of them, twined from all intrepid captains young or old,
A pennant universal, subtly waving all time, o'er all brave sailors,
All seas, all ships.
Leaves of Grass, 1855
Waterhouse miranda
e.e. cummings - Θαυμάσια είναι η θάλασσα
θαυμάσια είναι η θάλασσα
που τα χέρια του θεού
την έστειλαν
να κοιμηθεί πάνω στον κόσμο
που τα χέρια του θεού
την έστειλαν
να κοιμηθεί πάνω στον κόσμο
η γη ξεραίνεται
η σελήνη θρυμματίζεται
ένα προς ένα τα άστρα
στροβιλίζονται και γίνονται σκόνη
η σελήνη θρυμματίζεται
ένα προς ένα τα άστρα
στροβιλίζονται και γίνονται σκόνη
μα η θάλασσα
δεν αλλάζει
κι ακόμα βγαίνει από χέρια και
επιστρέφει σε χέρια
δεν αλλάζει
κι ακόμα βγαίνει από χέρια και
επιστρέφει σε χέρια
και είναι με τον ύπνο…
έρωτας,
η ψυχή σου
Φ. Γκ. Λόρκα -Η μπαλάντα του νερού της θάλασσαςη ψυχή σου
Η θάλασσα
χαμογελάει στα μάκρη
δόντια τ’ αφρού
ουράνια χείλη
-Τι πουλάς ω κόρη θλιμμένη
με τα στήθη σου γυμνά ;
-Καλέ κύρη , το νερό πουλάω
των θαλασσών
-Τι φέρνεις μελαχρινούλα
με το αίμα σου αντάμα ;
-Φέρνω, καλέ κύρη , το νερό
των θαλασσών
-Τούτα τ’ αλμυρά δάκρυα
πούθε βγαίνουν μητέρα ;
-Κλαίω καλέ κύρη το νερό
των θαλασσών
Καρδιά , κι αυτή η πίκρα η μεγάλη
πούθε αναβλύζει ;
-Πολύ πικρό είναι το νερό
των θαλασσών!
Η θάλασσα
χαμογελάει στα μάκρη
δόντια του αφρού
ουράνια χείλη
Pothast Edward - Little Sea Bather
Θάλασσα παλιά, με μέθυσε η φωνή
που από τα στόματά σου βγαίνει, σαν ανοίγουν
πράσινες καμπάνες, κι ύστερα ξανά
πισωδρομούν και σβήνουν.
Το σπίτι των αλλοτινών καλοκαιριών μου
κοντά σου ήταν, το ξέρεις,
εκεί στη χώρα όπου ο ήλιος ψήνει
και τα κουνούπια συννεφιάζουν τον αέρα.
Σαν και τότε σήμερα πέτρα γίνομαι μπροστά σου,
θάλασσα, μα πια δεν λογαριάζομαι άξιος
για το προμήνυμα το επίσημο
που κλει η αναπνοή σου: Συ πρώτη μου ’χες πει
πως η μικρούλα η ζύμωση
μέσ’ στην καρδιά μου ήταν μια στιγμή
της δικής σου· πως ήταν ριψοκίνδυνος
για μένα κατά βάθος ο δικός σου νόμος:
να είμαι πλατύς και πολυπρόσωπος
κι ωστόσο σταθερός
κι έτσι από καθετί ακάθαρτο ν’ αδειάζω
όπως συνήθειο το ’χεις συ που ρίχνεις στις ακτές
ανάμεσα σε φελλούς, σε φύκια και σταυρούς
τ’ άχρηστα απορρίμματα του αβυσσαλέου βυθού σου.
* Να μπορούσα τουλάχιστο να κλείσω
σ’ αυτό μου το ρυθμό που αγκομαχά
κάτι απ’ το παραμιλητό σου·
να μου δινόταν να ταιριάσω
στις δικές σου φωνές την τραυλή μιλιά μου, –
εγώ που ονειρευόμουν να σου κλέψω
τα λόγια τ’ αρμυρά
όπου φύση και τέχνη γίνονται ένα,
για να διαλαλήσω πιο καλά τη μελαγχολία μου
γερασμένου παιδιού που δεν έπρεπε να συλλογάται.
Κι ωστόσο δεν έχω άλλα απ’ τα φθαρμένα γράμματα
των λεξικών, και τη σκοτεινή
φωνή που για έρωτα μιλεί, σβήνει,
γίνεται αξιοθρήνητη φιλολογία.
Δεν έχω άλλα από τα λόγια αυτά
που σαν δημόσιες γυναίκες
προσφέρονται σ’ όποιον τις θέλει·
δεν έχω άλλες απ’ τις κουρασμένες τούτες φράσεις
που κι αύριο μπορεί να μου τις κλέψουν
ρέμπελοι φοιτητές γι’ αληθινούς στίχους.
Κι η βοή σου αυξαίνει, κι απλώνεται
γαλάζιος ο νέος ίσκιος.
Μ’ αφήνουν οι σκέψεις μου για δοκιμή.
Αισθήσεις δεν έχω, ούτε νου. Δεν έχω όρια.
μτφρ. Δημήτρης Νικολαρεΐζης
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ - H ΘΑΛΑΣΣΑ
Έχω ανάγκη τη θάλασσα γιατί με διδάσκει:
δεν ξέρω αν μου δίνει μουσική ή συνείδηση:
Δεν γνωρίζω αν είναι κύμα μονάχα η πλάσμα βαθύ
ή μονάχα βραχνή φωνή η θαμβωτική εικασία
ιχθύων και καραβιών.
Γεγονός είναι ότι και κοιμισμένος ακόμα
με κάποιο μαγνητικό τρόπο
κυκλοφορώ
στην παγκοσμιότητα των κυμάτων.
Δεν είναι μονάχα τ’ αλλοιωμένα κοχύλια,
σα ν’ ανάγγελνε κάποιο αργό θάνατο
τρεμουλιάρης πλανήτης,
όχι, με τη λεπτομέρεια ανοικοδομώ την ημέρα,
με μια ριπή αλατιού το σταλακτίτη,
και με μια κουταλιά τον άπειρο θεό.
Διατηρώ ό, τι με δίδαξε.
Τον αγέρα, τον αδιάκοπο άνεμο, το νερό και την άμμο.
Μοιάζει ελάχιστο για τον νέο
που ‘ρθε εδώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,
αυτός ο παλμός όμως που κατερχόταν
κι ανέβαινε στην άβυσσο του,
το ψύχος του γαλάζιου που κροτάλιζε καιγόμενο,
και η στείρωση του άστρου,
το τρυφερό ξεκαθάρισμα του κύματος
που σπαταλάει το χιόνι με τον αφρό,
η ειρηνική κι ασάλευτη εξουσία
σαν πέτρινος θρόνος στα βάθη,
αντικαταστήσανε τον περίβολο
που μεγάλωνε η πεισματάρικη θλίψη,
συσσωρεύοντας λησμονιά,
κι άλλαξε ξάφνου η ύπαρξη μου:
Προσχώρηση στην καθάρια κίνηση.
Πιέρ Ρεβεντρύ - Στο πέλαγο
Το πτερύγιο του πνεύματος περήφανο για το εύρος του
Τα νησιά της θάλασσας βαμμένα ανοιχτά κυανά
Ο σταυρός από κατάρτια ιστιοφόρων
Γι αυτήν την ανώνυμη και απρόσωπη κατεύθυνση
Το σπιθοβόλημα των φτερών κάτω απ’ την προσταγή του Λεβάντε
Ο ήλιος στη μπουτονιέρα
Ο σκαμμένος δρόμος των φαντασμάτων
που αναμένουν μπροστά στο σταθμό.
Η νερένια κορυφογραμμή λάμπει προπορευόμενη
τα λόγια του ανέμου σκορπίζουν
το βλέμμα του πεπρωμένου χάνεται
όλα σαλεύουν και σκαμπανεβάζουν
Ο νερόλακκος ξεραίνεται
όταν η θάλασσα αποτραβάει τη γλώσσα της
Δεν απομένει παρά ο καπνός στο πέρασμα του βάθους
οι τελευταίες ανταύγειες
η καρδιά
Και συγκίνηση.
Μτφ: Μελισσάνθη
.Αποσπάσματα
που από τα στόματά σου βγαίνει, σαν ανοίγουν
πράσινες καμπάνες, κι ύστερα ξανά
πισωδρομούν και σβήνουν.
Το σπίτι των αλλοτινών καλοκαιριών μου
κοντά σου ήταν, το ξέρεις,
εκεί στη χώρα όπου ο ήλιος ψήνει
και τα κουνούπια συννεφιάζουν τον αέρα.
Σαν και τότε σήμερα πέτρα γίνομαι μπροστά σου,
θάλασσα, μα πια δεν λογαριάζομαι άξιος
για το προμήνυμα το επίσημο
που κλει η αναπνοή σου: Συ πρώτη μου ’χες πει
πως η μικρούλα η ζύμωση
μέσ’ στην καρδιά μου ήταν μια στιγμή
της δικής σου· πως ήταν ριψοκίνδυνος
για μένα κατά βάθος ο δικός σου νόμος:
να είμαι πλατύς και πολυπρόσωπος
κι ωστόσο σταθερός
κι έτσι από καθετί ακάθαρτο ν’ αδειάζω
όπως συνήθειο το ’χεις συ που ρίχνεις στις ακτές
ανάμεσα σε φελλούς, σε φύκια και σταυρούς
τ’ άχρηστα απορρίμματα του αβυσσαλέου βυθού σου.
* Να μπορούσα τουλάχιστο να κλείσω
σ’ αυτό μου το ρυθμό που αγκομαχά
κάτι απ’ το παραμιλητό σου·
να μου δινόταν να ταιριάσω
στις δικές σου φωνές την τραυλή μιλιά μου, –
εγώ που ονειρευόμουν να σου κλέψω
τα λόγια τ’ αρμυρά
όπου φύση και τέχνη γίνονται ένα,
για να διαλαλήσω πιο καλά τη μελαγχολία μου
γερασμένου παιδιού που δεν έπρεπε να συλλογάται.
Κι ωστόσο δεν έχω άλλα απ’ τα φθαρμένα γράμματα
των λεξικών, και τη σκοτεινή
φωνή που για έρωτα μιλεί, σβήνει,
γίνεται αξιοθρήνητη φιλολογία.
Δεν έχω άλλα από τα λόγια αυτά
που σαν δημόσιες γυναίκες
προσφέρονται σ’ όποιον τις θέλει·
δεν έχω άλλες απ’ τις κουρασμένες τούτες φράσεις
που κι αύριο μπορεί να μου τις κλέψουν
ρέμπελοι φοιτητές γι’ αληθινούς στίχους.
Κι η βοή σου αυξαίνει, κι απλώνεται
γαλάζιος ο νέος ίσκιος.
Μ’ αφήνουν οι σκέψεις μου για δοκιμή.
Αισθήσεις δεν έχω, ούτε νου. Δεν έχω όρια.
μτφρ. Δημήτρης Νικολαρεΐζης
Winslow Homer - Boys in a Dory
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ - H ΘΑΛΑΣΣΑ
Έχω ανάγκη τη θάλασσα γιατί με διδάσκει:
δεν ξέρω αν μου δίνει μουσική ή συνείδηση:
Δεν γνωρίζω αν είναι κύμα μονάχα η πλάσμα βαθύ
ή μονάχα βραχνή φωνή η θαμβωτική εικασία
ιχθύων και καραβιών.
Γεγονός είναι ότι και κοιμισμένος ακόμα
με κάποιο μαγνητικό τρόπο
κυκλοφορώ
στην παγκοσμιότητα των κυμάτων.
Δεν είναι μονάχα τ’ αλλοιωμένα κοχύλια,
σα ν’ ανάγγελνε κάποιο αργό θάνατο
τρεμουλιάρης πλανήτης,
όχι, με τη λεπτομέρεια ανοικοδομώ την ημέρα,
με μια ριπή αλατιού το σταλακτίτη,
και με μια κουταλιά τον άπειρο θεό.
Διατηρώ ό, τι με δίδαξε.
Τον αγέρα, τον αδιάκοπο άνεμο, το νερό και την άμμο.
Μοιάζει ελάχιστο για τον νέο
που ‘ρθε εδώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,
αυτός ο παλμός όμως που κατερχόταν
κι ανέβαινε στην άβυσσο του,
το ψύχος του γαλάζιου που κροτάλιζε καιγόμενο,
και η στείρωση του άστρου,
το τρυφερό ξεκαθάρισμα του κύματος
που σπαταλάει το χιόνι με τον αφρό,
η ειρηνική κι ασάλευτη εξουσία
σαν πέτρινος θρόνος στα βάθη,
αντικαταστήσανε τον περίβολο
που μεγάλωνε η πεισματάρικη θλίψη,
συσσωρεύοντας λησμονιά,
κι άλλαξε ξάφνου η ύπαρξη μου:
Προσχώρηση στην καθάρια κίνηση.
Alexander Averin art
Φ. Πεσσόα - Βιβλίο της ανησυχίας
Όποιος διέσχισε όλες τις θάλασσες, δεν διέσχισε τελικά παρά την μονοτονία του εαυτού του. Έχω κιόλας διασχίσει περισσότερες θάλασσες απ' όλους. Έχω κιόλας δει περισσότερα βουνά απ' όσα υπάρχουν στη γη. Έχω κιόλας περάσει από πολιτείες περισσότερο υπαρκτές και τα μεγάλα ποτάμια του πουθενά κυλούσαν, απόλυτα, κάτω από το ρεμβαστικό μου βλέμμα. Αν ταξίδευα δε θα αντίκριζα παρά τη θαμπή απομίμηση αυτών που είδα χωρίς να ταξιδέψω. [...] Απόσπασμα
A Kiss by Sir Lawrence Alma-Tadema
Πιέρ Ρεβεντρύ - Στο πέλαγο
Το πτερύγιο του πνεύματος περήφανο για το εύρος του
Τα νησιά της θάλασσας βαμμένα ανοιχτά κυανά
Ο σταυρός από κατάρτια ιστιοφόρων
Γι αυτήν την ανώνυμη και απρόσωπη κατεύθυνση
Το σπιθοβόλημα των φτερών κάτω απ’ την προσταγή του Λεβάντε
Ο ήλιος στη μπουτονιέρα
Ο σκαμμένος δρόμος των φαντασμάτων
που αναμένουν μπροστά στο σταθμό.
Η νερένια κορυφογραμμή λάμπει προπορευόμενη
τα λόγια του ανέμου σκορπίζουν
το βλέμμα του πεπρωμένου χάνεται
όλα σαλεύουν και σκαμπανεβάζουν
Ο νερόλακκος ξεραίνεται
όταν η θάλασσα αποτραβάει τη γλώσσα της
Δεν απομένει παρά ο καπνός στο πέρασμα του βάθους
οι τελευταίες ανταύγειες
η καρδιά
Και συγκίνηση.
Μτφ: Μελισσάνθη
The Three Sisters On The Beach Painting by Joaquin Sorolla
ARTUR RIMBAUD - ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ.Αποσπάσματα
.....................
Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,
όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!
Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,
όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!
................................
Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.
Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.
........................................
Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας
Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.
Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.
........................................
Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας
Vladimir Volegov- Summer Wind
Γουάλας Στίβενς - Η ιδέα της τάξης στο Κη Γουέστ
Τραγουδούσε πέρα απ’ την ευφυΐα της θάλασσας.
Το νερό ποτέ δεν έπαιρνε σχήμα στο μυαλό ή τη φωνή.
Σαν ένα ολότελα σωμάτινο σώμα, που ανεμίζει
τα άδεια του μανίκια• κι ωστόσο η μιμική του κίνηση
αποτελούσε επίμονη κραυγή, προκαλούσε επίμονα μια κραυγή
που δεν ήταν δική μας, αν και την εννοούσαμε.
Κραυγή εξωανθρώπινη, του αληθινού ωκεανού.
Η θάλασσα δεν ήταν μάσκα.
Ούτε κι εκείνη.
Το νερό και το τραγούδι δεν ήταν σύμφυρμα ήχων
ακόμη κι αν ό, τι τραγουδούσε ήταν ό, τι άκουγε
μια και ό, τι τραγουδούσε αρθρωνόταν λέξη τη λέξη.
Ίσως γιατί σε όλες της τις φράσεις αναδευόταν
το λίκνισμα του νερού και το αγκομαχητό του ανέμου.
Όμως ακούγαμε εκείνην, όχι τη θάλασσα.
Γιατί εκείνη ήταν η δημιουργός του τραγουδιού που τραγουδούσε.
Η θάλασσα, πάντα μαντιλοδεμένη, στο φέρσιμό της τραγική
ήταν μονάχα ένας τόπος που πλάι του βάδισε για να τραγουδήσει».
Μτφ Κατερίνα Σχινά
Edward Henry Potthast At the Beach
Τραγουδούσε πέρα απ’ την ευφυΐα της θάλασσας.
Το νερό ποτέ δεν έπαιρνε σχήμα στο μυαλό ή τη φωνή.
Σαν ένα ολότελα σωμάτινο σώμα, που ανεμίζει
τα άδεια του μανίκια• κι ωστόσο η μιμική του κίνηση
αποτελούσε επίμονη κραυγή, προκαλούσε επίμονα μια κραυγή
που δεν ήταν δική μας, αν και την εννοούσαμε.
Κραυγή εξωανθρώπινη, του αληθινού ωκεανού.
Η θάλασσα δεν ήταν μάσκα.
Ούτε κι εκείνη.
Το νερό και το τραγούδι δεν ήταν σύμφυρμα ήχων
ακόμη κι αν ό, τι τραγουδούσε ήταν ό, τι άκουγε
μια και ό, τι τραγουδούσε αρθρωνόταν λέξη τη λέξη.
Ίσως γιατί σε όλες της τις φράσεις αναδευόταν
το λίκνισμα του νερού και το αγκομαχητό του ανέμου.
Όμως ακούγαμε εκείνην, όχι τη θάλασσα.
Γιατί εκείνη ήταν η δημιουργός του τραγουδιού που τραγουδούσε.
Η θάλασσα, πάντα μαντιλοδεμένη, στο φέρσιμό της τραγική
ήταν μονάχα ένας τόπος που πλάι του βάδισε για να τραγουδήσει».
Μτφ Κατερίνα Σχινά
Edward Henry Potthast At the Beach
Ναζίμ Χικμέτ - Η πιο όμορφη θάλασσα
Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
Τα πιο όμορφα παιδιά
δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.
Κι αυτό που θέλω να σου πω,
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε σ’ τό ‘χω πει ακόμα.
Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
Τα πιο όμορφα παιδιά
δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.
Κι αυτό που θέλω να σου πω,
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε σ’ τό ‘χω πει ακόμα.
Μετάφραση Γιάννης Ρίτσος
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/