Τσέζαρε Παβέζε - Cesare Pavese ( 9 Σεπτεμβρίου 1908 - 27 Αυγούστου 1950 )

 



Ο Τσέζαρε Παβέζε (ιταλικά: Cesare Pavese, 9 Σεπτεμβρίου 1908 - 27 Αυγούστου 1950ήταν Ιταλός ποιητής, μυθιστοριογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής που συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα στη χώρα του
Γεννήθηκε στο Santo Stefano Belbo, στην επαρχία Κούνεο, στις 9 Σεπτεμβρίου 1908. Ήταν το χωριό που γεννήθηκε κι ο πατέρας του και που η οικογένεια επέστρεφε για καλοκαιρινές διακοπές καθ´έτος. Ξεκίνησε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στο San Stefano Belbo, αλλά το υπόλοιπο της εκπαίδευσής του ήταν στο Τορίνο. Νεαρός έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αγγλική λογοτεχνία κι ανάλαβε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, διατριβή για τη ποίηση του Ουόλτ Ουίτμαν και μετέφρασε Αμερικανούς και Βρετανούς συγγραφείς, που ήταν νεοεμφανιζόμενοι στο ιταλικό κοινό.
Πολιτική στράτευση
Φανατικός αντιφασίστας, συνελήφθη το 1935 και καταδικάστηκε για κατοχή επιστολών από πολιτικό κρατούμενο. Μετά από μερικούς μήνες στη φυλακή, εστάλη εξόριστος στο Confino, στη Nότια Ιταλία (μια συνήθης καταδίκη για ενόχους μικρών πολιτικών εγκλημάτων). Ο Κάρλο Λέβι, επίσης από το Τορίνο -συγγραφέας του "Ο Χριστός Σταμάτησε Στο Έμπολι"-, εστάλη ομοίως στο Confino. Ένα χρόνο μετά επέστρεψε στο Τορίνο κι εργάστηκε για τον αριστερό εκδότη Einaudi, ως συντάκτης και μεταφραστής. Ήταν στη Ρώμη όταν κλήθηκε από το φασιστικό στρατό, αλλά λόγω του άσθματός του πέρασε έξι μήνες σε στρατιωτικό νοσοκομείο.
Όταν επέστρεψε στο Τορίνο, τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν τις οδούς κι οι περισσότεροι από τους φίλους του είχαν φύγει για να αντισταθούν ως αντάρτες. Φυγαδεύτηκε στους λόφους γύρω από το Serralunga Di Crea, κοντά στο Casale Monferrato και δεν πήρε μέρος σε καμία ένοπλη προσπάθεια που έγινε σε εκείνη τη περιοχή. Μετά τον πόλεμο προσχώρησε στο ΚΚΙ κι εργάστηκε στην εφημερίδα L'Unita. Προς το τέλος της ζωής του, επισκεπτόταν συχνά το Le Langhe, περιοχή που γεννήθηκε, όπου έβρισκε μεγάλη παρηγοριά. Εντούτοις, ερωτική απογοήτευση (από την Constance Dowling) και πολιτική απομυθοποίηση, τον οδήγησαν στην αυτοκτονία, από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών, στις 27 Αυγούστου 1950, έτος που κέρδισε το Βραβείο Strega για το La Bella Estate (Όμορφο Καλοκαίρι), που περιλάμβανε τρεις νουβέλες: La Tenda (1940), Il Diavolo Sulle Colline (1948) και Tra Donne Sole (1949).
Τα βιώματα του στην τέχνη του
Το περιστατικό της αυτοκτονίας του, που έγινε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, περιγράφεται στη τελευταία σκηνή του Tra donne sole, το προτελευταίο βιβλίο του. Τελευταίο ήταν το La Luna Ε Ι Falο, που δημοσίευσε στην Ιταλία το 1950 και μετέφρασε στα αγγλικά ως Φεγγάρι & Φωτιά.
Χαρακτηριστικός πρωταγωνιστής στο έργο του είναι ο μοναχικός άντρας, είτε εξ επιλογής, είτε λόγω περιστάσεων. Οι σχέσεις του με τους άντρες και τις γυναίκες τείνουν να είναι προσωρινές και επιφανειακές. Μπορεί να επιθυμήσει να έχει περισσότερη αλληλεγγύη με τους άλλους ανθρώπους, αλλά καταλήγει συχνά προδομένος από ιδανικά κι από φίλους.
Το Langhe, η περιοχή που περνούσε τις καλοκαιρινές διακοπές του ως αγόρι, είχε μεγάλη επίδραση πάνω του. Είναι χωριό γεμάτο λόφους κι αμπελώνες, μια περιοχή που αισθάνθηκε κυριολεκτικά σαν σπίτι του, και αναγνώριζε τις σκληρές και βασανιστικές συνθήκες διαβίωσης των φτωχών αγροτών της περιοχής. Πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις έλαβαν χώρα στη περιοχή, μεταξύ Γερμανών και παρτιζάνων. Αυτό ο τόπος είχε γίνει μέρος της προσωπικής μυθολογίας του.
Ελληνικές μεταφράσεις
La bella estate (Το ωραίο καλοκαίρι, 1949): Μυρσίνη Ζορμπά (Οδυσσέας)
La luna e i falò (Το φεγγάρι έπεσε, 1950): Τ. Καραϊσκάκη (Οδυσσέας)

Carlo Levi: πορτραίτο του Cesare Pavese

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 


O θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου 


(Μετάφραση Σωτήρη Τριβιζά)

O θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ' το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
κρυφός, σαν μια παλιά τύψη
ή μια παράλογη συνήθεια. Τα μάτια σου
θα 'ναι μια άδεια λέξη.
Κραυγή που έσβησε, σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω, αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε και εμείς
πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα.

Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα
O θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου
Θα' ναι σαν ν' αφήνεις μια συνήθεια,
σαν ν' αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν' ακούς ένα κλεισμένο στόμα.
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί.

Από το βιβλίο: Τσέζαρε Παβέζε, O θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου, Σωτήρης Τριβιζάς (μετ), εκδ. Καστανιώτης, σ. 68, 1997


✿  ✿  ✿  ✿  ✿  ✿  ✿  ✿

Verrà la morte e avrà i tuoi occhi

Verrà la morte e avrà i tuoi occhi.
questa morte che ci accompagna
dal matino alla sera, insonne,
sorda, come un vecchio rimorso
o un vizio assurdo. I tuoi occhi
saranno una vana parola,
un grido taciuto, un silenzio.
Così li vedi ogni matina
quando su te sola ti pieghi
nello specchio. O cara speranza,
quel giorno sapremo anche noi
che sei la vita e sei il nulla.

Per tutti la morte ha uno sguardo.
Verrà la morte e avrà i tuoi occhi.
Sarà come smettere un vizio,
come vedere nello specchio
riemergere un viso morto,
come ascoltare un labbro chiuso.
Scenderemo nel gorgo muti.



                                                                 ✿  ✿  ✿  ✿  ✿  ✿  ✿  ✿


Death will stare at me out of your eyes (English translation)

Death will stare at me out of your eyes;
this death who accompanies us
from morning to night, sleepless,
dull, like an old remorse
or an absurd vice. Your eyes
will be a vain word
an unspoken scream, a silence.
So you see them each morning
when you gaze alone
on the mirror. O dear hope,
that day we'll know too,
that you are the life and the void.
To everyone death has a look
Death will stare at me out of your eyes.
It will be like giving up a vice,
like seeing in the mirror
a dead face re-emerge,
like listening to a silent lip.
We'll go down into the whirlpool without words.

https://www.translatum.gr/




Κόκκινη γη 

Κόκκινη γη μαύρη γη,
εσύ έρχεσαι απ’ τη θάλασσα,
απ’ τη φρυγμένη βλάστηση,
όπου λέξεις αρχαίες
κι αιμάτινος μόχθος
και γεράνια στα βράχια-
δε γνωρίζεις τι φέρνεις
από θάλασσα λέξεις και μόχθο,
εσύ, πλούσια σαν μνήμη,
σαν τ’ άνυδρα χώματα,
συ σκληρή και γλυκύτατη
λέξη, αρχαία από αίμα
συσσωρευμένο στα μάτια˙
νεαρή, σαν καρπός
που εποχή είναι και μνήμη-
αναπαύεται η ανάσα σου
κάτω απ’ τον αυγουστιάτικο τον ουρανό,
το βλέμμα σου ελιές
που γλυκαίνουν τη θάλασσα,
και συ ζει ξαναζείς
δίχως έκπληξη, σίγουρη
σαν τη γη σκοτεινή
σαν τη γη, πατητήρι
των ονείρων και των εποχών
που αναδύεται μες στο φεγγάρι
πανάρχαιο, όπως
τα χέρια της μάνας σου
η χύτρα της τζάκι.


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/


Αντώνιος Βασιλάκης - Antonio Vassilacchi ή Il Aliense ( 1556 - 27 Αυγούστου 1629 )

 

Η κατάκτηση της Τύρου - στο παλάτι των Δόγηδων 

Ο Αντώνιος Βασιλάκης (Antonio Vassilacchi ή Il Aliense, 1556 - 27 Αυγούστου 1629) ήταν σημαντικός Έλληνας αναγεννησιακός ζωγράφος που εργάστηκε κυρίως στην Βενετία και στο Βένετο
Ο Βασιλάκης γεννήθηκε στην Μήλο και έφυγε για την Βενετία σε μικρή ηλικία. Το 1572 μαθήτευσε στον Πάολο Βερονέζε (Paolo Veronese) και ζωγράφισε πολλές τοιχογραφίες στο επισκοπικό παλάτι του Τρεβίζο, στην εκκλησία Sant'Agata στην Πάδοβα, και σε εκκλησίες της Βενετίας. Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε για τον Βασιλάκη μετά την πυρκαϊά που κατέστρεψε το παλάτι των Δόγηδων στη Βενετία τον Δεκέμβριο του 1577. Ο Aliense (που ήταν το προσωνύμιο που του δόθηκε λόγω της ξένης καταγωγής του) ήταν ένας από τους ζωγράφους που ανέλαβαν την ανακαίνιση του Παλατιού.
Ο Βασιλάκης ήταν μέλος της αδελφότητας του Αγίου Νικολάου του Ελληνικού Έθνους, μιας από τις πιο ζωντανές κοινότητες ξένων τον καιρό εκείνο στην Βενετία του 1600. Ήταν ακόμα μέλος της αδελφότητας των Ενετών ζωγράφων από το 1584.

Ο Βασιλάκης παντρεύτηκε 3 φορές. Το όνομα της πρώτης του συζύγου, που γέννησε τον γιο του Στέφανο δεν είναι γνωστό. Ο Στέφανος ακολούθησε τα καλλιτεχνικά βήματα του πατέρα του, έγινε επίσης ζωγράφος και τον βοήθησε στην ολοκλήρωση κάποιων έργων, όπως την Ενθρόνιση του Βαλδουΐνου της Φλαμανδίας. Πέθανε, όμως, νέος. Ο Βασιλάκης είχε επίσης 2 κόρες. Η δεύτερη του σύζυγος Τζιακομίνα πέθανε τον Νοέμβριο του 1609. Ο τελευταίος του γάμος ήταν και ο πιό άτυχος. Ο βιογράφος του Βασιλάκη, Κάρλο Ριντόλφι (Carlo Ridolfi), περιγράφει έναν πίνακα που δείχνει τον ζωγράφο να μεταφέρει στην πλάτη του την γυναίκα του, την νοσοκόμα της, τον θείο της και τον γιο της από τον προηγούμενό της γάμο. Ο Βασιλάκης συνήθιζε να δείχνει τον πίνακα και να λέει στους φίλους του: "Αυτό είναι το βάρος που θα κουβαλάω μέχρι να πεθάνω".
Ο Aliense πέθανε το Μεγάλο Σάββατο του 1629, σε ηλικία 73 ετών. Κηδεύτηκε με τιμές στην εκκλησία του San Vitale την επομένη. Η εκκλησία του San Vitale βρίσκεται στην ίδια πλατεία με το σπίτι του και φιλοξενεί, μέχρι σήμερα, τους πίνακές του Ανάσταση και Ανάληψη του Σωτήρος. Σύμφωνα με τα ενετικά αρχεία, πέθανε από 12ήμερη ασθένεια με πυρετό και καταρροή.

Έργο

Η δουλειά του Βασιλάκη στο παλάτι των δόγηδων ξεπερνά, αριθμητικά τουλάχιστον, αυτήν οποιουδήποτε άλλου ζωγράφου, αφού έργα του υπάρχουν σε όλες τις μεγάλες αίθουσες του ανακτόρου, όπως στην αίθουσα του Μεγάλου Συμβουλίου (Sala del Maggior Consiglio), στην Αίθουσα των Ψηφοφοριών (Sala dello Scrutinio), στην Αίθουσα της Γερουσίας (Sala del Senato), στην αίθουσα του Συμβουλίου των Δέκα (Sala del Consiglio dei Dieci), και στην Αίθουσα της Πυξίδας (Sala della Bussola).

Το 1551 ο Βασιλάκης έλαβε παραγγελίες από την Αδελφότητα των Εμπόρων (Scuola dei Mercanti) και λίγο καιρό μετά εργάστηκε στην εκκλησία του San Giovanni Elemosinario, λίγα μέτρα μακριά από το εμπορικό κέντρο της Βενετίας, το Ριάλτο. Ζωγράφισε για την εκκλησία του Angelo San Raffaele το 1558. Επίσης, στην εκκλησία του San Zaccaria εκτίθενται τουλάχιστον 4 έργα του.

Το 1559 οι μοναχοί ττης μονήςτου San Giorgio Maggiore αποφάσισαν να ανακαινήσουν την εκκλησία τους. Ανέθεσαν στον Παλλάδιο να πραγματοποιήσει την ανακαίνιση, αλλά, 21 χρόνια μετά με τον θάνατο του Palladio, το έργο ήταν ακόμα ημιτελές. Οι μοναχοί κάλεσαν τότε τον Βασιλάκη να σχεδιάσει για την εκκλησία. Το σχέδιό του έγινε αποδεκτό από την μονή και έτσι δημιουργήθηκε το μεγάλο μπρούτζινο σύμπλεγμα των "Ευαγγελιστών που στηρίζουν τον Κόσμο και τον Κύριο".

Το 1594, ο Aliense, συστημένος από τους μοναχούς του San Giorgio Maggiore, ανέλαβε τη εκτέλεση μιας σειράς δέκα πινάκων που αποτελούν τον Κύκλο της Ζωής του Χριστού για το καθολικό της μονής του Αγίου Πέτρου στην Περούτζια. Οι πίνακες βρίσκονται και σήμερα στον ίδιο ναό, μαζί με τον τεράστιο πίνακα "Το Τάγμα των Βενεδικτίνων". Πιστεύεται ότι ο πίνακας αυτός, με επιφάνεια 80 τετραγωνικών μέτρων, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος της Ιταλίας.

Το 1602 ο Βασιλάκης ξεκίνησε την αγιογράφηση του καθεδρικού ναού στο Σαλό ενώ η δουλειά του (κυρίως διακοσμητική) στη βίλλα του γερουσιαστή Giovanni Barbarigo στην Noventa Vicentina κοντά στην Μοντανιάνα είναι εντυπωσιακή.


Flagellation

 Adoration of the Magi, c. 1600. 

Vergine col bambino

 Presentazione di Maria al tempio Chiesa di San Zaccaria 

San Gregorio e santiChiesa di San Zaccaria 



H απόβαση της Aικατερίνης Kορνάρου στη Bενετία, (λεπτ.)

The Battle Of Lepanto


Πορτραίτο συλλέκτη

Trionfo Dell’ordine Dei Benedettini

 O Aπόστολος Iάκωβος

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






Τιτσιάνο ( 1485/90 - 27 Αυγούστου 1576 )

 

Αγνός και βέβηλος έρως, 1516

O Τιτσιάνο Βετσέλλιο (Tiziano Vecellio ή Vecelli, π. 1485/90 - 27 Αυγούστου 1576), ευρύτερα γνωστός και ως Τισιανός ή Τιτσιάνο, ήταν Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης. Ανήκει στη σχολή της Βενετίας και θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της, του οποίου το έργο αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από την παράδοση του 15ου αιώνα στην τεχνοτροπία που υιοθετήθηκε κατά τον 16ο. Επηρέασε σημαντικούς ζωγράφους του επόμενου αιώνα, όπως τον Ρούμπενς και τον Βελάσκεθ. Διακρίθηκε εξίσου σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, φιλοτεχνώντας προσωπογραφίες, αλληγορίες, θρησκευτικά έργα, ιστορικές και μυθολογικές σκηνές.

Καταγόταν από ευυπόληπτη οικογένεια, αρκετά μέλη της οποίας ασχολήθηκαν επίσης με τη ζωγραφική. Ο ίδιος εκπαιδεύτηκε στο εργαστήριο του Τζοβάννι Μπελλίνι και τα πρώιμα έργα του εμφανίζουν έντονες επιδράσεις από το ύφος του Τζορτζόνε. Έζησε και εργάστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Βενετία, ωστόσο η πληθώρα παραγγελιών που ανέλαβε για βασιλείς και άλλους ευγενείς της ιταλικής επικράτειας, ευνόησε τη διάδοση της φήμης του πέρα από τα σύνορα της γενέτειράς του. Υπήρξε ένας από τους πλέον διακεκριμένους ζωγράφους της εποχής του, που έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης. Στο εργαστήριο του μαθήτευσε πιθανότατα ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλοςκαι ο Τζιάκοπο Τιντορέττο, αν και είναι εν γένει δύσκολο να αναγνωριστούν συνεχιστές του έργου του.

Εκπαίδευση και πρώιμα έργα

Η ημερομηνία γέννησης του Τιτσιάνο δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, ωστόσο είναι ευρύτερα αποδεκτό μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών, πως τοποθετείται κατά την περίοδο 1488-90, αν και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ως έτος γέννησής του θεωρούνταν το 1477. Το ζήτημα της ημερομηνίας γέννησής του έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνιών και αντιφάσεων μεταξύ των ιστορικών. Μία από τις παλαιότερες γραπτές αναφορές στον Τιτσιάνο ανήκει στον Ludovico Dolce και περιέχεται στο έργο του L'Aretino, o dialogo della pittura που εκδόθηκε στη Βενετία το 1557, σε μία περίοδο ακμής του Τιτσιάνο. Ο Dolce τον περιέγραψε ως «νεαρό άνδρα» (ιταλ.: e giovanetto), κατά την περίοδο που ανέλαβε την πρώτη του δημόσια παραγγελία για μία ελαιογραφία (π. 1516), χαρακτηρισμός που θεωρείται πως δύσκολα θα αποδιδόταν σε έναν άνδρα άνω των τριάντα ετών και κατ' επέκταση τοποθετεί τη γέννηση του μετά το 1486. Στη δεύτερη έκδοση των Βίων, ο Τζόρτζιο Βαζάρι τοποθέτησε τη γέννησή του το 1480, αν και σύμφωνα με άλλες περιγραφές του Βαζάρι, μπορεί να μετατοπιστεί και στο διάστημα 1489-90. O ίδιος ο Τιτσιάνο, σε μία επιστολή του 1571 προς τον Φίλιππο Β' της Ισπανίας, αναφέρει πως ήταν τότε ενενήντα πέντε ετών, γεγονός που αν αληθεύει οδηγεί στο συμπέρασμα πως γεννήθηκε το 1476. Νεότεροι συγγραφείς, όπως ο Τιτσιανέλο (Compendio, 1622) και ο Κάρλο Ριντόλφι (Meraviglie dell' Arte, 1648) συμφώνησαν με το έτος 1477 ως έτος γέννησης του Τιτσιάνο. Το πιστοποιητικό θανάτου του, στην κοινότητα San Canciano της Βενετίας, αναφέρει πως πέθανε το 1576 σε ηλικία 103 ετών, τοποθετώντας τη γέννησή του στα 1473. Αυτή η εκδοχή προσκρούει στο γεγονός πως δεν διαθέτουμε χρονολογημένα έργα του στα τέλη του 15ου αιώνα, όπως θα ήταν αναμενόμενο με βάση την ηλικία του.

Γεννήθηκε στο ιταλικό χωριό των Βενετικών Άλπεων Πιέβε ντι Καντόρε, βόρεια της Βενετίας και σε μικρή απόσταση από το Τυρόλο της Αυστρίας. Ήταν γιος του Γκρεγκόριο ντι Κόντε ντέι Βετσέλλι, με καταγωγή από ευυπόληπτη οικογένεια, εξέχων μέλος της οποίας υπήρξε ο Κόμης Βετσέλλιο, κυβερνήτης της κοινότητας του Καντόρε από το 1458 μέχρι το 1513. Ο πατέρας του κατείχε επίσης δημόσια αξιώματα και διακρίθηκε ως διοικητής του στρατού της κοινότητας. Σε ηλικία εννέα ή δέκα ετών, ο Τιτσιάνο εγκαταστάθηκε στην πόλη της Βενετίαςκαι μαθήτευσε μαζί με τον αδελφό του κοντά στον ζωγράφο Σεμπαστιάνο Τσουκάτι, περισσότερο γνωστός ως δημιουργός μωσαϊκών, πριν μεταπηδήσει στο εργαστήριο του Τζοβάνι Μπελλίνι, ενός από τους σημαντικότερους και διασημότερους ζωγράφους της εποχής. Υπό την επίβλεψη του Μπελλίνι μαθήτευσαν την ίδια περίοδο και άλλοι διακεκριμένοι καλλιτέχνες, όπως ο Λορέντσο Λότο και ο Σεμπαστιάνο Λουτσιάνι, μετέπειτα γνωστός ως Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο. Ο Τιτσιάνο συναναστράφηκε επίσης με τον Τζορτζόνε και σύμφωνα με τον Τζόρτζιο Βαζάρι, οι δύο ζωγράφοι συνεργάστηκαν με σκοπό τη δημιουργία ορισμένων νωπογραφιών για τη Γερμανική Αποθήκη (Fondaco dei Tedeschi), οι οποίες είναι σήμερα σχεδόν ολοσχερώς κατεστραμμένες και τμήματα τους φιλοξενούνται στο Ca’ d’Oro. Ο Τιτσιάνο ανέλαβε μέρος του έργου για την εξωτερική πρόσοψη της Γερμανικής Αποθήκης, ακολουθώντας την τεχνοτροπία του Τζορτζόνε τόσο πιστά ώστε να μην διακρίνονται έντονες διαφορές μεταξύ των ξεχωριστών τμημάτων που φιλοτέχνησαν. Σύμφωνα με μία ανεκδοτολογική αναφορά του Βαζάρι, ο Τζορτζόνε δέχθηκε συγχαρητήρια για τις νωπογραφίες που είχε φιλοτεχνήσει ο Τιτσιάνο, οι οποίες θεωρήθηκαν μάλιστα ανώτερες από άλλες που ήταν πράγματι έργα του Τζορτζόνε, γεγονός που οδήγησε στη διακοπή της συνεργασίας και της φιλίας τους. Ο Dolce επιβεβαίωσε μεταγενέστερα την αναφορά του Βαζάρι, αντίθετα ο Τιτσιανέλο την αντέκρουσε. Οι νωπογραφίες για τη Γερμανική Αποθήκη συνιστούν ενδεχομένως το παλαιότερο δείγμα γραφής του Τιτσιάνο, ωστόσο αρκετοί ιστορικοί χρονολογούν ορισμένους πίνακές του πριν το 1509. Εν γένει, τo πρώιμο έργο του Τιτσιάνο είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια, καθώς λίγοι πίνακες είναι χρονολογημένοι και επιπλέον αρκετοί από αυτούς συγχέονται με έργα άλλων σύγχρονων καλλιτεχνών όπως των Τζούλιο Κάμπι, Τζοβάννι Καριάνι και Τζορτζόνε.

Στα παλαιότερα σωζόμενα και χρονολογημένα με ακρίβεια έργα του ανήκουν τρεις νωπογραφίες με θέμα το βίο του Αγίου Αντωνίου, για την ομώνυμη εκκλησία της Πάδοβας, για τις οποίες διαθέτουμε αναφορές από το 1511. Τα πρώιμα έργα του Τιτσιάνο φανερώνουν ομοιότητες με εκείνα του Τζορτζόνε, σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι συχνά δύσκολο να διακριθούν μεταξύ τους. Η επίδραση του Τζορτζόνε είναι εμφανής και στους πρώτους μυθολογικούς ή αλληγορικούς πίνακες τού Τιτσιάνο. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει το έργο Ιερός και επίγειος Έρωτας  (π. 1514, Galleria Borghese), πιθανότατα κατά παραγγελία των οικογενειών Αουρέλιο και Μπαγκαρέτο, με αφορμή το γάμο μεταξύ μελών τους που έγινε το 1514. Το αλληγορικό μήνυμα του πίνακα δεν είναι ξεκάθαρο, ωστόσο σύμφωνα με την ευρύτερα αποδεκτή ερμηνεία, οι γυναίκες που απεικονίζονται συμβολίζουν τις δίδυμες Αφροδίτες, σύμφωνα με τα νεοπλατωνικά ιδεώδη. Στην ίδια περίπου χρονική περίοδο ανήκει και μία από τις πρώτες σημαντικές αλληγορικές συνθέσεις του, Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου (1512-14, Εθνική Πινακοθήκη Σκωτίας), που επίσης ακολουθεί τα πρότυπα του Τζορτζόνε.

 Γυναίκα με καθρέφτη, 1511-15

Ώριμη περίοδος (1516 - π. 1540)

O ξαφνικός θάνατος του Τζορτζόνε το 1510 και του Μπελλίνι τέσσερα χρόνια αργότερα, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση στη Ρώμη, ενός ακόμα ανταγωνιστή του, τού Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο, ευνόησε τα επόμενα χρόνια την ανέλιξη του Τιτσιάνο, o οποίος ανέλαβε την ολοκλήρωση αρκετών σημαντικών παραγγελιών που είχαν ανατεθεί αρχικά στον Τζορτζόνε, αναλαμβάνοντας επίσης τη θέση του Μπελλίνι ως επίσημου ζωγράφου της Ενετικής Δημοκρατίας. Ανάμεσα στους σημαντικότερους θρησκευτικούς πίνακες που φιλοτέχνησε, κατά την περίοδο αυτή, ανήκει η Ανάληψη της Παρθένου (1516-8), έργο που ολοκλήρωσε για την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας Sta. Maria Gloriosa dei Frari στη Βενετία. Το εντυπωσιακό μέγεθος του έργου, που έφθανε περίπου τα επτά μέτρα σε ύψος, αλλά και ο δυναμισμός της σύνθεσης προκάλεσαν τον έντονο θαυμασμό των θεατών. Ο Τιτσιάνο επηρεάστηκε πιθανώς από τη συνάντησή του, το 1516, με τον Φρα Μπαρτολομέο, ο οποίος φιλοτέχνησε αρκετές μεγάλης κλίμακας δραματικές συνθέσεις, της ίδιας θεματολογίας, επηρεασμένος με τη σειρά του από τις νωπογραφίες του Ραφαήλ και του Μιχαήλ Άγγελου. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η σύνθεση που αναπαριστά την Παναγία και το θείο βρέφος σε θρόνο μαζί με Αγίους και μέλη της οικογένειας Πέζαρο, (Pesaro Madonna , 1519–26, in situ). Σε αυτή την εικόνα, ο Τιτσιάνο εισήγαγε ένα νέο τύπο σύνθεσης που ακολούθησαν μεταγενέστερα αρκετοί ζωγράφοι της Αναγέννησης, ενώ αποτέλεσε πρότυπο και για καλλιτέχνες της μπαρόκ περιόδου, όπως ο Ρούμπενς. Τόσο στις συνθέσεις για την εκκλησία του Frari, όσο και σε άλλους πίνακες που φιλοτέχνησε την ίδια εποχή, διαφαίνεται η επίδραση των Ραφαήλ και Μιχαήλ Άγγελου, αν και δεν υπάρχουν στοιχεία που να βεβαιώνουν πως ο Τιτσιάνο είχε ταξιδέψει μέχρι εκείνη την περίοδο στη Ρώμη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θεωρείται η σύνθεση H Παναγία με το θείο βρέφος και τους Αγίους Φραγκίσκο και Αλβίζε και τον δωρητή Αλβίζε Γκότσι (1520, Museo Civico, Ανκόνα), έργο που παραπέμπει στην Παναγία του Φολίνιο (1511-2) τού Ραφαήλ. Από το έργο του Τιτσιάνο διαφαίνεται πως ήταν γνώστης των σύγχρονων εξελίξεων της ύστερης αναγεννησιακής τέχνης στη Ρώμη και στη Φλωρεντία, πιθανότατα μέσα από αντίγραφα έργων. Στις σημαντικότερες πρώιμες θρησκευτικές συνθέσεις του ανήκει επίσης το έργο O θάνατος του Αγίου Πέτρου τού Μάρτυρα (π. 1526-30) που φιλοτέχνησε για την εκκλησία των Αγίων Ιωάννη και Παύλου στη Βενετία. Η πρωτότυπη σύνθεση καταστράφηκε το 1867, ωστόσο το έργο είναι γνωστό από αντίγραφα και φαίνεται πως προκάλεσε το θαυμασμό, εδραιώνοντας τη φήμη του Τιτσιάνο. Σύμφωνα με τον Βαζάρι, αποτελούσε το κορυφαίο έργο του, ενώ ιδιαίτερη μνεία σε αυτό έκανε και ο λόγιος Πιέτρο Αρετίνο σε επιστολή του προς τον Φλωρεντινόκαλλιτέχνη Τρίμπολο. Κατά τον Paolo Pino (Dialogo di pittura, 1548), o Τιτσιάνο ανέλαβε την παραγγελία κατόπιν διαγωνισμού, στον οποίο συμμετείχε επίσης ο Πάλμα Βέκκιο.

Μεταγενέστερο είναι το έργο που ολοκλήρωσε για το παλάτι των Δόγηδων (Palazzo Ducale) στη Βενετία, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου καταστράφηκε το 1577. Ο Τιτσιάνο ανέλαβε το 1513 και φιλοτέχνησε τη Μάχη του Σπολέτο (ή Μάχη του Καντόρε, π. 1538/40), έργο που σήμερα είναι γνωστό μέσα από αντίγραφα, χαρακτικά και προσχέδια (Μουσείο του Λούβρου). Η σύνθεση εμφανίζει ομοιότητες με τη Μάχη του Ανγκιάρι τού Λεονάρντο ντα Βίντσι και τη Νίκη του Κωνσταντίνου στη μάχη της Μουλβίας γέφυρας (Sala di Costantino, Βατικανό) τού Ραφαήλ, και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μεταγενέστερες συνθέσεις του Ρούμπενς, με σκηνές μαχών. Η φήμη του Τιτσιάνο εξαπλώθηκε σύντομα πέρα από τα σύνορα της Βενετίας και από την άνοιξη του 1516, ανέλαβε να φιλοτεχνήσει μια σειρά μυθολογικών έργων που θα τοποθετούνταν στις νέες αίθουσες του κάστρου τού Δούκα της Φεράρα, Αλφόνσο Α'. Για τις ανάγκες του, ο Αλφόνσο Α' είχε αναθέσει διαφορετικά θέματα σε ορισμένους από τους κορυφαίους ζωγράφους της εποχής, αποκτώντας έργα του Ντόσο Ντόσι και του Τζοβάννι Μπελλίνι. Στο ίδιο πρόγραμμα συμμετείχαν οι Ραφαήλ και Φρα Μπαρτολομέο, οι οποίοι ωστόσο δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν τα έργα τους. Ο Τιτσιάνο φιλοτέχνησε δύο από τους πίνακες του, τη Λατρεία της Αφροδίτης και το έργο Βάκχος και Αριάδνη , Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου, βασισμένος σε προγενέστερα ημιτελή σχέδια των δύο ζωγράφων. Της ίδιας περιόδου είναι και ο πίνακας Η γιορτή των Θεών (Εθνική Πινακοθήκη Ουάσινγκτον) του Μπελλίνι, τον οποίο επεξεργάστηκε ο Τιτσιάνο προκειμένου να εναρμονιστεί με τις δικές του δημιουργίες.

Στις αρχές του 1530 ξεκίνησε το έργο του για τη βασιλική αυλή του Ουρμπίνο, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στο δούκα Φραντσέσκο Μαρία Α', φιλοτεχνώντας κυρίως προσωπογραφίες. Αξιοσημείωτη σύνθεση αυτής της περιόδου είναι η Αφροδίτη του Ουρμπίνο (Ουφίτσι, Φλωρεντία), έργο που βασίστηκε στην Κοιμωμένη Αφροδίτη (π. 1510) του Τζορτζόνε. Ο Τιτσιάνο διατήρησε τη στάση της γυμνής Αφροδίτης που καθιέρωσε ο Τζορτζόνε, επιλέγοντας όμως να αναπαραστήσει μία καθημερινή σκηνή, τοποθετώντας το θέμα του σε μία αίθουσα παλατιού. Με αυτό τον τρόπο, απέδωσε την Αφροδίτη περισσότερο ως μία κοινή γυναίκα και λιγότερο ως θεά της μυθολογίας. Στη σύνθεση του Τιτσιάνο βασίστηκε αργότερα ο Εντουάρ Μανέ, για τον πίνακα Ολυμπία (1853).

Στα μέσα του 16ου αιώνα, ο Τιτσιάνο είχε σημαντική συμβολή στην εξέλιξη του είδους της προσωπογραφίας. Εισήγαγε νέες στάσεις του εικονιζόμενου προσώπου, ενώ καθιέρωσε τα ημίσωμα ή και ολόσωμα πορτρέτα, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο την ενσωμάτωση περισσότερων στοιχείων στη σύνθεση της προσωπογραφίας, όπως για παράδειγμα καθημερινά αντικείμενα ή άλλα πρόσωπα που απεικονίζονταν σε δεύτερο επίπεδο. Στις πρώτες προσωπογραφίες που φιλοτέχνησε κατά τις δεκαετίες του 1520 και 1530, απεικόνισε την ιταλική αριστοκρατία. Σημαντικός σταθμός για το έργο του θεωρείται η περίοδος κατά την οποία ταξίδεψε στη Μπολόνια και φιλοτέχνησε προσωπογραφίες του αυτοκράτορα Καρόλου Ε'. Το 1533, ο Κάρολος Ε' έχρισε τον Τιτσιάνο ιππότη και τον διόρισε ως αποκλειστικό προσωπογράφο του. Από τα πρώτα πορτρέτα που φιλοτέχνησε για τον αυτοκράτορα διασώζεται μόνο ο πίνακας Ο Κάρολος Ε' με λαγωνικό (1532-3, Μουσείο Πράδο), αντίγραφο προσωπογραφίας του Jakob Seisenegger.

Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου, 1512,

Ύστερο έργο (π. 1540-76)

Από τα μέσα του 1540, παρατηρούνται αισθητές διαφοροποιήσεις στη ζωγραφική του Τιτσιάνο, που χαρακτηρίζουν συνολικά το ύστερο έργο του. Κατόπιν επιθυμίας του Παύλου Γ' και του καρδινάλιου Αλεσσάντρο Φαρνέζε, ταξίδεψε εκ νέου στη Μπολόνια, το Μάιο του 1543, όπου φιλοτέχνησε μερικές από τις σημαντικότερες προσωπογραφίες του, μεταξύ αυτών τα ομαδικά πορτρέτα Ο Πάπας Παύλος Γ' και τα εγγόνια του (1546, Capodimonte) και Οικογένεια Vendramin , (Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου), καθώς και ο πίνακας Ο Κάρολος Ε' στο Mühlberg  1548, (Μαδρίτη, (Μουσείο Πράδο) που ολοκληρώθηκε για τον εορτασμό της νίκης του αυτοκράτορα στη Μάχη του Mühlberg (Απρίλιος 1547) και αναπαριστά τον Κάρολο Ε΄ έφιππο. Τρία χρόνια αργότερα επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Ρώμη, όπου παρέμεινε μέχρι τον Ιούνιο του 1546 και είχε τη δυνατότητα να εξετάσει από κοντά τα έργα του Μιχαήλ Άγγελου, του Ραφαήλ και του Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο.

Το χειμώνα του 1548 συνόδευσε τον Κάρολο Ε' στην αυλή των Αψβούργων, όπου ολοκλήρωσε μία σειρά έργων, μεταξύ αυτών θρησκευτικούς, μυθολογικούς πίνακες και προσωπογραφίες. Μετά την επιστροφή του στη Βενετία, δέχθηκε πρόσκληση να μεταβεί στο Μιλάνο, προκειμένου να επισκεφτεί τον πρίγκιπα Φίλιππο, που αργότερα έγινε βασιλιάς της Ισπανίας και αποτέλεσε έναν από τους κύριους προστάτες τού Ιταλού ζωγράφου. Από τη συνεργασία τους ξεχωρίζει η ολόσωμη προσωπογραφία του Φίλιππου Β' με πανοπλία (π. 1551, Μουσείο Πράδο). Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Τιτσιάνο ολοκλήρωσε πολυάριθμα έργα που φιλοτέχνησε στη Βενετία και αργότερα μεταφέρθηκαν στην Ισπανία. Μεταξύ άλλων ολοκλήρωσε μία σειρά μυθολογικών πινάκων, αποκαλούμενων με τον όρο poesie (ποίηση) και με έντονο το ερωτικό στοιχείο. Σε αυτήν ανήκουν τα έργα Δανάη 1553, (Μαδρίτη, Μουσείο ντελ Πράδο), Αφροδίτη και Άδωνις  1554, (Μαδρίτη, Μουσείο ντελ Πράδο), Περσέας και Ανδρομέδα (1553-62, Συλλογή Wallace), Η αρπαγή της Ευρώπης (Μουσείο Γκάρντνερ, Βοστώνη), Άρτεμις και Ακταίων, Άρτεμις και Καλλιστώ (Συλλογή Ellesmere) και Ο θάνατος του Ακταίονα  (Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου). Οι συνθέσεις αυτές παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με παλαιότερα έργα του, με θέματα δανεισμένα από τη μυθολογία, ωστόσο διακρίνονται για το ύφος τους, τα χρώματά τους και τις μεγαλύτερες διαστάσεις των απεικονιζόμενων μορφών. Στα θρησκευτικά έργα που φιλοτέχνησε για τον Φίλιππο Β' ανήκει και ο Μυστικός Δείπνος (Εσκοριάλ, Μαδρίτη), έργο μεγάλων διαστάσεων που σύμφωνα με μία επιστολή του Τιτσιάνο προς τον βασιλιά ολοκληρώθηκε σε διάστημα επτά ετών και ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1564. Για την τοποθέτησή του στη μονή τού Εσκοριάλ, μέρος του πίνακα καταστράφηκε, προκειμένου να χωρέσει στην προκαθορισμένη θέση του.

Η τεχνική που συναντάται στα τελευταία έργα του έχει χαρακτηριστεί ως «πρωτοϊμπρεσιονιστική», ενώ κατά τον Βαζάρι υπήρξε αισθητά διαφορετική από εκείνη της νεότητάς του. Ειδικότερα, ο τελευταίος περιέγραψε την τεχνοτροπία τού Τιτσιάνο αναφερόμενος στις χονδροειδείς πινελιές που εφάρμοζε στον καμβά, έτσι ώστε τα έργα να μπορούν να εκτιμηθούν και να γίνουν πλήρως αντιληπτά από το θεατή, μόνο από μία σχετική απόσταση. Πιθανώς, η τεχνική αυτή συνδεόταν με προβλήματα όρασης του Τιτσιάνο, ωστόσο τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε σε μεγάλη ηλικία δεν επηρέασαν την παραγωγικότητά του. Η παράδοξη υπογραφή του στην εικόνα της Αναλήψεως (1560, Chiesa di San Salvadore), «Titianus fecit fecit» έχει ερμηνευθεί ως η απάντηση του σε επικρίσεις που αμφισβητούσαν τις ικανότητές του σε προχωρημένη ηλικία. Σε κάθε περίπτωση, αρκετοί από τους πίνακες που ολοκλήρωσε την τελευταία δεκαετία της ζωής του αναγνωρίζονται μεταξύ των κορυφαίων έργων του. Εκτός από την Ανάληψη, σε αυτούς περιλαμβάνονται επίσης ο Άγιος Σεβαστιανός (Ερμιτάζ), ο Άγιος Λαυρέντιος (Εσκοριάλ) και κυρίως η Αποκαθήλωση (Pietà) , Πινακοθήκη της Ακαδημίας (Βενετία), έργο που άφησε ημιτελές. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία το 1576, την ίδια περίοδο που μία επιδημία πανώλης έπληττε τη Βενετία. Έχει υποστηριχθεί πως ο θάνατός του προκλήθηκε από την πανώλη, ωστόσο το γεγονός πως τάφηκε την επόμενη ημέρα στην εκκλησία των Φράρι θέτει το ενδεχόμενο αυτό υπό αμφισβήτηση.

Πολύ μικρός αριθμός ζωγράφων μπορούν να αναγνωριστούν ως συνεχιστές του ή πραγματικοί μαθητές του, καθώς δεν διακρίθηκε για τις αρετές του ως δάσκαλος, είτε εξαιτίας έλλειψης υπομονής είτε διότι ήταν από τη φύση του έντονα ανταγωνιστικός. Σύμφωνα με μία επιστολή του ζωγράφου Τζούλιο Κλόβιο, προς τον καρδινάλιο Αλεσάντρο Φαρνέζε, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος υπήρξε μαθητής του, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ενώ το ίδιο έχει υποστηριχθεί και για τον Τιντορέτο. Μεταξύ των μαθητών του ξεχωρίζουν επίσης οι Μπορντόνε και Μπονιφάτσιο. Ο τελευταίος υιοθέτησε πιστά το ύφος του Τιτσιάνο και διακρίθηκε ως ζωγράφος, ενώ αρκετά έργα είναι δύσκολο να αποδοθούν στον ίδιο και όχι στο δάσκαλό του. Στη διάρκεια της ζωής του, ο Τιτσιάνο απέκτησε δύο γιους και δύο κόρες, μία από τις οποίες πέθανε σε βρεφική ηλικία. Ο γιος του Οράτιος έγινε επίσης ζωγράφος και για ένα διάστημα εργάστηκε ως βοηθός του.

Assunta (Η Ανάληψη της Παρθένου), 1516–18

Τεχνική

Η μέθοδος ζωγραφικής που ακολουθούσε ο Τιτσιάνο υπήρξε καινοτόμος για την εποχή του. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Βαζάρι, εργαζόταν σχεδόν αποκλειστικά με το χρώμα, δίνοντας πολύ μικρή σημασία σε προπαρασκευαστικά σχέδια. Στο ίδιο συμπέρασμα έχουν καταλήξει και νεότερες αναλύσεις έργων του, ενώ ενισχύεται ακόμα από τις περιγραφές του Πάλμα Τζιόβανε, ο οποίος αναφέρεται ως μαθητής του Τιτσιάνο. Οι αφηγήσεις του για την τεχνική τού δασκάλου του έχουν καταγραφεί από τον Μάρκο Μποσκίνι, στο έργο του Ricche minere della Pintura Veneziana (1674). Σύμφωνα με αυτές, ο Τιτσιάνο συνήθιζε να ξεκινά ένα έργο απλώνοντας μία μεγάλη ποσότητα χρώματος στην επιφάνεια του πίνακα, λειτουργώντας ως βάση για ό,τι θα σχεδίαζε πάνω από αυτή. Μετά την ολοκλήρωση των βασικών στοιχείων και μορφών του έργου, συχνά εγκατέλειπε τον πίνακα, ακόμα και για μερικούς μήνες, χωρίς να τον παρατηρεί. Αργότερα επανερχόταν και συνέχιζε το έργο του με μεγαλύτερη προσοχή, εφαρμόζοντας συμπαγείς επιστρώσεις χρώματος. Στα τελικά στάδιά του, εναρμόνιζε τα χρώματα μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας πιο συχνά τα δάχτυλά του και λιγότερο κάποιο χρωστήρα. Στην περιγραφή του Τζιόβανε δεν γίνεται αναφορά σε ενδεχόμενη χρήση ζωντανών μοντέλων, γεγονός που σημαίνει πως πιθανότατα ο Τιτσιάνο είχε εγκαταλείψει την πρακτική αυτή, την οποία όμως χρησιμοποιούσε τουλάχιστον μέχρι το 1522, όπως επιβεβαιώνεται από μία επιστολή ενός απεσταλμένου τού δούκα Αλφόνσο Α' στη Βενετία, γραμμένη το ίδιο έτος.

Σήμερα είναι επίσης γνωστό πως αρκετές από τις συνθέσεις του περιέχουν στοιχεία αυτοσχεδιασμού, καθώς έχουν παρατηρηθεί αλλαγές στα διαδοχικά στάδια ολοκλήρωσης αρκετών έργων, όπως για παράδειγμα στην Παναγία του Πέζαρο, σύνθεση της οποίας το αρχιτεκτονικό υπόβαθρο τροποποιήθηκε αρκετές φορές πριν αποδοθεί με την τελική του μορφή. Οι περισσότερες από τις πρώιμες συνθέσεις του Τιτσιάνο είναι φιλοτεχνημένες πάνω σε ξύλο, όπως η Ανάληψη της Παρθένου για την εκκλησία του Φράρι, ενώ μικρότερο ποσοστό έχει φιλοτεχνηθεί πάνω σε μουσαμά, υλικό που χρησιμοποίησε αργότερα με μεγαλύτερη συχνότητα. Πιθανότατα η επιλογή του σχετιζόταν με τις διαστάσεις του έργου, καθώς ήταν ευκολότερο να δημιουργηθούν πίνακες μεγάλων διαστάσεων πάνω σε μουσαμά.







Η βακχική γιορτή των Ανδρίων, 1519



Βάκχος και Αριάδνη, 1523

Ο άνθρωπος με το γάντι, 1520–23

Μετανοούσα Μαγδαληνή, 1531–33



Τα Εισόδια της Θεοτόκου, 1534–38

Φραντσέσκο Μαρία ντελλα Ρόβερε, δούκας του Ουρμπίνο, 1536–38,

Η Αφροδίτη του Ουρμπίνο, 1538

Πάπας Παύλος Γ΄, 1543



Ίδε ο Άνθρωπος, 1543

Ο Κάρολος Ε΄ έφιππος στην μάχη του Μύλμπεργκ, 1548

Η Αφροδίτη και ο μουσικός, 1548

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ (2 Φεβρουαρίου 1853 - 26 Αυγούστου 1919)

 

Ο Γεώργιος Σουρής (2 Φεβρουαρίου 1853 - 26 Αυγούστου 1919) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, έχοντας χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης».

Γεννήθηκε το 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει παπά. Όταν η οικογένειά του χρεοκόπησε, ο πατέρας του τον έστειλε υπάλληλο στο κατάστημα ενός θείου του σιτέμπορου στη Ρωσία. Ο Σουρής όμως, ξεκίνησε να γράφει κρυφά τους στίχους του στα κατάστιχα και μετά από δύο μήνες αποχώρησε. Όταν ήλθε στην Αθήνα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να πάρει πτυχίο μετά την απόρριψή του από τον καθηγητή του Σιμτέλο στο μάθημα της μετρικής, κατ΄ άλλους στα Λατινικά, γεγονός που του στοίχισε πολύ όπως διαπιστώνεται στους εκδικητικούς του στίχους. Για να βγάλει τον επιούσιο παρέδιδε μαθήματα και δημοσιογραφούσε.

Όπως σημείωνε τότε ο Σπύρος Μελάς, ο Σουρής είχε πλούσια πνευματικά προσόντα και πλούτο γνώσεων με συνέπεια να καταστεί εξαίρετος δημοσιογράφος της έμμετρης σάτιρας των γεγονότων της εποχής. Οι πρώτοι σατιρικοί του στίχοι δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά "Ασμοδαίος", "Μή χάνεσαι" του Βλάση Γαβριηλίδη και "Ραμπαγάς".

Στις 2 Απριλίου 1883, σε ηλικία 30 ετών έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας του,που ο Γεώργιος Δροσίνης τη βάφτισε «Ο Ρωμηός», που ήταν μια έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Τον Αύγουστο έδωσε εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, αλλά κόπηκε «μετά πολλών επαίνων», όπως σατιρίζει, στη μετρική. Ο «Ρωμηός» κυκλοφόρησε ως τις 17 Νοεμβρίου 1918 (τελευταίο φύλλο), λίγο πριν το θάνατο του Σουρή, για 36 χρόνια και 8 μήνες, σε 1.444 συνολικά τεύχη και 2 παραρτήματα. Το 1900, στο Δημοτικό Θέατρο των Αθηνών, παρουσιάστηκαν με επιτυχία οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνους, σε έμμετρη απόδοσή του. Έγραψε και αρκετές έμμετρες κωμωδίες, οι οποίες καυτηρίαζαν τα κακώς κείμενα της εποχής.
Χαρακτηριστικά του έργου του

Το έργο του χαρακτηριζόταν από την ποιητική του γονιμότητα και την πληθώρα των στίχων του. Έγραφε πάντα καλοπροαίρετα σχολιάζοντας το λαό, τους άρχοντες, τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να βρίζει. Συχνά αυτοσαρκαζόταν και έξοχο δείγμα αυτοσαρκασμού είναι το ποίημα «Η Ζωγραφιά μου». Η γλώσσα του είναι μικτή. Χρησιμοποιεί πολύ τη δημοτική, αλλά συχνά στα ποιήματά του υπάρχουν αρκετές λόγιες λέξεις και φράσεις, για λόγους είτε μετρικούς είτε σατιρικούς. Είχε άλλωστε συγκρουστεί εντονότατα με τον Γιάννη Ψυχάρη και τους μαχητικούς δημοτικιστές των αρχών του 20ού αιώνα. Βεβαίως, κάποιοι τον είπαν στιχοπλόκο και κατηγόρησαν το έργο του υποστηρίζοντας πως στερείται ποιητικής αξίας ή ότι είναι εντελώς επιφανειακό.

Ο Σουρής προτάθηκε 5 χρονιές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας:
To 1907, από 9 μέλη της Ένωσης Ελλήνων Καλλιτεχνών, τον καθηγητή Φιλολογίας και Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιο Χατζιδάκη, τον Πρόεδρο της Βουλής Νικόλαο Λεβίδη με άλλους 100 βουλευτές.
Το 1908 (η πρόταση του 1908 φέρει δυσανάγνωστη υπογραφή).
Το 1909, από τον Φιλολογικό Όμιλο Παρνασσό και τους Δημήτριο Πατσόπουλο και Παύλο Καρολίδη.
Το 1911, από την Ελληνική Φιλολογική Εταιρεία (με έδρα την Κωνσταντινούπολη)
Το 1912, ξανά από τον Γεώργιο Χατζιδάκη


Ο Γ. Σουρής παντρεύτηκε το 1881, σε ηλικία 28 ετών την Μαρή Κωνσταντινίδη, από τη Χίο, του γένους Αργέντη Ροδοκανάκη, με την οποία και πέρασε μια ευτυχισμένη ζωή αποκτώντας πέντε παιδιά. Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της που "καθώς ήταν αδέξιος και ανέμελος" είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας.

Ο Γ. Σουρής πέθανε το 1919 στο Νέο Φάληρο και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Από τα πέντε του παιδιά ο Κρίτων και η Αλεξάνδρα δεν απέκτησαν παιδιά. Η Έλλη (Μοσχονά) έζησε στην Αγγλία όπου απέκτησε τρία παιδιά, την Μαρί (άκληρη), τον Χαράλαμπο (άκληρος)και την Λητώ (Carathers) που απέκτησε μια κόρη (εν ζωή) την Jill που ζει στην Αγγλία. Η Ηρώ (Χαλμούκου) απέκτησε δύο παιδιά την Ναυσικά και τον Τάκη που δεν απέκτησαν παιδιά. Η Μυρτώ παντρεύτηκε τον Νικόλαο Δουμπιώτη (της οικογένειας των αγωνιστών από τα Δουμπιά Χαλκιδικής),τον μετέπειτα γνωστό Μακεδονομάχο Καπετάν Αμύντα (και μετέπειτα στρατηγό). Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ιωάννη και την Ελισάβετ. Ο Ιωάννης κατετάγη εθελοντής στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και "χάθηκε" στο Αλβανικό μέτωπο. Η Ελισάβετ (Γιαννακοπούλου) απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτριο και τον Νικόλαο. Και οι δύο ζουν στην Αθήνα και έχουν ο μεν Δημήτριος τρία παιδιά (Αλέξης, Φίλιππος, Βεατρίκη), ο δε Νικόλαος τρία παιδιά (Ελισάβετ, Σμαράγδα, Γεώργιος) https://el.wikipedia.org/



Οι ποιητές της γενιάς του 1880, Ελαιογραφία του Γεωργίου Ροϊλού (1919),
Γραφεία Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός. 
Ο Αριστομένης Προβελέγγιος απαγγέλλει έχοντας δεξιά του τον Γεώργιο Σουρή. Στο κέντρο ο Κωστής Παλαμάς και από αριστερά: Γεώργιος Στρατήγης, Γεώργιος Δροσίνης και Ιωάννης Πολέμης. 

Ο ΡΩΜΗΟΣ
Στον καφενέ απ'έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
τού ήλιου τίς ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κυττάζω, κανέναν δεν ψηφώ.

Σε μιά καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
αφίνω το καπέλλο, και αρχινώ με τόνο
τούς υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί ουρανός! τί φύσις!
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τίς βρίσκω μεγάλες και σοφές.

Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω
και στρίβω το μουστάκι μ' αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τον νούν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.

Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ...
Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τίς πω.

Στον καφετζή ξεσπάνω...φωτιά και κείνος παίρνει.
Αμέσως άνω κάτω τού κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος δεν πληρώνω...δεκάρα τον καφέ!"

Ο Ρωμηός στον Παράδεισο


Θεούλη μου, τί σου 'λθε νὰ μ' ἁγιάσεις;
νομίζεις πῶς θὰ μ' ἔμελλε καθόλου,
ἂν ἤθελες κι ἐμένα νὰ κολάσεις
καὶ μ' ἔστελνες παρέα τοῦ διαβόλου;
Μ' ἀρέσει ὁ Παράδεισος, ἀλήθεια,
χωρίς δουλειὰ σκοτώνω τὸ καιρὸ
βλέπω ἁγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ἀκούω καὶ τραγούδια θεϊκά,
μά, ἔλα ποῦ δεν ἔχετε συνήθεια,
νὰ λέτε κι ἕνα δυὸ πολιτικά!

Σὺ κυβερνᾷς γιὰ πάντα μὲ γαλήνη
κι ὥρα ἀπ' τὸ θρόνο σου δὲ πέφτεις...
Ἂς ἦταν δυνατόν Θεός νὰ γίνει
καὶ ἄλλος σὰν ἐσένα, λίγο ψεύτης,
νὰ μοιρασθεῖ τῶν οὐρανῶν τ' ἀσκέρι,
νὰ πᾶνε καὶ μ' ἐκεῖνον οἱ μισοί,
νὰ 'ρχεται αὐτός, νὰ πέφτεις σύ,
νὰ γίνεται λιγάκι νταραβέρι...
Μὰ ὅλα ἐδῶ εἶναι τακτικά,
ὁ ουρανός Θεὸ ἐσένα ξέρει,
καὶ δὲ μιλοῦν πολιτικά!

Ἐδῶ ποὺ μ' ἡσυχία ὅλοι ζοῦνε,
γιὰ μένα εἶναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικὰ τ' αὐτιά μου ἂς ἀκοῦνε,
κι ἂς εἶμαι καὶ στὴ κόλαση, χαλάλι!
Ἂν εἶχες εἰς τὸ νοῦ νὰ μὲ κολάσεις,
καὶ μ' ἔφερες κοντά σου γιὰ ποινή,
νά! κόλαση γιὰ 'μὲ ἀληθινή...
Μά, φθάνει πιά, Θεέ μου, μὴ μὲ σκάσεις,
καὶ διῶξε μὲ στὸ λέω παστρικά,
γιατί ἀλλιῶς στιγμὴ δὲ θὰ 'συχάσεις...
Μονάχος θὰ μιλῶ πολιτικά!


Εγκαίνια του Ισθμού της Κορίνθου

Ἐμπρός λοιπόν, Κορίνθιοι, στὸ πόδι σηκωθῆτε,
καὶ μὲ κλαδιὰ ἀγριελῃᾶς καταστεφανωμένοι
στὸ Καλαμάκι τρέξετε νὰ μᾶς ὑποδεχθῆτε
χαρούμενοι, ἀξένοιαστοι καὶ λίγο μεθυσμένοι.
Ἂς στρήψῃ μέσα στὴ χαρὰ ἡ βίδα τοῦ μυαλοῦ σας,
χαρῆτε, τὰ ἐγκαίνια θὰ γίνουν τοῦ Ἰσθμοῦ σας.

Τρομάξετε, μισέλληνες καὶ ἄλλοι περιδρόμοι,
ἂς πάψῃ πιὰ ἡ πέννα σας χολὴ γιὰ μᾶς νὰ χύνῃ,
ἐκεῖνο ὅπου ἄρχισε ἡ παντοκράτωρ Ρώμη,
θὰ τὸ τελειώσῃ σήμερα ἡ νέα Ρωμῃωσύνη.
Ἑλλὰς καὶ Ρώμη!... ρίξετε τὴν ἄδική σας πέννα...
μὲ τῆς Κορίνθου τον Ἰσθμὸ ἑνώνονται εἰς ἕνα.

Ἐμπρός, ἐμπρός, Κορίνθιοι, καὶ ὁ Ισθμός ἐκόπη,
ἡ Στερεὰ καὶ ὁ Μοριᾶς χωρίζονται μὲ λύπη,
μᾶς ἔρχεται κοντήτερα ἡ φίλη μας Εὐρώπη,
καὶ ἄλλο γιὰ τὸ μέλλον μας θαρρῶ πὼς δὲν μᾶς λείπει.
Τί τον φυλᾶτε; κόφτε τον, στον διάβολο νὰ πάγῃ,
ν' ἀνοίξουν τὰ Ταμεῖα μας, ν' ἀνοίξουν τὰ πελάγη.

Ἐμπρός, ἐμπρός, μὲ τὸν Ἰσθμὸ τὸ ἔθνος μας πλουτίζει,
κι' ὁ τρισκατάρατος Μαλιᾶς – ἀλλ' ὄχι ὁ τῆς μπύρας -
θὰ πάψῃ τὰ καράβια μας ν' ἀναποδογυρίζῃ,
καὶ δὲν θ' ἀφίνῃ ὀρφανά, καὶ δὲν θ' ἀφίνει χήρας.
Κάτω τὸ σκιάχτρο κι' ὁ φονιᾶς τῆς ναυτιλίας ὅλης,
καὶ ζήτω ὁ συνώνυμος τοῦ Κάβου ζυθοπώλης...

Ἐμπρός, ἐμπρός, χαράξετε παντοῦ συγκοινωνίας,
γιὰ νὰ συγκοινωνήσωμε γυναῖκες, ἄνδρες, ὅλοι,
ἐμπρὸς κι' ἡ σιδηρόδρομοι καὶ ἡ ὁδοποιΐαις,
νὰ γίνῃ τὸ Ρωμαίϊκο μιὰ μέρα περιβόλι.
Μὰ κἄτι θέλει νὰ εὑρῇ καὶ τ' ἄδειο μου κεφάλι,
καὶ ἴσως τὸ Πηδάλιον τ' Ἀεροστάτου βγάλῃ.

Κάτω η μόδα

Οἱ οἰκονομολόγοι τῆς Δύσεως φωνάζουν
τῶν κυριῶν τὰ λοῦσα νὰ πᾶνε νὰ χαθοῦν,
γιατὶ μ' αὐτὴ τὴ μόδα οἱ κύριοι τρομάζουν,
καὶ δὲν ἀποφασίζουν ν' ἀπογυναικωθοῦν.
Κι' ἅμα κανείς στὰ βρόχια τοῦ γάμου δὲν μπερδεύῃ,
μαραίνεται κι' ἡ φύσις κι' ὁ κόσμος λιγοστεύει.

Καλά σας ξυπνητούρια, ὦ οἱκονομολόγοι,
τόσον καιρὸ φωνάζω μονάχος μου γι' αὐτά,
μὰ πᾶνε στὰ χαμένα οἱ σοβαροί μου λόγοι
κι' ἡ μόδα ὅλο τρέχει ἀντὶ νὰ σταματᾷ.
Τώρα ξυπνᾶτε μόλις, σοφώτατοί μου ξένοι...
τόσον καιρὸ σᾶς εἶχαν τὴ γλῶσσα σας δεμένη;

Τὸ εἶπα καὶ τὸ λέγω! Σὰν θέλετε στὸ γάμο
γλυκειὰ νὰ βασιλεύῃ εἰρήνη καὶ μπουνάτσα,
αὐταῖς ἡ παλῃομόδαις νὰ κυλισθοῦνε χάμω,
κι' ἡ κάθε μιὰ κυρία νὰ βάλῃ κανναβάτσα.
Πρῶτος ἐγὼ τὸ εἶπα, μὰ δὲν μ' ἀκοῦν καθόλου·
γι' αὐτὸ κι' ὁ κόσμος πάει στραβός κατὰ διαβόλου.

Δεν φθάνουν κάθε λίγο ἡ τόσαις συμφοραῖς μας,
θέ νἄχωμε καὶ τούτη;... ὦ! ποιὸς θὰ μᾶς γλυτώσῃ;
Τὶ λύσσα γιὰ τὴ μόδα πρὸ πάντων στῇς δικαῖς μας!
Εὑρίσκονται στοὺς δρόμους προτοῦ νὰ ξημερώσῃ.
Φαίνεται στὄνειρό τους δὲν βλέπουν τίποτ' ἄλλο,
παρὰ καμμιὰ κορδέλλα ἢ ντεκολτὲ γιὰ μπάλο.

Καὶ βλέπετε ἐμπρός σας τῶν γυναικῶν τ' ἀσκέρι
μ' ὀνείρατα καὶ μάτια ἀκόμη νυσταγμένα
πρωΐ πρωΐ νὰ στήνῃ στὰ μαγαζιὰ καρτέρι,
καὶ νὰ ξυπνᾷ τὸν κόσμο γιὰ τὰ νεοφερμένα.
Γυρνοῦν καὶ σαν δεν εἶναι ἡ τσέπη των γεμάτη,
γιὰ νὰ χορτάσουν μόδα καὶ μόνο μὲ τὸ μάτι.

Κυττάξετε τριγύρω τί λούσων ποικιλία!
κυττάξετε λουλούδια, κορδέλαις, τραχηλιαῖς!
μὰ πόσαις δὲν κυλιοῦνται γι' αὐτὰ στὴν ἀτιμία,
καὶ πόσαις γιὰ τὴν μόδα δὲν γουργουροῦν κοιλιαῖς!
Μὴ βλέπετε τὰ τόσα φτερὰ στὰ καπελῖνα!
ἂν μᾶς κτυποῦν στὰ μάτια, μὰ πέρνονται μὲ πεῖνα.

Εἰς τον βωμὸ τῆς μόδας καὶ τί καὶ τί δὲν καῖνε!
πόσαις γιὰ νἄχουν ἕνα μεταξωτὸ φουστάνι
τον ἄνδρα των στολίζουν μ' ἐκεῖνα, πῶς τὰ λένε...
Τιμὴ χωρίς στολίδα καμμιὰ τιμὴ δὲν κάνει.
Καλὰ στολίσετέ μας γιὰ νὰ καμαρωθοῦμε,
κι' ἂν ἄλλο δὲν μᾶς μένῃ, τὰ κάλλη μας πουλοῦμε.

Τῆς μόδας ἡ ἀρρώστεια κάθε ἀγάπη σβύνει,
γι' αὐτὴ πολλαῖς ξεχάνουν κι' αὐτά των τὰ παιδιά,
αὐτὴ τῆς ξεντροπιάζει καὶ κούκλαις τῇς ἀφίνει,
μὲ ἄδειο τὸ κεφάλι καὶ ἄδεια τὴν καρδιά.
Πατρίς, σεμνότης, ἔρως καὶ νυμφικὸ στεφάνι,
ποδοπατοῦνται ὅλα, γιὰ τί;... γιὰ τὸ φουστάνι.

Ἄ! τί φρικτὴ ἀρρώστεια, τί μαρασμός καὶ φθίσις!
Τόσοι καρποὶ ἱδρώτων ἐντίμου ἐργασίας
σκορπίζονται στῆς μόδας τας νέας ἀπαιτήσεις,
ἀντὶ ζωὴ ν' ἀνοίξουν χαρᾶς καὶ ἁρμονίας.
Ἡ μόδα, ἄ! ἡ μόδα! τί τσέπαις ξεροστίβει
καὶ πῶς ἀπογυμνόνει καὶ ξέσκεπο καλύβι!

Ἂν θέτε Παυσανίου κι' Οὐάσιγκτων μητέρας,
ἂν ἔρωτας ζητῆτε σεμνοὺς καὶ παρθενιά,
ἂν θέλετε ἀγάπης καὶ μουσικῆς ἡμέρας,
τὴν ἄνοιξι τ' Ἀπρίλη καὶ ὄχι παγωνιά,
θυμώσετε, γενῆτε Φελλάψοι, Ἀραμπῆδες,
κι' ἔξω ἡ μόδα, πῆτε, κι' ἀπὸ τῇς Ἑλληνίδες.

Κάτω λοιπόν, γιὰ μόδαις καμμιὰ ἂς μὴ ξοδεύῃ,
ἂς γίνουν πυραμίδες μὲ γυναικῶν φουστάνια,
καὶ δώσετέ τους φόκο, ποὺ ὁ καπνὸς ν' ἀνέβῃ
ὡς μάρτυς μετανοίας ἐπάνω στὰ οὐράνια.
Νὰ παύσουν πιὰ νὰ λένε παντοῦ γιὰ φιγουρίνια,
γιὰ τρίχαπτα, γιὰ φιόγκους, γιὰ φούνταις, γιὰ σκαρπίνια.

Ἂς βάλουν κανναβάτσα καὶ πέδιλα ἀρχαῖα,
ἂν θέλουν, ἂς φορέσουν κι' ἐκείναις ἀνδρικά,
ἂς ἔρχωνται μαζί μας στὸν καφενὲ παρέα,
γιὰ νὰ μιλοῦμε λίγο γιὰ τὰ πολιτικά.
Ἂς παίζουνε μπιλιάρδο, ἂν θέλουν, κι' ἂς καπνίζουν,
ἂς γράφουν ἄρθρα, στίχους, ἀκόμη κι' ἂς ψηφίζουν.

Ἂς γίνουν, ἂν μπορέσουν, κι' αὐταῖς Πρωθυπουργίναις,
μὲς στὴ Βουλὴ ἂς φέρουν σωροὺς Νομοσχεδίων,
φθάνει νὰ λείψουν μόνο ἡ μόδαις των ἐκείναις,
καὶ ὅλα τὰ ἀχρεῖα Ζουρνὰλ τῶν Παρισίων.
Ἁπλῆ κι' ἀθῷα πάντα ἡ ὠμορφιὰ νὰ στέκῃ,
καὶ ἔτσι τῇς καρδιαῖς μας στὸ δίκτυ της νὰ μπλέκῃ.

Ἀλλοιῶς ἂν ἐπιμένῃ τῶν κυριῶν τὸ φῦλο
τὸ κάλλος ν' ἀσχημίζῃ μὲ λοῦσα δανεικά,
καλό, νομίζω, εἶναι ν' ἀρχίσωμε τὸ ξύλο,
ἴσως καὶ φρονιμέψουν μ' αὐτὸ τὰ θηλυκά.
Ξύλο, ἀφοῦ τ' αὐτιά των ἀπὸ φωναῖς δὲν πέρνουν,
πρὶν βγάλουν κι' ἄλλη μόδα ν' ἀρχίσουν νὰ μᾶς δέρνουν

Σημεία των καιρών

Βαρύς χειμῶνας πλάκωσε,
ὁ κόσμος ξεπαγόνει!...
Δὲν βγαίνει ὁ ἥλιος πουθενά,
ἀσπρίζουν δάση καὶ βουνὰ
ἀπ' τὸ πυκνὸ τὸ χιόνι.

Ἀντάρα δῶ, φουρτοῦνα κεῖ,
καὶ σίφουνας πιὸ πέρα,
παντοῦ φωτιές, κατακλυσμοί,
ἀστροπελέκια καὶ σεισμοί...
στριφογυρνᾷ ἡ σφαῖρα.

Ἡ φύσις ξελογιάστηκε,
τῆς ἔστρηψαν ἡ βίδες
μπῆκαν στοὺς τόπους τὰ θεριά,
καὶ βγῆκαν ἔξω στὴ στεριὰ
ἡ γύπες κι' ἡ μαρίδες.

Βάζουν φτερὰ κι' ὑψόνονται
ὣς στ' ἄστρα κι' οἱ γαϊδάροι.
Παίρνουνε τ' ἄφωνα φωνή,
γεννοῦν αὐγὰ οὶ πετεινοί,
καὶ κελαϊδοῦν οἱ γλάροι.

Οἱ ποντικοὶ ξετρύπωσαν
καὶ κυνηγοῦν τῇς γάτες,
καὶ μὲ τὴ νίκη τους αὐτὴ
μᾶς ξεφυτρώνουν δυνατοὶ
καὶ ποῦροι δημοκράτες.

Ἐμάθανε νὰ τρέχουνε
ἐμπρὸς καὶ τὰ καβούρια·
στὴ λάσπη ψύλλοι ξεπετοῦν,
κι' οἱ χοῖροι τ' ἄχυρα ζητοῦν
καὶ κρύβονται στ' ἀχούρια.

Τῆς προβατίνας τὰ μαλλιὰ
πουλιοῦνται γιὰ μετάξια,
καὶ τὰ μυρμήκια τὰ μωρὰ
ἔγιναν ἄλογα μ' οὐρά,
καὶ σέρνουνε τ' ἁμάξια.

Καὶ ἡ γλυκειαῖς Χανούμισσες
τὸν φ ε ρ ε τ ζ ὲ ἀφίνουν,
καὶ στὸ χαρέμι μυστικὰ
ζητήματα Ελληνικὰ
ἀρχίζουνε νὰ λύνουν.

Φιλοσοφία

Νὰ ζῇ κανείς ἢ νὰ μὴ ζῇ; ὁ Σαίξπηρ ἐρωτᾷ.
Λοιπόν TO BE OR NOT TO BE; κι' ἐγὼ τον ἐρωτῶ·
δεν μοῦ ἀρέσει τίποτε κι' ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτά,
κακὸ ψυχρὸ μοῦ φαίνεται κι' ἐκεῖνο καὶ αὐτό.
Εἶναι, μὴ εἶναι; σᾶς ρωτῶ... ἤγουν ἐν ἄλλοις λόγοις,
νὰ ὁμιλῇς, νὰ μὴ μιλῇς; νὰ τρώγῃς, νὰ μην τρώγῃς;

Νὰ ζῇς; τουτέστι νὰ γελᾷς, νὰ κλαῖς, νὰ φλυαρῇς,
νὰ εἶσαι λόγιος, κλητήρ, κτηνίατρος, παππᾶς,
γιὰ μιὰ δραχμὴ νὰ κόβεσαι καὶ νὰ δικηγορῇς,
καὶ νηστικός τῶν ὑπουργῶν τῇς πόρτες νὰ κτυπᾷς.
Νὰ κάνῃς καὶ συνδυασμὸ μὲ τὸν Κατσικαπῆ,
καὶ γιὰ τοῦ ἔθνους νὰ μιλῇς τὴν τόση προκοπή!

Τί κόσμος ἀποτρόπαιος!... κανείς καλὰ δεν ξέρει
γιατί κοιμᾶται καὶ ξυπνᾷ, γιατὶ γελᾷ καὶ χαίρει
σὲ κάθε ἀλλαγὴ καιροῦ...
ψέμμα και πλάνη τὰ καλά, καθώς καὶ τὰ καλά,
ὁ ἄνθρωπος τον ἄνθρωπον αἰώνια γελᾷ,
καὶ ζοῦμε ἔτσι κουτουροῦ.

Ὤ! νά· μιὰ μυῖγα κάθεται εἰς τὴ χυτή μου μύτη...
σὲ τίνων μύτες ἆρα γε ὡς τώρα νὰ ἐπῆγες;
λοιπὸν κι' ἡ μυῖγα τοῦ Θεοῦ τὸ πάνσοφον κηρύττει;
δὲν φθάνει ὅπου ζῶ ἐγῶ, ἀλλὰ νὰ ζοῦν κι' ἡ μυῖγες;
Ποιός ξέρει τούτη τὴ στιγμή, ποὺ τόσας σκέψεις κάνω,
ἂν καὶ αὐτὴ φιλοσοφῇ στὴ μύτη μου ἐπάνω!

Αὐτός μετρᾷ στὰ δάκτυλα τ' ἀστέρια τοὐρανοῦ,
ἐκεῖνος μὲ τὰ ἔντερα λεπτολογεῖ τῶν ψύλλων,
κι' ἄλλος σκοτίζει καὶ χαλᾷ τον ἔξοχό του νοῦ,
νὰ μᾶς εἰπῇ οἱ ἄγγελοι σὲ ποιὸ ἀνήκουν φῦλον.
Πλὴν δὲν μᾶς εἶπε ὁ σοφὸς ἀκόμη πῶς τοὺς θέλει·
μὰ κι' ἀρσενοθήλυκοι ἂν εἶναι τί μᾶς μέλλει;

Τί κόσμος ἀκατάστατος, ἀνούσιος, μωρός!
ὡς πότε ὁ ἀθάνατος μὲ τοὺς θνητοὺς θὰ παίζῃ;
ἀλλὰ ἐνῷ φιλοσοφῶ γιὰ ὅλα σοβαρός,
φωνάζει ἡ κυρία μου: «Ὁρίστε στὸ τραπέζι».
Λοιπὸν καὶ πάλι την κοιλιὰ ἀνάγκη νὰ γεμίσω;
Ὤ! βάστα με, γυναῖκα μου, νὰ μὴν αὐτοκτονήσω.

Θὰ φάγω πάλι, θὰ μασῶ, θὰ ξεροκαταπίνω...
Οὔτε μιὰ μέρα νηστικὸς νὰ μὴ μπορῶ νὰ μείνω;;
Τί σιχαμένα φαγητά!
Νὰ σπάσω ὅλα μ' ἔρχεται τοῦ τραπεζιοῦ τὰ πιάτα,
μὰ πάλι λέγω μόνος μου. «Ὤ χέρι μου, σταμάτα,
κι' ἂς λείψουν τέτοια χωρατά».

Ἔφαγα, δόξᾳ τῷ Θεῷ, καὶ τώρα ἂς φουμάρω,
κι' ἅς ἔβγω τὸν ἀέρα μου στὸ Σύνταγμα νὰ πάρω...
Ὤ! Ὤ! τί κόσμος σοβαρός!
Ὁ ἕνας κι' ἄλλος μὲ γελᾷ, κι' ἐγὼ μ' αὐτούς γελῶ,
ψέμματα ὅλοι μοῦ πουλοῦν καὶ ψέμματα πουλῶ,
κι' ἔτσι διαβαίνει ὁ καιρός.

Πάλι στὸ σπίτι μου γυρνῶ, ζεσταίνομαι, κρυόνω,
καὶ πάλι μὲ χασμήματα στὸ στρῶμα μου ξαπλόνω,
κι' ἀρχίζω τὸ ρουχαλητό...
Ὤ! ἡ ζωὴ κατήντησε μαρτύριο γιὰ μένα,
ἔγινα Χάμλετ, ὅλα πιὰ τὰ βρίσκω σιχαμένα,
καὶ μόνον θὰνατον ζητῶ.

Μὰ πάλι νὰ μὴ ζῇ κανείς, ποτὲ νὰ μην πεινᾷ,
καὶ ἄσπλαχνα νὰ τρώγεται ὑπὸ τὴν κρύα πλάκα,
νὰ μὴ γνωρίζῃ τίς καὶ πῶς τὸ ἔθνος κυβερνᾷ,
καὶ ποιὸς θὰ ἔλθῇ βουλευτής ἀπὸ τὴν Καλαμπάκα;
Ἐν ὅσῳ εἶσαι ζωντανός, ναὶ μεν θὰ ὑποφέρῃς,
μὰ τῆς ζωῆς τὴν ἀνοστιὰ τοὐλάχιστον την ξέρεις,

Ἀλλ' ὅταν πέσῃς μιὰ φορὰ ἀναίσθητος στὸ χῶμα
καὶ ἀπομείνῃς σκέλεθρο, ὤ! τότε θ' ἀγνοῇς
τὸ τί ἀξίζει ἡ ζωὴ κι' ὁ θάνατος ἀκόμα,
κι' ἂν εἶναι προτιμότερος ὁ τάφος τῆς ζωῆς.
Ὤ! τί φρικώδης ὕπαρξις! τί χάρος σκοτεινός!
κι' ἀποθαμένος μαρτυρεῖς καθὼς καὶ ζωντανός.

Νὰ ζῇ κανείς ἢ νὰ μὴ ζῇ; ὁ Σαίξπηρ ἐρωτᾷ,
λοιπόν TO BE OR NOT TO BE κι' ἐγὼ τον ἐρωτῶ.
Δεν μοῦ ἀρέσει τίποτε κι' ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτά,
κακὸ ψυχρὸ μοῦ φαίνεται κι' ἐκεῖνο καὶ αὐτό.
Μὰ ἡ φιλοσοφία μου κατήφορο ἐπῆρε
καί... γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν, συνάδελφε Σαιξπῆρε.


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/