Κλωντ Ντεμπυσσύ (22 Αυγούστου 1862 – 25 Μαρτίου 1918)

 

Ο Κλωντ Ντεμπυσσύ (22 Αυγούστου 1862 – 25 Μαρτίου 1918) ήταν Γάλλος συνθέτης. Θεωρείται ο κύριος εκπρόσωπος του κινήματος του μουσικού ιμπρεσιονισμού, αν και ο ίδιος δεν αποδεχόταν τον χαρακτηρισμό αυτό. Ο Ντεμπυσσύ δεν είναι μόνο ένας από τους γνωστότερους Γάλλους συνθέτες, αλλά και μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της δυτικής μουσικής, σηματοδοτώντας το πέρασμα από την ρομαντική εποχή στη μοντέρνα μουσική του 20ού αιώνα.

Ο Κλωντ Ντεμπυσσύ ήταν ο πρωτότοκος γιος του Μανυέλ-Ασίλ Ντεμπυσσύ και της Βικτορίν Μανουρί. Γεννήθηκε το 1862 στο Σεν Ζερμέν αν Λε, κοντά στο Παρίσι, όπου ο πατέρας του διατηρούσε μικρό κατάστημα με κεραμικά και πορσελάνινα είδη.

Βαφτίστηκε σε ηλικία δύο ετών – ασυνήθιστα αργά για την εποχή – με νονούς την θεία του Κλεμεντίν ντε Μπυσύ και τον φιλότεχνο τραπεζίτη Αχιλλέα Αρόζα. Η θεία του, γνωστή και με το ψευδώνυμο «Οκταβί ντε λα Φερονιέρ», είχε εκείνη την εποχή σχέση με τον Αρόζα, ενώ αργότερα χώρισε και παντρεύτηκε τον Αλφρέντ Ρουστάν (συχνά αναφέρεται στη βιβλιογραφία και ως «μαντάμ Ρουστάν»). Επειδή είχε αναλάβει εν πολλοίς την ανατροφή του μικρού Κλωντ, έχουν διατυπωθεί υπόνοιες ότι ήταν η πραγματική του μητέρα και ότι πραγματικός του πατέρας ήταν ο Αρόζα, αν και οι περισσότεροι βιογράφοι του Ντεμπυσσύ αναφέρουν τέτοιες πληροφορίες ως αβάσιμες

To 1865 η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Παρίσι, λόγω οικονομικών δυσχερειών. Εκεί, ο Μανυέλ Ντεμπυσσύ εργαζόταν σε διάφορες δουλειές, από πλανόδιος πωλητής μέχρι λογιστής, ενώ το 1871 συμμετείχε στην εθνοφρουρά της Παρισινής Κομμούνας, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για ένα χρόνο στο Σατορί μετά την βίαιη καταστολή της.

Η μουσική φαίνεται ότι δεν είχε κάποια ιδιαίτερη θέση στο σπίτι της οικογένειας Ντεμπυσσύ, αν και ο πατέρας του μικρού Κλωντ αγαπούσε την οπερέτα και τον είχε πάει σε κάποιες παραστάσεις. Ο Ντεμπυσσύ δεν πήγε στο σχολείο, αλλά εκπαιδεύτηκε κατ’ οίκον στην ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική από τη μητέρα του, η οποία ήταν αρκετά αυστηρή και αυταρχική. Πιθανώς λόγω των οικονομικών δυσκολιών της οικογένειας και της φυλάκισης του πατέρα, ο Ντεμπυσσύ περνούσε αρκετούς μήνες το χρόνο με τη θεία του ή το νονό του στις Κάννες, συχνά μαζί με την μικρότερη αδελφή του Αντέλ. Εκεί ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με το πιάνο και έκανε τα πρώτα του μαθήματα με τον βιολονίστα Jean Cerutti και λίγο αργότερα με την «Μαντάμ Μωτέ ντε Φλερβίλ» (ψευδώνυμο) , η οποία ήταν πεθερά του Πωλ Βερλαίν και ισχυριζόταν ότι ήταν μαθήτρια του Σοπέν. Αυτή είδε το ταλέντο του και ανέλαβε την προετοιμασία του για την εισαγωγή του στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού, με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών του.



Μουσικές σπουδές και πρώτα έργα

Στο Κονσερβατουάρ

Ο Ντεμπυσσύ εισήχθη πράγματι στο Κονσερβατουάρ το 1872, όπου και σπούδασε μέχρι το 1884. Ανάμεσα στους καθηγητές του ήταν οι: Αλμπέρ Λαβινιάκ (σολφέζ), Αντουάν Μαρμοντέλ (πιάνο), Εμίλ Ντυράν (Αρμονία), ενώ διδάχθηκε ανώτερα θεωρητικά και Σύνθεση με τον Ερνέστ Γκιρώ και άλλους. Το ιδιαίτερο ταλέντο του και η επαναστατικότητά του ενάντια στους ωδειακούς κανόνες αντιμετωπίστηκε ποικιλοτρόπως από τους καθηγητές. Από κάποιους ενθαρρύνθηκε, ενώ από άλλους θεωρήθηκε ως ένδειξη αδυναμίας ή και αυθάδειας, με αποτέλεσμα να του στερηθούν αρκετές διακρίσεις σε κάποια μαθήματα. Παρόλ’ αυτά, κατάφερε να αποσπάσει το δεύτερο και το πρώτο βραβείο σε δύο διαγωνισμούς πιάνου του Ωδείου που έγιναν το 1874 και το 1875 αντίστοιχα. Όμως, οι επιτυχίες του αυτές δεν συνεχίστηκαν, ούτε θεωρούνταν ικανοποιητικές για το ανταγωνιστικό κλίμα του Κονσερβατουάρ. Αυτό λειτούργησε τελικά προς όφελος του Ντεμπυσσύ, που συνειδητοποίησε ότι δεν ενδιαφερόταν να γίνει δεξιοτέχνης πιανίστας, αλλά συνθέτης.

Για τη συνέχεια των σπουδών του στη σύνθεση, έπρεπε να έχει τουλάχιστον μία διάκριση με 1ο βραβείο σε ένα από τα προαπαιτούμενα μαθήματα. Ο Ντυράν, καθηγητής του στην Αρμονία, τον θεωρούσε αδύναμο και απροσάρμοστο και του στέρησε το σχετικό βραβείο. Τη διάκριση όμως την απέσπασε ο Ντεμπυσσύ από τα μαθήματα της συνοδείας με πιάνο, και της «πρακτικής αρμονίας» (prima vista), όπου είχε την δυνατότητα να επιδείξει το ταλέντο του στον αυτοσχεδιασμό. Συνεχίζοντας τις σπουδές του στη Σύνθεση, απέφυγε συστηματικά τον Ζυλ Μασνέ, καθηγητή-«σταρ» του Κονσερβατουάρ και γνωστό συνθέτη της γαλλικής όπερας, προτιμώντας την τάξη του Ερνέστ Γκιρώ, που ήταν αρκετά ανεκτικός και έβλεπε με συμπάθεια το ιδιαίτερο ταλέντο και τις πρωτοποριακές ιδέες του Ντεμπυσσύ.


Ο Ντεμπυσσύ στη Βίλα των Μεδίκων στη Ρώμη, το 1885. (Κέντρο και πάνω, φορώντας ένα άσπρο σακάκι)

Στη Βίλα των Μεδίκων

Το 1883, ο Ντεμπυσσύ έλαβε μέρος στον διαγωνισμό για το Βραβείο της Ρώμης (“Prix de Rome”) της γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών, που για τον τομέα της σύνθεσης είχε ως έπαθλο υποτροφία τριετούς φοίτησης στη Βίλα των Μεδίκων στη Ρώμη, ύψιστη διάκριση για έναν φιλόδοξο συνθέτη εκείνη την εποχή. Η κριτική επιτροπή απένειμε εκείνη τη χρονιά το πρώτο βραβείο στον Πωλ Βιντάλ, μαθητή του Μασνέ, ενώ ο Ντεμπυσσύ πήρε το δεύτερο βραβείο[19]. Παρόλ’ αυτά, έλαβε πάλι μέρος την επόμενη χρονιά (1884), καταθέτοντας την καντάτα L’enfant prodigue (Ο άσωτος υιός) και πήρε την υποτροφία.

Η διαμονή στη Βίλα των Μεδίκων ήταν ένα βασανιστήριο για τον Ντεμπυσσύ. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες και οι υπερβολικές απαιτήσεις τον έκαναν να νιώθει καταπιεσμένος, αποκομμένος από την πραγματική ζωή, ενώ δεν μπορούσε να βρει σημεία επαφής με τους υπόλοιπους συμφοιτητές του, ούτε είχε διάθεση να συνθέσει. Έπρεπε όμως να στείλει κάποια έργα στο Κονσερβατουάρ, έτσι ώστε να διαπιστωθεί η πρόοδός του. Ανάμεσα σε αυτά ήταν η συμφωνική ωδή Zuleima (σε κείμενο του Χάινριχ Χάινε), το ορχηστρικό κομμάτι Printemps και η καντάτα La Damoiselle élue. Χαρακτηριστικό είναι ότι η επιτροπή του Κονσερβατουάρ έκρινε το πρώτο από αυτά ως παράξενο, ακατανόητο και ακατάλληλο για εκτέλεση.

Ο Ντεμπυσσύ, βλέποντάς τη διαμονή του στη Βίλα των Μεδίκων ως εξορία, διέκοψε προσωρινά την φοίτησή του το 1886, επιστρέφοντας στο Παρίσι, ενώ ενδεικτικό είναι ότι αρνήθηκε να παραβρεθεί στην τελετή αποφοίτησης το 1889, αποκόπτοντας οριστικά τους δεσμούς του με την Ακαδημία το 1890.



Γνωριμίες και επιρροές


Σημαντικότερες για την μουσική εξέλιξη του Ντεμπυσσύ φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο οι εγκύκλιες σπουδές του στο Κονσερβατουάρ και στη Βίλα των Μεδίκων, όσο οι γνωριμίες του με σημαντικά πρόσωπα των Τεχνών, με τα έργα σημαντικών συνθετών της εποχής αλλά και με την μουσική της Αναγέννησης, καθώς και με εξωευρωπαϊκούς μουσικούς πολιτισμούς.

Όταν ο Ντεμπυσσύ ήταν ακόμα μαθητής στο Κονσερβατουάρ, την περίοδο 1880-2, με σύσταση του Γκιρώ είχε προσληφθεί από την βαρώνη Ναντιέζντα φον Μεκ – ηγερία του Τσαϊκόφσκι – ως πιανίστας και καθηγητής μουσικής για τα παιδιά της και την ίδια. Μαζί της ταξίδεψε σε διάφορες ευρωπαϊκές μεγάλες πόλεις, αλλά και στη Ρωσία, όπου ήρθε σε επαφή με τον Τσαϊκόφσκι, καθώς και με μέλη της «Ομάδας των Πέντε» [20]. Η γνωριμία του με την ρωσική μουσική, ειδικά με το έργο του Μοντέστ Μουσόργκσκι έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα συνθετική του εξέλιξή, συμβάλλοντας ανάμεσα στα άλλα και στον περιορισμό της επίδρασης του Ρίχαρντ Βάγκνερ, η οποία ήταν εμφανής ιδιαίτερα στα πρώτα του έργα. Το 1886 γνωρίζει μεταξύ άλλων τον Φραντς Λιστ, τον Τζουζέπε Βέρντι και τον Ρουτζέρο Λεονκαβάλο.

Μετά την επιστροφή του από τη Ρώμη, αποφασίζει να ζήσει ως μποέμ, κερδίζοντας τα προς το ζην ως συνοδός πιανίστας, ενορχηστρωτής και μουσικοκριτικός, ενώ παράλληλα συνέθετε για πρώτη φορά απελευθερωμένος από τους ακαδημαϊκούς κανόνες. Την εποχή αυτή εντάχθηκε στον κύκλο του συμβολιστή ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ, από το ποίημα του οποίου L'après-midi d'un fauneεμπνεύστηκε ένα από τα σημαντικότερα ορχηστρικά του έργα, το Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου[21]. Τα χρόνια αυτά γνωρίζει επίσης προσωπικότητες όπως οι ζωγράφοι Εντουάρ Μανέ, Εντγκάρ Ντεγκά, Τζαίημς Μακνίλ Γουίσλερ, οι ποιητές και λογοτέχνες Πωλ Βερλαίν[22], Πωλ Βαλερί, Όσκαρ Ουάιλντ και οι συνθέτες Ερίκ Σατί, Ερνέστ Σωσόν, Πωλ Ντυκά και Μωρίς Ραβέλ. Παρά το γεγονός ότι ο Ντεμπυσσύ και ο κατά δέκα χρόνια νεότερός του Ραβέλ μοιράζονται τον χαρακτηρισμό του «ιμπρεσιονιστή» και τα ονόματά τους αναφέρονται συχνά μαζί, οι δύο άντρες δεν είχαν ποτέ ιδιαίτερες φιλικές σχέσεις, αλλά κυρίως επαγγελματικές. Το 1901 περίπου, ο Ντεμπυσσύ γνώρισε επίσης το νέο τότε συνθέτη Ιγκόρ Στραβίνσκι, με τον οποίο συναντιόταν έκτοτε συχνά και συζητούσαν θέματα σχετικά με τη σύνθεση και τις τεχνικές.

Είναι επίσης γνωστό ότι ο Ντεμπυσσύ είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα από την τέχνη ανατολικών πολιτισμών και ήταν μανιώδης συλλέκτης έργων τέχνης από την Άπω Ανατολή. Στην διεθνή έκθεση του Παρισιού του 1899 άκουσε για πρώτη φορά μουσική από την Ινδονησία και εντυπωσιάστηκε από τις ορχήστρες γκαμελάν της Ιάβας. Πολλοί μελετητές του έργου του ισχυρίζονται ότι η μουσική αυτή επηρέασε σημαντικά το έργο του, όχι όμως με άμεσες αναφορές

Ο Ντεμπυσσύ στο πιάνο, 1893



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/

Δημήτρης Γληνός ( 22 Αυγούστου 1882 - 26 Δεκεμβρίου 1943 )

 Δημήτρης Γληνός: ο ριζοσπάστης παιδαγωγός


Κώστας Θεριανός - Μαριάνθη Μπέλλα


Τα πρώτα χρόνια
Ο Δημήτρης Γληνός γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 22 Αυγούστου του 1882 (παλαιό ημερολόγιο). Ήταν ο πρωτότοκος από τα δώδεκα παιδιά της οικογένειας του. Ο πατέρας του ήταν έμπορος κρασιών και κατάγονταν από την Άνδρο. Εκτός από το εμπόριο κρασιών, ο πατέρας του διατηρούσε και μια μικρή ταβέρνα, στην οποία ο Δημήτρης εργαζόταν προκειμένου να βοηθήσει την οικογένεια του. Οι οικονομικοί πόροι της οικογένειας του ήταν περιορισμένοι. Όμως, ο Γληνός είχε την τύχη να τον συμπαθήσει ο γιατρός Δημήτριος Χρόνης και να τον βοηθήσει οικονομικά ώστε να εγγραφεί στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης.

Φοιτητής στην Αθήνα
Το 1899, αριστούχος της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης ήρθε στην Αθήνα «κουβαλώντας» τη «Μεγάλη Ιδέα», την καθαρεύουσα και τον ιδεαλισμό για να σπουδάσει Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής είχε κυριαρχηθεί από την ήττα του 1897. Στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών κυριαρχούσαν οι οπαδοί της αρχαΐζουσας (Μιστριώτης, Κόντος). Ο Γληνός νοίκιασε ένα σπίτι στην οδό Μασσαλίας 18 και έπιασε φιλία με τον Κ. Γούναρη, δημοτικιστή και ποιητή, τεταρτοετή φοιτητή της φιλολογίας που σκοτώθηκε στους Βαλκανικούς πολέμους. 

Η επίδραση του Μιστριώτη επηρέασε αρχικά το Γληνό. Συμμετείχε στα «Ευαγγελικά» το 1901 εναντίον των δημοτικιστών. Αργότερα ο ίδιος θα γράψει: «όλη μου η ζωή είναι μια πορεία προς τα αριστερά. Από το Μιστριώτη στο Λένιν». Την ίδια περίοδο γράφει το πρώτο του άρθρο για τις ξένες λέξεις στην ελληνική γλώσσα στο περιοδικό του Γεράσιμου Βώκου «Το Περιοδικό μας». Αργότερα, στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύει μια επιστολή με τίτλο «Ένας εθνικός». 



Στο πανεπιστήμιο γνωρίζει τους Αλέξανδρο Δελμούζο, Μανώλη Τριανταφυλλίδη και Π. Ταγκόπουλο και γίνεται δημοτικιστής. Να πώς παρουσιάζει ο ίδιος γλαφυρά την περίοδο των φοιτητικών του χρόνων, τις ανησυχίες και τα όνειρά του:

«Σπούδασα φιλολογία γεμάτος από θολά και αόριστα όνειρα, από ορμές για δράση πνευματική, πότε νοιώθοντας να φουσκώνουνε τα στήθια μου από ποιητική διάθεση και πότε νοιώθοντας το νου μου να λαχταράει, για την κατάκτηση της αλήθειας... Έτρεχα σαν ένα νέο αλογάκι μέσα σ’ ένα λιβάδι, πότε ανεβαίνοντας τις ηλιόλουστες βουνοπλαγές της τέχνης, πότε χοροπηδώντας στον κάμπο τον οργωμένο της επιστήμης...».

Και προσθέτει για τη μετέπειτα πορεία του:

«Με κόπο και αγωνία άνοιξα το δρόμο, ένα μονοπάτι για την αλήθεια, για το φως. Έγινα στα δεκαοχτώ μου χρόνια δημοτικιστής, στα εικοσιπέντε μου χρόνια φωτίστηκα για το κοινωνικό ζήτημα, χρειάστηκε είκοσι χρόνια αγώνα για να μπορέσω να πω την αλήθεια που είχα μέσα μου...».

Κι ο Βάρναλης θυμάται:

«Τα πρώτα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής μικρός, ξένος, ασήμαντος, χωρίς φίκους μέσα στη Φιλοσοφική Σχολή, στεκόμουνα πάντα απόμερα και κοίταζα τους άλλους. Οι περισσότεροι είχαν έναν αέρα αντιπαθητικό. Πολύ ολίγες φάτσες μου φαινόντανε συμπαθητικές και τους πρόσεχα στις παραδόσεις χωρίς να τους γνωρίζω. Όλοι τους ήταν ή τριτοετείς ή τελειόφοιτοι. Τους πρόσεχα και τους θαύμαζα, γιατί είχα μάθει πως είναι ποιητές – και φυσικά δημοτικιστές. Ο Γληνός με τα μεγάλα του φλογερά μάτια και με μια χτυπητήν επίδειξη αντιρομαντισμού. Ο Δελμούζος με τα ωραία ποιητικά του μαλλιά, το εμπνευσμένο ύφος και το σταθερό του περπάτημα με βήματα απλωτά προς «ό,τι υψηλόν».
 
Ο Τριανταφυλλίδης με τη νευρική του φινέτσα, τη μελετηρότητά του και την κοριτσίστικη σεμνότητά του. κι απάνω απ’ όλους ο μέγας φασαρίας της σχολής, ο λιγότερο όμορφος απ’ όλους τους νέους της... Ανατολής, φωνακλάς, πανταχού παρών, γενικός φίλος ολωνώνε, καθηγητών και φοιτητών, φημισμένος από τότες ιστοριοδίφης, συνεργάτης του «Νουμά» κι αγαπημένος του Ψυχάρη, σπιρτόζος ανεκδοτολόγος, πειραχτήριο και πάντα καλή καρδιά – ο Νίκος Βέης. Όλοι αναγνωρίζανε την αξία του και τον εχτιμούσανε.

Η επαφή με το δημοτικισμό και οι πρώτες μάχες για τη δημοτική γλώσσα

Οι φιλικές συναναστροφές οδηγούν το Γληνό στο δημοτικισμό. Ο Κ. Γούναρης τον συστήνει στην ομάδα «Εστία» του περιοδικού «Νουμάς» που το έβγαζε ο πρωτοπόρος δημοτικιστής Δ. Ταγκόπουλος. Την περίοδο αυτή μεγάλοι λογοτέχνες όπως ο Χατζόπουλος, ο Καμπύσης, ο Καρκαβίτσας, ο Νιρβάνας, ο Ξενόπουλος, ο Βλαχογιάννης, ο Γρυπάρης, ο Μαλακάσης, ο Μελάς, ο Παπαντωνίου, ο Βάρναλης, ο Σκίπης, ο Σουρής και πολλοί άλλοι, επηρεασμένοι από το κήρυγμα του Ψυχάρη, γράφουν και προπαγανδίζουν τη δημοτική. Περιοδικά όπως η «Τέχνη» του Κώστα Χατζόπουλου, το «Περιοδικό μας» του Βώκου, η «Κριτική» των Αξιώτη και Λαμπελέτ, τα «Προπύλαια» του Βλαχογιάννη και ο «Νουμάς» του Ταγκόπουλου, εκδίδονται στη δημοτική. Είναι η φάση όπου ο δημοτικισμός μετασχηματίζεται σταδιακά από κίνημα λογοτεχνικό σε εκπαιδευτικό. Ο Γληνός το 1903 δημοσιεύει στον Νουμά του Ταγκόπουλου τρία μεταφρασμένα κείμενα του Héredia με το ψευδώνυμο Δ. Μήτσος. 


Οικονομικές δυσκολίες αναγκάζουν το Γληνό στη διάρκεια των σπουδών του να εργασθεί ως δάσκαλος στη Λήμνο (1903-1904) και στον Κασαμπά (1905). Το 1904 γίνεται μέλος του συλλόγου των δημοτικιστών «Η Εθνική μας γλώσσα». Το 1905 παίρνει το πτυχίο του με άριστα. Στα 1905 ανέλαβε τη διεύθυνση της Αναξαγορείου Σχολής στα Βουρλά της Σμύρνης. Στα 1906-7 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα, μεταφράσεις και φιλολογικά άρθρα, με το όνομα Μήτρος Γληνός.

Το 1906, ο Ν. Τσουρουκτσόγλου εκδίδει στη Σμύρνη την εφημερίδα «Ημερησία Σμύρνης» και με επιστολή του στην καθαρεύουσα προσκαλεί το Γληνό να γίνει συνεργάτης της. Ο Γληνός απαντά θετικά στην πρόσκληση της εφημερίδας με επιστολή γραμμένη στη δημοτική. Η εφημερίδα δημοσιεύει την επιστολή και οι διευθυντές των τριών σχολών της Σμύρνης ζητούν εγγράφως από το συμβούλιο της Αναξαγόρειου Σχολής την απόλυση του. Ο Γληνός παραιτείται και προσλαμβάνεται στο νεοσύστατο Ελληνογερμανικό Λύκειο όπου δίδαξε ως το 1908. Εκεί είχε μαθητή τον Γ. Κορδάτο, ο οποίος μας χαρίζει πολύτιμες βιογραφικές σελίδες για το Δημήτρη Γληνό:

«Ο κ. Διευθυντής είχε δίκαιο. Ο Γληνός ήταν κάτι παραπάνω από γόης στη διδασκαλία του. Δε θυμάμαι κανέναν άλλο καθηγητή να μου κάνει τέτοια εντύπωση. Κρεμνιούμαστε όλοι μας απ’ το στόμα του και δεν καταλαβαίναμε πώς περνούσε η ώρα ή πιο σωστά, θα θέλαμε η μια ώρα του μαθήματος να γίνει δύο και τρεις. Όχι μόνο δεν κούραζε αλλά και έκανε τη γραμματική και το συνταχτικό ευχάριστο μάθημα, ήταν παιχνίδε όπως τα δίδασκε. Έπειτα και στο μάθημα των εκθέσεων πρόσεχε πολύ. Μας έβαλε να διαβάζουμε νεοελληνικά κείμενα και χωρίς να φαίνεται πως είναι δημοτικιστής –τον καιρό εκείνο στη Σμύρνη οι καθηγητές δημοτικιστές παύονταν από τα Ελληνικά Σχολεία- μας προπαγάνδιζε το δημοτικισμό. Μιλούσε πολλές φορές για το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, για το Χατζιδάκι, Κόντο, για τον Ψυχάρη και άλλες μορφές της τέχνης και ελληνικής λογοτεχνίας. Όταν μάλιστα μαθεύτηκε στις αρχές του 1907 ο θάνατος του Δημητρίου Βερναρδάκη, η Ευαγγελική Σχολής της Σμύρνης θέλησε να τιμήσει τη μνήμη όχι μόνο του ποιητή της «Φαύστας», αλλά και του έξοχου ελληνιστή και φιλολόγου. Ωστόσο κανένας απ’ τους καθηγητές της δεν ήθελαν να μιλήσουν στο φιλολογικό μνημόσυνο που θα γινόταν. Ήταν όλοι φανατικοί καθαρευουσιάνοι και οπαδοί του Κόντου που υπήρξεν άσπονδος εχθρός και διώκτης του μυτιληναίου σοφού. Τότε ο Γληνός, αν και δεν ήταν καθηγητής της Ευαγγελικής Σχολής, μέσον του διευθυντή της «Αρμονίας», τα κατάφερε να του δοθεί η εντολή να μιλήσει αυτός. Ήταν η πρώτη φορά που θα έκανε δημόσια εμφάνιση και μάλιστα εμφάνιση μέσα στη μεγάλη αίθουσα της Ευαγγελικής Σχολής όπου θα πήγαινε να τον ακούσει ό,τι εκλεχτό είχε η Σμύρνη.
Η αίθουσα ήταν γιομάτη, πατείς με πατώ σε. Φυσικά δεν έλειπεν η τάξη μας. μόνο δυο τρία πλουσιόπαιδα δεν ήρθαν. Αυτά προτίμησαν να περάσουν την ώρα τους στα ζαχαροπλαστεία της προκυμαίας. Ήταν οι πιο σκάρτοι της τάξης. Οι άλλοι πήγαμε και χειροκροτήσαμε το δάσκαλό μας με συγκίνηση και μ’ όλη την καρδιά μας. Η ομιλία του ήταν μυσταγωγία και κεραυνός μαζί.»

Την ίδια χρονιά ιδρύεται στη Σμύρνη «Σύνδεσμος των Λειτουργών της Εκπαιδεύσεως» και ο Γληνός αναλαμβάνει την προεδρία του.

Οι σπουδές στη Γερμανία και η επαφή με το μαρξισμό

Το 1908, παντρεύεται την Άννα Χρόνη, κόρη του εύπορου γιατρού που τον είχε βοηθήσει οικονομικά στις σπουδές του. Τον Αύγουστο του 1909 αναχωρεί μαζί με τη σύζυγο του για την Ιένα της Γερμανίας όπου παρακολούθησε μαθήματα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής. 


Εκεί γνωρίζει το Γ. Σκληρό συγγραφέα του βιβλίου «Το Κοινωνικό μας Ζήτημα» και συμμετέχει στην «Εταιρεία των φίλων», ένα κύκλο πολιτικών συζητήσεων μαζί με άλλους προοδευτικούς έλληνες φοιτητές. Εκεί ο Γληνός στρέφεται προς τη μελέτη του μαρξισμού και γράφει, με το ψευδώνυμο Λ. Καλλέργης, μια εργασία με τίτλο «Η νεοτουρκική επανάσταση», την οποία δημοσίευσε στο περιοδικό «Ελληνισμός» του Νεοκλή Καζάζη. Στη μελέτη αυτή ο Γληνός προσπαθεί να αναλύσει την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στις χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου με τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού. Στην ανάλυση του προβλέπει τους Βαλκανικούς πολέμους, τη σύγκρουση Ελλάδας – Τουρκίας και τη συμμαχία Ελλάδας – Σερβίας – Βουλγαρίας. 

Ο Γληνός από την Ιένα μεταβαίνει στη Λειψία με σκοπό να εκπονήσει μια διδακτορική διατριβή με τον Wundt με θέμα: «Τα αισθήματα της ακοής και η ένταση της προσοχής». Όμως, το 1911 οι οικονομικές ανάγκες τον υποχρέωσαν να διακόψει τις σπουδές του και να επιστρέψει στην Αθήνα.

Η αξιοποίηση του Γληνού από τις κυβερνήσεις Ε. Βενιζέλου (απόπειρες μεταρρύθμισης 1913 και 1917)

Στην Ελλάδα, την περίοδο αυτή γίνονται σημαντικές πολιτικές εξελίξεις. Το 1908 ιδρύεται στην Αθήνα η Κοινωνιολογική Εταιρεία με αρχηγό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Μέλη της είναι διανοούμενοι που είχαν σπουδάσει στη Γερμανία και αποφάσισαν να πολιτευθούν. Το 1909, ο Δρακούλης ιδρύει το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Ε.Σ.Κ.). Ο Γιαννιός, δάσκαλος της γαλλικής γλώσσας που είχε ζήσει χρόνια κοντά στον Ψυχάρη, ιδρύει το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας (Σ.Κ.Α.). Το 1911 ιδρύεται το Εργατικό Κέντρο Αθήνας. Οι σοσιαλιστικές ιδέες αρχίζουν να διαδίδονται στην ελληνική κοινωνία και να μορφοποιούνται πολιτικά.
Ο Ε. Βενιζέλος είχε καταλάβει την εξουσία και προσπαθούσε να συγκροτήσει ένα επιτελείο από προοδευτικούς διανοούμενους που θα στήριζαν τις προσπάθειες του για αστικό εκσυγχρονισμό. Το 1910 είχε ιδρυθεί ο Εκπαιδευτικός Όμιλος με βασικό αίτημα την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση. 
Το κλίμα είναι ευνοϊκό για το Γληνό, ο οποίος με την επιστροφή του στην Ελλάδα αρχίζει να αρθρογραφεί στο Δελτίο του Ομίλου. 


Το 1911 η καθαρεύουσα κατοχυρώνεται συνταγματικά. Με το άρθρο 107 του Συντάγματος, επίσημη γλώσσα του κράτους προκρίνεται εκείνη που συντάσσονται «το πολίτευμα και τα κείμενα της ελληνικής νομοθεσίας», δηλαδή, η καθαρεύουσα. Αυτός ο συμβιβασμός του Βενιζέλου θα κάνει ακόμη πιο δύσκολο τον αγώνα των δημοτικιστών, οι οποίοι στηρίζουν την κυβέρνηση του.
Το 1912, ο υπουργός παιδείας Ι. Τσιριμώκος ζητά από το Γληνό να του εκθέσει τις απόψεις του για το εκπαιδευτικό σύστημα. Ο Τσιριμώκος διορίζει το Γληνό Διευθυντής στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Σ’ αυτό μετεκπαιδεύονταν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές στα νέα παιδαγωγικά συστήματα. Ο Γληνός δημιουργεί δύο παιδαγωγικά φροντιστήρια στα οποία προσπαθεί να διδάξει νέες μεθόδους διδασκαλίας, που χρησιμοποιούνται από το κίνημα της προοδευτικής αγωγής και το Σχολείο Εργασίας. Ο Κ. Βάρναλης ως μαθητής του μας δίνει την καταλυτική πνευματική φυσιογνωμία του:

«Αξέχαστα χρόνια! Η πλειότητα των μετεκπαιδευμένων είμαστε νέοι, ζωηροί, γεμάτοι, πιστοί στο δημοτικισμό, στην ελευθερία του πνεύματος, στην πρόοδο του έθνους. Αυτόν τον αέρα της δημιουργικής πίστης και της γόνιμης δράσης μάς τον εμφυσούσε ο Γληνός. Μόνη η αυτοκυριαρχημένη παρουσία του, η γαλήνη του, ασκούσανε μιαν ακαταμάχητη γοητεία σ’ όλους... Γιατί ο Γληνός δεν ήτανε μονάχα υπέροχος δάσκαλος και δημιουργός, ήίτανε και άφθαστος ομιλητής... Ο Γληνός είχε καθαρές ιδέες κι ήξερε να τις αναπτύσσει παστρικά και με τέχνη. Ο λόγος του γοήτευε με την αντικειμενικότητα των αληθειών του, με τη μαστοριά του ύφους του και με τη θέρμη της πίστης του...».

Παράλληλα, ο Γληνός περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα κάνοντας επιθεωρήσεις στα σχολεία και καταγράφοντας τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος.
Το 1913, ύστερα από πρόσκληση του Υπουργού Παιδείας Ι. Τσιριμώκου της κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου, ο Γληνός συντάσσει την εισηγητική του έκθεση και το κείμενο των νομοσχεδίων, που έμειναν στην Ιστορία της Εκπαίδευσης ως «Νομοσχέδια του 1913», εκφράζοντας τις προοδευτικές τάσεις του αστικού φιλελευθερισμού αυτής της εποχής. Στόχος της μεταρρύθμισης του 1913 ήταν ο καπιταλιστικός εξορθολογισμός της εκπαίδευσης και η σύνδεση της με την παραγωγική διαδικασία. 
Ο Γληνός στο κείμενο των νομοσχεδίων επικρίνει τον ψευτοκλασικισμό, την έλλειψη πρακτικού προσανατολισμού του σχολείου που παράγει πτυχιούχους οι οποίοι «ή συνωθούνται περί το δημόσιον ταμείον ή ρίπτονται εις την κοινωνίαν πνευματικοί προλετάριοι, επιστήμονες άνεργοι». Υποστηρίζει ότι «είναι ανάγκη να οργανωθή και η καλούμενη πραγματική εκπαίδευσις, ήτις, θα προπαρασκευάζει συστηματικώτερον δια της καλλιέργειας των γενικών δεξιοτήτων και της παροχής καταλλήλων γνώσεων δια τα ειδικά επαγγέλματικά σχολεία ή και δια τα τεχνικά επαγγέλματα». 
Σε αυτή τη φάση ο Γληνός εντάσσεται στο πλαίσιο της ιδεολογίας της προοδευτικής αστικής τάξης. Βλέπει την εκπαίδευση ως μέσον της καπιταλιστικής ανάπτυξης και πιστεύει ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την εισαγωγή της δημοτικής και την αναδιάρθρωση των αναλυτικών προγραμμάτων. 
Οι αντιδράσεις που ξεσήκωσαν συντηρητικοί κύκλοι, αλλά και η μη σθεναρή υποστήριξη των νομοσχεδίων από τη μεριά της κυβέρνησης οδήγησαν στην καταψήφιση των νομοσχεδίων. 
Το καλοκαίρι του 1914, ο Ι. Τσιριμώκος συγκροτεί δεκατετραμελές εκπαιδευτικό συμβούλιο, αλλά δεν περιλαμβάνει σε αυτό τον Γληνό. Ο Γληνός ιδρύει το «Σύλλογο Εκπαιδευτικών Λειτουργών» και εκδίδει το περιοδικό «Αγωγή» για να δραστηριοποιήσει τους εκπαιδευτικούς σε προοδευτική κατεύθυνση. Αυτή την περίοδο αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι αν δεν αλλάξει ο τρόπος σκέψης των εκπαιδευτικών, αν δεν αποκτήσουν μια διαφορετική αντίληψη για το σχολείο και την αγωγή, αν δεν υπάρξει πραγματική κινητοποίηση από τα κάτω, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν πρόκειται να αλλάξει μόνο με άνωθεν νομοθετικές παρεμβάσεις. 
Το Φεβρουάριο του 1915 ο Βενιζέλος παραιτείται. Ο Γληνός κατηγορείται από τη φιλοβασιλική εφημερίδα «Σκριπ» ότι σε ομιλία του στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης αποκάλεσε το βασιλιά «σακαράκα». Θα δικαστεί για περιύβριση αρχής, αλλά θα απαλλαγεί με βούλευμα. 
Το Σεπτέμβριο του 1916 θα επιστρατευθεί για ένα μήνα. Τον Οκτώβριο παραιτήθηκε από τη διεύθυνση του Διδασκαλείου. Οι βασιλικοί θα θεωρήσουν την παραίτηση του ως προσχώρηση στην Εθνική Άμυνα. Τον Νοέμβριο θα φυλακισθεί στις φυλακές Αβέρωφ. Ιανουάριο του 1917 αποφυλακίζεται και φεύγει οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη μετά από πρόσκληση του Βενιζέλου. Η Επαναστατική Κυβέρνηση τον διόρισε Πρόεδρο του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου.
Αρχές Ιουνίου 1917 ο γαλλικός στόλος ανατρέπει το καθεστώς του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο Βενιζέλος γίνεται πρωθυπουργός, ο Αβέρωφ υπουργός παιδείας, ο Γληνός γενικός γραμματέας του υπουργείου παιδείας και οι Δελμούζος και Τριανταφυλλίδης διορίζονται ανώτεροι επόπτες παιδείας. Τα τρία χρόνια της κυβέρνησης Βενιζέλου (1917 – 1920) ο Γληνός αγωνίζεται για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Την περίοδο αυτή γράφονται τα αναγνωστικά «Τα Ψηλά Βουνά» και το αλφαβητάριο «Ο Ήλιος».



Τα νέα αναγνωστικά που γράφονται ο ίδιος τα χαρακτηρίζει σαν:

«Ανατολή νέου κόσμου... κρύμνισμα ειδώλων, μεταβολή συστημάτων... Τα αναγνωστικά αυτά όχι μόνο είναι γραμμένα στη δημοτική, αλλά μπάζουν νέο πνεύμα στο σχολείο, φέρνουν τα παιδιά κοντά στη φύση και τη ζωή, στη χαρά και τη δράση, τα μαθαίνουν να αυτενεργούν, καλλιεργούν το κοινωνικό συναίσθημα».

Όμως, η μεταρρύθμιση συναντά αντιδράσεις ακόμη και μέσα στη βενιζελική παράταξη. Ο Βενιζέλος, όπως γράφει ο ίδιος ο Γληνός, τον καλεί στη Βουλή προκειμένου να του επιστήσει την προσοχή: «Τι είναι αυτά που κάνετε; Βιαζόμαστε πολύ. Χρειαζόσαστε τρία χρόνια να μπει η δημοτική στις τέσσερεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Ύστερα βλέπουμε». Το 1918 ο βενιζελικός αρχιεπίσκοπος επιτίθεται στη μεταρρύθμιση. Οι πιέσεις εκ των ένδον είναι αφόρητες. Ο Γληνός σε μια προσπάθεια να παρακάμψει το συντηρητικό κομμάτι του βενιζελικού κόμματος ταξιδεύει το 1919 στο Παρίσι προκειμένου να συναντήσει τον ίδιο το Βενιζέλο. Όμως, οι προσπάθειες του δεν θα αποδώσουν τους καρπούς που αυτός προσδοκούσε. Το πανεπιστήμιο Αθηνών παραμένει το κέντρο της αντίδρασης. Ο Γληνός μόλις και κατορθώνει να πείσει το Βενιζέλο να διδάσκεται η δημοτική στην πέμπτη και την έκτη δημοτικού μαζί με την καθαρεύουσα. 
Στις εκλογές του 1920 τα φιλομοναρχικά κόμματα παίρνουν την πλειοψηφία και καταργούν την μεταρρύθμιση του 1917. Τα αναγνωστικά της μεταρρύθμισης χαρακτηρίζονται αντεθνικά και καίγονται ύστερα από απόφασηεπιτροπής με πρόεδρο τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκο Εξαρχόπουλο.Η καθαρεύουσα επικρατεί και πάλι και μαζί μ’ αυτή το παλιό αντιδραστικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Στο βιβλίο του με τον τίτλο «Οι χοίροι υίζουσιν, τα χοιρίδια κοϊζουσιν, οι όφεις ιύζουσιν» ο Γληνός σατιρίζει με πίκρα την επαναφορά της αρχαϊζουσας:

«...Τα παιδιά ενύσταζαν, ενύσταζαν, ενύσταζαν, θεέ μου, πώς ενύσταζαν... Η σκια της ηλιθιότητας εκάλυπτεν την τάξιν... Τα καλύτερα επαπαγάλιζαν ευσυνειδήτως. Το βόδι λέγεται καλύτερον βους, το πόδι λέγεται καλύτερον πους. Τα κέρατα τού; Του βου. Οι δάκτυλοι τού; που. Ω θεέ μου; Τι λες παιδί μου; Πρόσεχε. Ο βους, του βοός, ο πους, του ποδός. Λοιπόν; Τα κέρατα του... του βοδός. Οι δάκτυλοι τού; του... που.. πους. Α! μα είσθε κτήνη! Είσθε ζώα! Δεν υποφέρεσθε. Γκαπ! Γκουπ!»


Πολύ αργότερα το 1925, στον οδυνηρό απολογισμό αυτής της προσπάθειας ο Γληνός θα γράψει το «Ένας άταφος νεκρός» όπου καταδικάζει την αρχαϊζουσα γλώσσα και την αρχαιοπληξία, που τυραννούσε μαθητές-καθηγητές με έργο άχαρο και δεν πρόσφερε τίποτα στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας:

«...πρέπει να κάμωμεν το ελληνικόν σχολείον του Μεσενικόλα ή των Σοφάδων πεντατάξιον με δέκα ώρας αρχαία ελληνικά την εβδομάδα δια να γίνουν ικανοί οι κάτοικοι, εξακολουθούντες να μεταχειρίζονται εις αιώνα τον άπαντα το ησιόδειον άροτρον δια τα χωράφια των, να προσφωνούν τουλάχιστον και τα βόδια των εις ησιόδειον γλώσσαν».

Η στροφή προς την αριστερά

Ο Γληνός δεν αποθαρρύνθηκε. Εντάσσεται στη Δημοκρατική Ένωση και συνεργάζεται με τον Αλ. Παπαναστασίου στη συγγραφή του Δημοκρατικού Μανιφέστου, στα θέματα της παιδείας. Την ίδια περίοδο προσπαθεί να αποκαταστήσει με την οικονομική βοήθεια της συζύγου τους γονείς του, τα 7 από τα αδέρφια του, 2 γαμπρούς του και μια νύφη του, που έρχονται πρόσφυγες από τη Σμύρνη στην Αθήνα.
Το 1921 ιδρύει επίσης την «Ανώτερη Γυναικεία Σχολή» ως ελεύθερο λαϊκό Πανεπιστήμιο για τις γυναίκες, με σκοπό να τους δώσει ανώτερη μόρφωση, φιλοσοφική, ιστορική, καλλιτεχνική, για να μπουν στη σύγχρονη προοδευτική κίνηση.


Ο Πλαστήρας διορίζει το Γληνό στις αρχές του 1923 Εκπαιδευτικό Σύμβουλο στο Υπουργείο Παιδείας. Επιστρέφουν οι Δελμούζος και Τριανταφυλλίδης από τη Γερμανία και αρχίζει πάλι η προσπάθεια της μεταρρύθμισης. Ο Γληνός οργανώνει παιδαγωγικά συνέδρια σε όλη την Ελλάδα και του προτείνεται η θέση του πρύτανη του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, την οποία αρνείται. 
Αργότερα, στις 2 Δεκεμβρίου 1938 στην Σαντορίνη όπου είναι εξόριστος θα γράψει για αυτή την πρόταση:

«Στα 1924 όταν έκαμα τον οργανισμό του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που ψήφισε τότε η κυβέρνηση Παπαναστασίου, ο υπουργός παιδείας Λυμπερόπουλος μου πρότεινε από μέρος του πρωθυπουργού να βάλουν ειδική διάταξη στο νόμο για να με διορίσουν πρύτανη για 10 χρόνια για να διοργανώσω το πανεπιστήμιο και δε δέχθηκα γιατί ήξερα από τότες ότι η διδασκαλία μου δε θα χωρούσε μέσα στα πλαίσια»

Ύστερα από εισήγησή του το 1924, ιδρύεται η Παιδαγωγική Ακαδημία για την προετοιμασία ανώτερων στελεχών της Εκπαίδευσης. Ο ίδιος δίδαξε για πρώτη φορά στην Ελλάδα κοινωνιολογία. Από την έδρα της Ακαδημίας γίνεται κήρυκας της κοινωνικής αναγέννησης του ΄Εθνους. Θυμάται ο Κ. Βάρναλης:

«στην Παιδαγωγική Ακαδημία, που τη διεύθυνε ο Γληνός, παιδαγωγός, όπως είπα και άλλοτες, με μοναδικό οργανωτικό ταλέντο, με φωτιά μέσα του όχι λιγότερην από την επιστημονική και φιλοσοφική του μάθηση και μ’ εξαιρετικό θετικισμό σε όλη του τη δράση, όλο το διδαχτικό προσωπικό ήτανε δοκιμασμένοι δημοτικιστές κι όλα τα μαθήματα σ’ ένα σκοπό κατατείνανε: να κάνουνε τους «μαθητές» όχι μονάχα καλούς παιδαγωγούς, μα και καλούς αγωνιστές του δημοτικισμού.

Στην Παιδαγωγική Ακαδημία, εξόν από τα παιδαγωγικά και τη φολοσοφία και άλλα τεχνικά μαθήματα, διδασκότανε η κοινωνιολογία, η γλωσσολογία και η νεοελληνική λογοτεχνία.

Για πρώτη φορά σε δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα διδασκότανε το μάθημα της κοινωνιολογίας (από το Γληνό) και το μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (από μένα). Όσο για το μάθημα της γλωσσολογίας, αυτό διδασκότανε στο ελληνικό πανεπιστήμιο από τα 1885! Κι όμως για πρώτη φορά η επιστήμη αυτή, που ήτανε ως τότε όργανο της πνευματικής αντίδρασης, γινότανε όργανο της πενυματικής προόδου – για να μην πω επανάστασης! Γιατί για πρώτη φορά στην Παιδαγωγική Ακαδημία ακούστηκε από υπάλληλο του κράτους πως η αληθινή γλώσσα του έθνους είναι η δημοτική γλώσσα κι όχι η γλώσσα του... κράτους (των ψηφισμάτων του και των νόμων του!). Κι αυτηνής της γλώσσας διδαχτήκανε στους δασκάλους η ιστορία, οι νόμοι και οι κανόνες.»

Με τη δικτατορία Πάγκαλου ανατρέπεται και πάλι το μεταρρυθμιστικό του έργο. Το Γενάρη του 1926 απολύθηκε «δια λόγους οικονομιών» και οι συνεργάτες του Αλ. Δελμούζος και Ρόζα Ιμβριώτη διώκονται, όπως και άλλοι καθηγητές. Ο Κ. Βάρναλης τιμωρήθηκε με έξι μήνες προσωρινή απόλυση και με μετάθεση στα Χανιά της Κρήτης. Είναι τα «Μαρασλειακά» με τα οποία εκδηλώθηκε το μένος των αντιπάλων του. Η υπόθεση αυτή πείθει το Γληνό πως είναι μάταιη προσπάθεια να περιμένει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από τις τάξεις της κοινωνικής αντίδρασης. Να πώς περιγράφει ο Κ. Βάρναλης την εποχή:

«Το σύνθημα της επίθεσης ενάντια στην Ακαδημία και στο Μαράσλειο το έδωσε η «Εστία».
Την επίθεσή της η «Εστία» την άρχισε μ’ ένα κύριο άρθρο. Κοινωνικό σκάνδαλο! Μέσα σε δυο ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Παιδαγωγική Ακαδημία και Μαράσλειο) γίνεται αντεθνική εργασία! Εκεί «υπονομεύονται» τα τιμιότατα της φυλής! Εκεί ονομάζονται σάπια τα ιδανικά της πατρίδας, κουρελόπανο η σημαία μας! Εκεί βρίζεται η... Παναγία!
Όλες οι άλλες εφημερίδες τρέξανε να κρατήσουνε το «ίσο» στην «Εστία». Ήτανε μια πρώτης γραμμής ευκαιρία για δημοκοπία και μεγάλωμα της κυκλοφορίας...
Όμως το κράτος «συγκινήθηκε!». Και διάταξε διοικητικές και δικαστικές ανακρίσεις. Και τότες όσοι εξεταστήκανε για μάρτυρες σταθήκανε στο ύψος του νεοελληνικού πολιτισμού και των «υγιών αρχών του». ΄Ολοι τούτοι φυσικά οι μάρτυρες ή είχανε προσωπικά με το Γληνό και το Δελμούζο ή ήτανε βαλτοί ή ήτανε θύματα της υποβολής των εφημερίδων. Μα η Δικαιοσύνη; Κοτζάμ αρεοπαγίτες και υφυπουργοί δεχότανε ν’ ακούνε και να καταγράφουνε μαρτυρίες σαν αυτήν, που κατάθεσε ένας... μπάρμπας!
Αυτός ο μπάρμπας περπατούσε, λέει, στο δρόμο μαζί με την ανεψιά του, μαθήτρια του Μαρασλείου. Ξαφνικά, λέει, το κορίτσι στάθηκε, σήκωσε τα φουστάνια του, κάθησε σε μια γωνιά του πεζοδρομίου κι έκανε με τη φυσικότερη αφέλεια τα... τσίσια του. Ο μπάρμπας, λέει το παραμύθι, έγινε έξω φρενών! Και ρωτάει κατακόκκινος από θυμό την ανεψούλα του:
- Μαρία (ας πούμε!), δε μου λες, πού έμαθες να φέρνεσαι έτσι ξετσίπωτα;
- Στο Μαράσλειο! ΄Ετσι μας διδάξανε οι καθηγητές μας. Να είμαστε «υπεράνω των προλήψεων» κ.λπ.
Με τέτοια παραμύθια συνεννοούντανε μια χαρά ο Τύπος, το Κράτος, η θεά Θέμις κι η χειρότερη μερίδα του λαού...
Καλά τα πρόσωπα! Κι άλλα να ήτανε, δε χάθηκε ο κόσμος! Μα το όνειρο της Μεταρρύθμισης; Ο σκοπός του «εκδημοκρατισμού» της παιδείας και της διοίκησης και της δικαιοσύνης και της Βουλής; Μα ίσα-ίσα αυτό ήτανε το μεγαλύτερο όφελος του νεοελληνικού πολιτισμού και η μεγαλύτερη απόδειξη της... ζωτικότητας της φυλής! Γλύτωσε το έθνος από το να έχει γλώσσα! ΄Εχει κείνην, που δεν την καταλαβαίνει. Και τώρα δεν πρέπει να έχει ούτε κι αυτήνε. Ο φασισμός θα τηνε κόψει για να μη... μιλεί και φλυαρεί ο καθένας ό,τι του κατεβαίνει!»


Ο μαχητής Γληνός δεν το βάζει κάτω. Από το Σεπτέμβριο του 1926 άρχισε την έκδοση του περιοδικού «Αναγέννηση» με σαφή στροφή προς το σοσιαλισμό. Ο Γληνός γίνεται ο αρχηγός του αριστερού πνευματικού κινήματος, του κοινωνικού δημοτικισμού και διακηρύσσει μέσα από τον «Εκπαιδευτικό ΄Ομιλο»:

«Η λαϊκή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να έχει άλλο κοινωνικό φορέα και πρόμαχο, παρά τις κοινωνικές εκείνες τάξεις, που σαν αδικημένες αγωνίζονται να λυτρωθούν και να κατακτήσουν τα δικαιώματά τους».
(Απόσπασμα άρθρου ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://criticeduc.blogspot.com/)

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/





ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ (28 Νοεμβρίου 1906-22 Αυγούστου 2014)

 

«Ερωτεύτηκα πολύ. Έζησα όλη μου τη ζωή ερωτευμένος. Με την κυριολεξία του όρου. Με συγκίνηση»
«Έρωτας είναι η επιδίωξη του ιδανικού. Σε όλες του τις εκφάνσεις. Ξεχωρίζω δύο: τον σαρκικό- πνευματικό έρωτα προς τη- τον σύντροφο και τον έρωτα προς την εργασία. Αυτό που λέμε φιλεργία. «Ο έρωτας είναι το αντίδοτο του θανάτου. Είναι ίσως η ίδια η ζωή. Μόνο όταν είσαι ερωτευμένος ζεις. Ειδάλλως είσαι... πέτρα...». 

Ο Εμμανουήλ Γ. Κριαράς (28 Νοεμβρίου 1906-22 Αυγούστου 2014) ήταν Έλληνας φιλόλογος, ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής τουΑριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1906 στον Πειραιά από οικογένεια κρητικής καταγωγής, ενώ τα πρώτα παιδικά του χρόνια έζησε στη Μήλο. Το 1914 με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στα Χανιά της Κρήτης, όπου και τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Το 1924 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1929. Από το 1930 έως το 1950 εργάστηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, αρχικά ως συνεργάτης και από το 1939 ως διευθυντής. Παράλληλα με την εργασία του στο Μεσαιωνικό Αρχείο συνέχισε τις σπουδές του· το 1930 μετέβη στο Μόναχο με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών για να ενημερωθεί σε θεωρητικά και τεχνικά ζητήματα της λεξικογραφίας στο περιβάλλον του Thesaurus Linguae Latinae, το 1938-1939 και το 1945-1948, ως διδάκτορας πλέον, για μετεκπαίδευση στο Παρίσι, την πρώτη φορά στη βυζαντινολογία και τη δεύτερη στησυγκριτική γραμματολογία. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1938 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τη διατριβή Μελετήματα περί τας πηγάς του Ερωτοκρίτου.

Το 1948 ήταν υποψήφιος για την έδρα της νέας ελληνικής φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, την οποία όμως κατέλαβε ο Λίνος Πολίτης. Δύο χρόνια αργότερα, εκλέχτηκε στην θέση του τακτικού καθηγητή της μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Στην Θεσσαλονίκη δίδαξε κυρίως μεσαιωνική φιλολογία, εκτάκτως μεσαιωνική ελληνική ιστορία, νεοελληνική φιλολογία, αλλά και γενική και συγκριτική γραμματολογία, αφού χάρη στις δικές του ενέργειες ιδρύθηκε (το 1965) η πρώτη -και για πολλά χρόνια μοναδική στην Ελλάδα- έκτακτη αυτοτελής έδρα της Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας. Το διδακτικό έργο του Εμμανουήλ Κριαρά διακόπηκε βίαια τον Ιανουάριο του 1968, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών αποφάσισε να τον απολύσει για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Η απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο τον έστρεψε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στη σύνταξη του ''Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669)'' (την απόφαση για τη συγκρότησή του είχε ήδη πάρει το 1956), ενώ από τότε μέχρι και σήμερα συνεχίζει το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο. Η σύζυγός του, καθηγήτρια της ψυχοτεχνικής στη Βιομηχανική Σχολή της Θεσσαλονίκης (σημερινό Πανεπιστήμιο Μακεδονίας),Αικατερίνη Στριφτού-Κριαρά, με την οποία είχε παντρευτεί το 1936, απεβίωσε την 1η Μαΐου του 2000. 

Απεβίωσε πλήρης ημερών στις 22 Αυγούστου 2014

Επιστημονικό έργο
Ο Κριαράς αναφέρεται ως ένας πολυγραφότατος νεοέλληνας επιστήμονας, όπως παρατηρούσε το 2008 ο Παναγιώτης Ζιώγας: "Αν προσεγγίσουμε την παράμετρο Σελίδες των δημοσιευμάτων Κριαρά, τότε καταλήγουμε στις ακόλουθες διαπιστώσεις. Από τις είκοσι περίπου χιλιάδες σελίδες του μετρημένου έργου του Ε. Κριαρά, συντριπτική υπεροχή έχουν τα Λεξικογραφικά που υπερβαίνουν τις οκτώμισι χιλιάδες σελίδες, ακολουθούν τα Γραμματολογικά με περίπου έξι χιλιάδες, τα Σύμμικτα που υπερβαίνουν τις τρεις χιλιάδες, έπονται τα Επιστολογραφικά με περίπου χίλιες πεντακόσιες σελίδες, με τελευταία τα καθαρά Γλωσσικά που εγγίζουν τις εννιακόσιες σελίδες".


Από τα περισσότερα από 1.000 άρθρα και τα περίπου 60 βιβλία που έχει εκδώσει αυτοτελώς μέχρι σήμερα ο Κριαράς, ξεχωρίζουν οι μονογραφίες του για τον Ψυχάρη, τον Σολωμό και τον Παλαμά, οι εκδόσεις των παλαιότερων κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Πανώριας του Χορτάτση, των θεατρικών του Πέτρου Κατσαΐτη, κ.ά), οι ποικίλες μελέτες του για τον δημοτικισμό και κυρίως οι 14 πρώτοι τόμοι του Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669)που έχει καθιερωθεί διεθνώς ως Λεξικό Κριαρά. Είναι ίσως η επιτομή του έργου του. Το 1997, για προσωπικούς λόγους, ο Ε. Κριαράς εγκατέλειψε το μεσαιωνικό λεξικό του, παραδίδοντας το σχετικό λεξικογραφικό του αρχείο στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας της Θεσσαλονίκης. Το Κέντρο συνεχίζει την επεξεργασία του αρχείου και έχει εκδώσει τον 15ο (2006), 16ο (2008) και 17ο (2011) τόμο του Λεξικού, καθώς και δίτομη επιτομή των πρώτων 14 τόμων (με την επιμέλεια Ι. Ν. Καζάζη και Τ. Α. Καραναστάση), η οποία είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο [8]. Στο λεξικογραφικό χώρο ανήκει και η σύνταξη από τον Ε. Κριαρά του Λεξικού της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας, γραπτής και προφορικής το 1995 που εξέδωσε η Εκδοτική Αθηνών.

Δημοτικισμός και προσφορά στην πολιτεία

Παρά το πολυσχιδές επιστημονικό του έργο ο Κριαράς δεν υπήρξε «επιστήμονας του εργαστηρίου». Όπως δήλωνε σε συνέντευξή του στην Ο. Αντωνοπούλου το 2002: «Ο επιστήμονας δεν πρέπει να μένει μόνο στο εργαστήριο. Βέβαια το εργαστήριο χρειάζεται, διότι αλλιώς εργασία δε θα υπάρξει. Αλλά δε φτάνει αυτό. Εκείνος που έχει συνείδηση των καθηκόντων του των πνευματικών, πρέπει όσο γίνεται να εκλαϊκεύει την επιστήμη του. Αυτό επιδίωξα γενικότερα στη ζωή μου, αλλά κυρίως μετά το '74, όταν αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία στον τόπο μας. Ο επιστήμονας πρέπει να είναι και ερευνητής και δάσκαλος, εκλαϊκευτής». Ο Κριαράς υπήρξε πιστός της δημοτικιστικής ιδεολογίας από τα μαθητικά του χρόνια, συγκεκριμένα από το 1923, και αγωνίστηκε με όλα τα μέσα που διέθετε για τα γλωσσικά του πιστεύω. Σημαντική ήταν η συνεισφορά του τόσο στην αναγνώριση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους όσο και στην καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος γραφής. Είναι γνωστό ότι με το νόμο 309/23.1.76 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή με υπουργό παιδείας το Γεώργιο Ράλλη αποφάσισε την αναγνώριση της δημοτικής στο χώρο της παιδείας και της δημόσιας διοίκησης. Τότε δόθηκε στη σχολική χρήση ανασυγκροτημένη γραμματική της δημοτικής γλώσσας με βάση τη Νεοελληνική Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Γραμματική του Τριανταφυλλίδη, τυπωμένη το 1941, για να χρησιμεύσει στην εκπαίδευση χρειαζόταν συντόμευση και κάποια προσαρμογή στην εκπαιδευτική και γλωσσική πραγματικότητα. Το έργο αυτό ανέλαβε ειδική επιτροπή της οποίας μέλος υπήρξε και ο Κριαράς. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1981-1982, η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου πήρε δύο συμπληρωματικές αποφάσεις: πρώτον, να συντάσσονται οι νόμοι στη δημοτική γλώσσα και να μεταγραφούν οι σημαντικότεροι δικαστικοί κώδικες στη δημοτική και, δεύτερον, να καθιερωθεί το μονοτονικό σύστημα γραφής. Ο Κριαράς ήταν ο πρόεδρος της εικοσαμελούς επιτροπής που ανέλαβε και έφερε εις πέρας το δύσκολο έργο της μεταγραφής των δικαστικών κωδίκων και επίσης πρόεδρος της επιτροπής που εισηγήθηκε το είδος του μονοτονικού που επρόκειτο να εφαρμοστεί. Στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την καθιέρωση της δημοτικής μέχρι σήμερα ο Κριαράς συνεχίζει να υπερασπίζεται τη δημοτική γλώσσα. Αρθρογραφεί συχνά, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει επιμέρους δυσκολίες στη χρήση της γλώσσας και προτείνοντας λύσεις. Παράλληλα, προσπάθησε να διαφωτίσει και το πλατύ κοινό για επιμέρους γλωσσικά ζητήματα μέσα από τηλεοπτικές εκπομπές (Τα πεντάλεπτα στηνΕΡΤ από το 1985 έως το 1987).

Βραβεία-Διακρίσεις

Η πολύπλευρη προσφορά του καθηγητή Κριαρά τόσο στην επιστήμη όσο και ευρύτερα στο ελληνικό έθνος είναι από καιρό αναγνωρισμένη και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η Ελληνική Δημοκρατία του έχει απονείμει κατά καιρούς τα παράσημα του Σταυρού των Ταξιαρχών του Τάγματος του Φοίνικος (δις), του Σταυρού των Ταξιαρχών του Τάγματος Γεωργίου Α΄ και του Ταξιάρχη του Τάγματος Τιμής. Η Γαλλία του απένειμε το παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής και η Ιταλία το παράσημο του Ταξιάρχη επί τιμή της Ιταλικής Δημοκρατίας. Το 1977 για το συνολικό επιστημονικό του έργο του απονεμήθηκε στη Βιέννη από το γερμανικό Alfred Toepfler Stiftung το σημαντικό Βραβείο Herder, ενώ έργα του έχουν κατά καιρούς τιμηθεί με τα βραβεία Zappas της Γαλλίας (το διδακτορικό του), Γουλανδρή (η μονογραφία του για το Σολωμό), Γεωργίου Φωτεινού της Ακαδημίας Αθηνών (η έκδοση της Πανώριας), κ.ά. Ο Κριαράς είναι σήμερα, μεταξύ πολλών άλλων, επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, επίτιμο μέλος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και του Σικελικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών. Παράλληλα, είναι αντεπιστελλόν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και ξένος εταίρος της Ακαδημίας Arcadia της Ρώμης και της Ακαδημίας του Παλέρμου. Το 2006, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του, τιμήθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με την ανώτατη τιμητική του διάκριση, το Χρυσό Αριστοτέλη[10], ενώ την ίδια χρονιά αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης τουΠανεπιστημίου Αθηνών . Το Σεπτέμβριο του 2009 ο Εμμανουήλ Κριαράς συμπεριλήφθηκε στην τελευταία ("τιμητική") θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ για τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου του 2009. Σε συνάντησή του με τον νέο πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου ο Κριαράς ζήτησε να καταργηθεί η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο, επισημαίνοντας ότι η «ταυτόχρονη διδασκαλία νέων και αρχαίων ελληνικών στην πράξη προκαλεί σύγχυση, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι μαθητές να είναι γλωσσικά ακατάρτιστοι»



..Η κατάσταση είναι άσχημη από κάθε άποψη. Είναι πολύ πιο εντυπωσιακή βέβαια αυτή που λέμε οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της είναι τραγικές, αλλά- επιτρέψτε μου- είναι τραγικότερες οι επιπτώσεις της άλλης κρίσης, αυτής της λεγόμενης κοινωνικής. Αυτοκαταδιωκόμεθα άπαντες. Υπάρχει γενικώς μια ανισορροπία. Διάγει κρίση η πολιτική ζωή, διά γει κρίση η Παιδεία, η Δικαιοσύνη- έννοιες πρωταρχικές... Όσον αφορά το αμιγώς οικονομικό φαινόμενο, δεν είμαι ίσως αρμόδιος να δώσω λύσεις. Έζησα και το κραχ του ΄29 αλλά ήταν αλλιώς τότε... Τώρα είναι διαφορετικά. Συνδυάζεται με την παγκοσμιοποίηση. Το κοινωνικό λοιπόν πρόβλημα είναι προϊόν της ευημερίας. Προϋπάρχει λοιπόν της οικονομικής κρίσης. Αυτό που ζούμε τώρα θα προτιμούσα να μην το είχα προλάβει, να μην το είχα ζήσει.



Η συγγραφική παρουσία του Εμμανουήλ Kριαρά

Επί εβδομήντα χρόνια ο Εμμανουήλ Kριαράς (Πειραιάς, 1906) καλλιεργεί πολύ αποδοτικά τη φιλολογική έρευνα, με κύρια χαρακτηριστικά του έργου του τα δημώδη μεσαιωνικά ελληνικά κείμενα, τη μελέτη των πηγών (συγκριτική μέθοδος), τη νεοελληνική γλώσσα, τον Δημοτικισμό και την αντίστοιχη λεξικογραφία και όλα αυτά με πληθώρα έργων, με νηφάλιο τρόπο και με σεβασμό στην αντίθετη γνώμη. Χονδρικά μπορούμε να διακρίνουμε δύο μεγάλες κατηγορίες συγγραφών του: α) φιλολογική, γλωσσική και λεξικογραφική έρευνα σε δημώδη μεσαιωνικά ελληνικά κείμενα και β) αντίστοιχη έρευνα σε νεοελληνικά κείμενα.

Α. Στην πρώτη κατηγορία έχουμε τις ακόλουθες ενότητες:

1) Kριτική έκδοση και ερμηνεία κειμένων:
Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια, Θεσσαλονίκη 1975 (είχε εκδοθεί ως Γύπαρις κτλ., Αθήναι 1940),
[Πέτρος] Kατσαΐτης, Ιφιγένεια-Θυέστης-Kλαθμός Πελοποννήσου, Αθήνα 1950.
Βυζαντικά ιπποτικά μυθιστορήματα [Kαλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάτζα, Φλώριος και Πλάτζια-Φλώρα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα], Αθήναι 1955.
Ανακάλημα της Kωνσταντινόπολης κτλ. [είναι θρήνος για την Αλωση], β' έκδοση, Θεσσαλονίκη 1965 (α' έκδοση 1956).

2) Μικρότερες μελέτες για τη δημώδη μεσαιωνική ελληνική γραμματεία και γλώσσα. Εχουν συγκεντρωθεί σε δύο επιβλητικούς τόμους με τίτλο Μεσαιωνικά Μελετήματα. Γραμματεία και γλώσσα, Θεσσαλονίκη 1988 (=81 μελετήματα με πολλά ευρετήρια).

3) Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), τόμοι Α'-ΙΔ', Θεσσαλονίκη 1969-1997 (α-παραθήκη). Πρόκειται για έργο πραγματικά σπουδαίο, καύχημα της ελληνικής επιστήμης διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο Kριαράς (Γλωσσοφιλολογικά κτλ., Θεσσαλονίκη 2000, σ. ι'), προβλέπεται ότι θα ολοκληρωθεί από το «Kέντρο Ελληνικής Γλώσσας» (KΕΓ) της Θεσσαλονίκης, στο οποίο έχει παραχωρήσει το σύνολο των αρχείων του Λεξικού του.

Β'. Στη δεύτερη κατηγορία έχουμε πλήθος βιβλίων, μελετών, παρεμβάσεων και άρθρων, στα οποία η έρευνα του Kριαρά έχει σταθερόν άξονα τα πρόσωπα και τα πράγματα του Δημοτικισμού, τα συναφή θέματα ιστορίας του Γλωσσικού Ζητήματος, τη λεξικογράφηση και την ορθή χρήση της νεοελληνικής γλώσσας. Η ενασχόλησή του με τα θέματα αυτά γίνεται πυκνότερη μετά την αναγνώριση της Δημοτικής από την Πολιτεία το 1976. Μπορούμε και εδώ να διακρίνουμε, χονδρικώς πάντοτε, τις ακόλουθες ενότητες:

1) Βιβλία για εξέχουσες προσωπικότητες του Δημοτικισμού:
Διονύσιος Σολωμός. Ο βίος - Το έργο, Αθήνα 1972 (α' έκδοση, Θεσσαλονίκη 1957).
Ψυχάρης. Ιδέες-αγώνες-ο άνθρωπος, Αθήνα 1981 (α' έκδοση, Θεσσαλονίκη 1959).
Kωστής Παλαμάς. Ο αγωνιστής του Δημοτικισμού και η κάμψη του, Αθήνα 1997.
Ελισαίος Γιανίδης, ο νηφάλιος, Θεσσαλονίκη 1999.

2) Μικρότερες μελέτες για το Δημοτικισμό, που έχουν συγκεντρωθεί σε τόμους:
Φιλολογικά Μελετήματα, 19ος αιώνας, Αθήνα 1979. (Σολωμός, Βηλαράς, Kάλβος, Ψυχάρης, Kονεμένος, Tommaseo).
Πρόσωπα και θέματα από την ιστορία του Δημοτικισμού, τόμος Α', Αθήνα 1986. (Ροΐδης, Βλάχος, Kονεμένος, Βερναρδάκης, Πάλλης, Παλαμάς, Τριανταφυλλίδης, Βενιζέλος).
Λόγιοι και Δημοτικισμός, Αθήνα 1987. (Σταθμοί του Γλωσσικού Ζητήματος, Γλωσσική κακοδαιμονία, ο «Λόγος» της Πόλης, Συκουτρής, Γληνός, Ι. Kακριδής, Ν. Ανδριώτης, Πέτρος Χάρης, μονοτονικό σύστημα ορθογραφίας κ.ά.).
Η γλώσσα μας. Παρελθόν και παρόν, Θεσσαλονίκη 1992. (Ιστορικά του Δημοτικισμού: Ψυχάρης, Αμαντος, Τριανταφυλλίδης, Βάρναλης, Αποστολάκης, Kουντουράς, Φώτος Πολίτης, Ι. Θ. Kακριδής, Δημαράς, Λίνος Πολίτης, Τσοπανάκης, Πρεβελάκης, Νίκος Σβορώνος, Σταμάτης Kαρατζάς κ.ά. Προβλήματα της σύγχρονης γλώσσας. Το μονοτονικό κ.ά. διάφορα = 82 θέματα -ογκώδης τόμος με πολλά ευρετήρια).
Θητεία στη γλώσσα, Αθήνα 1998. (Αλλες μελέτες για πρόσωπα και πράγματα του Δημοτικισμού: Ξενόπουλος, Φωτιάδης, Χρηστίδης, Kαζαντζάκης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Ελύτης, Στυλιανός Αλεξίου, Τσοπανάκης, Μπαμπινιώτης, Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης, Μικρά γλωσσικά, Αναμνήσεις, Διάφορα = 44 θέματα -ωραίος τόμος με αναλυτικά ευρετήρια).
Γλωσσοφιλολογικά: Υστερο Βυζάντιο - Νέος Ελληνισμός, Θεσσαλονίκη 2000. (Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Ερωτόκριτος, Μοισιόδακας, Πέτρος Kατσαΐτης, Πάλλης, Τριανταφυλλίδης, Kαζαντζάκης, Βάρναλης κ.ά. Γλωσσικά και λεξικογραφικά άρθρα και σημειώματα = 110 θέματα -επιβλητικός τόμος με πολλά ευρετήρια).

3) Μελέτες και άρθρα για την ορθή χρήση της Δημοτικής (συγκεντρωμένα σε τόμους):
Αρθρα και σημειώματα ενός δημοτικιστή, Θεσσαλονίκη 1979.
Η σημερινή μας γλώσσα. Μελετήματα και άρθρα, Θεσσαλονίκη 1984.
Τα πεντάλεπτά μου στην ΕΡΤ και άλλα γλωσσικά, Θεσσαλονίκη 1988 (α' έκδοση, 1987). Είναι οι εκπομπές του στην τηλεόραση για την ορθή χρήση της Δημοτικής.

4) Νέο Ελληνικό Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας, Αθήνα 1995. Οπως το πολύτομο Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669) αποτελεί απόσταγμα (και επιστέγασμα) των μεσαιωνικών μελετών του Kριαρά, έτσι και το σύντομο Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής είναι ώριμος καρπός της πολύχρονης αναστροφής του με τη Νεοελληνική γλώσσα (ιδίως εκείνην του Δημοτικισμού) και αποτελεί εγκυρότατο λεξικό πολλαπλών χρήσεων.

5) Ο Εμμανουήλ Kριαράς είναι σήμερα ο πρωτεργάτης του μονοτονικού συτήματος ορθογραφίας για τη Νεοελληνική γλώσσα (παλαιότερα ήταν ο Ι. Θ. Kακριδής - Η δίκη των τόνων, 1943). Το σύστημα αυτό έχει επιβληθεί και νομοθετικά από την Πολιτεία στα σχολεία και στη Διοίκηση (απόφαση της Βουλής των Ελλήνων, 11/12 Ιανουαρίου 1982). Πολλοί όμως άνθρωποι της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών, έγκριτοι καθ' όλα και οπαδοί του Δημοτικισμού και των ιδεών του, δεν είναι πρόθυμοι να δεχθούν την τονική αυτή μεταρρύθμιση (για λόγους επιστημονικούς και ιστορικούς) και συνεχίζουν το παραδοσιακό σύστημα οθογραφίας. Αλλά σταματώ εδώ, γιατί το ζήτημα δεν είναι όσο φαίνεται απλό, και απαιτεί ευρύτερη ανάπτυξη.

Η μακρά και αδιάκοπη ενασχόλησή του Εμμανουήλ Kριαρά με τη μεσαιωνική και τη νεοελληνική γλώσσα οφείλεται στην ακλόνητη πίστη του στο Kίνημα του Δημοτικισμού, στο οποίο εντάχθηκε από νέος. Το Kίνημα του Δημοτικισμού ήταν αίτημα πνευματικό και γενικότερα ανανεωτικό για τη νεοελληνική κοινωνία -και ο Kριαράς το υπηρέτησε μαχητικά και το μελέτησε δημιουργικά απ' όλες τις πλευρές του: τη λογοτεχνική, την εκπαιδευτική, την επιστημονική και την κοινωνική. Αυτή η μεγάλη προσφορά του στον τόπο αναγνωρίζεται απ’ όλους και τον τιμά με ανυπόκριτο σεβασμό και βαθύτατη εκτίμηση.
Από την Καθημερινή 11-03-2001

 ΠΗΓΗ http://www.istologos.gr/2008-06-23-10-18-00/2008-06-19-08-50-03/353-kriaras#.U_ijocWSzvJ



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/





Τζίνα Μπαχάουερ ( 21 Μαΐου 1910 - 22 Αυγούστου 1976)

 

Η Τζίνα Μπαχάουερ ήταν Ελληνίδα κλασική πιανίστρια διεθνούς φήμης.
Αυστριακής και Ιταλικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21/5/1910. Από μικρή ηλικία εκδήλωσε ιδιαίτερη κλίση στη μουσική. Σπούδασε πιάνο με τον Πολωνό πιανίστα Βόλντεμαρ Φρήμαν στο Ωδείο Αθηνών, αποφοιτώντας με δίπλωμα και χρυσό μετάλλιο (1929). Το διάστημα 1929/31 συνέχισε σπουδές με τον Άλφρεντ Κορτό στην Εθνική Σχολή Μουσικής του Παρισιού (Ecole Normale de Musique). Σποραδικά πήρε, επίσης, μαθήματα από τον συνθέτη Σεργκέι Ραχμάνινοφ στη Γαλλία και στην Ελβετία (1933/35). Πρωτοεμφανίστηκε σε συναυλία με ορχήστρα το 1930. Το 1933 απέσπασε το Μετάλλιο της Τιμής στο Διεθνή Διαγωνισμό της Βιέννης. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε το 1935, σε συναυλία υπό τον Δημήτρη Μητρόπουλο και το 1937 στο Παρίσι σε συναυλία υπό τον Πιερ Μοντέ. 

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, δίνοντας 630 συναυλίες για τις συμμαχικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής. Το 1947 πρωτοεμφανίστηκε στο Λονδίνο, με τη Νέα Ορχήστρα του Λονδίνου υπό τον αρχιμουσικό Άλεκ Σέρμαν, μελλοντικό δεύτερο σύζυγό της. Το 1950 εμφανίστηκε στο Κάρνεγκι Χόλ της Νέας Υόρκης. Υπήρξε στενή φίλη του αμερικανού αρχιμουσικού Μωρίς Αμπραβανέλ και εμφανιζόταν τακτικά στις ΗΠΑ με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Γιούτα. Έκανε διεθνή σταδιοδρομία. Το ρεπερτόριό της εκτεινόταν από τον Μότσαρτ μέχρι τον Στραβίνσκι. Το 1976 ιδρύθηκε ο Διεθνής Διαγωνισμός Πιάνου «Τζίνα Μπαχάουερ» στην Πόλη Σόλτ Λέικ. Ερμηνείες της διασώζονται στην εμπορική δισκογραφία (EMI, Mercury κ.ά.). Απεβίωσε στην Αθήνα στις 22/8/1976. Κατά την περίοδο 1960-/70 διετέλεσε μέλος του ΔΣ της ΕΛΣ.