Τα πρώτα χρόνια
Ο Δημήτρης Γληνός γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 22 Αυγούστου του 1882 (παλαιό ημερολόγιο). Ήταν ο πρωτότοκος από τα δώδεκα παιδιά της οικογένειας του. Ο πατέρας του ήταν έμπορος κρασιών και κατάγονταν από την Άνδρο. Εκτός από το εμπόριο κρασιών, ο πατέρας του διατηρούσε και μια μικρή ταβέρνα, στην οποία ο Δημήτρης εργαζόταν προκειμένου να βοηθήσει την οικογένεια του. Οι οικονομικοί πόροι της οικογένειας του ήταν περιορισμένοι. Όμως, ο Γληνός είχε την τύχη να τον συμπαθήσει ο γιατρός Δημήτριος Χρόνης και να τον βοηθήσει οικονομικά ώστε να εγγραφεί στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης.
Φοιτητής στην Αθήνα
Το 1899, αριστούχος της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης ήρθε στην Αθήνα «κουβαλώντας» τη «Μεγάλη Ιδέα», την καθαρεύουσα και τον ιδεαλισμό για να σπουδάσει Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής είχε κυριαρχηθεί από την ήττα του 1897. Στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών κυριαρχούσαν οι οπαδοί της αρχαΐζουσας (Μιστριώτης, Κόντος). Ο Γληνός νοίκιασε ένα σπίτι στην οδό Μασσαλίας 18 και έπιασε φιλία με τον Κ. Γούναρη, δημοτικιστή και ποιητή, τεταρτοετή φοιτητή της φιλολογίας που σκοτώθηκε στους Βαλκανικούς πολέμους.
Η επίδραση του Μιστριώτη επηρέασε αρχικά το Γληνό. Συμμετείχε στα «Ευαγγελικά» το 1901 εναντίον των δημοτικιστών. Αργότερα ο ίδιος θα γράψει: «όλη μου η ζωή είναι μια πορεία προς τα αριστερά. Από το Μιστριώτη στο Λένιν». Την ίδια περίοδο γράφει το πρώτο του άρθρο για τις ξένες λέξεις στην ελληνική γλώσσα στο περιοδικό του Γεράσιμου Βώκου «Το Περιοδικό μας». Αργότερα, στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύει μια επιστολή με τίτλο «Ένας εθνικός».
Στο πανεπιστήμιο γνωρίζει τους Αλέξανδρο Δελμούζο, Μανώλη Τριανταφυλλίδη και Π. Ταγκόπουλο και γίνεται δημοτικιστής. Να πώς παρουσιάζει ο ίδιος γλαφυρά την περίοδο των φοιτητικών του χρόνων, τις ανησυχίες και τα όνειρά του:
«Σπούδασα φιλολογία γεμάτος από θολά και αόριστα όνειρα, από ορμές για δράση πνευματική, πότε νοιώθοντας να φουσκώνουνε τα στήθια μου από ποιητική διάθεση και πότε νοιώθοντας το νου μου να λαχταράει, για την κατάκτηση της αλήθειας... Έτρεχα σαν ένα νέο αλογάκι μέσα σ’ ένα λιβάδι, πότε ανεβαίνοντας τις ηλιόλουστες βουνοπλαγές της τέχνης, πότε χοροπηδώντας στον κάμπο τον οργωμένο της επιστήμης...».
Και προσθέτει για τη μετέπειτα πορεία του:
«Με κόπο και αγωνία άνοιξα το δρόμο, ένα μονοπάτι για την αλήθεια, για το φως. Έγινα στα δεκαοχτώ μου χρόνια δημοτικιστής, στα εικοσιπέντε μου χρόνια φωτίστηκα για το κοινωνικό ζήτημα, χρειάστηκε είκοσι χρόνια αγώνα για να μπορέσω να πω την αλήθεια που είχα μέσα μου...».
Κι ο Βάρναλης θυμάται:
«Τα πρώτα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής μικρός, ξένος, ασήμαντος, χωρίς φίκους μέσα στη Φιλοσοφική Σχολή, στεκόμουνα πάντα απόμερα και κοίταζα τους άλλους. Οι περισσότεροι είχαν έναν αέρα αντιπαθητικό. Πολύ ολίγες φάτσες μου φαινόντανε συμπαθητικές και τους πρόσεχα στις παραδόσεις χωρίς να τους γνωρίζω. Όλοι τους ήταν ή τριτοετείς ή τελειόφοιτοι. Τους πρόσεχα και τους θαύμαζα, γιατί είχα μάθει πως είναι ποιητές – και φυσικά δημοτικιστές. Ο Γληνός με τα μεγάλα του φλογερά μάτια και με μια χτυπητήν επίδειξη αντιρομαντισμού. Ο Δελμούζος με τα ωραία ποιητικά του μαλλιά, το εμπνευσμένο ύφος και το σταθερό του περπάτημα με βήματα απλωτά προς «ό,τι υψηλόν».
Ο Τριανταφυλλίδης με τη νευρική του φινέτσα, τη μελετηρότητά του και την κοριτσίστικη σεμνότητά του. κι απάνω απ’ όλους ο μέγας φασαρίας της σχολής, ο λιγότερο όμορφος απ’ όλους τους νέους της... Ανατολής, φωνακλάς, πανταχού παρών, γενικός φίλος ολωνώνε, καθηγητών και φοιτητών, φημισμένος από τότες ιστοριοδίφης, συνεργάτης του «Νουμά» κι αγαπημένος του Ψυχάρη, σπιρτόζος ανεκδοτολόγος, πειραχτήριο και πάντα καλή καρδιά – ο Νίκος Βέης. Όλοι αναγνωρίζανε την αξία του και τον εχτιμούσανε.
Η επαφή με το δημοτικισμό και οι πρώτες μάχες για τη δημοτική γλώσσα
Οι φιλικές συναναστροφές οδηγούν το Γληνό στο δημοτικισμό. Ο Κ. Γούναρης τον συστήνει στην ομάδα «Εστία» του περιοδικού «Νουμάς» που το έβγαζε ο πρωτοπόρος δημοτικιστής Δ. Ταγκόπουλος. Την περίοδο αυτή μεγάλοι λογοτέχνες όπως ο Χατζόπουλος, ο Καμπύσης, ο Καρκαβίτσας, ο Νιρβάνας, ο Ξενόπουλος, ο Βλαχογιάννης, ο Γρυπάρης, ο Μαλακάσης, ο Μελάς, ο Παπαντωνίου, ο Βάρναλης, ο Σκίπης, ο Σουρής και πολλοί άλλοι, επηρεασμένοι από το κήρυγμα του Ψυχάρη, γράφουν και προπαγανδίζουν τη δημοτική. Περιοδικά όπως η «Τέχνη» του Κώστα Χατζόπουλου, το «Περιοδικό μας» του Βώκου, η «Κριτική» των Αξιώτη και Λαμπελέτ, τα «Προπύλαια» του Βλαχογιάννη και ο «Νουμάς» του Ταγκόπουλου, εκδίδονται στη δημοτική. Είναι η φάση όπου ο δημοτικισμός μετασχηματίζεται σταδιακά από κίνημα λογοτεχνικό σε εκπαιδευτικό. Ο Γληνός το 1903 δημοσιεύει στον Νουμά του Ταγκόπουλου τρία μεταφρασμένα κείμενα του Héredia με το ψευδώνυμο Δ. Μήτσος.
Οικονομικές δυσκολίες αναγκάζουν το Γληνό στη διάρκεια των σπουδών του να εργασθεί ως δάσκαλος στη Λήμνο (1903-1904) και στον Κασαμπά (1905). Το 1904 γίνεται μέλος του συλλόγου των δημοτικιστών «Η Εθνική μας γλώσσα». Το 1905 παίρνει το πτυχίο του με άριστα. Στα 1905 ανέλαβε τη διεύθυνση της Αναξαγορείου Σχολής στα Βουρλά της Σμύρνης. Στα 1906-7 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα, μεταφράσεις και φιλολογικά άρθρα, με το όνομα Μήτρος Γληνός.
Το 1906, ο Ν. Τσουρουκτσόγλου εκδίδει στη Σμύρνη την εφημερίδα «Ημερησία Σμύρνης» και με επιστολή του στην καθαρεύουσα προσκαλεί το Γληνό να γίνει συνεργάτης της. Ο Γληνός απαντά θετικά στην πρόσκληση της εφημερίδας με επιστολή γραμμένη στη δημοτική. Η εφημερίδα δημοσιεύει την επιστολή και οι διευθυντές των τριών σχολών της Σμύρνης ζητούν εγγράφως από το συμβούλιο της Αναξαγόρειου Σχολής την απόλυση του. Ο Γληνός παραιτείται και προσλαμβάνεται στο νεοσύστατο Ελληνογερμανικό Λύκειο όπου δίδαξε ως το 1908. Εκεί είχε μαθητή τον Γ. Κορδάτο, ο οποίος μας χαρίζει πολύτιμες βιογραφικές σελίδες για το Δημήτρη Γληνό:
«Ο κ. Διευθυντής είχε δίκαιο. Ο Γληνός ήταν κάτι παραπάνω από γόης στη διδασκαλία του. Δε θυμάμαι κανέναν άλλο καθηγητή να μου κάνει τέτοια εντύπωση. Κρεμνιούμαστε όλοι μας απ’ το στόμα του και δεν καταλαβαίναμε πώς περνούσε η ώρα ή πιο σωστά, θα θέλαμε η μια ώρα του μαθήματος να γίνει δύο και τρεις. Όχι μόνο δεν κούραζε αλλά και έκανε τη γραμματική και το συνταχτικό ευχάριστο μάθημα, ήταν παιχνίδε όπως τα δίδασκε. Έπειτα και στο μάθημα των εκθέσεων πρόσεχε πολύ. Μας έβαλε να διαβάζουμε νεοελληνικά κείμενα και χωρίς να φαίνεται πως είναι δημοτικιστής –τον καιρό εκείνο στη Σμύρνη οι καθηγητές δημοτικιστές παύονταν από τα Ελληνικά Σχολεία- μας προπαγάνδιζε το δημοτικισμό. Μιλούσε πολλές φορές για το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, για το Χατζιδάκι, Κόντο, για τον Ψυχάρη και άλλες μορφές της τέχνης και ελληνικής λογοτεχνίας. Όταν μάλιστα μαθεύτηκε στις αρχές του 1907 ο θάνατος του Δημητρίου Βερναρδάκη, η Ευαγγελική Σχολής της Σμύρνης θέλησε να τιμήσει τη μνήμη όχι μόνο του ποιητή της «Φαύστας», αλλά και του έξοχου ελληνιστή και φιλολόγου. Ωστόσο κανένας απ’ τους καθηγητές της δεν ήθελαν να μιλήσουν στο φιλολογικό μνημόσυνο που θα γινόταν. Ήταν όλοι φανατικοί καθαρευουσιάνοι και οπαδοί του Κόντου που υπήρξεν άσπονδος εχθρός και διώκτης του μυτιληναίου σοφού. Τότε ο Γληνός, αν και δεν ήταν καθηγητής της Ευαγγελικής Σχολής, μέσον του διευθυντή της «Αρμονίας», τα κατάφερε να του δοθεί η εντολή να μιλήσει αυτός. Ήταν η πρώτη φορά που θα έκανε δημόσια εμφάνιση και μάλιστα εμφάνιση μέσα στη μεγάλη αίθουσα της Ευαγγελικής Σχολής όπου θα πήγαινε να τον ακούσει ό,τι εκλεχτό είχε η Σμύρνη.
Η αίθουσα ήταν γιομάτη, πατείς με πατώ σε. Φυσικά δεν έλειπεν η τάξη μας. μόνο δυο τρία πλουσιόπαιδα δεν ήρθαν. Αυτά προτίμησαν να περάσουν την ώρα τους στα ζαχαροπλαστεία της προκυμαίας. Ήταν οι πιο σκάρτοι της τάξης. Οι άλλοι πήγαμε και χειροκροτήσαμε το δάσκαλό μας με συγκίνηση και μ’ όλη την καρδιά μας. Η ομιλία του ήταν μυσταγωγία και κεραυνός μαζί.»
Την ίδια χρονιά ιδρύεται στη Σμύρνη «Σύνδεσμος των Λειτουργών της Εκπαιδεύσεως» και ο Γληνός αναλαμβάνει την προεδρία του.
Οι σπουδές στη Γερμανία και η επαφή με το μαρξισμό
Το 1908, παντρεύεται την Άννα Χρόνη, κόρη του εύπορου γιατρού που τον είχε βοηθήσει οικονομικά στις σπουδές του. Τον Αύγουστο του 1909 αναχωρεί μαζί με τη σύζυγο του για την Ιένα της Γερμανίας όπου παρακολούθησε μαθήματα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής.
Εκεί γνωρίζει το Γ. Σκληρό συγγραφέα του βιβλίου «Το Κοινωνικό μας Ζήτημα» και συμμετέχει στην «Εταιρεία των φίλων», ένα κύκλο πολιτικών συζητήσεων μαζί με άλλους προοδευτικούς έλληνες φοιτητές. Εκεί ο Γληνός στρέφεται προς τη μελέτη του μαρξισμού και γράφει, με το ψευδώνυμο Λ. Καλλέργης, μια εργασία με τίτλο «Η νεοτουρκική επανάσταση», την οποία δημοσίευσε στο περιοδικό «Ελληνισμός» του Νεοκλή Καζάζη. Στη μελέτη αυτή ο Γληνός προσπαθεί να αναλύσει την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στις χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου με τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού. Στην ανάλυση του προβλέπει τους Βαλκανικούς πολέμους, τη σύγκρουση Ελλάδας – Τουρκίας και τη συμμαχία Ελλάδας – Σερβίας – Βουλγαρίας.
Ο Γληνός από την Ιένα μεταβαίνει στη Λειψία με σκοπό να εκπονήσει μια διδακτορική διατριβή με τον Wundt με θέμα: «Τα αισθήματα της ακοής και η ένταση της προσοχής». Όμως, το 1911 οι οικονομικές ανάγκες τον υποχρέωσαν να διακόψει τις σπουδές του και να επιστρέψει στην Αθήνα.
Η αξιοποίηση του Γληνού από τις κυβερνήσεις Ε. Βενιζέλου (απόπειρες μεταρρύθμισης 1913 και 1917)
Στην Ελλάδα, την περίοδο αυτή γίνονται σημαντικές πολιτικές εξελίξεις. Το 1908 ιδρύεται στην Αθήνα η Κοινωνιολογική Εταιρεία με αρχηγό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Μέλη της είναι διανοούμενοι που είχαν σπουδάσει στη Γερμανία και αποφάσισαν να πολιτευθούν. Το 1909, ο Δρακούλης ιδρύει το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Ε.Σ.Κ.). Ο Γιαννιός, δάσκαλος της γαλλικής γλώσσας που είχε ζήσει χρόνια κοντά στον Ψυχάρη, ιδρύει το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας (Σ.Κ.Α.). Το 1911 ιδρύεται το Εργατικό Κέντρο Αθήνας. Οι σοσιαλιστικές ιδέες αρχίζουν να διαδίδονται στην ελληνική κοινωνία και να μορφοποιούνται πολιτικά.
Ο Ε. Βενιζέλος είχε καταλάβει την εξουσία και προσπαθούσε να συγκροτήσει ένα επιτελείο από προοδευτικούς διανοούμενους που θα στήριζαν τις προσπάθειες του για αστικό εκσυγχρονισμό. Το 1910 είχε ιδρυθεί ο Εκπαιδευτικός Όμιλος με βασικό αίτημα την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση.
Το κλίμα είναι ευνοϊκό για το Γληνό, ο οποίος με την επιστροφή του στην Ελλάδα αρχίζει να αρθρογραφεί στο Δελτίο του Ομίλου.
Το 1911 η καθαρεύουσα κατοχυρώνεται συνταγματικά. Με το άρθρο 107 του Συντάγματος, επίσημη γλώσσα του κράτους προκρίνεται εκείνη που συντάσσονται «το πολίτευμα και τα κείμενα της ελληνικής νομοθεσίας», δηλαδή, η καθαρεύουσα. Αυτός ο συμβιβασμός του Βενιζέλου θα κάνει ακόμη πιο δύσκολο τον αγώνα των δημοτικιστών, οι οποίοι στηρίζουν την κυβέρνηση του.
Το 1912, ο υπουργός παιδείας Ι. Τσιριμώκος ζητά από το Γληνό να του εκθέσει τις απόψεις του για το εκπαιδευτικό σύστημα. Ο Τσιριμώκος διορίζει το Γληνό Διευθυντής στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Σ’ αυτό μετεκπαιδεύονταν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές στα νέα παιδαγωγικά συστήματα. Ο Γληνός δημιουργεί δύο παιδαγωγικά φροντιστήρια στα οποία προσπαθεί να διδάξει νέες μεθόδους διδασκαλίας, που χρησιμοποιούνται από το κίνημα της προοδευτικής αγωγής και το Σχολείο Εργασίας. Ο Κ. Βάρναλης ως μαθητής του μας δίνει την καταλυτική πνευματική φυσιογνωμία του:
«Αξέχαστα χρόνια! Η πλειότητα των μετεκπαιδευμένων είμαστε νέοι, ζωηροί, γεμάτοι, πιστοί στο δημοτικισμό, στην ελευθερία του πνεύματος, στην πρόοδο του έθνους. Αυτόν τον αέρα της δημιουργικής πίστης και της γόνιμης δράσης μάς τον εμφυσούσε ο Γληνός. Μόνη η αυτοκυριαρχημένη παρουσία του, η γαλήνη του, ασκούσανε μιαν ακαταμάχητη γοητεία σ’ όλους... Γιατί ο Γληνός δεν ήτανε μονάχα υπέροχος δάσκαλος και δημιουργός, ήίτανε και άφθαστος ομιλητής... Ο Γληνός είχε καθαρές ιδέες κι ήξερε να τις αναπτύσσει παστρικά και με τέχνη. Ο λόγος του γοήτευε με την αντικειμενικότητα των αληθειών του, με τη μαστοριά του ύφους του και με τη θέρμη της πίστης του...».
Παράλληλα, ο Γληνός περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα κάνοντας επιθεωρήσεις στα σχολεία και καταγράφοντας τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος.
Το 1913, ύστερα από πρόσκληση του Υπουργού Παιδείας Ι. Τσιριμώκου της κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου, ο Γληνός συντάσσει την εισηγητική του έκθεση και το κείμενο των νομοσχεδίων, που έμειναν στην Ιστορία της Εκπαίδευσης ως «Νομοσχέδια του 1913», εκφράζοντας τις προοδευτικές τάσεις του αστικού φιλελευθερισμού αυτής της εποχής. Στόχος της μεταρρύθμισης του 1913 ήταν ο καπιταλιστικός εξορθολογισμός της εκπαίδευσης και η σύνδεση της με την παραγωγική διαδικασία.
Ο Γληνός στο κείμενο των νομοσχεδίων επικρίνει τον ψευτοκλασικισμό, την έλλειψη πρακτικού προσανατολισμού του σχολείου που παράγει πτυχιούχους οι οποίοι «ή συνωθούνται περί το δημόσιον ταμείον ή ρίπτονται εις την κοινωνίαν πνευματικοί προλετάριοι, επιστήμονες άνεργοι». Υποστηρίζει ότι «είναι ανάγκη να οργανωθή και η καλούμενη πραγματική εκπαίδευσις, ήτις, θα προπαρασκευάζει συστηματικώτερον δια της καλλιέργειας των γενικών δεξιοτήτων και της παροχής καταλλήλων γνώσεων δια τα ειδικά επαγγέλματικά σχολεία ή και δια τα τεχνικά επαγγέλματα».
Σε αυτή τη φάση ο Γληνός εντάσσεται στο πλαίσιο της ιδεολογίας της προοδευτικής αστικής τάξης. Βλέπει την εκπαίδευση ως μέσον της καπιταλιστικής ανάπτυξης και πιστεύει ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την εισαγωγή της δημοτικής και την αναδιάρθρωση των αναλυτικών προγραμμάτων.
Οι αντιδράσεις που ξεσήκωσαν συντηρητικοί κύκλοι, αλλά και η μη σθεναρή υποστήριξη των νομοσχεδίων από τη μεριά της κυβέρνησης οδήγησαν στην καταψήφιση των νομοσχεδίων.
Το καλοκαίρι του 1914, ο Ι. Τσιριμώκος συγκροτεί δεκατετραμελές εκπαιδευτικό συμβούλιο, αλλά δεν περιλαμβάνει σε αυτό τον Γληνό. Ο Γληνός ιδρύει το «Σύλλογο Εκπαιδευτικών Λειτουργών» και εκδίδει το περιοδικό «Αγωγή» για να δραστηριοποιήσει τους εκπαιδευτικούς σε προοδευτική κατεύθυνση. Αυτή την περίοδο αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι αν δεν αλλάξει ο τρόπος σκέψης των εκπαιδευτικών, αν δεν αποκτήσουν μια διαφορετική αντίληψη για το σχολείο και την αγωγή, αν δεν υπάρξει πραγματική κινητοποίηση από τα κάτω, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν πρόκειται να αλλάξει μόνο με άνωθεν νομοθετικές παρεμβάσεις.
Το Φεβρουάριο του 1915 ο Βενιζέλος παραιτείται. Ο Γληνός κατηγορείται από τη φιλοβασιλική εφημερίδα «Σκριπ» ότι σε ομιλία του στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης αποκάλεσε το βασιλιά «σακαράκα». Θα δικαστεί για περιύβριση αρχής, αλλά θα απαλλαγεί με βούλευμα.
Το Σεπτέμβριο του 1916 θα επιστρατευθεί για ένα μήνα. Τον Οκτώβριο παραιτήθηκε από τη διεύθυνση του Διδασκαλείου. Οι βασιλικοί θα θεωρήσουν την παραίτηση του ως προσχώρηση στην Εθνική Άμυνα. Τον Νοέμβριο θα φυλακισθεί στις φυλακές Αβέρωφ. Ιανουάριο του 1917 αποφυλακίζεται και φεύγει οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη μετά από πρόσκληση του Βενιζέλου. Η Επαναστατική Κυβέρνηση τον διόρισε Πρόεδρο του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου.
Αρχές Ιουνίου 1917 ο γαλλικός στόλος ανατρέπει το καθεστώς του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο Βενιζέλος γίνεται πρωθυπουργός, ο Αβέρωφ υπουργός παιδείας, ο Γληνός γενικός γραμματέας του υπουργείου παιδείας και οι Δελμούζος και Τριανταφυλλίδης διορίζονται ανώτεροι επόπτες παιδείας. Τα τρία χρόνια της κυβέρνησης Βενιζέλου (1917 – 1920) ο Γληνός αγωνίζεται για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Την περίοδο αυτή γράφονται τα αναγνωστικά «Τα Ψηλά Βουνά» και το αλφαβητάριο «Ο Ήλιος».
Τα νέα αναγνωστικά που γράφονται ο ίδιος τα χαρακτηρίζει σαν:
«Ανατολή νέου κόσμου... κρύμνισμα ειδώλων, μεταβολή συστημάτων... Τα αναγνωστικά αυτά όχι μόνο είναι γραμμένα στη δημοτική, αλλά μπάζουν νέο πνεύμα στο σχολείο, φέρνουν τα παιδιά κοντά στη φύση και τη ζωή, στη χαρά και τη δράση, τα μαθαίνουν να αυτενεργούν, καλλιεργούν το κοινωνικό συναίσθημα».
Όμως, η μεταρρύθμιση συναντά αντιδράσεις ακόμη και μέσα στη βενιζελική παράταξη. Ο Βενιζέλος, όπως γράφει ο ίδιος ο Γληνός, τον καλεί στη Βουλή προκειμένου να του επιστήσει την προσοχή: «Τι είναι αυτά που κάνετε; Βιαζόμαστε πολύ. Χρειαζόσαστε τρία χρόνια να μπει η δημοτική στις τέσσερεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Ύστερα βλέπουμε». Το 1918 ο βενιζελικός αρχιεπίσκοπος επιτίθεται στη μεταρρύθμιση. Οι πιέσεις εκ των ένδον είναι αφόρητες. Ο Γληνός σε μια προσπάθεια να παρακάμψει το συντηρητικό κομμάτι του βενιζελικού κόμματος ταξιδεύει το 1919 στο Παρίσι προκειμένου να συναντήσει τον ίδιο το Βενιζέλο. Όμως, οι προσπάθειες του δεν θα αποδώσουν τους καρπούς που αυτός προσδοκούσε. Το πανεπιστήμιο Αθηνών παραμένει το κέντρο της αντίδρασης. Ο Γληνός μόλις και κατορθώνει να πείσει το Βενιζέλο να διδάσκεται η δημοτική στην πέμπτη και την έκτη δημοτικού μαζί με την καθαρεύουσα.
Στις εκλογές του 1920 τα φιλομοναρχικά κόμματα παίρνουν την πλειοψηφία και καταργούν την μεταρρύθμιση του 1917. Τα αναγνωστικά της μεταρρύθμισης χαρακτηρίζονται αντεθνικά και καίγονται ύστερα από απόφασηεπιτροπής με πρόεδρο τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκο Εξαρχόπουλο.Η καθαρεύουσα επικρατεί και πάλι και μαζί μ’ αυτή το παλιό αντιδραστικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Στο βιβλίο του με τον τίτλο «Οι χοίροι υίζουσιν, τα χοιρίδια κοϊζουσιν, οι όφεις ιύζουσιν» ο Γληνός σατιρίζει με πίκρα την επαναφορά της αρχαϊζουσας:
«...Τα παιδιά ενύσταζαν, ενύσταζαν, ενύσταζαν, θεέ μου, πώς ενύσταζαν... Η σκια της ηλιθιότητας εκάλυπτεν την τάξιν... Τα καλύτερα επαπαγάλιζαν ευσυνειδήτως. Το βόδι λέγεται καλύτερον βους, το πόδι λέγεται καλύτερον πους. Τα κέρατα τού; Του βου. Οι δάκτυλοι τού; που. Ω θεέ μου; Τι λες παιδί μου; Πρόσεχε. Ο βους, του βοός, ο πους, του ποδός. Λοιπόν; Τα κέρατα του... του βοδός. Οι δάκτυλοι τού; του... που.. πους. Α! μα είσθε κτήνη! Είσθε ζώα! Δεν υποφέρεσθε. Γκαπ! Γκουπ!»
Πολύ αργότερα το 1925, στον οδυνηρό απολογισμό αυτής της προσπάθειας ο Γληνός θα γράψει το «Ένας άταφος νεκρός» όπου καταδικάζει την αρχαϊζουσα γλώσσα και την αρχαιοπληξία, που τυραννούσε μαθητές-καθηγητές με έργο άχαρο και δεν πρόσφερε τίποτα στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας:
«...πρέπει να κάμωμεν το ελληνικόν σχολείον του Μεσενικόλα ή των Σοφάδων πεντατάξιον με δέκα ώρας αρχαία ελληνικά την εβδομάδα δια να γίνουν ικανοί οι κάτοικοι, εξακολουθούντες να μεταχειρίζονται εις αιώνα τον άπαντα το ησιόδειον άροτρον δια τα χωράφια των, να προσφωνούν τουλάχιστον και τα βόδια των εις ησιόδειον γλώσσαν».
Η στροφή προς την αριστερά
Ο Γληνός δεν αποθαρρύνθηκε. Εντάσσεται στη Δημοκρατική Ένωση και συνεργάζεται με τον Αλ. Παπαναστασίου στη συγγραφή του Δημοκρατικού Μανιφέστου, στα θέματα της παιδείας. Την ίδια περίοδο προσπαθεί να αποκαταστήσει με την οικονομική βοήθεια της συζύγου τους γονείς του, τα 7 από τα αδέρφια του, 2 γαμπρούς του και μια νύφη του, που έρχονται πρόσφυγες από τη Σμύρνη στην Αθήνα.
Το 1921 ιδρύει επίσης την «Ανώτερη Γυναικεία Σχολή» ως ελεύθερο λαϊκό Πανεπιστήμιο για τις γυναίκες, με σκοπό να τους δώσει ανώτερη μόρφωση, φιλοσοφική, ιστορική, καλλιτεχνική, για να μπουν στη σύγχρονη προοδευτική κίνηση.
Ο Πλαστήρας διορίζει το Γληνό στις αρχές του 1923 Εκπαιδευτικό Σύμβουλο στο Υπουργείο Παιδείας. Επιστρέφουν οι Δελμούζος και Τριανταφυλλίδης από τη Γερμανία και αρχίζει πάλι η προσπάθεια της μεταρρύθμισης. Ο Γληνός οργανώνει παιδαγωγικά συνέδρια σε όλη την Ελλάδα και του προτείνεται η θέση του πρύτανη του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, την οποία αρνείται.
Αργότερα, στις 2 Δεκεμβρίου 1938 στην Σαντορίνη όπου είναι εξόριστος θα γράψει για αυτή την πρόταση:
«Στα 1924 όταν έκαμα τον οργανισμό του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που ψήφισε τότε η κυβέρνηση Παπαναστασίου, ο υπουργός παιδείας Λυμπερόπουλος μου πρότεινε από μέρος του πρωθυπουργού να βάλουν ειδική διάταξη στο νόμο για να με διορίσουν πρύτανη για 10 χρόνια για να διοργανώσω το πανεπιστήμιο και δε δέχθηκα γιατί ήξερα από τότες ότι η διδασκαλία μου δε θα χωρούσε μέσα στα πλαίσια»
Ύστερα από εισήγησή του το 1924, ιδρύεται η Παιδαγωγική Ακαδημία για την προετοιμασία ανώτερων στελεχών της Εκπαίδευσης. Ο ίδιος δίδαξε για πρώτη φορά στην Ελλάδα κοινωνιολογία. Από την έδρα της Ακαδημίας γίνεται κήρυκας της κοινωνικής αναγέννησης του ΄Εθνους. Θυμάται ο Κ. Βάρναλης:
«στην Παιδαγωγική Ακαδημία, που τη διεύθυνε ο Γληνός, παιδαγωγός, όπως είπα και άλλοτες, με μοναδικό οργανωτικό ταλέντο, με φωτιά μέσα του όχι λιγότερην από την επιστημονική και φιλοσοφική του μάθηση και μ’ εξαιρετικό θετικισμό σε όλη του τη δράση, όλο το διδαχτικό προσωπικό ήτανε δοκιμασμένοι δημοτικιστές κι όλα τα μαθήματα σ’ ένα σκοπό κατατείνανε: να κάνουνε τους «μαθητές» όχι μονάχα καλούς παιδαγωγούς, μα και καλούς αγωνιστές του δημοτικισμού.
Στην Παιδαγωγική Ακαδημία, εξόν από τα παιδαγωγικά και τη φολοσοφία και άλλα τεχνικά μαθήματα, διδασκότανε η κοινωνιολογία, η γλωσσολογία και η νεοελληνική λογοτεχνία.
Για πρώτη φορά σε δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα διδασκότανε το μάθημα της κοινωνιολογίας (από το Γληνό) και το μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (από μένα). Όσο για το μάθημα της γλωσσολογίας, αυτό διδασκότανε στο ελληνικό πανεπιστήμιο από τα 1885! Κι όμως για πρώτη φορά η επιστήμη αυτή, που ήτανε ως τότε όργανο της πνευματικής αντίδρασης, γινότανε όργανο της πενυματικής προόδου – για να μην πω επανάστασης! Γιατί για πρώτη φορά στην Παιδαγωγική Ακαδημία ακούστηκε από υπάλληλο του κράτους πως η αληθινή γλώσσα του έθνους είναι η δημοτική γλώσσα κι όχι η γλώσσα του... κράτους (των ψηφισμάτων του και των νόμων του!). Κι αυτηνής της γλώσσας διδαχτήκανε στους δασκάλους η ιστορία, οι νόμοι και οι κανόνες.»
Με τη δικτατορία Πάγκαλου ανατρέπεται και πάλι το μεταρρυθμιστικό του έργο. Το Γενάρη του 1926 απολύθηκε «δια λόγους οικονομιών» και οι συνεργάτες του Αλ. Δελμούζος και Ρόζα Ιμβριώτη διώκονται, όπως και άλλοι καθηγητές. Ο Κ. Βάρναλης τιμωρήθηκε με έξι μήνες προσωρινή απόλυση και με μετάθεση στα Χανιά της Κρήτης. Είναι τα «Μαρασλειακά» με τα οποία εκδηλώθηκε το μένος των αντιπάλων του. Η υπόθεση αυτή πείθει το Γληνό πως είναι μάταιη προσπάθεια να περιμένει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από τις τάξεις της κοινωνικής αντίδρασης. Να πώς περιγράφει ο Κ. Βάρναλης την εποχή:
«Το σύνθημα της επίθεσης ενάντια στην Ακαδημία και στο Μαράσλειο το έδωσε η «Εστία».
Την επίθεσή της η «Εστία» την άρχισε μ’ ένα κύριο άρθρο. Κοινωνικό σκάνδαλο! Μέσα σε δυο ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Παιδαγωγική Ακαδημία και Μαράσλειο) γίνεται αντεθνική εργασία! Εκεί «υπονομεύονται» τα τιμιότατα της φυλής! Εκεί ονομάζονται σάπια τα ιδανικά της πατρίδας, κουρελόπανο η σημαία μας! Εκεί βρίζεται η... Παναγία!
Όλες οι άλλες εφημερίδες τρέξανε να κρατήσουνε το «ίσο» στην «Εστία». Ήτανε μια πρώτης γραμμής ευκαιρία για δημοκοπία και μεγάλωμα της κυκλοφορίας...
Όμως το κράτος «συγκινήθηκε!». Και διάταξε διοικητικές και δικαστικές ανακρίσεις. Και τότες όσοι εξεταστήκανε για μάρτυρες σταθήκανε στο ύψος του νεοελληνικού πολιτισμού και των «υγιών αρχών του». ΄Ολοι τούτοι φυσικά οι μάρτυρες ή είχανε προσωπικά με το Γληνό και το Δελμούζο ή ήτανε βαλτοί ή ήτανε θύματα της υποβολής των εφημερίδων. Μα η Δικαιοσύνη; Κοτζάμ αρεοπαγίτες και υφυπουργοί δεχότανε ν’ ακούνε και να καταγράφουνε μαρτυρίες σαν αυτήν, που κατάθεσε ένας... μπάρμπας!
Αυτός ο μπάρμπας περπατούσε, λέει, στο δρόμο μαζί με την ανεψιά του, μαθήτρια του Μαρασλείου. Ξαφνικά, λέει, το κορίτσι στάθηκε, σήκωσε τα φουστάνια του, κάθησε σε μια γωνιά του πεζοδρομίου κι έκανε με τη φυσικότερη αφέλεια τα... τσίσια του. Ο μπάρμπας, λέει το παραμύθι, έγινε έξω φρενών! Και ρωτάει κατακόκκινος από θυμό την ανεψούλα του:
- Μαρία (ας πούμε!), δε μου λες, πού έμαθες να φέρνεσαι έτσι ξετσίπωτα;
- Στο Μαράσλειο! ΄Ετσι μας διδάξανε οι καθηγητές μας. Να είμαστε «υπεράνω των προλήψεων» κ.λπ.
Με τέτοια παραμύθια συνεννοούντανε μια χαρά ο Τύπος, το Κράτος, η θεά Θέμις κι η χειρότερη μερίδα του λαού...
Καλά τα πρόσωπα! Κι άλλα να ήτανε, δε χάθηκε ο κόσμος! Μα το όνειρο της Μεταρρύθμισης; Ο σκοπός του «εκδημοκρατισμού» της παιδείας και της διοίκησης και της δικαιοσύνης και της Βουλής; Μα ίσα-ίσα αυτό ήτανε το μεγαλύτερο όφελος του νεοελληνικού πολιτισμού και η μεγαλύτερη απόδειξη της... ζωτικότητας της φυλής! Γλύτωσε το έθνος από το να έχει γλώσσα! ΄Εχει κείνην, που δεν την καταλαβαίνει. Και τώρα δεν πρέπει να έχει ούτε κι αυτήνε. Ο φασισμός θα τηνε κόψει για να μη... μιλεί και φλυαρεί ο καθένας ό,τι του κατεβαίνει!»
Ο μαχητής Γληνός δεν το βάζει κάτω. Από το Σεπτέμβριο του 1926 άρχισε την έκδοση του περιοδικού «Αναγέννηση» με σαφή στροφή προς το σοσιαλισμό. Ο Γληνός γίνεται ο αρχηγός του αριστερού πνευματικού κινήματος, του κοινωνικού δημοτικισμού και διακηρύσσει μέσα από τον «Εκπαιδευτικό ΄Ομιλο»:
«Η λαϊκή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να έχει άλλο κοινωνικό φορέα και πρόμαχο, παρά τις κοινωνικές εκείνες τάξεις, που σαν αδικημένες αγωνίζονται να λυτρωθούν και να κατακτήσουν τα δικαιώματά τους».